21994A1223(14)

Πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994) - Παράρτημα 1 - Παράρτημα 1Α - Συμφωνία για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα (ΠΟΕ - GATT 1994) ΠΟΕ-"GATT 1994"

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 336 της 23/12/1994 σ. 0156 - 0183
Φινλανδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 11 τόμος 38 σ. 0158
Σουηδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 11 τόμος 38 σ. 0158


ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

ΤΑ ΜΕΛΗ ΣΥΜΦΩΝΟΥΝ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:

ΜΕΡΟΣ Ι ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Ορισμός της έννοιας «επιδότηση»

1.1. Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, γίνεται δεκτό ότι συντρέχει περίπτωση επιδότησης εφόσον:

α) 1. παρέχεται χρηματοδότηση από το Δημόσιο ή από οποιονδήποτε κρατικό φορέα που λειτουργεί στην επικράτεια ενός μέλους (καλούμενο στην παρούσα συμφωνία «το Δημόσιο»), και ειδικότερα στις ακόλουθες περιπτώσεις:

i) όταν το Δημόσιο ενεργεί κατά τρόπο που συνεπάγεται άμεση μεταφορά κεφαλαίων (π.χ. υπό μορφή επιχορηγήσεων, δανείων ή εισφοράς στο κεφάλαιο) ή δυνητική άμεση μεταφορά κεφαλαίων ή υποχρεώσεων (π.χ. παροχή εγγύησης για δάνεια),

ii) όταν το Δημόσιο παραιτείται από κάποια απαίτηση ή δεν εισπράττει κάποια οφειλή που πρέπει κανονικά να αποδοθεί σε αυτό (π.χ. μέσω της παροχής φορολογικών κινήτρων, όπως είναι ο πιστώσεις φόρου) (1),

iii) όταν το Δημόσιο παρέχει αγαθά ή υπηρεσίες, με εξαίρεση τη γενικότερη υποδομή, ή όταν αγοράζει αγαθά,

iv) όταν το Δημόσιο συνεισφέρει ποσά σε κάποιο σύστημα χρηματοδοτήσεων ή όταν αναθέτει ή δίδει εντολή σε έναν ιδιωτικό φορέα να ενεργήσει μία ή περισσότερες από τις πράξεις που περιγράφονται στις περιπτώσεις i) έως iii) ανωτέρω, οι οποίες κανονικά υπάγονται στην αρμοδιότητα του Δημοσίου, και εφόσον η διενέργεια των εν λόγω πράξεων δεν διαφέρει κατ' ουσίαν από τη συνήθη διενέργεια πράξεων εκ μέρους του Δημοσίου

ή

2. όταν παρέχεται στήριξη του εισοδήματος ή των τιμών υπό οιαδήποτε μορφή, κατά την έννοια του άρθρου XVI της GATT του 1994

και

β) με τον τρόπο αυτό προσπορίζεται κάποιο όφελος.

1.2. Επιδότηση, η οποία υπάγεται στον ορισμό της παραγράφου 1, υπόκειται στις διατάξεις του μέρους ΙΙ ή στις διατάξεις του μέρους ΙΙΙ ή V μόνο εφόσον η επιδότηση αυτή έχει ατομικό χαρακτήρα με βάση τις διατάξεις του άρθρου 2.

Άρθρο 2

Ατομικός χαρακτήρας

2.1. Προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον μία επιδότηση, η οποία ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 1 παράγραφος 1, παρέχεται ατομικά προς συγκεκριμένη επιχείρηση ή ομάδα επιχειρήσεων ή προς συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής ή ομάδα κλάδων παραγωγής (στην παρούσα συμφωνία προς «συγκεκριμένες επιχειρήσεις»), που υπάγεται στην αρμοδιότητα της αρχής που παρέχει την επιδότηση, είναι εφαρμοστέες οι ακόλουθες αρχές:

α) μία επιδότηση θεωρείται ότι έχει ατομικό χαρακτήρα όταν η αρχή που την παρέχει ή η νομοθετική διάταξη βάσει της οποίας ενεργεί η αρχή που παρέχει την επιδότηση ορίζει ρητώς ότι την επιδότηση είναι δυνατό να λάβουν μόνο συγκεκριμένες επιχειρήσεις

β) γίνεται δεκτό ότι μία επιδότηση δεν έχει ατομικό χαρακτήρα όταν η αρχή που την παρέχει ή η νομοθετική διάταξη βάσει της οποίας ενεργεί η αρχή που παρέχει την επιδότηση θέτει αντικειμενικά κριτήρια ή προϋποθέσεις (2), με βάση τα οποία αποφασίζεται κατά πόσον δεδομένη επιχείρηση δικαιούται να λάβει την επιδότηση, και ορίζει το ύψος της, υπό την προϋπόθεση όμως ότι το δικαίωμα λήψης της επιδότησης γεννάται αυτομάτως και ότι τα σχετικά κριτήρια και προϋποθέσεις τηρούνται απαρεγκλίτως. Τα εφαρμοζόμενα κριτήρια και προϋποθέσεις πρέπει να καθορίζονται σαφώς στον οκείο νόμο, κανονισμό ή άλλο επίσημο έγγραφο, ούτως ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της εφαρμογής τους

γ) ακόμη και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες εκ πρώτης όψεως από την εφαρμογή των αρχών που καθορίζονται στα στοιχεία α) και β) προκύπτει ότι δεδομένη επιδότηση δεν έχει ατομικό χαρακτήρα, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι στην πραγματικότητα η επιδότηση έχει ατομικό χαρακτήρα, είναι δυνατό να συνεκτιμηθούν ορισμένοι άλλοι παράγοντες. Τέτοιοι παράγοντες είναι οι εξής: η αξιοποίηση ενός προγράμματος επιδοτήσεων εκ μέρους περιορισμένου αριθμού συγκεκριμένων επιχειρήσεων 7 η σε μεγάλο ποσοστό συμμετοχή σε ένα πρόγραμμα επιδοτήσεων συγκεκριμένων επιχειρήσεων 7 η παροχή δυσανάλογα υψηλών επιδοτήσεων προς συγκεκριμένες επιχειρήσεις 7 και ο τρόπος με τον οποίο η αρμόδια για την παροχή της επιδότησης αρχή άσκησε τη διακριτική ευχέρεια που διέθετε, προκειμένου να αποφασίσει για την παροχή ή μη επιδότησης (3). Κατά την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, συνεκτιμάται ο βαθμός διαφοροποίησης των οικονομικών δραστηριοτήτων που υπάγονται στην αρμοδιότητα της αρχής που έχει κάθε φορά την ευθύνη για την παροχή των επιδοτήσεων, καθώς και ο χρόνος που χρειάστηκε για την εφαρμογή του οικείου προγράμματος επιδοτήσεων.

2.2. Έχουν ατομικό χαρακτήρα οι επιδοτήσεις που παρέχονται αποκλειστικά προς συγκεκριμένες επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν την έδρα τους σε καθορισμένη γεωγραφική περιοχή, υπαγόμενη στην αρμοδιότητα της αρχής που παρέχει την επιδότηση. Γίνεται δεκτό ότι, για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, δεν θεωρείται μορφή επιδότησης ατομικού χαρακτήρα ο καθορισμός ή η μεταβολή φορολογικών συντελεστών γενικής ισχύος από διοικητική αρχή οποιασδήποτε βαθμίδας, η οποία διαθέτει τη σχετική εξουσία.

2.3. Γίνεται δεκτό ότι έχει ατομικό χαρακτήρα κάθε επιδότηση η οποία υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 3.

2.4. Κάθε κρίση σχετικά με τον ατομικό ή μη χαρακτήρα μιας επιδότησης, βάσει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, πρέπει να τεκμηριώνεται με σαφήνεια βάσει θετικών αποδεικτικών στοιχείων.

ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΕΣ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΙΣ

Άρθρο 3

Απαγόρευση

3.1. Με την επιφύλαξη των προβλεπομένων στη συμφωνία για τη γεωργία, απαγορεύονται οι ακόλουθες μορφές επιδοτήσεων, κατά την έννοια του άρθρου 1:

α) οι επιδοτήσεις για την παροχή των οποίων τίθεται, είτε από το νόμο είτε στην πράξη (4), ως μόνη ή παράλληλη προϋπόθεση η επίτευξη κάποιας εξαγωγικής επίδοσης, συμπεριλαμβανομένων των μορφών επιδοτήσεων που περιγράφονται στο παράρτημα Ι (5)

β) οι επιδοτήσεις για την παροχή των οποίων τίθεται, είτε ως μόνη είτε ως παράλληλη προϋπόθεση, ότι πρέπει να έχουν χρησιμοποιηθεί εγχώρια και όχι εισαγόμενα προϊόντα.

3.2. Τα μέλη δεν επιτρέπεται να προβαίνουν ή να εμμένουν στη χορήγηση των επιδοτήσεων για τις οποίες γίνεται λόγος στην παράγραφο 1.

Άρθρο 4

Μέσα παροχής έννομης προστασίας

4.1. Όποτε ένα μέλος έχει λόγους να πιστεύει ότι κάποιο άλλο μέλος προβαίνει ή εμμένει στην παροχή μιας απαγορευμένης μορφής επιδότησης, το μέλος αυτό δύναται να ζητήσει τη διενέργεια διαβουλεύσεων με το οικείο άλλο μέλος.

4.2. Στην αίτηση για τη διενέργεια διαβουλεύσεων, η οποία υποβάλλεται βάσει της παραγράφου 1, πρέπει να μνημονεύονται τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία έχουν σχέση με την ύπαρξη και το χαρακτήρα της επίμαχης επιδότησης.

4.3. Εφόσον υποβληθεί αίτηση για τη διενέργεια διαβουλεύσεων βάσει της παραγράφου 1, το μέλος για το οποίο υπάρχουν ενδείξεις ότι προβαίνει ή εμμένει στην παροχή της επίμαχης επιδότησης φροντίζει για την έναρξη των σχετικών διαβουλεύσεων το συντομότερο δυνατόν. Σκοπός των διαβουλεύσεων είναι η αποσαφήνιση των πραγματικών δεδομένων της υπόθεσης και η εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτής λύσης.

4.4. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί αμοιβαία αποδεκτή λύση εντός 30 ημερών (6) από την υποβολή της αίτησης για τη διενέργεια διαβουλεύσεων, οποιοδήποτε από τα μέλη που μετέχουν στις διαβουλεύσεις αυτές δύναται να παραπέμψει το θέμα στο όργανο επίλυσης διαφορών («ΟΕΔ») με αίτημα την άμεση συγκρότηση ειδικής ομάδας (πάνελ), εκτός αν το ΟΕΔ ταχθεί με ομόφωνη απόφασή του κατά της συγκρότησης ειδικής ομάδας.

4.5. Αφ' ης στιγμής συγκροτηθεί, η ειδική ομάδα δύναται να ζητήσει τη συνδρομή της Διαρκούς Ομάδας Εμπειρογνωμόνων (7) (η οποία καλείται στην παρούσα συμφωνία «ΔΟΕ»), προκειμένου να αποφασισθεί κατά πόσον το επίμαχο μέτρο αποτελεί απαγορευμένη μορφή επιδότησης. Εφόσον της υποβληθεί σχετικό αίτημα, η ΔΟΕ εξετάζει πάραυτα τα αποδεικτικά στοιχεία τα σχετικά με την ύπαρξη και το χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου και παρέχει τη δυνατότητα στο μέλος το οποίο προβαίνει ή εμμένει στην εφαρμογή του μέτρου να αποδείξει ότι το εν λόγω μέτρο δεν αποτελεί απαγορευμένη μορφή επιδότησης. Η ΔΟΕ διαβιβάζει τα συμπεράσματά της στην ειδική ομάδα εντός προθεσμίας που έχει καθορίσει αυτή η τελευταία. Τα συμπεράσματα της ΔΟΕ σχετικά με το κατά πόσον το επίμαχο μέτρο αποτελεί ή όχι απαγορευμένη μορφή επιδότησης γίνονται δεκτά από την ειδική ομάδα χωρίς τροποποιήσεις.

4.6. Η ειδική ομάδα υποβάλλει την τελική της έκθεση στα διάδικα μέλη. Η έκθεση κοινοποιείται στο σύνολο των μελών εντός 90 ημερών από την ημερομηνία συγκρότησης της ειδικής ομάδας και καθορισμού των καθηκόντων της.

4.7. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι το επίμαχο μέτρο αποτελεί απαγορευμένη μορφή επιδότησης, η ειδική ομάδα συστήνει στο μέλος που παρέχει την επιδότηση να την καταργήσει αμελλητί. Για το σκοπό αυτό, η ειδική ομάδα καθορίζει, όταν διατυπώνει τη σύστασή της, προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να καταργηθεί το μέτρο.

4.8. Εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση της έκθεσης της ειδικής ομάδας προς το σύνολο των μελών, το ΟΕΔ εγκρίνει την έκθεση, εκτός αν κάποιο από τα διάδικα μέλη ενημερώσει επίσημα το ΟΕΔ σχετικά με την απόφασή του να ασκήσει έφεση ή αν το ΟΕΔ αποφασίσει ομόφωνα να μην εγκρίνει την έκθεση.

4.9. Σε περίπτωση άσκησης έφεσης κατά της έκθεσης της ειδικής ομάδας, το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο εκδίδει την απόφασή του σχετικά εντός 30 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία το οικείο διάδικο μέλος γνωστοποίησε επίσημα την πρόθεσή του να ασκήσει έφεση. Σε περίπτωση που το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο θεωρεί ότι δεν είναι σε θέση να εκδώσει την έκθεσή του εντός 30 ημερών, ενημερώνει γραπτώς το ΟΕΔ σχετικά με τους λόγους της καθυστέρησης, ενώ παράλληλα αναφέρει κατά προσέγγιση το χρονικό διάστημα που θα χρειασθεί μέχρι την υποβολή της έκθεσης. Η διαδικασία δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να υπερβεί τις 60 ημέρες. Η έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου εγκρίνεται από το ΟΕΔ και γίνεται άνευ όρων αποδεκτή από τους διαδίκους εκτός αν το ΟΕΔ αποφασίσει με συναίνεση να μην εγκρίνει την έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου εντός 20 ημερών από την κοινοποίησή της στα μέλη (8).

4.10. Σε περίπτωση που η σύσταση την οποία έχει διατυπώσει το ΟΕΔ δεν υλοποιηθεί εντός της προθεσμίας που έχει τάξει για το σκοπό αυτό η ειδική ομάδα η οποία άρχεται από την ημερομηνία έγκρισης της έκθεσης της ειδικής ομάδας ή της έκθεσης του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου, το ΟΕΔ παρέχει έγκριση στο καταγγέλλον μέλος για τη λήψη των κατάλληλων (9) αντιμέτρων, εκτός αν το ΟΕΔ απορρίψει το σχετικό αίτημα με συναίνεση.

4.11. Σε περίπτωση που ένα διάδικο μέλος ζητεί τη διεξαγωγή διαιτησίας βάσει του άρθρου 22 παράγραφος 6 του μνημονίου συμφωνίας για την επίλυση των διαφορών («ΜΣΕΔ»), ο διαιτητής αποφαίνεται σχετικά με την καταλληλότητα ή μη των αντιμέτρων (10).

4.12. Για τους σκοπούς των διαδικασιών επίλυσης διαφορών, οι οποίες διεξάγονται δυνάμει του παρόντος άρθρου, εξαιρουμένων των προθεσμιών που ορίζονται ρητώς στο παρόν άρθρο, οι προθεσμίες που ισχύουν βάσει του ΜΣΕΔ για τη διεξαγωγή των εν λόγω διαδικασιών ισούνται με το ήμισυ των προθεσμιών που καθορίζονται στο προαναφερθέν κείμενο.

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟ ΝΑ ΗΤΗΘΕΙ ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

Άρθρο 5

Αρνητικές συνέπειες

Απαγορεύεται στα μέλη να βλάπτουν τα συμφέροντα των υπολοίπων μελών παρέχοντας οποιαδήποτε από τις επιδοτήσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 1 παράγραφοι 1 και 2. Ειδικότερα, απαγορεύεται στα μέλη:

α) να προξενούν ζημία στον εγχώριο κλάδο παραγωγής κάποιου άλλου μέλους (11)

β) να αναιρούν ολικώς ή μερικώς τα οφέλη που απορρέουν αμέσως ή εμμέσως για τα υπόλοιπα μέλη βάσει της GATT του 1994, και ειδικότερα τα οφέλη που προκύπτουν από τις παραχωρήσεις τις οποίες τα μέλη αποδέχονται βάσει του άρθρου ΙΙ της GATT του 1994 (12)

γ) να προξενούν σοβαρή ζημία στα συμφέροντα κάποιου άλλου μέλους (13).

Το παρόν άρθρο δεν ισχύει προκειμένου περί των επιδοτήσεων που εξακολουθούν να παρέχονται για τα γεωργικά προϊόντα, όπως προβλέπει το άρθρο 13 της συμφωνίας για τη γεωργία.

Άρθρο 6

Σοβαρή ζημία

6.1. Σοβαρή ζημία κατά την έννοια του άρθρου 5 παράγραφος γ) γίνεται δεκτό ότι προξενείται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) όταν η συνολική κατ' αξίαν επιδότηση (14) ενός προϊόντος υπερβαίνει το 5 % (15)

β) σε περιπτώσεις επιδοτήσεων προς κάλυψη των απωλειών εκμετάλλευσης που έχει υποστεί ένας κλάδος παραγωγής

γ) σε περιπτώσεις επιδοτήσεων προς κάλυψη των απωλειών εκμετάλλευσης που έχει υποστεί μια επιχείρηση, εκτός αν πρόκειται για μέτρα που λαμβάνονται εφάπαξ και έχουν έκτακτο χαρακτήρα, τα οποία δεν είναι δυνατό να εφαρμοσθούν εκ νέου ως προς την ίδια επιχείρηση και τα οποία εφαρμόζονται με αποκλειστικό σκοπό την παραχώρηση χρόνου για την εξεύρεση μακροπρόθεσμων λύσεων και για την αποτροπή οξέων κοινωνικών προβλημάτων

δ) σε περιπτώσεις άμεσης άφεσης χρέους, και συγκεκριμένα άφεσης κάποιου χρέους που οφείλεται στο Δημόσιο ή μη επιστρεπτέων ενισχύσεων που παρέχονται για την αποπληρωμή κάποιου δανείου (16).

6.2. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 1, γίνεται δεκτό ότι δεν έχει προκληθεί σοβαρή ζημία αν το μέλος που παρέχει την επίμαχη επιδότηση αποδεικνύει ότι η επιδότηση αυτή δεν έχει προκαλέσει καμία από τις συνέπειες που απαριθμούνται στην παράγραφο 3.

6.3. Σοβαρή ζημία κατά την έννοια του άρθρου 5 στοιχείο γ) ενδέχεται να προκαλείται εν πάση περιπτώσει όταν συντρέχει μία ή περισσότερες από τις παρακάτω περιστάσεις:

α) η επιδότηση έχει ως συνέπεια την υποκατάσταση ή την παρεμπόδιση των εισαγωγών κάποιου ομοειδούς προϊόντος από ένα άλλο μέλος στην αγορά του επιδοτούντος μέλους

β) η επιδότηση έχει ως συνέπεια την υποκατάσταση ή την παρεμπόδιση των εισαγωγών κάποιου ομοειδούς προϊόντος ενός άλλου μέλους από την αγορά κάποιας τρίτης χώρας

γ) η επιδότηση έχει ως συνέπεια την πώληση του επιδοτούμενου προϊόντος σε τιμή αισθητά χαμηλότερη από την τιμή κάποιου ομοειδούς προϊόντος ενός άλλου μέλους στην ίδια αγορά ή δυσχεραίνει σημαντικά την αύξηση των τιμών ή οδηγεί σε συμπίεση των τιμών ή σε απώλεια πωλήσεων στην ίδια αγορά

δ) η επιδότηση έχει ως συνέπεια την αύξηση του μεριδίου που κατέχει το επιδοτούν μέλος στην παγκόσμια αγορά ενός συγκεκριμένου επιδοτούμενου προϊόντος ή αγαθού του πρωτογενούς τομέα (17) εν συγκρίσει με τον μέσο όρο του μεριδίου που το μέλος αυτό κατείχε κατά την προηγούμενη τριετία, ενώ η αύξηση αυτή έχει ακολουθήσει σταθερή πορεία για χρονικό διάστημα κατά το οποίο χορηγούνταν επιδοτήσεις.

6.4. Στο πλαίσιο εφαρμογής της παραγράφου 3, στοιχείο β), στις περιπτώσεις υποκατάστασης ή παρεμπόδισης εξαγωγών υπάγεται και κάθε περίπτωση κατά την οποία, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 7, αποδεικνύεται ότι έχει σημειωθεί μεταβολή των αναλογούντων μεριδίων αγοράς εις βάρος του μη επιδοτούμενου ομοειδούς προϊόντος (για χρονικό διάστημα αρκετά μακρύ, ώστε να είναι αντιπροσωπευτικό και να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση για τον σαφή καθορισμό της κατεύθυνσης προς την οποία κινείται η αγορά του εκάστοτε προϊόντος 7 το χρονικό αυτό διάστημα δεν είναι δυνατό, υπό κανονικές συνθήκες, να είναι κατώτερο του ενός έτους). Στον όρο «μεταβολή των αναλογούντων μεριδίων αγοράς» υπάγεται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες καταστάσεις: α) όταν έχει σημειωθεί αύξηση του μεριδίου αγοράς του επιδοτούμενου προϊόντος 7 β) όταν το μερίδιο αγοράς του επιδοτούμενου προϊόντος διατηρείται σταθερό υπό συνθήκες οι οποίες, αν το εν λόγω προϊόν δεν επιδοτείτο, θα είχαν προκαλέσει τη μείωση του μεριδίου αγοράς του 7 γ) όταν το μερίδιο αγοράς του επιδοτούμενου προϊόντος σημειώνει μεν πτώση, αλλά με ρυθμό βραδύτερο από αυτόν που θα ίσχυε αν το εν λόγω προϊόν δεν επιδοτείτο.

6.5. Στο πλαίσιο εφαρμογής της παραγράφου 3 στοιχείο γ), στις περιπτώσεις πραγματοποίησης πωλήσεων σε χαμηλότερες τιμές υπάγεται και κάθε περίπτωση κατά την οποία η πραγματοποίηση τέτοιων πωλήσεων αποδεικνύεται μέσω της σύγκρισης των τιμών του επιδοτούμενου προϊόντος με τις τιμές κάποιου μη επιδοτούμενου ομοειδούς προϊόντος, το οποίο διατίθεται στην ίδια αγορά. Η σύγκριση πρέπει να αφορά το ίδιο στάδιο εμπορίας και ανάλογα χρονικά σημεία, λαμβανομένου υπόψη οποιουδήποτε άλλου παράγοντα που επηρεάζει τη συγκρισιμότητα των τιμών. Εντούτοις, αν δεν είναι εφικτή μια τέτοια άμεση σύγκριση, η πραγματοποίηση πωλήσεων σε χαμηλότερες τιμές είναι δυνατό να αποδεικνύεται με βάση τις τιμές μονάδας κατά την εξαγωγή.

6.6. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 3 του παραρτήματος V, κάθε μέλος στην αγορά του οποίου υποτίθεται ότι έχει προκληθεί σοβαρή ζημία παρέχει στα μέλη που συμμετέχουν σε διαδικασία επίλυσης διαφοράς κατ' εφαρμογήν του άρθρου 7, καθώς και στην ειδική ομάδα που έχει συγκροτηθεί δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 4 όλα τα συναφή στοιχεία που είναι δυνατό να συγκεντρώσει όσον αφορά τις αυξομειώσεις των μεριδίων αγοράς των διαδίκων μελών, καθώς και τις τιμές των προϊόντων τα οποία αφορά η διαδικασία.

6.7. Γίνεται δεκτό ότι βάσει της παραγράφου 3 δεν έχει προκληθεί σοβαρή ζημία συνεπεία της υποκατάστασης ή παρεμπόδισης εξαγωγών, όταν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα συντρέχει μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιστάσεις (18):

α) απαγόρευση ή θέση περιορισμών επί των εξαγωγών του ομοειδούς προϊόντος από το καταγγέλλον μέλος ή επί των εισαγωγών που προέρχονται από το καταγγέλλον μέλος και προορίζονται για την αγορά της οικείας τρίτης χώρας

β) απόφαση των αρχών του εισάγοντος μέλους, στο οποίο ισχύει εμπορικό μονοπώλιο ή σύστημα κρατικού εμπορίου όσον αφορά το οικείο προϊόν, να υποκαταστήσει για λόγους μη εμπορικούς τις εισαγωγές από το καταγγέλλον μέλος με εισαγωγές από άλλη χώρα ή χώρες

γ) θεομηνίες, απεργίες, προβλήματα στις μεταφορές ή άλλα γεγονότα ανωτέρας βίας, τα οποία έχουν σοβαρές συνέπειες για την παραγωγή, τις ποιότητες, τις ποσότητες ή τις τιμές του προϊόντος που διατίθεται προς εξαγωγή από το καταγγέλλον μέλος

δ) ύπαρξη διακανονισμών για τον περιορισμό των εξαγωγών του καταγγέλλοντος μέλους

ε) εκούσια μείωση των ποσοτήτων του οικείου προϊόντος οι οποίες διατίθενται προς εξαγωγή από το καταγγέλλον μέλος (συμπεριλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, της περίπτωσης κατά την οποία επιχειρήσεις του καταγγέλλοντος μέλους προβαίνουν με ανεξάρτητη απόφασή τους στη διοχέτευση των εξαγωγών του οικείου προϊόντος προς νέες αγορές)

στ) αδυναμία συμμόρφωσης προς τα πρότυπα και τις λοιπές απαιτήσεις κανονιστικού χαρακτήρα που ισχύουν στη χώρα εισαγωγής.

6.8. Εφόσον δεν συντρέχει κάποια από τις περιστάσεις που μνημονεύονται στην παράγραφο 7, η πρόκληση ή μη σοβαρής ζημίας διαπιστώνεται με βάση τα στοιχεία που έχουν υποβληθεί στην ειδική ομάδα ή συγκεντρωθεί από αυτήν, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που υποβάλλονται δυνάμει των διατάξεων του παραρτήματος V.

6.9. Το παρόν άρθρο δεν ισχύει προκειμένου περί των επιδοτήσεων που εξακολουθούν να παρέχονται για τα γεωργικά προϊόντα, όπως προβλέπει το άρθρο 13 της συμφωνίας για τη γεωργία.

Άρθρο

Μέσα παροχής έννομης προστασίας

7.1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 13 της συμφωνίας για τη γεωργία, όποτε ένα μέλος έχει λόγους να πιστεύει ότι ένα άλλο μέλος προβαίνει ή εμμένει στην παροχή οποιασδήποτε από τις επιδοτήσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 1, με αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας στον εγχώριο κλάδο παραγωγής του εν λόγω μέλους, την ολική ή μερική αναίρεση των ωφελειών που απορρέουν γι' αυτό ή την πρόκληση σοβαρής ζημίας, το εν λόγω μέλος δύναται να ζητήσει τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων με το εκάστοτε άλλο μέλος.

7.2. Στην αίτηση για τη διενέργεια διαβουλεύσεων, η οποία υποβάλλεται βάσει της παραγράφου 1, πρέπει να μνημονεύονται τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία έχουν σχέση: α) με την ύπαρξη και το χαρακτήρα της επίμαχης επιδότησης, και β) με τη ζημία που έχει προκληθεί στον εγχώριο κλάδο παραγωγής, την ολική ή μερική αναίρεση των ωφελειών ή την πρόκληση σοβαρής ζημίας (19) στα συμφέροντα του μέλους που ζητεί τη διενέργεια διαβουλεύσεων.

7.3. Εφόσον υποβληθεί αίτηση για τη διενέργεια διαβουλεύσεων βάσει της παραγράφου 1, το μέλος για το οποίο υπάρχουν ενδείξεις ότι προβαίνει ή εμμένει στην επίμαχη πρακτική επιδοτήσεων φροντίζει για την έναρξη των σχετικών διαβουλεύσεων το συντομότερο δυνατόν. Σκοπός των διαβουλεύσεων είναι η αποσαφήνιση των πραγματικών δεδομένων της υπόθεσης και η εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτής λύσης.

7.4. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί αμοιβαία αποδεκτή λύση εντός 60 ημερών (20), οποιοδήποτε από τα μέλη που μετέχουν στις διαβουλεύσεις αυτές δύνανται να παραπέμψει το θέμα στο ΟΕΔ με αίτημα τη συγκρότηση ειδικής ομάδας, εκτός αν το ΟΕΔ ταχθεί με ομόφωνη απόφασή του κατά της συγκρότησης ειδικής ομάδας. Η σύνθεση της ειδικής ομάδας, καθώς και τα καθήκοντά της αποφασίζονται εντός 15 ημερών από την ημερομηνία συγκρότησής της.

7.5. Η είδική ομάδα εξετάζει την υπόθεση και υποβάλλει την τελική της έκθεση προς τα διάδικα μέλη. Η έκθεση κοινοποιείται στο σύνολο των μελών εντός 120 ημερών από την ημερομηνία συγκρότησης της ειδικής ομάδας και καθορισμού των καθηκόντων της.

7.6. Εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση της έκθεσης της ειδικής ομάδας στο σύνολο των μελών, το ΟΕΔ εγκρίνει την έκθεση (88), εκτός αν κάποιο από τα διάδικα μέλη ενημερώσει επίσημα το ΟΕΔ σχετικά με την απόφασή του να ασκήσει έφεση ή αν το ΟΕΔ αποφασίσει ομόφωνα να μην εγκρίνει την έκθεση.

7.7. Σε περίπτωση άσκησης έφεσης κατά της έκθεσης της ειδικής ομάδας, το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο εκδίδει την απόφασή του σχετικά εντός 60 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία το οικείο διάδικο μέλος γνωστοποίησε επίσημα την πρόθεσή του να ασκήσει έφεση. Σε περίπτωση που το δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο θεωρεί ότι δεν είναι σε θέση να εκδώσει την έκθεσή του εντός 60 ημερών, ενημερώνει γραπτώς το ΟΕΔ σχετικά με τους λόγους της καθυστέρησης, ενώ παράλληλα αναφέρει κατά προσέγγιση το χρονικό διάστημα που θα χρειασθεί μέχρι την υποβολή της έκθεσης. Η διαδικασία δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να απαιτήσει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 90 ημερών. Η έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου εγκρίνεται από το ΟΕΔ και γίνεται ανεπιφύλακτα δεκτή από τα διάδικα μέλη, εκτός αν το ΟΕΔ αποφασίσει ομόφωνα να μην εγκρίνει την έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου εντός 20 ημερών από την κοινοποίησή της στα μέλη (21).

7.8. Όταν εγκρίνεται έκθεση της ειδικής ομάδας ή του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου, στην οποία διατυπώνεται το συμπέρασμα ότι δεδομένη επιδότηση έχει προκαλέσει βλάβη στα συμφέροντα κάποιου άλλου μέλους κατά την έννοια του άρθρου 5, το μέλος το οποίο προβαίνει ή εμμένει στην παροχή της επιδότησης λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα, ούτως ώστε να εξαλειφθούν οι αρνητικές της συνέπειες ή καταργεί την επιδότηση.

7.9. Σε περίπτωση που το οικείο μέλος δεν έχει λάβει τα κατάλληλα μέτρα με σκοπό την εξάλειψη των αρνητικών συνεπειών της επιδότησης ή δεν έχει προβεί στην κατάργησή της εντός έξι μηνών από την ημερομηνία έγκρισης της έκθεσης της ειδικής ομάδας ή της έκθεσης του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου εκ μέρους του ΟΕΔ, και εφόσον δεν υπάρχει κάποια συμφωνία για την καταβολή αποζημίωσης, το ΟΕΔ παρέχει άδεια στο καταγγέλλον μέλος για τη λήψη των κατάλληλων αντιμέτρων, τα οποία πρέπει να είναι ανάλογα της σοβαρότητας και του χαρακτήρα των αρνητικών συνεπειών που έχουν διαπιστωθεί, εκτός αν το ΟΕΔ απορρίψει το σχετικό αίτημα με συναίνεση.

7.10. Σε περίπτωση που ένα διάδικο μέλος έχει προσφυγει σε διαιτησία δυνάμει του άρθρου 22 παράγραφος 6 του ΜΣΕΔ, ο διαιτητής χρίνει κατά πόσον τα αντίμετρα ανταποκρίνονται στη βαρύτητα και το χαρακτήρα των αρνητικών συνεπειών που έχει διαπιστωθεί ότι προκαλούνται.

ΜΕΡΟΣ IV: ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟ ΝΑ ΖΗΤΗΘΕΙ ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

Άρθρο 8

Καθορισμός των επιδοτήσεων για τις οποίες δεν είναι δυνατό να ζητηθεί έννομη προστασία

8.1. Γίνεται δεκτό ότι δεν είναι δυνατό να ζητηθεί έννομη προστασία σε σχέση με τις ακόλουθες περιπτώσεις επιδοτήσεων (22):

α) επιδοτήσεις που δεν έχουν ατομικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 2

β) επιδοτήσεις που έχουν μεν ατομικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 2, αλλά οι οποίες ανταποκρίνονται στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α), β) ή γ) κατωτέρω.

8.2. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του μέρους ΙΙΙ και του μέρους V, δεν είναι δυνατό να ζητηθεί έννομη προστασία έναντι των ακόλουθων περιπτώσεων επιδοτήσεων:

α) περιπτώσεις βοήθειας που παρέχεται για ερευνητικές δραστηριότητες επιχειρήσεων ή ανώτερων εκπαιδευτικών ή ερευνητικών ιδρυμάτων, στο πλαίσιο συμβάσεων που έχουν συναφθεί με εταιρείες, υπό την προϋπόθεση ότι (23), (24), (25):

η βοήθεια δεν καλύπτει (26) ποσοστό μεγαλύτερο του 75 % του συνολικού κόστους της απαιτούμενης βιομηχανικής έρευνας (27) ή του 50 % του συνολικού κόστους των εργασιών προανταγωνιστικής ανάπτυξης (28), (29),

και εφόσον η παρεχόμενη βοήθεια αφορά αποκλειστικά:

i) τις δαπάνες μισθοδοσίας (για τους ερευνητές, τους τεχνικούς και το λοιπό προσωπικό υποστήριξης που απασχολείται αποκλειστικά στην εκάστοτε ερευνητική δραστηριότητα),

ii) το κόστος των οργάνων, του εξοπλισμού, των γηπέδων και των κτιρίων που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά και σε μόνιμη βάση για τις ανάγκες της εκάστοτε ερευνητικής δραστηριότητας (εκτός αν η χρήση τους διέπεται από καθεστώς του ιδιωτικού δικαίου),

iii) τα έξοδα για συμβούλους και παρεμφερείς υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τις ανάγκες της εκάστοτε ερευνητικής δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών έρευνας, των τεχνικών γνώσεων, των ευρεσιτεχνιών κ.λπ., που έχουν αποκτηθεί έναντι ανταλλάγματος από εξωτερικές πηγές,

iv) πρόσθετα γενικά έξοδα τα οποία συνδέονται άμεσα με την εκάστοτε ερευνητική δραστηριότητα,

v) λοιπά λειτουργικά έξοδα (π.χ. για εξοπλισμό, προμήθεια υλικών κ.λπ.), τα οποία συνδέονται άμεσα με την εκάστοτε ερευνητική δραστηριότητα

β) περιπτώσεις βοήθειας που παρέχεται προς μειονεκτούσες περιφέρειες της επικράτειας ενός μέλους στο πλαίσιο κάποιου συνολικού προγράμματος περιφερειακής ανάπτυξης (30), η χορήγηση της οποίας στις περιφέρειες που τη δικαιούνται δεν έχει ατομικό χαρακτήρα (κατά την έννοια του άρθρου 2), υπό την προϋπόθεση ότι:

i) κάθε μειονεκτούσα περιφέρεια πρέπει να αποτελεί σαφώς καθορισμένη και ενιαία γεωγραφική περιοχή και να έχει καθορίσιμα οικονομικά και διοικητικά χαρακτηριστικά,

ii) η εκάστοτε περιφέρεια αξιολογείται ως μειονεκτούσα βάσει ουδέτερων και αντικειμενικών κριτηρίων (31), από τα οποία προκύπτει ότι οι δυσχέρειες τις οποίες αντιμετωπίζει οφείλονται σε παράγοντες που δεν έχουν απλώς παροδικό χαρακτήρα 7 τα εν λόγω κριτήρια πρέπει να καθορίζονται επακριβώς στο σχετικό νόμο, κανονισμό ή άλλο επίσημο έγγραφο, ούτως ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής τους,

iii) τα ανωτέρω κριτήρια πρέπει να συμπεριλαμβάνουν μέτρηση της οικονομικής ανάπτυξης της οικείας περιφέρειας, με βάση τουλάχιστον έναν από τους παρακάτω παράγοντες:

- το κατά κεφαλήν εισόδημα ή το κατά κεφαλήν εισόδημα των νοικοκυριών ή το κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ, το οποίο δεν πρέπει να υπερβαίνει το 85 % του μέσου όρου που ισχύει για το σύνολο της επικράτειας του οικείου μέλους,

- το ποσοστό της ανεργίας, το οποίο επιβάλλεται να ισούται με το 110 % τουλάχιστον του μέσου όρου που ισχύει για την επικράτεια του οικείου μέλους

οι τιμές που λαμβάνονται υπόψη βάσει των ανωτέρω είναι αυτές που κατεγράφησαν σε περίοδο τριών ετών 7 πάντως η παραπάνω μέτρηση είναι δυνατό να προκύπτει με τη σύνθεση διαφόρων στοιχείων και να συμπεριλαμβάνει και άλλους παράγοντες,

γ) περιπτώσεις βοήθειας για την προώθηση της προσαρμογής υφιστάμενων μονάδων (32), ώστε αυτές να ανταποκρίνονται σε νέες περιβαλλοντικές απαιτήσεις που έχουν επιβληθεί διά νόμου ή/και κανονισμών και οι οποίες συνεπάγονται μεγαλύτερους περιορισμούς και οικονομική επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις, υπό την προϋπόθεση ότι η παρεχόμενη βοήθεια:

i) αποτελεί μέτρο που εφαρμόζεται άπαξ και δεν πρόκειται να επαναληφθεί, και

ii) αντιπροσωπεύει ποσοστό όχι ανώτερο του 20 % του κόστους της απαιτούμενης προσαρμογής, και

iii) δεν καλύπτει το κόστος της αντικατάστασης και εκμετάλλευσης της επένδυσης για την οποία παρέχεται η βοήθεια, το οποίο αναλαμβάνουν υποχρεωτικά και εξ ολοκλήρου οι οικείες επιχειρήσεις, και

iv) συνδέεται άμεσα και είναι ανάλογη με τη σχεδιαζόμενη μείωση της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης και της ρύπανσης που προκαλείται από τη λειτουργία της εκάστοτε επιχείρησης και δεν καλύπτει την μείωση του κατασκευαστικού κόστους που επιτυγχάνεται ενδεχομένως, και

v) είναι δυνατό να χορηγηθεί προς κάθε επιχείρηση η οποία είναι σε θέση να αρχίσει να χρησιμοποιεί τον νέου τύπου εξοπλισμό ή/και τις νέες μεθόδους παραγωγής.

8.3. Όταν γίνεται επίκληση των διατάξεων της παραγράφου 2 σε σχέση με ένα πρόγραμμα επιδοτήσεων, το πρόγραμμα αυτό πρέπει να γνωστοποιείται πριν από την εφαρμογή του στην επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του μέρους VII. Η γνωστοποίηση αυτή πρέπει να είναι αρκετά εμπεριστατωμένη, ώστε να επιτρέπει στα λοιπά μέλη να εξετάζουν κατά πόσον το πρόγραμμα ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις και τα κριτήρια που προβλέπονται στις σχετικές διατάξεις της παραγράφου 2. Τα μέλη υποβάλλουν επιπλέον στην επιτροπή ετήσιες αναφορές για την πορεία των γνωστοποιηθέντων προγραμμάτων, οι οποίες ειδικότερα περιέχουν στοιχεία για τη συνολική δαπάνη κάθε προγράμματος, καθώς και για πιθανές τροποποιήσεις που έχουν επέλθει σε αυτό. Τα υπόλοιπα μέλη έχουν το δικαίωμα να ζητούν πληροφορίες σχετικά με συγκεκριμένες περιπτώσεις επιδοτήσεων που χορηγούνται στο πλαίσιο ενός γνωστοποιηθέντος προγράμματος (33).

8.4. Μετά από αίτηση ενός μέλους, η γραμματεία εξετάζει τη γνωστοποίηση που έχει υποβληθεί κατ' εφαρμογήν της παραγράφου 3 και, εφόσον είναι σκόπιμο, είναι δυνατό να ζητεί συμπληρωματικές πληροφορίες από το μέλος που παρέχει την επιδότηση σχετικά με το υπό εξέταση γνωστοποιηθέν πρόγραμμα. Η γραμματεία διαβιβάζει τα συμπεράσματά της στην επιτροπή. Η επιτροπή, εφόσον της ζητηθεί, εξετάζει αμελλητί τα συμπεράσματα στα οποία έχει καταλήξει η γραμματεία (ή, σε περίπτωση που δεν έχει υποβληθεί αίτηση για εξέταση από τη γραμματεία, την ίδια τη γνωστοποίηση), προκειμένου να αποφανθεί κατά πόσον έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια που προβλέπονται στην παράγραφο 2. Η διαδικασία που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο ολοκληρώνεται το αργότερο κατά την πρώτη τακτική συνεδρίαση της επιτροπής, η οποία ακολουθεί τη γνωστοποίηση του προγράμματος επιδοτήσεων, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν παρέλθει δύο μήνες τουλάχιστον από την εν λόγω γνωστοποίηση μέχρι την τακτική συνεδρίαση της επιτροπής. Η διαδικασία εξέτασης η οποία καθορίζεται στην παρούσα παράγραφο ακολουθείται επίσης, εφόσον διατυπωθεί σχετικό αίτημα, σε σχέση με ουσιώδεις τροποποιήσεις ενός προγράμματος, οι οποίες γνωστοποιούνται με τις ετήσιες εκθέσεις για την πορεία κάθε προγράμματος που προβλέπονται στην παράγραφο 3.

8.5. Εφόσον το ζητήσει ένα μέλος, η απόφαση της επιτροπής που προβλέπεται στην παράγραφο 4 ή η παράλειψη της επιτροπής να εκδώσει μια τέτοια απόφαση, καθώς και η παραβίαση σε μεμονωμένες περιπτώσεις των προϋποθέσεων που έχουν τεθεί στο πλαίσιο ενός γνωστοποιηθέντος προγράμματος, παραπέμπονται σε διαιτησία 7 η απόφαση των διαιτητών είναι δεσμευτική για τα διάδικα μέλη. Το διαιτητικό όργανο υποβάλλει τα συμπεράσματά του στα μέλη εντός 120 ημερών από την ημερομηνία παραπομπής της υπόθεσης στο διαιτητικό όργανο. Με την επιφύλαξη τυχόν αντιθέτων διατάξεων της παρούσας παραγράφου, το ΜΣΕΔ εφαρμόζεται για τους σκοπούς των διαδικασιών διαιτησίας που διενεργούνται δυνάμει της παρούσας παραγράφου.

Άρθρο 9

Διαβουλεύσεις και επιτρεπόμενα μέτρα αποκατάστασης

9.1. Εάν, κατά τη διάρκεια εφαρμογής ενός προγράμματος που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 και παρά το γεγονός ότι το εν λόγω πρόγραμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια που καθορίζονται στην ίδια παράγραφο, ένα μέλος έχει λόγους να πιστεύει ότι το πρόγραμμα αυτό έχει προκαλέσει σοβαρές αρνητικές συνέπειες για τον οικείο εγχώριο κλάδο παραγωγής του εν λόγω μέλους, από τις οποίες είναι πιθανό να προξενηθεί ζημία που θα ήταν δύσκολο να αποκατασταθεί, το εν λόγω μέλος δύναται να ζητήσει τη διενέργεια διαβουλεύσεων με το μέλος που προβαίνει ή εμμένει στην παροχή της επίμαχης επιδότησης.

9.2. Σε περίπτωση που έχει ζητηθεί η διενέργεια διαβουλεύσεων δυνάμει της παραγράφου 1, το μέλος που προβαίνει ή εμμένει στην εφαρμογή του επίμαχου προγράμματος επιδοτήσεων φροντίζει για την έναρξη διαβουλεύσεων σχετικά το συντομότερο δυνατόν. Σκοπός των διαβουλεύσεων είναι η αποσαφήνιση των πραγματικών δεδομένων της υπόθεσης και η εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτής λύσης.

9.3. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί αμοιβαία αποδεκτή λύση, μέσω των διαβουλεύσεων που έχουν διενεργηθεί βάσει της παραγράφου 2, εντός 60 ημερών από την υποβολή του αιτήματος για τη διενέργεια των διαβουλεύσεων, το μέλος που έχει ζητήσει τη διενέργεια των διαβουλεύσεων δύναται να παραπέμψει την υπόθεση στην επιτροπή.

9.4. Όταν μία υπόθεση παραπέμπεται στην επιτροπή, η επιτροπή εξετάζει πάραυτα τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, καθώς και τα αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν όσον αφορά τις συνέπειες για τις οποίες γίνεται λόγος στην παράγραφο 1. Σε περίπτωση που η επιτροπή αποφανθεί ότι οι συνέπειες αυτές έχουν όντως προκληθεί, δύναται να συστήσει στο μέλος που παρέχει τις επίμαχες επιδοτήσεις να τροποποιήσει το σχετικό πρόγραμμα κατά τρόπον ώστε να αίρονται οι δαπιστωθείσες συνέπειες του προγράμματος. Η επιτροπή υποβάλλει τα συμπεράσματά της εντός 120 ημερών από την ημερομηνία παραπομπής της υπόθεσης σε αυτήν δυνάμει της παραγράφου 3. Αν δεν υπάρξει συμμόρφωση προς τη σύσταση της επιτροπής εντός εξαμήνου, η επιτροπή παρέχει άδεια στο μέλος που έχει ζητήσει τη διενέργεια των διαβουλεύσεων για τη λήψη των κατάλληλων αντιμέτρων, τα οποία πρέπει να είναι ανάλογα του είδους και της βαρύτητας των συνεπειών που έχει διαπιστωθεί ότι προκλήθηκαν.

ΜΕΡΟΣ V ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

Άρθρο 10

Εφαρμογή του άρθρου VI της GATT του 1994 (34)

Τα μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η επιβολή αντισταθμιστικών δασμών (35) επί οποιουδήποτε προϊόντος, το οποία προέρχεται από το έδαφος οιουδήποτε μέλους και εισάγεται στο έδαφος κάποιου άλλου μέλους, συνάδει με τις διατάξεις του άρθρου VI της GATT του 1994 και με τις ρυθμίσεις της παρούσας συμφωνίας. Αντισταθμιστικοί δασμοί είναι δυνατό να επιβάλλονται μόνο μετά από έρευνες οι οποίες έχουν αρχίσει (36) και διενεργηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας και της συμφωνίας για τη γεωργία.

Άρθρο 11

Έναρξη και συνέχιση της έρευνας

11.1. Με την επιφύλαξη των ρυθμίσεων της παραγράφου 6, η έναρξη έρευνας για τη διαπίστωση της ύπαρξης, της έκτασης και των συνεπειών οποιασδήποτε υποτιθέμενης επιδότησης προϋποθέτει την υποβολή γραπτής αίτησης εκ μέρους ή για λογαριασμό του οικείου εγχώριου κλάδου παραγωγής.

11.2. Κάθε αίτηση που υποβάλλεται βάσει της παραγράφου 1 πρέπει να περιλαμβάνει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη: α) της υποτιθέμενης επιδότησης, και, εφόσον είναι δυνατόν, του ύψους της, β) της ζημίας, κατά την έννοια του άρθρου VI της GATT του 1994 και σύμφωνα με την ερμηνεία που δίδεται στην παρούσα συμφωνία, και γ) αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των επιδοτούμενων εισαγωγών και της υποτιθέμενης ζημίας. Απλοί ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν τεκμηριώνονται με τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία, δεν αρκούν προκειμένου να γίνει δεκτό ότι έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις που επιβάλλονται από την παρούσα παράγραφο. Κάθε αίτηση πρέπει να διαλαμβάνει τα στοιχεία που είναι ευλόγως δυνατό να συγκεντρώσει ο αιτών σχετικά με τα εξής θέματα:

i) την ταυτότητα του αιτούντος, καθώς και ανάλυση του όγκου και της αξίας της παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος που παράγεται εγχωρίως από τον αιτούντα. Όταν υποβάλλεται γραπτή αίτηση για λογαριασμό του εγχώριου κλάδου παραγωγής, η αίτηση πρέπει να διευκρινίζει τον κλάδο παραγωγής για λογαριασμό του οποίου υποβάλλεται η αίτηση, σύμφωνα με κατάλογο που περιλαμβάνει όλους τους γνωστούς εγχώριους παραγωγούς του ομοειδούς προϊόντος (ή τις ενώσεις εγχώριων παραγωγών του ομοειδούς προϊόντος) 7 επίσης πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να περιέχει ανάλυση του όγκου και της αξίας της εγχώριας παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος που αντιπροσωπεύουν οι εν λόγω παραγωγοί,

ii) πλήρη περιγραφή του προϊόντος που υποτίθεται ότι επιδοτείται, την ονομασία της εκάστοτε χώρας ή των εκάστοτε χωρών καταγωγής ή εξαγωγής, την ταυτότητα όλων των γνωστών εξαγωγών ή αλλοδαπών παραγωγών, καθώς και κατάλογο των προσώπων που είναι γνωστό ότι εισάγουν το οικείο προϊόν,

iii) αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη, το ύψος και το χαρακτήρα της επίμαχης επιδότησης,

iv) στοιχεία με τα οποία να αποδεικνύεται ότι η υποτιθέμενη ζημία που υφίσταται ο εγχώριος κλάδος παραγωγής προκαλείται από τις επιδοτούμενες εισαγωγές, ως αποτέλεσμα των παρεχόμενων επιδοτήσεων 7 τα αποδεικτικά στοιχεία αυτά πρέπει να περιλαμβάνουν πληροφορίες για την εξέλιξη του όγκου των εισαγωγών που υποτίθεται ότι λαμβάνουν επιδοτήσεις, για την επίδραση των εισαγωγών αυτών επί των τιμών του ομοειδούς προϊόντος στην εγχώρια αγορά, καθώς και για την επακόλουθη επίπτωση των εισαγωγών επί του εγχώριου κλάδου παραγωγής, όπως αυτή αποδεικνύεται με βάση συναφείς παράγοντες και δείκτες, που εκφράζουν την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο εγχώριος κλάδος παραγωγής, όπως αυτοί που απαριθμούνται στο άρθρο 15 παράγραφοι 2 και 4.

11.3. Οι αρχές εξετάζουν την ακρίβεια και πληρότητα των αποδεικτικών στοιχείων που διαλαμβάνονται στην αίτηση, προκειμένου να αποφανθούν κατά πόσον αυτά είναι ικανά να δικαιολογήσουν την έναρξη έρευνας.

11.4. Η έναρξη έρευνας βάσει της παραγράφου 1 δεν είναι δυνατή παρά μόνον εφόσον οι αρχές έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα, έπειτα από εξέταση του βαθμού υποστήριξης ή αντίθεσης προς την υποβληθείσα αίτηση την οποία εκφράζουν (37) οι εγχώριοι παραγωγοί του ομοειδούς προϊόντος, ότι η αίτηση έχει υποβληθεί εκ μέρους ή για λογαριασμό του εγχώριου κλάδου παραγωγής (38). Για να γίνει δεκτό ότι η αίτηση έχει υποβληθεί «εκ μέρους ή για λογαριασμό του εγχώριου κλάδου παραγωγής», πρέπει να υποστηρίζεται από εγχώριους παραγωγούς των οποίων η συνολική παραγωγή αντιπροσωπεύει ποσοστό μεγαλύτερο του 50 % της συνολικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος και παράγεται από το τμήμα εκείνο του εγχώριου κλάδου παραγωγής που έχει εκφράσει είτε την υποστήριξή του είτε την αντίθεσή του στην αίτηση. Εντούτοις, δεν επιτρέπεται η έναρξη έρευνας όταν οι εγχώριοι παραγωγοί που υποστηρίζουν ρητώς την αίτηση αντιπροσωπεύουν ποσοστό μικρότερο του 25 % της συνολικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος, την οποία παράγει ο εγχώριος κλάδος παραγωγής.

11.5. Οι αρχές αποφεύγουν να δίδουν οποιαδήποτε δημοσιότητα στις αιτήσεις για την έναρξη έρευνας, εκτός αν έχει ληφθεί απόφαση για την έναρξη έρευνας.

11.6. Αν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές αποφασίσουν να αρχίσουν έρευνα χωρίς να έχουν λάβει γραπτή αίτηση εκ μέρους ή για λογαριασμό του εγχώριου κλάδου παραγωγής, με την οποία να ζητείται η έναρξη μιας τέτοιας έρευνας, τότε προχωρούν στα επόμενα στάδια της διαδικασίας μόνο εφόσον διαθέτουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη της επιδότησης, την προκαλούμενη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2, τα οποία δικαιολογούν την έναρξη έρευνας.

11.7. Τα αποδεικτικά στοιχεία τα σχετικά τόσο με την επιδότηση όσο και με τη ζημία αξιολογούνται ταυτοχρόνως α) για τη λήψη της απόφασης περί έναρξης ή μη έρευνας και β) εν συνεχεία, κατά τη διάρκεια της έρευνας, με αφετηρία ημερομηνία που δεν μπορεί να είναι μεταγενέστερη της νωρίτερης ημερομηνίας κατά την οποία επιτρέπεται η εφαρμογή προσωρινών μέτρων σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας.

11.8. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα προϊόντα δεν εισάγονται απευθείας από τη χώρα καταγωγής, αλλά εξάγονται στο εισάγον μέλος από κάποια ενδιάμεση χώρα, εφαρμόζονται πλήρως οι διατάξεις της παρούσας συμφωνίας, ενώ για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας η επίμαχη συναλλαγή ή συναλλαγές αντιμετωπίζονται σαν να είχαν πραγματοποιηθεί μεταξύ της χώρας καταγωγής και του εισάγοντος μέλους.

11.9. Μια αίτηση, η οποία έχει υποβληθεί βάσει της παραγράφου 1, είναι απορριπτέα και η σχετική έρευνα περατούται πάραυτα αφ' ης στιγμής οι αρμόδιες αρχές πεισθούν ότι δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία αναφορικά είτε με την παροχή της επιδότησης είτε με την πρόκληση ζημίας, τα οποία να δικαιολογούν την περαιτέρω εξέταση της υπόθεσης. Η διαδικασία περατούται πάραυτα σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το ύψος της επιδότησης είναι ασήμαντο από νομική άποψη ή όταν ο όγκος των επιδοτούμενων εισαγωγών, είτε πραγματικών είτε δυνητικών είναι ασήμαντος, ή η ζημία αμελητέα. Για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, το ύψος της επιδότησης θεωρείται ασήμαντο από νομική άποψη αν η επιδότηση αντιπροσωπεύει ποσοστό κατώτερο του 1 % κατ' αξίαν.

11.10. Τυχόν έρευνα δεν αποτελεί εμπόδιο για τις διαδικασίες εκτελωνισμού.

11.11. Πέραν εξαιρετικών περιπτώσεων, η έρευνα πρέπει να ολοκληρώνεται εντός ενός έτους και πάντως όχι σε περισσότερους από 18 μήνες από την έναρξή της.

Άρθρο 12

Αποδεικτικά στοιχεία

12.1. Τα ενδιαφερόμενα μέλη και όλοι όσοι ενδιαφέρονται για μια έρευνα η οποία έχει ως αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικού δασμού ενημερώνονται για τα στοιχεία τα οποία κρίνουν απαραίτητα οι αρμόδιες αρχές, και τους παραχωρείται πλήρης δυνατότητα να υποβάλουν γραπτώς όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που θεωρούν ότι θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν για τη διεξαγόμενη έρευνα.

12.1.1. Στους εξαγωγείς, στους αλλοδαπούς παραγωγούς και στα ενδιαφερόμενα μέλη, που λαμβάνουν να ερωτηματολόγια που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο έρευνας με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικού δασμού, τάσσεται προθεσμία 30 ημερών τουλάχιστον για να απαντήσουν (39). Αν διατυπωθεί αίτημα για παράταση της ανωτέρω τριακονθήμερης προθεσμίας, αυτό λαμβάνεται δεόντως υπόψη και, εφόσον αποδεικνύεται η ύπαρξη λόγου, η ζητούμενη παράταση πρέπει να γίνεται δεκτή όποτε αυτό είναι δυνατό.

12.1.2. Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει υποβάλει γραπτώς ένα ενδιαφερόμενο μέλος ή ένας ενδιαφερόμενος κοινοποιούνται αμελλητί στα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα μέλη ή στους λοιπούς ενδιαφερομένους που μετέχουν στην έρευνα.

12.1.3. Αφ' ης στιγμής αρχίσει έρευνα, οι αρχές κοινοποιούν το πλήρες κείμενο της γραπτής αίτησης που τους έχει υποβληθεί βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 1 στους γνωστούς εξαγωγείς (40), καθώς και στις αρχές του εξάγοντος μέλους 7 επίσης το κοινοποιούν, εφόσον τους ζητηθεί, σε άλλους ενδιαφερόμενους που μετέχουν στη διαδικασία. Λαμβάνεται η δέουσα μέριμνα για την προστασία πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 4.

12.2. Τα ενδιαφερόμενα μέλη και οι λοιποί ενδιαφερόμενοι έχουν επίσης το δικαίωμα, εφόσον αποδεικνύουν σχετικό λόγο, να προσκομίζουν στοιχεία προφορικώς. Όταν προσκομίζονται ορισμένα στοιχεία προφορικώς, τα ενδιαφερόμενα μέλη και οι λοιποί ενδιαφερόμενοι οφείλουν να υποβάλουν σε μεταγενέστερο χρόνο τα ίδια στοιχεία και σε γραπτή μορφή. Κάθε απόφαση των αρχών που διεξάγουν την έρευνα είναι δυνατό να στηρίζεται στα στοιχεία και μόνο, καθώς και στα επιχειρήματα τα οποία έχουν υποβληθεί γραπτώς στις αρχές και τα οποία έχουν κοινοποιηθεί στα ενδιαφερόμενα μέλη και στους λοιπούς ενδιαφερόμενους που μετέχουν στην έρευνα, λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ανάγκης προστασίας πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα.

12.3. Όποτε είναι εφικτό, οι αρχές παρέχουν εγκαίρως σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέλη και στους λοιπούς ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να λάβουν γνώση του συνόλου των στοιχείων τα οποία παρουσιάζουν κάποια χρησιμότητα για την ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας τους, δεν έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα με βάση τον ορισμό που δίδεται στην παράγραφο 4 και τα οποία χρησιμοποιούνται από τις αρχές στο πλαίσιο έρευνας με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικού δασμού 7 επίσης τους παρέχουν τη δυνατότητα να προετοιμάσουν την ανάπτυξη των απόψεών τους βάσει των εν λόγω στοιχείων.

12.4. Οι αρχές, όταν αποδεικνύεται, η ύπαρξη σοβαρού λόγου, αντιμετωπίζουν ως εμπιστευτικού χαρακτήρα κάθε στοιχείο το οποίο από τη φύση του έχει τέτοιον χαρακτήρα (παραδείγματος χάρη, επειδή η αποκάλυψή του θα προσπόριζε ένα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε έναν ανταγωνιστή ή επειδή η αποκάλυψή του θα είχε σοβαρές αρνητικές συνέπειες για το πρόσωπο που έχει προσκομίσει το συγκεκριμένο στοιχείο ή για το πρόσωπο από το οποίο πληροφορήθηκε το συγκεκριμένο στοιχείο αυτός που το υποβάλλει) ή το οποίο έχει υποβληθεί από κάποια πλευρά που μετέχει στην έρευνα με την επεξήγηση ότι πρόκειται για στοιχείο εμπιστευτικού χαρακτήρα. Τα στοιχεία εμπιστευτικού χαρακτήρα γνωστοποιούνται τότε μόνο, όταν η πλευρά που τα έχει προσκομίσει συγκατανεύσει ρητώς προς το σκοπό αυτό (41).

12.4.1. Οι αρχές ζητούν από τα ενδιαφερόμενα μέλη ή από τους λοιπούς ενδιαφερομένους που προσκομίζουν εμπιστευτικού χαρακτήρα πληροφορίες να υποβάλουν μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περιλήψεις των ίδιων πληροφοριών. Οι εν λόγω περιλήψεις πρέπει να είναι αρκούντως περιεκτικές, ώστε να επιτρέπουν τη σε ικανοποιητικό βαθμό κατανόηση της ουσίας της εμπιστευτικού χαρακτήρα πληροφορίας που υποβάλλεται. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το μέλος ή η πλευρά που υποβάλλει κάποια εμπιστευτικού χαρακτήρα πληροφορία επιτρέπεται συγχρόνως να δηλώνει ότι η εν λόγω πληροφορία δεν είναι δυνατό να παρουσιασθεί σε περιληπτική μορφή. Στις εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις πρέπει να επισημαίνονται οι λόγοι για τους οποίους δεν είναι δυνατή η περιληπτική παρουσίαση της πληροφορίας.

12.4.2. Σε περίπτωση που οι αρχές κρίνουν ότι η αίτηση παροχής εμπιστευτικής μεταχείρισης είναι απορριπτέα και ο παρέχων την πληροφορία δεν είναι διατεθειμένος ούτε να καταστήσει ευρύτερα γνωστή την πληροφορία ούτε να επιτρέψει την κοινοποίηση της σε γενικόλογη ή περιληπτική μορφή, οι αρχές δύναντι να μη λαμβάνουν υπόψη τους την πληροφορία αυτή, εκτός αν πείθονται βάσει αξιόπιστων αποδεικτικών στοιχείων ότι η πληροφορία ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (42).

12.5. Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 7, οι αρχές βεβαιώνονται κατά τη διάρκεια της έρευνας για την ακρίβεια των στοιχείων που έχουν προσκομίσει τα ενδιαφερόμενα μέλη και οι λοιποί ενδιαφερόμενοι και τα οποία χρησιμεύουν ως βάση των συμπερασμάτων τους.

12.6. Οι αρχές που διεξάγουν την έρευνα δύνανται, εφόσον κρίνεται απαραίτητο, να διενεργούν έρευνες στο έδαφος άλλων μελών, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν ειδοποιήσει εγκαίρως το οικείο μέλος σχετικά και ότι το εν λόγω μέλος δεν έχει αντίρρηση για τη διενέργεια έρευνας στο έδαφός του. Επιπλέον, οι αρχές που διεξάγουν την έρευνα δύνανται να διενεργούν έρευνες στις εγκαταστάσεις εταιρειών και να εξετάζουν τα βιβλία εταιρειών, υπό την προϋπόθεση ότι: α) η εκάστοτε εταιρεία είναι σύμφωνη, και β) το οικείο μέλος έχει ειδοποιηθεί σχετικά και δεν προβάλλει αντιρρήσεις. Για τις έρευνες που διενεργούνται στις εγκαταστάσεις εταιρειών είναι εφαρμοστέες οι διαδικασίες που προβλέπονται στο παράρτημα VI. Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης προστασίας της εμπιστευτικότητας ορισμένων στοιχείων, οι αρχές δίδουν στη δημοσιότητα τα πορίσματα των ερευνών που έχουν ενδεχομένως διενεργήσει ή τα γνωστοποιούν βάσει της παραγράφου 8 στις εταιρείες στις οποίες αυτά αναφέρονται, ενώ είναι δυνατό να κοινοποιούν τα πορίσματα αυτά στους αιτούντες.

12.7. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέλος ή κάποιος ενδιαφερόμενος αρνείται να επιτρέψει την πρόσβαση στα απαραίτητα στοιχεία ή γενικά δεν προβαίνει στη γνωστοποίησή τους εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος ή παρεμποδίζει σε σημαντικό βαθμό την έρευνα, είναι δυνατό να διατυπώνονται προκαταρκτικά και τελικά συμπεράσματα, είτε καταφατικά είτε αποφατικά, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων.

12.8. Πριν από τη διατύπωση τελικού συμπεράσματος, οι αρχές ενημερώνουν όλα τα ενδιαφερόμενα μέλη και τους λοιπούς ενδιαφερομένους σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία πρόκειται να λάβουν υπόψη τους και στα οποία θα στηρίζεται η απόφαση για την εφαρμογή ή μη οριστικών μέτρων. Η ενημέρωση αυτή πρέπει να πραγματοποιείται αρκετά ενωρίς, ώστε τα μέρη να έχουν το χρόνο για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους.

12.9. Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ο όρος «ενδιαφερόμενοι» περιλαμβάνει:

i) τους εξαγωγείς, τους αλλοδαπούς παραγωγούς και τους εισαγωγείς του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας ή τις εμπορικές και επιχειρηματικές ενώσεις η πλειονότης των μελών των οποίων αποτελείται από παραγωγούς, εξαγωγείς ή εισαγωγείς του συγκεκριμένου προϊόντος, και

ii) τους παραγωγούς του ομοειδούς προϊόντος στο εισάγον μέλος ή τις εμπορικές και επιχειρηματικές ενώσεις η πλειονότης των μελών των οποίων παράγει το ομοειδές προϊόν στο έδαφος του εισάγοντος μέλους.

Η ανωτέρω απαρίθμηση δεν σημαίνει ότι τα μέλη δεν έχουν το δικαίωμα να συμπεριλάβουν στους ενδιαφερομένους και κάποια άλλα μέρη, είτε ημερδαπά είτε αλλοδαπά, τα οποία ενδεχομένως δεν καλύπτονται από τον ανωτέρω ορισμό.

12.10. Οι αρχές παρέχουν τη δυνατότητα σε βιομηχανικούς χρήστες του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας και σε αντιπροσωπευτικές οργανώσεις καταναλωτών, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το προϊόν αυτό πωλείται συνήθως στο λιανεμπόριο, να προσκομίσουν τυχόν στοιχεία που θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη κατά τη διερεύνηση των θεμάτων των σχετικών με την παροχή επιδοτήσεων, τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια.

12.11. Οι αρχές λαμβάνουν δεόντως υπόψη τυχόν δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ενδιαφερόμενοι, ιδιαίτερα οι περιορισμένου μεγέθους εταιρείες, για τη συγκέντρωση των στοιχείων που έχουν ζητηθεί, και παρέχουν κάθε δυνατή βοήθεια σχετικά.

12.12. Οι διαδικασίες που καθορίζονται παραπάνω δεν σημαίνουν ότι οι αρχές ενός μέλους δεν έχουν το δικαίωμα να διενεργούν με ταχύτητα τις διάφορες πράξεις που αναφέρονται στην έναρξη της έρευνας, τη διατύπωση προκαταρκτικών ή τελικών συμπερασμάτων, είτε καταφατικών είτε αποφατικών, ή να θεσπίζουν προσωρινά ή οριστικά μέτρα κατ' εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων της παρούσας συμφωνίας.

Άρθρο 13

Διαβουλεύσεις

13.1. Το συντομότερο δυνατό από την αποδοχή μιας αίτησης που έχει υποβληθεί βάσει του άρθρου 11 και πάντως πριν από την έναρξη οιασδήποτε έρευνας, τα μέλη, τα προϊόντα των οποίων ενδέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο της έρευνας, καλούνται να συμμετάσχουν σε διαβουλεύσεις, με σκοπό την αποσαφήνιση της κατάστασης όσον αφορά τα θέματα για τα οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 11 παράγραφος 2 και την επίτευξη αμοιβαία αποδεκτής λύσης.

13.2. Επιπλέον, καθ' όλη τη διάρκεια της έρευνας, στα μέλη τα προϊόντα των οποίων αποτελούν αντικείμενο της έρευνας παρέχονται κατάλληλες δυνατότητες για τη συνέχιση των διαβουλεύσεων, με σκοπό την αποσαφήνιση των πραγματικών δεδομένων της υπόθεσης και την επίτευξη αμοιβαία αποδεκτής λύσης (43).

13.3. Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης παραχώρησης των κατάλληλων ευκαιριών για τη διενέργεια διαβουλεύσεων, οι παρούσες διατάξεις, οι οποίες αναφέρονται στο θέμα των διαβουλεύσεων, δεν σημαίνουν ότι οι αρχές ενός μέλους δεν έχουν το δικαίωμα να διενεργούν με ταχύτητα τις διάφορες πράξεις που αναφέρονται στην έναρξη της έρευνας, τη διατύπωση προκαταρκτικών ή τελικών συμπερασμάτων, είτε καταφατικών είτε αποφατικών, ή να θεσπίζουν προσωρινά ή οριστικά μέτρα σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας.

13.4. Το μέλος που σκοπεύει να αρχίσει έρευνα ή το οποίο διεξάγει ήδη έρευνα επιτρέπει, εφόσον του ζητηθεί, στο μέλος ή τα μέλη, τα προϊόντα των οποίων αποτελούν αντικείμενο της εν λόγω έρευνας, να λάβουν γνώση των μη εμπιστευτικού χαρακτήρα αποδεικτικών στοιχείων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται οι μη εμπιστευτικές περιλήψεις πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα και τα οποία χρησιμοποιούνται για την έναρξη ή τη διεξαγωγή της έρευνας.

Άρθρο 14

Υπολογισμός του ύψους της επιδότησης με βάση το όφελος που προκύπτει για τον αποδέκτη της επιδότησης

Για τους σκοπούς του μέρους V, η μέθοδος την οποία χρησιμοποιεί η αρχή που διεξάγει την έρευνα προκειμένου να υπολογίσει το όφελος που προκύπτει για τον αποδέκτη με βάση το άρθρο 1 παράγραφος 1 πρέπει να προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία ή από τους κανονισμούς εφαρμογής του οικείου μέλους, ενώ η εφαρμογή της σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να χαρακτηρίζεται από διαφάνεια και να επεξηγείται επαρκώς. Επιπλέον, η χρησιμοποιούμενη μέθοδος πρέπει να ανταποκρίνεται στις ακόλουθες κατευθυντήριες γραμμές:

α) γίνεται δεκτό ότι η εισφορά στο μετοχικό κεφάλαιο εταιρειών εκ μέρους του Δημοσίου δεν προσπορίζει όφελος, εκτός αν η επενδυτική απόφαση είναι δυνατό να θεωρηθεί ως μη ανταποκρινόμενη στη συνήθη επενδυτική πρακτική (συμπεριλαμβανομένης της χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων), την οποία ακολουθούν οι ιδιώτες επενδυτές στην επικράτεια του οικείου μέλους

β) γίνεται δεκτό ότι η χορήγηση δανείου εκ μέρους του Δημοσίου δεν προσπορίζει όφελος, εκτός αν υφίσταται διαφορά μεταξύ του ποσού που καταβάλλει η δανειολήπτρια εταιρεία για το δάνειο που της έχει χορηγήσει το Δημόσιο και του ποσού το οποίο θα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει η εταιρεία για ένα ανάλογο εμπορικό δάνειο, το οποίο η εταιρεία θα ήταν πράγματι σε θέση να εξασφαλίσει στην αγορά. Στην περίπτωση αυτή, το όφελος ισούται με τη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ποσών

γ) γίνεται δεκτό ότι η παροχή εγγύησης εκ μέρους του Δημοσίου για κάποιο δάνειο δεν προσπορίζει όφελος, εκτός αν υφίσταται διαφορά μεταξύ του ποσού που καταβάλλει η εταιρεία, υπέρ της οποίας παρεσχέθη η εγγύηση, για το δάνειο που έχει συνομολογήσει με την εγγύηση του Δημοσίου και του ποσού που θα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει η εταιρεία για ένα ανάλογο εμπορικό δάνειο, σε περίπτωση που δεν υπήρχε η εγγύηση του Δημοσίου. Στην περίπτωση αυτή, το όφελος ισούται με τη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ποσών, αφού γίνουν οι αναγκαίες αναπροσαρμογές, για να ληφθούν υπόψη τυχόν διαφορές στις προμήθειες

δ) γίνεται δεκτό ότι η διάθεση αγαθών ή υπηρεσιών ή η αγορά αγαθών από το Δημόσιο δεν προσπορίζει όφελος, εκτός αν η διάθεση πραγματοποιείται έναντι μικρότερου από το κανονικό τιμήματος ή αν για την αγορά καταβάλλεται τίμημα μεγαλύτερο από το κανονικό. Για να κριθεί κατά πόσον το τίμημα είναι το κανονικό, εξετάζονται οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά της χώρας όπου πραγματοποιείται η διάθεση ή η αγορά, όσον αφορά το συγκεκριμένο αγαθό ή υπηρεσία (στις συνθήκες αυτές συμπεριλαμβάνονται η τιμή, η ποιότητα, η διαθεσιμότητα, η εμπορευσιμότητα, η μεταφορά και οι λοιποί όροι αγοράς ή πώλησης).

Άρθρο 15

Προσδιορισμός της ζημίας (44)

15.1. Ο προσδιορισμός της ζημίας στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου VI της GATT του 1994 πρέπει να στηρίζεται σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση τόσο α) του όγκου των επιδοτούμενων εισαγωγών και των συνεπειών των επιδοτούμενων εισαγωγών για τις τιμές των ομοειδών προϊόντων (45) στην εγχώρια αγορά όσο και β) των επακόλουθων συνεπειών των εν λόγω εισαγωγών για τους εγχώριους παραγωγούς των αντίστοιχων προϊόντων.

15.2. Προκειμένου περί του όγκου των επιδοτούμενων εισαγωγών, οι αρχές που διεξάγουν τις σχετικές έρευνες εξετάζουν κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση του όγκου των εν λόγω εισαγωγών, είτε σε απόλυτες τιμές είτε σε συνάρτηση με την παραγωγή ή την κατανάλωση στο εισάγον μέλος. Όσον αφορά την επίδραση των επιδοτούμενων εισαγωγών επί των τιμών, οι αρχές που διεξάγουν τις σχετικές έρευνες εξετάζουν κατά πόσον έχουν πραγματοποιηθεί επιδοτούμενες εισαγωγές σε τιμές αισθητά κατώτερες της τιμής των ομοειδών προϊόντων του εισάγοντος μέλους ή κατά πόσον εισαγωγές αυτού του είδους προκαλούν με οποιονδήποτε τρόπο σημαντική συμπίεση των τιμών ή παρεμποδίζουν σε σημαντικό βαθμό την αύξηση των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση. Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι εξ αυτών από κοινού δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθούν βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων.

15.3. Όταν διεξάγονται ταυτοχρόνως έρευνες με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικών δασμών σχετικά με τις εισαγωγές συγκεκριμένου προϊόντος από διαφορετικές χώρες, οι αρχές που διεξάγουν τις έρευνες δύνανται να προσμετρούν σωρευτικώς τις συνέπειες των εισαγωγών αυτών μόνο εφόσον βεβαιωθούν ότι: α) το ύψος της επιδότησης που προκύπτει για τις εισαγωγές από κάθε χώρα είναι αρκετά υψηλό ώστε να μη θεωρείται ασήμαντο από νομική άποψη, σύμφωνα με όσα προβλέπει το άρθρο 11 παράγραφος 9, ενώ ο όγκος των εισαγωγών από κάθε χώρα δεν είναι αμελητέος 7 και β) η σωρευτική αξιολόγηση των συνεπειών των εισαγωγών είναι η ενδεδειγμένη λαμβανομένων υπόψη των όρων του ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων, καθώς και των όρων του ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγομένων προϊόντων και του ομοειδούς εγχωρίου προϊόντος.

15.4. Η εξέταση των συνεπειών των επιδοτούμενων εισαγωγών επί του εκάστοτε εγχώριου κλάδου παραγωγής περιλαμβάνει αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων, καθώς και των δεικτών που αντανακλούν την κατάσταση του οικείου κλάδου παραγωγής, στους οποίους περιλαμβάνονται: η πραγματική ή ενδεχόμενη μείωση της παραγωγής, των πωλήσεων, του μεριδίου αγοράς, των κερδών, της παραγωγικότητας, της απόδοσης των επενδύσεων ή της χρησιμοποίησης της ικανότητας 7 οι παράγοντες που επηρεάζουν τις εγχώριες τιμές 7 οι πραγματικές ή δυνητικές επιπτώσεις για τις ταμειακές ροές, τα αποθέματα, την απασχόληση, τους μισθούς, την ανάπτυξη, την ικανότητα άντλησης κεφαλαίων ή τις επενδύσεις, καθώς και, όταν πρόκειται για το γεωργικό τομέα, το κατά πόσον έχει προκύψει αύξηση της επιβάρυνσης για τα κρατικά προγράμματα στήριξης. Η ανωτέρω απαρίθμηση έχει ενδεικτικό χαρακτήρα, και κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι εξ αυτών από κοινού δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθούν βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων.

15.5. Πρέπει να αποδεικνύεται ότι, εξαιτίας των συνεπειών (46) των επιδοτήσεων, οι επιδοτούμενες εισαγωγές προκαλούν ζημία κατά την έννοια της παρούσας συμφωνίας. Για να διαπιστωθεί κατά πόσον υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των επιδοτούμενων εισαγωγών και της ζημίας που υφίσταται ο εγχώριος κλάδος παραγωγής, οι αρχές συνεκτιμούν όλα τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους. Οι αρχές εξετάζουν ακόμη τυχόν άλλους γνωστούς παράγοντες, πέραν των επιδοτούμενων εισαγωγών, οι οποίοι προκαλούν κατά τον ίδιο χρόνο ζημία στον εγχώριο κλάδο παραγωγής, ενώ η ζημία που προξενείται από αυτούς τους άλλους παράγοντες πρέπει να μην είναι δυνατό να αποδοθεί στις επιδοτούμενες εισαγωγές. Στους παράγοντες που ενδέχεται να έχουν σημασία από αυτή την άποψη είναι δυνατό να συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ο όγκος και οι τιμές εισαγωγών του συγκεκριμένου προϊόντος για τις οποίες δεν έχει παρασχεθεί επιδότηση, η συρρίκνωση της ζήτησης ή οι μεταβολές των δεδομένων κατανάλωσης, οι περιοριστικές εμπορικές πρακτικές που εφαρμόζουν οι ξένοι και οι εγχώριοι παραγωγοί, καθώς και ο ανταγωνισμός μεταξύ τους, οι τεχνολογικές εξελίξεις και, τέλος, οι εξαγωγικές επιδόσεις και η παραγωγικότητα του εγχώριου κλάδου παραγωγής.

15.6. Οι συνέπειες των επιδοτούμενων εισαγωγών αξιολογούνται σε σχέση με την εγχώρια παραγωγή του ομοειδούς προϊόντος, εφόσον τα διαθέσιμα στοιχεία επιτρέπουν το χωριστό προσδιορισμό της εν λόγω παραγωγής βάσει ορισμένων κριτηρίων, όπως είναι η μέθοδος παραγωγής, οι πωλήσεις και τα κέρδη των παραγωγών. Αν δεν είναι δυνατός ο χωριστός προσδιορισμός της εν λόγω παραγωγής, οι συνέπειες των επιδοτούμενων εισαγωγών αξιολογούνται μέσω της εξέτασης της παραγωγής της πλέον περιορισμένης ομάδας ή φάσματος προϊόντων, που περιλαμβάνει το ομοειδές προϊόν, για το οποία είναι δυνατό να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα στοιχεία.

15.7. Για να διαπιστωθεί η ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης σοβαρής ζημίας λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, και όχι μόνο τυχόν ισχυρισμοί, εικασίες ή πιθανότητες. Οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων, που θα δημιουργούσε κατάσταση υπό την οποία είναι πιθανή η πρόκληση ζημίας από τις παρεχόμενες επιδοτήσεις, πρέπει να έχει προβλεφθεί με βεβαιότητα και να είναι επικείμενη. Προκειμένου να αποφανθούν σχετικά με την ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης σοβαρής ζημίας, οι αρχές που διεξάγουν την έρευνα συνεκτιμούν, μεταξύ άλλων, τους ακόλουθους παράγοντες:

i) το χαρακτήρα της επίμαχης επιδότησης ή των επίμαχων επιδοτήσεων και τις συνέπειες που είναι πιθανό να ανακύψουν από αυτές για το εμπόριο,

ii) τυχόν αύξηση σε σημαντικό ποσοστό των επιδοτούμενων εισαγωγών στην εγχώρια αγορά, η οποία αποτελεί ένδειξη για την πιθανότητα αξιόλογης αύξησης των εισαγωγών,

iii) την ύπαρξη επαρκούς και ελεύθερα διαθέσιμης ικανότητας ή την πιθανότητα σημαντικής αύξησης της ικανότητας στο άμεσο μέλλον εκ μέρους του εξαγωγέα, από την οπόια προκύπτει ως πιθανή σημαντική αύξηση των επιδοτούμενων εξαγωγών προς την αγορά του εισάγοντος μέλους, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης άλλων εξαγωγικών αγορών, οι οποίες θα μπορούσαν να απορροφήσουν τυχόν πρόσθετες εξαγωγές,

iv) το κατά πόσον οι εισαγωγές εισέρχονται στη χώρα σε τιμές που θα έχουν ως αποτέλεσμα είτε τη σημαντική συμπίεση είτε την παρεμπόδιση της αύξησης των εγχώριων τιμών, και οι οποίες είναι πιθανό να οδηγήσουν σε αύξηση της ζήτησης για επιπλέον εισαγωγές, και

v) τα αποθέματα του υπό διερεύνηση προϊόντος.

Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες από μόνος του δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθεί βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων, αλλά οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη στο σύνολό τους πρέπει να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι επίκειται η πραγματοποίηση περαιτέρω επιδοτούμενων εξαγωγών και ότι υπάρχει κίνδυνος πρόκλησης σοβαρής ζημίας σε περίπτωση που δεν ληφθούν προστατευτικά μέτρα.

15.8. Σε περιπτώσεις, εξάλλου, κατά τις οποίες επαπειλείται η πρόκληση ζημίας από επιδοτούμενες εισαγωγές, το ενδεχόμενο επιβολής αντισταθμιστικών μέτρων εξετάζεται και η σχετική απόφαση λαμβάνεται με ιδιαίτερη περίσκεψη.

Άρθρο 16

Ορισμός του εγχώριου κλάδου παραγωγής

16.1. Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας και με την επιφύλαξη όσων προβλέπονται στην παράγραφο 2, ο όρος «εγχώριος κλάδος παραγωγής» νοείται ως περιλαμβάνων τους εγχώριους παραγωγούς ομοειδών προϊόντων στο σύνολό τους ή εκείνους εξ αυτών των οποίων αθροιστικά η παραγωγή των υπό εξέταση προϊόντων αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής εγχώριας παραγωγής των εν λόγω προϊόντων, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία κάποιοι παραγωγοί συνδέονται (47) με τους εξαγωγείς ή τους εισαγωγείς ή είναι οι ίδιοι εισαγωγείς του προϊόντος που υποτίθεται ότι αποτελεί αντικείμενο επιδότησης ή κάποιου ομοειδούς προϊόντος από άλλες χώρες, οπότε ο όρος «εγχώριος κλάδος παραγωγής» είναι δυνατό να νοείται ως περιλαμβάνων μόνο τους υπόλοιπους παραγωγούς.

16.2. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το έδαφος ενός μέλους είναι δυνατό εις ό,τι αφορά την υπό εξέταση παραγωγή να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερες ανταγωνιστικές αγορές, και οι παραγωγοί κάθε επιμέρους αγοράς είναι δυνατό να θεωρηθούν ως χωριστός κλάδος παραγωγής εφόσον: α) οι παραγωγοί κάθε επιμέρους αγοράς πωλούν το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των ποσοτήτων του υπό εξέταση προϊόντος που παράγουν στη συγκεκριμένη αγορά, και β) η ζήτηση στη συγκεκριμένη αγορά δεν καλύπτεται σε αξιόλογο ποσοστό από παραγωγούς του υπό εξέταση προϊόντος οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε διαφορετικό τμήμα του οικείου εδάφους. Όταν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, είναι δυνατό να γίνει δεκτό ότι προκαλείται ζημία ακόμη και αν μεγάλο μέρος του συνολικού εγχώριου κλάδου παραγωγής δεν υφίσταται ζημία, υπό την προϋπόθεση ότι παρατηρείται συγκέντρωση των επιδοτούμενων εισαγωγών σε μια τέτοια μεμονωμένη αγορά και επιπροσθέτως ότι οι επιδοτούμενες εισαγωγές προξενούν ζημία στους παραγωγούς του συνόλου ή σχεδόν του συνόλου της παραγωγής στη συγκεκριμένη αγορά.

16.3. Όταν ο εγχώριος κλάδος παραγωγής έχει ερμηνευθεί ως οι παραγωγοί συγκεκριμένης περιοχής, δηλαδή ως οι παραγωγοί μιας επιμέρους αγοράς κατά την έννοια της παραγράφου 2, οι επιβαλλόμενοι αντισταθμιστικοί δασμοί αφορούν μόνο τις ποσότητες των υπό εξέταση προϊόντων οι οποίες προορίζονται για τελική κατανάλωση στην εν λόγω περιοχή. Όταν το συνταγματικό δίκαιο του εισάγοντος μέλους δεν επιτρέπει μια τέτοιου είδους επιβολή αντισταθμιστικών δασμών, το εισάγον μέλος δύναται να επιβάλλει αντισταθμιστικούς δασμούς χωρίς περιορισμό μόνο εφόσον: α) έχει παρασχεθεί η δυνατότητα στους οικείους εξαγωγείς να διακόψουν τις εξαγωγές προς τη συγκεκριμένη περιοχή σε τιμές που απορρέουν από την παροχή επιδοτήσεων ή έστω να παράσχουν σχετικές διαβεβαιώσεις, όπως προβλέπει το άρθρο 18, και δεν παρεσχέθησαν αμελλητί ικανοποιητικές διαβεβαιώσεις σχετικά 7 και β) τέτοιου είδους δασμοί δεν επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνο στα προϊόντα συγκεκριμένων παραγωγών, οι οποίοι διοχετεύουν την παραγωγή τους στη συγκεκριμένη περιοχή.

16.4. Όταν δύο ή περισσότερες χώρες έχουν, βάσει των διατάξεων του άρθρου XXIV παράγραφος 8 στοιχείο α) της GATT του 1994, επιτύχει τέτοιο βαθμό οικονομικής ολοκλήρωσης, ώστε να φέρουν τα χαρακτηριστικά μίας, ενοποιημένης, αγοράς, στην περίπτωση αυτή ως εγχώριος κλάδος παραγωγής κατά την έννοια των παραγράφων 1 και 2 νοείται ο κλάδος παραγωγής στο σύνολο της περιοχής την οποία καλύπτει η οικονομική ολοκλήρωση.

16.5. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 15 παράγραφος 6.

Άρθρο 17

Προσωρινά μέτρα

17.1. Η εφαρμογή προσωρινών μέτρων επιτρέπεται μόνο εφόσον:

α) έχει αρχίσει έρευνα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11, έχει εκδοθεί σχετική δημόσια ανακοίνωση και έχουν παρασχεθεί στα ενδιαφερόμενα μέλη και στους λοιπούς ενδιαφερομένους οι κατάλληλες δυνατότητες για να υποβάλουν τυχόν στοιχεία και να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους

β) έχει διατυπωθεί προκαταρκτικό συμπέρασμα το οποίο επιβεβαιώνει την ύπαρξη της επιδότησης και το γεγονός ότι οι επιδοτούμενες εισαγωγές προξενούν ζημία στον εγχώριο κλάδο παραγωγής 7 και

γ) οι αρμόδιες αρχές κρίνουν ότι τα εν λόγω μέτρα είναι αναγκαία προκειμένου να αποτραπεί η πρόκληση ζημίας κατά τη διάρκεια της έρευνας.

17.2. Τα προσωρινά μέτρα είναι δυνατό να έχουν τη μορφή προσωρινού αντισταθμιστικού δασμού για τον οποίο παρέχεται εγγύηση υπό μορφή κατάθεσης σε μετρητά ή χορήγησης έγγραφης εγγυητικής δήλωσης 7 το ύψος της εγγύησης πρέπει να είναι ίσο με το ύψος της επιδότησης, όπως αυτό έχει υπολογισθεί προσωρινά.

17.3. Δεν επιτρέπεται η επιβολή προσωρινών μέτρων πριν από την πάροδο 60 ημερών από την ημερομηνία έναρξης της έρευνας.

17.4. Η ισχύς τυχόν προσωρινών μέτρων πρέπει να έχει τη συντομότερη δυνατή χρονική διάρκεια, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες.

17.5. Για την εφαρμογή προσωρινών μέτρων τηρούνται οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 19.

Άρθρο 18

Αναλήψεις υποχρεώσεων

18.1. Η διαδικασία είναι δυνατό (48) να αναστέλλεται ή να περατούται χωρίς να επιβάλλονται προσωρινά μέτρα ή αντισταθμιστικοί δασμοί, σε περίπτωση που προτείνονται οικειοθελώς ικανοποιητικές αναλήψεις υποχρεώσεων, βάσει των οποίων:

α) η κυβέρνηση του εξάγοντος μέλους συμφωνεί να καταργήσει ή να μειώσει την επιδότηση ή να λάβει άλλου είδους μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών της 7 ή

β) ο εξαγωγέας συμφωνεί να αναπροσαρμόσει τις τιμές που εφαρμόζει, και οι αρχές που διεξάγουν την έρευνα πείθονται ότι με τον τρόπο αυτό πρόκειται να εξαλειφθούν οι ζημιογόνες συνέπειες της επιδότησης. Οι αυξήσεις τιμών που προβλέπονται από τέτοιου είδους αναλήψεις υποχρεώσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερες από αυτές που χρειάζονται για την αντιστάθμιση του ύψους της επιδότησης. Οι αυξήσεις τιμών είναι προτιμότερο να υπολείπονται του ύψους της επιδότησης, εφόσον αυξήσεις αυτής της κλίμακας θα ήταν αρκετές για την άρση της ζημίας που προξενείται στον εγχώριο κλάδο παραγωγής.

18.2. Δεν επιτρέπεται να ζητηθεί ή να γίνει δεκτή η ανάληψη υποχρεώσεων, παρά μόνο εφόσον οι αρχές του εισάγοντος μέλους έχουν καταλήξει, στο πλαίσιο των προκαταρκτικών συμπερασμάτων τους, στη διαπίστωση ότι όντως παρέχεται επιδότηση και ότι η επιδότηση αυτή έχει ζημιογόνες συνέπειες, και επιπλέον, στην περίπτωση αναλήψεων υποχρεώσεων εκ μέρους εξαγωγέων, εφόσον εξασφαλίζεται η συγκατάθεση του εξάγοντος μέλους.

18.3. Οι προτεινόμενες αναλήψεις υποχρεώσεων είναι δυνατό να μη γίνονται δεκτές, αν οι αρχές του εισάγοντος μέλους εκτιμούν ότι η αποδοχή τους θα δημιουργούσε πρακτικές δυσκολίες, παραδείγματος χάρη αν ο αριθμός των πραγματικών ή δυνητικών εξαγωγέων είναι υπερβολικά μεγάλος ή για άλλους λόγους, συμπεριλαμβανομένων λόγων που ανάγονται στην ακολουθούμενη συνολική πολιτική. Όταν παρίσταται ανάγκη και εφόσον είναι πρακτικώς δυνατόν, οι αρχές γνωστοποιούν στον εξαγωγέα τους λόγους για τους οποίους έκριναν ως μη ενδεδειγμένη την αποδοχή κάποιας ανάληψης υποχρέωσης και παρέχουν στο μέτρο του δυνατού στον εξαγωγέα τη δυνατότητα να υποβάλει τυχόν παρατηρήσεις του σχετικά.

18.4. Όταν γίνεται δεκτή μια ανάληψη υποχρέωσης, η έρευνα η σχετική με την παροχή της επιδότησης και τη ζημία ολοκληρώνεται παρά την αποδοχή, εφόσον το επιθυμεί το εξάγον μέλος ή εφόσον ληφθεί σχετική απόφαση από το εισάγον μέλος. Στην περίπτωση αυτή, αν διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχει επιδότηση ή ζημία, η ανάληψη υποχρέωσης παύει να ισχύει αυτοδικαίως, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η διαπίστωση της μη ύπαρξης επιδότησης ή ζημίας είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της ύπαρξης της ανάληψης υποχρέωσης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαιτούν τη διατήρηση σε ισχύ της ανάληψης υποχρέωσης για εύλογο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι όντως υπάρχει επιδότηση και ζημία, η αναληφθείσα υποχρέωση παραμένει σε ισχύ με βάση το περιεχόμενό της και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας.

18.5. Οι αρχές του εισάγοντος μέλους δύνανται να εισηγούνται την ανάληψη υποχρεώσεων ως προς τις τιμές, αλλά κανείς εξαγωγέας δεν είναι δυνατό να υποχρεωθεί να αναλάβει μια υποχρέωση αυτής της μορφής. Το γεγονός ότι οι αρχές ενός μέλους ή ένας εξαγωγέας δεν προσφέρονται να αναλάβουν τέτοιου είδους υποχρεώσεις ή δεν ανταποκρίνονται σε σχετική πρόσκληση που τους έχει απευθυνθεί δεν προδικάζει με κανέναν τρόπο την αξιολόγηση των δεδομένων της υπόθεσης. Παρ' όλα αυτά, οι αρχές έχουν την ευχέρεια να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η επέλευση του κινδύνου πρόκλησης ζημίας είναι πιθανότερη σε περίπτωση συνέχισης των επιδοτούμενων εισαγωγών.

18.6. Όταν έχει προταθεί και γίνει δεκτή ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους μιας κυβέρνησης ή ενός εξαγωγέα, οι αρχές του εισάγοντος μέλους δύνανται να απαιτούν από την εν λόγω κυβέρνηση ή τον εξαγωγέα να υποβάλλει ανά τακτά χρονικά διαστήματα στοιχεία σχετικά με την εκπλήρωση της αναληφθείσας υποχρέωσης και να επιτρέπει την επαλήθευση των συναφών στοιχείων. Σε περίπτωση παράβασης της αναληφθείσας υποχρέωσης, οι αρχές του εισάγοντος μέλους δύνανται να λαμβάνουν μέτρα με ταχείες διαδικασίες, στο πλαίσιο της παρούσας συμφωνίας και σύμφωνα με τις διατάξεις της 7 τα μέτρα αυτά είναι δυνατό να συνίστανται στην άμεση εφαρμογή προσωρινών μέτρων, βάσει της καλύτερης διαθέσιμης τεκμηρίωσης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, επιτρέπεται η επιβολή συμφώνως προς την παρούσα συμφωνία οριστικών δασμών επί προϊόντων τα οποία έχουν τεθεί σε κατανάλωση όχι περισσότερες από 90 ημέρες πριν από την εφαρμογή των αντίστοιχων προσωρινών μέτρων, με εξαίρεση τα εισαχθέντα προϊόντα που ετέθησαν σε κατανάλωση πριν από την παράβαση της αναληφθείσας υποχρέωσης, ως προς τα οποία δεν ισχύει η αναδρομική αυτή μεταχείριση.

Άρθρο 19

Επιβολή και είσπραξη των αντισταθμιστικών δασμών

19.1. Σε περίπτωση που, μετά την ανάληψη εύλογων προσπαθειών για την ολοκλήρωση των διαβουλεύσεων, ένα μέλος καταλήγει σε οριστικό συμπέρασμα σχετικά με την ύπαρξη της επιδότησης και το ύψος της και διαπιστώνει ότι η παροχή της επιδότησης έχει ως αποτέλεσμα να προξενείται ζημία από τις επιδοτούμενες εισαγωγές, το εν λόγω μέλος δύναται να επιβάλλει αντισταθμιστικό δασμό σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, εκτός αν υπάρξει κατάργηση της επιδότησης ή των επιδοτήσεων.

19.2. Η απόφαση περί της επιβολής ή μη αντισταθμιστικού δασμού σε περιπτώσεις κατά τις οποίες συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για την επιβολή, καθώς και η απόφαση περί του κατά πόσον το ύψος του επιβλητέου αντισταθμιστικού δασμού πρέπει να ισούται με ολόκληρο το ύψος της επιδότησης ή με μέρος αυτού είναι αποφάσεις τις οποίες λαμβάνουν οι αρχές του εισάγοντος μέλους. Καλό είναι η επιβολή να έχει προαιρετικό χαρακτήρα στο έδαφος όλων των μελών και ο δασμός να είναι μικρότερος του συνολικού ύψους της επιδότησης, αν ο μικρότερος αυτός δασμός κρίνεται επαρκής για την άρση της ζημίας που προξενείται στον εγχώριο κλάδο παραγωγής. Επίσης είναι σκόπιμο να καθιερωθούν διαδικασίες που να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις απόψεις που έχουν εκφράσει διάφοροι ημεδαποί ενδιαφερόμενοι (49), των οποίων τα συμφέροντα ενδέχεται να θιγούν σε περίπτωση επιβολής αντισταθμιστικού δασμού.

19.3. Όταν επιβάλλεται αντισταθμιστικός δασμός σε σχέση με δεδομένο προϊόν, ο αντισταθμιστικός αυτός δασμός εισπράττεται κάθε φορά μέχρι του προβλεπόμενου ποσού για όλες χωρίς διάκριση τις εισαγωγές του συγκεκριμένου προϊόντος, όποια και αν είναι η προέλευσή τους, εφόσον διαπιστώνεται ότι οι εισαγωγές αυτές αποτελούν αντικείμενο επιδότησης και προκαλούν ζημία, με εξαίρεση τις εισαγωγές που προέρχονται από πηγές οι οποίες έχουν προβεί στην κατάργηση των επίμαχων επιδοτήσεων ή για τις οποίες έχουν γίνει δεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων συμφώνως προς τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας. Κάθε εξαγωγέας, οι εξαγωγές του οποίου υπόκεινται μεν σε οριστικό αντισταθμιστικό δασμό αλλά δεν συμπεριελήφθησαν στην πραγματικότητα στο αντικείμενο της διεξαχθείσας έρευνας για κάποιον λόγο, πλην της άρνησης συνεργασίας, δικαιούται να ζητήσει να επανεξετασθούν με ταχείες διαδικασίες τα δεδομένα που τον αφορούν, προκειμένου οι αρμόδιες για τη διεξαγωγή της έρευνας αρχές να καθορίσουν το συντομότερο δυνατό αντισταθμιστικό δασμό διαφορετικού ύψους για τον εν λόγω εξαγωγέα.

19.4. Το ύψος του αντισταθμιστικού δασμού που επιβάλλεται (50) για τα εισαγόμενα προϊόντα δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το διαπιστωθέν ύψος της επιδότησης, όπως αυτό έχει υπολογισθεί με βάση το ποσό της επιδότησης ανά μονάδα επιδοτούμενου και εξαγόμενου προϊόντος.

Άρθρο 20

Αναδρομική ισχύς

20.1. Προσωρινά μέτρα και αντισταθμιστικοί δασμοί εφαρμόζονται μόνο ως προς προϊόντα που τίθενται σε κατανάλωση μετά το χρόνο θέσης σε ισχύ της απόφασης που λαμβάνεται βάσει του άρθρου 17 παράγραφος 1 και του άρθρου 19 παράγραφος 1, αντιστοίχως, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

20.2. Όταν διατυπώνεται τελικό συμπέρασμα, το οποίο επιβεβαιώνει την πρόκληση ζημίας (αλλά όχι την ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης ζημίας ούτε τη σημαντική επιβράδυνση της δημιουργίας κλάδου παραγωγής) ή, σε περίπτωση που συμπεραίνεται οριστικά ότι υπάρχει κίνδυνος πρόκλησης ζημίας, όταν διαπιστώνεται ότι αν δεν εφαρμόζονταν προσωρινά μέτρα οι συνέπειες των επιδοτούμενων εισαγωγών θα είχαν οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει πρόκληση ζημίας, τότε οι αντισταθμιστικοί δασμοί είναι δυνατό να έχουν αναδρομική ισχύ, ώστε να καλύπτεται και η περίοδος εφαρμογής τυχόν προσωρινών μέτρων.

20.3. Αν ο οριστικός αντισταθμιστικός δασμός είναι υψηλότερος από το ποσό για το οποίο έχει παρασχεθεί εγγύηση υπό μορφή κατάθεσης σε μετρητά ή έγγραφης εγγυητικής δήλωσης, δεν επιτρέπεται η είσπραξη της προκύπτουσας διαφοράς. Αν ο οριστικός δασμός είναι μικρότερος από το ποσό για το οποίο έχει παρασχεθεί εγγύηση υπό μορφή κατάθεσης σε μετρητά η έγγραφης εγγυητικής δήλωσης, το υπερβάλλον ποσό επιστρέφεται ή η έγγραφη εγγυητική δήλωση αποδίδεται το ταχύτερο δυνατό.

20.4. Με την επιφύλαξη όσων προβλέπονται στην παράγραφο 2, όταν διαπιστώνεται η ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης ζημίας ή σημαντική επιβράδυνση της δημιουργίας κλάδου παραγωγής (αλλά ακόμη δεν έχει προκληθεί ζημία), η επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού επιτρέπεται μόνο αφού διαπιστωθεί η ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης ζημίας ή σημαντική επιβράδυνση 7 στην περίπτωση αυτή, τυχόν μετρητά που έχουν κατατεθεί ως εγγύηση κατά τη διάρκεια εφαρμογής των προσωρινών μέτρων είναι επιστρεπτέα, ενώ αν έχει χορηγηθεί έγγραφη εγγυητική δήλωση, αυτή πρέπει να αποδοθεί το ταχύτερο δυνατόν.

20.5. Όταν το τελικό συμπέρασμα είναι αποφατικό, τυχόν μετρητά που έχουν κατατεθεί ως εγγύηση κατά τη διάρκεια εφαρμογής των προσωρινών μέτρων είναι επιστρεπτέα, ενώ αν έχει χορηγηθεί έγγραφη εγγυητική δήλωση, αυτή πρέπει να αποδοθεί το ταχύτερο δυνατόν.

20.6. Σε κρίσιμες περιπτώσεις, όταν προκειμένου περί του οικείου επιδοτούμενου προϊόντος οι αρχές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι έχουν πραγματοποιηθεί σε σχετικά βραχύ χρονικό διάστημα μαζικές εισαγωγές ενός προϊόντος, υπέρ του οποίου καταβάλλονται ή χορηγούνται επιδοτήσεις κατά παράβαση των διατάξεων της GATT του 1994 και της παρούσας συμφωνίας, με αποτέλεσμα να προκαλείται ζημία που θα ήταν δύσκολο να αποκατασταθεί, και παράλληλα κρίνεται σκόπιμη η επιβολή στις εν λόγω εισαγωγές αντισταθμιστικών δασμών με αναδρομική ισχύ, προκειμένου να αποκλειστεί η περίπτωση εκ νέου πρόκλησης της ζημίας, στην περίπτωση αυτή οι επιβαλλόμενοι οριστικοί αντισταθμιστικοί δασμοί είναι δυνατό να αφορούν τις εισαγωγές προϊόντων που ετέθησαν σε κατανάλωση όχι περισσότερες από 90 ημέρες πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των προσωρινών μέτρων.

Άρθρο 21

Διάρκεια ισχύος και επανεξέταση των αντισταθμιστικών δασμών και των αναλήψεων υποχρεώσεων

21.1. Οι αντισταθμιστικοί δασμοί παραμένουν σε ισχύ μόνο για όσο χρόνο και στην έκταση που χρειάζεται για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών της παροχής επιδοτήσεων.

21.2. Όποτε το κρίνουν σκόπιμο, οι αρχές επανεξετάζουν κατά πόσον επιβάλλεται η συνέχιση της επιβολής του δασμού, είτε με δική τους πρωτοβουλία είτε εφόσον υποβληθεί σχετική αίτηση από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο, υπό την προϋπόθεση ότι από την επιβολή του οριστικού αντισταθμιστικού δασμού έχει παρέλθει ικανό χρονικό διάστημα και ότι η αίτηση συνοδεύεται από θετικά αποδεικτικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτει ότι είναι απαραίτητη η επανεξέταση. Οι ενδιαφερόμενοι έχουν το δικαίωμα να ζητούν από τις αρχές να εξετάσουν κατά πόσον η συνέχιση της επιβολής του δασμού είναι αναγκαία για την εξουδετέρωση των συνεπειών των επιδοτήσεων και κατά πόσον είναι πιθανή η συνέχιση ή επανάληψη της πρόκλησης ζημίας σε περίπτωση ανάκλησης ή/και διαφοροποίησης του δασμού. Αν, βάσει της επανεξέτασης που έχει πραγματοποιηθεί δυνάμει της παρούσας παραγράφου, οι αρχές καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι ο αντισταθμιστικός δασμός δεν είναι πλέον απαραίτητος, ο δασμός καταργείται αμέσως.

21.3. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2, κάθε οριστικός αντισταθμιστικός δασμός καταργείται το αργότερο πέντε έτη από την επιβολή του (ή από την ημερομηνία της πλέον πρόσφατης επανεξέτασης βάσει της παραγράφου 2, εφόσον αντικείμενο της επανεξέταση ήταν τόσο η παροχή επιδοτήσεων όσο και η ζημία, ή βάσει της παρούσας παραγράφου), εκτός αν οι αρχές καταλήξουν στο συμπέρασμα, στο πλαίσιο επανεξέτασης που άρχισαν πριν από την ανωτέρω ημερομηνία με δική τους πρωτοβουλία ή μετά τη διατύπωση σχετικού και δεόντως τεκμηριωμένου αιτήματος εκ μέρους ή για λογαριασμό του εγχώριου κλάδου παραγωγής σε προγενέστερο χρόνο που δεν απέχει υπερβολικά από την ανωτέρω ημερομηνία, ότι η λήξη ισχύος του δασμού θα είχε ως πιθανή συνέπεια τη συνέχιση ή την επανάληψη της παροχής επιδοτήσεων και της εξ αυτής προκαλούμενης ζημίας (51). Ο δασμός είναι δυνατό να διατηρείται σε ισχύ μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας επανεξέτασης.

21.4. Οι διατάξεις του άρθρου 12 σχετικά με τα αποδεικτικά στοιχεία και τη διαδικασία εφαρμόζονται για κάθε επανεξέταση η οποία διενεργείται βάσει του παρόντος άρθρου. Κάθε τέτοια επανεξέταση διενεργείται με ταχείες διαδικασίες και πρέπει κανονικά να ολοκληρώνεται εντός 12 μηνών από την ημερομηνία έναρξης της επανεξέτασης.

21.5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται κατ' αναλογίαν και για τις αναλήψεις υποχρεώσεων που γίνονται δεκτές βάσει του άρθρου 18.

Άρθρο 22

Δημόσια ανακοίνωση και ανάπτυξη του σκεπτικού στο οποίο στηρίζεται

22.1. Όταν οι αρχές έχουν σχηματίσει την πεποίθηση ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δικαιολογούν την έναρξη έρευνας βάσει του άρθρου 11, ενημερώνουν σχετικά το μέλος ή τα μέλη στα οποία παράγονται τα προϊόντα που πρόκειται να αποτελέσουν αντικείμενο της έρευνας, καθώς και τους λοιπούς ενδιαφερόμενους, για τους οποίους οι αρμόδιες για τη διεξαγωγή της έρευνας αρχές γνωρίζουν ότι εξαρτούν συμφέροντα από την υπόθεση, και εκδίδουν σχετική δημόσια ανακοίνωση.

22.2. Η δημόσια ανακοίνωση η σχετική με την έναρξη της έρευνας περιλαμβάνει, ή τουλάχιστον παραπέμπει σε ξεχωριστή έκθεση με ανάλογο περιεχόμενο (52), επαρκή στοιχεία σχετικά με τα ακόλουθα θέματα:

i) το όνομα της χώρας ή των χωρών εξαγωγής και το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας,

ii) την ημερομηνία έναρξης της έρευνας,

iii) περιγραφή της πρακτικής ή των πρακτικών επιδοτήσεων που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας,

iv) συνοπτική παρουσίαση των δεδομένων επί των οποίων στηρίζεται ο ισχυρισμός ότι προκαλείται ζημία,

v) τη διεύθυνση στην οποία τα ενδιαφερόμενα μέλη και οι λοιποί ενδιαφερόμενοι πρέπει να αποστέλλουν τυχόν στοιχεία ή παρατηρήσεις τους, και

vi) τις προθεσμίες που τάσσονται στα ενδιαφερόμενα μέλη και στους λοιπούς ενδιαφερομένους για τη γνωστοποίηση των απόψεών τους.

22.3. Δημόσια ανακοίνωση εκδίδεται για κάθε προκαταρκτικό ή τελικό συμπέρασμα, είτε καταφατικό είτε αποφατικό, για κάθε απόφαση με την οποία γίνεται δεκτή ανάληψη υποχρέωσης κατ' εφαρμογήν του άρθρου 18, για τη λήξη ισχύος κάποιας ανάληψης υποχρέωσης και για την κατάργηση οποιουδήποτε οριστικού αντισταθμιστικού δασμού. Κάθε ανακοίνωση αυτού του είδους αναφέρει, ή τουλάχιστον παραπέμπει σε ξεχωριστή έκθεση με ανάλογο περιεχόμενο, με τη δέουσα λεπτομέρεια τα πορίσματα και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν οι αρχές που διενεργούν την έρευνα σχετικά με όλες τις αποφασιστικής σημασίας πραγματικές ή νομικές παραμέτρους της υπόθεσης. Κάθε τέτοια ανακοίνωση ή έκθεση διαβιβάζεται στο μέλος ή στα μέλη που παράγουν το προϊόν το οποίο αφορά το εκάστοτε συμπέρασμα ή η εκάστοτε ανάληψη υποχρέωσης, καθώς και στους λοιπούς ενδιαφερόμενους για τους οποίους είναι γνωστό ότι εξαρτούν συμφέροντα από την υπόθεση.

22.4. Για την επιβολή προσωρινών μέτρων εκδίδεται δημόσια ανακοίνωση στην οποία εξηγούνται, ή η οποία τουλάχιστον παραπέμπει σε ξεχωριστή έκθεση με ανάλογο περιεχόμενο, με τη δέουσα λεπτομέρεια τα προκαταρκτικά συμπεράσματα τα σχετικά με την ύπαρξη της επιδότησης και τη ζημία, και παρατίθενται τα νομικά και πραγματικά δεδομένα, με βάση τα οποία αποφασίστηκε η αποδοχή ή η απόρριψη των προβαλλόμενων επιχειρημάτων. Κάθε τέτοια ανακοίνωση ή έκθεση περιέχει, χωρίς να παραγνωρίζεται η υποχρέωση προστασίας της εμπιστευτικότητας ορισμένων πληροφοριών, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

i) τα ονόματα των προμηθευτών, ή, όταν αυτό είναι πρακτικώς αδύνατο, των εμπλεκόμενων προμηθευτριών χωρών,

ii) περιγραφή του προϊόντος αρκετά πλήρη, ώστε να επιτρέπει την αξιολόγηση των τελωνειακών παραμέτρων,

iii) το διαπιστωθέν ύψος της επιδότησης και ανάλυση των δεδομένων που ελήφθησαν υπόψη για τη διαπίστωση της ύπαρξης της επιδότησης,

iv) το σκεπτικό με βάση το οποίο διαπιστώθηκε η πρόκληση μη ζημίας κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 15,

v) τους βασικούς λόγους στους οποίους στηρίζεται το συμπέρασμα.

22.5. Η δημόσια ανακοίνωση με την οποία περατούται ή αναστέλλεται η έρευνα σε περίπτωση διατύπωσης καταφατικού συμπεράσματος, με βάση το οποίο επιβάλλεται οριστικός δασμός ή γίνεται δεκτή ανάληψη υποχρέωσης, διαλαμβάνει, ή τουλάχιστον παραπέμπει σε ξεχωριστή έκθεση με ανάλογο περιεχόμενο, όλα τα συναφή στοιχεία τα σχετικά με τα πραγματικά και νομικά δεδομένα της υπόθεσης, καθώς και τους λόγους που οδήγησαν στην επιβολή των οριστικών μέτρων ή στην αποδοχή ανάληψης υποχρέωσης, χωρίς να παραγνωρίζεται η υποχρέωση προστασίας της εμπιστευτικότητας ορισμένων πληροφοριών. Ειδικότερα, η ανακοίνωση ή η έκθεση περιέχει τα στοιχεία που περιγράφονται στην παράγραφο 4, καθώς και τους λόγους για τους οποίους έγιναν δεκτά ή απορρίφθηκαν τα σχετικά επιχειρήματα ή οι ισχυρισμοί των ενδιαφερομένων μελών, των εξαγωγέων και των εισαγωγέων.

22.6. Η δημόσια ανακοίνωση με την οποία περατούται ή αναστέλλεται η έρευνα μετά την αποδοχή ανάληψης υποχρέωσης κατ' εφαρμογήν του άρθρου 18 διαλαμβάνει, ή τουλάχιστον παραπέμπει σε ξεχωριστή έκθεση με ανάλογο περιεχόμενο, το μη εμπιστευτικού χαρακτήρα σκέλος της εν λόγω ανάληψης υποχρέωσης.

22.7. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται κατ' αναλογίαν και για την έναρξη και περάτωση των επανεξετάσεων που διενεργούνται βάσει του άρθρου 21, καθώς και για τις αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 20 και αφορούν την επιβολή δασμών με αναδρομική ισχύ.

Άρθρο 23

Δικαστικός έλεγχος

Κάθε μέλος, η εσωτερική νομοθεσία του οποίου προβλέπει τη δυνατότητα θέσπισης μέτρων υπό μορφή επιβολής αντισταθμιστικών δασμών, φροντίζει για την ύπαρξη και λειτουργία δικαιοδοτικών οργάνων, της τακτικής δικαιοσύνης ή διαιτητικά ή διοικητικά, καθώς και για τη θέσπιση των σχετικών διαδικασιών, ώστε να είναι, μεταξύ άλλων, δυνατός ο άμεσος έλεγχος των πράξεων της διοίκησης που αναφέρονται στα τελικά συμπεράσματα και τις επανεξετάσεις των συμπερασμάτων κατά την έννοια του άρθρου 21. Τα εν λόγω δικαιοδοτικά όργανα και οι διαδικασίες πρέπει να χαρακτηρίζονται από ανεξαρτησία έναντι των αρχών που φέρουν την ευθύνη για το εκάστοτε συμπέρασμα ή την εκάστοτε επανεξέταση, καθώς επίσης να παρέχουν στο σύνολο των ενδιαφερομένων, οι οποίοι έλαβαν μέρος στη διοικητική διαδικασία και θίγονται άμεσα ή έμμεσα από τις πράξεις της διοίκησης, το δικαίωμα να κινήσουν τη διαδικασία δικαστικού ελέγχου.

ΜΕΡΟΣ VI ΟΡΓΑΝΑ

Άρθρο 24

Επιτροπή για τις Επιδοτήσεις και τα Αντισταθμιστικά Μέτρα και επικουρικά όργανα

24.1. Συστήνεται Επιτροπή για τις Επιδοτήσεις και τα Αντισταθμιστικά Μέτρα, η οποία απαρτίζεται από εκπροσώπους όλων των μελών. Η επιτροπή εκλέγει τον πρόεδρό της και συνεδριάζει τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο, καθώς και στις λοιπές περιπτώσεις που προβλέπονται από συναφείς διατάξεις της παρούσας συμφωνίας, μετά από αίτηση οποιουδήποτε μέλους. Η επιτροπή φροντίζει για την εκτέλεση των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί βάσει της παρούσας συμφωνίας ή από τα μέλη και παρέχει στα μέλη τη δυνατότητα να διενεργούν διαβουλεύσεις σχετικά με όλα τα θέματα που άπτονται της λειτουργίας της συμφωνίας και της προαγωγής των στόχων της. Η γραμματεία του ΠΟΕ εκτελεί χρέη γραμματείας της επιτροπής.

24.2. Όταν κρίνεται σκόπιμο, η επιτροπή δύναται να συστήνει όργανα που την επικουρούν στο έργο της.

24.3. Η επιτροπή προβαίνει στη σύσταση Διαρκούς Ομάδας Εμπειρογνωμόνων («ΔΟΕ»), η οποία απαρτίζεται από πέντε ανεξάρτητα πρόσωπα με υψηλού επιπέδου κατάρτιση στους τομείς των επιδοτήσεων και των εμπορικών σχέσεων. Οι εμπειρογνώμονες εκλέγονται από την επιτροπή, και κάθε χρόνο αντικαθίσταται ένας από αυτούς. Η ΔΟΕ είναι δυνατό να κληθεί να επικουρήσει κάποια ειδική ομάδα (πάνελ), κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 4 παράγραφος 5. Η επιτροπή δύναται επίσης να συμβουλεύεται τη γνώμη της όσον αφορά την ύπαρξη και το χαρακτήρα δεδομένης επιδότησης.

24.4. Κάθε μέλος δύναται να θέτει ερωτήματα στη ΔΟΕ και να συμβουλεύεται τη γνώμη της αναφορικά με το χαρακτήρα δεδομένης επιδότησης, την οποία το εν λόγω μέλος προτίθεται να θεσπίσει ή παρέχει ήδη. Αυτού του είδους οι γνωμοδοτήσεις συμβουλευτικού χαρακτήρα θεωρούνται εμπιστευτικές, και τα μέρη δεν έχουν το δικαίωμα να τις επικαλούνται στο πλαίσιο των διαδικασιών που προβλέπει το άρθρο 7.

24.5. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, η επιτροπή και τα τυχόν όργανα που την επικουρούν δύνανται να έρχονται σε συνεννόηση με οποιονδήποτε κρίνουν σκόπιμο και να ζητούν αντίστοιχα πληροφορίες από οποιαδήποτε πηγή. Παρ' όλα αυτά, πριν η επιτροπή ή κάποιο από τα όργανα που την επικουρούν διατυπώσει αίτημα για την παροχή πληροφοριών από κάποιον φορέα που υπάγεται στη δικαιοδοσία ενός μέλους, οφείλει να ενημερώνει το οικείο μέλος.

ΜΕΡΟΣ VII ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ

Άρθρο 25

Γνωστοποιήσεις

25.1. Τα μέλη συμφωνούν ότι, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου XVI παράγραφος 1 της GATT του 1994, οι γνωστοποιήσεις επιδοτήσεων πρέπει να υποβάλλονται από αυτά το αργότερο μέχρι τις 30 Ιουνίου κάθε έτους και να είναι σύμφωνες με τις διατάξεις των παραγράφων 2 έως 6.

25.2. Τα μέλη γνωστοποιούν κάθε περίπτωση επιδότησης κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1, η οποία έχει ατομικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 2 και η οποία χορηγείται ή διατηρείται στην επικράτειά τους.

25.3. Το περιεχόμενο των γνωστοποιήσεων πρέπει να είναι αρκούντως αναλυτικό, ώστε να επιτρέπει στα υπόλοιπα μέλη να αξιολογούν τις συνέπειες που προκύπτουν για το εμπόριο και να αντιλαμβάνονται τον τρόπο εφαρμογής των γνωστοποιούμενων προγραμμάτων επιδοτήσεων. Για το σκοπό αυτό και χωρίς να θίγεται το περιεχόμενο και η μορφή του ερωτηματολογίου για τις επιδοτήσεις (53), τα μέλη λαμβάνουν πρόνοια ώστε οι γνωστοποιήσεις που υποβάλλουν να περιλαμβάνουν τα ακόλουθα στοιχεία:

i) το είδος της επιδότησης (δηλαδή μη επιστρεπτέα ενίσχυση, δάνειο, φορολογική απαλλαγή κ.λπ.),

ii) το ύψος της επιδότησης ανά μονάδα ή, όταν αυτό δεν είναι δυνατό, το συνολικό ποσό της επιδότησης ή το ποσό που έχει προϋπολογισθεί για την επιδότηση σε ετήσια βάση (με στοιχεία, εφόσον είναι δυνατό, σχετικά με τη μέση επιδότηση ανά μονάδα κατά το προηγούμενο έτος),

iii) το γενικό στόχο που επιδιώκεται με την επιδότηση ή/και τον σκοπό της,

iv) τη διάρκεια παροχής της επιδότησης ή/και τους λοιπούς χρονικούς περιορισμούς που ενδεχομένως ισχύουν σε σχέση με αυτήν,

v) στατιστικά δεδομένα τα οποία επιτρέπουν την αξιολόγηση των συνεπειών της επιδότησης για το εμπόριο.

25.4. Σε περίπτωση που μια γνωστοποίηση δεν περιέχει στοιχεία σχετικά με ένα ή περισσότερα από τα επιμέρους θέματα για τα οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 3, σχετικές εξηγήσεις παρέχονται στην ίδια τη γνωστοποίηση.

25.5. Σε περίπτωση παροχής επιδοτήσεων για συγκεκριμένα προϊόντα ή προς συγκεκριμένους κλάδους, τα σχετικά στοιχεία στις γνωστοποιήσεις πρέπει να παρατίθενται ανά προϊόν ή ανά κλάδο.

25.6. Τα μέλη που θεωρούν ότι στην επικράτειά τους δεν ισχύει κανένα μέτρο για το οποίο να υφίσταται υποχρέωση γνωστοποίησης βάσει του άρθρου XVI παράγραφος 1 της GATT του 1994 και της παρούσας συμφωνίας ενημερώνουν γραπτώς τη γραμματεία σχετικά.

25.7. Τα μέλη αναγνωρίζουν ότι η γνωστοποίηση ενός μέτρου δεν προδικάζει ούτε τη νομική του ισχύ βάσει της GATT του 1994 και της παρούσας συμφωνίας, ούτε τις συνέπειές του βάσει της παρούσας συμφωνίας, ούτε το χαρακτήρα του μέτρου καθαυτόν.

25.8. Κάθε μέλος δύναται ανά πάσα στιγμή να ζητήσει γραπτώς να του διαβιβασθούν στοιχεία σχετικά με το χαρακτήρα και την έκταση οιασδήποτε επιδότησης, τη χορήγηση της οποίας αποφασίζει ή συνεχίζει ένα άλλο μέλος (συμπεριλαμβανομένων των επιδοτήσεων για τις οποίες γίνεται λόγος στο μέρος IV), ή να του παρασχεθούν εξηγήσεις σχετικά με τους λόγους για τους οποίους εκρίθη ότι δεδομένο μέτρο δεν καλύπτεται από την υποχρέωση γνωστοποίησης.

25.9. Τα μέλη που λαμβάνουν σχετικό αίτημα παρέχουν τα ζητούμενα στοιχεία το συντομότερο δυνατόν και φροντίζουν αυτά να είναι πλήρη 7 επίσης, επιδεικνύουν προθυμία για την παροχή, εφόσον τους ζητηθεί, συμπληρωματικών στοιχείων στο μέλος που έχει διατυπώσει σχετικό αίτημα. Ειδικότερα, τα στοιχεία που παρέχουν τα μέλη πρέπει να είναι αρκετά λεπτομερή, ώστε το εκάστοτε άλλο μέλος να είναι σε θέση να εκτιμήσει κατά πόσον αυτά τηρούν τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας. Κάθε μέλος το οποίο πιστεύει ότι δεν έχουν γνωστοποιηθεί τα ανωτέρω στοιχεία δύναται να επισημάνει το θέμα στην επιτροπή.

25.10. Κάθε μέλος, το οποίο θεωρεί ότι ένα άλλο μέλος έχει παραλείψει να γνωστοποιήσει κάποιο μέτρο, το οποίο έχει συνέπειες ανάλογες με εκείνες μιας επιδότησης, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου XVI παράγραφος 1 της GATT του 1994 και του παρόντος άρθρου, δύναται να επισημάνει το θέμα στο εν λόγω άλλο μέλος. Σε περίπτωση που εν συνεχεία το άλλο μέλος δεν γνωστοποιήσει αμελλητί την επίμαχη περίπτωση επιδότησης, το πρώτο μέλος δύναται να ενημερώσει το ίδιο την επιτροπή σχετικά με την περίπτωση επιδότησης που ισχυρίζεται ότι παρέχεται.

25.11. Τα μέλη γνωστοποιούν αμελλητί στην επιτροπή όλα τα προκαταρκτικά και οριστικά μέτρα τα οποία λαμβάνουν σε σχέση με αντισταθμιστικούς δασμούς. Οι σχετικές εκθέσεις φυλάσσονται στη γραμματεία, όπου και μπορούν να τις εξετάζουν τα υπόλοιπα μέλη. Επίσης τα μέλη υποβάλλουν ανά εξάμηνο εκθέσεις σχετικές με τα μέτρα που έχουν ενδεχομένως λάβει κατά τη διάρκεια του προηγηθέντος εξαμήνου στον τομέα των αντισταθμιστικών δασμών. Για τις εξαμηνιαίες εκθέσεις χρησιμοποιείται συμφωνηθέν τυποποιημένο έντυπο.

25.12. Κάθε μέλος γνωστοποιεί στην επιτροπή: α) ποια αρχή του εκάστοτε μέλους είναι αρμόδια για την έναρξη και διεξαγωγή των ερευνών που προβλέπονται στο άρθρο 11 και β) τις εσωτερικές του διαδικασίες οι οποίες διέπουν την έναρξη και διεξαγωγή των εν λόγω ερευνών.

Άρθρο 26

Επιτήρηση

26.1. Η επιτροπή εξετάζει τις νέες και πλήρεις γνωστοποιήσεις που της υποβάλλονται κατ' εφαρμογήν του άρθρου XVI παράγραφος 1 της GATT του 1994 και του άρθρου 25 παράγραφος 1 της παρούσας συμφωνίας σε ειδικές συνεδριάσεις της οι οποίες πραγματοποιούνται ανά τριετία. Οι γνωστοποιήσεις οι οποίες υποβάλλονται κατά τα έτη που μεσολαβούν (γνωστοποιήσεις σχετικά με την πορεία προγραμμάτων επιδοτήσεων) εξετάζονται κατά τις τακτικές συνεδριάσεις της επιτροπής.

26.2. Η επιτροπή εξετάζει τις εκθέσεις που της υποβάλλονται βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 11 κατά τις τακτικές της συνεδριάσεις.

ΜΕΡΟΣ VIII ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΕΣ ΧΩΡΕΣ ΜΕΛΗ

Άρθρο 27

Ειδική και διακριτική μεταχείριση των αναπτυσσόμενων χωρών μελών

27.1. Τα μέλη αναγνωρίζουν ότι οι επιδοτήσεις είναι δυνατό να επιτελούν σημαντική λειτουργία στο πλαίσιο των προγραμμάτων οικονομικής ανάπτυξης των αναπτυσσόμενων χωρών μελών.

27.2. Η απαγόρευση της παραγράφου 1 στοιχείο α) του άρθρου 3 δεν ισχύει προκειμένου περί:

α) των αναπτυσσόμενων χωρών μελών που αναφέρονται στο παράρτημα VII

β) των υπολοίπων αναπτυσσόμενων χωρών μελών, επί μία οκταετία από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας για τον ΠΟΕ, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν τηρηθεί οι διατάξεις της παραγράφου 4.

27.3. Η απαγόρευση του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) δεν ισχύει για τις αναπτυσσόμενες χώρες μέλη επί μία πενταετία 7 επίσης δεν ισχύει για τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες μέλη επί μία οκταετία από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας για τον ΠΟΕ.

27.4. Οι αναπτυσσόμενες χώρες μέλη που μνημονεύονται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) καταργούν τις εξαγωγικές επιδοτήσεις που παρέχουν εντός οκταετούς περιόδου και κατά προτίμηση κατά τρόπο σταδιακό. Εντούτοις, μια αναπτυσσόμενη χώρα μέλος δεν δύναται να αυξήσει το ύψος των εξαγωγικών επιδοτήσεων που παρέχει (54) και οφείλει να τις καταργήσει εντός χρονικής περιόδου βραχύτερης αυτής που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο, όταν η παροχή των εν λόγω εξαγωγικών επιδοτήσεων δεν ανταποκρίνεται στις αναπτυξιακές της ανάγκες. Σε περίπτωση που μια αναπτυσσόμενη χώρα μέλος θεωρεί σκόπιμη την παροχή τέτοιου είδους επιδοτήσεων και πέραν της προβλεπόμενης οκταετούς περιόδου, φροντίζει για την έναρξη διαβουλεύσεων με την επιτροπή το αργότερο ένα έτος πριν από τη λήξη της εν λόγω περιόδου 7 η επιτροπή αποφασίζει τότε κατά πόσον δικαιολογείται παράταση της προβλεπόμενης περιόδου, αφού εξετάσει το σύνολο των συναφών οικονομικών, χρηματοοικονομικών και αναπτυξιακών αναγκών της συγκεκριμένης αναπτυσσόμενης χώρας μέλους. Σε περίπτωση που η επιτροπή καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η παράταση είναι δικαιολογημένη, η οικεία αναπτυσσόμενη χώρα μέλος πραγματοποιεί κάθε χρόνο διαβουλεύσεις με την επιτροπή, προκειμένου να εξετασθεί η αναγκαιότητα διατήρησης των επιδοτήσεων. Σε περίπτωση που η επιτροπή καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα, η οικεία αναπτυσσόμενη χώρα μέλος καταργεί σταδιακά τις εναπομένουσες εξαγωγικές επιδοτήσεις εντός διετίας από τη λήξη της τελευταίας περιόδου για την οποία έχει χορηγηθεί σχετική άδεια.

27.5. Όταν οι εξαγωγές ορισμένου προϊόντος, τις οποίες πραγματοποιεί μια αναπτυσσόμενη χώρα μέλος, έχουν καταστεί ανταγωνιστικές, η εν λόγω χώρα μέλος οφείλει να καταργήσει σταδιακά τις εξαγωγικές επιδοτήσεις που παρέχει για το συγκεκριμένο προϊόν εντός διετίας. Εντούτοις, όταν πρόκειται για μία από τις αναπτυσσόμενες χώρες μέλη που μνημονεύονται στο παράρτημα VII, η οποία έχει επιτύχει να καταστήσει ανταγωνιστικές τις εξαγωγές της σε ένα ή περισσότερα προϊόντα, η εν λόγω χώρα οφείλει να καταργήσει σταδιακά εντός οκταετούς περιόδου τις εξαγωγικές επιδοτήσεις που παρέχει για τα συγκεκριμένα προϊόντα.

27.6. Οι εξαγωγές δεδομένου προϊόντος που πραγματοποιεί μια αναπτυσσόμενη χώρα μέλος θεωρούνται ανταγωνιστικές όταν έχουν αυξηθεί μέχρι του σημείου να αντιπροσωπεύουν ποσοστό 3,25 % τουλάχιστον του παγκόσμιου εμπορίου για το συγκεκριμένο προϊόν επί δύο συναπτά ημερολογιακά έτη. Η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών κρίνεται είτε α) μετά από γνωστοποίηση της αναπτυσσόμενης χώρας μέλους, οι εξαγωγές της οποίας έχουν καταστεί ανταγωνιστικές, είτε β) με βάση σχετικό υπολογισμό τον οποίον διενεργεί η γραμματεία μετά από αίτηση οιουδήποτε μέλους. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, ως προϊόν νοείται μια κλάση της συνδυασμένης ονοματολογίας. Η επιτροπή εξετάζει την εφαρμογή της παρούσας διάταξης πέντε έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας για τον ΠΟΕ.

27.7. Οι διατάξεις του άρθρου 4 δεν ισχύουν ως προς τις αναπτυσσόμενες χώρες μέλη όταν πρόκειται για εξαγωγικές επιδοτήσεις οι οποίες συνάδουν με τις διατάξεις των παραγράφων 2 έως 5. Στις περιπτώσεις αυτές είναι εφαρμοστέες οι διατάξεις του άρθρου 7.

27.8. Σε περιπτώσεις επιδοτήσεων που παρέχει μια αναπτυσσόμενη χώρα μέλος δεν ισχύει το τεκμήριο που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1, ότι δηλαδή οι επιδοτήσεις προκαλούν σοβαρή ζημία κατά την έννοια της παρούσας συμφωνίας. Η πρόκληση σοβαρής ζημίας, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 9, αποδεικνύεται επί τη βάσει θετικών αποδεικτικών στοιχείων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 παράγραφοι 3 έως 8.

27.9. Όσον αφορά περιπτώσεις επιδοτήσεων για τις οποίες είναι δυνατό να ζητηθεί η παροχή έννομης προστασίας και στη χορήγηση των οποίων προβαίνει ή εμμένει μια αναπτυσσόμενη χώρα μέλος, πλην εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1, δεν επιτρέπεται η χορήγηση άδειας για τη λήψη μέτρων ή η λήψη μέτρων βάσει του άρθρου 7, εκτός αν διαπιστώνεται ότι η επίμαχη επιδότηση έχει ως αποτέλεσμα την ολική ή μερική αποδυνάμωση τελωνειακών παραχωρήσεων ή άλλων υποχρεώσεων που ισχύουν βάσει της GATT του 1994, κατά τέτοιον τρόπο ώστε να υποκαθίστανται ή να παρεμποδίζονται οι εισαγωγές ομοειδούς προϊόντος από κάποιο άλλο μέλος στην αγορά της αναπτυσσόμενης χώρας μέλους που χορηγεί την επιδότηση ή εκτός αν προξενείται ζημία σε εγχώριο κλάδο παραγωγής στην αγορά εισάγοντος μέλους.

27.10. Κάθε έρευνα η οποία αφορά την επιβολή αντισταθμιστικών δασμών σε σχέση με ένα προϊόν που κατάγεται από αναπτυσσόμενη χώρα μέλος περατούται αφ' ης στιγμής οι αρμόδιες αρχές διαπιστώσουν ότι:

α) το συνολικό ύψος των επιδοτήσεων που παρέχονται για το συγκεκριμένο προϊόν δεν υπερβαίνει το 2 % της αξίας του υπολογιζομένης ανά μονάδα 7 ή

β) ο όγκος των επιδοτούμενων εισαγωγών αντιπροσωπεύει ποσοστό κατώτερο του 4 % των συνολικών εισαγωγών του ομοειδούς προϊόντος στο εισάγον μέλος, εκτός αν πραγματοποιούνται εισαγωγές από αναπτυσσόμενες χώρες μέλη, καθεμιά από τις οποίες συμβάλλει στις εισαγωγές κατά ποσοστό κατώτερο του 4 % επί του συνόλου, αλλά όλες μαζί αντιπροσωπεύουν ποσοστό ανώτερο του 9 % του συνόλου των εισαγωγών του ομοειδούς προϊόντος στο εισάγον μέλος.

27.11. Η τιμή που προβλέπεται στην παράγραφο 10 στοιχείο α) καθορίζεται στο 3 % αντί του 2 % όσον αφορά τις αναπτυσσόμενες χώρες μέλη που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 2 στοιχείο β), οι οποίες έχουν καταργήσει τις εξαγωγικές επιδοτήσεις πριν από την πάροδο της οκταετούς περιόδου από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας για τον ΠΟΕ, καθώς και όσον αφορά τις αναπτυσσόμενες χώρες μέλη στις οποίες αναφέρεται το παράρτημα VII. Η παρούσα διάταξη ισχύει από την ημερομηνία κατά την οποία η κατάργηση των εξαγωγικών επιδοτήσεων γνωστοποιήθηκε στην επιτροπή και για όσον χρόνο η αναπτυσσόμενη χώρα μέλος που πραγματοποίησε τη γνωστοποίηση δεν προβαίνει στη χορήγηση εξαγωγικών επιδοτήσεων. Η παρούσα διάταξη παύει να ισχύει οκτώ έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας για τον ΠΟΕ.

27.12. Οι διατάξεις των παραγράφων 10 και 11 είναι εφαρμοστέες όταν εξετάζεται κατά πόσον δεδομένη επιδότηση είναι ασήμαντη από νομική άποψη, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 15 παράγραφος 3.

27.13. Οι διατάξεις του μέρους ΙΙΙ δεν ισχύουν προκειμένου περί περιπτώσεων άμεσης άφεσης χρέους, επιδοτήσεων που παρέχονται υπό οιαδήποτε μορφή για την κάλυψη κοινωνικού κόστους, συμπεριλαμβανομένης της παραίτησης του Δημοσίου από ποσά που του οφείλονται, καθώς και άλλων περιπτώσεων μεταβίβασης υποχρεώσεων, εφόσον οι εν λόγω επιδοτήσεις χορηγούνται στο πλαίσιο προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων που εφαρμόζει αναπτυσσόμενη χώρα μέλος και συνδέονται άμεσα με αυτό, και υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω πρόγραμμα εφαρμόζεται και οι σχετικές επιδοτήσεις χορηγούνται για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ότι έχουν γνωστοποιηθεί στην επιτροπή και επιπλέον ότι απώτερος στόχος του προγράμματος είναι η ιδιωτικοποίηση της οικείας επιχείρησης.

27.14. Μετά από αίτηση ενός ενδιαφερομένου μέλους, η επιτροπή προβαίνει στην εξέταση δεδομένης πρακτικής εξαγωγικών επιδοτήσεων, την οποία εφαρμόζει μια αναπτυσσόμενη χώρα μέλος, προκειμένου να αποφανθεί κατά πόσον η πρακτική αυτή ανταποκρίνεται στις αναπτυξιακές ανάγκες της εν λόγω χώρας.

27.15. Εφόσον το ζητήσει μια ενδιαφερόμενη αναπτυσσόμενη χώρα μέλος, η επιτροπή προβαίνει στην εξέταση δεδομένου αντσταθμιστικού μέτρου, προκειμένου να αποφανθεί κατά πόσον αυτό συμβιβάζεται με τις διατάξεις των παραγράφων 10 και 11, όπως αυτές ισχύουν έναντι της οικείας αναπτυσσόμενης χώρας μέλους.

ΜΕΡΟΣ ΙΧ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Άρθρο 28

Υφιστάμενα προγράμματα

28.1. Τα προγράμματα επιδοτήσεων, τα οποία έχουν τεθεί σε εφαρμογή στην επικράτεια ενός μέλους πριν από την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας για τον ΠΟΕ από το εν λόγω μέλος και τα οποία έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας, επιβάλλεται να:

α) γνωστοποιούνται στην επιτροπή το αργότερο 90 ημέρες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας για τον ΠΟΕ ως προς το εν λόγω μέλος 7 και

β) να τροποποιούνται ώστε να συμφωνούν με τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας εντός τριετίας από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας για τον ΠΟΕ ως προς το εν λόγω μέλος, ενώ μέχρι τότε δεν ισχύουν ως προς αυτά οι διατάξεις του μέρους ΙΙ.

28.2. Τα μέλη δεν δύνανται να διευρύνουν το πεδίο εφαρμογής των ανωτέρω προγραμμάτων ούτε να αποφασίζουν την παράτασή τους μετά τη λήξη τους.

Άρθρο 29

Μετασχηματισμός σε οικονομία αγοράς

29.1. Τα μέλη τα οποία διανύουν περίοδο μετασχηματισμού της οικονομίας τους από τον κεντρικό σχεδιασμό σε μια οικονομία της αγοράς, η οποία θα διέπεται από την αρχή της ελεύθερης επιχειρηματικής δραστηριότητας, δύναται να εφαρμόζουν προγράμματα και μέτρα που είναι απαραίτητα για την πραγματοποίηση του μετασχηματισμού.

29.2. Ως προς τα προαναφερθέντα μέλη, τα προγράμματα επιδοτήσεων, τα οποία υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 και έχουν γνωστοποιηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3, καταργούνται σταδιακά ή τροποποιούνται, ώστε να συνάδουν με το άρθρο 3 εντός επταετούς περιόδου από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της συμφωνίας για τον ΠΟΕ. Στην περίπτωση αυτή, το άρθρο 4 δεν εφαρμόζεται. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της προαναφερθείσας περιόδου:

α) δεν επιτρέπεται να ζητηθεί η παροχή έννομης προστασίας βάσει του άρθρου 7 σε σχέση με προγράμματα επιδοτήσεων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

β) για τις υπόλοιπες μορφές επιδοτήσεων, ως προς τις οποίες είναι δυνατό να ζητηθεί η παροχή έννομης προστασίας, είναι εφαρμοστέες οι διατάξεις του άρθρου 27 παράγραφος 9.

29.3. Τα προγράμματα επιδοτήσεων τα οποία υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 γνωστοποιούνται στην επιτροπή το συντομότερο δυνατόν μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας για τον ΠΟΕ. Περαιτέτω γνωστοποιήσεις επιδοτήσεων αυτού του είδους είναι δυνατό να πραγματοποιούνται εντός χρονικού διαστήματος που δεν μπορεί να υπερβαίνει τη διετία από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας για τον ΠΟΕ.

29.4. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τα μέλη για τα οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1 δύνανται να λαμβάνουν από την επιτροπή την άδεια να παρεκκλίνουν από τα γνωστοποιηθέντα προγράμματα και μέτρα που εφαρμόζουν, καθώς και από τα σχετικά χρονοδιαγράμματα, εφόσον οι παρεκκλίσεις αυτές κρίνονται απαραίτητες για τη διαδικασία μετασχηματισμού της οικονομίας τους.

ΜΕΡΟΣ Χ ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Άρθρο 30

Εάν δεν προβλέπεται ρητώς κάτι διαφορετικό στην παρούσα συμφωνία, για τις διαβουλεύσεις και την επίλυση των διαφορών στο πλαίσιο της παρούσας συμφωνίας εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων ΧΧΙΙ και ΧΧΙΙΙ της GATT του 1994, όπως έχουν αναπτυχθεί και ισχύουν βάσει του μνημονίου συμφωνίας για την επίλυση των διαφορών.

ΜΕΡΟΣ ΧΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 31

Προσωρινή εφαρμογή

Οι διατάξεις του άρθρου 6 παράγραφος 1 και οι διατάξεις των άρθρων 8 και 9 ισχύουν για περίοδο πέντε ετών, με αφετηρία την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας για τον ΠΟΕ. Το αργότερο 180 ημέρες πριν από τη λήξη της προαναφερθείσας περιόδου, η επιτροπή προβαίνει σε εξέταση της εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων, προκειμένου να αποφασίσει κατά πόσον είναι σκόπιμη η παράταση της ισχύος τους για κάποιο επιπλέον χρονικό διάστημα, είτε υπό τη σημερινή τους μορφή είτε αφού υποστούν ορισμένες τροποποιήσεις.

Άρθρο 32

Λοιπές τελικές διατάξεις

32.1. Δεν επιτρέπεται η λήψη συγκεκριμένων μέτρων έναντι των επιδοτήσεων που παρέχει κάποιο άλλο μέλος παρά μόνο συμφώνως προς τις διατάξεις της GATT του 1994, όπως αυτές ερμηνεύονται από την παρούσα συμφωνία (55).

32.2. Η διατύπωση επιφυλάξεων σε σχέση με οποιαδήποτε διάταξη της παρούσας συμφωνίας προϋποθέτει τη συγκατάθεση των υπολοίπων μελών.

32.3. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4, οι διατάξεις της παρούσας συμφωνίας εφαρμόζονται για τις έρευνες και τις διαδικασίες εξέτασης μέτρων που βρίσκονται ήδη σε ισχύ, οι οποίες κινούνται μετά από αίτηση που υπεβλήθη κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας για τον ΠΟΕ ως προς το οικείο μέλος ή μετά από αυτήν.

32.4. Για την εφαρμογή του άρθρου 21 παράγραφος 3, τεκμαίρεται ότι τα ισχύοντα αντισταθμιστικά μέτρα επεβλήθησαν σε ημερομηνία που δεν είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας έναρξης ισχύος της συμφωνίας για τον ΠΟΕ ως προς το οικείο μέλος, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η ισχύουσα κατά την εν λόγω ημερομηνία εσωτερική νομοθεσία ενός μέλους συμπεριελάμβανε ήδη διάταξη με περιεχόμενο ανάλογο της διάταξης της προαναφερθείσας παραγράφου.

32.5. Κάθε μέλος λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα γενικού ή ειδικού χαρακτήρα, ώστε να διασφαλίσει ότι, το αργότερο κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος ως προς αυτό της συμφωνίας για τον ΠΟΕ, οι εσωτερικοί του νόμοι, κανονισμοί και διοικητικές διαδικασίες θα συνάδουν με τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας, οι οποίες ενδεχομένως ισχύουν ως προς το οικείο μέλος.

32.6. Κάθε μέλος τηρεί ενήμερη την επιτροπή σχετικά με οποιαδήποτε μεταβολή των εσωτερικών του νόμων και κανονισμών που άπτονται του αντικειμένου της παρούσας συμφωνίας, καθώς και σχετικά με τυχόν μεταβολές όσον αφορά την εφαρμογή των εν λόγω νόμων και κανονισμών.

32.7. Η επιτροπή εξετάζει ανά έτος την εφαρμογή και λειτουργία της παρούσας συμφωνίας, έχοντας ως γνώμονα τους στόχους της. Η επιτροπή ενημερώνει ανά έτος το Συμβούλιο Εμπορευματικών Συναλλαγών σχετικά με τις τυχόν εξελίξεις που σημειώθηκαν κατά το χρονικό διάστημα που κάλυψε η εξέταση.

32.8. Τα παραρτήματα της παρούσας συμφωνίας αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτής.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΞΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ

α) Η παροχή από το Δημόσιο άμεσων επιδοτήσεων προς μια επιχείρηση ή προς έναν κλάδο παραγωγής ανάλογα με τις εξαγωγικές τους επιδόσεις.

β) Συστήματα επανακράτησης συναλλάγματος και κάθε ανάλογη πρακτική που συνίσταται στην πριμοδότηση των εξαγωγών.

γ) Η κάλυψη εκ μέρους ή με εντολή του Δημοσίου των εξόδων για την εσωτερική μεταφορά και των ναύλων φορτίων που προορίζονται για εξαγωγή υπό όρους ευνοϊκότερους από εκείνους που ισχύουν για τα εμπορεύματα που προορίζονται για εγχώρια κατανάλωση.

δ) Η παροχή από το Δημόσιο ή από κρατικούς φορείς, είτε αμέσως είτε εμμέσως στο πλαίσιο προγραμμάτων που εφαρμόζονται με εντολή του Δημοσίου, εισαγόμενων ή εγχώριων προϊόντων ή υπηρεσιών, που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αγαθών προς εξαγωγή, υπό ευνοϊκότερους γενικούς ή ειδικούς όρους εν συγκρίσει με τους γενικούς ή ειδικούς όρους που ισχύουν για την παροχή ομοειδών ή ευθέως ανταγωνιστικών προϊόντων ή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αγαθών τα οποία προορίζονται για εγχώρια κατανάλωση, υπό την προϋπόθεση (όταν πρόκειται για προϊόντα) ότι οι εν λόγω γενικοί ή ειδικοί όροι είναι ευνοϊκότεροι από τους εμπορικούς όρους (156) που είναι σε θέση να εξασφαλίζουν οι εξαγωγείς του οικείου κράτους στις διεθνείς αγορές.

ε) Η ολοσχερής ή μερική απαλλαγή, διαγραφή ή αναστολή πληρωμής, η οποία παραχωρείται ειδικώς για εξαγωγές και αφορά άμεσους φόρους (57) ή εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που έχουν καταβληθεί ή οφείλονται από βιομηχανικές ή εμπορικές επιχειρήσεις (58).

στ) Η πρόβλεψη για ειδικές μειώσεις οι οποίες συναρτώνται άμεσα με τις εξαγωγές ή τις εξαγωγικές επιδόσεις και οι οποίες, κατά τον υπολογισμό της βάσης επί της οποίας επιβάλλονται οι άμεσοι φόροι, υπερβαίνουν τις μειώσεις που προβλέπονται για την παραγωγή προϊόντων τα οποία προορίζονται για εγχώρια κατανάλωση.

ζ) Η απαλλαγή ή διαγραφή έμμεσων φόρων (57), οι οποίοι οφείλονται για την παραγωγή και διακίνηση εξαγόμενων προϊόντων, πέραν του ύψους των ίδιων φόρων που επιβάλλονται για την παραγωγή και τη διακίνηση ομοειδών προϊόντων που πωλούνται με προορισμό την εγχώρια κατανάλωση.

η) Η απαλλαγή, διαγραφή ή αναστολή πληρωμής που παραχωρείται σε σχέση με προανακύψαντες σωρευτικούς έμμεσους φόρους (57) επί προϊόντων ή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή εξαγόμενων προϊόντων, σε έκταση μεγαλύτερη της απαλλαγής, διαγραφής ή αναστολής πληρωμής που παραχωρείται σε σχέση με ανάλογους προανακύψαντες σωρευτικούς έμμεσους φόρους επί προϊόντων ή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ομοειδών προϊόντων, τα οποία πωλούνται με προορισμό την εγχώρια κατανάλωση 7 πάντως, η απαλλαγή από προανακύψαντες σωρευτικούς έμμεσους φόρους, η διαγραφή τους ή η αναστολή της πληρωμής τους επιτρέπεται σε σχέση με εξαγόμενα προϊόντα ακόμη και αν κάτι τέτοιο δεν ισχύει για τα ομοειδή προϊόντα που πωλούνται με προορισμό την εγχώρια κατανάλωση, υπό την προϋπόθεση ότι οι προανακύψαντες σωρευτικοί έμμεσοι φόροι επιβάλλονται στους συντελεστές παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος (λαμβανομένων υπόψη των συνήθων απωλειών) (59). Η παρούσα διάταξη ερμηνεύεται με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές για την κατανάλωση των συντελεστών παραγωγής στην παραγωγική διαδικασία, οι οποίες περιέχονται στο παράρτημα ΙΙ.

θ) Η διαγραφή ή επιστροφή επιβαρύνσεων επί των εισαγωγών (57), καθ' υπέρβαση των επιβαρύνσεων επί των εισαγόμενων συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος (λαμβανομένων υπόψη των συνήθων απωλειών) 7 γίνεται, ωστόσο, δεκτό ότι σε ειδικές περιπτώσεις μια επιχείρηση δύναται να χρησιμοποιεί ορισμένη ποσότητα συντελεστών παραγωγής τους οποίους έχει προμηθευτεί στην εγχώρια αγορά, προκειμένου με αυτούς να υποκαταστήσει ίδια ποσότητα εισαγόμενων συντελεστών παραγωγής, της ίδιας ποιότητας και με τα ίδια χαρακτηριστικά, και με τον τρόπο αυτό να επωφεληθεί της παρούσας διάταξης, υπό την προϋπόθεση ότι τόσο η εισαγωγή όσο και οι αντίστοιχες εξαγωγικές πράξεις πραγματοποιούνται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, που δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα δύο έτη. Η παρούσα διάταξη ερμηνεύεται με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές για την κατανάλωση των συντελεστών παραγωγής στην παραγωγική διαδικασία, οι οποίες περιέχονται στο παράρτημα ΙΙ, καθώς και με τις κατευθυντήριες γραμμές που περιέχονται στο παράρτημα ΙΙΙ και οι οποίες ακολουθούνται, όταν κρίνεται κατά πόσον ένα σύστημα επιστροφής φόρου σε περιπτώσεις υποκατάστασης ισοδυναμεί με την παροχή εξαγωγικών επιδοτήσεων.

ι) Η θέση σε εφαρμογή από το Δημόσιο (ή από εξειδικευμένους φορείς που ελέγχονται από το Δημόσιο) προγραμμάτων εγγύησης ή ασφάλισης εξαγωγικών πιστώσεων, προγραμμάτων παροχής εγγύησης ή ασφάλισης έναντι αυξήσεων του κόστους εξαγόμενων προϊόντων ή προγραμμάτων παροχής κάλυψης έναντι συναλλαγματικών κινδύνων, σε ποσοστά που δεν επαρκούν για την κάλυψη των μακροπρόθεσμων εξόδων λειτουργίας και των απωλειών των προγραμμάτων.

κ) Η χορήγηση από το Δημόσιο (ή από εξειδικευμένους φορείς που ελέγχονται από το Δημόσιο ή/και τελούν υπό την εξουσία του Δημοσίου) εξαγωγικών πιστώσεων, με επιτόκια κατώτερα από αυτά που πρέπει στην πραγματικότητα να καταβάλει για να συγκεντρώσει τα κεφάλαια που παρέχει (ή από αυτά που θα υποχρεούτο να καταβάλει αν για τη συγκέντρωση των κεφαλαίων συνήπτε δάνεια στις διεθνείς κεφαλαιαγορές με την ίδια ημερομηνία λήξης, ίδιους όρους δανεισμού γενικότερα και στο ίδιο νόμισμα στο οποίο παρέχεται η εξαγωγική πίστωση) 7 επίσης, η καταβολή εκ μέρους τους του συνόλου ή μέρους των εξόδων που επιβαρύνουν τους εξαγωγείς ή τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για την εξεύρεση των πιστώσεων, στο μέτρο που σκοπός των εν λόγω πράξεων είναι η εξασφάλιση σημαντικού πλεονεκτήματος όσον αφορά τους όρους υπό τους οποίους παρέχεται η εξαγωγική πίστωση.

Γίνεται, ωστόσο, δεκτό ότι αν ένα μέλος έχει αναλάβει από κοινού με άλλες χώρες διεθνή υποχρέωση στον τομέα των επίσημων εξαγωγικών πιστώσεων, την οποία έχουν επίσης αναλάβει δώδεκα τουλάχιστον από τα αρχικά μέλη της παρούσας συμφωνίας την 1η Ιανουαρίου 1979 (ή άλλη, διάδοχο υποχρέωση, την οποία έχουν αποδεχθεί τα εν λόγω αρχικά μέλη), ή σε περίπτωση που ένα μέλος στην πράξη εφαρμόζει τις σχετικές με τα επιτόκια διατάξεις της οικείας υποχρέωσης, τότε δεδομένη πρακτική παροχής εξαγωγικών πιστώσεων, η οποία συνάδει με τις προαναφερθείσες διατάξεις, δεν θεωρείται μορφή εξαγωγικής επιδότησης από αυτές που απαγορεύονται βάσει της παρούσας συμφωνίας.

λ) Κάθε άλλη επιβάρυνση για το λογαριασμό του Δημοσίου, η οποία αποτελεί εξαγωγική επιδότηση κατά την έννοια του άρθρου XVI της GATT του 1994.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ (60)

Ι

1. Τα συστήματα μείωσης έμμεσων φόρων είναι δυνατό να προβλέπουν την παραχώρηση απαλλαγής, διαγραφής ή αναστολής πληρωμής σε σχέση με προανακύψαντες σωρευτικούς έμμεσους φόρους επί συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος (λαμβανομένων υπόψη των συνήθων απωλειών). Παρομοίως, τα συστήματα επιστροφής είναι δυνατό να προβλέπουν τη διαγραφή ή την επιστροφή επιβαρύνσεων οι οποίες επιβάλλονται για την εισαγωγή συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος (λαμβανομένων υπόψη των συνήθων απωλειών).

2. Στον «Επεξηγηματικό κατάλογο εξαγωγικών επιδοτήσεων» του παραρτήματος Ι της παρούσας συμφωνίας και ειδικότερα στις παραγράφους η) και θ) γίνεται χρήση του όρου «συντελεστές παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος». Σύμφωνα με την παράγραφο η), τα συστήματα μείωσης έμμεσων φόρων είναι δυνατό να αποτελούν περιπτώσεις εξαγωγικών επιδοτήσεων στο μέτρο που συνεπάγονται την απαλλαγή, διαγραφή ή αναστολή πληρωμής που παραχωρείται σε σχέση με προανακύψαντες σωρευτικούς έμμεσους φόρους πέραν του ποσού των αντίστοιχων φόρων που όντως επιβάλλονται επί των συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος. Σύμφωνα με την παράγραφο θ), τα συστήματα επιστροφών είναι δυνατό να αποτελούν περιπτώσεις εξαγωγικών επιδοτήσεων στο μέτρο που συνεπάγονται τη διαγραφή ή επιστροφή επιβαρύνσεων επί των εισαγωγών, η οποία αφορά ποσά μεγαλύτερα των επιβαρύνσεων, οι οποίες όντως επιβάλλονται επί των συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος. Και οι δύο παράγραφοι ορίζουν ότι, κατά την αξιολόγηση της κατανάλωσης συντελεστών παραγωγής για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι συνήθεις απώλειες. Η παράγραφος θ) προβλέπει ακόμη τη δυνατότητα υποκατάστασης στις κατάλληλες περιπτώσεις.

ΙΙ

Όταν οι αρχές που διεξάγουν έρευνα σχετικά με την επιβολή αντισταθμιστικού δασμού δυνάμει της παρούσας συμφωνίας εξετάζουν κατά πόσον συντελεστές παραγωγής καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος, οφείλουν να ενεργούν με τον ακόλουθο τρόπο:

1. Όταν προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ένα σύστημα μείωσης έμμεσου φόρου ή ένα σύστημα επιστροφής φόρου ισοδυναμεί με την παροχή επιδότησης εξαιτίας της υπέρμετρης μείωσης ή της επιστροφής σε μεγαλύτερη από την κανονική έκταση έμμεσων φόρων ή επιβαρύνσεων επί των εισαγωγών που επιβάλλονται στους συντελεστές παραγωγής οι οποίοι καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος, οι αρχές που διεξάγουν την έρευνα οφείλουν πρώτα να εξετάσουν κατά πόσον οι αρχές του εξάγοντος μέλους έχουν καθιερώσει και εφαρμόζουν κάποιο σύστημα ή μία διαδικασία, προκειμένου να εξακριβώνουν ποιοι συντελεστές παραγωγής καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος και σε ποιες ποσότητες. Όταν διαπιστώνεται ότι πράγματι εφαρμόζεται ένα τέτοιο σύστημα ή διαδικασία, οι αρχές που διεξάγουν την έρευνα πρέπει στη συνέχεια να εξετάζουν το εν λόγω σύστημα ή την εν λόγω διαδικασία για να κρίνουν αν είναι εύλογα και κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από αυτά στόχου, καθώς και κατά πόσον στηρίζονται στις γενικώς παραδεδεγμένες εμπορικές πρακτικές που ισχύουν στη χώρα εξαγωγής. Οι αρχές που διεξάγουν την έρευνα δύνανται να θεωρήσουν σκόπιμη τη διενέργεια ορισμένων πρακτικών δοκιμών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 12 παράγραφος 6, προκειμένου να ελέγξουν την ακρίβεια ορισμένων στοιχείων ή για να βεβαιωθούν ότι το σύστημα ή η διαδικασία εφαρμόζεται κατά τρόπο αποτελεσματικό.

2. Όταν δεν υπάρχει κάποιο τέτοιο σύστημα ή διαδικασία, όταν υπάρχει μεν αλλά δεν κρίνεται εύλογο ή όταν έχει καθιερωθεί και κριθεί εύλογο, αλλά διαπιστώνεται είτε ότι δεν εφαρμόζεται καθόλου είτε ότι δεν εφαρμόζεται κατά τρόπο αποτελεσματικό, τότε το εξάγον μέλος είναι σκόπιμο να προβαίνει σε συμπληρωματική εξέταση με βάση τους πραγματικούς συντελεστές παραγωγής που έχουν χρησιμοποιηθεί, προκειμένου να διαπιστώνεται κατά πόσον έχει καταβληθεί ποσό μεγαλύτερο του κανονικού. Αν οι αρχές που διεξάγουν την έρευνα το κρίνουν σκόπιμο, είναι δυνατή η διενέργεια συμπληρωματικής εξέτασης βάσει της παραγράφου 1.

3. Οι αρχές που διεξάγουν την έρευνα αντιμετωπίζουν τους συντελεστές παραγωγής ως φυσικώς ενσωματωμένους, εφόσον αυτοί χρησιμοποιούνται κατά την παραγωγική διαδικασία και έχουν ενταχθεί υλικώς στο εξαγόμενο προϊόν. Τα μέλη σημειώνουν ότι είναι δυνατόν ένας συντελεστής παραγωγής να μην απαντά στο τελικό προϊόν με την ίδια μορφή υπό την οποία εισήλθε στην παραγωγική διαδικασία.

4. Για τον προσδιορισμό της ποσότητας δεδομένου συντελεστή παραγωγής, ο οποίος καταναλώνεται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος, πρέπει να συνυπολογίζονται οι «συνήθεις απώλειες», οι οποίες πρέπει να αντιμετωπίζονται ως καταναλωθείσες για την παραγωγή του εξαγόμενου πτοϊόντος. Ο όρος «απώλειες» αναφέρεται σε εκείνο το μέρος δεδομένου συντελεστή παραγωγής, το οποίο δεν εξυπηρετεί κάποια ανεξάρτητη λειτουργία στο πλαίσιο της παραγωγικής διαδικασίας, δεν καταναλώνεται κατά την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος (λόγω προβλημάτων αναποτελεσματικότητας ή για άλλους λόγους) και το οποίο δεν ανακτάται, χρησιμοποιείται ή πωλείται από τον ίδιο κατασκευαστή.

5. Όταν η αρχή που διεξάγει την έρευνα εξετάζει κατά πόσον οι απώλειες που προτείνεται να ληφθούν υπόψη είναι «οι συνήθεις», οφείλει να συνεκτιμά τη μέθοδο παραγωγής, τη μέση πείρα του κλάδου παραγωγής στη χώρα εξαγωγής, καθώς και άλλους τεχνικούς παράγοντες, ανάλογα με την περίπτωση. Η αρχή που διεξάγει την έρευνα οφείλει να αποδίδει την πρέπουσα σημασία στο θέμα του κατά πόσον οι αρχές του εξάγοντος μέλους έχουν υπολογίσει με τον ορθό τρόπο το ποσό που αντιπροσωπεύουν οι απώλειες, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το ποσό αυτό πρόκειται να συνυπολογισθεί στο ποσό της μείωσης ή διαγραφής του οφειλόμενου φόρου ή δασμού.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝΤΑΙ ΟΤΑΝ ΚΡΙΝΕΤΑΙ ΚΑΤΑ ΠΟΣΟΝ ΕΝΑ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΦΟΡΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΙΣΟΔΥΝΑΜΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΕΞΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ

Ι

Ένα σύστημα επιστροφής φόρου είναι δυνατό να προβλέπει την απόδοση ή επιστροφή επιβαρύνσεων οι οποίες έχουν επιβληθεί στις εισαγωγές συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται κατά τη διαδικασία παραγωγής ενός άλλου προϊόντος, εφόσον το εν λόγω άλλο προϊόν κατά την εξαγωγή του περιέχει εγχώριους συντελεστές παραγωγής της ίδιας ποιότητας και με τα ίδια χαρακτηριστικά όπως και εκείνοι που υποκατέστησαν τους εισαγόμενους συντελεστές παραγωγής. Σύμφωνα με την παράγραφο θ) του «Επεξηγηματικού καταλόγου εξαγωγικών επιδοτήσεων» του παραρτήματος Ι, ένα σύστημα επιστροφής φόρου σε περιπτώσεις υποκατάστασης ενδέχεται να αποτελεί εξαγωγική επιδότηση στο βαθμό που συνεπάγεται την επιστροφή σε έκταση μεγαλύτερη από το κανονικό των επιβαρύνσεων που επεβλήθησαν αρχικα στις εισαγωγές των συντελεστών παραγωγής, σε σχέση με τους οποίους ζητείται η επιστροφή.

ΙΙ

Όταν οι αρχές, οι οποίες διεξάγουν έρευνα σχετικά με τη επιβολή αντισταθμιστικού δασμού δυνάμει της παρούσας συμφωνίας, εξετάζουν δεδομένο σύστημα επιστροφής φόρου σε περιπτώσεις υποκατάστασης, οφείλουν να ενεργούν με τον ακόλουθο τρόπο:

1. Στην παράγραφο θ) του επεξηγηματικού καταλόγου ορίζεται ότι συντελεστές παραγωγής προερχόμενοι από την εγχώρια αγορά είναι δυνατό να υποκαταστήσουν εισαγόμενους συντελεστές παραγωγής για την παραγωγή ενός προϊόντος που προορίζεται για εξαγωγή, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω συντελεστές παραγωγής είναι της ίδιας ποσότητας και της ίδιας ποιότητας και έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τους υποκαθιστάμενους εισαγόμενους συντελεστές παραγωγής. Η ύπαρξη συστήματος ή διαδικασίας επαλήθευσης είναι σημαντική, διότι επιτρέπει στις αρχές του εξάγοντος μέλους να εξασφαλίζει και να είναι σε θέση να αποδείξει ότι η ποσότητα συντελεστών παραγωγής για την οποία ζητείται η επιστροφή δεν υπερβαίνει την ποσότητα ομοειδών προϊόντων που εξάγονται υπό οιαδήποτε μορφή και ότι δεν σημειώνεται επιστροφή επιβαρύνσεων επί των εισαγωγών πέραν εκείνων που επεβλήθησαν αρχικά στους εκάστοτε εισαγόμενους συντελεστές παραγωγής.

2. Όταν προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ένα σύστημα επιστροφής φόρου σε περιπτώσεις υποκατάστασης ισοδυναμεί με την παροχή επιδοτήσεων, οι αρχές που διεξάγουν την έρευνα οφείλουν πρώτα να εξετάσουν κατά πόσον οι αρχές του εξάγοντος μέλους έχουν καθιερώσει και εφαρμόζουν κάποιο σύστημα ή διαδικασία επαλήθευσης. Εφόσον διαπιστώνεται ότι πράγματι εφαρμόζεται ένα τέτοιο σύστημα ή διαδικασία, οι αρχές που διεξάγουν την έρευνα πρέπει στη συνέχεια να εξετάζουν τις σχετικές διαδικασίες επαλήθευσης, για να κρίνουν κατά πόσον αυτές είναι εύλογες και κατάλληλες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από αυτές στόχου, καθώς και αν στηρίζονται στις γενικώς παραδεδεγμένες εμπορικές πρακτικές που ισχύουν στη χώρα εξαγωγής. Αν διαπιστωθεί ότι οι διαδικασίες πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις και επιπλέον ότι εφαρμόζονται κατά τρόπο αποτελεσματικό, τότε τεκμαίρεται ότι δεν παρέχεται επιδότηση. Οι αρχές που διεξάγουν την έρευνα δύνανται να θεωρήσουν σκόπιμη τη διενέργεια ορισμένων πρακτικών δοκιμών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 12 παράγραφος 6, προκειμένου να ελέγξουν την ακρίβεια ορισμένων στοιχείων ή για να βεβαιωθούν ότι οι εκάστοτε διαδικασίες επαλήθευσης εφαμόζονται κατά τρόπο αποτελεσματικό.

3. Όταν δεν προβλέπονται διαδικασίες επαλήθευσης, όταν προβλέπονται μεν αλλά δεν κρίνονται εύλογες ή όταν τέτοιου είδους διαδικασίες προβλέπονται και έχουν κριθεί εύλογες, αλλά διαπιστώνεται είτε ότι στην πραγματικότητα δεν εφαρμόζονται είτε ότι δεν εφαρμόζονται κατά τρόπο αποτελεσματικό, τότε ενδέχεται να συντρέχει περίπτωση επιδότησης. Στις περιπτώσεις αυτές το εξάγον μέλος είναι σκόπιμο να προβεί σε συμπληρωματική εξέταση με βάση τις συναλλαγές που πράγματι πραγματοποιήθηκαν, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον έχει καταβληθεί ποσό μεγαλύτερο του κανονικού. Αν οι αρχές που διεξάγουν την έρευνα το κρίνουν σκόπιμο, είναι δυνατή η διενέργεια συμπληρωματικής εξέτασης κατ' εφαρμογήν της παραγράφου 2.

4. Το γεγονός ότι στο πλαίσιο καθεστώτος επιστροφής φόρου σε περιπτώσεις υποκατάστασης περιλαμβάνεται και η πρόβλεψη ότι οι εξαγωγείς δικαιούνται να επιλέξουν το συγκεκριμένο φορτίο εισαγόμενων προϊόντων για το οποίο θα ζητήσουν την επιστροφή του φόρου δεν ισοδυναμεί από μόνο του με την παροχή επιδότησης.

5. Γίνεται δεκτό ότι έχει σημειωθεί καθ' υπέρβασιν επιστροφή επιβαρύνσεων επί των εισαγωγών, κατά την έννοια της παραγράφου θ), όταν το Δημόσιο έχει καταβάλει τόκους για τα ποσά που έχει ενδεχομένως επιστρέψει στο πλαίσιο των συστημάτων επιστροφής φόρου που εφαρμόζει 7 η υπέρβαση ισούται με το ποσό του πράγματι καταβληθέντος ή του οφειλόμενου τόκου.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΟΛΙΚΗΣ ΚΑΤ' ΑΞΙΑΝ ΕΠΙΔΟΤΗΣΗΣ [ΑΡΘΡΟ 6 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΣΤΟΙΧΕΙΟ α)] (61)

1. Ο υπολογισμός του ύψους μιας επιδότησης στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο α) γίνεται με βάση το κόστος της για το Δημόσιο.

2. Με την επιφύλαξη όσων προβλέπονται στις παραγράφους 3 έως 5, όταν εξετάζεται κατά πόσον το συνολικό ποσοστό μιας επιδότησης ξεπερνά το 5 % της αξίας του προϊόντος, ως αξία του προϊόντος λαμβάνεται η συνολική αξία των πωλήσεων της αποδέκτριας επιχείρησης (62) κατά το πλέον πρόσφατο δωδεκάμηνο πριν από τη χρονική περίοδο παροχής της επιδότησης, για το οποίο είναι διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με τις πωλήσεις (63).

3. Όταν η παροχή μιας επιδότησης συναρτάται με την παραγωγή ή την πώληση συγκεκριμένου προϊόντος, ως αξία του προϊόντος λαμβάνεται η συνολική αξία των πωλήσεων του εν λόγω προϊόντος από την αποδέκτρια επιχείρηση κατά το πλέον πρόσφατο δωδεκάμηνο πριν από τη χρονική περίοδο παροχής της επιδότησης, για το οποίο είναι διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με τις πωλήσεις.

4. Όταν η αποδέκτρια επιχείρηση διέρχεται το αρχικό στάδιο λειτουργίας της, γίνεται δεκτό ότι προκαλείται σοβαρή ζημία εφόσον το συνολικό ποσοστό της επιδότησης υπερβαίνει το 15 % των συνολικών επενδεδυμένων κεφαλαίων. Για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου γίνεται δεκτό ότι το αρχικό στάδιο λειτουργίας μιας επιχείρησης διαρκεί κατά μέγιστο ένα χρόνο από την έναρξη της παραγωγής (64).

5. Όταν η αποδέκτρια επιχείρηση είναι εγκατεστημένη σε χώρα η οικονομία της οποίας χαρακτηρίζεται από υψηλό πληθωρισμό, ως αξία του προϊόντος λαμβάνονται οι συνολικές πωλήσεις της αποδέκτριας επιχείρησης (ή οι πωλήσεις ενός προϊόντος, όταν η παροχή της επιδότησης συναρτάται με συγκεκριμένο προϊόν) κατά το προηγηθέν ημερολογιακό έτος, αποπληθωρισμένες κατά το ποσοστό πληθωρισμού που σημειώθηκε το δωδεκάμηνο πριν από το μήνα κατά τον οποίο προβλέπεται να χορηγηθεί η επιδότηση.

6. Για να καθοριστεί το συνολικό ποσοστό που αντιπροσωπεύουν οι επιδοτήσεις που έχουν χορηγηθεί κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου έτους, συνυπολογίζονται οι επιδοτήσεις που έχουν χορηγηθεί στο πλαίσιο διαφορετικών προγραμμάτων και από διαφορετικές αρχές στην επικράτεια τον οικείου μέλους.

7. Στο συνολικό ποσοστό της παρασχεθείσας επιδότησης περιλαμβάνονται επιδοτήσεις που έχουν χορηγηθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας για τον ΠΟΕ, το όφελος από τις οποίες προορίζεται για μελλοντική παραγωγή.

8. Οι επιδοτήσεις, για τις οποίες δεν προβλέπεται η δυνατότητα παροχής έννομης προστασίας βάσει των σχετικών διατάξεων της παρούσας συμφωνίας, δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ύψους της επιδότησης στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο α).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΣΟΒΑΡΗΣ ΖΗΜΙΑΣ

1. Κάθε μέλος συνεργάζεται για τη συγκέντρωση των αποδεικτικών στοιχείων που εξετάζονται από την ειδική ομάδα στο πλαίσιο των διαδικασιών του άρθρου 7 παράγραφοι 4 έως 6. Αφ' ης στιγμής γίνει επίκληση των διατάξεων του άρθρου 7 παράγραφος 4, οι διάδικοι καθώς και κάθε τρίτη ενδιαφερόμενη χώρα μέλος γνωστοποιούν στο ΟΕΔ το φορέα που είναι υπεύθυνος για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης στην επικράτειά τους, καθώς και τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται για την ικανοποίηση αιτημάτων για παροχή πληροφοριών.

2. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ορισμένα θέματα παραπέμπονται στο ΟΕΔ δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 4, το ΟΕΔ κινεί, εφόσον του ζητηθεί, την προβλεπόμενη δαδικασία, προκειμένου να λάβει από τις αρχές του επιδοτούντος μέλους τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη διαπίστωση της ύπαρξης ή μη επιδότησης και για τον καθορισμό του ύψους της επιδότησης και της αξίας των συνολικών πωλήσεων που έχουν πραγματοποιήσει οι επιδοτούμενες επιχειρήσεις 7 το ίδιο ισχύει για στοιχεία που απαιτούνται για την ανάλυση των αρνητικών συνεπειών που προκαλεί το επιδοτούμενο προϊόν (65). Η ανωτέρω διαδικασία είναι δυνατό να περιλαμβάνει, ανάλογα με την περίπτωση, την υποβολή ερωτημάτων στις αρχές του επιδοτούντος μέλους και του καταγέλλοντος μέλους, με σκοπό τη συγκέντρωση στοιχείων, όπως επίσης την παροχή επεξηγήσεων και διευκρινίσεων σχετικά με στοιχεία που τίθενται στη διάθεση των διαδίκων στο πλαίσιο των διαδικασιών γνωστοποίησης που προβλέπει το μέρος VII (66).

3. Σε περιπτώσεις που υπάρχουν συνέπειες για τις αγορές τρίτων χωρών, οι διάδικοι δύνανται, καταφεύγοντας εν ανάγκη στην υποβολή ερωτημάτων προς τις αρχές της οικείας τρίτης χώρας μέλους, να συγκεντρώνουν τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την ανάλυση των τυχόν αρνητικών συνεπειών, εφόσον δεν είναι ευλόγως δυνατό να ληφθούν τα εν λόγω στοιχεία από το καταγγέλλον ή από το επιδοτούν μέλος. Η προσφυγή στην ανωτέρω δυνατότητα πρέπει να γίνεται με τέτοιον τρόπο, ώστε να μη συνεπάγεται υπέρμετρη επιβάρυνση για την εκάστοτε τρίτη χώρα μέλος. Ειδικότερα, το εν λόγω μέλος δεν μπορεί να υποχρεωθεί να διενεργήσει ανάλυση της αγοράς ή των τιμών ειδικά για το σκοπό αυτόν. Η υποχρέωση υποβολής αφορά στοιχεία που είναι ήδη διαθέσιμα ή τα οποία μπορούν ευκόλως να συγκεντρωθούν από το οικείο μέλος (π.χ. τελευταία στατιστικά στοιχεία που έχουν ήδη συλλεγεί από τις αρμόδιες στατιστικές υπηρεσίες αλλά δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη, στοιχεία που έχουν συγκεντρώσει τα τελωνεία και αναφέρονται στις εισαγωγές και στις δηλωθείσες αξίες των σχετικών προϊόντων κ.λπ.). Εντούτοις, όταν ένα διάδικο μέλος προβαίνει στη διενέργεια λεπτομερούς έρευνας αγοράς με δικά του έξοδα, οι αρχές της οικείας τρίτης χώρας μέλους οφείλουν να διευκολύνουν το έργο του προσώπου ή της εταιρείας που διενεργεί την ανάλυση και να του παρέχουν πρόσβαση στο σύνολο των στοιχείων που δεν θεωρούνται κανονικά εμπιστευτικά από τις εν λόγω αρχές.

4. Το ΟΕΔ ορίζει έναν εκπρόσωπο, έργο του οποίου είναι η διευκόλυνση της διαδικασίας συγκέντρωσης στοιχείων. Μοναδικός στόχος του εκπροσώπου είναι να εξασφαλίζει την έγκαιρη συγκέντρωση των στοιχείων που χρειάζονται προκειμένου να καθίσταται ευχερέστερη η ταχεία ολοκλήρωση της κατοπινής πολυμερούς διαδικασίας εξέτασης της διαφοράς. Ειδικότερα, ο εκπρόσωπος δύναται να προτείνει τρόπους για την πλέον αποτελεσματική αναζήτηση των απαραίτητων στοιχείων, όπως επίσης να ενθαρρύνει τη συνεργασία μεταξύ των μερών.

5. Η διαδικασία συγκέντρωσης στοιχείων, η αποία περιγράφεται στις παραγράφους 2 έως 4, ολοκληρώνεται εντός 60 ημερών από την ημερομηνία παραπομπής του θέματος στο ΟΕΔ βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 4. Τα στοιχεία που προκύπτουν από την εν λόγω διαδικασία υποβάλλονται στην ειδική ομάδα την οποία έχει συγκροτήσει το ΟΕΔ κατ' εφαρμογή των διατάξεων του μέρους Χ. Τα στοιχεία αυτά είναι σκόπιμο να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, στοιχεία σχετικά με: το ύψος της επίμαχης επιδότησης (και, κατά περίπτωση, την αξία των συνολικών πωλήσεων των επιχειρήσεων που λαμβάνουν την επιδότηση) 7 τις τιμές του επιδοτούμενου προϊόντος 7 τις τιμές του μη επιδοτούμενου προϊόντος 7 τις τιμές που εφαρμόζουν άλλοι προμηθευτές στην αγορά 7 τυχόν μεταβολές της προσφοράς του επιδοτούμενου προϊόντος στην εκάστοτε αγορά 7 και μεταβολές των μεριδίων αγοράς. Επίσης πρέπει να περιλαμβάνουν αποδεικτικά στοιχεία που οι διάδικοι προσκομίζουν προς αντίκρουση των ισχυρισμών του αντιδίκου τους, καθώς και τυχόν συμπληρωματικές πληροφορίες τις οποίες η ειδική ομάδα θεωρεί χρήσιμες για την εξαγωγή των συμπερασμάτων της.

6. Σε περίπτωση που το επιδοτούν μέλον ή/και η τρίτη χώρα μέλος αρνείται να συνεργαστεί στο πλαίσιο της διαδικασίας συγκέντρωσης στοιχείων, το καταγέλλον μέλος αναπτύσσει τις απόψεις του αναφορικά με την πρόκληση σοβαρής ζημίας, θεμελιώνοντάς τις στα αποδεικτικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του 7 επίσης παραθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις περιστάσεις που αναφέρονται στη μη συνεργασία του επιδοτούντος μέλους ή/και της οικείας τρίτης χώρας μέλους. Όταν η απόκτηση ορισμένων στοιχείων είναι αδύνατη εξαιτίας της άρνησης συνεργασίας του επιδοτούντος μέλους ή/και της οικείας τρίτης χώρας μέλους, η ειδική ομάδα δύναται να συμπληρώσει το σχετικό φάκελο όπως η ίδια κρίνει σκόπιμο, στηριζόμενη στην καλύτερη δυνατή τεκμηρίωση που έχει προκύψει από άλλες πηγές.

7. Κατά τη διαμόρφωση της απόφασής της, η ειδική ομάδα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της το γεγονός της άρνησης συνεργασίας εκ μέρους κάποιας πλευράς που συμμετέχει στη διαδικασία συγκέντρωσης στοιχείων και να συνάγει από αυτό συμπεράσματα που επιβαρύνουν τη θέση της εν λόγω πλευράς.

8. Όταν αποφασίζει να χρησιμοποιήσει την καλύτερη διαθέσιμη τεκμηρίωση ή να συναγάγει συμπεράσματα που επιβαρύνουν τη θέση μιας πλευράς, η ειδική ομάδα λαμβάνει υπόψη την άποψη του εκπροσώπου του ΟΕΔ, ο οποίος έχει ορισθεί βάσει της παραγράφου 4, σχετικά με το κατά πόσον είναι εύλογα τα αιτήματα για την παροχή στοιχείων, καθώς και σχετικά με τις προσπάθειες που τα μέρη έχουν καταβάλει για να ανταποκριθούν στα αιτήματα αυτά εγκαίρως και με πθνεύμα συνεργασίας.

9. Η ανωτέρω διαδικασία συγκέντρωσης στοιχείων δεν περιορίζει με κανέναν τρόπο τη δυνατότητα της ειδικής ομάδας να ζητεί συμπληρωματικά στοιχεία τα οποία θεωρεί ουσιώδη για την ορθή επίλυση της διαφοράς και τα οποία δεν ζητήθηκαν ούτε παρεσχέθησαν καταλλήλως στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας. Εντούτοις, η ειδική ομάδα δεν πρέπει κατ' αρχή να ζητεί πρόσθετα στοιχεία προς συμπλήρωση του φακέλου, όταν τα στοιχεία αυτά αναμένεται να ενισχύσουν τη θέση συγκεκριμένης πλευράς και η απουσία των εν λόγω στοιχείων από το φάκελο οφείλεται στην άνευ λόγου άρνηση της εν λόγω πλευράς να συνεργαστεί στο πλαίσιο της διαδικασίας συγκέντρωσης στοιχείων.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΙΤΟΠΙΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 12 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 6

1. Όταν έχει ξεκινήσει έρευνα, οι αρχές του εξάγοντος μέλους και οι επιχειρήσεις που είναι γνωστό ότι εξαρτούν συμφέροντα από την υπόθεση πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με την πρόθεση διενέργειας επιτόπιων ερευνών.

2. Αν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, σχεδιάζεται να συμπεριληφθούν στο κλιμάκιο που πρόκειται να διενεργήσει την έρευνα και εμπειρογνώμονες που δεν υπηρετούν στο Δημόσιο, οι επιχειρήσεις και οι αρχές του εξάγοντος μέλους πρέπει να ενημερώνονται σχετικά. Είναι σκόπιμη η θέσπιση αποτελεσματικών κυρώσεων για περιπτώσεις αθέτησης εκ μέρους των εμπειρογνωμόνων που δεν υπηρετούν στο Δημόσιο των υποχρεώσεων που υπέχουν όσον αφορά την εμπιστευτική μεταχείριση ορισμένων στοιχείων.

3. Πρέπει να αποτελεί πάγια πρακτική η εξασφάλιση της ρητής συγκατάθεσης των εμπλεκομένων επιχειρήσεων του εξάγοντος μέλους πριν από τον οριστικό προγραμματισμό της επίσκεψης.

4. Μόλις εξασφαλισθεί η συγκατάθεση των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, οι αρχές που διεξάγουν την έρευνα γνωστοποιούν στις αρχές του εξάγοντος μέλους τα ονόματα και τις διευθύνσεις των επιχειρήσεων τις οποίες αφορά η επίσκεψη, καθώς και τις συμφωνηθείσες ημερομηνίες.

5. Οι επιχειρήσεις τις οποίες αφορά η επίσκεψη πρέπει να ειδοποιούνται σχετικά ικανό χρονικό διάστημα πριν από την πραγματοποίησή της.

6. Επισκέψεις με σκοπό την παροχή επεξηγήσεων για το ερωτηματολόγιο πρέπει να πραγματοποιούνται μόνο μετά από αίτηση της εξάγουσας επιχείρησης. Σε περιπτώσεις παρόμοιων αιτήσεων, οι αρχές που διεξάγουν την έρευνα δύνανται να τίθενται στη διάθεση της εκάστοτε επιχείρησης. Η πραγματοποίηση επίσκεψης στις περιπτώσεις αυτές απιτρέπεται τότε μόνο, εφόσον: α) οι αρχές του εισάγοντος μέλους έχουν ενημερώσει τους εκπροσώπους της κυβέρνησης του οικείου μέλους και β) οι τελευταίοι δεν έχουν αντίρρηση για την πραγματοποίηση της επίσκεψης.

7. Δεδομένου ότι βασικός σκοπός μιας επιτόπιας έρευνας είναι ο έλεγχος της ακρίβειας στοιχείων που έχουν προσκομιστεί ή η περαιτέρω διευκρίνιση ορισμένων θεμάτων, η επιτόπια έρευνα πρέπει να διενεργείται μετά τη λήψη της απάντησης στο αποσταλέν ερωτηματολόγιο, εκτός αν η οικεία επιχείρηση συμφωνεί να μην ισχύσει κάτι τέτοιο, ενώ η κυβέρνηση του εξάγοντος μέλους ενημερώνεται από τις αρχές που διεξάγουν την έρευνα σχετικά με την προγραμματιζόμενη επίσκεψη και δεν εκφράζει σχετικές αντιρρήσεις 7 επιπλέον, πρέπει να αποτελεί πάγια πρακτική να ενημερώνονται πριν από την επίσκεψη οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σχετικά με το γενικό χαρακτήρα των στοιχείων που πρόκειται να αποτελέσουν αντικείμενο του ελέγχου, όπως επίσης σχετικά με οποιοδήποτε πρόσθετο στοιχείο το οποίο πρέπει να προσκομιστεί, αν και αυτό δεν σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται να ζητείται επιτόπου η παροχή και περαιτέρω διευκρινίσεων, υπό το φως στοιχείων που έχουν ήδη συγκεντρωθεί.

8. Τα στοιχεία που ζητούν οι αρχές ή οι επιχειρήσεις των εξαγόντων μελών και οι απαντήσεις σε τυχόν ερωτήματα που διατυπώνουν, τα οποία είναι ουσιώδη για την επιτυχή διεξαγωγή επιτόπιας έρευνας, πρέπει όποτε είναι δυνατό να δίνονται πριν από την πραγματοποίηση της επίσκεψης.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΕΣ ΧΩΡΕΣ ΜΕΛΗ ΣΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 27 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 ΣΤΟΙΧΕΙΟ α)

Οι αναπτυσσόμενες χώρες μέλη έναντι των οποίων δεν ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 3 παράγραφος 1 στοιχείο α) κατ' εφαρμογήν του άρθρου 27 παράγραφος 2 στοιχείο α) είναι οι εξής:

α) Οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, τις οποίες καθορίζει ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών και οι οποίες είναι μέλη του ΠΟΕ.

β) Για καθεμιά από τις ακόλουθες αναπτυσσόμενες χώρες μέλη του ΠΟΕ είναι εφαρμοστέες οι διατάξεις που ισχύουν για τις υπόλοιπες αναπτυσσόμενες χώρες μέλη δυνάμει του άρθρου 27 παράγραφος 2 στοιχείο β) από τη στιγμή που το ετήσιο ΑΕΠ ανά κεφαλή έχει φθάσει τα USD 1 000 (67): Αίγυπτος, Ακτή Ελεφαντοστού, Βολιβία, Γκάνα, Γουατεμάλα, Γουιάνα, Δομινικανή Δημοκρατία, Ζιμπάμπουε, Ινδία, Ινδονησία, Καμερούν, Κένυα, Κονγκό, Μαρόκο, Νιγηρία, Νικαράγουα, Πακιστάν, Σενεγάλη, Σρι Λάνκα και Φιλιππίνες.

(1) Σε συμφωνία με τις διατάξεις του άρθρου XVI της GATT του 1994 (σημείωση στο άρθρο XVI) και με τις διατάξεις των παραρτημάτων Ι έως ΙΙΙ της παρούσας συμφωνίας, δεν θεωρείται μορφή επιδότησης η απαλλαγή ενός εξαγόμενου προϊόντος από δασμούς ή φόρους που επιβαρύνουν το ομοειδές προϊόν, όταν αυτό προορίζεται για εγχώρια κατανάλωση, ούτε η παραίτηση από την είσπραξη τέτοιου είδους δασμών ή φόρων μέχρι ενός ποσού που δεν υπερβαίνει το ύψος της αναλογούσας οφειλής.

(2) Με τον όρο «αντικειμενικά κριτήρια ή προϋποθέσεις» νοούνται κριτήρια ή προϋποθέσεις που έχουν ουδέτερο χαρακτήρα, δεν ευνοούν συγκεκριμένες επιχειρήσεις σε βάρος άλλων, στηρίζονται σε οικονομικά δεδομένα και εφαρμόζονται οριζοντίως, όπως είναι π.χ. ο αριθμός των απασχολουμένων ή το μέγεθος της εκάστοτε επιχείρησης.

(3) Για το σκοπό αυτό, λαμβάνονται υπόψη ιδίως στοιχεία σχετικά με τη συχνότητα απόρριψης ή έγκρισης των αιτήσεων παροχής επιδότησης, καθώς και οι λόγοι στους οποίους στηρίζονται οι εν λόγω αποφάσεις.

(4) Η προϋπόθεση αυτή συντρέχει όταν από τα πραγματικά δεδομένα προκύπτει ότι, και αν ακόμη ο νόμος δεν εξαρτά την παροχή της επιδότησης από την επίτευξη κάποιας εξαγωγικής επίδοσης, ωστόσο στην πράξη η παροχή της συναρτάται από κάποιον πραγματικό ή προσδοκώμενο όγκο εξαγωγών ή από την πραγματοποίηση εσόδων ορισμένου ύψους από εξαγωγές. Το γεγονός καθαυτό ότι δεδομένη επιδότηση παρέχεται προς επιχειρήσεις που πραγματοποιούν εξαγωγές δεν αρκεί από μόνο του για να της προσδώσει το χαρακτήρα εξαγωγικής επιδοτήσεως κατά την έννοια της παρούσας διάταξης.

(5) Δεν απαγορεύονται βάσει της παρούσας ή οποιασδήποτε άλλης διάταξης της παρούσας συμφωνίας τα μέτρα για τα οποία ορίζεται στο παράρτημα Ι ότι δεν αποτελούν μορφές εξαγωγικών επιδοτήσεων.

(6) Κάθε προθεσμία που τάσσεται στο παρόν άρθρο είναι δυνατό να παρατείνεται με αμοιβαία συμφωνία.

(7) Τα σχετικά με τη σύσταση του εν λόγω οργάνου προβλέπονται από το άρθρο 24.

(8) Σε περίπτωση που δεν έχει προγραμματισθεί κάποια συνεδρίαση του ΟΕΔ για το εν λόγω χρονικό διάστημα, το ΟΕΔ συγκαλείται επί τούτου.

(9) Ο όρος αυτός δεν σημαίνει ότι επιτρέπονται αντίμετρα δυσανάλογης βαρύτητας με βάση το γεγονός ότι οι παρούσες διατάξεις αφορούν απαγορευμένες μορφές επιδοτήσεων.

(10) Ο όρος αυτός δεν σημαίνει ότι επιτρέπονται αντίμετρα δυσανάλογης βαρύτητας με βάση το γεγονός ότι οι παρούσες διατάξεις αφορούν απαγορευμένες μορφές επιδοτήσεων.

(11) Ο όρος «ζημία στον εγχώριο κλάδο παραγωγής» έχει εδώ την ίδια έννοια με αυτήν που του αποδίδεται στο μέρος V.

(12) Ο όρος «αναιρούν ολικώς ή μερικώς» χρησιμοποιείται στην παρούσα συμφωνία με την ίδια έννοια με την οποία χρησιμοποιείται στις αντίστοιχες διατάξεις της GATT του 1994, ενώ για να διαπιστωθεί κατά πόσον υπάρχει ολική ή μερική αναίρεση εφαρμόζεται η ίδια μέθοδος που ακολουθείται και για την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων.

(13) Ο όρος «σοβαρή ζημία στα συμφέροντα κάποιου άλλου μέλους» χρησιμοποιείται στην παρούσα συμφωνία με την ίδια έννοια με την οποία χρησιμοποιείται στο άρθρο XVI παράγραφος 1 της GATT του 1994, και περιλαμβάνει την έννοια του κινδύνου πρόκλησης σοβαρής ζημίας.

(14) Η συνολική κατ' αξίαν επιδότηση υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος IV.

(15) Το κατώτατο όριο που καθορίζεται στην παρούσα παράγραφο δεν ισχύει για τα αεροσκάφη πολιτικής αεροπορίας, δεδομένου ότι αυτά αναμένεται να υπαχθούν σε ειδικούς πολυμερείς κανόνες.

(16) Τα μέλη συμφωνούν ότι, όταν ένα δάνειο που έχει χορηγηθεί με ευνοϊκούς όρους για τη χρηματοδότηση προγράμματος του τομέα αεροσκαφών πολιτικής αεροπορίας δεν αποπληρώνεται ολοσχερώς εξαιτίας του ότι οι πραγματικές πωλήσεις υπολείπονται των προβλέψεων που είχαν πραγματοποιηθεί για τις πωλήσεις, το γεγονός αυτό δεν συνεπάγεται από μόνο του την πρόκληση σοβαρής ζημίας στο πλαίσιο εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.

(17) Εκτός αν για τις συναλλαγές με αντικείμενο το συγκεκριμένο προϊόν ή αγαθό είναι εφαρμοστέοι άλλοι ειδικοί κανόνες, οι οποίοι έχουν συμφωνηθεί σε πολυμερές επίπεδο.

(18) Το γεγονός ότι στην παρούσα παράγραφο μνημονεύονται ορισμένες περιστάσεις δεν προσδίδει από μόνο του στις περιστάσεις αυτές κάποια νομική σημασία, είτε βάσει της GATT του 1994 είτε βάσει της παρούσας συμφωνίας. Οι περιστάσεις αυτές δεν πρέπει να είναι μεμονωμένες, ούτε να παρατηρούνται ανά αραιά χρονικά διαστήματα, ούτε να στερούνται βαρύτητας για οποιονδήποτε λόγο.

(19) Σε περίπτωση που η αίτηση αφορά κάποια επιδότηση η οποία υποτίθεται ότι προκαλεί σοβαρή ζημία κατά την έννοια του άρθρου 6 παράγραφος 1, η υποχρέωση υποβολής των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων αναφορικά με την πρόκληση σοβαρής ζημίας είναι δυνατό να περιορίζεται στα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία τα σχετικά με το κατά πόσον πληρούνται ή όχι οι προϋποθέσεις του άρθρου 6 παράγραφος 1.

(20) Κάθε προθεσμία που τάσσεται στο παρόν άρθρο είναι δυνατό να παρατείνεται με αμοιβαία συμφωνία.

(21) Σε περίπτωση που δεν έχει προγραμματισθεί κάποια συνεδρίαση του ΟΕΔ για το εν λόγω χρονικό διάστημα, το ΟΕΔ συγκαλείται επί τούτου.

(22) Γίνεται δεκτό ότι στα μέλη συνηθίζεται ευρέως η παροχή βοήθειας από το Δημόσιο για διάφορους σκοπούς και ότι το γεγονός και μόνο ότι συγκεκριμένη βοήθεια αυτής της μορφής είναι πιθανό να μην πληροί τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου μία επιδότηση να μην είναι δυνατό να αποτελέσει αντικείμενο αίτησης παροχής έννομης προστασίας βάσει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δεν περιστέλλει αφ' εαυτού τη δυνατότητα των μελών να παρέχουν βοήθεια αυτής της μορφής.

(23) Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν ισχύουν για τα αεροσκάφη πολιτικής αεροπορίας, δεδομένου ότι αυτά αναμένεται να υπαχθούν σε ειδικούς πολυμερείς κανόνες.

(24) Το αργότερο 18 μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας για τον ΠΟΕ, η Επιτροπή για τις Επιδοτήσεις και τα Αντισταθμιστικά Μέτρα, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 24 (καλούμενη στην παρούσα συμφωνία «η επιτροπή»), προβαίνει σε εξέταση της εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου 2 στοιχείο α), σκοπός της οποίας είναι η διενέργεια όλων των απαραίτητων τροποποιήσεων προς την κατεύθυνση της βελτίωσης της εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων. Όταν μελετά το ενδεχόμενο διενέργειας ορισμένων τροποποιήσεων, η επιτροπή εξετάζει προσεκτικά τους ορισμούς των διαφόρων κατηγοριών που δίδονται στην παρούσα παράγραφο, συνεκτιμώντας για τον σκοπό αυτό την πείρα που τα μέλη έχουν αποκτήσει όσον αφορά την υλοποίηση ερευνητικών προγραμμάτων, καθώς και το έργο που επιτελείται στο πλαίσιο άλλων συναφών διεθνών οργανισμών.

(25) Οι διατάξεις της παρούσας συμφωνίας δεν ισχύουν προκειμένου περί εργασιών βασικής έρευνας που διεξάγονται σε ανεξάρτητη βάση από ανώτερα εκπαιδευτικά ή ερευνητικά ιδρύματα. Ο όρος «βασική έρευνα» σημαίνει τη διεύρυνση επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων γενικού χαρακτήρα, η οποία επιχειρείται ανεξαρτήτως βιομηχανικών ή εμπορικών στόχων.

(26) Τα επιτρεπόμενα επίπεδα βοήθειας βάσει της παρούσας παραγράφου, χωρίς να είναι δυνατό να ζητηθεί η παροχή έννομης προστασίας, καθορίζονται με βάση τις συνολικές επιλέξιμες δαπάνες που έχουν απαιτηθεί μέχρι την ολοκλήρωση του εκάστοτε έργου.

(27) Ο όρος «βιομηχανική έρευνα» σημαίνει τη βάσει προγράμματος ή κριτική έρευνα, η οποία αποσκοπεί στην ανακάλυψη νέων γνώσεων, με απώτερο στόχο την ενδεχόμενη αξιοποίηση των γνώσεων αυτών για την ανάπτυξη νέων προϊόντων, μεθόδων ή υπηρεσιών ή για τη σημαντική βελτίωση υφιστάμενων προϊόντων, μεθόδων ή υπηρεσιών.

(28) Ο όρος «εργασίες προανταγωνιστικής ανάπτυξης» σημαίνει το μετασχηματισμό των πορισμάτων της βιομηχανικής έρευνας σε κάποιο πλάνο, προσχέδιο ή σχέδιο σε σχέση με νέα, τροποποιημένα ή βελτιωμένα προϊόντα, μεθόδους ή υπηρεσίες, είτε αυτά προορίζονται για πώληση είτε για χρήση, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας ενός πρωταρχικού προτύπου που δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί για εμπορική χρήση. Επίσης είναι δυνατό να συμπεριλαμβάνει τη θεωρητική επινόηση και σχεδίαση εναλλακτικών προϊόντων, μεθόδων ή υπηρεσιών και την αρχική δοκιμή πρότυπων σχεδίων, υπό τον όρο ότι αυτά δεν μπορούν να υποστούν μετατροπή ή να χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς βιομηχανικής εφαρμογής ή εμπορικής εκμετάλλευσης. Ο όρος δεν συμπεριλαμβάνει συνήθεις ή ανά τακτά χρονικά διαστήματα μετατροπές υφιστάμενων προϊόντων, γραμμών παραγωγής, μεθόδων παραγωγής ή υπηρεσιών, ούτε άλλης μορφής πράξεις που βρίσκονται σε εξέλιξη, ακόμη και αν οι μετατροπές αυτές είναι πιθανό να αποτελούν βελτιώσεις.

(29) Στην περίπτωση προγραμμάτων που συνδυάζουν βιομηχανική έρευνα και προανταγωνιστική ανάπτυξη, το επιτρεπόμενο επίπεδο βοήθειας για την οποία δεν είναι δυνατή η παροχή έννομης προστασίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τον απλό μέσο όρο των επιτρεπόμενων επιπέδων βοήθειας για την οποία δεν είναι δυνατή η παροχή έννομης προστασίας, τα οποία ισχύουν για τις ανωτέρω δύο κατηγορίες, υπολογιζόμενο με βάση το σύνολο των επιλέξιμων δαπανών, κατά τα οριζόμενα στα σημεία i) έως v) της παρούσας παραγράφου.

(30) Με τον όρο «συνολικό πρόγραμμα περιφερειακής ανάπτυξης» νοείται ότι πρόκειται για περιφερειακά προγράμματα επιδότησης, τα οποία εντάσσονται σε πολιτική περιφερειακής ανάπτυξης με συνεκτική εσωτερική διάρθρωση και γενική ισχύ, καθώς και ότι οι επιδοτήσεις που παρέχονται για την περιφερειακή ανάπτυξη δεν διοχετεύονται προς μεμονωμένα σημεία της εκάστοτε περιφέρειας, μη ασκώντας με τον τρόπο αυτό καμία ή σχεδόν καμία επίδραση στην ανάπτυξη μιας περιφέρειας.

(31) Με τον όρο «ουδέτερα και αντικειμενικά κριτήρια» νοούνται κριτήρια με τα οποία δεν ευνοούνται ορισμένες περιφέρειες περισσότερο από ό,τι απαιτείται για την εξάλειψη ή τον περιορισμό των περιφερειακών ανισοτήτων, στο πλαίσιο της ακολουθούμενης πολιτικής περιφερειακής ανάπτυξης. Για το σκοπό αυτό, τα περιφερειακά προγράμματα επιδοτήσεων πρέπει να προβλέπουν ανώτατα ποσά βοήθειας που είναι δυνατό να χορηγούνται για κάθε επιμέρους επιδοτούμενο έργο. Τα εν λόγω ανώτατα όρια πρέπει να διαφοροποιούνται με γνώμονα το βαθμό ανάπτυξης καθεμιάς από τις περιφέρειες που λαμβάνουν τη βοήθεια, καθώς επίσης να ανταποκρίνονται στο επενδυτικό κόστος και στο κόστος της δημιουργίας θέσεων εργασίας. Εντός των εν λόγω ανώτατων ορίων, η κατανομή της βοήθειας πρέπει να είναι αρκούντως ευρεία και ισορροπημένη, ώστε να αποτρέπεται η σε μεγάλο βαθμό αξιοποίηση της επιδότησης από συγκεκριμένες επιχειρήσεις ή η χορήγηση επιδοτήσεων δυσανάλογα μεγάλου ύψους προς συγκεκριμένες επιχειρήσεις, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 2.

(32) Ο όρος «υφιστάμενες μονάδες» σημαίνει τις μονάδες που έχουν λειτουργήσει επί δύο έτη τουλάχιστον κατά το χρόνο επιβολής των νέων περιβαλλοντικών απαιτήσεων.

(33) Γίνεται δεκτό ότι η παρούσα διάταξη, η οποία καθιερώνει υποχρέωση γνωστοποίησης, δεν συνεπάγεται με κανέναν τρόπο ότι τα μέλη υποχρεούνται να παρέχουν πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα που αφορούν επιχειρήσεις.

(34) Η επίκληση των διατάξεων του μέρους ΙΙ ή του μέρους ΙΙΙ είναι δυνατό να γίνει εκ παραλλήλου με την επίκληση των διατάξεων του μέρους V 7 εντούτοις, προκειμένου περί των συνεπειών συγκεκριμένης επιδότησης για την εγχώρια αγορά του εισάγοντος μέλους, είναι δυνατή η προσφυγή σε ένα μόνο είδος μέτρου αποκατάστασης (το οποίο είναι είτε ένας αντισταθμιστικός δασμός, εφόσον πηρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο μέρος V, είτε κάποιο αντίμετρο, κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 4 και 7). Η προσφυγή στις διατάξεις των μερών ΙΙΙ και V δεν είναι δυνατή σε σχέση με μέτρα για τα οποία δεν είναι δυνατή η υποβολή αίτησης παροχής έννομης προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του μέρους IV. Παρ' όλα αυτά, επιτρέπεται η διενέργεια έρευνας με αντικείμενο μέτρα τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α), προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον είναι ή όχι μέτρα ατομικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 2. Επιπλέον, στις περιπτώσεις επιδοτήσεων για τις οποίες γίνεται λόγος στο άρθρο 8 παράγραφος 2, οι οποίες χορηγούνται στο πλαίσιο προγράμματος που δεν έχει γνωστοποιηθεί όπως προβλέπει το άρθρο 8 παράγραφος 3, είναι δυνατή η προσφυγή στις διατάξεις του μέρους ΙΙΙ ή V, αλλά γίνεται δεκτό ότι δεν είναι δυνατή η υποβολή αίτησης παροχής έννομης προστασίας σε σχέση με μια τέτοια περίπτωση επιδότησης, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή αποδεδειγμένα πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 2.

(35) Ο όρος «αντισταθμιστικός δασμός» σημαίνει κάθε ειδικό δασμό ο οποίος επιβάλλεται με σκοπό την εξουδετέρωση των συνεπειών της επιδότησης που έχει ενδεχομένως χορηγηθεί, είτε αμέσως είτε εμμέσως, για την κατασκευή, την παραγωγή ή την εξαγωγή οιουδήποτε εμπορεύματος, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο VI παράγραφος 3 της GATT του 1994.

(36) Ο όρος «έχουν αρχίσει», όπως χρησιμοποιείται στη συνέχεια, αναφέρεται στη διαδικαστική πράξη με την οποία ένα μέλος εγκαινιάζει επισήμως έρευνα, όπως προβλέπει το άρθρο 11.

(37) Στην περίπτωση κατακερματισμένων κλάδων παραγωγής, οι οποίοι απαρτίζονται από εξαιρετικά μεγάλο αριθμό παραγωγών, οι αρχές δύνανται να υπολογίζουν το βαθμό υποστήριξης ή αντίθεσης διά της χρήσης δειγματοληπτικών τεχνικών, οι οποίες ανταποκρίνονται στις αρχές της στατιστικής.

(38) Τα μέλη αναγνωρίζουν ότι στην επικράτεια ορισμένων μελών οι εργαζόμενοι που απασχολούνται από τους εγχώριους παραγωγούς του ομοειδούς προϊόντος ή οι εκπρόσωποι των εν λόγω εργαζομένων δύνανται να υποβάλουν αίτηση για τη διενέργεια έρευνας βάσει της παραγράφου 1 ή να εκφράσουν την υποστήριξή τους προς μια τέτοια αίτηση.

(39) Ο γενικός κανόνας είναι ότι για τους εξαγωγείς η προθεσμία αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία λήψης του ερωτηματολογίου, το οποίο εν προκειμένω γίνεται δεκτό ότι λαμβάνεται μία εβδομάδα από την ημερομηνία αποστολής του σε αυτόν που καλείται να το συμπληρώσει ή από την ημερομηνία διαβίβασης του στον αρμόδιο διπλωματικό εκπρόσωπο του εξάγοντος μέλους ή σε επίσημο εκπρόσωπο του εξάγοντος εδάφους, εφόσον πρόκειται για χωριστό τελωνειακό έδαφος που συγκαταλέγεται στα μέλη του ΠΟΕ.

(40) Γίνεται δεκτό ότι όταν ο αριθμός των ενδιαφερομένων εξαγωγέων είναι ιδιαίτερα μεγάλος το πλήρες κείμενο της αίτησης πρέπει αντ' αυτού να κοινοποιείται μόνο στις αρχές του εξάγοντος μέλους ή στον οικείο επαγγελματικό συλλογικό φορέα, ο οποίος φέρει την ευθύνη να διαβιβάσει εν συνεχεία αντίγραφα του κειμένου στους ενδιαφερόμενους εξαγωγείς.

(41) Τα μέλη αναγνωρίζουν ότι στο έδαφος ορισμένων μελών είναι δυνατό η γνωστοποίηση ορισμένων στοιχείων να είναι υποχρεωτική υπό ορισμένες αυστηρές προϋποθέσεις βάσει δικαστικής απόφασης για τη λήψη συντηρητικών μέτρων.

(42) Τα μέλη συμφωνούν ότι οι αιτήσεις για την παροχή εμπιστευτικής μεταχείρισης δεν πρέπει να απορρίπτονται αυθαίρετα. Επιπλέον τα μέλη συμφωνούν ότι η αρχή που διεξάγει την έρευνα δύναται να ζητήσει την άρση της εμπιστευτικής μεταχείρισης μόνο σε σχέση με πληροφορίες που έχουν κάποια χρησιμότητα στο πλαίσιο της διαδικασίας.

(43) Βάσει των διατάξεων της παρούσας παραγράφου, έχει ιδιαίτερη σημασία ότι η διατύπωση οιουδήποτε καταφατικού συμπεράσματος, είτε προκαταρκτικού είτε οριστικού, δεν είναι δυνατή, αν προηγουμένως δεν έχουν παρασχεθεί στα μέρη οι κατάλληλες δυνατότητες για τη διενέργεια διαβουλεύσεων. Με τις διαβουλεύσεις αυτές είναι δυνατό να καθοριστεί η βάση της απόφασης να συνεχιστεί η διαδικασία δυνάμει των διατάξεων του μέρους ΙΙ, ΙΙΙ ή Χ.

(44) Βάσει της παρούσας συμφωνίας, ο όρος «ζημία» σημαίνει, αν δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό, τη σοβαρή ζημία η οποία προκαλείται σε εγχώριο κλάδο παραγωγής, τον κίνδυνο πρόκλησης σοβαρής ζημίας σε εγχώριο κλάδο παραγωγής ή τη σημαντική επιβράδυνση της δημιουργίας εγχώριου κλάδου παραγωγής 7 η ερμηνεία του εν λόγω όρου διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(45) Οπουδήποτε γίνεται χρήση στην παρούσα συμφωνία του όρου «ομοειδές προϊόν» («like product», «produit similaire»), αυτός νοείται ως αναφερόμενος σε ένα όμοιο προϊόν, δηλαδή προϊόν που μοιάζει από κάθε άποψη με το υπό εξέταση προϊόν ή, αν δεν υπάρχει κάποιο τέτοιο προϊόν, σε ένα άλλο προϊόν, το οποίο, και αν δεν του μοιάζει από κάθε άποψη, ωστόσο έχει χαρακτηριστικά που μοιάζουν σε μεγάλο βαθμό με εκείνα του υπό εξέταση προϊόντος.

(46) Κατά τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 2 και 4.

(47) Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, γίνεται δεκτό ότι ένας παραγωγός συνδέεται με κάποιον εξαγωγέα ή εισαγωγέα μόνο εφόσον α) ο ένας από αυτούς ελέγχει άμεσα ή έμμεσα τον άλλον 7 ή β) και οι δύο ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από κάποιον τρίτο 7 ή γ) από κοινού ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα κάποιον τρίτο, υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχουν λόγοι για να πιστεύει ή να υποψιάζεται κανείς ότι η σχέση αυτή έχει ως αποτέλεσμα να συμπεριφέρεται ο εκάστοτε παραγωγός διαφορετικά από ό,τι συμπεριφέρονται οι μη συνδεόμενοι παραγωγοί. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, γίνεται δεκτό ότι μία οντότητα ελέγχει κάποιαν άλλη όταν η πρώτη έχει τη δυνατότητα, είτε νομικώς είτε λειτουργικώς, να θέτει περιορισμούς στη δεύτερη ή να κατευθύνει τις ενέργειές της.

(48) Ο όρος «είναι δυνατό» δεν σημαίνει ότι επιτρέπεται η ταυτόχρονη συνέχιση της διαδικασίας και η τήρηση αναλήψεων υποχρεώσεων, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζονται στην παράγραφο 4.

(49) Στο πλαίσιο εφαρμογής της παρούσας παραγράφου, ο όρος «ημεδαποί ενδιαφερόμενοι» συμπεριλαμβάνει τους καταναλωτές και τους βιομηχανικούς χρήστες του εισαγόμενου προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας.

(50) Στην παρούσα συμφωνία, ο όρος «επιβολή» σημαίνει τη νομική πράξη του οριστικού ή τελικού υπολογισμού του οφειλόμενου δασμού ή φόρου ή της είσπραξής του.

(51) Όταν το ύψος του αντισταθμιστικού δαμού καθορίζεται βάσει παρελθόντων στοχείων και από την πλέον πρόσφατη διαδικασία αξιολόγησης έχει προκύψει ότι δεν είναι σκόπιμη η επιβολή δασμού, το γεγονός αυτό δεν σημαίνει από μόνο του ότι οι αρχές είναι υποχρεωμένες να καταργήσουν τον οριστικό δασμό.

(52) Όταν οι αρχές παρέχουν πληροφορίες και διευκρινίσεις δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου σε ξεχωριστή έκθεση, λαμβάνουν πρόνοια ώστε το κοινό να μπορεί εύκολα να λάβει γνώση του περιεχομένου της έκθεσης.

(53) Η επιτροπή προβαίνει στη σύσταση ομάδας εργασίας, έργο της οποίας είναι η επανεξέταση του περιεχομένου και της μορφής του ερωτηματολογίου, το οποίο περιλαμβάνεται στα BISD 9S/193-194.

(54) Προκειμένου περί αναπτυσσομένων χωρών μελών, οι οποίες δεν χορηγούν εξαγωγικές επιδοτήσεις κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας για τον ΠΟΕ, η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται με βάση το ύψος των εξαγωγικών επιδοτήσεων που χορηγήθηκαν κατά το έτος 1986.

(55) Η παρούσα παράγραφος δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται η λήψη σε ορισμένες περιπτώσεις μέτρων βάσει άλλων σχετικών διατάξεων της GATT του 1994.

(56) Ο όρος «εμπορικοί όροι» σημαίνει ότι η επιλογή μεταξύ εγχωρίων και εισαγόμενων προϊόντων είναι εντελώς ελεύθερη και γίνεται με βάση εμπορικά και μόνο κριτήρια.

(57) Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας: Ο όρος «άμεσοι φόροι» σημαίνει τους φόρους επί των μισθών, των κερδών, των τόκων, των μισθωμάτων, των ποσών που καταβάλλονται για δικαιώματα εκμετάλλευσης και επί όλων των υπολοίπων μορφών εισοδήματος, καθώς και τους φόρους επί της ακινήτου περιουσίας.

Ο όρος «επιβαρύνσεις επί των εισαγωγών» σημαίνει τους πάσης φύσεως δασμούς και τις λοιπές φορολογικές επιβαρύνσεις επί των εισαγωγών, οι οποίες δεν απαριθμούνται σε κάποιο άλλο σημείο της παρούσας υποσημείωσης.

Ο όρος «έμμεσοι φόροι» σημαίνει τους φόρους επί των πωλήσεων, τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, τους φόρους κύκλου εργασιών, τους φόρους προστιθέμενης αξίας, τους φόρους επί των προνομίων, τα τέλη χαρτοσήμου, τους φόρους μεταβίβασης, τους φόρους επί των αποθεμάτων και του εξοπλισμού, τους φόρους που επιβάλλονται στα σύνορα, καθώς και όλους τους άλλους φόρους πλην των άμεσων φόρων και των επιβαρύνσεων επί των εισαγωγών.

Ο όρος «προανακύψαντες έμμεσοι φόροι» σημαίνει τους έμμεσους φόρους που επιβάλλονται επί των προϊόντων ή των υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται αμέσως ή εμμέσως για την παραγωγή δεδομένου προϊόντος.

Ο όρος «σωρευτικοί έμμεσοι φόροι» σημαίνει τους κλιμακούμενους φόρους οι οποίοι επιβάλλονται όταν δεν υπάρχει κάποιος μηχανισμός για τη μεταγενέστερη πίστωση του φόρου σε περίπτωση που τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που υπόκεινται σε φόρο σε ένα στάδιο της παραγωγής χρησιμοποιούνται σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο της παραγωγής.

Ο όρος «διαγραφή» φορολογικών επιβαρύνσεων περιλαμβάνει την επιστροφή ή μείωση φόρων.

Ο όρος «διαγραφή ή επιστροφή» περιλαμβάνει την ολοσχερή ή μερική απαλλαγή ή αναστολή πληρωμής που παραχωρείται σε σχέση με επιβαρύνσεις επί των εισαγωγών.

(58) Τα μέλη αναγνωρίζουν ότι η αναστολή πληρωμής δεν ισοδυναμεί κατ' ανάγκην με εξαγωγική επιδότηση σε περίπτωση που, παραδείγματος χάρη, ο οφειλέτης επιβαρύνεται με τον αντίστοιχο τόκο. Τα μέλη επιβεβαιώνουν την αρχή ότι οι τιμές των προϊόντων κατά τις συναλλαγές μεταξύ εξαγωγικών επιχειρήσεων και αλλοδαπών αγοραστών τους οποίους ελέγχουν ή οι οποίοι υπόκεινται στον ίδιο έλεγχο με αυτές πρέπει από την άποψη της φορολογίας να είναι οι ίδιες με τις τιμές που θα εφαρμόζονταν μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων, οι οποίες ενεργούν υπό συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού. Κάθε μέλος δύναται να επιστήσει την προσοχή ενός άλλου μέλους σε διοικητικές ή άλλες πρακτικές οι οποίες ενδέχεται να έρχονται σε αντίθεση με την ανωτέρω αρχή και οι οποίες συνεπάγονται σημαντικές εξοικονομήσεις σε άμεσους φόρους στο πλαίσιο συναλλαγών με εξαγωγικό αντικείμενο. Στις περιπτώσεις αυτές, τα οικεία μέλη καταβάλλουν κανονικά προσπάθεια για την επίλυση των διαφορών τους, κάνοντας χρήση μηχανισμών που προβλέπονται από ισχύουσες διμερείς συνθήκες για θέματα φορολογίας ή άλλων συναφών διεθνών μηχανισμών, χωρίς να θίγονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μελών βάσει της GATT του 1994, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος για διενέργεια διαβουλεύσεων, το οποίο καθιερώνεται με το προηγούμενο εδάφιο.

Η παράγραφος ε) δεν σημαίνει ότι τα μέλη δεν έχουν την ευχέρεια να λαμβάνουν μέτρα προκειμένου να αποτρέπουν τη διπλή φορολόγηση εισοδήματος που προέρχεται από αλλοδαπές πηγές, το οποίο κερδίζουν οι επιχειρήσεις τους ή οι επιχειρήσεις ενός άλλου μέλους.

(59) Η παράγραφος η) δεν ισχύει όταν πρόκειται για συστήματα που στηρίζονται στο φόρο προστιθέμενης αξίας ή που τον υποκαθιστούν με προσαρμογές του φόρου που επιβάλλεται στα σύνορα 7 το πρόβλημα της υπέρμετρης διαγραφής οφειλών από φόρους προστιθέμενης αξίας ρυθμίζεται αποκλειστικά από την παράγραφο ζ).

(60) Συντελεστές που καταναλώνονται στην παραγωγική διαδικασία είναι οι συντελεστές που ενσωματώνονται υλικώς στο προϊόν, η ενέργεια, τα καύσιμα και το πετρέλαιο που χρησιμοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία, καθώς και οι καταλύτες που καταναλώνονται κατά τη χρήση τους για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος.

(61) Τα μέλη θα πρέπει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να επιτύχουν μεταξύ τους μια ρύθμιση σχετικά με τα θέματα που δεν έχουν περιληφθεί στο παρόν παράρτημα ή τα οποία χρήζουν περαιτέρω επεξεργασίας για τους σκοπούς του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο α).

(62) Ως «αποδέκτρια επιχείρηση» νοείται μια επιχείρηση στην επικράτεια του επιδοτούντος μέλους.

(63) Όταν πρόκειται για επιδοτήσεις φορολογικού χαρακτήρα, ως αξία του προϊόντος λαμβάνεται η συνολική αξία των πωλήσεων της αποδέκτριας εταιρείας κατά το φορολογικό έτος κατά τη διάρκεια του οποίου αυτή έλαβε την επιδότηση.

(64) Μια επιχείρηση βρίσκεται σε αρχικό στάδιο της λειτουργίας της ακόμη και όταν έχουν αναληφθεί δεσμεύσεις για τη διάθεση κεφαλαίων με σκοπό την ανάπτυξη προϊόντων ή την κατασκευή των εγκαταστάσεων παραγωγής των προϊόντων για τα οποία χορηγείται η επιδότηση, έστω και αν δεν έχει αρχίσει ακόμη η παραγωγή.

(65) Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι απαραίτητο να αποδειχθεί η πρόκληση σοβαρής ζημίας.

(66) Κατά τη διαδικασία συγκέντρωσης στοιχείων από το ΟΕΔ, λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη της προστασίας στοιχείων που είτε έχουν από τη φύση τους εμπιστευτικό χαρακτήρα είτε προσκομίζονται από κάποιο μέλος που μετέχει στη διαδικασία με την επεξήγηση ότι πρόκειται για στοιχεία εμπιστευτικού χαρακτήρα.

(67) Η ένταξη ορισμένων αναπτυσσόμενων χωρών μελών στον κατάλογο της παραγράφου β) βασίζεται στα πλέον πρόσφατα στοιχεία για το κατά κεφαλή ΑΕΠ, τα οποία διέθεσε η Διεθνής Τράπεζα.