31972R1473

Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 1473/72 του Συμβουλίου της 30ής Ιουνίου 1972 περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 που καθορίζει τον κανονισμό «περί της υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καθώς και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων»

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 160 της 16/07/1972 σ. 0001 - 0016
Φινλανδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 1 τόμος 1 σ. 0079
Δανική ειδική έκδοση: Σειρά I Κεφάλαιο 1972(III) σ. 0672
Σουηδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 1 τόμος 1 σ. 0079
Αγγλική ειδική έκδοση: Σειρά I Κεφάλαιο 1972(III) σ. 0703
Ελληνική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 01 τόμος 1 σ. 0136
Ισπανική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 01 τόμος 1 σ. 0156
Πορτογαλική ειδική έκδοση : Κεφάλαιο 01 τόμος 1 σ. 0156


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΥΡΑΤΟΜ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) αριθ. 1473/72 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 30ής Ιουνίου 1972 περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 που καθορίζει τον κανονισμό " περί της υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καθώς και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων "

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη περί ιδρύσεως ενιαίου Συμβουλίου και ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και ιδίως το άρθρο 24,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη της Επιτροπής του Κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως,

τη γνώμη της Συνελεύσεως,

τη γνώμη του Δικαστηρίου,

Εκτιμώντας:

ότι ο κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου της 29ης Φεβρουαρίου 1968(1), όπως έχει τροποποιηθεί τελευταία από τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 1369/72(2), καθορίζει στο άρθρο 2 τον κανονισμό περί της υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και στο άρθρο 3 το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών- ότι η τροποποίηση του εν λόγω κανονισμού και του εν λόγω καθεστώτος ανήκει στο Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με τα άλλα ενδιαφερόμενα όργανα-

ότι, εν όψει της πείρας που έχει αποκτηθεί κατά την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού και του εν λόγω καθεστώτος, θεωρείται σκόπιμο να γίνουν οι τροποποιήσεις που απαιτούν ορισμένες από τις διατάξεις τους,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

Άρθρο 1

Στο άρθρο 5 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο, ο όρος "θέση" αντικαθίσταται από τον όρο "θέση-τύπος".

Άρθρο 2

1. Στο άρθρο 7 παράγραφος 1 προστίθεται δεύτερο εδάφιο που έχει ως εξής:

"Ο υπάλληλος δύναται να ζητήσει να μετατεθεί εντός του οργάνου του."

2. Το κείμενο του άρθρου 7 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Η προσωρινή υπηρεσία περιορίζεται σε ένα έτος, εκτός αν έχει σαν αντικείμενο να εξασφαλίσει άμεσα ή έμμεσα την αντικατάσταση υπαλλήλου που έχει αποσπασθεί για το συμφέρον της υπηρεσίας ή έχει κληθεί υπό τα όπλα ή είναι σε αναρρωτική άδεια μεγάλης διαρκείας."

Άρθρο 3

Στον Τίτλο I, μετά το άρθρο 10 παρεμβάλλεται νέο άρθρο 10α) που έχει ως εξής:

"Άρθρο 10α

Το όργανο καθορίζει τις προθεσμίες εντός των οποίων η επιτροπή προσωπικού ή η επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως ή η επιτροπή κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως οφείλουν να διατυπώνουν τις γνώμες που τους ζητούνται, χωρίς οι προθεσμίες αυτές να δύνανται να είναι μικρότερες από 15 εργάσιμες ημέρες. Ελλείψει γνώμης εντός των καθορισμένων προθεσμιών, το όργανο εκδίδει την απόφασή του."

Άρθρο 4

Στο άρθρο 24 προστίθενται οι ακόλουθοι δύο παράγραφοι:

"Διευκολύνουν την επαγγελματική επιμόρφωση του υπαλλήλου, στο μέτρο που αυτή συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις της καλής λειτουργίας των υπηρεσιών και είναι σύμφωνη με τα δικά τους συμφέροντα.

Η επιμόρφωση αυτή λαμβάνεται επίσης υπόψη για την εξέλιξη της σταδιοδρομίας."

Άρθρο 5

Μετά το άρθρο 24 παρεμβάλλεται νέο άρθρο 24α που έχει ως εξής:

"Άρθρο 24α

Οι υπάλληλοι απολαύουν του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι- δύνανται ιδίως να είναι μέλη συνδικαλιστικών ή επαγγελματικών οργανώσεων των υπαλλήλων που εργάζονται στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες."

Άρθρο 6

Στο άρθρο 25, πριν από την πρώτη παράγραφο παρεμβάλλεται νέα παράγραφος που έχει ως εξής:

"Ο υπάλληλος δύναται να προσφύγει στην αρμοδία για διορισμούς αρχή του οργάνου του."

Άρθρο 7

Το κείμενο του άρθρου 32 δεύτερη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Εν τούτοις η αρμοδία για διορισμούς αρχή δύναται, προκειμένου να λάβει υπόψη την κατάρτιση και την ειδική επαγγελματική πείρα του ενδιαφερομένου, να του χορηγήσει βελτίωση αρχαιότητας κατά κλιμάκιο στο βαθμό αυτό- η βελτίωση αυτή δεν δύναται να υπερβαίνει τους 72 μήνες στους βαθμούς A1 έως A4, L/A3 και L/A4 και τους 48 μήνες στους άλλους βαθμούς."

Άρθρο 8

Το κείμενο του άρθρου 34 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"1. Κάθε υπάλληλος, με εξαίρεση τους υπαλλήλους των βαθμών A1 και A2, υποχρεούται να συμπληρώσει περίοδο δοκιμασίας πριν δυνηθεί να μονιμοποιηθεί. Η περίοδος αυτή δοκιμασίας διαρκεί 9 μήνες για τους υπαλλήλους της κατηγορίας A, του γλωσσικού κλάδου και της κατηγορίας B και 6 μήνες για τους άλλους υπαλλήλους.

2. Το αργότερο ένα μήνα πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, καταρτίζεται έκθεση για την ικανότητα του δοκίμου υπαλλήλου προς εκπλήρωση των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί, καθώς και για την απόδοση του και τη συμπεριφορά του στην υπηρεσία. Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος δύναται να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του. Ο δόκιμος υπάλληλος που δεν έχει επιδείξει επαγγελματικές ικανότητες επαρκείς για τη μονιμοποίησή του απολύεται.

Σε περίπτωση καταφανούς αδυναμίας προσαρμογής του δοκίμου υπαλλήλου δύναται να καταρτισθεί έκθεση ανά κάθε στιγμή της περιόδου δοκιμασίας. Η έκθεση αυτή γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος δύναται να διατυπώσει εγγράφως τις παρατηρήσεις του. Βάσει της εκθέσεως αυτής η αρμοδία για διορισμούς αρχή δύναται να αποφασίσει να απολύσει τον δόκιμο υπάλληλο πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας, με προειδοποίηση ενός μηνός, χωρίς η διάρκεια υπηρεσίας να δύναται να υπερβαίνει την κανονική διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας.

Εκτός αν έχει τη δυνατότητα να αναλάβει αμελλητί τα καθήκοντά του στη διοικητική υπηρεσία από την οποία προέρχεται, ο δόκιμος υπάλληλος που έχει απολυθεί απολαύει αποζημιώσεως που αντιστοιχεί στο βασικό μισθό δύο μηνών αν έχει πραγματοποιήσει υπηρεσία έξι μηνών και στο βασικό μισθό ενός μηνός αν έχει πραγματοποιήσει υπηρεσία μικρότερη από έξι μήνες.

Οι διατάξεις της παρούσης παραγράφου δεν εφαρμόζονται στον υπάλληλο που παραιτείται πριν από τη λήξη της περιόδου δοκιμασίας του."

Άρθρο 9

1. Το κείμενο του άρθρου 37 πρώτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Απόσπαση είναι η κατάσταση του υπαλλήλου ο οποίος, με απόφαση της αρμοδίας για διορισμούς αρχής:

α) προς το συμφέρον της υπηρεσίας,

- ορίζεται για την προσωρινή κατάληψη θέσεως εκτός του οργάνου, στο οποίο ανήκει, ή

- αναλαμβάνει προσωρινά να ασκήσει καθήκοντα παρά προσώπω που εκτελεί θητεία η οποία προβλέπεται από τις συνθήκες περί ιδρύσεως των Κοινοτήτων ή τη συνθήκη περί ιδρύσεως ενιαίου Συμβουλίου και ενιαίας Επιτροπής των Κοινοτήτων ή παρά εκλεγμένω προέδρω οργάνου των Κοινοτήτων ή πολιτικής ομάδας της Συνελεύσεως-

β) κατόπιν αιτήσεώς του, τίθεται στη διάθεση άλλου οργάνου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων."

2. Στο άρθρο 37, μετά τη δεύτερη παράγραφο παρεμβάλλεται το ακόλουθο κείμενο:

"Εν τούτοις κατά τη διάρκεια της αποσπάσεως που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο περίπτωση α) δεύτερη παύλα ο υπάλληλος υπόκειται στις διατάξεις που ισχύουν για υπαλλήλους του ιδίου βαθμού με το βαθμό που έχει αυτός στη θέση στην οποία έχει αποσπασθεί, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί συντάξεως που προβλέπονται στο άρθρο 77 τρίτη παράγραφος."

Άρθρο 10

Το κείμενο του άρθρου 38 περιπτώσεις δ) και ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"δ) ο υπάλληλος που έχει αποσπασθεί δυνάμει των διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 37 περίπτωση α) πρώτη παύλα έχει δικαίωμα εξισώσεως του μισθού όταν η θέση στην οποία έχει αποσπασθεί περιλαμβάνει συνολική αμοιβή κατώτερη από αυτή που αναλογεί στο βαθμό και το κλιμάκιό του στο όργανο από το οποίο προέρχεται- δικαιούται επίσης της επιστροφής του συνόλου των προσθέτων δαπανών που συνεπάγεται η απόσπασή του-

ε) ο υπάλληλος που έχει αποσπασθεί δυνάμει των διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 37 περίπτωση α) πρώτη παύλα συνεχίζει να καταβάλλει τις εισφορές κατά το σύστημα συνταξιοδοτήσεως βάσει του μισθού ενεργού υπηρεσίας που αναλογεί στο βαθμό και το κλιμάκιό του στο όργανο από το οποίο προέρχεται."

Άρθρο 11

1. Το κείμενο του άρθρου 39 περίπτωση δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"δ) κατά τη διάρκεια της αποσπάσεως αυτής οι εισφορές κατά το σύστημα συνταξιοδοτήσεως καθώς και τα ενδεχόμενα δικαιώματα συνταξιοδοτήσεως υπολογίζονται βάσει του μισθού ενεργού υπηρεσίας που αναλογεί στο βαθμό και το κλιμάκιό του στο όργανο από το οποίο προέρχεται."

2. Στο άρθρο 39 προστίθεται το ακόλουθο κείμενο:

"ε) μετά τη λήξη της αποσπάσεως, ο υπάλληλος επαναφέρεται υποχρεωτικά, ευθύς ως υπάρξει κενή θέση, σε θέση της κατηγορίας ή του κλάδου του που αντιστοιχεί στο βαθμό του, με την προϋπόθεση ότι κατέχει τις ικανότητες που απαιτούνται για τη θέση αυτή. Αν αρνηθεί τη θέση που του προσφέρεται, διατηρεί τα δικαιώματά του για επαναφορά, με την ίδια προϋπόθεση, ευθύς ως υπάρξει δεύτερη κενή θέση της κατηγορίας ή του κλάδου του που αντιστοιχεί στο βαθμό του- σε περίπτωση δεύτερης αρνήσεως δύναται να παυθεί μετά από διαβούλευση με την επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως. Μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής επαναφοράς του παραμένει σε κατάσταση αποσπάσεως άνευ αποδοχών."

Άρθρο 12

Το κείμενο του άρθρου 40 παράγραφος 4 περίπτωση δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"δ) μετά τη λήξη της αδείας για προσωπικούς λόγους ο υπάλληλος επαναφέρεται υποχρεωτικά, ευθύς ως υπάρξει πρώτη κενή θέση, σε θέση της κατηγορίας ή του κλάδου του που αντιστοιχεί στο βαθμό του, με την προϋπόθεση ότι έχει τις ικανότητες που απαιτούνται για τη θέση αυτή. Αν αρνηθεί τη θέση που του προσφέρεται διατηρεί τα δικαιώματά του για επαναφορά με την ίδια προϋπόθεση, ευθύς ως υπάρξει δεύτερη κενή θέση, σε θέση της κατηγορίας ή του κλάδου του που αντιστοιχεί στο βαθμό του- σε περίπτωση δεύτερης αρνήσεως δύναται να παυθεί μετά από διαβούλευση με την επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως. Μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής επαναφοράς του ο υπάλληλος παραμένει σε κατάσταση αδείας για προσωπικούς λόγους άνευ αποδοχών."

Άρθρο 13

Το κείμενο του άρθρου 41 παράγραφος 3 τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Το ποσό των εσόδων που εισπράττονται από τον ενδιαφερόμενο στα νέα του καθήκοντα κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής αφαιρείται από την αποζημίωση που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο στο μέτρο που τα έσοδα αυτά, προστιθέμενα στην αποζημίωση αυτή, υπερβαίνουν τις τελευταίες συνολικές αποδοχές του υπαλλήλου οι οποίες έχουν καθοριθεί βάσει του ισχύοντα πίνακα των μισθών την πρώτη ημέρα του μηνός για τον οποίο πρόκειται να γίνει η εκκαθάριση της αποζημιώσεως.

Η αποζημίωση καθώς και οι τελευταίες συνολικές αποδοχές που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο τροποποιούνται βάσει του συντελεστού αναπροσαρμογής που καθορίζεται για τον τελευταίο τόπο τοποθετήσεως του υπαλλήλου."

Άρθρο 14

Το κείμενο του άρθρου 46 πρώτη παράγραφος αντίκαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Ο υπάλληλος που διορίζεται σε ανώτερο βαθμό απολαύει στον νέο του βαθμό της αρχαιότητος που αντιστοιχεί σε πλασματικό κλιμάκιο ίσο με ή αμέσως ανώτερο από εκείνο που κατείχε στον παλαιό του βαθμό επαυξημένο κατά το ποσό της διετούς ανόδου κατά κλιμάκιο στον νέο του βαθμό."

Άρθρο 15

Στο άρθρο 48, μετά τη δεύτερη παράγραφο παρεμβάλλεται η ακόλουθη φράση:

"Εν τούτοις η αρμόδια για διορισμούς αρχή δύναται να αρνηθεί την παραίτηση αν κατά την ημερομηνία παραλαβής της επιστολής παραιτήσεως εκκρεμεί πειθαρχική διαδικασία κατά του υπαλλήλου ή πρόκειται να αρχίσει διαδικασία εντός των επομένων τριάντα ημερών."

Άρθρο 16

Στο άρθρο 49 πρώτη παράγραφος, οι λέξεις:

"στις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 13, 39, 40 και 41 παράγραφοι 4 και 5."

αντικαθίστανται από την ακόλουθη φράση:

"στις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 13, 39, 40 και 41 παράγραφοι 4 και 5 και στο άρθρο 14 δεύτερη παράγραφος του Παραρτήματος VIII."

Άρθρο 17

Το κείμενο του άρθρου 50 τέταρτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Το ποσό των εσόδων που εισπράττονται από τον ενδιαφερόμενο στα νέα του καθήκοντα κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής αφαιρείται από την αποζημίωση που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο στο μέτρο που τα έσοδα αυτά, προστιθέμενα στην αποζημίωση αυτή, υπερβαίνουν τις τελευταίες συνολικές αποδοχές του υπαλλήλου που έχουν καθορισθεί βάσει του πίνακα των μισθών που ισχύει κατά την πρώτη ημέρα του μηνός για τον οποίο πρόκειται να καταβληθεί η αποζημίωση.

Η αποζημίωση καθώς και οι τελευταίες συνολικές αποδοχές που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο τροποποιούνται βάσει του συντελεστού αναπροσαρμογής που καθορίζεται για τον τελευταίο τόπο τοποθετήσεως του υπαλλήλου."

Άρθρο 18

Στο άρθρο 55 δεύτερη παράγραφος, ο αριθμός "45" αντικαθίσταται από τον αριθμό "42".

Άρθρο 19

Στο τίτλο IV πρώτο κεφάλαιο, παρεμβάλλεται νέο άρθρο 55α που έχει ως εξής:

"Άρθρο 55α

Κατ' εξαίρεση και για λόγους δεόντως αιτιολογημένους,η αρμόδια για διορισμούς αρχή δύναται να επιτρέψει στον υπάλληλο να εργάζεται με μειωμένο ωράριο, αν κρίνει ότι το μέτρο αυτό ανταποκρίνεται εξ ίσου στο πραγματικό συμφέρον του οργάνου.

Οι τρόποι χορηγήσεως της αδείας αυτής καθορίζονται στο Παράρτημα IVα. Ο υπάλληλος στον οποίο επιτρέπεται να εργάζεται με μειωμένο ωράριο υποχρεώνεται να παρέχει κάθε μήνα, σύμφωνα με τα μέτρα που έχει λάβει η αρμόδια αρχή, εργασία διαρκείας ίσης με το ήμισυ της κανονικής διαρκείας της εργασίας."

Άρθρο 20

Το κείμενο του άρθρου 56 πρώτη παράγραφος τελευταία φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"το σύνολο των υπερωριών που απαιτούνται από υπάλληλο δεν δύναται να υπερβαίνει τις 150 ώρες ανά εξάμηνο."

Άρθρο 21

Το κείμενο του άρθρου 58 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Ανεξάρτητα από τις άδειες που προβλέπονται στο άρθρο 57, οι γυναίκες σε κατάσταση εγκυμοσύνης δικαιούνται, αφού προσκομίσουν ιατρικό πιστοποιητικό, αδείας που αρχίζει έξι εβδομάδες πριν από την πιθανή ημερομηνία τοκετού που αναφέρεται στο πιστοποιητικό και η οποία λήγει οκτώ εβδομάδες μετά την ημερομηνία του τοκετού, χωρίς να δύναται η άδεια αυτή να είναι κατώτερη από δεκατέσσερις εβδομάδες."

Άρθρο 22

Στο άρθρο 59 παράγραφος 1, μετά το δεύτερο εδάφιο παρεμβάλλεται νέο εδάφιο που 2έχει ως εξής:

"Όταν οι απουσίες αυτές για λόγους ασθενείας δεν υπερβαίνουν τις τρεις ημέρες, υπερβαίνουν όμως επί περίοδο δώδεκα μηνών συνολικά τις δώδεκα ημέρες, ο υπάλληλος υποχρεούται να προσκομίσει ιατρικό πιστοποιητικό για κάθε νέα απουσία λόγω ασθενείας."

Άρθρο 23

Μετά το άρθρο 59 παρεμβάλλεται νέο άρθρο 59α που έχει ως εξής:

"Άρθρο 59α

Η ετήσια άδεια του υπαλλήλου στον οποίο επιτρέπεται να εργάζεται με μειωμένο ωράριο ελαττώνεται, κατά τη διάρκεια της δραστηριότητος αυτής, στο ήμισυ. Τα κλάσματα ημέρας που αφαιρούνται θεωρούνται αμελητέα."

Άρθρο 24

1. Το κείμενα του άρθρου 67 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"2. Οι υπάλληλοι που δικαιούνται οικογενειακών επιδομάτων τα οποία αναφέρονται στο παρόν άρθρο υποχρεούνται να δηλώνουν τα επιδόματα της ιδίας φύσεως που καταβάλλονται από άλλη πηγή, προκειμένου τα τελευταία να αφαιρεθούν από εκείνα που καταβάλλονται δυνάμει των άρθρων 1, 2 και 3 του Παραρτήματος VII."

2. Στο άρθρο 67 προστίθεται νέα παράγραφος 3 που έχει ως εξής:

"3. Το επίδομα συντηρουμένου τέκνου δύναται να διπλασιασθεί κατόπιν ειδικής και ατιολογημένης αποφάσεως της αρμόδιας για διορισμούς αρχή που λαμβάνεται βάσει αποδεικτικών ιατρικών εγγράφων, από τα οποία προκύπτει ότι το εν λόγω τέκνο επιβάλλει στον υπάλληλο δυσβάστακτα βάρη που απορρέουν από διανοητική ή φυσική αναπηρία από την οποία έχει προσβληθεί το τέκνο."

Άρθρο 25

Το κείμενο του άρθρου 68 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Τα οικογενειακά επιδόματα που προβλέπονται στο άρθρο 67 παράγραφος 1 εξακολουθούν να οφείλονται στην περίπτωση που ο υπάλληλος δικαιούται της αποζημιώσεως που προβλέπεται στα άρθρα 41 και 50, καθώς και στα άρθρα 34 και 42 του παλαιού κανονισμού του προσωπικου της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Άνθρακος και Χάλυβος.

Ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να δηλώσει τα επιδόματα ιδίας φύσεως που λαμβάνει ενδεχομένως από άλλη πηγή για το ίδιο τέκνο, προκειμένου αυτά τα τελευταία να αφαιρεθούν από εκείνα που καταβάλλονται δυνάμει των άρθρων 1, 2 και 3 του Παραρτήματος VII."

Άρθρο 26

Μετά το άρθρο 68 παρεμβάλλεται νέο άρθρο 68 που έχει ως εξής:

"Άρθρο 68α

Ο υπάλληλος στον οποίο επιτρέπεται να εργάζεται με μειωμένο ωράριο δικαιούται αμοιβής η οποία υπολογίζεται υπό τους όρους που καθορίζονται στο Παράρτημα IVα."

Άρθρο 27

Το κείμενο του άρθρου 70 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Σε περίπτωση θανάτου υπαλλήλου ο επιζών σύζυγος ή τα συντηρούμενα τέκνα δικαιούνται των συνολικών αποδοχών του αποθανόντος μέχρι το τέλος του τρίτου μήνα που ακολουθεί το μήνα του θανάτου.

Σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου συντάξεως οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν όσον αφορά τη σύνταξη του αποθανόντος."

Άρθρο 28

Στο άρθρο 72, μετά την παράγραφο 1 παρεμβάλλεται νέα παράγραφος 1α που έχει ως εξής:

"1α. Ο υπάλληλος του οποίου τα καθήκοντα λήγουν οριστικά και ο οποίος προβάλλει την αιτιολογία ότι δεν δύναται να καλυφθεί από άλλο δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα υγιειονομικής περιθάλψεως δύναται να ζητήσει, το αργότερο εντός του μήνα που ακολουθεί τη λήξη των καθηκόντων του, της καλύψεως έναντι των κινδύνων ασθενείας που προβλέπεται στην παράγραφο 1. Η συνεισφορά που αναφέρεται στην προηγουμένη παράγραφο υπολογίζεται επί του τελευταίου βασικού μισθού του υπαλλήλου και τον βαρύνει κατά το ήμισυ.

Με απόφαση της αρμοδίας για διορισμούς αρχής που λαμβάνεται κατόπιν γνώμης του ιατρικού συμβούλου του οργάνου, η προθεσμία ενός μήνα για την υποβολή της αιτήσεως καθώς και ο περιορισμός των έξι μηνών που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος προσβάλλεται από βαρειά ή παρατεινομένη ασθένεια, η οποία εμφανίζεται πριν από τη λήξη των καθηκόντων του και δηλώνεται στο όργανο πριν από τη λήξη της περιόδου των έξι μηνών που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο, με τον όρο ότι ο ενδιαφερόμενος υπόκειται στον ιατρικό έλεγχο που προβλέπεται από το όργανο."

Άρθρο 29

1. Στο άρθρο 72, μετά την παράγραφο 2 παρεμβάλλεται νέα παράγραφος 2α που έχει ως εξής:

"2α. Απολαύουν επίσης των διατάξεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1, με την προϋπόθεση ότι δεν δύνανται να καλυφθούν από άλλο δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα ασθενείας:

- ο πρώην υπάλληλος που λαμβάνει σύνταξη αρχαιότητος και ο οποίος έχει αποχωρήσει από την υπηρεσία των Κοινοτήτων πριν από την ηλικία των 60 ετών,

- ο δικαιούχος συντάξεως επιζώντων η οποία προκύπτει από το θάνατο πρώην υπαλλήλου που έχει αποχωρήσει από την υπηρεσία των Κοινοτήτων πριν από την ηλικία των 60 ετών.

Η συνεισφορά που προβλέπεται στην παράγραφο 1 υπολογίζεται επί της συντάξεως του πρώην υπαλλήλου και βαρύνει τον δικαιούχο κατά το ήμισυ.

Εν τούτοις ο δικαιούχος συντάξεως ορφανού απολαύει των διατάξεων της παραγράφου 1 μόνο κατόπιν αιτήσεώς του. Η συνεισφορά υπολογίζεται βάσει της συντάξεως ορφανού."

2. Το κείμενο του άρθρου 72 παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"4. Ο δικαιούχος υποχρεώνεται να δηλώνει τις επιστροφές εξόδων τις οποίες δύναται να διεκδικήσει δυνάμει άλλου υποχρεωτικού συστήματος υγειονομικής περιθάλψεως για τον ίδιο ή για πρόσωπο που ο τελευταίος καλύπτει ασφαλιστικά.

Αν το σύνολο των επιστροφών των οποίων εδικαιούτο υπερβαίνει τα επιστρεφόμενα ποσά που προβλέπονται στην ανωτέρω παράγραφο 1, η διαφορά αφαιρείται από το ποσό που πρέπει να επιστραφεί δυνάμει της παραγράφου 1, εκτός από τις επιστροφές που έχουν ληφθεί δυνάμει ιδιωτικής συμπληρωματικής ασφαλίσεως ασθενείας η οποία προορίζεται να καλύψει το μέρος των εξόδων που δεν επιστρέφεται από το ασφαλιστικό σύστημα υγιειονομικής περιθάλψεως των Κοινοτήτων."

Άρθρο 30

Το κείμενο του άρθρου 74 παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"3. Ο υπάλληλος που λαμβάνει επίδομα τοκετού υποχρεώνεται να δηλώνει τα επιδόματα ιδίας φύσεως τα οποία ο ίδιος ή η σύζυγός του εισπράττουν από άλλη πηγή για το ίδιο τέκνο, προκειμένου τα τελευταία να αφαιρεθούν από εκείνο που προβλέπεται ανωτέρω. Αν ο πατέρας και η μητέρα είναι υπάλληλοι των Κοινοτήτων, το επίδομα χορηγείται μόνο στον αρχηγό της οικογενείας."

Άρθρο 31

1. Το κείμενο του άρθρου 77 δεύτερη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Το ανώτατο ύψος της συντάξεως αρχαιότητας καθορίζεται σε 70% του τελευταίου βασικού μισθού που αναλογεί στον τελευταίο βαθμό στον οποίο έχει καταταγεί υπάλληλος για ένα έτος τουλάχιστον. Χορηγείται στον υπάλληλο ο οποίος έχει συμπληρώσει τριάντα πέντε συντάξιμα έτη που υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του Παραρτήματος VIII. Αν ο αριθμός των συνταξίμων αυτών ετών είναι κατώτερος από τριάντα πέντε έτη, το ανώτατο ύψος συντάξεως μειώνεται ανάλογα."

2. Το κείμενο του άρθρου 77 τρίτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Εν τούτοις για τους υπαλλήλους που έχουν ασκήσει καθήκοντα παρά προσώπω που εκτελεί θητεία η οποία προβλέπεται από τις συνθήκες περί ιδρύσεως των Κοινοτήτων ή της συνθήκης περί ιδρύσεως ενιαίου Συμβουλίου ή ενιαίας Επιτροπής των Κοινοτήτων ή παρά εκλεγμένω προέδρω οργάνου των Κοινοτήτων ή πολιτικής ομάδας της Συνελεύσεως, τα Συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αντιστοιχούν στα συντάξιμα έτη κατά την άσκηση των καθηκόντων που αναφέρονται ανωτέρω υπολογίζονται βάσει του τελευταίου βασικού μισθού ο οποίος έχει εισπραχθεί κατά την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων, αν ο βασικός αυτός μισθός είναι ανώτερος από εκείνον που λαμβάνεται υπόψη σύμφωνα με τις διατάξεις που προβλέπονται στη δεύτερη παράγραφο του παρόντος άρθρου."

Άρθρο 32

Το κείμενο του άρθρου 78 δεύτερη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Εφ' όσον η αναπηρία προέρχεται από ατύχημα που έχει επέλθει κατά την άσκηση ή επ' ευκαιρία της ασκήσεως των καθηκόντων από επαγγελματική ασθένεια ή από πράξη αυτοθυσίας που έχει συντελεσθεί προς δημόσιο όφελος ή από το γεγονός ότι εξέθεσε τη ζωή του σε κίνδυνο προκειμένου να διασώσει ανθρώπινη ζωή, το ποσοστό της συντάξεως αναπηρίας καθορίζεται στο 70% του βασικού μισθού του υπαλλήλου.

Εφ' όσον η αναπηρία οφείλεται σε άλλο λόγο, το ποσοστό της συντάξεως αναπηρίας ισούται με το ποσοστό της συντάξεως αρχαιότητας την οποία θα εδικαιούτο ο υπάλληλος στην ηλικία των 65 ετών, αν είχε παραμείνει σε υπηρεσία μέχρι την ηλικία αυτή.

Η σύνταξη αναπηρίας υπολογίζεται επί του βασικού μισθού τον οποίο θα εισέπραττε ο υπάλληλος στο βαθμό του αν ευρίσκετο ακόμη σε υπηρεσία κατά το χρόνο της καταβολής της συντάξεως.

Η σύνταξη αναπηρίας δεν δύναται να είναι κατώτερη από το 120% του ελαχίστου ορίου διαβιώσεως.

Αν η αναπηρία έχει προκληθεί σκόπιμα από τον υπάλληλο, η αρμοδία για διορισμούς αρχή δύναται να αποφασίσει ότι ο ενδιαφερόμενος θα λάβει μόνο σύνταξη αρχαιότητας."

Άρθρο 33

Στο άρθρο 79 δεύτερη παράγραφος, το ποσοστό "30%" αντικαθίσταται από το "35%".

Άρθρο 34

Στο άρθρο 80 προστίθενται οι ακόλουθοι παράγραφοι:

Όταν ο υπάλληλος ή ο δικαιούχος συντάξεως αρχαιότητας ή αναπηρίας αποβιώσει χωρίς να συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην ανωτέρω πρώτη παράγραφο, τα αναγνωριζόμενα ως συντηρούμενα τέκνα,κατά την έννοια του άρθρου 2 του Παραρτήματος VII, έχουν δικαίωμα συντάξεως ορφανού σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 21 του Παραρτήματος VIII- η σύνταξη αυτή καθορίζεται εν τούτοις στο ήμισυ του ποσού που προκύπτει από τις διατάξεις του τελευταίου αυτού άρθρου.

Εάν ο μη τυγχάνων υπάλληλος σύζυγος υπαλλήλου των Κοινοτήτων αποβιώσει, τα αναγνωριζόμενα ως συντηρούμενα τέκνα, κατά την έννοια του άρθρoυ 2 του Παραρτήματος VII, έχουν δικαίωμα συντάξεως ορφανού, που καθορίζεται για κάθε τέκνο στο διπλάσιο του ποσού του επιδόματος συντηρουμένου τέκνου."

Άρθρο 35

Το κείμενο του άρθρου 81 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Ο δικαιούχος συντάξεως αρχαιότητας που απεκτήθη στην ηλικία των 60 ετών ή μετά από αυτή την ηλικία, συντάξεως αναπηρίας ή συντάξεως επιζώντων δικαιούται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο Παράρτημα VII των οικογενειακών επιδομάτων που αναφέρονται στο άρθρο 67- το επίδομα αρχηγού οικογενείας υπολογίζεται βάσει της συντάξεως του δικαιούχου.

Εν τούτοις το ποσό του επιδόματος συντηρουμένου τέκνου που οφείλεται στο δικαιούχο συντάξεως επιζώντων ισούται με το διπλάσιο του ποσού του επιδόματος που προβλέπεται στο άρθρο 67 παράγραφος 1 περίπτωση β)."

Άρθρο 36

Στο άρθρο 83 παράγραφο 2, το ποσοστό "6%" αντικαθίσταται από το "6,75%".

Άρθρο 37

Το κείμενο του άρθρου 85 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Κάθε ποσό που ελήφθη αχρεωστήτως αναζητητείται αν ο λαβών εγνώριζε την αντικανονικότητα της καταβολής ή αν η αντικανονικότητα αυτή ήταν τόσο εμφανής ώστε δεν ηδύνατο να την αγνοεί."

Άρθρο 38

Το κείμενο του άρθρου 90 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"1. Κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στον παρόντα κανονισμό δύναται να προσφύγει στην αρμόδια για διορισμούς αρχή ζητώντας της να λάβει απόφαση περί αυτού. Η αρχή κοινοποιεί την αιτιολογημένη απόφασή της στον ενδιαφερόμενο εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από της ημέρας υποβολής της αιτήσεως. Μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής η έλλειψη απαντήσεως στην αίτηση σημαίνει σιωπηρή απορριπτική απόφαση, κατά της οποίας δύναται να υποβληθεί αίτημα κατά την έννοια της επομένης παραγράφου.

2. Κάθε πρόσωπο που υπόκειται στον παρόντα κανονισμό δύναται να υποβάλει στην αρμόδια για διορισμούς αρχή αίτημα κατά οιασδήποτε πράξεως η οποία θίγει τα συμφέροντά του, τόσο στην περίπτωση που η εν λόγω αρχή έχει ήδη λάβει απόφαση όσο και όταν παρέλειψε να λάβει μέτρο που επιβάλλεται από τον κανονισμό. Το αίτημα πρέπει να διατυπωθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών. Η προθεσμία αυτή αρχίζει:

- από την ημέρα της δημοσιεύσεως της πράξεως, αν πρόκειται για μέτρο γενικού χαρακτήρα-

- από την ημέρα της κοινοποιήσεως της αποφάσεως στον αποδέκτη, όχι όμως αργότερα από την ημέρα κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει γνώση της αποφάσεως, αν πρόκειται για μέτρο ατομικού χαρακτήρα- εν τούτοις σε περίπτωση που πράξη ατομικού χαρακτήρα θίγει τα συμφέροντα τρίτου η εν λόγω προθεσμία για το πρόσωπο αυτό αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία αυτό έλαβε γνώση της πράξεως, όχι όμως αργότερα από την ημέρα της δημοσιεύσεως-

- από την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας απαντήσεως, εφ' όσον υποβολή αιτήματος αναφέρεται σε σιωπηρή απορριπτική απόφαση, κατά την έννοια της παραγράφου 1.

Η αρχή κοινοποιεί στον ενδιαφερόμενο την αιτιολογημένη απόφασή της εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την ημέρα της υποβολής της ενστάσεως. Μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής η παράλειψη απαντήσεως στην ένσταση σημαίνει σιωπηρή απορριπτική απόφαση, κατά της οποίας δύναται να ασκηθεί προσφυγή κατά την έννοια του άρθρου 91.

3. Οι αιτήσεις και τα αιτήματα υποβάλλονται από τον υπάλληλο ιεραρχικά, εκτός αν αφορούν τον ιεραρχικά αμέσως ανώτερο του εν λόγω υπαλλήλου- στην περίπτωση αυτή δύναται να υποβληθούν ευθέως στην αμέσως ανώτερη αρχή."

Άρθρο 39

Το κείμενο του άρθρου 91 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"1. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι αρμόδιο να αποφαίνεται για κάθε διαφορά μεταξύ των Κοινοτήτων και ενός προσώπου που υπόκειται στον παρόντα κανονισμό, περί της νομιμότητας ενός μέτρου που θίγει το πρόσωπο αυτό κατά την έννοια του άρθρου 90 παράγραφος 2. Στις χρηματικές διαφορές το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας.

2. Προσφυγή στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων γίνεται αποδεκτή μόνο:

- αν προηγουμένως έχει διατυπωθεί στην αρμόδια για διορισμούς αρχή αίτημα κατά την έννοια του άρθρου 90 παράγραφος 2 εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην εν λόγω παράγραφο, και

- αν αυτή η διατύπωση αιτήματος έχει αποτελέσει αντικείμενο ρητής ή σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως.

3. Η προσφυγή που προβλέπεται στην παράγραφο 2 πρέπει να αιτηθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών. Η προθεσμία αυτή αρχίζει:

- από την ημέρα της κοινοποιήσεως της αποφάσεως, η οποία ελήφθη προς απάντηση της διατυπώσεως αιτήματος,

- από την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας απαντήσεως, εφ' όσον η προσφυγή αφορά σιωπηρή απορριπτική απόφαση της ενστάσεως που υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 90 παράγραφος 2. Εν τούτοις σε περίπτωση που κατόπιν σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως, αλλά εντός της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, ληφθεί ρητή απόφαση για την απόρριψη αιτήματος η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής αρχίζει εκ νέου.

4. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2, ο ενδιαφερόμενος δύναται, αφού διατυπώσει στην αρμόδια για διορισμούς αρχή αίτημα κατά την έννοια του άρθρου 90 παράγραφος 2, να προσφύγει αμέσως στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, υπό τον όρο ότι στην εν λόγω προσφυγή επισυνάπτεται αίτηση αναβολής της εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως ή των προσωρινών μέτρων. Στην περίπτωση αυτή η κυρία διαδικασία ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αναστέλλεται μέχρι να ληφθεί ρητή ή σιωπηρή απορριπτική απόφαση περί του διατυπωθέντος αιτήματος.

5. Οι προσφυγές που προβλέπονται στο παρόν άρθρο εισάγονται και κρίνονται σύμφωνα με τον κανονισμό διαδικασίας που θεσπίζεται από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων."

Άρθρο 40

Τα άρθρα 103, 104, 108 και 109 καταργούνται.

Άρθρο 41

Στο άρθρο 107 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, οι λέξεις "33 συνταξίμων ετών" αντικαθίστανται από τις λέξεις "35 συντάξιμων ετών".

Άρθρο 42

Στο άρθρο 110 προστίθεται τρίτη παράγραφος που έχει ως εξής:

"Η εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού αποτελεί αντικείμενο τακτικών διαβουλεύσεων μεταξύ των διοικήσεων των οργάνων."

Άρθρο 43

1. Στο Παράρτημα IA, το κείμενο περί της σταδιοδρομίας A4/A5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"

"" ID="1">A4> ID="2" ASSV="2" ACCV="2.1.2">Κύριος υπάλληλος διοικήσεως(1)."> ID="1">A5">

"

Κάτω από την πρώτη στήλη προστίθεται η εξής σημείωση:

"(1) Ο εισηγητής του Δικαστηρίου διορίζεται με το βαθμό Α5. Εν τούτοις, αν κατέχει εξαιρετικούς τίτλους ή ειδικά προσόντα, δύναται να διορισθεί με το βαθμό Α4. Ο εισηγητής δύναται να προαχθεί στον αμέσως ανώτερο βαθμό από αυτόν στον οποίο διορίσθηκε, μετά από έξι έτη υπηρεσίας και ηλικία τουλάχιστον 32 ετών, και στον επόμενο βαθμό μετά από δέκα έτη υπηρεσίας και ηλικία τουλάχιστον 38 ετών."

2. Στο Παράρτημα IA, το κείμενο περί της κατηγορίας B αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"

Κατηγορία Β "" ID="1">Β1> ID="2">Κύριος βοηθός διοικήσεως"> ID="1" ASSV="3" ACCV="3.1.2">Β2> ID="2">Βοηθός διοικήσεως"> ID="2">Τεχνικός βοηθός διοικήσεως (2)"> ID="1" ASSV="3">Β3> ID="2">Βοηθός γραμματείας (2)"> ID="1" ASSV="3" ACCV="3.1.2">Β4> ID="2">Αναπληρωτής βοηθός διοικήσεως"> ID="2">Αναπληρωτής τεχνικός βοηθός διοικήσεως (2)"> ID="1" ASSV="3">Β5> ID="2">Αναπληρωτής βοηθός γραμματείας (2).">

"

Κάτω από την πρώτη στήλη προστίθεται η εξής σημείωση:

"(2) Ο αριθμός των θέσεων που αντιστοιχεί σε αυτή τη θέση - τύπο καθορίζεται ειδικά και περιοριστικά στον πίνακα των θέσεων που επισυνάπτεται στον προϋπολογισμό."

Άρθρο 44

Στο Παράρτημα IB, το κείμενο εντός παρενθέσεων περί της σταδιοδρομίας τεχνικού υπαλλήλου (βαθμοί B3, B4, B5) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"(Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 62 και 66 του κανονισμού, οι τεχνικοί υπάλληλοι που διορίζονται στο βαθμό B5 μισθοδοτούνται σύμφωνα με την κλίμακα βαθμού B5 προεκτεινομένη κατά 4 κλιμάκια που λαμβάνονται με διαδοχικές προσθέσεις μετά το τέταρτο κλιμάκιο της διετους αυξήσεως κλιμακίου του βαθμού αυτού)."

Άρθρο 45

Στο Παράρτημα II, το κείμενο του άρθρου 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Η επιτροπή προσωπικού συγκροτείται από τακτικά μέλη και ενδεχομένως από αναπληρωματικά μέλη, των οποίων η θητεία καθορίζεται σε δύο έτη. Εν τούτοις το όργανο δύναται να αποφασίσει τον καθορισμό βραχύτερης θητείας, η οποία όμως δεν δύναται να είναι κατώτερη από ένα έτος. Όλοι οι υπάλληλοι του οργάνου έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι.

Οι προϋποθέσεις εκλογής στην επιτροπή προσωπικού, όταν αυτή δεν υποδιαιρείται σε τοπικές επιτροπές, ή στην τοπική επιτροπή, όταν η επιτροπή προσωπικού υποδιαιρείται σε τοπικές επιτροπές, καθορίζονται από τη γενική συνέλευση των υπαλλήλων του οργάνου οι οποίοι υπηρετούν στον αντίστοιχο τόπο τοποθετήσεως. Οι εκλογές διεξάγονται με μυστική ψηφοφορία.

Όταν η επιτροπή προσωπικού υποδιαιρείται σε τοπικές επιτροπές, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες υποδεικνύονται τα μέλη της κεντρικής επιτροπής για κάθε τόπο τοποθετήσεως καθορίζονται από τη γενική συνέλευση των υπαλλήλων του οργάνου οι οποίοι υπηρετούν στον αντίστοιχο τόπο τοποθετήσεως. Ως μέλη της κεντρικής επιτροπής υποδεικνύονται μόνο τα μέλη της αντίστοιχης τοπικής επιτροπής.

Η σύνθεση της επιτροπής προσωπικού, όταν αυτή δεν διαιρείται σε τοπικές επιτροπές, ή η σύνθεση της τοπικής επιτροπής, όταν η επιτροπή προσωπικού υποδιαιρείται σε τοπικές επιτροπές, πρέπει να εξασφαλίζει την αντιπροσώπευση όλων των κατηγοριών και των κλάδων των υπαλλήλων που προβλέπονται στο άρθρο 5 του κανονισμού, καθώς και των υπαλλήλων που προβλέπονται στο άρθρο 7 πρώτη παράγραφος του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Κοινότητος. Η κεντρική επιτροπή μιας επιτροπής προσωπικού η οποία υποδιαιρείται σε τοπικές επιτροπές συγκροτείται εγκύρως από τη στιγμή που έχει ορισθεί η πλειοψηφία των μελών της. Για την εγκυρότητα της εκλογής στην επιτροπή προσωπικού που δεν υποδιαιρείται σε τοπικές επιτροπές ή στην τοπική επιτροπή εφ' όσον η επιτροπή προσωπικού υποδιαιρείται σε τοπικές επιτροπές, απαιτείται η συμμετοχή των δύο τρίτων των εκλογέων. Εν τούτοις, όταν δεν υπάρχει απαρτία, η εγκυρότητα της εκλογής στο δεύτερο γύρο εξασφαλίζεται αν συμμετέχει η πλειοψηφία των εκλογέων.

Τα καθήκοντα των μελών της επιτροπής προσωπικού και των υπαλλήλων που κατέχουν θέση με εξουσιοδότηση της επιτροπής προσωπικού σε όργανο που προβλέπεται από τον κανονισμό, ή το οποίο δημιουργείται από όργανο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, θεωρούνται ως μέρη της υπηρεσίας, την οποία οφείλουν να παρέχουν στο όργανο στο οποίο ανήκουν. Η άσκηση των ανωτέρω καθηκόντων δεν επιτρέπεται να προξενεί ζημία στον εν λόγω υπάλληλο."

Άρθρο 46

1. Στο Παράρτημα II άρθρο 3, καταργείται η παράγραφος 4.

2. Στο Παράρτημα II άρθρο 3 πέμπτη παράγραφος, οι λέξεις "Η γνώμη αυτή" αντικαθίστανται από τις λέξεις "Η γνώμη της Επιτροπής."

Άρθρο 47

Στο Παράρτημα II, το κείμενο του άρθρου 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Η επιτροπή αναπηρίας συγκροτείται από τρεις ιατρούς που ορίζονται:

- ο πρώτος από το όργανο στο οποίο υπάγεται ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος,

- ο δεύτερος από τον ενδιαφερόμενο,

- ο τρίτος με κοινή συμφωνία των δύο ιατρών που έχουν ορισθεί κατ' αυτό τον τρόπο.

Σε περίπτωση απουσίας του ενδιαφερομένου υπαλλήλου ορίζεται αυτεπαγγέλτως ιατρός από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων."

Άρθρο 48

1. Στο Παράρτημα III, το κείμενο του άρθρου 1 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Η προκήρυξη διαγωνισμού αποφασίζεται από την αρμόδια για διορισμούς αρχή, κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή ίσης εκπροσωπήσεως."

2. Στο Παράρτημα III, το κείμενο του άρθρου 1 παράγραφος 1 περίπτωση α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"α) τη φύση του διαγωνισμού (εσωτερικός διαγωνισμός στο όργανο, εσωτερικός διαγωνισμός στα όργανα, γενικός διαγωνισμός)-"

3. Στο Παράρτημα III, το κείμενο του άρθρου 1 παράγραφος 1 περίπτωση ζ) αντικαθίσταται απο το ακόλουθο κείμενο:

"ζ) ενδεχομένως το όριο ηλικίας καθώς και την παράταση του ορίου ηλικίας για τους υπαλλήλους που ασκούν καθήκοντα από ένα έτος τουλάχιστον."

Άρθρο 49

1. Στο παράρτημα IB, άρθρο μόνο παράγραφος 1 προστίθεται το ακόλουθο κείμενο:

"Εν τούτοις πέραν της ηλικίας αυτής και κατ' ανώτατο όριο μέχρι την ηλικία των 65 ετών το δικαίωμα της αποζημιώσεως διατηρείται καθ' όσο χρόνο ο υπάλληλος δεν δικαιούται ακόμη του ανωτάτου ποσού της συντάξεως αρχαιότητος.

Ο βασικός μισθός κατά την έννοια του παρόντος άρθρου είναι ο βασικός μισθός σύμφωνα με τον πίνακα που παρατίθεται στο άρθρο 66 του κανονισμού και που ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα για τον οποίο πρόκειται να γίνει η εκκαθάριση της αποζημιώσεως."

2. Στο Παράρτημα IV άρθρο μόνο παράγραφος 3, η τελευταία γραμμή των δύο τελευταίων στηλών του πίνακα τροποποιείται ως εξής:

"59 έως 64-76,5".

Άρθρο 50

Μετά το παράρτημα IV παρεμβάλλεται νέο Παράρτημα IVα που έχει ως εξής:

"ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IVα

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕ ΜΕΙΩΜΕΝΟ ΩΡΑΡΙΟ

Άρθρο 1

Η άδεια που προβλέπεται στο άρθρο 55α χορηγείται κατόπιν αιτήσεως του υπαλλήλου, για περίοδο ενός έτους κατ' ανώτατο όριο.

Εν τούτοις, η άδεια δύναται να ανανεωθεί υπό τους ιδίους όρους. Η ανανέωση χορηγείται κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, η οποία υποβάλλεται ένα μήνα πριν από τη λήξη της περιόδου για την οποία είχε χορηγηθεί η εν λόγω άδεια.

Άρθρο 2

Εφ' όσον οι λόγοι που δικαιολογούν τη χορήγηση της αδείας που προβλέπεται στο άρθρο 55 παύουν να υφίστανται, η αρμόδια για διορισμούς αρχή δύναται να ανακαλέσει την εν λόγω άδεια πριν από τη λήξη της περιόδου για την οποία αυτή είχε χορηγηθεί.

Η αρμόδια για διορισμούς αρχή δύναται επίσης κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου υπαλλήλου να ανακαλέσει την άδεια πριν από τη λήξη της περιόδου για την οποία αυτή είχε χορηγηθεί.

Άρθρο 3

Ο υπάλληλος δικαιούται του 50% των αποδοχών του κατά τη διάρκεια της περιόδου για την οποία του επιτρέπεται να εργάζεται με μειωμένο ωράριο. Εν τούτοις εξακολουθεί να εισπράττει κατά 100% το επίδομα συντηρουμένου τέκνου καθώς και το σχολικό επίδομα.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής δεν δύναται να ασκήσει άλλη κερδοσκοπική δραστηριότητα.

Η συνεισφορά στο σύστημα υγειονομικής περιθάλψεως και στο συνταξιοδοτικό σύστημα υπολογίζονται βάσει του συνολικού βασικού μισθού."

Άρθρο 51

1. Στο Παράρτημα VII, το κείμενο του άρθρου 1 παράγραφος 2 δεύτερη φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Εν τούτοις το δικαίωμα επιδόματος διατηρείται σε όλες τις περιπτώσεις εφ' όσον οι σύζυγοι έχουν ένα ή περισσότερα συντηρούμενα τέκνα και ελλείψει τέκνων, αν το επαγγελματικό εισόδημα του συζύγου, πριν την αφαίρεση του φόρου, δεν υπερβαίνει τα 200 000 Β. Φρ. ετησίως."

2. Στο Παράρτημα VII, το κείμενο του άρθρου 1 παράγραφος 3 περιπτώσεις β), γ) και δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"β) ο χήρος, διαζευγμένος, νομίμως εν διαστάσει ή άγαμος υπάλληλος ο οποίος έχει ένα ή περισσότερα συντηρούμενα τέκνα κατά την έννοια των διατάξεων του κατωτέρω άρθρου 2 παράγραφοι 2 και 3-

γ) κατόπιν ειδικής και αιτιολογημένης αποφάσεως της αρμοδίας για διορισμούς αρχής που λαμβάνεται βάσει αποδεικτικών εγγράφων, ο υπάλληλος ο οποίος, μολονότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις περιπτώσεις α) και γ) αναλαμβάνει πράγματι τα βάρη αρχηγού οικογενείας."

Άρθρο 52

Στο Παράρτημα VII, το κείμενο του άρθρου 3 τρίτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Το ανώτατο όριο που αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο ανέρχεται σε 3 129 βελγικά φράγκα για τον υπάλληλο που απολαύει της αποζημιώσεως αποδημίας και του οποίου ο τόπος τοποθετήσεως απέχει τουλάχιστον 50 χμ:

- από ευρωπαϊκό σχολείο,

- από εκπαιδευτικό ίδρυμα πανεπιστημιακού επιπέδου της χώρας καταγωγής του, με την προϋπόθεση ότι το τέκνο πράγματι φοιτά σε εκπαιδευτικό ίδρυμα πανεπιστημιακού επιπέδου το οποίο απέχει τουλάχιστον 50 χμ από τον τόπο τοποθετήσεως."

Άρθρο 53

1. Στο Παράρτημα VII, άρθρο 5 παράγραφος 1 προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:

"Η αποζημίωση εγκαταστάσεως τροποποιείται βάσει του συντελεστού αναπροσαρμογής ο οποίος καθορίζεται για τον τόπο τοποθετήσεως του υπαλλήλου."

2. Στο Παράρτημα II άρθρο 5 προστίθεται νέα παράγραφος 6 που έχει ως εξής:

"6. Ο υπάλληλος που δικαιούται της αποζημιώσεως εγκαταστάσεως υποχρεώνεται να δηλώνει τις αποζημιώσεις ιδίας φύσεως που εισπράττει από άλλη πηγή προκειμένου οι αποζημιώσεις αυτές να αφαιρεθούν από αυτή που προβλέπεται στο παρόν άρθρο."

Άρθρο 54

1. Στο Παράρτημα VII άρθρο 6 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, οι λέξεις:

"στον οποίον είχε χορηγηθεί αποζημίωση εγκαταστάσεως"

αντικαθίστανται από τις λέξεις:

"ο οποίος πληροί τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1."

2. Στο Παράρτημα VII άρθρο 6 παράγραφος 1 προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:

"Η αποζημίωση επανεγκαταστάσεως τροποποιείται βάσει του συντελεστού αναπροσαρμογής, ο οποίος καθορίζεται για τον τελευταίο τόπο τοποθετήσεως του υπαλλήλου."

Άρθρο 55

Στο Παράρτημα VII άρθρο 8 παράγραφος 2, το δεύτερο εδάφιο καταργείται.

Άρθρο 56

1. Στο Παράρτημα VII, το κείμενο του άρθρου 10 παράγραφοι 1 έως 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"1. Ο υπάλληλος που αποδεδειγμένα είναι υποχρεωμένος να αλλάξει τόπο διαμονής, για να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του άρθρου 20 του κανονισμού, δικαιούται για περίοδο που καθορίζεται στην παράγραφο 2 ημερησίας αποζημιώσεως, της οποίας το ποσό καθορίζεται ως εξής:

"" ID="1">A1 ως A3

και L/A3> ID="2">650> ID="3">300> ID="4">450> ID="5">225"> ID="1">A4 ως A8

και L/A4 ως L/A8

Κατηγορία B> ID="2">625> ID="3">275> ID="4">425> ID="5">200"> ID="1">Άλλοι βαθμοί> ID="2">550> ID="3">250> ID="4">350> ID="5">150">

Ο ανωτέρω πίνακας αποτελεί αντικείμενο αναθεωρήσεως επ' ευκαιρία κάθε ελέγχου στο επίπεδο των αποδοχών που γίνεται κατ' εφαρμογή των διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 65 του κανονισμού των υπαλλήλων.

2. Η διάρκεια χορηγήσεως της ημερησίας αποζημιώσεως καθορίζεται ως εξής:

α) για τον υπάλληλο που δεν έχει την ιδιότητα του αρχηγού οικογενείας σε 120 ημέρες-

β) για τον υπάλληλο που έχει την ιδιότητα του αρχηγού οικογενείας σε 120 ημέρες ή αν ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος έχει την ιδιότητα του δοκίμου υπαλλήλου στη διάρκεια της περιόδου δοκιμασίας αυξανομένης κατά ένα μήνα.

Σε καμία περίπτωση η ημερήσια αποζημίωση δεν χορηγείται πέραν της ημερομηνίας κατά την οποία ο υπάλληλος μετακόμισε προκειμένου να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του άρθρου 20 του κανονισμού των υπαλλήλων."

2. Στο Παράρτημα VII άρθρο 10, η παράγραφος 5 γίνεται παράγραφος 3.

Άρθρο 57

Στο Παράρτημα VII άρθρο 12 παράγραφος 2, μετά το δεύτερο εδάφιο παρεμβάλλεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:

"Βάσει ρυθμίσεως που θεσπίζεται με κοινή συμφωνία των οργάνων των Κοινοτήτων, και κατόπιν γνώμης της επιτροπής του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, στους υπαλλήλους της κατηγορίας A με βαθμό κατώτερο του A3 και του γλωσσικού κλάδου με βαθμό κατώτερο από L/A3 οι οποίοι μετακινούνται υπό ιδιαίτερα κοπιαστικές συνθήκες, κατόπιν αποφάσεως της αρμοδίας για διορισμούς αρχής και κατόπιν προσκομίσεως των εισιτηρίων να επιστραφεί το κόστος διαδρομής στη θέση που χρησιμοποιήθηκε."

Άρθρο 58

Στο Παράρτημα VIII άρθρο 2 παράγραφος 2, οι λέξεις "τριάντα τρία" αντικαθίστανται από τις λέξεις "τριάντα πέντε."

Άρθρο 59

Στο Παράρτημα VIII, το κείμενο του άρθρου 5 πρώτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Ανεξάρτητα από τις διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 2, ο υπάλληλος ο οποίος σε ηλικία 60 ετών έχει συμπληρώσει λιγότερα από 35 συντάξιμα έτη και ο οποίος εξακολουθεί να αποκτά συνταξιοδοτικά δικαιώματα δυνάμει του άρθρου 3 δικαιούται για κάθε έτος υπηρεσίας μεταξύ του 60ού έτους της ηλικίας του και της ηλικίας στην οποία συνταξιοδοτείται, προσαυξήσεως ίσης προς το 5% των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία είχε αποκτήσει στην ηλικία των 60 ετών, χωρίς το σύνολο της συντάξεως να δύναται να υπερβεί τα 70% του τελευταίου βασικού μισθού σύμφωνα με το άρθρο 77 υπηρεσιακής καταστάσεως παράγραφος 2 ή 3 του κανονισμού."

Άρθρο 60

Στο Παράρτημα VIII, το κείμενο του άρθρου 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Ως ελάχιστο όριο διαβιώσεως για τον υπολογισμό των παροχών λαμβάνεται ο βασικός μισθός υπαλλήλου στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού Δ 4."

Άρθρο 61

Στο Παράρτημα VIII άρθρο 13 παράγραφος 1, οι λέξεις:

"συντάξεως αναπηρίας με 60% του τελευταίου βασικού του μισθού που υποβάλλεται σε κρατήσεις"

αντικαθίστανται από τις λέξεις:

"της συντάξεως αναπηρίας που αναφέρεται στο άρθρο 78 του κανονισμού".

Άρθρο 62

Στο Παράρτημα VIII, το κείμενο του άρθρου 14 δεύτερη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Όταν ο υπάλληλος παύει να πληροί τις προϋποθέσεις συνταξιοδοτήσεως λόγω αναπηρίας, επαναφέρεται υποχρεωτικά στην πρώτη κενή θέση της κατηγορίας ή του κλάδου που δημιουργείται και που αντιστοιχεί στη σταδιοδρομία του, με τον όρο ότι έχει τα απαιτούμενα προσόντα για την εν λόγω θέση. Αν αρνηθεί τη θέση που του προσφέρεται, διατηρεί το δικαίωμα επαναφοράς του σε θέση της κατηγορίας ή του κλάδου του, όταν δημιουργηθεί παρόμοια κενή θέση και με τον όρο ότι έχει τα απαιτούμενα για αυτή προσόντα. Σε περίπτωση δεύτερης αρνήσεως, δύναται να παυθεί. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις που προβλέπονται στο Παράρτημα VIII άρθρο 16.

Σε περίπτωση θανάτου του υπαλλήλου που δικαιούται συντάξεως αναπηρίας το δικαίωμα επί της συντάξεως αυτής αποσβέννυται στο τέλος του ημερολογιακού μήνα κατά τον οποίο ο υπάλληλος απεβίωσε."

Άρθρο 63

Στο Παράρτημα VIII άρθρο 17 πρώτη παράγραφος, οι λέξεις:

"Η χήρα υπαλλήλου αποβιώσαντος προ της ενάρξεως της συνταξιοδοτήσεώς του δικαιούται"

αντικαθίστανται από τις λέξεις:

"Η χήρα υπαλλήλου ο οποίος απεβίωσε ευρισκόμενος σε μία από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 35 του κανονισμού δικαιούται."

Άρθρο 64

Στο Παράρτημα VIII, το κείμενο του άρθρου 18 πρώτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Η χήρα πρώην υπαλλήλου δικαιούχου συντάξεων αρχαιότητας δικαιούται, με την επιφύλαξη των διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 22 και εφ' όσον κατά το χρόνο αποχωρήσεως του υπαλλήλου από την υπηρεσία του σε όργανο είχε διατελέσει σύζυγός του επί ένα τουλάχιστον έτος, συντάξεως χηρείας ίσης με το 60% της συντάξεως αρχαιότητας της οποίας εδικαιούτο ο σύζυγός της κατά την ημέρα του θανάτου του. Το ελάχιστο της συντάξεως αυτής είναι το 35% του τελευταίου βασικού μισθού. Εν τούτοις το ποσό της εν λόγω συντάξεως δεν δύναται σε καμία περίπτωση να υπερβεί το ποσό της συντάξεως αρχαιότητος την οποία ελάμβανε ο δικαιούχος κατά το χρόνο του θανάτου του."

Άρθρο 65

Στο Παράρτημα VIII, μετά το άρθρο 18 παρεμβάλλεται νέο άρθρο 18α που έχει ως εξής:

Άρθρο 18α

Η χήρα πρώην υπαλλήλου που έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντά του πριν από την ηλικία των 60 ετών, και ο οποίος έχει ζητήσει να αναβληθεί η χορήγηση συντάξεως αρχαιότητας μέχρι την πρώτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα ο οποίος ακολουθεί το μήνα κατά τον οποίο συμπληρώνει το 60ό έτος της ηλικίας του, δικαιούται, με την επιφύλαξη των διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 22 και εφ' όσον κατά το χρόνο αποχωρήσεως του υπαλλήλου από την υπηρεσία του σε όργανο είχε διατελέσει σύζυγος του επί ένα τουλάχιστον έτος, συντάξεως χηρείας ίσης με το 60% της συντάξεως αρχαιότητας την οποία θα εδικαιούτο ο σύζυγός της στην ηλικία των 60 ετών. Το ελάχιστο της συντάξεως χηρείας είναι 35% του τελευταίου βασικού μισθού. Εν τούτοις το ποσό της συντάξεως χηρείας δεν δύναται σε καμία περίπτωση να υπερβεί το ποσό της συντάξεως αρχαιότητος, της οποίας θα εδικαιούτο ο πρώην υπάλληλος στην ηλικία των 60 ετών.

Η πλήρωση της χρονικής προϋποθέσεως που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο δεν απαιτείται αν ένα ή περισσότερα τέκνα προέρχονται από γάμο του υπαλλήλου που είχε συναφθεί πριν από τη λήξη της δραστηριότητας του του συζύγου, εφ' όσον η χήρα επιμελείται ή έχει επιμεληθεί αυτών των τέκνων."

Άρθρο 66

Στο Παράρτημα VIII άρθρο 19 προστίθεται νέα παράγραφος που έχει ως εξής:

"Το ελάχιστο της συντάξεως χηρείας ορίζεται σε 35% του τελευταίου βασικού μισθού. Εν τούτοις το ποσό της συντάξεως αυτής δεν δύναται σε καμία περίπτωση να υπερβεί το ποσό της συντάξεως αναπηρίας την οποία ελάμβανε ο σύζυγος κατά το χρόνο του θανάτου του."

Άρθρο 67

1. Στο Παράρτημα VIII, το κείμενο του άρθρου 21 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Δεν δύναται να είναι κατώτερη από το ελάχιστο όριο διαβιώσεως με την επιφύλαξη των διατάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 22."

2. Στο Παράρτημα VIII άρθρο 21 παράγραφος 2 προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:

"Το ορφανό δικαιούται σχολικού επιδόματος υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 3 του Παραρτήματος VIII."

Άρθρο 68

Στο Παράρτημα VIII, το κείμενο του άρθρου 24 πρώτη παράγραφος δεύτερη φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Εν τούτοις όταν ο θάνατος του υπαλλήλου ή του δικαιούχου συντάξεως δικαιολογεί την πληρωμή που προβλέπεται στο άρθρο 70 του κανονισμού, το δικαίωμα αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του τετάρτου μήνα από το χρόνο του θανάτου."

Άρθρο 69

1. Στο παράρτημα VIII, το κείμενο του άρθρου 34 δεύτερη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Οι διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 81 του κανονισμού δεν εφαρμόζονται στα τέκνα που γεννήθηκαν αργότερα από 300 ημέρες μετά το θάνατο του υπαλλήλου."

2. Στο Παράρτημα VIII άρθρο 34, η τρίτη παράγραφος καταργείται.

Άρθρο 70

Στο Παράρτημα VIII, το κείμενο του άρθρου 35 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Η χορήγηση συντάξεως αρχαιότητας, αναπηρίας ή επιζώντων ή προσωρινής συντάξεως δεν παρέχει δικαίωμα για αποζημίωση αποδημίας."

Άρθρο 71

1. Στο Παράρτημα VIII, το κείμενο του άρθρου 40 πρώτη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Η εκκαθάριση της συντάξεως αρχαιότητας, αναπηρίας ή επιζώντων ή της προσωρινής συντάξεως εναπόκειται στην αρμοδιότητα του οργάνου στο οποίο υπαγόταν ο υπάλληλος κατά το χρόνο της λήξεως των καθηκόντων του. Η λεπτομερής ανάλυση της εκκαθαρίσεως αυτής κοινοποιείται στον υπάλληλο ή στους έλκοντες εξ αυτού δικαιώματα και στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία αναλαμβάνει την καταβολή των συντάξεων συγχρόνως με την απόφαση περί χορηγήσεως της εν λόγω συντάξεως."

2. Στο Παράρτημα VIII άρθρο 40 παράγραφος 2, οι λέξεις "επιζώντων" και "η προσωρινή σύνταξη" καταργούνται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΛΟΙΠΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

Άρθρο 72

Στο άρθρο 4, μετά την πρώτη παράγραφο παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

"Σε τόπους τοποθετήσεως εκτός των χωρών των Κοινοτήτων ως τοπικός υπάλληλος δύναται να θεωρηθεί κατ' εξαίρεση και για περιορισμένη χρονική περίοδο ο υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται για την άσκηση καθηκόντων διαφορετικών από αυτά που προορίζονται ανωτέρω και τα οποία προς το συμφέρον της υπηρεσίας δεν δικαιολογείται να ανατεθούν σε υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού."

Άρθρο 73

Στο άρθρο 7, μετά την πρώτη παράγραφο παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

"Εξ άλλου το δικαίωμα του εκλέγειν έχει επίσης ο υπάλληλος ο οποίος έχει συνάψει σύμβαση διαρκείας μικρότερης από ένα έτος εφ' όσον ασκεί τα καθήκοντά του τουλάχισον επί έξι μήνες."

Άρθρο 74

Στον Τίτλο I, μετά το άρθρο 7 παρεμβάλλεται το άρθρο 7α που έχει ως εξής:

"Άρθρο 7α

Οι διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 24 α) του κανονισμού εφαρμόζονται στους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθο 1."

Άρθρο 75

Το κείμενο του άρθρου 25 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Εφαρμόζονται οι διατάξεις περί της ημερησίας αποζημιώσεως που προβλέπονται στο άρθρο 10 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως."

Άρθρο 76

Το κείμενο του άρθρου 33 παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Ο υπάλληλος ο οποίος έχει προσβληθεί από αναπηρία που θεωρείται ολική και ο οποίος είναι υποχρεωμένος για το λόγο αυτόν να διακόψει την υπηρεσία του στο όργανο δικαιούται συντάξεως αναπηρίας της οποίας το ποσό καθορίζεται ως εξής:

Όταν η αναπηρία προκύπτει από ατύχημα το οποίο συνέβη κατά την άσκηση ή επ' ευκαιρία της ασκήσεως των καθηκόντων, από επαγγελματική ασθένεια ή από πράξη αυτοθυσίας προς δημόσιο όφελος, ή από το γεγονός ότι ο υπάλληλος εξέθεσε τη ζωή του σε κίνδυνο προκειμένου να σώσει ανθρώπινη ζωή, το ποσό της συντάξεως αναπηρίας ορίζεται στο 70% του τελευταίου βασικού μισθού του έκτακτου υπαλλήλου.

Εφ' όσον η αναπηρία οφείλεται σε άλλο λόγο, το ποσό της συντάξεως αναπηρίας, υπολογιζόμενο βάσει του τελευταίου βασικού μισθού του εκτάκτου υπαλλήλου, ισούται με το 2% για κάθε έτος από την ημερομηνία αναλήψεως υπηρεσίας του υπαλλήλου μέχρι και την ημερομηνία κατά την οποία συμπληρώνει το 65ο έτος της ηλικίας του. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται κατά 25% επί των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία θα αποκτούσε σε ηλικία 60 ετών, χωρίς το συνολικό ποσό να υπερβαίνει το 70% του τελευταίου βασικού μισθού.

Η σύνταξη αναπηρίας δεν δύναται να είναι κατώτερη από το 120% του ελαχίστου ορίου διαβιώσεως, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού.

Αν η αναπηρία έχει προκληθεί σκόπιμα από τον υπάλληλο, η αρχή που αναφέρειται στο άρθρο 6 πρώτη παράγραφος δύναται να αποφασίσει να απολαύει ο υπάλληλος μόνο του επιδόματος που προβλέπεται στο άρθρο 39.

Οι διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 36 δεύτερη παράγραφος εφαρμόζονται στο δικαιούχο συντάξεως αναπηρίας."

Άρθρο 77

1. Στο άρθρο 36 πρώτη παράγραφος, το ποσοστό "30%" αντικαθίσταται από το ποσοστό "35%".

2. Το κείμενο του άρθρου 36 δεύτερη παράγραφος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Η δικαιούχος συντάξεως χηρείας δικαιούται, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο Παράρτημα VII του κανονισμού, των οικογενειακών επιδομάτων που αναφέρονται στο άρθρο 67 του κανονισμού. Εν τούτοις το ποσό του επιδόματος συντηρουμένου τέκνου είναι ίσο με το διπλάσιο του επιδόματος που προβλέπεται στο άρθρο 67 παράγραφος 1 περίπτωση β) του κανονισμού."

Άρθρο 78

Το κείμενο του άρθρου 37 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Αν ο υπάλληλος ή ο δικαιούχος συντάξεως αρχαιότητας ή αναπηρίας αποβιώσει χωρίς να αφήσει σύζυγο που να δικαιούται συντάξεως επιζώντων, τα τέκνα που θεωρούνται ως συντηρούμενα δικαιούνται συντάξεως ορφανού υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 80 του κανονισμού υπηρεσιακών καταστάσεων.

Το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται στα τέκνα που πληρούν τις ίδιες προϋποθέσεις σε περίπτωση θανάτου ή συνάψεως νέου γάμου του συζύγου που δικαιούται συντάξεως επιζώντων.

Εφ' όσον ο υπάλληλος ή ο δικαιούχος συντάξεως αρχαιότητας ή αναπηρίας έχει αποβιώσει χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην πρώτη παράγραφο, εφαρμόζονται οι διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 80 τρίτη παράγραφος του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

Υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3 του Παραρτήματος VII του κανονισμού, το ορφανό δικαιούται σχολικού επιδόματος."

Άρθρο 79

1. Ο τίτλος του Τμήματος Γ του Κεφαλαίου 6 αντικαθίσταται από τον ακόλουθο τίτλο:

"ΣΥΝΤΑΞΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΠΟΧΩΡΗΣΕΩΣ".

2. Το κείμενο του άρθρου 39 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"1. Κατά τη λήξη των καθηκόντων του ο υπάλληλος που αναφέρεται στο άρθρο 2 περιπτώσεις α) ή β) δικαιούται της καταβολής ποσού ίσου με το 13,5% των μηνιαίων αποδοχών του που ελήφθησαν ως βάση κατά τη διάρκεια της περιόδου της απασχολήσεώς του για την είσπραξη της συνεισφοράς που προβλέπεται στο άρθρο 83 του κανονισμού προσαυξανόμενο με τόκους ίσους με 3,5% ετησίως.

Το επίδομα αυτό μειούται κατά το ποσό που καταβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 42.

2. Κατά τη λήξη των καθηκόντων του ο υπάλληλος που αναφέρεται στο άρθρο 2 περιπτώσεις α) και β) δικαιούται της συντάξεως αρχαιότητος ή του επιδόματος αποχωρήσεως υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του Τίτλου V Κεφάλαιο 3 του κανονισμού και του Παραρτήματος VIII του κανονισμού. Το επίδομα αποχωρήσεως ελαττώνεται κατά το ποσό που καταβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 42. Όταν ο υπάλληλος δικαιούται συντάξεως αρχαιότητας, τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα μειώνονται κατ' αναλογία προς το ποσό που καταβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 42."

Άρθρο 80

Στο άρθρο 42 παράγραφος 2, το ποσοστό "12%" αντικαθίσταται από το "13,5%".

Άρθρο 81

Το κείμενο του άρθρου 45 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Εφαρμόζονται διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 85 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως."

Άρθρο 82

Το κείμενο του άρθρου 69 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Ο επικουρικός υπάλληλος που αποδεδειγμένα δεν δύναται να κατοικεί στον παλαιό τόπο διαμονής του απολαύει κατ' ανώτατο όριο επί ένα έτος της ημερησίας αποζημιώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 10 του Παραρτήματος VII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως."

Άρθρο 83

Το κείμενο του άρθρου 72 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Εφαρμόζονται οι διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 85 του κανονισμού περί αναζητήσεως αχρεωστήτου."

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 84

Στο άρθρο 2 τελευταία παράγραφος του κανονισμού (ΕΟΚ Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 οι λέλεις "οι διατάξεις των άρθρων 93 ως 105" αντικαθίστανται από τις λέξεις "οι διατάξεις που προβλέπονται στα άρθρα 93, 95 έως 100, 102 και 103".

Άρθρο 85

Οι συντάξεις που έχουν αποκτηθεί κατά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του παρόντος κανονισμού τροποποιούνται από την ημερομηνία αυτή βάσει των διατάξεων του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων όπως έχουν τροποποιηθεί από τον παρόντα κανονισμό. Εν τούτοις ούτε τα ποσοστά των συντάξεων που έχουν αποκτηθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος κανονισμού δύνανται να είναι κατώτερα από εκεινα τα οποία θα προέκυπταν με την εφαρμογή των διατάξεων που ισχύουν κατά το χρόνο κατά τον οποίο αυτές αποκτήθηκαν.

Άρθρο 86

Ο υπάλληλος ο οποίος δυνάμει του άρθρου 101 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Άνθρακος και Χάλυβος έχει διατηρήσει μετά την 1η Ιανουαρίου 1962 σε 7,5% του μισθού του, στον οποίο γίνεται κράτηση, τη συνεισφορά του στο σύστημα συνταξιοδοτήσεως δικαιούται κατά το χρόνο ενάρξεως της ισχύος του παρόντος κανονισμού της επιστροφής του ενός πέμπτου του συνόλου των ποσών που έχουν παρακρατηθεί επί του βασικού μισθού από την 1η Ιανουαρίου 1962, ως συνεισφορά για τη δημιουργία της συντάξεώς του, αναπροσαρμοζομένης κατ' εφαρμογή των κοινών διαδοχικών δεικτών του τιμαρίθμου και προσαυξανομένης με το ποσό των τόκων προς 3,5% ετησίως.

Άρθρο 87

Ο υπάλληλος των Κοινοτήτων στον οποίο εφαρμόζοταν κατά την 30ή Ιουνίου 1972 ο κανονισμός περί της υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων ή το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό το οποίο ορίζεται από τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 διατηρεί το δικαίωμα των τρεχουσών πληρωμών που πραγματοποιούνται δυνάμει των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού ή του εν λόγω καθεστώτος, στο μέτρο που οι διατάξεις αυτές προσπορίζουν μεγαλύτερα πλεονεκτήματα από εκείνα των οποίων θα απέλαυε ο ενδιαφερόμενος κατ' εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κανονισμού.

Οι διατάξεις του άρθρου 34 του κανονισμού που αναφέρονται ανωτέρω, οι οποίες ισχύουν κατά την 30ή Ιουνίου 1972, εξακολουθούν να εφαρμόζονται στο δόκιμο υπάλληλο που ασκεί τα καθήκοντα κατά την ημερομηνία αυτή.

Οι προθεσμίες που προβλέπονται στα άρθρα 90 και 91 του κανονισμού των υπαλλήλων και αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο και οι οποίες ισχύουν κατά την 30ή Ιουνίου 1972 εξακολουθούν να εφαρμόζονται στις αιτήσεις και τις ενστάσεις που υποβάλλονται το αργότερο την ημερομηνία αυτή.

Άρθρο 88

1. Ο υπάλληλος του οποίου λήγουν οριστικά τα καθήκοντα κατά τη διάρκεια του έτους 1972 και ο οποίος:

- δεν έχει συμπληρώσει 11 έτη υπηρεσίας πριν από την 1η Ιουλίου 1969, ή

- έχει συμπληρώσει δέκα έτη υπηρεσίας μεταξύ της 1ης Ιουλίου 1969 και της 31ης Δεκεμβρίου 1971,

δύναται να αποποιηθεί οριστικά της προβολής των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων- στην περίπτωση αυτή απολαύει επιδόματος αποχωρήσεως που καθορίζεται υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 12 του Παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων.

2. Η ίδια ευχέρεια παρέχεται στον υπάλληλο του οποίου λήγουν οριστικά τα καθήκοντα το αργότερο την 31η Δεκεμβρίου 1973 και ο οποίος θα έχει συμπληρώσει δέκα έτη υπηρεσίας κατά τη διάρκεια του έτους 1972.

3. Ο υπάλληλος ο οποίος προτίθεται να κάνει χρήση της ευχερείας που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2 υποχρεώνεται επί ποινή απωλείας της ευχερείας αυτής να γνωστοποιήσει την εκλογή του το αργότερο:

- την 31η Δεκεμβρίου 1972 στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1,

- την 31η Δεκεμβρίου 1973 στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 89

1. Στο άρθρο 102 παράγραφος 2 περίπτωση β) δεύτερη παύλα του κανονισμού των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Άνθρακος και Χάλυβος, ο αριθμός "33" αντικαθίσταται από τον αριθμό"35".

2. Στο άρθρο 42 δεύτερη παράγραφος του κανονισμού του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Άνθρακος και Χάλυβος, οι λέξεις "εξήντα έτη" αντικαθίστανται από τις λέξεις "εξήντα πέντε έτη".

3. Στο άρθρο 50 δεύτερη παράγραφος του γενικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Άνθρακος και Χάλυβος, η λέξη "τριάντα" αντικαθίσταται από τη λέξη "τριάντα πέντε".

4. Στο άρθρο 108 πρώτη παράγραφος του γενικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κοινότητος Άνθρακος και Χάλυβος, ο αριθμός "30" αντικαθίσταται από τον αριθμό "35".

Άρθρο 90

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την 1η Ιουλίου 1972.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε Κράτος μέλος.

Έγινε στις Βρυξέλλες, στις 30 Ιουνίου 1972.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

G. THORN

(1) ΕΕ αριθ. Ν 56 της 4. 3. 1968, σ. 1.

(2) ΕΕ αριθ. Ν 149 της 1. 7. 1972, σ. 1.