02013R0575 — EL — 01.01.2023 — 014.001
Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1) |
Τροποποιείται από:
Διορθώνεται από:
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
της 26ης Ιουνίου 2013,
σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΤΙΤΛΟΣ I
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ
Άρθρο 1
Πεδίο εφαρμογής
Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ενιαίους κανόνες που αφορούν τις γενικές προληπτικές απαιτήσεις που τα ιδρύματα, οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που εποπτεύονται δυνάμει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ πρέπει να τηρούν σε σχέση με τα κατωτέρω στοιχεία:
απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που αφορούν πλήρως ποσοτικοποιήσιμα, ενιαία και τυποποιημένα στοιχεία πιστωτικού κινδύνου, κινδύνου αγοράς, λειτουργικού κινδύνου, κινδύνου διακανονισμού και μόχλευσης,
απαιτήσεις περιορισμού των μεγάλων ανοιγμάτων,
απαιτήσεις ρευστότητας που αφορούν πλήρως ποσοτικοποιήσιμα, ενιαία και τυποποιημένα στοιχεία κινδύνου ρευστότητας,
απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων σχετικά με τα στοιχεία α), β) και γ),
απαιτήσεις δημοσιοποίησης.
Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ενιαίους κανόνες που αφορούν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και τις απαιτήσεις επιλέξιμων υποχρεώσεων, με τις οποίες θα πρέπει να συμμορφώνονται οι οντότητες εξυγίανσης που αποτελούν παγκόσμια συστημικώς σημαντικά ιδρύματα (G-SII) ή μέρος των G-SII και οι σημαντικές θυγατρικές των G-SII εκτός ΕΕ.
Ο παρών κανονισμός δεν διέπει τις απαιτήσεις δημοσίευσης για τις αρμόδιες αρχές στον τομέα της προληπτικής ρύθμισης και εποπτείας των ιδρυμάτων όπως ορίζονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ.
Άρθρο 2
Εποπτικές εξουσίες
Άρθρο 3
Εφαρμογή αυστηρότερων απαιτήσεων από τα ιδρύματα
Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τα ιδρύματα να διατηρούν ίδια κεφάλαια και συνιστώσες τους που υπερβαίνουν αυτά που απαιτούνται από τον παρόντα κανονισμό ή να εφαρμόζουν μέτρα αυστηρότερα από τα προβλεπόμενα στον παρόντα κανονισμό.
Άρθρο 4
Ορισμοί
Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
ως «πιστωτικό ίδρυμα» νοείται η επιχείρηση της οποίας η δραστηριότητα συνίσταται σε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:
στην αποδοχή από το κοινό καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό,
στην άσκηση οποιασδήποτε από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα I τμήμα Α σημεία 3) και 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 6 ), εφόσον ισχύει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα, αλλά η επιχείρηση δεν είναι διαπραγματευτής βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής, οργανισμός συλλογικών επενδύσεων ή ασφαλιστική επιχείρηση:
η συνολική αξία των ενοποιημένων στοιχείων ενεργητικού της επιχείρησης είναι ίση με 30 δισεκατομμύρια EUR ή τα υπερβαίνει,
η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού της επιχείρησης είναι χαμηλότερη από 30 δισεκατομμύρια EUR και η επιχείρηση αποτελεί μέρος ομίλου στον οποίο η συνολική αξία των ενοποιημένων στοιχείων ενεργητικού όλων των επιχειρήσεων εντός του εν λόγω ομίλου, οι οποίες μεμονωμένα διαθέτουν στοιχεία ενεργητικού συνολικής αξίας κάτω των 30 δισεκατομμυρίων EUR και οι οποίες ασκούν οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα I τμήμα Α σημεία 3) και 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, είναι ίση με ποσό των 30 δισεκατομμυρίων EUR ή το υπερβαίνει, ή
η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού της επιχείρησης είναι χαμηλότερη από 30 δισεκατομμύρια EUR και η επιχείρηση αποτελεί μέρος ομίλου στον οποίο η συνολική αξία των ενοποιημένων στοιχείων ενεργητικού όλων των επιχειρήσεων εντός του ομίλου, οι οποίες ασκούν οποιαδήποτε από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο παράρτημα I τμήμα Α σημεία 3) και 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ είναι ίση με ποσό των 30 δισεκατομμυρίων EUR ή το υπερβαίνει, όταν η αρχή ενοποιημένης εποπτείας σε διαβούλευση με το σώμα εποπτών το αποφασίσει προκειμένου να αντιμετωπίσει δυνητικούς κινδύνους καταστρατήγησης και δυνητικούς κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης,
για τους σκοπούς του στοιχείου β) σημεία ii) και iii), όταν η επιχείρηση αποτελεί μέρος ομίλου τρίτης χώρας, τα συνολικά στοιχεία ενεργητικού κάθε υποκαταστήματος του ομίλου τρίτης χώρας με άδεια λειτουργίας στην Ένωση περιλαμβάνονται στη συνδυασμένη συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού όλων των επιχειρήσεων του ομίλου,
ως «επιχείρηση επενδύσεων» νοείται επιχείρηση επενδύσεων όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, εξαιρουμένου όμως των πιστωτικών ιδρυμάτων,
ως «ίδρυμα» νοείται πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή επιχείρηση όπως αναφέρεται στο άρθρο 8α παράγραφος 3 αυτής,
▼M9 —————
ως «ασφαλιστική επιχείρηση» νοείται η ασφαλιστική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 13 σημείο 1) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) ( 7 ),
ως «αντασφαλιστική επιχείρηση» νοείται η αντασφαλιστική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 13 σημείο 4) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ,
ως «οργανισμός συλλογικών επενδύσεων» ή «ΟΣΕ» νοείται ένας ΟΣΕΚΑ όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 8 ), ή ένας οργανισμός εναλλακτικών επενδύσεων (ΟΕΕ), όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 9 ),
ως «οντότητα του δημόσιου τομέα» νοείται διοικητικός μη εμπορικός οργανισμός υπεύθυνος έναντι κεντρικών κυβερνήσεων, περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών ή έναντι αρχών που ασκούν τα ίδια καθήκοντα με τις περιφερειακές κυβερνήσεις και τις τοπικές αρχές, ή μη εμπορική επιχείρηση που ανήκει ή έχει ιδρυθεί και τελεί υπό την αιγίδα κεντρικών κυβερνήσεων, περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών και που έχει ειδικές εγγυητικές ρυθμίσεις, και μπορεί να περιλαμβάνει αυτοδιοικούμενους φορείς, η λειτουργία των οποίων διέπεται από νόμο και οι οποίοι βρίσκονται υπό δημόσια εποπτεία,
ως «διοικητικό όργανο» νοείται το διοικητικό όργανο όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 7) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,
ως «ανώτερα διοικητικά στελέχη» νοούνται τα ανώτερα διοικητικά στελέχη όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 9) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,
ως «συστημικός κίνδυνος» νοείται ο συστημικός κίνδυνος όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 10) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,
ως «κίνδυνος του υποδείγματος» νοείται ο κίνδυνος του υποδείγματος όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 11) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,
ως «μεταβιβάζουσα οντότητα» νοείται σ μεταβιβάζουσα οντότητα όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 3) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 ( 10 ),
ως «ανάδοχη οντότητα» νοείται ανάδοχη οντότητα όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 5) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402,
ως «αρχικός δανειστής» νοείται ο αρχικός δανειστής όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 20) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402,
ως «μητρική επιχείρηση» νοείται:
η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ,
για τους σκοπούς του τμήματος ΙΙ των κεφαλαίων 3 και 4 των τίτλων VΙΙ και VIII της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, καθώς και του μέρους V του παρόντος κανονισμού, η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ και κάθε επιχείρηση η οποία ασκεί πράγματι δεσπόζουσα επιρροή επί άλλης επιχείρησης,
ως «θυγατρική» νοείται:
η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ,
η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ και κάθε επιχείρηση επί της οποίας η μητρική επιχείρηση ασκεί πράγματι δεσπόζουσα επιρροή.
Οι θυγατρικές θυγατρικών θεωρούνται επίσης θυγατρικές της επιχείρησης που είναι η αρχική τους μητρική επιχείρηση,
ως «υποκατάστημα» νοείται ο τόπος επιχείρησης νομικώς εξαρτώμενης από ίδρυμα, η οποία διενεργεί άμεσα, όλες ή ορισμένες από τις συναλλαγές που εντάσσονται στις δραστηριότητες των ιδρυμάτων,
ως «επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών» νοείται η επιχείρηση της οποίας η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην κατοχή ή διαχείριση περιουσίας, στη διαχείριση υπηρεσιών επεξεργασίας δεδομένων ή σε παρεμφερή δραστηριότητα επικουρικής φύσης ως προς την κύρια δραστηριότητα ενός ή περισσότερων ιδρυμάτων,
ως «εταιρεία διαχείρισης» νοείται η εταιρεία διαχείρισης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 5) της οδηγίας 2002/87/ΕΚ ή ο ΔΟΕΕ όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ, περιλαμβανομένων, εάν δεν προβλέπεται άλλως, οντοτήτων τρίτων χωρών που διεξάγουν παρόμοιες δραστηριότητες και υπόκεινται στο δίκαιο τρίτης χώρας ◄ που εφαρμόζει προληπτικές εποπτικές και ρυθμιστικές απαιτήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που εφαρμόζονται στην Ένωση,
ως «χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών» νοείται ένα χρηματοδοτικό ίδρυμα οι θυγατρικές του οποίου είναι, αποκλειστικώς ή κυρίως, ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, και το οποίο δεν είναι μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών· οι θυγατρικές ενός χρηματοδοτικού ιδρύματος είναι κυρίως ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, όταν τουλάχιστον μια εξ αυτών είναι ίδρυμα και όταν πάνω από το 50 % του μετοχικού κεφαλαίου, των ενοποιημένων στοιχείων του ενεργητικού, των εσόδων, του προσωπικού ή άλλου δείκτη του χρηματοδοτικού ιδρύματος που θεωρείται συναφής από την αρμόδια αρχή, συνδέεται με θυγατρικές που είναι ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα,
ως «μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών» νοείται η μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 15) της οδηγίας 2002/87/ΕΚ,
ως «μικτή εταιρεία συμμετοχών» νοείται η μητρική εταιρεία η οποία δεν είναι χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή ίδρυμα ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και μεταξύ των θυγατρικών της οποίας περιλαμβάνεται ένα τουλάχιστον ίδρυμα,
ως «ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας» νοείται η ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας όπως ορίζεται στο άρθρο 13 σημείο 3) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ,
ως «αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας» νοείται η αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας όπως ορίζεται στο άρθρο 13 σημείο 6) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ,
ως «αναγνωρισμένη επιχείρηση επενδύσεων τρίτων χωρών» νοείται η επιχείρηση η οποία πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
εάν ήταν εγκατεστημένη εντός της Ένωσης, θα καλυπτόταν από τον ορισμό της επιχείρησης επενδύσεων,
έχει άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα,
υπόκειται σε και οφείλει να τηρεί κανόνες προληπτικής εποπτείας που θεωρούνται από τις αρμόδιες αρχές ως τουλάχιστον εξίσου αυστηροί με τους κανόνες που θεσπίζει ο παρών κανονισμός ή η οδηγία 2013/36/ΕΕ,
ως «χρηματοδοτικό ίδρυμα» νοείται μια επιχείρηση πλην ιδρύματος και πλην αμιγώς βιομηχανικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, η κύρια δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην απόκτηση συμμετοχών ή στην άσκηση μίας ή περισσότερων από τις δραστηριότητες που παρατίθενται στα σημεία 2) έως 12) και στο σημείο 15) του παραρτήματος I της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, περιλαμβανομένων των επιχειρήσεων επενδύσεων, των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών, των μικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, των επενδυτικών εταιρειών συμμετοχών, των ιδρυμάτων πληρωμών κατά την έννοια της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 11 ) και των εταιρειών διαχείρισης, αλλά αποκλειομένων των ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου και των ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας όπως ορίζονται στο άρθρο 212 παράγραφος 1 στοιχεία στ) και ζ) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ,
ως «οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα» νοείται οποιοσδήποτε από τους κατωτέρω φορείς:
ίδρυμα,
χρηματοδοτικό ίδρυμα,
επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών που περιλαμβάνεται στην ενοποιημένη χρηματοοικονομική κατάσταση ενός ιδρύματος,
ασφαλιστική επιχείρηση,
ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας,
αντασφαλιστική επιχείρηση,
αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας,
ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου όπως ορίζεται στο άρθρο 212 παράγραφος 1 στοιχείο στ) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ,
επιχείρηση που εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας,
επιχείρηση τρίτης χώρας με κύρια δραστηριότητα συγκρίσιμη με οποιαδήποτε από τις οντότητες των στοιχείων α) έως ια),
ως «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος» νοείται το ίδρυμα εντός κράτους μέλους το οποίο διαθέτει ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών ως θυγατρική ή το οποίο κατέχει συμμετοχή σε ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών, και το οποίο δεν αποτελεί το ίδιο θυγατρική άλλου ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος ή χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που έχει ιδρυθεί στο ίδιο κράτος μέλος,
ως «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ» νοείται το μητρικό ίδρυμα εντός κράτους μέλους, το οποίο δεν αποτελεί θυγατρική άλλου ιδρύματος με άδεια λειτουργίας σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ή χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που έχει ιδρυθεί σε οποιοδήποτε κράτος μέλος,
ως «μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη σε κράτος μέλος» νοείται μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη σε κράτος μέλος που είναι επιχείρηση επενδύσεων,
ως «μητρική επιχείρηση επενδύσεων εγκατεστημένη στην ΕΕ» νοείται μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην ΕΕ που είναι επιχείρηση επενδύσεων,
ως «μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος» νοείται το μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, το οποίο είναι ένα πιστωτικό ίδρυμα,
ως «μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ» νοείται το μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, το οποίο είναι πιστωτικό ίδρυμα,
ως «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος» νοείται μια χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών η οποία δεν αποτελεί η ίδια θυγατρική ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος ή άλλης χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που έχει ιδρυθεί στο ίδιο κράτος μέλος,
ως «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ» νοείται η μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εντός κράτους μέλους η οποία δεν αποτελεί θυγατρική ιδρύματος με άδεια λειτουργίας σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ή άλλης χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που έχει ιδρυθεί σε οποιοδήποτε κράτος μέλος,
ως «μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος» νοείται μια μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών η οποία δεν αποτελεί η ίδια θυγατρική ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος, ή χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που έχει ιδρυθεί στο ίδιο κράτος μέλος,
ως «μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ» νοείται η μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εντός κράτους μέλους η οποία δεν αποτελεί θυγατρική ιδρύματος με άδεια λειτουργίας σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ή άλλης χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που έχει ιδρυθεί σε οποιοδήποτε κράτος μέλος,
ως «κεντρικός αντισυμβαλλόμενος» ή «CCP» νοείται ο CCP όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) 648/2012,
ως «συμμετοχή» νοείται η συμμετοχή κατά την έννοια της πρώτης πρότασης του άρθρου 17 της τέταρτης οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών ( 12 ), ή η άμεση ή έμμεση κατοχή τουλάχιστον του 20 % ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης·
ως «ειδική συμμετοχή» νοείται η άμεση ή έμμεση κατοχή κεφαλαίου που αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 10 % του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας επιχείρησης ή που καθιστά δυνατή την άσκηση ουσιώδους επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης αυτής,
ως «έλεγχος» νοείται η σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης, ως ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ή τα λογιστικά πρότυπα στα οποία υπόκειται ίδρυμα δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1606/2002 ή παρεμφερής σχέση μεταξύ κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου και επιχείρησης,
ως «στενοί δεσμοί» νοείται η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μεταξύ τους με έναν από τους κάτωθι τρόπους:
συμμετοχή υπό μορφή ιδιοκτησίας, άμεσης ή μέσω ελέγχου, του 20 % ή ανώτερου ποσοστού των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης,
έλεγχος,
η κατάσταση κατά την οποία αμφότερα ή όλα τα πρόσωπα αυτά συνδέονται σταθερά με το αυτό τρίτο πρόσωπο μέσω ελέγχου,
ως «ομάδα συνδεδεμένων πελατών» νοείται ένα εκ των εξής:
δύο ή περισσότερα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, τα οποία, πλην αντιθέτου αποδείξεως, συνιστούν ενιαίο κίνδυνο, διότι το ένα ελέγχει, άμεσα ή έμμεσα, το άλλο ή τα άλλα,
δύο ή περισσότερα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει σχέση ελέγχου κατά την έννοια του στοιχείου α), αλλά τα οποία θεωρούνται ως αποτελούντα έναν ενιαίο κίνδυνο διότι συνδέονται μεταξύ τους κατά τρόπο που, εάν ένα από αυτά αντιμετωπίζει χρηματοοικονομικά προβλήματα, και ιδίως δυσκολίες χρηματοδότησης ή αποπληρωμής, το άλλο ή όλα τα άλλα πιθανόν να αντιμετωπίσουν επίσης δυσκολίες χρηματοδότησης ή αποπληρωμής.
Κατά παρέκκλιση των στοιχείων α) και β), σε περίπτωση που μια κεντρική κυβέρνηση ελέγχει άμεσα ή διασυνδέεται άμεσα με περισσότερα από ένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, το σύνολο που αποτελείται από την κεντρική κυβέρνηση και όλα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από αυτή σύμφωνα με το στοιχείο α) ή διασυνδέονται με αυτή σύμφωνα με το στοιχείο β) μπορεί να θεωρείται ότι δε συνιστά ομάδα συνδεδεμένων πελατών. Αντιθέτως, η ύπαρξη ομάδας συνδεδεμένων πελατών που σχηματίζεται από την κεντρική κυβέρνηση και λοιπά φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορεί να αξιολογηθεί χωριστά για κάθε ένα από τα πρόσωπα που ελέγχονται άμεσα από αυτή σύμφωνα με το στοιχείο α) ή διασυνδέονται άμεσα με αυτή σύμφωνα με το στοιχείο β) και για το σύνολο των φυσικών και νομικών προσώπων που ελέγχονται από το εν λόγω πρόσωπο σύμφωνα με το στοιχείο α) ή διασυνδέονται με το εν λόγω πρόσωπο σύμφωνα με το στοιχείο β), συμπεριλαμβανομένης της κεντρικής κυβέρνησης. Το ίδιο ισχύει και σε περιπτώσεις περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών στις οποίες εφαρμόζεται το άρθρο 115 παράγραφος 2.
Δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο στοιχείο α) ή β) λόγω του άμεσου ανοίγματός τους έναντι του ίδιου κεντρικού αντισυμβαλλόμενου για σκοπούς δραστηριοτήτων εκκαθάρισης δεν θεωρούνται ότι συνιστούν ομάδα συνδεδεμένων πελατών,
ως «αρμόδια αρχή» νοείται η δημόσια αρχή ή το όργανο που έχουν επίσημα αναγνωριστεί από το εθνικό δίκαιο και έχουν εξουσιοδοτηθεί βάσει του εθνικού δικαίου να εποπτεύουν ιδρύματα ως υπαγόμενα στο σύστημα εποπτείας που εφαρμόζεται στο οικείο κράτος μέλος,
ως «αρχή ενοποιημένης εποπτείας» νοείται η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το άρθρο 111 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,
ως «άδεια λειτουργίας» νοείται μια πράξη, οποιασδήποτε μορφής, των αρχών, από την οποία απορρέει το δικαίωμα άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας,
ως «κράτος μέλος προέλευσης» νοείται το κράτος μέλος όπου έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας σε ίδρυμα,
ως «κράτος μέλος υποδοχής» νοείται το κράτος μέλος όπου ίδρυμα έχει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες,
ως «κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ» νοούνται οι εθνικές κεντρικές τράπεζες που είναι μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ),
ως «κεντρικές τράπεζες» νοούνται οι κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες τρίτων χωρών,
ως «ενοποιημένη κατάσταση» νοείται η κατάσταση που προκύπτει από την εφαρμογή των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλο ΙΙ κεφάλαιο 2 σε ένα ίδρυμα, ως εάν το εν λόγω ίδρυμα αποτελούσε ένα ενιαίο ίδρυμα από κοινού με μία ή περισσότερες άλλες οντότητες,
ως «ενοποιημένη βάση» νοείται η βάση της ενοποιημένης κατάστασης,
«υποενοποιημένη βάση» σημαίνει βάσει της ενοποιημένης κατάστασης μητρικού ιδρύματος, μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που δεν περιλαμβάνει υποομάδα οντοτήτων ή βάσει της ενοποιημένης κατάστασης μητρικού ιδρύματος, μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μητρικής μικτης χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που δεν είναι το τελικό μητρικό ίδρυμα, η τελική μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η τελική μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών,
ως «χρηματοοικονομικό μέσο» νοείται οποιοδήποτε από τα κατωτέρω στοιχεία:
η σύμβαση από την οποία προκύπτει ένα χρηματοοικονομικό στοιχείο ενεργητικού για το ένα συμβαλλόμενο μέρος και ένα χρηματοπιστωτικό στοιχείο παθητικού ή ιδίου κεφαλαίου για το έτερο συμβαλλόμενο μέρος,
μέσο που ορίζεται στο παράρτημα Ι τμήμα Γ της οδηγίας 2004/39/ΕΚ,
ένα παράγωγο χρηματοοικονομικό μέσο,
ένα πρωτογενές χρηματοοικονομικό μέσο,
ένα μέσο σε μετρητά.
Τα μέσα που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) είναι χρηματοοικονομικά μέσα μόνο εάν η αξία τους προκύπτει από την τιμή υποκείμενου χρηματοοικονομικά μέσου ή από την τιμή άλλου υποκείμενου στοιχείου, ποσοστού ή δείκτη,
ως «αρχικό κεφάλαιο» νοείται το ποσό και τα είδη των ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο άρθρο 12 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,
ως «λειτουργικός κίνδυνος» νοείται ο κίνδυνος ζημιών οφειλόμενων στην ανεπάρκεια ή την αποτυχία εσωτερικών διαδικασιών, ατόμων και συστημάτων ή σε εξωτερικά γεγονότα και περιλαμβάνει τον νομικό κίνδυνο,
ως «κίνδυνος απομείωσης της αξίας εισπρακτέων» νοείται ο κίνδυνος ότι ένα εισπρακτέο ποσό θα μειωθεί με πίστωση μετρητών ή άλλου είδους προς τον οφειλέτη,
ως «πιθανότητα αθέτησης υποχρέωσης» ή «PD» νοείται η πιθανότητα αθέτησης ενός αντισυμβαλλομένου σε περίοδο ενός έτους,
ως «ζημία λόγω αθέτησης» ή «LGD» νοείται ο λόγος της ζημίας από άνοιγμα εξαιτίας της αθέτησης υποχρεώσεων εκ μέρους ενός αντισυμβαλλομένου προς το ποσό που είναι ανεξόφλητο κατά τον χρόνο της αθέτησης,
ως «συντελεστής μετατροπής» νοείται ο λόγος του μη αναληφθέντος μέρους μιας πιστοδότησης, το οποίο θα μπορούσε να αναληφθεί και το οποίο, ως εκ τούτου, θα ήταν ανεξόφλητο σε περίπτωση αθέτησης, προς το επί του παρόντος μη αναληφθέν μέρος της πιστοδότησης αυτής, όπου η έκταση της πιστοδότησης καθορίζεται από το εγκεκριμένο όριο, εκτός αν το μη εγκεκριμένο όριο είναι μεγαλύτερο,
ως «τεχνική μείωσης πιστωτικού κινδύνου» νοείται η μέθοδος που εφαρμόζει ένα ίδρυμα προκειμένου να μειωθεί ο πιστωτικός κίνδυνος που συνδέεται με ένα ή περισσότερα ανοίγματα που εξακολουθεί να διατηρεί το εν λόγω ίδρυμα,
ως «χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία» νοείται η τεχνική μείωσης του πιστωτικού κινδύνου όταν η μείωση του πιστωτικού κινδύνου ενός χρηματοδοτικού ανοίγματος ενός ιδρύματος απορρέει από το δικαίωμα του εν λόγω ιδρύματος – σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του αντισυμβαλλομένου ή επέλευσης άλλων συγκεκριμένων πιστωτικών συμβάντων που έχουν σχέση με τον αντισυμβαλλόμενο – να προβεί στη ρευστοποίηση ή να επιτύχει τη μεταβίβαση ή την κατάσχεση ή την παρακράτηση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων ή ποσών, ή να μειώσει το ποσό του ανοίγματος ή να το αντικαταστήσει με το ποσό της διαφοράς μεταξύ του ύψους του ανοίγματος και του ύψους μιας υποχρέωσης του ιδρύματος,
ως «μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία» νοείται η τεχνική μείωσης του πιστωτικού κινδύνου όπου η μείωση του πιστωτικού κινδύνου ενός χρηματοδοτικού ανοίγματος ενός ιδρύματος απορρέει από την υποχρέωση τρίτου να καταβάλει ένα ποσό σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεων του δανειολήπτη ή από την επέλευση άλλων συγκεκριμένων πιστωτικών συμβάντων,
ως «μέσο εξομοιούμενο με μετρητά» νοείται πιστοποιητικό κατάθεσης, ομόλογο, συμπεριλαμβανομένου του καλυμμένου ομολόγου, ή άλλο μέσο μη μειωμένης εξασφάλισης, το οποίο έχει εκδοθεί από ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων, έχει ήδη καταβληθεί στο σύνολό του στο ίδρυμα ή στην επιχείρηση επενδύσεων και επιστρέφεται άνευ όρων από το ίδρυμα ή την επιχείρηση επενδύσεων στην ονομαστική του αξία,
ως «τιτλοποίηση» νοείται τιτλοποίηση όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402,
ως «θέση τιτλοποίησης» νοείται θέση τιτλοποίησης όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 19) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402,
ως «επανατιτλοποίηση» νοείται επανατιτλοποίηση όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 4) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402,
ως «θέση επανατιτλοποίησης» νοείται ένα άνοιγμα σε επανατιτλοποίηση,
ως «πιστωτική ενίσχυση» νοείται η συμβατική ρύθμιση με την οποία η πιστωτική ποιότητα της θέσης σε μια τιτλοποίηση βελτιώνεται σε σχέση με ό,τι θα ήταν χωρίς την ενίσχυση, περιλαμβανομένης της ενίσχυσης που παρέχουν περισσότερα ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας τμήματα τιτλοποίησης (junior tranches) και άλλα είδη πιστωτικής προστασίας,
ως «οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση» ή «ΟΕΣΤ» νοείται οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση ή ΟΕΣΤ όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402,
ως «τμήμα τιτλοποίησης» νοείται σ τμήμα τιτλοποίησης όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 6) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402,
ως «αποτίμηση με τιμές αγοράς» νοείται η αποτίμηση θέσεων σε τιμές ρευστοποίησης άμεσα διαθέσιμες και προερχόμενες από ανεξάρτητη πηγή, όπως τιμές χρηματιστηρίου, τιμές διαθέσιμες από ηλεκτρονικές πηγές και τιμές πρόθεσης συναλλαγής προερχόμενες από περισσότερες ανεξάρτητες και αξιόπιστες χρηματιστηριακούς διαμεσολαβητές,
ως «αποτίμηση βάσει υποδείγματος» νοείται κάθε αποτίμηση η οποία πρέπει να γίνει με τη μέθοδο της συγκριτικής αξιολόγησης ή της προβολής ή να υπολογισθεί άλλως με βάση ένα ή περισσότερα δεδομένα της αγοράς,
ως «ανεξάρτητη επαλήθευση τιμών» νοείται η διαδικασία με την οποία οι τιμές αγοράς ή τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την αποτίμηση βάσει υποδείγματος υποβάλλονται σε τακτικό έλεγχο της ακρίβειας και ανεξαρτησίας τους,
ως «αποδεκτό κεφάλαιο» νοούνται τα ακόλουθα:
για τους σκοπούς του τίτλου ΙΙΙ του δεύτερου μέρους, νοείται το σύνολο των κατωτέρω:
κεφάλαιο της κατηγορίας 1, όπως αναφέρεται στο άρθρο 25, χωρίς να εφαρμόζεται η αφαίρεση στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημείο i),
κεφάλαιο της κατηγορίας 2, όπως αναφέρεται στο άρθρο 71, που είναι ίσο ή λιγότερο από το ένα τρίτο του κεφαλαίου της κατηγορίας 1, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το σημείο i) του παρόντος στοιχείου,
ως «αναγνωρισμένα χρηματιστήρια» νοούνται τα χρηματιστήρια που πληρούν σωρευτικά τα κάτωθι κριτήρια:
είναι ρυθμιζόμενες αγορές ή αγορές τρίτης χώρας που θεωρούνται ισοδύναμες με ρυθμιζόμενες αγορές σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 25 παράγραφος 4 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ,
έχουν μηχανισμό εκκαθάρισης βάσει του οποίου οι συμβάσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα II υπόκεινται σε καθημερινές απαιτήσεις περιθωρίου ασφάλισης οι οποίες, σύμφωνα με τις αρμόδιες αρχές, παρέχουν επαρκή προστασία,
ως «προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές» νοούνται προσαυξημένες συνταξιοδοτικές παροχές που χορηγούνται σε προαιρετική βάση από το ίδρυμα σε εργαζόμενο, ως μέρος του συνόλου των μεταβλητών αποδοχών του, οι οποίες δεν περιλαμβάνουν τις δεδουλευμένες παροχές που αποδίδονται σε εργαζόμενο δυνάμει των όρων του εταιρικού συνταξιοδοτικού προγράμματος,
ως «αξία του ενυπόθηκου ακινήτου» νοείται η αξία ακινήτου ως αποτιμάται κατόπιν προσεκτικής εκτίμησης της μελλοντικής εμπορευσιμότητάς του, λαμβάνοντας υπόψη τα μακροχρόνια διατηρήσιμα χαρακτηριστικά του, τις κανονικές και τις τοπικές συνθήκες της αγοράς, την τρέχουσα χρήση του ακινήτου και τις ενδεχόμενες εναλλακτικές χρήσεις του,
ως «ακίνητο κατοικίας» νοείται η κατοικία που καταλαμβάνει ο ιδιοκτήτης ή ο μισθωτής αυτής, περιλαμβανομένου του δικαιώματος διαμονής σε διαμέρισμα σε οικιστικούς συνεταιρισμούς που βρίσκονται στη Σουηδία,
ως «αγοραία αξία», για τους σκοπούς της ακίνητης περιουσίας, νοείται το εκτιμώμενο ποσό έναντι του οποίου θα ανταλλασσόταν το ακίνητο κατά την ημέρα της αποτίμησης μεταξύ ενός ενδιαφερόμενου αγοραστή και ενός ενδιαφερόμενου πωλητή, οι οποίοι συναλλάσσονται υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού μετά από κατάλληλη εμπορική διαπραγμάτευση και ενεργούν έκαστος εν πλήρη γνώσει, με σύνεση και χωρίς καταναγκασμό,
ως «εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο» νοούνται τα λογιστικά πρότυπα στα οποία υπόκειται το ίδρυμα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 ή της οδηγίας αριθ. 86/635/ΕΟΚ,
ως «ποσοστό αθέτησης ενός έτους» νοείται η αναλογία μεταξύ του αριθμού των αθετήσεων υποχρέωσης που επήλθαν κατά τη διάρκεια μιας περιόδου που αρχίζει ένα έτος πριν από μια ημερομηνία Τ και του αριθμού των οφειλετών που εμπίπτουν στην εν λόγω βαθμίδα ή ομάδα ένα έτος πριν από την ως άνω ημερομηνία,
ως «κερδοσκοπική χρηματοδότηση ακίνητης περιουσίας» νοούνται τα δάνεια για την αγορά ή την ανάπτυξη ή κατασκευή επί οικοπέδου, τα οποία αφορούν ακίνητη περιουσία ή παρόμοια περιουσία, με στόχο την επαναπώληση με σκοπό το κέρδος,
ως «χρηματοδότηση του εμπορίου» νοείται η χρημαδότηση, περιλαμβανομένων των εγγυήσεων, που συνδέεται με την ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών μέσω χρηματοπιστωτικών προϊόντων ορισμένης βραχυπρόθεσμης ληκτότητας, κατά κανόνα μικρότερης του ενός έτους, χωρίς αυτόματη αναχρηματοδότηση,
ως «επισήμως στηριζόμενες εξαγωγικές πιστώσεις» νοούνται τα δάνεια ή οι πιστώσεις για τη χρηματοδότηση της εξαγωγής αγαθών και υπηρεσιών για τα οποία παρέχονται εγγυήσεις, ασφάλιση ή άμεση χρηματοδότηση από επίσημο οργανισμό εξαγωγικών πιστώσεων,
ως «συμφωνία πώλησης και επαναγοράς» και «συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης» νοείται κάθε συμφωνία βάσει της οποίας ένα ίδρυμα ή ο αντισυμβαλλόμενός του μεταβιβάζει τίτλους ή βασικά εμπορεύματα ή εγγυημένα δικαιώματα που αφορούν τίτλο κυριότητας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων και όπου η εγγύηση αυτή έχει εκδοθεί από αναγνωρισμένο χρηματιστήριο που κατέχει τα δικαιώματα επί των τίτλων ή των βασικών εμπορευμάτων και η συμφωνία δεν επιτρέπει σε ένα ίδρυμα να μεταβιβάσει ή ενεχυριάσει ένα συγκεκριμένο τίτλο ή βασικό εμπόρευμα σε πλείονες του ενός αντισυμβαλλομένους ταυτόχρονα, υπό την προϋπόθεση της δέσμευσης επαναγοράς τους — ή επαναγοράς υποκατάστατων τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων με τα αυτά χαρακτηριστικά — σε καθορισμένη τιμή και συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία, που ορίζεται ή πρόκειται να ορισθεί από τον μεταβιβάζοντα, όπου η συμφωνία για το ίδρυμα που πωλεί τους τίτλους ή τα βασικά εμπορεύματα είναι συμφωνία πώλησης και επαναγοράς, για δε το ίδρυμα που τους αγοράζει συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης,
ως «πράξη επαναγοράς» νοείται κάθε πράξη που διέπεται από «συμφωνία πώλησης και επαναγοράς» ή «συμφωνία αγοράς και επαναπώλησης»,
ως «απλή συμφωνία πώλησης και επαναγοράς» νοείται η πράξη πώλησης και επαναγοράς για ένα μόνο στοιχείο περιουσίας ή για παρόμοια μη περίπλοκα στοιχεία περιουσίας, κατ’ αντιδιαστολή προς μια ομάδα στοιχείων ενεργητικού,
ως «θέσεις που κατέχονται με σκοπό τη διαπραγμάτευση» νοούνται οι εξής:
οι για ίδιο λογαριασμό κατεχόμενες θέσεις και οι θέσεις που προκύπτουν από εξυπηρέτηση πελατών και δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης,
οι θέσεις που πρόκειται να επαναπωληθούν βραχυπρόθεσμα,
οι θέσεις που έχουν στόχο την αποκόμιση κέρδους από πραγματικές ή αναμενόμενες βραχυπρόθεσμες αποκλίσεις μεταξύ των τιμών αγοράς και των τιμών πώλησης ή από άλλου είδους διακυμάνσεις των τιμών ή των επιτοκίων,
ως «χαρτοφυλάκιο συναλλαγών» νοείται το σύνολο των θέσεων σε χρηματοοικονομικά μέσα και βασικά εμπορεύματα οι οποίες κατέχονται από ένα ίδρυμα είτε με σκοπό τη συναλλαγή, είτε με σκοπό την αντιστάθμιση θέσεων που κατέχονται με σκοπό τη διαπραγμάτευση σύμφωνα με το άρθρο 104,
ως «πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης» νοείται ο πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο 15) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ,
ως «αναγνωρισμένος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος» νοείται ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που είτε έχει εξουσιοδοτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 είτε έχει αναγνωρισθεί σύμφωνα με το άρθρο 25 του εν λόγω κανονισμού,
ως «κεφάλαιο εκκαθάρισης» νοείται το κεφάλαιο που καθορίζεται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με το άρθρο 42 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και αξιοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 45 του εν λόγω κανονισμού,
ως «προκαταβεβλημένη συνεισφορά στο κεφάλαιο εκκαθάρισης κεντρικού αντισυμβαλλομένου» νοείται η συνεισφορά στο κεφάλαιο εκκαθάρισης κεντρικού αντισυμβαλλομένου η οποία καταβάλλεται από ίδρυμα,
ως «συναλλακτικό άνοιγμα» νοείται το τρέχον άνοιγμα, συμπεριλαμβανομένου του περιθωρίου μεταβλητότητας που οφείλεται στο εκκαθαριστικό μέλος αλλά δεν έχει ακόμα ληφθεί, και οποιοδήποτε δυνητικό μελλοντικό άνοιγμα εκκαθαριστικού μέλους ή πελάτη προς κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, το οποίο προκύπτει από συμβάσεις και συναλλαγές που παρατίθενται στο άρθρο 301 παράγραφος 1 στοιχεία α), β και γ), καθώς και το αρχικό περιθώριο ασφάλειας,
ως «ρυθμιζόμενες αγορές» νοούνται οι ρυθμιζόμενες αγορές όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 14) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ,
ως «μόχλευση» νοείται το σχετικό μέγεθος των στοιχείων ενεργητικού ενός ιδρύματος, των υποχρεώσεων εκτός ισολογισμού και των ενδεχόμενων υποχρεώσεων προς πληρωμή, προς παράδοση ή προς παροχή εγγύησης, περιλαμβανομένων των υποχρεώσεων από ληφθείσα χρηματοδότηση, αναληφθείσες δεσμεύσεις, παράγωγα μέσα και συμφωνίες πώλησης και επαναγοράς, αλλά εξαιρουμένων των υποχρεώσεων που μπορούν να εκτελεστούν μόνο στο πλαίσιο της εκκαθάρισης ενός ιδρύματος, συγκρινόμενα με τα ίδια κεφάλαια του εν λόγω ιδρύματος,
ως «κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης» νοείται ο κίνδυνος που απορρέει από τον ευάλωτο χαρακτήρα ιδρύματος λόγω μόχλευσης ή ενδεχόμενης μόχλευσης που ενδέχεται να απαιτεί ακούσια διορθωτικά μέτρα στο επιχειρηματικό σχέδιό του, περιλαμβανομένης της υπό πίεση πώλησης στοιχείων ενεργητικού που μπορεί να οδηγήσει σε ζημίες ή σε αναπροσαρμογές της αξίας των λοιπών στοιχείων του ενεργητικού του,
ως «προσαρμογή πιστωτικού κινδύνου» νοείται το ποσό ειδικών και γενικών προβλέψεων ζημιών από δάνεια για πιστωτικούς κινδύνους, που αναγνωρίζεται στις οικονομικές καταστάσεις του ιδρύματος σύμφωνα με το εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο,
ως «εσωτερική αντιστάθμιση κινδύνου» νοείται η θέση η οποία αντισταθμίζει σημαντικά τις συνιστώσες στοιχείων κινδύνου μεταξύ μιας θέσης του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και μιας ή περισσότερων θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών ή μεταξύ δύο μονάδων διαπραγμάτευσης,
ως «υποχρέωση αναφοράς» νοείται η υποχρέωση που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της αξίας διακανονισμού με χρηματικά διαθέσιμα ενός πιστωτικού παράγωγου,
ως «εξωτερικός οργανισμός πιστοληπτικών αξιολογήσεων» ή «ΕΟΠΑ» νοείται ο οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ο οποίος είναι εγγεγραμμένος ή πιστοποιημένος σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ( 13 ) ή η κεντρική τράπεζα η οποία εκδίδει πιστωτικές διαβαθμίσεις που εξαιρούνται από την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1060/2009,
ως «καθορισμένος ΕΟΠΑ» νοείται ο ΕΟΠΑ που έχει καθορισθεί από ίδρυμα,
ο όρος «συσσωρευμένα λοιπά συνολικά έσοδα» έχει την ίδια έννοια με αυτή του Διεθνούς Λογιστικού Προτύπου (ΔΛΠ) 1, ως ισχύει δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002,
ως «βασικά ίδια κεφάλαια» νοούνται τα ίδια κεφάλαια κατά την έννοια του άρθρου 88 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ,
ως «ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της Κατηγορίας 1» νοούνται τα στοιχεία βασικών ιδίων κεφαλαίων επιχειρήσεων που υπόκεινται στις απαιτήσεις της οδηγίας 2009/138/ΕΚ εφόσον τα εν λόγω στοιχεία ταξινομούνται στην Κατηγορία 1 κατά την έννοια της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 94 παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας,
ως «πρόσθετα ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της Κατηγορίας 1» νοούνται τα στοιχεία βασικών ιδίων κεφαλαίων επιχειρήσεων που υπόκεινται στις απαιτήσεις της οδηγίας 2009/138/ΕΚ εφόσον τα εν λόγω στοιχεία ταξινομούνται στην Κατηγορία 1 κατά την έννοια της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 94 παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας και εφόσον η συμπερίληψη των ως άνω στοιχείων περιορίζεται από τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που ψηφίζονται σύμφωνα με το άρθρο 99 της ανωτέρω οδηγίας,
ως «ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της Κατηγορίας 2» νοούνται τα στοιχεία βασικών ιδίων κεφαλαίων επιχειρήσεων που υπόκεινται στις απαιτήσεις της οδηγίας 2009/138/ΕΚ εφόσον τα εν λόγω στοιχεία ταξινομούνται στην Κατηγορία 2 κατά την έννοια της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 94 παράγραφος 2 της εν λόγω οδηγίας,
ως «ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της Κατηγορίας 3» νοούνται τα στοιχεία βασικών ιδίων κεφαλαίων επιχειρήσεων που υπόκεινται στις απαιτήσεις της οδηγίας 2009/138/ΕΚ εφόσον τα εν λόγω στοιχεία ταξινομούνται στην Κατηγορία 3 κατά την έννοια της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 94 παράγραφος 3 της εν λόγω οδηγίας,
ο όρος «αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις» έχει την ίδια έννοια με αυτή του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,
ως «αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία» νοούνται οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις η μελλοντική αξία των οποίων μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε περίπτωση που το ίδρυμα παραγάγει φορολογήσιμο κέρδος στο μέλλον,
ο όρος «αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις» έχει την ίδια έννοια με αυτή του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,
ως «περιουσιακά στοιχεία συνταξιοδοτικού ταμείου προκαθορισμένων παροχών» νοούνται τα περιουσιακά στοιχεία ενός συνταξιοδοτικού ταμείου ή συνταξιοδοτικού προγράμματος προκαθορισμένων παροχών, ανάλογα με την περίπτωση, υπολογισμένα μετά την αφαίρεση των υποχρεώσεων του ίδιου ταμείου ή προγράμματος,
ως «διανομές» νοείται η πληρωμή μερισμάτων ή τόκου οποιασδήποτε μορφής,
ο όρος «χρηματοπιστωτική επιχείρηση» έχει την ίδια έννοια με αυτή του άρθρου 13 σημείο 25) στοιχεία β) και δ) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ,
ο όρος «κεφάλαια για γενικούς τραπεζικούς κινδύνους» έχει την ίδια έννοια με αυτή του άρθρου 38 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ,
ο όρος «υπεραξία» έχει την ίδια έννοια με αυτήν του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,
ως «έμμεση συμμετοχή» νοείται κάθε άνοιγμα σε ενδιάμεση οντότητα η οποία έχει άνοιγμα σε κεφαλαιακά μέσα εκδοθέντα από οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα όπου, σε περίπτωση μόνιμης διαγραφής των κεφαλαιακών μέσων που έχει εκδώσει η οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα, η επακόλουθη ζημία του ιδρύματος δεν θα διέφερε ουσιαστικά από τη ζημία που θα συνεπαγόταν για το ίδρυμα άμεση συμμετοχή σε αυτά τα κεφαλαιακά μέσα που έχει εκδώσει η οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα,
ο όρος «άυλα στοιχεία ενεργητικού» έχει την ίδια έννοια με αυτήν του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου και περιλαμβάνει την υπεραξία,
ως «άλλα κεφαλαιακά μέσα» νοούνται τα κεφαλαιακά μέσα που εκδίδονται από οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα που δεν είναι αποδεκτά ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, ως πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2 ή ως ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 1, πρόσθετα ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 1, ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 2 ή ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 3,
ως «λοιπά αποθεματικά» νοούνται τα αποθεματικά κατά την έννοια του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου, τα οποία πρέπει να κοινοποιούνται δυνάμει του ισχύοντος λογιστικού προτύπου, εξαιρουμένων τυχόν ποσών που περιλαμβάνονται ήδη στο λοιπό συνολικό συσσωρευμένο εισόδημα ή στα αδιανέμητα κέρδη,
ως «ίδια κεφάλαια» νοείται το άθροισμα του κεφαλαίου της Κατηγορίας 1 και του κεφαλαίου της Κατηγορίας 2,
ως «μέσα ιδίων κεφαλαίων» νοούνται τα κεφαλαιακά μέσα που εκδίδονται από το ίδρυμα και χαρακτηρίζονται ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή μέσα της κατηγορίας 2,
ως «δικαίωμα μειοψηφίας» νοείται το ποσό του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 θυγατρικής ή ιδρύματος που αποδίδεται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα πέραν αυτών που εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής της εποπτικής ενοποίησης του ιδρύματος,
ο όρος «κέρδος» έχει την ίδια έννοια με αυτήν του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,
ως «αμοιβαία συμμετοχή» νοείται η συμμετοχή ιδρύματος στα μέσα ιδίων κεφαλαίων ή σε άλλα κεφαλαιακά μέσα που εκδίδονται από οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα εφόσον οι εν λόγω οντότητες κατέχουν επίσης μέσα ιδίων κεφαλαίων εκδοθέντα από το ίδρυμα,
ως «κέρδη εις νέον» νοούνται τα αποτελέσματα που μεταφέρονται στην επόμενη περίοδο κατόπιν της τελικής εφαρμογής των αποτελεσμάτων δυνάμει των ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,
ο όρος «διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο» έχει την ίδια έννοια με αυτήν του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,
ο όρος «προσωρινές διαφορές» έχει την ίδια έννοια με αυτήν του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,
ως «σύνθετη συμμετοχή» νοείται επένδυση ιδρύματος σε χρηματοοιιονομικό μέσο η αξία του οποίου συνδέεται άμεσα με την αξία των κεφαλαιακών μέσων που έχει εκδώσει οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα,
ως «συνεγγυητικό σύστημα» νοείται το σύστημα που πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
τα ιδρύματα εμπίπτουν στο ίδιο θεσμικό σύστημα προστασίας που αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 7 ή συνδέονται μόνιμα με δίκτυο σε κεντρικό οργανισμό,
τα ιδρύματα είναι πλήρως ενοποιημένα σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) ή δ) ή το άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ υπάγονται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ιδρύματος που αποτελεί μητρικό ίδρυμα σε κράτος μέλος σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 του παρόντος κανονισμού και υπόκεινται σε απαίτηση ιδίων κεφαλαίων,
το μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο σε κράτος μέλος και οι θυγατρικές του είναι εγκατεστημένα στο ίδιο κράτος μέλος και υπόκεινται σε άδεια λειτουργίας και εποπτεία από την ίδια αρμόδια αρχή,
το μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο σε κράτος μέλος και οι θυγατρικές του έχουν συμφωνήσει σε μια συμβατική ή θεσμική ρύθμιση ευθύνης που προστατεύει τα εν λόγω ιδρύματα και εξασφαλίζει ιδιαίτερα τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητά τους, προκειμένου να αποφεύγεται η χρεοκοπία στις περιπτώσεις όπου τούτο καθίσταται αναγκαίο,
υφίστανται διευθετήσεις για την εξασφάλιση ταχείας παροχής χρηματοδοτικών μέσων από άποψη κεφαλαίου και ρευστότητας, εφόσον καταστεί αναγκαίο, βάσει της συμβατικής ή θεσμικής ρύθμισης του στοιχείου δ),
η επάρκεια των ρυθμίσεων που αναφέρονται στα στοιχεία δ) και ε) παρακολουθείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα από την αρμόδια αρχή,
η ελάχιστη περίοδος προειδοποίησης για εθελοντική έξοδο μιας θυγατρικής από τη ρύθμιση ευθύνης είναι 10 χρόνια,
η αρμόδια αρχή διαθέτει την εξουσία να απαγορεύει την εθελοντική έξοδο μιας θυγατρικής από την ρύθμιση ευθύνης,
ως «διανεμητέα στοιχεία» νοούνται το ποσό των κερδών του τελευταίου οικονομικού έτους, προσαυξημένο κατά τα κέρδη που έχουν μεταφερθεί από την τελευταία χρήση και τα αποθεματικά που είναι διαθέσιμα για τον σκοπό αυτό, προ των διανομών στους κατόχους των μέσων ιδίων κεφαλαίων, μειωμένα κατά το ποσό των ζημιών που έχουν μεταφερθεί από προηγούμενες χρήσεις, κέρδη τα οποία δεν διανέμονται δυνάμει της ενωσιακής ή εθνικής νομοθεσίας ή κανονισμών του ιδρύματος και ποσά που έχουν τοποθετηθεί σε αποθεματικά που δεν διανέμονται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή το καταστατικό του ιδρύματος, σε κάθε περίπτωση σχετικά με τη συγκεκριμένη κατηγορία μέσων ιδίων κεφαλαίων την οποία αφορούν η ενωσιακή ή εθνική νομοθεσία, οι εσωτερικοί κανονισμοί ή το καταστατικό· τα εν λόγω κέρδη, οι ζημίες και τα αποθεματικά προσδιορίζονται βάσει των ατομικών λογαριασμών του ιδρύματος και όχι βάσει των ενοποιημένων λογαριασμών,
ως «διαχειριστής» νοείται ο διαχειριστής όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 13) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402,
ως «αρχή εξυγίανσης» νοείται η αρχή εξυγίανσης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 18) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ,
ως «σχετική αρχή τρίτης χώρας» νοείται η αρχή τρίτης χώρας όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 90) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ,
ως «οντότητα εξυγίανσης» νοείται η οντότητα εξυγίανσης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 83α) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ,
ως «όμιλος εξυγίανσης» νοείται ο όμιλος εξυγίανσης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 83β) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ,
ως «παγκόσμιο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα» ή «G-SII» νοείται ένα G-SII που έχει προσδιοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,
ως «παγκόσμιο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα εκτός ΕΕ» ή «G-SII εκτός ΕΕ» νοείται ένας παγκόσμιος συστημικώς σημαντικός τραπεζικός όμιλος ή τράπεζα (G-SIB) που δεν είναι G-SII και που περιλαμβάνεται στον κατάλογο των G-SIB, που δημοσιεύεται από το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ο οποίος ενημερώνεται τακτικά,
ως «σημαντική θυγατρική» νοείται η θυγατρική που σε ατομική ή ενοποιημένη βάση πληροί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
η θυγατρική κατέχει περισσότερο από το 5 % των ενοποιημένων σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων του ενεργητικού της αρχικής μητρικής επιχείρησης,
η θυγατρική αντιπροσωπεύει πάνω από το 5 % του συνόλου του εισοδήματος εκμετάλλευσης της αρχικής μητρικής επιχείρησης,
το μέτρο του συνολικού ανοίγματος, που αναφέρεται στο άρθρο 429 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού, της θυγατρικής υπερβαίνει το 5 % του μέτρου του ενοποιημένου συνολικού ανοίγματος της αρχικής μητρικής επιχείρησης,
για τον σκοπό του προσδιορισμού της σημαντικής θυγατρικής, όταν εφαρμόζεται το άρθρο 21β παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, οι δύο ενδιάμεσες μητρικές επιχειρήσεις στην ΕΕ λογίζονται ως μία θυγατρική βάσει της ενοποιημένης κατάστασής τους,
ως «οντότητα G-SII» νοείται μια οντότητα με νομική προσωπικότητα που αποτελεί ίδρυμα G-SII ή αποτελεί μέρος ενός G-SII ή ενός G-SII εκτός ΕΕ,
ως «εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα» νοείται εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 57) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ,
ως «όμιλος»: νοείται ένας όμιλος επιχειρήσεων, εκ των οποίων η μία τουλάχιστον είναι ίδρυμα και αποτελείται από μια μητρική επιχείρηση και τις θυγατρικές της, ή από επιχειρήσεις που σχετίζονται μεταξύ τους κατά την έννοια του άρθρου 22 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 14 ),
ως «συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων» νοείται μια συναλλαγή επαναγοράς, μια συναλλαγή δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων ή μια πράξη δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης,
ως «αρχικό περιθώριο» ή «ΙΜ» νοείται κάθε εξασφάλιση, εκτός από το περιθώριο μεταβλητότητας, που εισπράττεται ή παρέχεται σε μια οντότητα προκειμένου να καλύψει το τρέχον και το δυνητικό μελλοντικό άνοιγμα συναλλαγής ή χαρτοφυλακίου συναλλαγών στο διάστημα που απαιτείται για τη ρευστοποίηση των εν λόγω συναλλαγών, ή για την εκ νέου αντιστάθμιση του κινδύνου αγοράς, λόγω αθέτησης του αντισυμβαλλόμενου στη συναλλαγή ή στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών,
ως «κίνδυνος αγοράς» νοείται ο κίνδυνος εμφάνισης ζημιών που προκύπτουν από τις μεταβολές των τιμών της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγματικών ισοτιμιών ή των τιμών των βασικών προϊόντων,
ως «κίνδυνος συναλλάγματος» νοείται ο κίνδυνος εμφάνισης ζημιών που προκύπτουν από τις μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών,
ως «κίνδυνος βασικού εμπορεύματος» νοείται ο κίνδυνος ζημιών που προκύπτουν από τις μεταβολές των τιμών των βασικών προϊόντων,
ως «μονάδα διαπραγμάτευσης» νοείται μια σαφώς προσδιορισμένη ομάδα διαπραγματευτών η οποία συγκροτείται από το ίδρυμα, προκειμένου να διαχειρίζονται από κοινού ένα χαρτοφυλάκιο των θέσεων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών σύμφωνα με μια σαφώς καθορισμένη και συνεκτική επιχειρηματική στρατηγική και η οποία λειτουργεί στο πλαίσιο της ίδιας δομής διαχείρισης των κινδύνων,
«μικρό και μη πολύπλοκο ίδρυμα»: το ίδρυμα το οποίο πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
δεν πρόκειται για μεγάλο ίδρυμα,
η συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού του σε ατομική βάση ή, κατά περίπτωση, σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και την οδηγία 2013/36/ΕΕ είναι κατά μέσο όρο ίση ή μικρότερη από το όριο των 5 δισεκατομμυρίων EUR στη διάρκεια της τετραετούς περιόδου αμέσως πριν από την τρέχουσα ετήσια περίοδο αναφοράς. Τα κράτη μέλη μπορούν να μειώσουν αυτό το όριο,
δεν υπόκειται σε οποιεσδήποτε υποχρεώσεις ούτε υπόκειται σε απλουστευμένες υποχρεώσεις, όσον αφορά τον σχεδιασμό της ανάκαμψης και της εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ,
οι δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του χαρακτηρίζονται ως μικρής κλίμακας σύμφωνα με το άρθρο 94 παράγραφος 1,
η συνολική αξία των θέσεων παραγώγων τις οποίες κατέχει με σκοπό τη διαπραγμάτευση δεν υπερβαίνει το 2 % του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού του εντός και εκτός ισολογισμού, και η συνολική αξία του συνόλου των θέσεων παραγώγων του δεν υπερβαίνει το 5 %, ο δε υπολογισμός αμφότερων των τιμών πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 273α παράγραφος 3,
πάνω από το 75 % των ενοποιημένων συνολικών στοιχείων ενεργητικού και των υποχρεώσεών τους, εξαιρουμένων, και στις δύο περιπτώσεις, των εντός ομίλου ανοιγμάτων, αφορούν δραστηριότητες με αντισυμβαλλομένους που βρίσκονται στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο,
δεν χρησιμοποιεί εσωτερικά μοντέλα για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, εξαιρουμένων των θυγατρικών που χρησιμοποιούν εσωτερικά μοντέλα τα οποία έχουν αναπτυχθεί στο επίπεδο του ομίλου, με την προϋπόθεση ότι ο όμιλος υπόκειται στις απαιτήσεις δημοσιοποίησης που ορίζονται στο άρθρο 433α ή 433γ σε ενοποιημένη βάση,
δεν έχει κοινοποιήσει στην αρμόδια αρχή ένσταση για τον χαρακτηρισμό του ως μικρό και μη πολύπλοκο ίδρυμα,
η αρμόδια αρχή δεν έχει αποφασίσει ότι το ίδρυμα δεν πρέπει να θεωρείται μικρό και μη πολύπλοκο ίδρυμα με βάση ανάλυση του μεγέθους, της διασυνδεσιμότητας, της πολυπλοκότητας ή των χαρακτηριστικών του κινδύνου του,
«μεγάλο ίδρυμα»: το ίδρυμα το οποίο πληροί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
είναι «G-SII»),
έχει προσδιοριστεί ως άλλο συστημικά σημαντικό ίδρυμα («O-SII»), σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφοι 1 και 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,
είναι, στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένο, ένα από τα τρία μεγαλύτερα ιδρύματα ως προς τη συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού,
η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων του σε ατομική βάση ή, κατά περίπτωση, με βάση την ενοποιημένη του κατάσταση σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και την οδηγία 2013/36/ΕΕ, είναι ίση με 30 δισεκατομμύρια EUR τουλάχιστον,
ως «μεγάλη θυγατρική» νοείται η θυγατρική η οποία θεωρείται μεγάλο ίδρυμα,
ως «μη εισηγμένο ίδρυμα» νοείται το ίδρυμα το οποίο δεν έχει εκδώσει τίτλους που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά οποιουδήποτε κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 21) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ,
ως «οικονομική έκθεση» νοείται, για τους σκοπούς του όγδοου μέρους, οικονομική έκθεση κατά την έννοια των άρθρων 4 και 5 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 15 ),
ως «διαπραγματευτής βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής» νοείται η επιχείρηση της οποίας η βασική επιχειρηματική δραστηριότητα αφορά αποκλειστικά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή σε συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων που αναφέρονται στα σημεία 5), 6), 7), 9) και 10), παραγώγων επί δικαιωμάτων εκπομπής που αναφέρονται στο σημείο 4) ή δικαιωμάτων εκπομπής που αναφέρονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημείο 11) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 5
Ορισμοί που ισχύουν για κεφαλαιακές απαιτήσεις για πιστωτικό κίνδυνο
Για τους σκοπούς του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
ως «άνοιγμα» ή «χρηματοδοτικό άνοιγμα» νοείται ένα στοιχείο ενεργητικού ή ένα στοιχείο εκτός ισολογισμού,
ως «ζημία» νοείται η οικονομική ζημία, περιλαμβανομένων σημαντικών μειωτικών επιδράσεων και σημαντικών άμεσων και έμμεσων δαπανών συνδεόμενων με την είσπραξη ποσών στο πλαίσιο ενός μέσου,
ως «αναμενόμενη ζημία» ή «EL» νοείται ο λόγος της αναμενόμενης ζημίας από άνοιγμα λόγω δυνητικής αθέτησης υποχρεώσεων από μέρους ενός αντισυμβαλλομένου ή λόγω απομείωσης της αξίας εισπρακτέων σε περίοδο ενός έτους προς το ποσό που είναι ανεξόφλητο κατά τον χρόνο της αθέτησης.
ΤΙΤΛΟΣ II
ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Εφαρμογή των απαιτήσεων σε ατομική βάση
Άρθρο 6
Γενικές αρχές
Οι σημαντικές θυγατρικές ενός G-SII εκτός ΕΕ συμμορφώνονται με το άρθρο 92β σε ατομική βάση, εφόσον πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
δεν είναι οντότητες εξυγίανσης,
δεν έχουν θυγατρικές,
δεν είναι θυγατρικές μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ.
Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, τα ιδρύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1α του παρόντος άρθρου συμμορφώνονται με το άρθρο 437α και το άρθρο 447 στοιχείο η) σε ατομική βάση.
Τα ιδρύματα συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο έκτο μέρος και στο άρθρο 430 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του παρόντος κανονισμού σε ατομική βάση.
Τα ακόλουθα ιδρύματα δεν απαιτείται να συμμορφώνονται με το άρθρο 413 παράγραφος 1 και τις σχετιζόμενες απαιτήσεις υποβολής αναφορών σχετικά με τη ρευστότητα που καθορίζονται στο έβδομο Α μέρος του παρόντος κανονισμού:
ιδρύματα που έχουν επίσης λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012,
ιδρύματα που έχουν επίσης λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 16 και το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 16 ), υπό τον όρο ότι δεν πραγματοποιούν καμία σημαντική μετατροπή ληκτότητας και
ιδρύματα που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014, υπό τον όρο ότι:
οι δραστηριότητές τους περιορίζονται στην προφορά υπηρεσιών τραπεζικού τύπου, όπως αναφέρονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος του εν λόγω κανονισμού, σε κεντρικά αποθετήρια τίτλων που έχουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 16 του εν λόγω κανονισμού, και
δεν πραγματοποιούν καμία σημαντική μετατροπή ληκτότητας.
Άρθρο 7
Παρέκκλιση από την εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας σε ατομική βάση
Οι αρμόδιες αρχές έχουν τη δυνατότητα να μην εφαρμόσουν το άρθρο 6 παράγραφος 1 σε θυγατρική ιδρύματος εφόσον τόσο η θυγατρική όσο και το ίδρυμα έχουν άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται από το οικείο κράτος μέλος και η θυγατρική περιλαμβάνεται στην πραγματοποιούμενη σε ενοποιημένη βάση εποπτεία του ιδρύματος που αποτελεί τη μητρική επιχείρηση, και εφόσον συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που ακολουθούν, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα ίδια κεφάλαια κατανέμονται επαρκώς μεταξύ μητρικής επιχείρησης και θυγατρικής:
δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων από τη μητρική επιχείρηση,
είτε η μητρική επιχείρηση παρέχει ικανοποιητικές αποδείξεις στην αρμόδια αρχή όσον αφορά τη συνετή διαχείριση της θυγατρικής και έχει δηλώσει, με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής, ότι εγγυάται τις υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει η θυγατρική είτε οι κίνδυνοι της θυγατρικής είναι αμελητέοι,
οι διαδικασίες της μητρικής επιχείρησης όσον αφορά την αξιολόγηση, τη μέτρηση και τον έλεγχο των κινδύνων καλύπτουν τη θυγατρική,
η μητρική επιχείρηση κατέχει περισσότερο από το 50 % των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με μετοχές στο κεφάλαιο της θυγατρικής ή έχει δικαίωμα να διορίζει ή να απολύει την πλειονότητα των μελών του διοικητικού οργάνου της θυγατρικής.
Οι αρμόδιες αρχές έχουν τη δυνατότητα να μην εφαρμόσουν το άρθρο 6 παράγραφος 1, σε μητρικό ίδρυμα σε κράτος μέλος, εφόσον το εν λόγω ίδρυμα έχει άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται από το οικείο κράτος μέλος και περιλαμβάνεται στην πραγματοποιούμενη σε ενοποιημένη βάση εποπτεία και εφόσον συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που ακολουθούν, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα ίδια κεφάλαια κατανέμονται επαρκώς μεταξύ μητρικής επιχείρησης και θυγατρικών:
δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων προς το μητρικό ίδρυμα σε κράτος μέλος,
οι διαδικασίες αξιολόγησης, μέτρησης και ελέγχου των κινδύνων που αφορούν την ενοποιημένη εποπτεία καλύπτουν το μητρικό ίδρυμα σε κράτος μέλος.
Η αρμόδια αρχή που προσφεύγει στην παρούσα παράγραφο ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών.
Άρθρο 8
Παρέκκλιση από την εφαρμογή των απαιτήσεων για την κάλυψη κινδύνων ρευστότητας σε ατομική βάση
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαλλάσσουν πλήρως ή εν μέρει ένα ίδρυμα και όλες ή κάποιες εκ των θυγατρικών του στην Ένωση από την εφαρμογή του έκτου μέρους και τις εποπτεύουν ως αυτόνομη οντότητα διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας εφόσον πληρούν όλες τις κατωτέρω προϋποθέσεις:
το μητρικό ίδρυμα σε ενοποιημένη βάση ή το θυγατρικό ίδρυμα σε υποενοποιημένη βάση συνάδει με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο έκτο μέρος,
το μητρικό ίδρυμα σε ενοποιημένη βάση ή το θυγατρικό ίδρυμα σε υποενοποιημένη βάση παρακολουθεί και εποπτεύει ανά πάσα στιγμή τις θέσεις ρευστότητας όλων των ιδρυμάτων του ομίλου ή της οντότητας, τα οποία υπόκεινται στην απαλλαγή, παρακολουθεί και εποπτεύει ανά πάσα στιγμή τις θέσεις χρηματοδότησης όλων των ιδρυμάτων του ομίλου ή της οντότητας τα οποία απαλλάσσονται από την απαίτηση του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης (NSFR) που ορίζεται στον τίτλο ΙV του έκτου μέρους και διασφαλίζει επαρκές επίπεδο ρευστότητας και σταθερής χρηματοδότησης όταν έχει χορηγηθεί απαλλαγή από την απαίτηση NSFR που ορίζεται στον τίτλο IV του έκτου μέρους, για όλα αυτά τα ιδρύματα,
τα ιδρύματα έχουν συνάψει συμβάσεις προς ικανοποίηση των αρμόδιων αρχών, που προβλέπουν την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων μεταξύ τους και τους επιτρέπουν να πληρούν τις μεμονωμένες και κοινές υποχρεώσεις τους όταν καθίστανται ληξιπρόθεσμες,
δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την εκπλήρωση των συμβάσεων που αναφέρονται στο στοιχείο γ).
Έως την 1η Ιανουαρίου 2014, η Επιτροπή θα υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τυχόν νομικά εμπόδια ικανά να καταστήσουν αδύνατη την εφαρμογή του στοιχείου γ) της πρώτης παραγράφου και καλείται να υποβάλει νομοθετική πρόταση, κατά το δέον, έως την 31η Δεκεμβρίου 2015, για την άρση των εμποδίων αυτών.
Σε περίπτωση που τα ιδρύματα της αυτόνομης οντότητας διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας έχουν άδεια λειτουργίας σε περισσότερα κράτη μέλη, η παράγραφος 1 εφαρμόζεται μόνο μετά την τήρηση της διαδικασίας που ορίζεται στο άρθρο 21 και μόνο σε ιδρύματα των οποίων οι αρμόδιες αρχές συμφωνούν σχετικά με τα κατωτέρω στοιχεία:
την αξιολόγησή τους όσον αφορά τη συμμόρφωση του οργανισμού και την αντιμετώπιση του κινδύνου ρευστότητας κατά τους όρους του άρθρου 86 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ για ολόκληρη την αυτόνομη οντότητα διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας,
την κατανομή των ποσών, την τοποθεσία και την ιδιοκτησία των απαιτούμενων ρευστών διαθεσίμων που πρέπει να κατέχει η αυτόνομη οντότητα διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας, όταν χορηγείται απαλλαγή από την εφαρμογή της απαίτησης του δείκτη κάλυψης ρευστότητας (LCR), όπως ορίζεται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1, και την κατανομή των ποσών και την τοποθεσία της διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης εντός της αυτόνομης οντότητας διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας, όταν χορηγείται απαλλαγή από την απαίτηση NSFR που ορίζεται στον τίτλο IV του έκτου μέρους,
τον καθορισμό των ελάχιστων ποσών των ρευστών διαθεσίμων που πρέπει να κατέχουν τα ιδρύματα τα οποία απαλλάσσονται από την εφαρμογή της απαίτησης του LCR, όπως αυτή ορίζεται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 460 παράγραφος 1, και τον καθορισμό των ελάχιστων ποσών διαθέσιμης σταθερής χρηματοδότησης που πρέπει να κατέχουν τα ιδρύματα τα οποία απαλλάσσονται από την εφαρμογή της απαίτησης NSFR που ορίζεται στον τίτλο IV του έκτου μέρους,
την ανάγκη αυστηρότερων παραμέτρων από αυτές που προβλέπονται στο έκτο μέρος,
την απεριόριστη ανταλλαγή ολοκληρωμένων πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών,
την απόλυτη κατανόηση των επιπτώσεων αυτής της απαλλαγής.
Άρθρο 9
Μέθοδος μερικής ενοποίησης
Άρθρο 10
Απαλλαγή για πιστωτικά ιδρύματα μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εν μέρει ή πλήρως, να απαλλάσσουν από την εφαρμογή των απαιτήσεων που ορίζονται στο δεύτερο έως όγδοο μέρος του παρόντος κανονισμού και στο κεφάλαιο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα στο ίδιο κράτος μέλος, που είναι μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό ο οποίος τα εποπτεύει και είναι εγκατεστημένος στο αυτό κράτος μέλος, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
οι υποχρεώσεις του κεντρικού οργανισμού και των ιδρυμάτων που συνδέονται με αυτόν αποτελούν αλληλέγγυες υποχρεώσεις ή οι υποχρεώσεις των ιδρυμάτων που συνδέονται με αυτόν τον κεντρικό οργανισμό καλύπτονται πλήρως από εγγυήσεις του κεντρικού οργανισμού,
η φερεγγυότητα και η ρευστότητα του κεντρικού οργανισμού και όλων των ιδρυμάτων που συνδέονται με αυτόν παρακολουθούνται στο σύνολό τους βάσει ενοποιημένων λογαριασμών των εν λόγω ιδρυμάτων,
η διοίκηση του κεντρικού οργανισμού έχει τη δυνατότητα να εκδίδει οδηγίες προς τη διοίκηση των ιδρυμάτων που συνδέονται με αυτόν.
Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν και να αξιοποιούν την ισχύουσα εθνική νομοθεσία όσον αφορά την εφαρμογή της απαλλαγής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, εφόσον δεν συγκρούεται με τον παρόντα κανονισμό ή την οδηγία 2013/36/ΕΕ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Εποπτική ενοποίηση
Άρθρο 10α
Εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εξουσίας σε ενοποιημένη βάση όταν οι επιχειρήσεις επενδύσεων είναι μητρικές επιχειρήσεις
Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος κεφαλαίου, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεωρούνται μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες σε κράτος μέλος ή μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ένωση όταν οι εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων είναι μητρικές επιχειρήσεις ενός ιδρύματος ή μιας επιχείρησης επενδύσεων που υπόκεινται στον παρόντα κανονισμό και αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033.
Άρθρο 11
Γενική αντιμετώπιση
Για τη διασφάλιση της εφαρμογής των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού σε ενοποιημένη βάση, οι όροι «ίδρυμα», «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος», «μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ» και «μητρική επιχείρηση», ανάλογα με την περίπτωση, αναφέρονται, επίσης:
σε χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή σε μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, η οποία έχει λάβει άδεια σύμφωνα με το άρθρο 21α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,
σε καθορισμένο ίδρυμα που ελέγχεται από μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, όταν η εν λόγω μητρική εταιρεία δεν υπόκειται σε αδειοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 21α παράγραφος 4 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,
σε χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή ίδρυμα που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 21α παράγραφος 6 στοιχείο δ) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.
Η ενοποιημένη κατάσταση επιχείρησης που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου είναι η ενοποιημένη κατάσταση της μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που δεν υπόκειται σε αδειοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 21α παράγραφος 4 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Η ενοποιημένη κατάσταση επιχείρησης που αναφέρεται στο στοιχείο γ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου είναι η ενοποιημένη κατάσταση της μητρικής της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών.
▼M8 —————
Μόνο οι μητρικές επιχειρήσεις της ΕΕ που αποτελούν σημαντική θυγατρική ενός G-SII εκτός ΕΕ και δεν είναι οντότητες εξυγίανσης συμμορφώνονται με το άρθρο 92β του παρόντος κανονισμού σε ενοποιημένη βάση, στον βαθμό και με τον τρόπο που ορίζει το άρθρο 18 του παρόντος κανονισμού. Όταν εφαρμόζεται το άρθρο 21β παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, κάθε μία από τις δύο ενδιάμεσες μητρικές επιχειρήσεις της ΕΕ που προσδιορίζονται από κοινού ως σημαντική θυγατρική συμμορφώνεται με το άρθρο 92β του παρόντος κανονισμού βάσει της ενοποιημένης κατάστασής τους.
Τα εγκατεστημένα στην ΕΕ μητρικά ιδρύματα συμμορφώνονται με το έκτο μέρος και το άρθρο 430 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του παρόντος κανονισμού, βάσει της ενοποιημένης κατάστασής τους, εφόσον ο όμιλος περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν άδεια παροχής των επενδυτικών υπηρεσιών και άσκησης των δραστηριοτήτων που παρατίθενται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημεία 3) και 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
Σε περίπτωση που έχει χορηγηθεί απαλλαγή δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφοι 1 έως 5, τα ιδρύματα και, κατά περίπτωση, οι χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή οι μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών που αποτελούν μέρος μιας αυτόνομης οντότητας διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας συμμορφώνονται με το έκτο μέρος και το άρθρο 430 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του παρόντος κανονισμού σε ενοποιημένη βάση ή στην υποενοποιημένη βάση της αυτόνομης οντότητας διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας.
Η προσέγγιση που καθορίζεται στο πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται χωρίς να θίγει την αποτελεσματική εποπτεία σε ενοποιημένη βάση και δεν επιφέρει δυσανάλογα δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος άλλων κρατών μελών ή στην Ένωση συνολικά, ούτε αποτελεί ή δημιουργεί εμπόδιο στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.
▼M8 —————
Άρθρο 12α
Ενοποιημένος υπολογισμός για τα G-SII με πολλαπλές οντότητες εξυγίανσης
Σε περίπτωση που τουλάχιστον δύο οντότητες G-SII που αποτελούν μέρος του ίδιου G-SII συνιστούν οντότητες εξυγίανσης ή οντότητες τρίτης χώρας που θα ήταν οντότητες εξυγίανσης εάν ήταν εγκατεστημένες στην Ένωση, το εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό ίδρυμα του εν λόγω G-SII υπολογίζει το ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 92α παράγραφος 1 στοιχείο α):
για κάθε οντότητα εξυγίανσης ή οντότητα τρίτης χώρας που θα ήταν οντότητα εξυγίανσης εάν ήταν εγκατεστημένη στην Ένωση·
για το εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό ίδρυμα, σαν να ήταν η μοναδική οντότητα εξυγίανσης του G-SII.
Ο υπολογισμός που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου πραγματοποιείται βάσει της ενοποιημένης κατάστασης του εγκατεστημένου στην ΕΕ μητρικού ιδρύματος.
Οι αρχές εξυγίανσης ενεργούν σύμφωνα με το άρθρο 45δ παράγραφος 4 και το άρθρο 45η παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
Άρθρο 13
Εφαρμογή των απαιτήσεων δημοσιοποίησης σε ενοποιημένη βάση
Οι μεγάλες θυγατρικές των εγκατεστημένων στην ΕΕ μητρικών ιδρυμάτων δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που προσδιορίζονται στα άρθρα 437, 438, 440, 442, 450, 451, 451α και 453 σε ατομική βάση ή, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και την οδηγία 2013/36/ΕΕ, σε υποενοποιημένη βάση.
Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 εφαρμόζεται στις θυγατρικές μητρικών επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα, εφόσον οι εν λόγω θυγατρικές είναι μεγάλες θυγατρικές.
Άρθρο 14
Εφαρμογή των απαιτήσεων του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 σε ενοποιημένη βάση
▼M9 —————
Άρθρο 18
Μέθοδοι εποπτικής ενοποίησης
Για τους σκοπούς του άρθρου 11 παράγραφος 3α, τα ιδρύματα που υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 92α ή 92β σε ενοποιημένη βάση διεξάγουν πλήρη ενοποίηση όλων των ιδρυμάτων και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που είναι θυγατρικές τους στους συναφείς ομίλους εξυγίανσης.
Οι αρμόδιες αρχές αποφασίζουν αν και με ποια μορφή θα γίνει η ενοποίηση, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα ασκεί, κατά τις αρμόδιες αρχές, σημαντική επιρροή επί ενός ή πλειόνων ιδρυμάτων ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, χωρίς όμως να διαθέτει συμμετοχή ή άλλο κεφαλαιακό δεσμό με αυτά, και
όταν δύο ή πλείονα ιδρύματα ή χρηματοδοτικά ιδρύματα τίθενται υπό ενιαία διοίκηση, χωρίς προς τούτο να απαιτείται σχετική σύμβαση ή ρήτρα του καταστατικού τους.
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν ιδίως να επιτρέψουν ή να επιβάλουν τη χρήση της μεθόδου που προβλέπεται στο άρθρο 22 παράγραφοι 7, 8 και 9 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ. Η μέθοδος αυτή δεν σημαίνει ωστόσο υπαγωγή των επιχειρήσεων αυτών στην εποπτεία επί ενοποιημένης βάσης.
Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε ιδρύματα, ή να απαιτούν από αυτά, να εφαρμόζουν διαφορετική μέθοδο σε τέτοιες θυγατρικές ή συμμετοχές, συμπεριλαμβανομένης της μεθόδου που απαιτείται βάσει του εφαρμοστέου λογιστικού πλαισίου, υπό τον όρο ότι:
το ίδρυμα δεν εφαρμόζει ήδη τη μέθοδο της καθαρής θέσης κατά την 28η Δεκεμβρίου 2020,
η εφαρμογή της μεθόδου της καθαρής θέσης θα επέφερε αδικαιολόγητη επιβάρυνση ή η μέθοδος της καθαρής θέσης δεν αντικατοπτρίζει επαρκώς τους κινδύνους στους οποίους εκθέτει η επιχείρηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο το ίδρυμα και
η μέθοδος που εφαρμόζεται δεν έχει ως αποτέλεσμα την πλήρη ή αναλογική ενοποίηση της εν λόγω επιχείρησης.
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν την πλήρη ή αναλογική ενοποίηση θυγατρικής ή επιχείρησης στην οποία ίδρυμα διαθέτει συμμετοχή, όταν η εν λόγω θυγατρική ή επιχείρηση δεν είναι ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών και πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
η επιχείρηση δεν είναι ασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, αντασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή επιχείρηση που αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας,
υπάρχει ουσιαστικός κίνδυνος το ίδρυμα να αποφασίσει να παρέχει χρηματοδοτική υποστήριξη στην εν λόγω επιχείρηση σε ακραίες συνθήκες, απουσία ή καθ' υπέρβαση τυχόν συμβατικών υποχρεώσεων για την παροχή τέτοιας υποστήριξης.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 19
Οντότητες που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της εποπτικής ενοποίησης
Ένα ίδρυμα, ένα χρηματοδοτικό ίδρυμα ή μια επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών που αποτελούν θυγατρικές ή μια επιχείρηση στην οποία κατέχεται συμμετοχή δεν χρειάζεται να συμπεριληφθεί στην ενοποίηση σε περίπτωση όταν το συνολικό ποσό των στοιχείων του ενεργητικού και των λογαριασμών εκτός ισολογισμού της σχετικής επιχείρησης υπολείπεται του μικρότερου των δύο παρακάτω ποσών:
10 εκατομμύρια EUR,
1 % των στοιχείων του ενεργητικού και των λογαριασμών εκτός ισολογισμού της μητρικής επιχείρησης ή της επιχείρησης που κατέχει τη συμμετοχή.
Οι αρμόδιες αρχές που έχουν αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία βάσει του άρθρου 111 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ μπορούν να αποφασίσουν κατά περίπτωση να μην υπαγάγουν στην ενοποίηση ένα ίδρυμα, ένα χρηματοδοτικό ίδρυμα ή μια επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών που αποτελούν θυγατρικές ή στα οποία κατέχεται συμμετοχή:
όταν η υπόψη επιχείρηση βρίσκεται σε τρίτη χώρα όπου υπάρχουν νομικά εμπόδια στην διαβίβαση των αναγκαίων πληροφοριών,
όταν η υπόψη επιχείρηση είναι αμελητέα μόνον σε σχέση με τους στόχους της παρακολούθησης ιδρυμάτων,
όταν, κατά τη γνώμη των αρμοδίων αρχών που έχουν αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία, η ενοποίηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της υπόψη επιχείρησης θα ήταν απρόσφορη ή παραπλανητική ►C3 όσον αφορά τους στόχους της εποπτείας ιδρυμάτων. ◄
Άρθρο 20
Κοινές αποφάσεις σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας
Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους, σε πλήρη συνεννόηση:
όσον αφορά τις αιτήσεις χορήγησης των αδειών που μνημονεύονται στο άρθρο 143 παράγραφος 1, το άρθρο 151 παράγραφοι 4 και 9, το άρθρο 283, το άρθρο 312 παράγραφος 2 και το άρθρο 363 αντίστοιχα που υποβάλλονται από μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και τις θυγατρικές του ή από κοινού από τις θυγατρικές επιχειρήσεις μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, προκειμένου να αποφασισθεί αν πρέπει να χορηγηθεί ή όχι η αιτούμενη άδεια και να προσδιοριστούν τυχόν όροι και προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για τη χορήγησή της,
προκειμένου να προσδιορίσουν κατά πόσον πληρούνται τα κριτήρια για ειδική αντιμετώπιση εντός του αυτού ομίλου, ως ορίζονται στο άρθρο 422 παράγραφος 9 και στο άρθρο 425 παράγραφος 5, όπως συμπληρώνονται με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα της ΕΑΤ που αναφέρονται στο άρθρο 422 παράγραφος 10 και το άρθρο 425 παράγραφος 6.
Οι αιτήσεις υποβάλλονται μόνο στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας.
Η αίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 312 παράγραφος 2 του κανονισμού περιλαμβάνει περιγραφή των μεθόδων που εφαρμόζονται για την κατανομή των κεφαλαιακών απαιτήσεων έναντι λειτουργικού κινδύνου μεταξύ των διαφόρων οντοτήτων του ομίλου. Η αίτηση αναφέρει εάν και με ποιο τρόπο σχεδιάζεται να ενσωματωθούν οι επιπτώσεις της διαφοροποίησης στο σύστημα μέτρησης κινδύνων.
Οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να λάβουν από κοινού απόφαση εντός έξι μηνών σχετικά με:
την αίτηση που αναφέρει η παράγραφος 1 στοιχείο α),
την εκτίμηση των κριτηρίων και τον προσδιορισμό της ειδικής αντιμετώπισης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β).
Η κοινή αυτή απόφαση παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση η οποία διαβιβάζεται στον αιτούντα από την αρμόδια αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1.
Η περίοδος που αναφέρεται στην παράγραφο 2 αρχίζει:
κατά την ημερομηνία παραλαβής από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας της ολοκληρωμένης αίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α). Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας προωθεί την ολοκληρωμένη αίτηση στις άλλες αρμόδιες αρχές χωρίς καθυστέρηση,
κατά την ημερομηνία παραλαβής από τις αρμόδιες αρχές αναφοράς που συντάχθηκε από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και αναλύει υποχρεώσεις εντός του ομίλου.
Η εν λόγω απόφαση παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και λαμβάνει υπόψη τις θέσεις και τις επιφυλάξεις που έχουν εκφράσει οι άλλες αρμόδιες αρχές εντός του χρονικού διαστήματος των έξι μηνών.
Η απόφαση ανακοινώνεται στο μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ ή στη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή στη μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ και στις άλλες αρμόδιες αρχές από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.
Αν στο τέλος του εξαμήνου οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της σχετικά με την παράγραφο 1 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου και περιμένει την απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του ανωτέρω κανονισμού ως προς την απόφασή της, στη συνέχεια δε αποφασίζει σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η προθεσμία έξι μηνών θεωρείται περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά το πέρας του εξαμήνου ή αφού ληφθεί απόφαση από κοινού.
Η εν λόγω απόφαση παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και λαμβάνει υπόψη τις θέσεις και τις επιφυλάξεις που έχουν εκφράσει οι άλλες αρμόδιες αρχές εντός του χρονικού διαστήματος των έξι μηνών.
Η απόφαση ανακοινώνεται στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας η οποία ενημερώνει το μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ, τη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών που είναι εγκατεστημένη στην ΕΕ ή τη μητρική μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που είναι εγκατεστημένη στην ΕΕ.
Αν στο τέλος του εξαμήνου η αρχή ενοποιημένης εποπτείας έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της θυγατρικής σε ατομική βάση αναβάλλει την απόφασή της σχετικά με την παράγραφο 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου και αναμένει την απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του ανωτέρω κανονισμού ως προς την απόφασή της, στη συνέχεια δε αποφασίζει σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η προθεσμία έξι μηνών θεωρείται η φάση συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά το πέρας του εξαμήνου ή αφού ληφθεί απόφαση από κοινού.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 2014.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρα 21
Κοινές αποφάσεις για το επίπεδο εφαρμογής των απαιτήσεων ρευστότητας
Η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός έξι μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας η οποία καθορίζει αυτόνομες οντότητες διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 8. Σε περίπτωση διαφωνίας κατά τη διάρκεια της εξάμηνης περιόδου, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας συμβουλεύεται την ΕΑΤ αν αυτό ζητηθεί από οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί εξ ιδίας πρωτοβουλίας να συμβουλεύεται την ΕΑΤ.
Η κοινή απόφαση μπορεί επίσης να επιβάλλει περιορισμούς στον τόπο διακράτησης και την ιδιοκτησία των ρευστών διαθεσίμων και ελάχιστα ποσά ρευστών διαθεσίμων τα οποία πρέπει να κατέχουν τα ιδρύματα που εξαιρούνται από την εφαρμογή του έκτου μέρους.
Η κοινή απόφαση παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και υποβάλλεται στο μητρικό ίδρυμα της αυτόνομης οντότητας διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.
Ωστόσο, οποιαδήποτε αρμόδια αρχή μπορεί κατά τη διάρκεια του εξαμήνου να ερωτά την ΕΑΤ εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ). Στην περίπτωση αυτή, η ΕΑΤ μπορεί να μεσολαβεί κατά τρόπο μη δεσμευτικό, σύμφωνα με το άρθρο 31 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, και όλες οι εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές αναβάλλουν την απόφασή τους εν αναμονή της έκβασης της μη δεσμευτικής διαμεσολάβησης. Εάν, κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης, δεν επιτευχθεί συμφωνία από τις αρμόδιες αρχές εντός τριών μηνών, κάθε αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία σε ατομική βάση λαμβάνει τη δική της απόφαση, συνεκτιμώντας την αναλογικότητα των οφελών και των κινδύνων στο επίπεδο του κράτους μέλους του μητρικού ιδρύματος και την αναλογικότητα των οφελών και των κινδύνων στο επίπεδο του κράτους μέλους της θυγατρικής. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά το πέρας του εξαμήνου ή αφού ληφθεί απόφαση από κοινού.
Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και οι αποφάσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου είναι δεσμευτικές.
Άρθρο 22
Υποενοποίηση σε περιπτώσεις οντοτήτων σε τρίτες χώρες
Άρθρο 23
Επιχειρήσεις σε τρίτες χώρες
Για τους σκοπούς της εφαρμογής εποπτείας σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο, οι όροι «επιχείρηση επενδύσεων», «πιστωτικό ίδρυμα», «χρηματοδοτικό ίδρυμα» και «ίδρυμα» ισχύουν επίσης για επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες, οι οποίες αν ήταν εγκατεστημένες στην Ένωση θα πληρούσαν τους ορισμούς των ως άνω όρων στο άρθρο 4.
Άρθρο 24
Αποτίμηση στοιχείων ενεργητικού και στοιχείων εκτός ισολογισμού
ΙΔΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΞΙΜΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ
ΤΙΤΛΟΣ Ι
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΙΔΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Κεφάλαιο της κατηγορίας 1
Άρθρο 25
Κεφάλαιο της κατηγορίας 1
Το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 ενός ιδρύματος αποτελείται από το άθροισμα του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 και του πρόσθετου κεφαλαίου της κατηγορίας 1 του ιδρύματος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1
Άρθρο 26
Στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1
Τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 των ιδρυμάτων αποτελούνται από τα εξής:
κεφαλαιακά μέσα, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 28 ή, κατά περίπτωση, στο άρθρο 29,
η διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά τα μέσα που αναφέρονται στο στοιχείο α),
κέρδη εις νέον,
συσσωρευμένα λοιπά συνολικά έσοδα,
λοιπά αποθεματικά,
κεφάλαια για γενικούς τραπεζικούς κινδύνους.
Τα στοιχεία που αναφέρονται στα στοιχεία γ) έως στ) αναγνωρίζονται ως στοιχεία κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μόνο εφόσον διατίθενται στο ίδρυμα για την απεριόριστη και άμεση κάλυψη κινδύνων ή ζημιών κατά τη στιγμή της επέλευσής τους.
Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ), τα ιδρύματα μπορούν να συμπεριλάβουν ενδιάμεσα κέρδη περιόδου ή κέρδη τέλους χρήσεως στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 πριν από τη λήψη επίσημης απόφασης από το ίδρυμα που επιβεβαιώνει το τελικό αποτέλεσμα του ιδρύματος, μόνο με την προηγούμενη έγκριση της αρμόδιας αρχής. Η αρμόδια αρχή χορηγεί την άδειά της εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
τα εν λόγω κέρδη έχουν ελεγχθεί από πρόσωπα ανεξάρτητα από το ίδρυμα, τα οποία είναι αρμόδια για τον έλεγχο των οικονομικών καταστάσεων του εν λόγω ιδρύματος,
οι αρμόδιες αρχές έχουν λάβει ικανοποιητικές αποδείξεις ότι κάθε προβλέψιμη επιβάρυνση και πρόβλεψη για μερίσματα έχει αφαιρεθεί από το ύψος των εν λόγω κερδών.
Ο έλεγχος των ενδιάμεσων κερδών περιόδου ή των κερδών τέλους χρήσης του ιδρύματος θα διασφαλίζει επαρκώς ότι τα ανωτέρω κέρδη έχουν εκτιμηθεί σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στο ισχύον λογιστικό πλαίσιο.
Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, τα ιδρύματα μπορούν να ταξινομούν ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μεταγενέστερες εκδόσεις ενός είδους μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 για το οποίο έχουν ήδη λάβει έγκριση, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
οι διατάξεις που διέπουν αυτές τις μεταγενέστερες εκδόσεις είναι κατ' ουσίαν οι ίδιες με τις διατάξεις που διέπουν τις εκδόσεις για τις οποίες τα ιδρύματα έχουν ήδη λάβει έγκριση,
τα ιδρύματα έχουν κοινοποιήσει αυτές τις μεταγενέστερες εκδόσεις στις αρμόδιες αρχές πριν από την ταξινόμησή τους ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.
Οι αρμόδιες αρχές συμβουλεύονται την ΕΑΤ πριν από την έγκριση νέων ειδών κεφαλαιακών μέσων που πρόκειται να χαρακτηριστούν ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν δεόντως υπόψη τη γνώμη της ΕΑΤ και, αν αποφασίσουν να αποκλίνουν από αυτήν, αποστέλλουν έγγραφο στην ΕΑΤ εντός τριών μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της γνώμης της ΕΑΤ, στο οποίο εκθέτουν το σκεπτικό για την παρέκκλιση από τη σχετική γνώμη. Το παρόν εδάφιο δεν εφαρμόζεται στα κεφαλαιακά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 31.
Βάσει πληροφοριών που συλλέγονται από τις αρμόδιες αρχές, η ΕΑΤ καταρτίζει, τηρεί και δημοσιεύει κατάλογο όλων των ειδών κεφαλαιακών μέσων σε έκαστο κράτος μέλος τα οποία κρίνονται ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η ΕΑΤ μπορεί να συλλέγει οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με τα μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, σχετικά με τα οποία κρίνει αναγκαίο να διαπιστώσει τη συμμόρφωση με τα κριτήρια του άρθρου 28 ή, κατά περίπτωση, του άρθρου 29 του παρόντος κανονισμού και για τον σκοπό της τήρησης και της ενημέρωσης του καταλόγου που αναφέρεται στο παρόν εδάφιο.
Μετά από τη διαδικασία αξιολόγησης του άρθρου 80 και εφόσον υφίστανται επαρκείς ενδείξεις ότι τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα δεν πληρούν ή δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια του άρθρου 28 ή, κατά περίπτωση, του άρθρου 29, η ΕΑΤ μπορεί να αποφασίσει να μην προσθέσει τα εν λόγω μέσα στον κατάλογο που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο ή να τα αποσύρει από αυτόν, ανάλογα με την περίπτωση. Η ΕΑΤ πραγματοποιεί σχετική ανακοίνωση, η οποία αναφέρεται επίσης στη θέση της σχετικής αρμόδιας αρχής επί του ζητήματος. Το παρόν εδάφιο δεν εφαρμόζεται στα κεφαλαιακά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 31.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.
Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 27
Κεφαλαιακά μέσα αλληλασφαλιστικών ενώσεων, συνεταιριστικών εταιρειών, ταμιευτηρίων ή παρόμοιων ιδρυμάτων σε στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1
Τα στοιχεία Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 περιλαμβάνουν οποιοδήποτε κεφαλαιακό μέσο που εκδίδεται από ένα ίδρυμα δυνάμει του καταστατικού του εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
το ίδρυμα ανήκει σε τύπο ιδρύματος που ορίζεται δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας και αναγνωρίζεται από τις αρμόδιες αρχές ως:
αλληλασφαλιστική ένωση,
συνεταιριστική εταιρεία,
ταμιευτήριο,
παρόμοιο ίδρυμα,
πιστωτικό ίδρυμα το οποίο ανήκει εξ ολοκλήρου στην ιδιοκτησία ιδρύματος που αναφέρεται στα σημεία i) έως iv) και έχει λάβει έγκριση από την αρμόδια αρχή να κάνει χρήση των διατάξεων του παρόντος άρθρου, εφόσον και για όσον καιρό το 100 % των κοινών μετοχών που εκδίδει το πιστωτικό ίδρυμα ανήκει άμεσα ή έμμεσα σε ίδρυμα που αναφέρεται στα εν λόγω σημεία,
πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 28 ή, κατά περίπτωση, του άρθρου 29.
Οι εν λόγω αλληλασφαλιστικές ενώσεις, συνεταιριστικές εταιρείες ή ταμιευτήρια που αναγνωρίζονται ως τέτοια από την ισχύουσα εθνική νομοθεσία πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2012, θα εξακολουθήσουν να ταξινομούνται στην κατηγορία αυτή για τους σκοπούς του παρόντος μέρους, υπό την προϋπόθεση ότι εξακολουθούν να πληρούν τα κριτήρια που καθόρισαν την αναγνώριση αυτή.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.
Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 28
Μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1
Τα κεφαλαιακά μέσα χαρακτηρίζονται ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μόνο εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
τα μέσα εκδίδονται άμεσα από το ίδρυμα κατόπιν έγκρισης των ιδιοκτητών του ιδρύματος ή, εφόσον επιτρέπεται δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, από το διοικητικό σώμα του ιδρύματος,
τα μέσα είναι καταβεβλημένα πλήρως και η κτήση της κυριότητας των εν λόγω μέσων δεν χρηματοδοτείται άμεσα ή έμμεσα από το ίδρυμα,
τα μέσα πληρούν όλες τις κατωτέρω προϋποθέσεις όσον αφορά την κατάταξή τους:
χαρακτηρίζονται ως κεφάλαιο κατά την έννοια του άρθρου 22 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ,
κατατάσσονται στην καθαρή θέση κατά την έννοια του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,
κατατάσσονται ως μετοχικό κεφάλαιο για τους σκοπούς του προσδιορισμού της αφερεγγυότητας βάσει του ισολογισμού, ανάλογα με την περίπτωση δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας,
τα μέσα εμφανίζονται χωριστά και με σαφήνεια στον ισολογισμό των οικονομικών καταστάσεων του ιδρύματος,
τα μέσα είναι αόριστης διάρκειας,
το κεφάλαιο των μέσων δεν δύναται να μειωθεί ή να εξοφληθεί, εξαιρουμένων των κατωτέρω περιπτώσεων:
εκκαθάριση του ιδρύματος,
προαιρετική επαναγορά των μέσων ή άλλο προαιρετικό μέσο μείωσης του κεφαλαίου, εφόσον το ίδρυμα έχει εξασφαλίσει την προηγούμενη άδεια της αρμόδιας αρχής σύμφωνα με το άρθρο 77,
οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα δεν αναφέρουν ρητά ή σιωπηρά ότι το κεφάλαιο των μέσων θα μπορούσε ή ενδέχεται να μειωθεί ή να εξοφληθεί εκτός από την περίπτωση εκκαθάρισης του ιδρύματος, και το ίδρυμα δεν αναφέρει κάτι ανάλογο πριν από ή κατά την έκδοση των μέσων, με εξαίρεση την περίπτωση των μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 27 όπου η το ίδρυμα απαγορεύεται να αρνηθεί την εξόφληση των εν λόγω μέσων δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας,
τα μέσα πληρούν όλες τις κατωτέρω προϋποθέσεις όσον αφορά τις διανομές:
δεν υφίσταται προνομιακή μεταχείριση στη διανομή σε σχέση με τη σειρά καταβολής των διανομών, ακόμα και σε σχέση με άλλα μέσα κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, και οι όροι που διέπουν τα μέσα δεν προβλέπουν προνομιακά δικαιώματα για την καταβολή των διανομών,
οι διανομές στους κατόχους των μέσων δύνανται να καταβάλλονται μόνο από διανεμητέα στοιχεία,
οι όροι που διέπουν τα μέσα δεν περιλαμβάνουν ανώτατο όριο ή άλλο περιορισμό ως προς το μέγιστο επίπεδο διανομών, με εξαίρεση την περίπτωση των μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 27,
το επίπεδο των διανομών δεν προσδιορίζεται βάσει του ποσού έναντι του οποίου αγοράσθηκαν τα μέσα κατά την έκδοσή τους, με εξαίρεση την περίπτωση των μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 27,
οι όροι που διέπουν τα μέσα δεν περιλαμβάνουν καμία υποχρέωση του ιδρύματος να προβαίνει σε διανομές στους κατόχους των μέσων και το ίδρυμα δεν υπόκειται σε καμία περίπτωση στην εν λόγω υποχρέωση,
η μη καταβολή των διανομών δεν συνιστά αθέτηση υποχρέωσης του ιδρύματος,
η ακύρωση των διανομών δεν επιβάλλει κανένα περιορισμό στο ίδρυμα,
σε σύγκριση με όλα τα κεφαλαιακά μέσα που εκδίδει το ίδρυμα, τα μέσα απορροφούν το πρώτο και μεγαλύτερο αναλογικά μερίδιο των ζημιών καθώς συμβαίνουν, και κάθε μέσο απορροφά τις ζημίες στον ίδιο βαθμό με όλα τα άλλα μέσα Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1,
τα μέσα ιεραρχούνται χαμηλότερα από όλες τις άλλες αξιώσεις σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης του ιδρύματος,
τα μέσα δίνουν το δικαίωμα στους ιδιοκτήτες τους να έχουν απαίτηση επί των εναπομενόντων στοιχείων ενεργητικού του ιδρύματος, η οποία, σε περίπτωση εκκαθάρισης και μετά την εξόφληση όλων των απαιτήσεων με εξοφλητική προτεραιότητα, είναι ανάλογη με το ύψος των εκδοθέντων μέσων και δεν είναι σταθερή ούτε υπόκειται σε ανώτατο όριο, εκτός από την περίπτωση των κεφαλαιακών μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 27,
τα μέσα δεν είναι εξασφαλισμένα ούτε υπόκεινται σε εγγύηση που ενισχύει την εξοφλητική προτεραιότητα της απαίτησης από οποιονδήποτε από τους κατωτέρω:
το ίδρυμα ή τις θυγατρικές του,
τη μητρική επιχείρηση του ιδρύματος ή τις θυγατρικές της,
τη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή τις θυγατρικές της,
τη μικτή εταιρεία συμμετοχών ή τις θυγατρικές της,
τη μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών και τις θυγατρικές της,
οποιαδήποτε επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με τις οντότητες που αναφέρονται στα σημεία i) έως v,·
τα μέσα δεν υπόκεινται σε οποιαδήποτε ρύθμιση, συμβατική ή άλλη, η οποία ενισχύει την εξοφλητική προτεραιότητα των απαιτήσεων δυνάμει των μέσων σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης.
Η προϋπόθεση του στοιχείου ι) του πρώτου εδαφίου λογίζεται ότι πληρούται έστω και αν τα μέσα περιλαμβάνονται στα πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2 δυνάμει του άρθρου 484 παράγραφος 3, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν την ίδια προτεραιότητα.
Για τους σκοπούς του στοιχείου β) του πρώτου εδαφίου, μόνο το μέρος κεφαλαιακού μέσου που έχει καταβληθεί πλήρως είναι επιλέξιμο να χαρακτηριστεί ως μέσο κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.
Οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 σημείο στ) θεωρείται ότι πληρούνται ανεξαρτήτως της μείωσης του ποσού του κεφαλαιακού μέσου στο πλαίσιο διαδικασίας εξυγίανσης ή ως συνέπεια της μείωσης της αξίας των κεφαλαιακών μέσων που απαιτούνται από την αρχή εξυγίανσης που είναι υπεύθυνη για το ίδρυμα.
Οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 σημείο ζ) θεωρείται ότι πληρούνται ανεξαρτήτως των διατάξεων που διέπουν το κεφαλαιακό μέσο υποδεικνύοντας ρητά ή σιωπηρά ότι το ποσό του κεφαλαίου του μέσου θα μειωθεί ή ενδέχεται να μειωθεί στο πλαίσιο διαδικασίας εξυγίανσης ή ως συνέπεια της μείωσης της ονομαστικής αξίας των κεφαλαιακών μέσων που απαιτούνται από την αρχή εξυγίανσης που είναι υπεύθυνη για το ίδρυμα.
Η προϋπόθεση που ορίζεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο η) σημείο v) θεωρείται ότι εκπληρώνεται ανεξάρτητα από το αν θυγατρική που υπόκειται σε συμφωνία μεταφοράς αποτελεσμάτων χρήσης με τη μητρική της επιχείρηση, σύμφωνα με την οποία η θυγατρική υποχρεούται να μεταφέρει, μετά την κατάρτιση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεών της, το ετήσιο αποτέλεσμά της στη μητρική επιχείρηση, εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
η μητρική επιχείρηση κατέχει το 90 % ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου και του κεφαλαίου της θυγατρικής,
η μητρική επιχείρηση και η θυγατρική βρίσκονται στο ίδιο κράτος μέλος,
η συμφωνία έχει συναφθεί για νόμιμους φορολογικούς σκοπούς,
κατά την κατάρτιση της ετήσιας οικονομικής κατάστασης, η θυγατρική διαθέτει τη διακριτική ευχέρεια να μειώσει το ποσό των διανομών καταλογίζοντας μέρος ή το σύνολο των κερδών της στα δικά της αποθεματικά ή κεφάλαια για γενικούς τραπεζικούς κινδύνους πριν πραγματοποιήσει οποιαδήποτε πληρωμή προς τη μητρική της επιχείρηση,
η μητρική επιχείρηση υποχρεούται βάσει της συμφωνίας να αποζημιώσει πλήρως τη θυγατρική για το σύνολο των ζημιών που υφίσταται,
η συμφωνία υπόκειται σε περίοδο προειδοποίησης σύμφωνα με την οποία η συμφωνία μπορεί να καταγγελθεί μόνο έως το τέλος μιας λογιστικής χρήσης, ενώ η καταγγελία τίθεται σε ισχύ το νωρίτερο με την έναρξη της επόμενης λογιστικής χρήσης, χωρίς να μεταβάλλεται η υποχρέωση της μητρικής επιχείρησης να αποζημιώνει πλήρως την μητρική για το σύνολο των ζημιών που έχει υποστεί κατά τη διάρκεια της τρέχουσας λογιστικής χρήσης.
Όταν ένα ίδρυμα συνάπτει συμφωνία μεταφοράς αποτελεσμάτων χρήσης, ειδοποιεί την αρμόδια αρχή χωρίς καθυστέρηση και της παρέχει αντίγραφο της συμφωνίας. Το ίδρυμα ενημερώνει επίσης χωρίς καθυστέρηση την αρμόδια αρχή για τυχόν αλλαγές στη συμφωνία μεταφοράς αποτελεσμάτων χρήσης και την καταγγελία της. Ένα ίδρυμα δεν συνάπτει περισσότερες από μία συμφωνίες μεταφοράς αποτελεσμάτων χρήσης.
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:
τις ισχύουσες μορφές και τη φύση της έμμεσης χρηματοδότησης των μέσων ιδίων κεφαλαίων,
εάν και πότε οι πολλαπλάσιες διανομές προκαλούν δυσανάλογη επίπτωση στα ίδια κεφάλαια,
την έννοια των προνομιακών διανομών.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.
Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 29
Κεφαλαιακά μέσα που εκδίδονται από αλληλασφαλιστικές ενώσεις, συνεταιριστικές εταιρείες, ταμιευτήρια και παρόμοια ιδρύματα
Οι κατωτέρω προϋποθέσεις πληρούνται όσον αφορά την εξόφληση των κεφαλαιακών μέσων:
εκτός εάν απαγορεύεται δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, το ίδρυμα δύναται να αρνηθεί την εξόφληση των μέσων,
σε περίπτωση που το ίδρυμα απαγορεύεται να αρνηθεί την εξόφληση των μέσων δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα δίνουν στο ίδρυμα τη δυνατότητα να περιορίσει την εξόφλησή τους,
η άρνηση εξόφλησης των μέσων ή ο περιορισμός της εξόφλησής τους, ανάλογα με την περίπτωση, δεν συνιστά αθέτηση υποχρέωσης του ιδρύματος.
Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ισχύουν με την επιφύλαξη της δυνατότητας αλληλασφαλιστικής ένωσης, συνεταιριστικής εταιρείας, ταμιευτηρίου ή παρόμοιων φορέων να αναγνωρίσουν εντός μέσων Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που δεν παρέχουν δικαιώματα ψήφου στον κάτοχο και πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
η απαίτηση των κατόχων των μέσων χωρίς δικαίωμα ψήφου σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης του ιδρύματος είναι ανάλογη προς το μερίδιο του συνόλου των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που αντιπροσωπεύουν τα εν λόγω μέσα χωρίς δικαίωμα ψήφου,
τα μέσα είναι άλλως αποδεκτά ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.
Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 30
Συνέπειες της παύσης ικανοποίησης των προϋποθέσεων αναγνώρισης για τα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1
Σε περίπτωση που δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 28 ή, κατά περίπτωση, στο άρθρο 29, για ένα μέσο Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, ισχύουν τα εξής:
το μέσο παύει αμέσως να είναι αποδεκτό ως μέσο κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,
η διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά το εν λόγω μέσο παύει αμέσως να αναγνωρίζεται ως στοιχείο κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.
Άρθρο 31
Κεφαλαιακά μέσα που αναλαμβάνονται από δημόσιες αρχές σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης
Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν στα ιδρύματα να συμπεριλάβουν στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 κεφαλαιακά μέσα που συμμορφώνονται, κατ’ ελάχιστον, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 28 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε), όταν πληρούνται όλες οι κάτωθι προϋποθέσεις:
τα κεφαλαιακά μέσα εκδίδονται μετά 1η Ιανουαρίου 2014,
τα κεφαλαιακά μέσα θεωρούνται από την Επιτροπή ως κρατική ενίσχυση,
τα κεφαλαιακά μέσα εκδίδονται στο πλαίσιο μέτρων ανακεφαλαιοποίησης σύμφωνα με τους εκάστοτε ισχύοντες κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων,
τα κεφαλαιακά μέσα έχουν αναληφθεί πλήρως και κατέχονται από το κράτος ή από σχετική δημόσια αρχή ή από δημόσια οντότητα,
τα κεφαλαιακά μέσα έχουν τη δυνατότητα να απορροφήσουν ζημίες,
εκτός για τα κεφαλαιακά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 27, στην περίπτωση εκκαθάρισης, τα κεφαλαιακά μέσα δίνουν το δικαίωμα στους ιδιοκτήτες τους να υποβάλουν αξίωση επί των εναπομείναντων περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος μετά την εξόφληση όλων των απαιτήσεων με εξοφλητική προτεραιότητα,
υφίστανται κατάλληλοι μηχανισμοί εξόδου για το κράτος, ή κατά περίπτωση, για την αρμόδια δημόσια αρχή ή δημόσια οντότητα,
η αρμόδια αρχή έχει προτέρως εγκρίνει και έχει δημοσιεύσει την απόφασή της παράλληλα με την αιτιολόγηση της εν λόγω απόφασης.
Άρθρο 32
Τιτλοποιημένα στοιχεία ενεργητικού
Κάθε ίδρυμα εξαιρεί από οποιοδήποτε στοιχείο ιδίων κεφαλαίων του κάθε αύξηση του μετοχικού του κεφαλαίου δυνάμει του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου, η οποία προκύπτει από τιτλοποιημένα στοιχεία ενεργητικού, συμπεριλαμβανομένων των κατωτέρω:
μια τέτοια αύξηση που σχετίζεται με μελλοντικό περιθώριο εσόδων που έχει ως αποτέλεσμα κέρδος από πωλήσεις για το ίδρυμα,
σε περίπτωση που το ίδρυμα αποτελεί την μεταβιβάζουσα οντότητα μιας τιτλοποίησης, τα καθαρά κέρδη από την κεφαλαιοποίηση μελλοντικών εσόδων από τα τιτλοποιημένα στοιχεία ενεργητικού, τα οποία παρέχουν πιστωτική ενίσχυση στις θέσεις σε τιτλοποίηση.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 33
Αντισταθμίσεις ταμειακών ροών και αλλαγές στην αξία των ιδίων υποχρεώσεων
Τα ιδρύματα δεν συμπεριλαμβάνουν τα ακόλουθα στοιχεία σε οποιοδήποτε στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων τους:
τα αποθεματικά εύλογης αξίας που σχετίζονται με κέρδη ή ζημίες από αντισταθμίσεις ταμειακών ροών από χρηματοοικονομικά μέσα που δεν αποτιμώνται στην εύλογη αξία τους, συμπεριλαμβανομένων των προβλεπόμενων ταμειακών ροών,
κέρδη ή ζημίες από τις υποχρεώσεις του ιδρύματος που αποτιμώνται στην εύλογη αξία τους και προκύπτουν από αλλαγές στην πιστωτική διαβάθμιση του ίδιου του ιδρύματος,
κέρδη και ζημίες εύλογης αξίας από υποχρεώσεις του ιδρύματος σε παράγωγα που προκύπτουν από αλλαγές στον πιστωτικό κίνδυνο του ίδιου του ιδρύματος.
Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 στοιχείο β), τα ιδρύματα μπορούν να περιλαμβάνουν το ποσό των κερδών και των ζημιών από υποχρεώσεις τους στα ίδια κεφάλαια, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
οι υποχρεώσεις έχουν τη μορφή ομολόγων όπως αναφέρονται στο άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ,
οι αλλαγές της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος οφείλονται στις ίδιες αλλαγές στην πιστωτική διαβάθμιση του ίδιου του ιδρύματος,
υφίσταται στενή αντιστοιχία μεταξύ της αξίας των ομολόγων του στοιχείου α) και της αξίας των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος,
είναι δυνατή η εξόφληση των ενυπόθηκων δανείων με την επαναγορά των ομολόγων που χρηματοδοτούν τα ενυπόθηκα δάνεια στην αγοραία ή την ονομαστική τους αξία.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2013.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 34
Πρόσθετες προσαρμογές αξίας
Τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις διατάξεις του άρθρου 105 σε όλα τα περιουσιακά στοιχεία τους που αποτιμώνται σε εύλογη αξία κατά τον υπολογισμό του ύψους των ιδίων κεφαλαίων και αφαιρούν από το Κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 το ποσό τυχόν άλλων πρόσθετων προσαρμογών αξίας που θεωρούνται αναγκαίες.
Άρθρο 35
Μη πραγματοποιηθέντα κέρδη και ζημίες από αποτίμηση στην εύλογη αξία
Εκτός από την περίπτωση των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 33, τα ιδρύματα δεν δύνανται να κάνουν προσαρμογές για να αφαιρούν από τα ίδια κεφάλαιά τους τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη και τις ζημίες επί των περιουσιακών στοιχείων ή των υποχρεώσεών τους που αποτιμώνται στην εύλογη αξία τους.
Άρθρο 36
Αφαιρέσεις από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1
Τα ιδρύματα αφαιρούν τα κατωτέρω στοιχεία από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1:
ζημίες της τρέχουσας χρήσης,
άυλα στοιχεία ενεργητικού με εξαίρεση τα στοιχεία του ενεργητικού στην κατηγορία του λογισμικού που αποτιμώνται κατά συνετό τρόπο, των οποίων η αξία δεν επηρεάζεται αρνητικά από την εξυγίανση, την αφερεγγυότητα ή τη ρευστοποίηση του ιδρύματος,
αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται στη μελλοντική κερδοφορία,
για τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων με την προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθμίσεων (προσέγγιση IRB), τα αρνητικά ποσά που προκύπτουν από τον υπολογισμό των ποσών αναμενόμενης ζημίας που διευκρινίζεται στα άρθρα 158 και 159,
περιουσιακά στοιχεία του συνταξιοδοτικού ταμείου προκαθορισμένων παροχών στον ισολογισμό του ιδρύματος,
τις άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις του ιδρύματος σε ίδια μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, συμπεριλαμβανομένων των ίδιων μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που υποχρεούται να αγοράσει επί του παρόντος ή μελλοντικά ένα ίδρυμα βάσει υφιστάμενης συμβατικής υποχρέωσης,
τις άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα σε περίπτωση που οι εν λόγω οντότητες έχουν αμοιβαία συμμετοχή με το ίδρυμα, η οποία, κατά τις αρμόδιες αρχές, σχεδιάστηκε με στόχο την τεχνητή διόγκωση των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος,
το ισχύον ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις περιπτώσεις που το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντική επένδυση στις εν λόγω οντότητες,
το ισχύον ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις περιπτώσεις που το ίδρυμα διαθέτει σημαντική επένδυση στις εν λόγω οντότητες,
το ποσό των στοιχείων που πρέπει να αφαιρεθούν από Πρόσθετα στοιχεία της Κατηγορίας 1 σύμφωνα με ►C3 το άρθρο 56 το οποίο υπερβαίνει τα Πρόσθετα στοιχεία της Κατηγορίας 1 του ιδρύματος, ◄
το ποσό του ανοίγματος των ακόλουθων στοιχείων που είναι αποδεκτά για συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1 250 %, σε περίπτωση που το ίδρυμα αφαιρεί το εν λόγω ποσό από το ποσό των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ως εναλλακτική δυνατότητα αντί της εφαρμογής συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1 250 %:
ειδικές συμμετοχές εκτός του χρηματοπιστωτικού τομέα,
θέσεις τιτλοποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 244 παράγραφος 1 στοιχείο β), το άρθρο 245 παράγραφος 1 στοιχείο β) και το άρθρο 253,
ατελείς συναλλαγές, σύμφωνα με το άρθρο 379 παράγραφος 3,
θέσεις ενός καλαθιού για τις οποίες το ίδρυμα δεν μπορεί να προσδιορίσει το συντελεστή στάθμισης κινδύνου δυνάμει της προσέγγισης IRB σύμφωνα με το άρθρο 153 παράγραφος 8,
ανοίγματα σε μετοχές στο πλαίσιο μιας μεθόδου εσωτερικών υποδειγμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 155 παράγραφος 4,
οποιαδήποτε φορολογική επιβάρυνση σχετίζεται με τα στοιχεία Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, η οποία προβλέπεται κατά τη στιγμή του υπολογισμού της, εκτός εάν το ίδρυμα προσαρμόσει κατάλληλα το ποσό των στοιχείων Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 στο μέτρο που η επιβάρυνση αυτή μειώνει το ποσό μέχρι το οποίο τα στοιχεία αυτά ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη κινδύνων ή ζημιών,
το εφαρμοστέο ποσό ανεπαρκούς κάλυψης για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα,
για τη δέσμευση ελάχιστης τιμής που αναφέρεται στο άρθρο 132γ παράγραφος 2, κάθε ποσό κατά το οποίο η τρέχουσα αγοραία αξία των μεριδίων ή μετοχών σε ΟΣΕ στις οποίες βασίζεται η δέσμευση ελάχιστης τιμής υστερεί ως προς την παρούσα αξία της δέσμευσης ελάχιστης τιμής και για το οποίο το ίδρυμα δεν έχει ήδη αναγνωρίσει μείωση των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει τα είδη των κεφαλαιακών μέσων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και, σε διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (ΕΑΑΕΣ) που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010 ( 17 ), των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων τρίτων χωρών και των επιχειρήσεων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2009/138/ΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, τα οποία αφαιρούνται από τα κατωτέρω στοιχεία ιδίων κεφαλαίων:
στοιχεία Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1,
πρόσθετα στοιχεία της Κατηγορίας 1,
στοιχεία της Κατηγορίας 2.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 37
Αφαίρεση άυλων στοιχείων ενεργητικού
Τα ιδρύματα καθορίζουν το ποσό των άυλων στοιχείων ενεργητικού που αφαιρούνται σύμφωνα με τα εξής:
το ποσό που πρόκειται να αφαιρεθεί, είναι μειωμένο κατά το ποσό των σχετικών αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων που θα εξαλείφονταν εάν τα άυλα στοιχεία ενεργητικού απομειώνονταν ή αποαναγνωρίζονταν δυνάμει του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,
το ποσό που πρόκειται να αφαιρεθεί περιλαμβάνει την υπεραξία που περιλαμβάνεται στην αποτίμηση σημαντικών επενδύσεων του ιδρύματος,
το ποσό που πρόκειται να αφαιρεθεί είναι μειωμένο κατά το ποσό της λογιστικής αναπροσαρμογής των άυλων περιουσιακών στοιχείων των θυγατρικών που προήλθαν από την ενοποίηση θυγατρικών εταιριών, που αποδίδεται σε πρόσωπα διαφορετικά από τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2.
Άρθρο 38
Αφαίρεση των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία
Το ποσό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία είναι δυνατόν να μειωθεί κατά το ποσό των σχετικών αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων του ιδρύματος, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
η οικονομική οντότητα έχει νομικά εκτελεστό δικαίωμα δυνάμει του ισχύοντος εθνικού δικαίου να συμψηφίσει τις τρέχουσες φορολογικές απαιτήσεις αυτές με τις τρέχουσες φορολογικές υποχρεώσεις,
οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις και οι αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις σχετίζονται με φόρους που επιβάλλονται από την ίδια φορολογική αρχή και στην ίδια φορολογητέα οντότητα.
Το ποσό των σχετικών αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 κατανέμεται μεταξύ των κατωτέρω στοιχείων:
αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές που δεν αφαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφος 1,
όλες οι υπόλοιπες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία.
Τα ιδρύματα κατανέμουν τις σχετικές αναβαλλόμενες φορολογικές υποχρεώσεις σύμφωνα με την αναλογία των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία, την οποία αντιπροσωπεύουν τα στοιχεία που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β).
Άρθρο 39
Επιπλέον καταβληθείς φόρος, μεταφορές φορολογικών ζημιών και αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που δεν βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία
Τα ακόλουθα στοιχεία δεν αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια και υπόκεινται σε στάθμιση κινδύνου σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 ή 3, κατά περίπτωση:
επιπλέον καταβληθείς φόρος από το ίδρυμα για την τρέχουσα χρήση,
φορολογικές ζημίες του ιδρύματος από την τρέχουσα χρήση που μεταφέρονται σε προηγούμενες χρήσεις και εγείρουν αξίωση ή εισπρακτέα απαίτηση έναντι κεντρικής κυβέρνησης, περιφερειακής κυβέρνησης ή εγχώριας φορολογικής αρχής.
►M8 Οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που δεν βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία περιορίζονται στις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που δημιουργήθηκαν πριν από τις 23 Νοεμβρίου 2016 και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές, εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις: ◄
αντικαθιστώνται αμέσως από έκπτωση φόρου, αυτομάτως και υποχρεωτικά, σε περίπτωση που το ίδρυμα αναφέρει ζημία κατά την επίσημη έγκριση των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων του ιδρύματος ή σε περίπτωση εκκαθάρισης ή αφερεγγυότητας του ιδρύματος,
ένα ίδρυμα είναι σε θέση, δυνάμει της ισχύουσας εθνικής φορολογικής νομοθεσίας, να αντισταθμίσει φορολογική έκπτωση που αναφέρεται στο στοιχείο α) με οποιαδήποτε φορολογική υποχρέωση του ιδρύματος ή οποιασδήποτε άλλης επιχείρησης που υπάγεται στην ίδια ενοποίηση με το ίδρυμα για φορολογικούς σκοπούς σύμφωνα με τη νομοθεσία αυτή ή οποιασδήποτε άλλης επιχείρησης που υπόκειται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2,
εφόσον το ποσό των φορολογικών εκπτώσεων που αναφέρονται στο στοιχείο β) υπερβαίνει τις φορολογικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στο ίδιο στοιχείο, οποιοδήποτε υπερβάλλον ποσό αντικαθίσταται αμέσως με άμεση απαίτηση έναντι της κεντρικής κυβέρνησης του κράτους μέλους στο οποίο έχει συσταθεί το ίδρυμα.
Τα ιδρύματα εφαρμόζουν στάθμιση κινδύνου 100 % στις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των στοιχείων α), β) και γ).
Άρθρο 40
Αφαίρεση των αρνητικών ποσών που προκύπτουν από τον υπολογισμό των ποσών αναμενόμενης ζημίας
Το ποσό που αφαιρείται σύμφωνα με το στοιχείο δ) του άρθρου 33 παράγραφος 1 δεν μειώνεται από την αύξηση του επιπέδου των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία, ή από άλλη πρόσθετη επίπτωση του φόρου, που θα μπορούσε να προκύψει ►C2 αν οι προβλέψεις ανέρχονταν στο επίπεδο των αναμενόμενων ζημιών που αναφέρονται στο τμήμα 3 του κεφαλαίου 3 του τίτλου ΙΙ του τρίτου μέρους. ◄
Άρθρο 41
Αφαίρεση περιουσιακών στοιχείων συνταξιοδοτικών ταμείων προκαθορισμένων παροχών
Για τους σκοπούς του στοιχείου ε) του άρθρου 36 παράγραφος 1, το ποσό των περιουσιακών στοιχείων των συνταξιοδοτικών ταμείων προκαθορισμένων παροχών που αφαιρούνται μειώνεται κατά τα εξής:
το ποσό οποιωνδήποτε σχετικών αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων που ενδέχεται να εξαλείφονταν εάν τα στοιχεία ενεργητικού απομειώνονταν ή αποαναγνωρίζονταν δυνάμει του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου,
το ποσό των περιουσιακών στοιχείων του συνταξιοδοτικού ταμείου προκαθορισμένων παροχών που το ίδρυμα δύναται να χρησιμοποιεί απεριόριστα, με την προϋπόθεση ότι το ίδρυμα έχει λάβει την πρότερη άδεια της αρμόδιας αρχής.
Τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται για τη μείωση του προς αφαίρεση ποσού λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με το Κεφάλαιο 2 ή 3 του Τίτλου ΙΙ του τρίτου μέρους, ανάλογα με την περίπτωση.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 42
Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε ίδια μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1
Για τους σκοπούς του στοιχείου στ) του άρθρου 36 παράγραφος 1, τα ιδρύματα υπολογίζουν τις τοποθετήσεις σε ίδια μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 βάσει των μεικτών θετικών τους θέσεων με τις ακόλουθες εξαιρέσεις:
τα ιδρύματα δύνανται να υπολογίζουν τα ίδια μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 βάσει της καθαρής θετικής τους θέσης υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται και οι δύο κάτωθι προϋποθέσεις:
οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις βρίσκονται στο ίδιο υποκείμενο άνοιγμα και οι αρνητικές θέσεις δεν ενέχουν κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου,
είτε οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις περιλαμβάνονται αμφότερες στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,
τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό που αφαιρείται για άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις που παίρνουν τη μορφή τοποθετήσεων σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες υπολογίζοντας το υποκείμενο άνοιγμα στα ίδια μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που περιλαμβάνονται στους δείκτες αυτούς,
τα ιδρύματα δύνανται να συμψηφίζουν τις μεικτές θετικές θέσεις σε ίδια μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που προκύπτουν από τοποθετήσεις σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες με τις αρνητικές θέσεις σε ίδια μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που προκύπτουν από αρνητικές θέσεις στους υποκείμενους δείκτες, ακόμα και στις περιπτώσεις που οι εν λόγω αρνητικές θέσεις ενέχουν κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται αμφότερες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις είναι στους ίδιους υποκείμενους δείκτες,
είτε αμφότερες οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.
Άρθρο 43
Σημαντική επένδυση σε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα
Για τους σκοπούς της αφαίρεσης, ένα ίδρυμα έχει σημαντική επένδυση σε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα εφόσον πληρούται οιαδήποτε εκ των κατωτέρω προϋποθέσεων:
το ίδρυμα κατέχει ποσοστό μεγαλύτερο από 10 % των μέσων Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που εκδίδει η εν λόγω οντότητα,
το ίδρυμα έχει στενούς δεσμούς με την εν λόγω οντότητα και κατέχει μέσα Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που εκδίδει αυτή,
το ίδρυμα κατέχει μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που εκδίδει η εν λόγω οντότητα και η οντότητα δεν συμπεριλαμβάνεται σε ενοποίηση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2, αλλά συμπεριλαμβάνεται στην ίδια λογιστική ενοποίηση με το ίδρυμα για σκοπούς χρηματοοικονομικής πληροφόρησης δυνάμει του ισχύοντος λογιστικού πλαισίου.
Άρθρο 44
Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα σε περίπτωση που το ίδρυμα έχει αμοιβαία συμμετοχή που σχεδιάστηκε με στόχο την τεχνητή διόγκωση των ιδίων κεφαλαίων
Τα ιδρύματα πραγματοποιούν τις αφαιρέσεις που αναφέρονται στα στοιχεία ζ), η) και θ) του άρθρου 36 παράγραφος 1 σύμφωνα με τα εξής:
οι τοποθετήσεις σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 και σε άλλα κεφαλαιακά μέσα οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα υπολογίζονται βάσει των μικτών θετικών θέσεων,
τα ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της Κατηγορίας 1 θεωρούνται ως τοποθετήσεις σε μέσα Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 για τους σκοπούς της αφαίρεσης.
Άρθρο 45
Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα
Τα ιδρύματα πραγματοποιούν τις αφαιρέσεις που απαιτούνται δυνάμει των στοιχείων η) και θ) του άρθρου 36 παράγραφος 1 σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:
δύνανται να υπολογίζουν τις άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα βάσει της καθαρής θετικής θέσης στο ίδιο υποκείμενο άνοιγμα, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται αμφότερες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
η ημερομηνία ληκτότητας της αρνητικής θέσης είναι είτε η ίδια με την ημερομηνία ληκτότητας της θετικής θέσης είτε μεταγενέστερή της ή η εναπομένουσα ληκτότητα της αρνητικής θέσης είναι τουλάχιστον ένα έτος,
είτε η θετική και η αρνητική θέση περιλαμβάνονται αμφότερες στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,
τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό που αφαιρείται για άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις που παίρνουν τη μορφή τοποθετήσεων σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες, υπολογίζοντας το υποκείμενο άνοιγμα στα κεφαλαιακά μέσα οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα που περιλαμβάνονται στους δείκτες αυτούς.
Άρθρο 46
Αφαίρεση τοποθετήσεων μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1σε περίπτωση που ένα ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση σε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα
Για τους σκοπούς του στοιχείου η) του άρθρου 36 παράγραφος 1, τα ιδρύματα υπολογίζουν το προς αφαίρεση ποσό κατά περίπτωση πολλαπλασιάζοντας το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με το συντελεστή που προκύπτει από τον υπολογισμό που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου:
το συνολικό ποσό κατά το οποίο οι άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις του ιδρύματος σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις οποίες το ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση υπερβαίνουν το 10 % του συνολικού ποσού των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος, υπολογισμένο μετά την εφαρμογή των κατωτέρω στα στοιχεία κοινών μετοχών της κατηγορίας 1:
των άρθρων 32 έως 35,
των αφαιρέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ζ), στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημεία ii) έως v) και στο άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ), με την εξαίρεση του ποσού που αφαιρείται για αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές,
των άρθρων 44 και 45,
το ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 εκείνων των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα όπου το ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση, ►C2 διά του συνολικού ποσού των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και σε μέσα της κατηγορίας 2 των εν λόγω οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα. ◄
Το ποσό που πρέπει να αφαιρεθεί δυνάμει της παραγράφου 1 κατανέμεται σε όλα τα διατηρούμενα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. ►C2 Τα ιδρύματα καθορίζουν το ποσό κάθε μέσου κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που αφαιρείται ◄ δυνάμει της παραγράφου 1 πολλαπλασιάζοντας το ποσό που ορίζεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με την αναλογία που ορίζεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου:
το ποσό των τοποθετήσεων που πρέπει να αφαιρεθούν δυνάμει της παραγράφου 1,
η αναλογία του συνολικού ποσού των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις περιπτώσεις που το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντική επένδυση η οποία να αντιπροσωπεύεται από κάθε μέσο κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που κατέχεται.
Τα ιδρύματα καθορίζουν το ποσό κάθε μέσου κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που υπόκειται σε συντελεστή στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με την παράγραφο 4 πολλαπλασιάζοντας το ποσό που ορίζεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου επί του ποσού που ορίζεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου:
το ποσό των τοποθετήσεων που πρέπει να σταθμιστούν δυνάμει της παραγράφου 4,
την αναλογία που προκύπτει από τον υπολογισμό στο στοιχείο β) της παραγράφου 3.
Άρθρο 47
Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σε περίπτωση που ένα ίδρυμα έχει σημαντική επένδυση σε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα
Για τους σκοπούς του στοιχείο θ) του άρθρου 36 παράγραφος 1, από το ποσό που αφαιρείται κατά περίπτωση από τα στοιχεία Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 εξαιρούνται οι θέσεις αναδοχής που τηρούνται για πέντε εργάσιμες ημέρες κατά μέγιστο και το εν λόγω ποσό προσδιορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 44 και 45 και την ενότητα 2.
Άρθρο 47α
Μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα
Για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ), ο όρος «άνοιγμα» περιλαμβάνει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα στοιχεία, υπό την προϋπόθεση ότι δεν περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών του ιδρύματος:
χρεωστικό μέσο, μεταξύ άλλων χρεωστικός τίτλος, δάνειο, προκαταβολή και κατάθεση όψεως·
χορηγηθείσα δανειακή δέσμευση, χορηγηθείσα χρηματοοικονομική εγγύηση ή άλλη χορηγηθείσα δέσμευση, ανεξαρτήτως του αν είναι ανακλητή ή αμετάκλητη, εξαιρουμένων των μη αναληφθεισών πιστωτικών διευκολύνσεων οι οποίες μπορεί να ακυρωθούν άνευ όρων ανά πάσα στιγμή και χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση ή οι οποίες παρέχουν πραγματική δυνατότητα αυτόματης ακύρωσης, λόγω επιδείνωσης της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη.
Για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ), η αξία ανοίγματος ενός χρεωστικού τίτλου που αγοράστηκε σε τιμή χαμηλότερη από το οφειλόμενο από τον οφειλέτη ποσό περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και του οφειλόμενου από τον οφειλέτη ποσού.
Για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ), η αξία ανοίγματος μιας χορηγηθείσας δανειακής δέσμευσης, μιας χορηγηθείσας χρηματοοικονομικής εγγύησης ή οποιασδήποτε άλλης δέσμευσης χορηγηθείσας όπως αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ισούται με την ονομαστική αξία της, η οποία αντιστοιχεί στο μέγιστο άνοιγμα του ιδρύματος σε πιστωτικό κίνδυνο χωρίς να λαμβάνεται υπόψη οποιαδήποτε χρηματοδοτούμενη ή μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία. Το ονομαστικό ποσό μιας χορηγηθείσας δανειακής δέσμευσης ισούται με το μη αναληφθέν ποσό που το ίδρυμα έχει δεσμευθεί να δανείσει και η ονομαστική αξία των χορηγηθεισών χρηματοοικονομικών εγγυήσεων ισούται με το μέγιστο ύψος που θα μπορούσε να κληθεί να καταβάλει η οντότητα σε περίπτωση κατάπτωσης της εγγύησης.
Η ονομαστική αξία που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν λαμβάνει υπόψη προσαρμογές ειδικού πιστωτικού κινδύνου, πρόσθετες προσαρμογές αξίας σύμφωνα με τα άρθρα 34 και 105, αφαιρέσεις ποσών σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ) ή άλλες μειώσεις ιδίων κεφαλαίων που σχετίζονται με το άνοιγμα.
Για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ), τα ακόλουθα ανοίγματα ταξινομούνται ως μη εξυπηρετούμενα:
ανοίγματα για τα οποία θεωρείται ότι έχει επέλθει αθέτηση, σύμφωνα με το άρθρο 178·
ανοίγματα που θεωρούνται απομειωμένα σύμφωνα με το εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο·
ανοίγματα υπό παρακολούθηση δυνάμει της παραγράφου 7, όταν χορηγούνται πρόσθετα μέτρα ρύθμισης ή όταν το άνοιγμα παρουσιάζει καθυστέρηση άνω των 30 ημερών·
ανοίγματα υπό τη μορφή δεσμεύσεων που, εάν εκταμιευθούν ή χρησιμοποιηθούν με άλλο τρόπο, είναι πιθανόν να μην αποπληρωθούν στο ακέραιο χωρίς ρευστοποίηση εξασφάλισης·
ανοίγματα υπό μορφή χρηματοοικονομικών εγγυήσεων που είναι πιθανόν να καταστούν απαιτητές από το καλυπτόμενο από την εγγύηση μέρος, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης όπου το υποκείμενο εγγυημένο άνοιγμα πληροί τα κριτήρια για να θεωρηθεί ως μη εξυπηρετούμενο.
Για τους σκοπούς του στοιχείου α), όταν ένα ίδρυμα διαθέτει ανοίγματα εντός ισολογισμού σε πιστούχο τα οποία παρουσιάζουν καθυστέρηση άνω των 90 ημερών και τα οποία αντιπροσωπεύουν ποσοστό άνω του 20 % επί του συνόλου των ανοιγμάτων εντός ισολογισμού στον συγκεκριμένο πιστούχο, θεωρείται ότι όλα τα εντός και εκτός ισολογισμού ανοίγματα στον εν λόγω πιστούχο είναι μη εξυπηρετούμενα.
Ανοίγματα τα οποία δεν έχουν υπαχθεί σε μέτρο ρύθμισης παύουν να ταξινομούνται ως μη εξυπηρετούμενα για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ) εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
το άνοιγμα πληροί τα κριτήρια εξόδου που εφαρμόζονται από το ίδρυμα για διακοπή της ταξινόμησής του ως απομειωμένου σύμφωνα με το εφαρμοστέο λογιστικό πλαίσιο και της ταξινόμησης σε αθέτηση σύμφωνα με το άρθρο 178·
η κατάσταση του πιστούχου έχει βελτιωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε το ίδρυμα να έχει πειστεί ότι είναι πιθανή η έγκαιρη αποπληρωμή στο ακέραιο·
ο πιστούχος δεν έχει κανένα καθυστερούμενο ποσό πληρωμής για περισσότερες από 90 ημέρες.
Μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα τα οποία υπόκεινται σε μέτρα ρύθμισης παύουν να ταξινομούνται ως μη εξυπηρετούμενα για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ) εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
τα ανοίγματα δεν βρίσκονται πλέον σε κατάσταση η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την ταξινόμησή τους ως μη εξυπηρετούμενων δυνάμει της παραγράφου 3·
έχει παρέλθει τουλάχιστον ένα έτος από την ημερομηνία χορήγησης των μέτρων ρύθμισης και την ημερομηνία ταξινόμησης των ανοιγμάτων ως μη εξυπηρετούμενων, όποια από αυτές είναι μεταγενέστερη·
δεν υπάρχει ποσό σε καθυστέρηση μετά τα μέτρα ρύθμισης και το ίδρυμα, με βάση την ανάλυση της οικονομικής κατάστασης του πιστούχου, έχει πεισθεί για την πιθανότητα έγκαιρης αποπληρωμής του ανοίγματος στο ακέραιο.
Η έγκαιρη αποπληρωμή του ανοίγματος στο ακέραιο δύναται να θεωρείται πιθανή όταν ο πιστούχος έχει πραγματοποιήσει τακτικές και έγκαιρες πληρωμές ποσών που ισούνται με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:
το ποσό που ήταν σε καθυστέρηση πριν από τη χορήγηση του μέτρου ρύθμισης, στις περιπτώσεις όπου υπήρχαν ποσά σε καθυστέρηση·
το ποσό που έχει διαγραφεί βάσει του χορηγηθέντος μέτρου ρύθμισης, στις περιπτώσεις όπου δεν υπήρχαν ποσά σε καθυστέρηση.
Στην περίπτωση που ένα μη εξυπηρετούμενο άνοιγμα δεν ταξινομείται πλέον ως μη εξυπηρετούμενο δυνάμει της παραγράφου 6, το εν λόγω άνοιγμα τίθεται υπό επιτήρηση έως ότου εκπληρωθούν όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
έχουν παρέλθει τουλάχιστον δύο έτη από την ημερομηνία κατά την οποία το υποκείμενο σε μέτρα ρύθμισης άνοιγμα αναταξινομήθηκε ως εξυπηρετούμενο·
έχουν πραγματοποιηθεί τακτικές και έγκαιρες πληρωμές κατά το ήμισυ τουλάχιστον της περιόδου στην οποία το άνοιγμα θα βρισκόταν υπό επιτήρηση, με αποτέλεσμα την πληρωμή σημαντικού συνολικού ποσού κεφαλαίου ή τόκων·
κανένα από τα ανοίγματα του πιστούχου δεν παρουσιάζει καθυστέρηση άνω των 30 ημερών.
Άρθρο 47β
Μέτρα ρύθμισης
Ένα «μέτρο ρύθμισης» είναι μια παραχώρηση από την πλευρά ενός ιδρύματος προς έναν πιστούχο ο οποίος αντιμετωπίζει ή είναι πιθανό να αντιμετωπίσει δυσχέρειες στην προσπάθεια να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις· Η παραχώρηση μπορεί να συνεπάγεται ζημία για τον δανειστή και συνίσταται σε οιαδήποτε από τις ακόλουθες ενέργειες:
τροποποίηση των όρων και προϋποθέσεων μιας δανειακής υποχρέωσης, η οποία δεν θα είχε χορηγηθεί αν ο πιστούχος δεν είχε αντιμετωπίσει δυσχέρειες στην προσπάθεια να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις·
συνολική ή μερική αναχρηματοδότηση δανειακής υποχρέωσης, η οποία δεν θα είχε χορηγηθεί αν ο πιστούχος δεν είχε αντιμετωπίσει δυσχέρειες στην προσπάθεια να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις.
Οι ακόλουθες τουλάχιστον καταστάσεις θεωρούνται μέτρα ρύθμισης:
νέοι συμβατικοί όροι είναι πιο ευνοϊκοί για τον πιστούχο από τους προηγούμενους συμβατικούς όρους, όταν ο πιστούχος αντιμετωπίζει ή είναι πιθανό να αντιμετωπίσει δυσχέρειες στην προσπάθεια να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις·
νέοι συμβατικοί όροι είναι πιο ευνοϊκοί για τον πιστούχο από τους συμβατικούς όρους που προσέφερε το ίδιο ίδρυμα σε πιστούχους με παρόμοιο προφίλ κινδύνου κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, όταν ο πιστούχος αντιμετωπίζει ή είναι πιθανό να αντιμετωπίσει δυσχέρειες στην προσπάθεια να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις·
το άνοιγμα βάσει των αρχικών συμβατικών όρων ταξινομήθηκε ως μη εξυπηρετούμενο πριν από την τροποποίηση των συμβατικών όρων ή θα είχε ταξινομηθεί ως μη εξυπηρετούμενο αν δεν είχαν επέλθει τροποποιήσεις στους συμβατικούς όρους·
το μέτρο έχει ως αποτέλεσμα συνολική ή μερική διαγραφή της δανειακής οφειλής·
το ίδρυμα εγκρίνει την ενεργοποίηση των ρητρών που παρέχουν στον πιστούχο τη δυνατότητα να τροποποιήσει τους όρους της σύμβασης και το άνοιγμα ήταν ταξινομημένο ως μη εξυπηρετούμενο πριν από την ενεργοποίηση των εν λόγω ρητρών, ή θα ταξινομείτο ως μη εξυπηρετούμενο αν δεν ενεργοποιούνταν οι εν λόγω ρήτρες·
την εποχή ή περίπου την εποχή που χορηγήθηκε το δάνειο, ο πιστούχος πραγματοποίησε πληρωμές κεφαλαίου ή τόκων σε άλλη δανειακή υποχρέωση στο ίδιο ίδρυμα, η οποία είχε ταξινομηθεί ως μη εξυπηρετούμενο άνοιγμα ή θα είχε ταξινομηθεί ως μη εξυπηρετούμενο αν δεν είχαν πραγματοποιηθεί οι εν λόγω πληρωμές·
η τροποποίηση των συμβατικών όρων περιλαμβάνει αποπληρωμές οι οποίες πραγματοποιούνται με απόκτηση κυριότητας εξασφάλισης, εφόσον η τροποποίηση αυτή συνιστά παραχώρηση.
Οι ακόλουθες καταστάσεις αποτελούν δείκτη ότι μπορεί να έχουν ληφθεί μέτρα ρύθμισης:
η αρχική σύμβαση παρουσίασε καθυστέρηση άνω των 30 ημερών τουλάχιστον μία φορά στη διάρκεια των τριών μηνών πριν από την τροποποίησή της ή θα παρουσίαζε καθυστέρηση άνω των 30 ημερών χωρίς την τροποποίηση·
την εποχή ή περίπου την εποχή κατά την οποία συνήφθη η πιστοδοτική σύμβαση, ο πιστούχος πραγματοποίησε πληρωμές κεφαλαίου ή τόκων σε άλλη δανειακή υποχρέωση στο ίδιο ίδρυμα, η οποία παρουσίασε καθυστέρηση 30 ημερών τουλάχιστον μία φορά στη διάρκεια των τριών μηνών πριν από τη χορήγηση της πίστωσης·
το ίδρυμα εγκρίνει την ενεργοποίηση των ρητρών που παρέχουν στον πιστούχο τη δυνατότητα να τροποποιήσει τους όρους και τις προϋποθέσεις της σύμβασης και το άνοιγμα παρουσιάζει καθυστέρηση 30 ημερών ή θα παρουσίαζε καθυστέρηση 30 ημερών, εάν δεν ενεργοποιούνταν οι εν λόγω ρήτρες.
Άρθρο 47γ
Αφαίρεση για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα
Για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ), τα ιδρύματα προσδιορίζουν το εφαρμοστέο ποσό ανεπαρκούς κάλυψης χωριστά για καθένα από τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα το οποίο πρέπει να αφαιρείται από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, αφαιρώντας το ποσό που προσδιορίζεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου από το ποσό που προσδιορίζεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου, όταν το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) υπερβαίνει το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο β):
το άθροισμα:
του μη εξασφαλισμένου τμήματος κάθε μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος, αν υπάρχει, πολλαπλασιαζόμενου επί τον εφαρμοζόμενο συντελεστή που αναφέρεται στην παράγραφο 2·
του εξασφαλισμένου τμήματος κάθε μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος, αν υπάρχει, πολλαπλασιαζόμενου επί τον εφαρμοζόμενο συντελεστή που αναφέρεται στην παράγραφο 3·
το άθροισμα των ακόλουθων στοιχείων υπό την προϋπόθεση ότι αφορούν το ίδιο μη εξυπηρετούμενο άνοιγμα:
ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου·
πρόσθετες προσαρμογές αξίας σύμφωνα με τα άρθρα 34 και 105·
άλλες μειώσεις ιδίων κεφαλαίων·
για τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων με την προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθμίσεων (προσέγγιση IRB), η απόλυτη αξία των ποσών που αφαιρούνται βάσει του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο δ) και τα οποία σχετίζονται με μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, όπου η απόλυτη αξία που αποδίδεται σε κάθε μη εξυπηρετούμενο άνοιγμα προσδιορίζεται πολλαπλασιάζοντας τα ποσά που αφαιρούνται βάσει του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο δ) επί τη συμβολή του ποσού της αναμενόμενης ζημίας για το μη εξυπηρετούμενο άνοιγμα στο συνολικό ποσό των αναμενόμενων ζημιών για ανοίγματα σε αθέτηση ή μη, κατά περίπτωση.
εάν ένα μη εξυπηρετούμενο άνοιγμα αγοράζεται σε τιμή χαμηλότερη από το οφειλόμενο από τον οφειλέτη ποσό, η διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και του οφειλόμενου από τον οφειλέτη ποσού·
ποσά που διαγράφει το ίδρυμα μετά την ταξινόμηση του ανοίγματος ως μη εξυπηρετούμενου.
Το εξασφαλισμένο τμήμα ενός μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος είναι εκείνο το τμήμα του ανοίγματος το οποίο, για τον σκοπό του υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με τον Τίτλο II του Τρίτου Μέρους, θεωρείται ότι καλύπτεται από χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία ή μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία ή ότι είναι πλήρως και απολύτως εξασφαλισμένο με ενυπόθηκα δάνεια.
Το μη εξασφαλισμένο τμήμα ενός μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος αντιστοιχεί στη διαφορά, αν υπάρχει, ανάμεσα στην αξία του ανοίγματος όπως αναφέρεται στο άρθρο 47α παράγραφος 1 και στο εξασφαλισμένο τμήμα του ανοίγματος, αν υπάρχει.
Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α) σημείο i), ισχύουν οι ακόλουθοι συντελεστές:
0,35 για το μη εξασφαλισμένο τμήμα μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος, εφαρμοζόμενος για το διάστημα μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας ημέρας του τρίτου έτους μετά την ταξινόμηση του ανοίγματος ως μη εξυπηρετούμενου·
1 για το μη εξασφαλισμένο τμήμα του μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος, εφαρμοζόμενος από την πρώτη ημέρα του τέταρτου έτους μετά την ταξινόμηση του ανοίγματος ως μη εξυπηρετούμενου.
Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α) σημείο ii), ισχύουν οι ακόλουθοι συντελεστές:
0,25 για το εξασφαλισμένο τμήμα μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος, εφαρμοζόμενος για το διάστημα μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας ημέρας του τέταρτου έτους μετά την ταξινόμηση του ανοίγματος ως μη εξυπηρετούμενου·
0,35 για το εξασφαλισμένο τμήμα μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος, εφαρμοζόμενος για το διάστημα μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας ημέρας του πέμπτου έτους μετά την ταξινόμηση του ανοίγματος ως μη εξυπηρετούμενου ·
0,55 για το εξασφαλισμένο τμήμα μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος, εφαρμοζόμενος για το διάστημα μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας ημέρας του έκτου έτους μετά την ταξινόμηση του ανοίγματος ως μη εξυπηρετούμενου·
0,70 για το τμήμα ενός μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος εξασφαλισμένου με ακίνητη περιουσία σύμφωνα με τον Τίτλο II του Τρίτου Μέρους ή το οποίο είναι στεγαστικό δάνειο εγγυημένο από επιλέξιμο πάροχο προστασίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 201, εφαρμοζόμενος για το διάστημα μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας ημέρας του έβδομου έτους μετά την ταξινόμηση του ανοίγματος ως μη εξυπηρετούμενου·
0,80 για το τμήμα μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος που εξασφαλίζεται από άλλη χρηματοδοτούμενη ή μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία, σύμφωνα με τον Τίτλο II του Τρίτου Μέρους, εφαρμοζόμενος για το διάστημα μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας ημέρας του έβδομου έτους μετά την ταξινόμηση του ανοίγματος ως μη εξυπηρετούμενου·
0,80 για το τμήμα ενός μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος εξασφαλισμένου με ακίνητη περιουσία σύμφωνα με τον Τίτλο II του Τρίτου Μέρους ή το οποίο είναι στεγαστικό δάνειο εγγυημένο από επιλέξιμο πάροχο προστασίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 201, εφαρμοζόμενος για το διάστημα μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας ημέρας του όγδοου έτους μετά την ταξινόμηση του ανοίγματος ως μη εξυπηρετούμενου·
1 για το τμήμα μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος που εξασφαλίζεται από άλλη χρηματοδοτούμενη ή μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία, σύμφωνα με τον Τίτλο II του Τρίτου Μέρους, εφαρμοζόμενος από την πρώτη ημέρα του όγδοου έτους μετά την ταξινόμηση του ανοίγματος ως μη εξυπηρετούμενου ·
0,85 για το τμήμα ενός μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος εξασφαλισμένου με ακίνητη περιουσία σύμφωνα με τον Τίτλο II του Τρίτου Μέρους ή το οποίο είναι στεγαστικό δάνειο εγγυημένο από επιλέξιμο πάροχο προστασίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 201, εφαρμοζόμενος για το διάστημα μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας ημέρας του ένατου έτους μετά την ταξινόμηση του ανοίγματος ως μη εξυπηρετούμενου ·
1 για το τμήμα ενός μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος εξασφαλισμένου με ακίνητη περιουσία σύμφωνα με τον Τίτλο II του Τρίτου Μέρους ή το οποίο είναι στεγαστικό δάνειο εγγυημένο από επιλέξιμο πάροχο προστασίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 201, εφαρμοζόμενος από την πρώτη ημέρα του δέκατου έτους μετά την ταξινόμηση του ανοίγματος ως μη εξυπηρετούμενου.
Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, ισχύουν οι ακόλουθοι συντελεστές στο τμήμα του μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος εγγυημένου ή ασφαλισμένου από επίσημο οργανισμό εξαγωγικών πιστώσεων ή εγγυημένου ή αντεγγυημένου από επιλέξιμο πάροχο προστασίας που αναφέρεται στο άρθρο 201 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ε), σε μη εξασφαλισμένα ανοίγματα του οποίου εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 % βάσει του τρίτου μέρους, τίτλος II, κεφάλαιο 2:
0 για το εξασφαλισμένο τμήμα του μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος, εφαρμοζόμενος για το διάστημα μεταξύ ενός έτους και επτά ετών μετά την ταξινόμησή του ως μη εξυπηρετούμενου· και
1 για το εξασφαλισμένο τμήμα του μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος, εφαρμοζόμενος από την πρώτη ημέρα του ογδόου έτους μετά την ταξινόμηση του ανοίγματος ως μη εξυπηρετούμενου.
Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, όταν έχει εγκριθεί μέτρο ρύθμισης για άνοιγμα μεταξύ δύο και έξι ετών μετά την ταξινόμησή του ως μη εξυπηρετούμενου, ο βάσει της παραγράφου 3 συντελεστής που ισχύει κατά την ημερομηνία έγκρισης του μέτρου ρύθμισης ισχύει για συμπληρωματική περίοδο ενός έτους.
Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται μόνο σε σχέση με το πρώτο μέτρο ρύθμισης που έχει εγκριθεί μετά την ταξινόμηση του ανοίγματος ως μη εξυπηρετούμενου.
Άρθρο 48
Εξαιρέσεις λόγω ορίου από την αφαίρεση από στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1
Κατά την πραγματοποίηση των απαιτούμενων αφαιρέσεων δυνάμει του άρθρου 36 παράγραφος 1 των στοιχείων γ) και θ), δεν απαιτείται από τα ιδρύματα να αφαιρούν τα ποσά των στοιχείων που παρατίθενται στα σημεία α) και β) της παρούσας παραγράφου, το σύνολο των οποίων είναι ίσο ή μικρότερο από το ποσό ορίου της παραγράφου 2:
οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που εξαρτώνται από τη μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές, και συνολικά είναι ίσες ή μικρότερες από το 10 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος, υπολογισμένες κατόπιν εφαρμογής των κατωτέρω διατάξεων·
των άρθρων 32 έως 35,
του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως η), του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημεία ii) έως v) και του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ), εξαιρουμένων των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές,
σε περίπτωση που ένα ίδρυμα έχει σημαντική επένδυση σε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα, οι άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις του ιδρύματος σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 της εν λόγω οντότητας που συνολικά είναι ίσες με ή μικρότερες από το 10 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος υπολογισμένες κατόπιν εφαρμογής των κατωτέρω διατάξεων.
τα άρθρα 32 έως 35·
του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως η), του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημεία ii) έως v) και του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ), εξαιρουμένων των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές.
Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το ποσό του ορίου ισούται με το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου επί το ποσοστό που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου:
το εναπομένον ποσό των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, μετά την πλήρη εφαρμογή των προσαρμογών και των αφαιρέσεων των άρθρων 32 έως 36 και χωρίς να εφαρμόζονται οι εξαιρέσεις ορίου που προσδιορίζονται στο παρόν άρθρο,
17,65 %.
Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα ιδρύματα καθορίζουν το τμήμα των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στο συνολικό ποσό των στοιχείων για το οποίο δεν επιβάλλεται αφαίρεση, διαιρώντας το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με το ποσό του στοιχείου β) της παρούσας παραγράφου:
το ποσό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που εξαρτώνται από τη μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές και συνολικά είναι ίσες με ή μικρότερες από το 10 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος,
το σύνολο των κατωτέρω:
το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α),
το ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα ίδιου κεφαλαίου οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις οποίες το ίδρυμα έχει σημαντική επένδυση, με τις εν λόγω τοποθετήσεις να είναι συνολικά ίσες με ή μικρότερες από το 10 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος.
Η αναλογία των σημαντικών επενδύσεων στο συνολικό ποσό των στοιχείων που δεν απαιτείται να αφαιρεθεί ισούται με ένα μείον την αναλογία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.
Άρθρο 49
Απαίτηση αφαίρεσης σε περίπτωση εφαρμογής ενοποίησης, συμπληρωματικής εποπτείας ή θεσμικών συστημάτων προστασίας
Για τους σκοπούς του υπολογισμού των ιδίων κεφαλαίων σε μεμονωμένη βάση, σε υποενοποιημένη βάση και σε ενοποιημένη βάση, σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές ζητούν ή επιτρέπουν στα ιδρύματα να εφαρμόζουν τη μέθοδο 1, 2 ή 3 του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα να μην αφαιρούν τις τοποθετήσεις σε μέσα ιδίων κεφαλαίων οντότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα στην οποία το μητρικό ίδρυμα, ή η μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή το ίδρυμα έχει σημαντική επένδυση, υπό τον όρο να πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στα στοιχεία α) έως ε) της παρούσας παραγράφου:
η οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου,
η ασφαλιστική επιχείρηση, η αντασφαλιστική επιχείρηση ή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου υπάγεται στην ίδια συμπληρωματική εποπτεία δυνάμει της οδηγίας 2002/87/ΕΚ όπως το μητρικό ίδρυμα, η μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή η μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή το ίδρυμα που έχει τη συμμετοχή,
το ίδρυμα έχει λάβει την προηγούμενη έγκριση της αρμόδιας αρχής,
πριν από τη χορήγηση της άδειας που αναφέρεται στο στοιχείο γ), και σε διαρκή βάση, οι αρμόδιες αρχές έχουν πεισθεί ότι το επίπεδο της ενιαίας διοίκησης, της διαχείρισης κινδύνου και του εσωτερικού ελέγχου όσον αφορά τις οντότητες που θα συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης δυνάμει των μεθόδων 1, 2 ή 3 είναι επαρκές,
οι τοποθετήσεις στην οντότητα ανήκουν σε έναν από τους κατωτέρω:
στο μητρικό πιστωτικό ίδρυμα,
στη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών,
στη μητρική χρηματοοικονομικήεταιρεία συμμετοχών,
στο ίδρυμα,
σε θυγατρική μιας από τις οντότητες που αναφέρονται στα στοιχεία i) έως iv) η οποία περιλαμβάνεται στο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης δυνάμει του πρώτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2.
Η επιλεγείσα μέθοδος εφαρμόζεται διαχρονικά με συνέπεια.
Η εφαρμογή της προσέγγισης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο δεν επιφέρει δυσανάλογες δυσμενείς επιπτώσεις στο σύνολο ή σε τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος των άλλων κρατών μελών ή στην Ένωση συνολικά, οι οποίες παρακωλύουν τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.
Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων για τους σκοπούς των απαιτήσεων που ορίζονται στα άρθρα 92α και 92β, τα οποία υπολογίζονται σύμφωνα με το πλαίσιο αφαιρέσεων που προβλέπεται στο άρθρο 72ε παράγραφος 4.
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, για λόγους υπολογισμού των ιδίων κεφαλαίων σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση, να επιτρέψουν στα ιδρύματα να μην αφαιρέσουν τοποθετήσεις σε μέσα ιδίων κεφαλαίων στις ακόλουθες περιπτώσεις:
όταν ένα ίδρυμα διατηρεί συμμετοχή σε άλλο ίδρυμα, και πληρούνται οι προϋποθέσεις των σημείων i) έως v):
τα ιδρύματα εμπίπτουν στο ίδιο θεσμικό σύστημα προστασίας που αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 7,
οι αρμόδιες αρχές έχουν χορηγήσει την άδεια που αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 7,
πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 113 παράγραφος 7,
το θεσμικό σύστημα προστασίας καταρτίζει ενοποιημένο ισολογισμό που αναφέρεται στο στοιχείο ε) του άρθρου 113 παράγραφος 7 ή, εφόσον δεν υποχρεούται να καταρτίζει ενοποιημένους ισολογισμούς, διευρυμένο αθροιστικό υπολογισμό που, κατά τις αρμόδιες αρχές είναι ικανοποιητικά αντίστοιχος προς τις διατάξεις της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ, που ενσωματώνει ορισμένες προσαρμογές των διατάξεων της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 ν, που διέπει τους ενοποιημένους λογαριασμούς των ομίλων πιστωτικών ιδρυμάτων. Η ισοδυναμία του εν λόγω διευρυμένου αθροιστικού υπολογισμού ελέγχεται από εξωτερικό ελεγκτή και ιδίως εξαλείφεται η πολλαπλή χρήση στοιχείων αποδεκτών για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων καθώς και οποιαδήποτε αθέμιτη δημιουργία ιδίων κεφαλαίων μεταξύ μελών του θεσμικού συστήματος προστασίας. ►M8 Ο ενοποιημένος ισολογισμός ή ο διευρυμένος αθροιστικός υπολογισμός γνωστοποιούνται στις αρμόδιες αρχές με τη συχνότητα που ορίζεται στα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο άρθρο 430 παράγραφος 7, ◄
τα ιδρύματα που υπάγονται σε θεσμικό σύστημα προστασίας πληρούν από κοινού σε ενοποιημένη ή διευρυμένη αθροιστική βάση τις απαιτήσεις του άρθρου 92 και υποβάλλουν εκθέσεις για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις αυτές σύμφωνα με το άρθρο 430. ◄ Στο πλαίσιο θεσμικού συστήματος προστασίας δεν απαιτείται μείωση του επιτοκίου που κατέχουν τα μέλη του συνεταιρισμού ή οι νομικές οντότητες που δεν είναι μέλη του θεσμικού συστήματος προστασίας, υπό την προϋπόθεση ότι εξαλείφεται η πολλαπλή χρήση στοιχείων αποδεκτών για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων, καθώς και οποιαδήποτε αθέμιτη δημιουργία ιδίων κεφαλαίων μεταξύ μελών του θεσμικού συστήματος προστασίας και του μειοψηφούντος μετόχου, όταν είναι ίδρυμα,
σε περίπτωση που ένα περιφερειακό πιστωτικό ίδρυμα κατέχει συμμετοχή στο κεντρικό του ή άλλο περιφερειακό πιστωτικό του ίδρυμα και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του στοιχείου α) σημεία i) έως v).
Η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ υποβάλλουν τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντίστοιχα.
Άρθρο 50
Κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1
Το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ενός ιδρύματος απαρτίζεται από στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μετά την εφαρμογή των προσαρμογών που απαιτούνται δυνάμει των άρθρων 32 έως 35, των αφαιρέσεων δυνάμει του άρθρου 36 και των εξαιρέσεων και εναλλακτικών δυνατοτήτων των άρθρων 48, 49 και 79.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Πρόσθετο κεφάλαιο κατηγορίας 1
Άρθρο 51
Πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1
Τα πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 απαρτίζονται από τα ακόλουθα στοιχεία:
κεφαλαιακά μέσα, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 52 παράγραφος 1,
τη διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά τα μέσα που αναφέρονται στο στοιχείο α).
Μέσα που περιλαμβάνονται στο στοιχείο α) δεν είναι αποδεκτά ως στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2.
Άρθρο 52
Πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1
Τα κεφαλαιακά μέσα χαρακτηρίζονται ως πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 μόνο εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
τα μέσα έχουν εκδοθεί απευθείας από ίδρυμα και έχουν καταβληθεί πλήρως,
τα μέσα δεν ανήκουν σε κανέναν από τους εξής:
το ίδρυμα ή τις θυγατρικές του,
επιχείρηση στην οποία το ίδρυμα έχει συμμετοχή υπό μορφή ιδιοκτησίας, άμεσης ή μέσω ελέγχου, του 20 % ή περισσότερου των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου της,
η κτήση της κυριότητας των μέσων δεν χρηματοδοτείται άμεσα ή έμμεσα από το ίδρυμα,
τα μέσα κατατάσσονται χαμηλότερα από τα μέσα της κατηγορίας 2 σε περίπτωση αφερεγγυότητας του ιδρύματος,
τα μέσα δεν αποτελούν αντικείμενο εξασφάλισης ούτε υπόκεινται σε εγγύηση που ενισχύει την εξοφλητική προτεραιότητα των απαιτήσεων από οποιονδήποτε από τους κατωτέρω:
το ίδρυμα ή τις θυγατρικές του,
τη μητρική επιχείρηση του ιδρύματος ή τις θυγατρικές του,
τη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή τις θυγατρικές της,
την μικτή εταιρεία συμμετοχών τις θυγατρικές της,
την μικτή χρηματοοικοομική εταιρεία συμμετοχών και τις θυγατρικές της,
κάθε επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με τις οντότητες που αναφέρονται στα σημεία i) έως v),
τα μέσα δεν υπόκεινται σε οποιαδήποτε ρύθμιση, συμβατική ή άλλη, η οποία ενισχύει την εξοφλητική προτεραιότητα της απαίτησης δυνάμει των μέσων σε αφερεγγυότητα ή εκκαθάριση,
τα μέσα είναι αόριστης διάρκειας και οι διατάξεις που τα διέπουν δεν περιλαμβάνουν κανένα κίνητρο για την εξόφλησή τους από το ίδρυμα,
σε περίπτωση που τα μέσα περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα δικαιώματα προαίρεσης πρόωρης εξόφλησης, συμπεριλαμβανομένων δικαιωμάτων προαίρεσης ανάκλησης, τα δικαιώματα προαίρεσης ασκούνται κατά την αποκλειστική κρίση του εκδότη,
η ανάκληση, εξόφληση ή επαναγορά των μέσων είναι δυνατή μόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 77 και το νωρίτερο πέντε έτη από την ημερομηνία έκδοσης, εκτός εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 78 παράγραφος 4,
οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα δεν προβλέπουν ρητά ή σιωπηρά ότι τα μέσα θα μπορούσαν να ανακληθούν, να εξοφληθούν ή να επαναγοραστούν, αναλόγως, από το ίδρυμα πλην της περίπτωσης αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης του ιδρύματος, ενώ το ίδρυμα δεν προβλέπει άλλως τέτοια ένδειξη,
το ίδρυμα δεν υποδεικνύει ρητά ή σιωπηρά ότι η αρμόδια αρχή θα συναινέσει σε μια αίτηση ανάκλησης, εξόφλησης ή επαναγοράς των μέσων,
οι διανομές δυνάμει των μέσων πληρούν τις κατωτέρω προϋποθέσεις:
καταβάλλονται από τα διανεμητέα στοιχεία,
το επίπεδο των διανομών που πραγματοποιούνται επί των μέσων δεν θα τροποποιηθεί βάσει της πιστωτικής διαβάθμισης του ιδρύματος ή της μητρικής του επιχείρησης,
οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα παρέχουν πλήρη ευχέρεια στο ίδρυμα να ακυρώσει ανά πάσα στιγμή τις διανομές επί των μέσων για απεριόριστο χρονικό διάστημα και σε μη σωρευτική βάση και το ίδρυμα δύναται να χρησιμοποιήσει τις εν λόγω ακυρωθείσες πληρωμές χωρίς περιορισμό για να ικανοποιήσει τις υποχρεώσεις του όταν καταστούν απαιτητές,
η ακύρωση των διανομών δεν συνιστά αθέτηση υποχρέωσης του ιδρύματος,
η ακύρωση των διανομών δεν επιβάλλει περιορισμούς στο ίδρυμα,
τα μέσα δεν συνεισφέρουν στο να προσδιοριστεί ότι το παθητικό ενός ιδρύματος υπερβαίνει το ενεργητικό του, εάν ένας τέτοιος προσδιορισμός συνιστά δοκιμή αφερεγγυότητας δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας,
οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα επιβάλλουν, κατά την επέλευση γεγονότος ενεργοποίησης, την μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου των μέσων σε μόνιμη ή προσωρινή βάση ή τη μετατροπή τους σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,
οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα δεν περιλαμβάνουν κανένα χαρακτηριστικό που θα μπορούσε να εμποδίσει την ανακεφαλαιοποίηση του ιδρύματος,
σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα και έχει οριστεί, σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, μέρος ενός ομίλου εξυγίανσης του οποίου η οντότητα εξυγίανσης είναι εγκατεστημένη στην Ένωση, ή σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος, οι νομοθετικές ή συμβατικές διατάξεις που διέπουν τα μέσα επιβάλλουν, ύστερα από απόφαση της αρχής εξυγίανσης να ασκήσει τις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής που αναφέρονται στο άρθρο 59 της εν λόγω οδηγίας, τη μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου των μέσων σε μόνιμη βάση ή τη μετατροπή τους σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,
σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα και δεν έχει οριστεί, σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, μέρος ενός ομίλου εξυγίανσης του οποίου η οντότητα εξυγίανσης είναι εγκατεστημένη στην Ένωση, οι νομοθετικές ή συμβατικές διατάξεις που διέπουν τα μέσα επιβάλλουν, ύστερα από απόφαση της σχετικής αρχής της τρίτης χώρας, τη μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου των μέσων σε μόνιμη βάση ή τη μετατροπή τους σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,
σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα και έχει οριστεί, σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, μέρος ενός ομίλου εξυγίανσης του οποίου η οντότητα εξυγίανσης είναι εγκατεστημένη στην Ένωση, ή σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος, τα μέσα μπορούν να εκδοθούν μόνο βάσει της νομοθεσίας τρίτης χώρας, ή να υπόκεινται με άλλον τρόπο στη νομοθεσία τρίτης χώρας, εφόσον, δυνάμει της εν λόγω νομοθεσίας, η άσκηση των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής που αναφέρονται στο άρθρο 59 της εν λόγω οδηγίας είναι αποτελεσματική και εκτελεστή βάσει νομοθετικών διατάξεων ή νομικά εκτελεστών συμβατικών διατάξεων που αναγνωρίζουν την εξυγίανση ή τις άλλες ενέργειες απομείωσης ή μετατροπής,
τα μέσα δεν υπόκεινται σε συμφωνίες αλληλοσυμψηφισμού ή συμψηφισμού που θα υπονόμευαν την ικανότητά τους να απορροφούν ζημίες.
Η προϋπόθεση του στοιχείου δ) του πρώτου εδαφίου λογίζεται ότι πληρούται έστω και αν τα μέσα περιλαμβάνονται στα πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2 δυνάμει του άρθρου 484 παράγραφος 3, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν την ίδια προτεραιότητα.
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), μόνο το μέρος κεφαλαιακού μέσου που έχει καταβληθεί πλήρως είναι επιλέξιμο να χαρακτηριστεί ως πρόσθετο μέσο της κατηγορίας 1.
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:
τη μορφή και τη φύση των κινήτρων εξόφλησης,
τη φύση κάθε επανάκτησης της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου ενός πρόσθετου μέσου της κατηγορίας 1 έπειτα από μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου του σε προσωρινή βάση,
τις διαδικασίες και το χρονοδιάγραμμα των κατωτέρω ενεργειών:
του προσδιορισμού της επέλευσης γεγονότος ενεργοποίησης,
την επανάκτηση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου πρόσθετου μέσου της κατηγορίας 1 έπειτα από μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου του σε προσωρινή βάση,
τα χαρακτηριστικά των μέσων που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την ανακεφαλαιοποίηση του ιδρύματος,
τη χρήση οντοτήτων ειδικού σκοπού για την έμμεση έκδοση μέσων ιδίων κεφαλαίων.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.
Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 53
Περιορισμοί στην ακύρωση των διανομών επί πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 και χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την ανακεφαλαιοποίηση του ιδρύματος
Για τους σκοπούς του άρθρου 52 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ) σημείο v) και του άρθρου 52 παράγραφος 1 στοιχείο ιε), οι διατάξεις που διέπουν τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 δεν θα περιλαμβάνουν, συγκεκριμένα, τα εξής:
απαίτηση να γίνονται οι διανομές των μέσων σε περίπτωση που πραγματοποιείται διανομή επί μέσου που έχει εκδοθεί από το ίδρυμα, το οποίο κατατάσσεται στο ίδιο ή σε χαμηλότερο επίπεδο από το Πρόσθετο μέσο της Κατηγορίας 1, συμπεριλαμβανομένων των μέσων Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1,
απαίτηση ακύρωσης της πληρωμής των διανομών σε μέσα Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, Πρόσθετα μέσα της Κατηγορίας 1 ή της Κατηγορίας 2 σε περίπτωση που δεν πραγματοποιούνται διανομές επί αυτών των Πρόσθετων μέσων της Κατηγορίας 1,
υποχρέωση αντικατάστασης της πληρωμής τόκου ή μερίσματος με πληρωμή υπό διαφορετική μορφή. Διαφορετικά το ίδρυμα δεν υπόκειται στην εν λόγω υποχρέωση.
Άρθρο 54
Μείωση της ονομαστικής αξίας ή μετατροπή των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1
Για τους σκοπούς του άρθρου 52 παράγραφος 1 στοιχείο ιδ), οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται σε Πρόσθετα μέσα της Κατηγορίας 1:
ένα γεγονός ενεργοποίησης συμβαίνει όταν ο δείκτης Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 ενός ιδρύματος που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο α) είναι χαμηλότερος από οποιοδήποτε από τα εξής:
5,125 %,
ένα επίπεδο υψηλότερο από 5,125 %, σε περίπτωση που προσδιορίζεται από το ίδρυμα και διευκρινίζεται στις διατάξεις που διέπουν το μέσο,
Τα ιδρύματα ενδέχεται να διευκρινίσουν στις διατάξεις που διέπουν το μέσο ένα ή περισσότερα γεγονότα ενεργοποίησης επιπλέον των γεγονότων ενεργοποίησης που αναφέρονται στο στοιχείο α),
σε περίπτωση που οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα απαιτούν τη μετατροπή τους σε μέσα Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 όταν συμβεί ένα γεγονός ενεργοποίησης, οι εν λόγω διατάξεις διευκρινίζουν ένα από τα κατωτέρω:
τον συντελεστή της εν λόγω μετατροπής και ένα όριο του επιτρεπόμενου ποσού της μετατροπής,
ένα εύρος εντός του οποίου τα μέσα θα μετατραπούν σε μέσα Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1,
σε περίπτωση που οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα απαιτούν τη μείωση της ονομασικής αξίας του κεφαλαίου τους όταν επέλθει γεγονός ενεργοποίησης, η μείωση της ονομαστικής αξίας θα μειώσει όλα τα κατωτέρω:
την απαίτηση του κατόχου του μέσου κατά την αφερεγγυότητα ή εκκαθάριση του ιδρύματος,
το ποσό που απαιτείται να καταβληθεί σε περίπτωση ανάκλησης ή εξόφλησης του μέσου,
τις διανομές που πραγματοποιούνται επί του μέσου,
σε περίπτωση που τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 έχουν εκδοθεί από θυγατρική επιχείρηση εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα, το επίπεδο του 5,125 % ή το υψηλότερο επίπεδο για το γεγονός ενεργοποίησης που αναφέρεται στο στοιχείο α) υπολογίζεται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία της εν λόγω τρίτης χώρας, ή τις συμβατικές διατάξεις που διέπουν τα μέσα, υπό την προϋπόθεση ότι η αρμόδια αρχή, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΤ, έχει πεισθεί ότι οι διατάξεις αυτές είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.
Το αθροιστικό ποσό των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 που πρέπει να υποστεί μείωση αξίας ή να μετατραπεί κατά την επέλευση γεγονότος ενεργοποίησης δεν υπολείπεται του χαμηλότερου από τα κατωτέρω ποσά:
του απαιτούμενου ποσού για πλήρη αποκατάσταση του δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σε 5,125 %,
ολόκληρου του βασικού κεφαλαίου του μέσου.
Όταν επέρχεται γεγονός ενεργοποίησης, τα ιδρύματα ενεργούν ως εξής:
ενημερώνουν πάραυτα τις αρμόδιες αρχές,
ενημερώνουν τους κατόχους των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1,
μειώνουν την αξία του ποσού του κεφαλαίου του μέσου ή μετατρέπουν τα μέσα σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 χωρίς καθυστέρηση, το αργότερο εντός μηνός, σύμφωνα με την απαίτηση του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 55
Συνέπειες της διακοπής ικανοποίησης των προϋποθέσεων για τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1
Τα κατωτέρω εφαρμόζονται εάν σταματήσουν να πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 52 παράγραφος 1 στην περίπτωση Πρόσθετου μέσου της Κατηγορίας 1:
το μέσο παύει αμέσως να είναι αποδεκτό ως πρόσθετο μέσο της κατηγορίας 1,
το τμήμα της διαφοράς από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά το εν λόγω μέσο παύει αμέσως να είναι αποδεκτό ως πρόσθετο στοιχείο της κατηγορίας 1.
Άρθρο 56
Αφαιρέσεις από πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1
Τα ιδρύματα αφαιρούν τα κατωτέρω από τα πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1:
άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις ενός ιδρύματος σε ίδια πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 που μπορεί να υποχρεούται να αγοράσει ένα ίδρυμα ως αποτέλεσμα υφιστάμενων συμβατικών υποχρεώσεων,
άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα με τις οποίες το ίδρυμα έχει αμοιβαία συμμετοχή η οποία, κατά τις αρμόδιες αρχές, σχεδιάστηκε με στόχο την τεχνητή διόγκωση των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος,
το ισχύον ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων συμμετοχών σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, που προσδιορίζεται κατά περίπτωση δυνάμει του άρθρου 67, όταν το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντική επένδυση στις εν λόγω οντότητες,
άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις ενός ιδρύματος σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, όταν το ίδρυμα διαθέτει σημαντική επένδυση στις εν λόγω οντότητες, εξαιρουμένων των θέσεων αναδοχής που τηρούνται για πέντε εργάσιμες ημέρες κατ’ ανώτατο όριο,
το ποσό των στοιχείων που πρέπει να αφαιρεθούν από στοιχεία της κατηγορίας 2 σύμφωνα με ►C3 το άρθρο 66 το οποίο υπερβαίνει τα στοιχεία της κατηγορίας 2 του ιδρύματος, ◄
οποιαδήποτε φορολογική επιβάρυνση σχετίζεται με πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1, η οποία προβλέπεται κατά τη στιγμή του υπολογισμού του, εκτός εάν το ίδρυμα προσαρμόσει κατάλληλα το ποσό των πρόσθετων στοιχείων της κατηγορίας 1 στο μέτρο που η επιβάρυνση αυτή μειώνει το ποσό μέχρι το οποίο τα στοιχεία αυτά ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη κινδύνων ή ζημιών.
Άρθρο 57
Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε ίδια πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1
Για τους σκοπούς του στοιχείου α) του άρθρου 56, τα ιδρύματα υπολογίζουν τις τοποθετήσεις σε ίδια πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 βάσει των μεικτών θετικών τους θέσεων με τις ακόλουθες εξαιρέσεις:
τα ιδρύματα δύνανται να υπολογίζουν το ποσό των πρόσθετων ίδιων μέσων της κατηγορίας 1 βάσει της καθαρής θετικής τους θέσης υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται αμφότερες οι κάτωθι προϋποθέσεις:
οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις βρίσκονται στο ίδιο υποκείμενο άνοιγμα και οι αρνητικές θέσεις δεν ενέχουν κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου,
είτε αμφότερες οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,
τα ιδρύματα καθορίζουν το ποσό που αφαιρείται για άμεσες, έμμεσες ή σύνθετες τοποθετήσεις υπό μορφή τοποθετήσεων σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες, υπολογίζοντας το υποκείμενο άνοιγμα στα ίδια πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 που περιλαμβάνονται στους εν λόγω δείκτες αυτούς,
τα ιδρύματα δύνανται να συμψηφίζουν τις μεικτές θετικές θέσεις σε ίδια πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 που προκύπτουν από τοποθετήσεις σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες με τις αρνητικές θέσεις σε ίδια πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 που προκύπτουν από αρνητικές θέσεις στους υποκείμενους δείκτες, ακόμα και στις περιπτώσεις που οι εν λόγω αρνητικές θέσεις ενέχουν κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται αμφότερες οι κάτωθι προϋποθέσεις:
οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις είναι στους ίδιους υποκείμενους δείκτες,
είτε οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις περιλαμβάνονται αμφότερες στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.
Άρθρο 58
Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα σε περίπτωση που το ίδρυμα έχει αμοιβαία συμμετοχή που σχεδιάστηκε με στόχο την τεχνητή διόγκωση των ιδίων κεφαλαίων του
Τα ιδρύματα πραγματοποιούν τις αφαιρέσεις που απαιτούνται δυνάμει των στοιχείων β), γ) και δ) του άρθρου 56 σύμφωνα με τα εξής:
οι τοποθετήσεις σε Πρόσθετα μέσα της Κατηγορίας 1 υπολογίζονται βάσει των μεικτών θετικών θέσεων,
τα πρόσθετα ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της Κατηγορίας 1 θεωρούνται ως τοποθετήσεις σε Πρόσθετα μέσα της Κατηγορίας 1 για τους σκοπούς της αφαίρεσης.
Άρθρο 59
Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα
Τα ιδρύματα πραγματοποιούν τις αφαιρέσεις που απαιτούνται δυνάμει των στοιχείων γ) και δ) του άρθρου 56 σύμφωνα με τα εξής:
δύνανται να υπολογίζουν τις άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα βάσει της καθαρής θετικής θέσης στο ίδιο υποκείμενο άνοιγμα υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται αμφότερες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
η ημερομηνία ληκτότητας της αρνητικής θέσης είναι είτε η ίδια με την ημερομηνία ληκτότητας της θετικής θέσης είτε μεταγενέστερή της ή η εναπομένουσα ληκτότητα της αρνητικής θέσης είναι τουλάχιστον ένα έτος,
είτε οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις περιλαμβάνονται αμφότερες στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,
προσδιορίζουν το ποσό που αφαιρείται για άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις υπό μορφή τοποθετήσεων σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες, υπολογίζοντας το υποκείμενο άνοιγμα στα κεφαλαιακά μέσα οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα που περιλαμβάνονται στους εν λόγω δείκτες.
Άρθρο 60
Αφαίρεση τοποθετήσεων σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 σε περίπτωση που το ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση σε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα
Για τους σκοπούς του στοιχείου γ) του άρθρου 56 παράγραφος 1, τα ιδρύματα υπολογίζουν το προς αφαίρεση ποσό κατά περίπτωση πολλαπλασιάζοντας το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με τον συντελεστή που προκύπτει από τον υπολογισμό που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου:
το συνολικό ποσό κατά το οποίο οι άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις του ιδρύματος σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις οποίες το ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση υπερβαίνουν το 10 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος, υπολογισμένο μετά την εφαρμογή των κατωτέρω:
των άρθρων 32 έως 35,
του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ζ), του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημεία ii) έως v) και του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ), εξαιρουμένων των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές,
των άρθρων 44 και 45,
το ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε πρόσθετα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 εκείνων των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα όπου το ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση, δια του συνολικού ποσού όλων των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2 των εν λόγω οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Το ποσό που πρέπει να αφαιρεθεί δυνάμει της παραγράφου 1 κατανέμεται σε όλα τα διακρατηθέντα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1. Τα ιδρύματα καθορίζουν το ποσό κάθε πρόσθετου μέσου της κατηγορίας 1 που αφαιρείται δυνάμει της παραγράφου 1 πολλαπλασιάζοντας το ποσό που ορίζεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με την αναλογία του στοιχείου β) της παρούσας παραγράφου:
το ποσό των τοποθετήσεων που πρέπει να αφαιρεθεί δυνάμει της παραγράφου 1,
την αναλογία του συνολικού ποσού των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις οποίες το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντική επένδυση η οποία να αντιπροσωπεύεται από κάθε πρόσθετο μέσο της κατηγορίας 1 που κατέχεται.
Τα ιδρύματα καθορίζουν το ποσό κάθε πρόσθετου μέσου της κατηγορίας 1 που υπόκειται σε συντελεστή στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με την παράγραφο 4 πολλαπλασιάζοντας το ποσό που ορίζεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου επί του ποσού που ορίζεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου:
το ποσό των τοποθετήσεων που πρέπει να σταθμιστούν δυνάμει της παραγράφου 4,
την αναλογία που προκύπτει από τον υπολογισμό στο στοιχείο β) της παραγράφου 3.
Άρθρο 61
Πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1
Το Πρόσθετο κεφάλαιο της Κατηγορίας 1 ενός ιδρύματος απαρτίζεται από Πρόσθετα στοιχεία της Κατηγορίας 1 μετά την αφαίρεση των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 56 και μετά την εφαρμογή του άρθρου 79.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Κεφάλαιο της κατηγορίας 2
Άρθρο 62
Στοιχεία της κατηγορίας 2
Τα στοιχεία της Κατηγορίας 2 απαρτίζονται από τα ακόλουθα στοιχεία:
κεφαλαιακά μέσα, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 63 και στον βαθμό που ορίζει το άρθρο 64,
η διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά τα μέσα που αναφέρονται στο στοιχείο α),
για τα ιδρύματα που υπολογίζουν σταθμισμένα ανοίγματα δυνάμει του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2, τις γενικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου, με τις επιπτώσεις του φόρου, ύψους έως 1,25 % σταθμισμένων ανοιγμάτων υπολογισμένων σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 του τίτλου ΙΙ του τρίτου μέρους,
για τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ανοίγματα δυνάμει του τρίτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 3, τα θετικά ποσά, με τις επιπτώσεις του φόρου, που προκύπτουν από τον υπολογισμό που προσδιορίζεται στα άρθρα 158 και 159, έως και 0,6 % των σταθμισμένων ανοιγμάτων υπολογισμένων σύμφωνα με το κεφάλαιο 3 του τίτλου ΙΙ του τρίτου μέρους.
Μέσα που περιλαμβάνονται στο στοιχείο α) δεν είναι αποδεκτά ως στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1.
Άρθρο 63
Μέσα της κατηγορίας 2
Τα κεφαλαιακά μέσα χαρακτηρίζονται ως μέσα της κατηγορίας 2, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
τα μέσα έχουν εκδοθεί απευθείας από το ίδρυμα και έχουν καταβληθεί πλήρως,
τα μέσα δεν ανήκουν σε κανέναν από τους εξής:
το ίδρυμα ή τις θυγατρικές του,
επιχείρηση στην οποία το ίδρυμα έχει συμμετοχή υπό μορφή ιδιοκτησίας, άμεσης ή μέσω ελέγχου, του 20 % ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου της,
η κτήση της κυριότητας των μέσων δεν χρηματοδοτείται άμεσα ή έμμεσα από το ίδρυμα,
η απαίτηση έναντι του κεφαλαίου των μέσων δυνάμει των διατάξεων που διέπουν τα μέσα κατατάσσεται κάτω από οποιαδήποτε απαίτηση από μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων,
τα μέσα δεν αποτελούν αντικείμενο εξασφάλισης ούτε υπόκεινται σε εγγύηση που ενισχύει την εξοφλητική προτεραιότητα της απαίτησης από οποιονδήποτε από τους κατωτέρω:
το ίδρυμα ή τις θυγατρικές του,
τη μητρική επιχείρηση του ιδρύματος ή τις θυγατρικές της,
τη μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή τις θυγατρικές της,
την μικτή εταιρεία συμμετοχώνή τις θυγατρικές της,
την μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή τις θυγατρικές της,
οποιαδήποτε επιχείρηση έχει στενούς δεσμούς με τις οντότητες που αναφέρονται στα σημεία i) έως v),
τα μέσα δεν υπόκεινται σε οποιαδήποτε ρύθμιση η οποία ενισχύει άλλως την εξοφλητική προτεραιότητα της σχετικής απαίτησης δυνάμει των μέσων,
τα μέσα έχουν αρχική ληκτότητα τουλάχιστον πέντε ετών,
οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα δεν περιλαμβάνουν κανένα κίνητρο για πληρωμή ή εξόφληση του κεφαλαίου τους, αναλόγως, από το ίδρυμα πριν από τη λήξη τους,
σε περίπτωση που τα μέσα περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα δικαιώματα προαίρεσης πρόωρης αποπληρωμής, συμπεριλαμβανομένων δικαιωμάτων προαίρεσης ανάκλησης, τα δικαιώματα προαίρεσης ασκούνται κατά την αποκλειστική κρίση του εκδότη,
η πρόωρη ανάκληση, εξόφληση, αποπληρωμή ή επαναγορά των μέσων είναι δυνατή μόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 77 και το νωρίτερο πέντε έτη από την ημερομηνία έκδοσης, εκτός εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 78 παράγραφος 4,
οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα δεν προβλέπουν ρητά ή σιωπηρά ότι τα μέσα θα μπορούσαν να ανακληθούν, να εξοφληθούν, να αποπληρωθούν ή να επαναγοραστούν πρόωρα, αναλόγως, από το ίδρυμα πλην της περίπτωσης αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης του ιδρύματος, ενώ το ίδρυμα δεν προβλέπει άλλως τέτοια ένδειξη,
οι διατάξεις που διέπουν τα μέσα δεν παρέχουν στον κάτοχο το δικαίωμα να επιταχύνει τις προγραμματισμένες στο μέλλον πληρωμές τόκων ή κεφαλαίου, με εξαίρεση την περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης του ιδρύματος,
το επίπεδο των οφειλόμενων πληρωμών τόκων ή μερισμάτων, αναλόγως, επί των μέσων δεν θα τροποποιηθεί βάσει της πιστωτικής διαβάθμισης του ιδρύματος ή της μητρικής του επιχείρησης,
σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα και έχει οριστεί, σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, μέρος ενός ομίλου εξυγίανσης του οποίου η οντότητα εξυγίανσης είναι εγκατεστημένη στην Ένωση, ή σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος, οι νομοθετικές ή συμβατικές διατάξεις που διέπουν τα μέσα επιβάλλουν, ύστερα από απόφαση της αρχής εξυγίανσης να ασκήσει τις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής που αναφέρονται στο άρθρο 59 της εν λόγω οδηγίας, τη μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου των μέσων σε μόνιμη βάση ή τη μετατροπή τους σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,
σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα και δεν έχει οριστεί, σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, μέρος ενός ομίλου εξυγίανσης του οποίου η οντότητα εξυγίανσης είναι εγκατεστημένη στην Ένωση, οι νομοθετικές ή συμβατικές διατάξεις που διέπουν τα μέσα επιβάλλουν, ύστερα από απόφαση της σχετικής αρχής της τρίτης χώρας, τη μείωση της ονομαστικής αξίας του κεφαλαίου των μέσων σε μόνιμη βάση ή τη μετατροπή τους σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,
σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα και έχει οριστεί, σύμφωνα με το άρθρο 12 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, μέρος ενός ομίλου εξυγίανσης του οποίου η οντότητα εξυγίανσης είναι εγκατεστημένη στην Ένωση, ή σε περίπτωση που ο εκδότης είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος, τα μέσα μπορούν να εκδοθούν μόνο βάσει της νομοθεσίας τρίτης χώρας, ή να υπόκεινται με άλλον τρόπο στη νομοθεσία τρίτης χώρας, εφόσον, δυνάμει της εν λόγω νομοθεσίας, η άσκηση των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής που αναφέρονται στο άρθρο 59 της εν λόγω οδηγίας είναι αποτελεσματική και εκτελεστή βάσει νομοθετικών διατάξεων ή νομικά εκτελεστών συμβατικών διατάξεων που αναγνωρίζουν την εξυγίανση ή τις άλλες ενέργειες απομείωσης ή μετατροπής,
τα μέσα δεν υπόκεινται σε συμφωνίες αλληλοσυμψηφισμού ή συμψηφισμού που θα υπονόμευαν την ικανότητά τους να απορροφούν ζημίες.
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), μόνο το μέρος κεφαλαιακού μέσου που έχει καταβληθεί πλήρως είναι επιλέξιμο να χαρακτηριστεί ως μέσο της κατηγορίας 2.
Άρθρο 64
Απόσβεση μέσων της κατηγορίας 2
Η έκταση στην οποία τα μέσα της κατηγορίας 2 αναγνωρίζονται ως στοιχεία της κατηγορίας 2 κατά τη διάρκεια των πέντε τελευταίων ετών της ληκτότητας των μέσων υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας το αποτέλεσμα που προκύπτει από τον υπολογισμό που αναφέρεται στο στοιχείο α) επί το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο β) ως εξής:
η λογιστική αξία των μέσων την πρώτη ημέρα της τελικής πενταετούς περιόδου της συμβατικής ληκτότητάς τους προς τον αριθμό των ημερών της εν λόγω περιόδου,
ο αριθμός των εναπομενουσών ημερών συμβατικής ληκτότητας των μέσων.
Άρθρο 65
Συνέπειες της παύσης ικανοποίησης των προϋποθέσεων για μέσα της κατηγορίας 2
Οι κατωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται εάν σταματήσουν να πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 63 στην περίπτωση μέσου της Κατηγορίας 2:
το μέσο παύει αμέσως να είναι αποδεκτό ως μέσο της κατηγορίας 2,
το τμήμα της διαφοράς από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά το εν λόγω μέσο παύει αμέσως να είναι αποδεκτό ως στοιχείο της κατηγορίας 2.
Άρθρο 66
Αφαιρέσεις από στοιχεία της κατηγορίας 2
Τα κατωτέρω στοιχεία αφαιρούνται από τα στοιχεία της κατηγορίας 2:
άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις ενός ιδρύματος σε ίδια μέσα της κατηγορίας 2, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων μέσων της κατηγορίας 2 που ενδέχεται να υποχρεούται να αγοράσει ένα ίδρυμα ως αποτέλεσμα υφιστάμενων συμβατικών υποχρεώσεων,
άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις σε μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα με τις οποίες το ίδρυμα έχει αμοιβαία συμμετοχή η οποία, κατά τη γνώμη των αρμόδιων αρχών, σχεδιάστηκε με στόχο την τεχνητή διόγκωση των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος,
το ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων σε μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, που προσδιορίζεται δυνάμει του άρθρου 70, στις περιπτώσεις που το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντική επένδυση στις εν λόγω οντότητες,
άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις του ιδρύματος σε μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, σε περίπτωση που το ίδρυμα διαθέτει σημαντική επένδυση στις εν λόγω οντότητες, εξαιρουμένων των θέσεων αναδοχής που τηρούνται για πέντε εργάσιμες ημέρες κατ’ ανώτατο όριο,
το ποσό των στοιχείων που πρέπει να αφαιρεθούν από στοιχεία των επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 72ε και το οποίο υπερβαίνει τα στοιχεία των επιλέξιμων υποχρεώσεων του ιδρύματος.
Άρθρο 67
Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε ίδια μέσα της κατηγορίας 2
Για τους σκοπούς του άρθρου 66 στοιχείο α), τα ιδρύματα υπολογίζουν τις τοποθετήσεις τους βάσει των μικτών θετικών τους θέσεων που υπόκεινται στις ακόλουθες εξαιρέσεις:
τα ιδρύματα δύνανται να υπολογίζουν τα ποσά των τοποθετήσεων βάσει της καθαρής θετικής τους θέσης υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται και οι δύο κάτωθι προϋποθέσεις:
οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις βρίσκονται στο ίδιο υποκείμενο άνοιγμα και οι αρνητικές θέσεις δεν ενέχουν κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου,
είτε οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις περιλαμβάνονται αμφότερες στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,
τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό που αφαιρείται για άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες, υπολογίζοντας το υποκείμενο άνοιγμα στα ίδια μέσα της κατηγορίας 2 που περιλαμβάνονται στους εν λόγω δείκτες,
τα ιδρύματα δύνανται να συμψηφίζουν τις μεικτές θετικές θέσεις σε ίδια μέσα της κατηγορίας 2 που προκύπτουν από τοποθετήσεις σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες με τις αρνητικές θέσεις σε ίδια μέσα της κατηγορίας 2 που προκύπτουν από αρνητικές θέσεις στους υποκείμενους δείκτες, ακόμα και στις περιπτώσεις που οι εν λόγω αρνητικές θέσεις ενέχουν κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται αμφότερες οι κάτωθι προϋποθέσεις:
οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις είναι στους ίδιους υποκείμενους δείκτες,
είτε οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις περιλαμβάνονται αμφότερες στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.
Άρθρο 68
Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα σε περίπτωση που το ίδρυμα έχει αμοιβαία συμμετοχή που σχεδιάστηκε με στόχο την τεχνητή διόγκωση των ιδίων κεφαλαίων του
Τα ιδρύματα πραγματοποιούν τις αφαιρέσεις που απαιτούνται δυνάμει των στοιχείων β), γ) και δ) του άρθρου 66 παράγραφος 1 σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:
οι τοποθετήσεις σε μέσα της κατηγορίας 2 υπολογίζονται βάσει των μεικτών θετικών θέσεων,
οι τοποθετήσεις σε ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 2 και σε ασφαλιστικά στοιχεία ιδίων κεφαλαίων της κατηγορίας 3 θεωρούνται ως τοποθετήσεις σε μέσα της κατηγορίας 2 για τους σκοπούς της αφαίρεσης.
Άρθρο 69
Αφαίρεση των τοποθετήσεων σε μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα
Τα ιδρύματα πραγματοποιούν τις αφαιρέσεις που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 66 στοιχεία γ) και δ) σύμφωνα με τα εξής:
δύνανται να υπολογίζουν τις άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις σε μέσα της κατηγορίας 2 των οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα βάσει της καθαρής θετικής θέσης στο ίδιο υποκείμενο άνοιγμα υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται αμφότερες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
η ημερομηνία ληκτότητας της αρνητικής θέσης είναι είτε η ίδια με την ημερομηνία ληκτότητας της θετικής θέσης είτε μεταγενέστερή της ή η εναπομένουσα ληκτότητα της αρνητικής θέσης είναι τουλάχιστον ένα έτος,
είτε η θετική και η αρνητική θέση περιλαμβάνονται αμφότερες στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,
προσδιορίζουν το ποσό που αφαιρείται για άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες, λαμβάνοντας υπόψη το υποκείμενο άνοιγμα στα κεφαλαιακά μέσα οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα που περιλαμβάνονται στους δείκτες αυτούς.
Άρθρο 70
Αφαίρεση μέσων της κατηγορίας 2 σε περίπτωση που το ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση σε σχετική οντότητα
Για τους σκοπούς του στοιχείου γ) του άρθρου 66 παράγραφος 1, τα ιδρύματα υπολογίζουν το προς αφαίρεση ποσό κατά περίπτωση πολλαπλασιάζοντας το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με τον συντελεστή που προκύπτει από τον υπολογισμό που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου:
το συνολικό ποσό κατά το οποίο οι άμεσες, έμμεσες και σύνθετες τοποθετήσεις του ιδρύματος σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις οποίες το ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση υπερβαίνουν το 10 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος, υπολογισμένο μετά την εφαρμογή των κατωτέρω:
των άρθρων 32 έως 35,
του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως η), του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημεία ii) έως v) και του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ), εξαιρουμένου του ποσού που αφαιρείται για τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές,
των άρθρων 44 και 45,
το ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις οποίες το ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση διά του συνολικού ποσού όλων των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2 των εν λόγω οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Το ποσό που πρέπει να αφαιρεθεί δυνάμει της παραγράφου 1 κατανέμεται σε όλα τα μέσα της κατηγορίας 2. Τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό που πρέπει να αφαιρεθεί από κάθε μέσο της κατηγορίας 2 και το οποίο αφαιρείται δυνάμει της παραγράφου 1, πολλαπλασιάζοντας το ποσό που ορίζεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με την αναλογία του στοιχείου β) της παρούσας παραγράφου:
το συνολικό ποσό των τοποθετήσεων που πρέπει να αφαιρεθούν δυνάμει της παραγράφου 1,
την αναλογία του συνολικού ποσού των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων τοποθετήσεων του ιδρύματος σε μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα στις περιπτώσεις που το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντική επένδυση η οποία να αντιπροσωπεύεται από κάθε μέσο της κατηγορίας 2 που κατέχεται.
Τα ιδρύματα καθορίζουν το ποσό κάθε μέσου της κατηγορίας 2 που υπόκειται σε συντελεστή στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με την παράγραφο 4 πολλαπλασιάζοντας το ποσό που ορίζεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με το ποσό που ορίζεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου:
το ποσό των τοποθετήσεων που πρέπει να σταθμιστούν δυνάμει της παραγράφου 4,
την αναλογία που προκύπτει από τον υπολογισμό στο στοιχείο β) της παραγράφου 3.
Άρθρο 71
Κεφάλαιο της κατηγορίας 2
Το κεφάλαιο της κατηγορίας 2 ενός ιδρύματος απαρτίζεται από στοιχεία της κατηγορίας 2 μετά τις αφαιρέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 66 και μετά την εφαρμογή του άρθρου 79.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Ίδια κεφάλαια
Άρθρο 72
Ίδια κεφάλαια
Τα ίδια κεφάλαια ενός ιδρύματος απαρτίζονται από το άθροισμα του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 και του κεφαλαίου της κατηγορίας 2.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5α
Επιλέξιμες υποχρεώσεις
Άρθρο 72α
Στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων
Τα στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων αποτελούνται από τα ακόλουθα στοιχεία, εκτός εάν εμπίπτουν σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες των εξαιρούμενων υποχρεώσεων που ορίζονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και στον βαθμό που προσδιορίζεται στο άρθρο 72γ:
μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων, εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 72β, στον βαθμό που δεν είναι αποδεκτά ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 ή μέσα της κατηγορίας 2,
μέσα της κατηγορίας 2 με εναπομένουσα ληκτότητα τουλάχιστον ενός έτους, στον βαθμό που δεν είναι αποδεκτά ως στοιχεία της κατηγορίας 2 σύμφωνα με το άρθρο 64.
Οι ακόλουθες υποχρεώσεις εξαιρούνται από τα στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων:
καλυμμένες καταθέσεις,
καταθέσεις όψεως και βραχυπρόθεσμες καταθέσεις με αρχική ληκτότητα μικρότερη του ενός έτους,
το τμήμα των επιλέξιμων καταθέσεων φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που υπερβαίνει το επίπεδο κάλυψης που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 19 ),
οι καταθέσεις που θα ήταν επιλέξιμες καταθέσεις φυσικών προσώπων, πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων αν δεν είχαν γίνει μέσω υποκαταστημάτων εγκατεστημένων εκτός Ένωσης που ανήκουν σε ιδρύματα εγκατεστημένα στην Ένωση,
εξασφαλισμένες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των καλυμμένων ομολόγων και των υποχρεώσεων υπό μορφή χρηματοοικονομικών μέσων τα οποία χρησιμοποιούνται για σκοπούς αντιστάθμισης κινδύνου και τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των συνολικών στοιχείων κάλυψης και, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εξασφαλίζονται κατά τρόπο παρόμοιο με τα καλυμμένα ομόλογα, υπό την προϋπόθεση ότι όλα τα εξασφαλισμένα στοιχεία ενεργητικού που σχετίζονται με τη δέσμη κάλυψης καλυμμένων ομολόγων δεν επηρεάζονται, παραμένουν διαχωρισμένα και διαθέτουν επαρκή χρηματοδότηση και εξαιρούμενου οποιοδήποτε μέρους μιας εξασφαλισμένης υποχρέωσης ή υποχρέωσης για την οποία έχει ενεχυραστεί εξασφάλιση που υπερβαίνει την αξία των στοιχείων του ενεργητικού, του ενεχύρου, της υποθήκης ή της εξασφάλισης που παρέχεται ως ασφάλεια,
κάθε υποχρέωση που προκύπτει από την κατοχή στοιχείων του ενεργητικού των πελατών ή χρημάτων των πελατών, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων του ενεργητικού των πελατών ή χρημάτων των πελατών που κατέχονται για λογαριασμό οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πελάτες προστατεύονται δυνάμει του ισχύοντος δικαίου περί αφερεγγυότητας,
κάθε υποχρέωση που προκύπτει από σχέση καταπίστευσης μεταξύ της οντότητας εξυγίανσης ή οποιασδήποτε εκ των θυγατρικών της (ως καταπιστευματοδόχου) και άλλου προσώπου (ως δικαιούχου), υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω δικαιούχος προστατεύεται δυνάμει του ισχύοντος δικαίου περί αφερεγγυότητας ή των διατάξεων του αστικού δικαίου,
υποχρεώσεις προς ιδρύματα, εξαιρουμένων των υποχρεώσεων σε οντότητες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, με αρχική ληκτότητα μικρότερη των επτά ημερών,
υποχρεώσεις που έχουν εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη των επτά ημερών, έναντι:
συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται σύμφωνα με την οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 20 ),
συμμετεχόντων σε σύστημα που ορίζεται σύμφωνα με την οδηγία 98/26/ΕΚ και που προκύπτουν από συμμετοχή σε τέτοιο σύστημα ή
κεντρικών αντισυμβαλλόμενων τρίτων χωρών που αναγνωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012,
υποχρέωση σε οποιονδήποτε από τους εξής:
εργαζόμενο, όσον αφορά δεδουλευμένο μισθό, συνταξιοδοτικές παροχές ή άλλες σταθερές αποδοχές, εκτός από τη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών που δεν ρυθμίζεται από συλλογική σύμβαση εργασίας, και εκτός από τη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών των προσώπων που αναλαμβάνουν σημαντικούς κινδύνους, όπως ορίζεται στο άρθρο 92 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ,
εμπορικό πιστωτή ή προμηθευτή, όταν η ευθύνη απορρέει από την παροχή στο ίδρυμα ή τη μητρική επιχείρηση αγαθών ή υπηρεσιών απαραίτητων για την καθημερινή λειτουργία του ιδρύματος ή της μητρικής επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών πληροφορικής και κοινής ωφελείας, καθώς και της ενοικίασης, συντήρησης και φροντίδας των εγκαταστάσεων,
φορολογικές αρχές και αρχές κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον οι υποχρεώσεις αυτές είναι προνομιούχες σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο,
συστήματα εγγύησης καταθέσεων, όταν η ευθύνη απορρέει από τις εισφορές που οφείλονται σύμφωνα με την οδηγία 2014/49/ΕΕ,
υποχρεώσεις που προκύπτουν από παράγωγα,
υποχρεώσεις που προκύπτουν από χρεωστικούς τίτλους με ενσωματωμένα παράγωγα.
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο ιβ), χρεωστικοί τίτλοι που περιέχουν δικαιώματα προαίρεσης πρόωρης εξόφλησης που ασκούνται κατά τη διακριτική ευχέρεια του εκδότη ή του κατόχου και χρεωστικοί τίτλοι με μεταβλητά επιτόκια που προκύπτουν από ευρέως χρησιμοποιούμενο επιτόκιο αναφοράς, όπως το Euribor ή το Libor δεν θεωρούνται χρεώγραφα με ενσωματωμένα παράγωγα αποκλειστικά και μόνο λόγω των χαρακτηριστικών αυτών.
Άρθρο 72β
Μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων
Οι υποχρεώσεις είναι αποδεκτές ως μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
οι υποχρεώσεις έχουν εκδοθεί ή ληφθεί, κατά περίπτωση, άμεσα από το ίδρυμα και έχουν καταβληθεί πλήρως,
οι υποχρεώσεις δεν ανήκουν σε κανένα από τα εξής:
το ίδρυμα ή την οντότητα που περιλαμβάνεται στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης,
την επιχείρηση στην οποία το ίδρυμα έχει άμεση ή έμμεση συμμετοχή υπό μορφή κυριότητας, άμεσης ή μέσω δεσμού ελέγχου, του 20 % ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου της εν λόγω επιχείρησης,
η κτήση της κυριότητας των υποχρεώσεων δεν χρηματοδοτείται άμεσα ή έμμεσα από την οντότητα εξυγίανσης,
η απαίτηση για το κεφάλαιο των υποχρεώσεων δυνάμει των διατάξεων που διέπουν τα μέσα κατατάσσεται εξ ολοκλήρου μετά τις απαιτήσεις που προκύπτουν από τις εξαιρούμενες υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α παράγραφος 2· η εν λόγω απαίτηση χαμηλότερης εξοφλητικής προτεραιότητας θεωρείται ότι πληρούται σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
οι συμβατικές διατάξεις που διέπουν τις υποχρεώσεις διευκρινίζουν ότι, σε περίπτωση κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 47) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η απαίτηση έναντι του κεφαλαίου των μέσων κατατάσσεται μετά τις απαιτήσεις που απορρέουν από οποιαδήποτε από τις εξαιρούμενες υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού,
στο εφαρμοστέο δίκαιο διευκρινίζεται ότι, σε περίπτωση κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 47) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η απαίτηση έναντι του κεφαλαίου των μέσων κατατάσσεται μετά τις απαιτήσεις που απορρέουν από οποιαδήποτε από τις εξαιρούμενες υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού,
τα μέσα έχουν εκδοθεί από οντότητα εξυγίανσης η οποία δεν διαθέτει στον ισολογισμό της εξαιρούμενες υποχρεώσεις, όπως αναφέρονται στο άρθρο 72α παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, οι οποίες έχουν την ίδια ή χαμηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα έναντι των μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων,
οι υποχρεώσεις δεν είναι εξασφαλισμένες ούτε υπόκεινται σε εγγύηση ή οποιαδήποτε άλλη διάταξη που ενισχύει την εξοφλητική προτεραιότητα της απαίτησης από οποιονδήποτε από τους κατωτέρω:
το ίδρυμα ή τις θυγατρικές του,
τη μητρική επιχείρηση του ιδρύματος ή τις θυγατρικές της,
οποιαδήποτε επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με τις οντότητες που αναφέρονται στα σημεία i) και ii),
οι υποχρεώσεις δεν υπόκεινται σε συμφωνίες αλληλοσυμψηφισμού ή συμψηφισμού που θα υπονόμευαν την ικανότητά τους να απορροφούν ζημίες σε εξυγίανση,
οι διατάξεις που διέπουν τις υποχρεώσεις δεν περιλαμβάνουν κανένα κίνητρο ώστε το ονομαστικό κεφάλαιό τους να ανακληθεί, εξοφληθεί ή επαναγοραστεί πριν από τη ληκτότητά του ή να αποπληρωθεί πρόωρα από το ίδρυμα, κατά περίπτωση, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72γ παράγραφος 3,
οι υποχρεώσεις δεν μπορούν να εξοφληθούν από τους κατόχους των μέσων πριν από τη ληκτότητά τους, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72γ παράγραφος 2,
με την επιφύλαξη του άρθρου 72γ παράγραφοι 3 και 4, όταν οι υποχρεώσεις περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα δικαιώματα προαίρεσης πρόωρης αποπληρωμής, συμπεριλαμβανομένων δικαιωμάτων προαίρεσης ανάκλησης, τα δικαιώματα προαίρεσης ασκούνται κατά την αποκλειστική κρίση του εκδότη, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72γ παράγραφος 2,
οι υποχρεώσεις μπορούν να ανακληθούν, να εξοφληθούν, να αποπληρωθούν ή να επαναγοραστούν πρόωρα μόνο όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 77 και 78α,
οι διατάξεις που διέπουν τις υποχρεώσεις δεν προβλέπουν ρητά ή σιωπηρά ότι οι υποχρεώσεις θα μπορούσαν να ανακληθούν, εξοφληθούν, αποπληρωθούν ή επαναγοραστούν πρόωρα, αναλόγως, από την οντότητα εξυγίανσης πλην της περίπτωσης αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης του ιδρύματος, ενώ το ίδρυμα δεν προβλέπει άλλως τέτοια υπόδειξη,
οι διατάξεις που διέπουν τις υποχρεώσεις δεν παρέχουν στον κάτοχο το δικαίωμα να επιταχύνει τις προγραμματισμένες στο μέλλον πληρωμές τόκων ή κεφαλαίου, με εξαίρεση την περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης της οντότητας εξυγίανσης,
το επίπεδο των πληρωμών τόκων ή μερισμάτων, κατά περίπτωση, που οφείλονται επί των υποχρεώσεων δεν τροποποιείται βάσει της πιστωτικής διαβάθμισης της οντότητας εξυγίανσης ή της μητρικής της επιχείρησης,
για τα μέσα που εκδίδονται μετά τις 28 Ιουνίου 2021 τα σχετικά έγγραφα των συμβάσεων και, όπου κρίνεται σκόπιμο, το ενημερωτικό δελτίο που αφορά την έκδοση αναφέρονται ρητά στην πιθανή άσκηση των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 48 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), μόνο τα μέρη υποχρεώσεων που έχουν καταβληθεί πλήρως είναι επιλέξιμα να χαρακτηριστούν ως μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων.
Για τους σκοπούς του στοιχείου δ) του πρώτου εδαφίου του παρόντος άρθρου, όταν ορισμένες από τις εξαιρούμενες υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α παράγραφος 2 κατατάσσονται μετά από κοινές μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας, μεταξύ άλλων, λόγω του ότι κατέχονται από πιστωτή ο οποίος έχει στενούς δεσμούς με τον οφειλέτη, όντας ή έχοντας υπάρξει μέτοχος, σε σχέση ελέγχου ή ομίλου, μέλος του διοικητικού οργάνου ή σε σχέση με οποιοδήποτε από αυτά τα πρόσωπα, η εξοφλητική προτεραιότητα αξιολογείται με αναφορά σε απαιτήσεις που απορρέουν από τις εν λόγω εξαιρούμενες υποχρεώσεις.
Για τους σκοπούς του άρθρου 92β, οι αναφορές στην οντότητα εξυγίανσης στα στοιχεία γ), ια), ιβ) και ιγ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου νοούνται επίσης ως αναφορές σε ίδρυμα που αποτελεί σημαντική θυγατρική ενός G-SII εκτός ΕΕ.
Επιπλέον των υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να επιτρέπει να είναι αποδεκτές υποχρεώσεις ως μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων ως ένα συνολικό ποσό που δεν υπερβαίνει το 3,5 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο, το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφοι 3 και 4, υπό τον όρο ότι:
πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 2 εκτός από την προϋπόθεση που ορίζεται στην παράγραφο 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο δ),
οι υποχρεώσεις έχουν την ίδια προτεραιότητα με τις χαμηλότερες στην κατάταξη εξαιρούμενες υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α παράγραφος 2, εκτός από τις εξαιρούμενες υποχρεώσεις που κατατάσσονται μετά από κοινές μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, και
η συμπερίληψη αυτών των υποχρεώσεων στα στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων δεν συνεπάγεται ουσιώδη κίνδυνο επιτυχούς νομικής αμφισβήτησης ή έγκυρων αξιώσεων αποζημίωσης, σύμφωνα με την αξιολόγηση από την αρχή εξυγίανσης σε σχέση με τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 34 παράγραφος 1 σημείο ζ) και στο άρθρο 75 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να επιτρέπει υποχρεώσεις να είναι αποδεκτές ως μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων πέραν των υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, υπό την προϋπόθεση ότι:
το ίδρυμα δεν επιτρέπεται να συμπεριλάβει στα στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3,
πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 2 εκτός από την προϋπόθεση που ορίζεται στην παράγραφο 2 πρώτο εδάφιο στοιχείο δ),
οι υποχρεώσεις έχουν την ίδια ή υψηλότερη προτεραιότητα με τις χαμηλότερες στην κατάταξη εξαιρούμενες υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α παράγραφος 2, εκτός από τις εξαιρούμενες υποχρεώσεις που κατατάσσονται μετά από κοινές μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου,
στον ισολογισμό του ιδρύματος, το ποσό των εν λόγω εξαιρούμενων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 72α παράγραφος 2, οι οποίες έχουν την ίδια ή χαμηλότερη προτεραιότητα από τις εν λόγω υποχρεώσεις σε περίπτωση αφερεγγυότητας δεν υπερβαίνει το 5 % του ποσού των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων του ιδρύματος,
η συμπερίληψη αυτών των υποχρεώσεων στα στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων δεν συνεπάγεται ουσιώδη κίνδυνο επιτυχούς νομικής αμφισβήτησης ή έγκυρων αξιώσεων αποζημίωσης, σύμφωνα με την αξιολόγηση από την αρχή εξυγίανσης σε σχέση με τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 34 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) και στο άρθρο 75 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:
τις ισχύουσες μορφές και τη φύση της έμμεσης χρηματοδότησης των επιλέξιμων μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων,
τη μορφή και τη φύση των κινήτρων εξόφλησης για τους σκοπούς της προϋπόθεσης που ορίζεται στο στοιχείο ζ) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 72γ παράγραφος 3.
Τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ευθυγραμμίζονται πλήρως με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 28 παράγραφος 5 στοιχείο α) και στο άρθρο 52 παράγραφος 2 στοιχείο α).
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Δεκεμβρίου 2019.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 72γ
Απόσβεση των μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων
Τα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη του ενός έτους δεν είναι αποδεκτά ως στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων.
Άρθρο 72δ
Συνέπειες της διακοπής πλήρωσης των όρων επιλεξιμότητας
Στην περίπτωση που στο μέσο επιλέξιμων υποχρεώσεων παύουν να πληρούνται οι εφαρμοστέοι όροι που προβλέπονται στο άρθρο 72β, οι υποχρεώσεις παύουν αμέσως να είναι αποδεκτές ως μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων.
Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72β παράγραφος 2 μπορούν να συνεχίσουν να θεωρούνται ως μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων εφόσον είναι αποδεκτές ως μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 72β παράγραφος 3 ή 4.
Άρθρο 72ε
Αφαιρέσεις από στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων
Τα ιδρύματα που υπόκεινται στο άρθρο 92α αφαιρούν τα ακόλουθα από τα στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων:
άμεσες, έμμεσες και σύνθετες συμμετοχές του ιδρύματος σε μέσα ιδίων επιλέξιμων υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων υποχρεώσεων τις οποίες το εν λόγω ίδρυμα ενδέχεται να υποχρεούται να αγοράσει ως αποτέλεσμα υφιστάμενων συμβατικών υποχρεώσεων,
άμεσες, έμμεσες και σύνθετες συμμετοχές του ιδρύματος σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων οντοτήτων G-SII με τις οποίες το ίδρυμα έχει αμοιβαία συμμετοχή, η οποία κατά τη γνώμη της αρμόδιας αρχής σχεδιάστηκε με στόχο την τεχνητή διόγκωση της ικανότητας απορρόφησης των ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης της οντότητας εξυγίανσης,
το ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων συμμετοχών σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων οντοτήτων G-SII, που προσδιορίζεται δυνάμει του άρθρου 72θ, στις περιπτώσεις που το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντική επένδυση στις εν λόγω οντότητες,
άμεσες, έμμεσες και σύνθετες συμμετοχές του ιδρύματος σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων οντοτήτων G-SII, σε περίπτωση που το ίδρυμα διαθέτει σημαντική επένδυση στις εν λόγω οντότητες, εξαιρουμένων των θέσεων αναδοχής που τηρούνται για πέντε εργάσιμες ημέρες ή λιγότερο.
Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, τα ιδρύματα δύνανται να υπολογίζουν τα ποσά των συμμετοχών σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 72β παράγραφος 3 ως εξής:
όπου:
h |
= |
το ύψος των συμμετοχών σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 72β παράγραφος 3, |
i |
= |
ο δείκτης που δηλώνει το εκδίδον ίδρυμα, |
Hi |
= |
το συνολικό ποσό των συμμετοχών σε επιλέξιμες υποχρεώσεις του εκδίδοντος ιδρύματος i που αναφέρεται στο άρθρο 72β παράγραφος 3, |
li |
= |
το ποσό των υποχρεώσεων που περιλαμβάνεται στα στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων από το εκδίδον ίδρυμα i εντός των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 72β παράγραφος 3 σύμφωνα με τα τελευταία δημοσιοποιημένα στοιχεία από το εκδίδον ίδρυμα και |
Li |
= |
το συνολικό ποσό των εκκρεμών υποχρεώσεων του εκδίδοντος ιδρύματος i που αναφέρεται στο άρθρο 72β παράγραφος 3 σύμφωνα με τα τελευταία δημοσιοποιημένα στοιχεία από το εκδίδον ίδρυμα. |
Όταν ένα μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ ή ένα μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, το οποίο υπάγεται στο άρθρο 92α έχει άμεσες, έμμεσες ή σύνθετες συμμετοχές σε μέσα ιδίων κεφαλαίων ή μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων από μία ή περισσότερες θυγατρικές που δεν ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης με το μητρικό ίδρυμα, η αρχή εξυγίανσης του εν λόγω μητρικού ιδρύματος, αφού εξετάσει δεόντως τη γνώμη των αρχών εξυγίανσης, ή των σχετικών αρχών τρίτων χωρών, των τυχόν οικείων θυγατρικών, μπορεί να επιτρέψει στο μητρικό ίδρυμα να αφαιρέσει τις εν λόγω συμμετοχές, αφαιρώντας χαμηλότερο ποσό που ορίζεται από την αρχή εξυγίανσης του εν λόγω μητρικού ιδρύματος. Το εν λόγω προσαρμοσμένο ποσό ισούται τουλάχιστον με το ποσό (m) που υπολογίζεται ως εξής:
όπου:
i |
= |
ο δείκτης που δηλώνει τη θυγατρική, |
OPi |
= |
το ποσό των μέσων ιδίων κεφαλαίων που εκδίδονται από τη θυγατρική i και κατέχονται από το μητρικό ίδρυμα, |
LPi |
= |
το ποσό των μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων που εκδίδονται από τη θυγατρική i και κατέχονται από το μητρικό ίδρυμα, |
β |
= |
ποσοστό των μέσων ιδίων κεφαλαίων και των μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων που εκδίδονται από τη θυγατρική i και κατέχονται από τη μητρική επιχείρηση, βάσει του ακόλουθου υπολογισμού:
|
Oi |
= |
το ποσό των ιδίων κεφαλαίων της θυγατρικής i, μη λαμβάνοντας υπόψη την αφαίρεση που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, |
Li |
= |
το ποσό των επιλέξιμων υποχρεώσεων της θυγατρικής i, μη λαμβάνοντας υπόψη την αφαίρεση που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, |
ri |
= |
ο λόγος που εφαρμόζεται στη θυγατρική i στο επίπεδο του οικείου ομίλου εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 92α παράγραφος 1 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού και το άρθρο 45γ παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ ή, για τις θυγατρικές τρίτων χωρών, ισοδύναμη απαίτηση εξυγίανσης που εφαρμόζεται στη θυγατρική i στην τρίτη χώρα στην οποία έχει την έδρα της, στον βαθμό που η απαίτηση αυτή ικανοποιείται με μέσα που θα θεωρούνταν ίδια κεφάλαια ή επιλέξιμες υποχρεώσεις δυνάμει του παρόντος κανονισμού, |
aRWAi |
= |
το συνολικό ποσό ανοίγματος σε κίνδυνο της οντότητας G-SII i που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3, λαμβάνοντας υπόψη τις προσαρμογές που ορίζονται στο άρθρο 12α ή, για θυγατρικές τρίτων χωρών, που υπολογίζεται σύμφωνα με τους εφαρμοστέους τοπικούς κανονισμούς, |
wi |
= |
ο λόγος που εφαρμόζεται στη θυγατρική i στο επίπεδο του οικείου ομίλου εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 92α παράγραφος 1 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού και το άρθρο 45γ παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο στοιχείο β) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ ή, για τις θυγατρικές τρίτων χωρών, ισοδύναμη απαίτηση εξυγίανσης που εφαρμόζεται στη θυγατρική i στην τρίτη χώρα στην οποία έχει την έδρα της, εφόσον η απαίτηση αυτή ικανοποιείται με μέσα που θα θεωρούνταν ίδια κεφάλαια ή επιλέξιμες υποχρεώσεις δυνάμει του παρόντος κανονισμού, |
aLREi |
= |
το μέτρο του συνολικού ανοίγματος της οντότητας G-SII i που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 429 παράγραφος 4 ή, για θυγατρικές τρίτων χωρών, που υπολογίζεται σύμφωνα με τους εφαρμοστέους τοπικούς κανονισμούς. |
Όταν επιτρέπεται στο μητρικό ίδρυμα να αφαιρεί το προσαρμοσμένο ποσό σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, η διαφορά μεταξύ του ποσού των συμμετοχών σε μέσα ιδίων κεφαλαίων και μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο και του εν λόγω προσαρμοσμένου ποσού αφαιρείται από τη θυγατρική.
Άρθρο 72στ
Αφαίρεση συμμετοχών σε ίδια μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων
Για τους σκοπούς του άρθρου 72ε παράγραφος 1 στοιχείο α), τα ιδρύματα υπολογίζουν τις συμμετοχές τους βάσει των μικτών θετικών τους θέσεων που υπόκεινται στις ακόλουθες εξαιρέσεις:
τα ιδρύματα δύνανται να υπολογίζουν τα ποσά των συμμετοχών βάσει της καθαρής θετικής τους θέσης υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται και οι δύο κάτωθι προϋποθέσεις:
οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις βρίσκονται στο ίδιο υποκείμενο άνοιγμα και οι αρνητικές θέσεις δεν ενέχουν κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου,
είτε αμφότερες οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,
τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό που αφαιρείται για άμεσες, έμμεσες και σύνθετες συμμετοχές σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες, υπολογίζοντας το υποκείμενο άνοιγμα στα ίδια μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων που περιλαμβάνονται στους εν λόγω δείκτες,
τα ιδρύματα δύνανται να συμψηφίζουν τις μικτές θετικές θέσεις σε ίδια μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων που προκύπτουν από συμμετοχές σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες με τις αρνητικές θέσεις σε ίδια μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων που προκύπτουν από αρνητικές θέσεις στους υποκείμενους δείκτες, ακόμα και στις περιπτώσεις που οι εν λόγω αρνητικές θέσεις ενέχουν κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται και οι δύο κάτωθι προϋποθέσεις:
οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις είναι στους ίδιους υποκείμενους δείκτες,
είτε αμφότερες οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.
Άρθρο 72ζ
Βάση αφαίρεσης για στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων
Για τους σκοπούς του άρθρου 72ε παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ), τα ιδρύματα αφαιρούν τις μικτές θετικές τους θέσεις που υπόκεινται στις εξαιρέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 72η και 72θ.
Άρθρο 72η
Αφαίρεση συμμετοχών σε επιλέξιμες υποχρεώσεις από άλλες οντότητες G-SII
Τα ιδρύματα που δεν κάνουν χρήση της εξαίρεσης που ορίζεται στο άρθρο 72ι πραγματοποιούν τις αφαιρέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72ε παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ) σύμφωνα με τα ακόλουθα:
δύνανται να υπολογίζουν τις άμεσες, έμμεσες και σύνθετες συμμετοχές σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων βάσει της καθαρής θετικής θέσης στο ίδιο υποκείμενο άνοιγμα υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται αμφότερες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
η ημερομηνία ληκτότητας της αρνητικής θέσης είναι είτε η ίδια με την ημερομηνία ληκτότητας της θετικής θέσης είτε μεταγενέστερή της ή η εναπομένουσα ληκτότητα της αρνητικής θέσης είναι τουλάχιστον ένα έτος,
είτε η θετική και η αρνητική θέση περιλαμβάνονται αμφότερες στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,
προσδιορίζουν το ποσό που αφαιρείται για άμεσες, έμμεσες και σύνθετες συμμετοχές σε τίτλους συνδεδεμένους με δείκτες, λαμβάνοντας υπόψη το υποκείμενο άνοιγμα στα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων που περιλαμβάνονται στους εν λόγω δείκτες.
Άρθρο 72θ
Αφαίρεση επιλέξιμων υποχρεώσεων στις περιπτώσεις που το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντική επένδυση σε οντότητες G-SII
Για τους σκοπούς του άρθρου 72ε παράγραφος 1 στοιχείο γ), τα ιδρύματα υπολογίζουν το προς αφαίρεση ποσό κατά περίπτωση πολλαπλασιάζοντας το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με τον παράγοντα που προκύπτει από τον υπολογισμό που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου:
το συνολικό ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων συμμετοχών του ιδρύματος σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα και μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων οντοτήτων G-SII στις οποίες το ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση υπερβαίνει το 10 % των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος, μετά την εφαρμογή των κατωτέρω:
των άρθρων 32 έως 35,
του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ζ), του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια) σημεία ii) έως v) και του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ), εξαιρουμένου του ποσού που αφαιρείται για τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις που βασίζονται σε μελλοντική κερδοφορία και προκύπτουν από προσωρινές διαφορές,
των άρθρων 44 και 45,
το ποσό των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων συμμετοχών του ιδρύματος σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων των οντοτήτων G-SII όπου το ίδρυμα δεν έχει σημαντική επένδυση, δια του συνολικού ποσού των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων συμμετοχών του ιδρύματος σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα και μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων των οντοτήτων G-SII στις περιπτώσεις που η οντότητα εξυγίανσης δεν διαθέτει σημαντική επένδυση σε κανένα από αυτά.
Το ποσό που πρέπει να αφαιρεθεί δυνάμει της παραγράφου 1 κατανέμεται σε κάθε μέσο επιλέξιμων υποχρεώσεων μιας οντότητας G-SII που κατέχει το ίδρυμα. Τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό κάθε μέσου επιλέξιμων υποχρεώσεων που αφαιρείται δυνάμει της παραγράφου 1 πολλαπλασιάζοντας το ποσό που ορίζεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου με την αναλογία που ορίζεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου:
το ποσό των συμμετοχών που πρέπει να αφαιρεθεί δυνάμει της παραγράφου 1,
η αναλογία του συνολικού ποσού των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων συμμετοχών του ιδρύματος σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων οντοτήτων G-SII στις οποίες το ίδρυμα δεν διαθέτει σημαντική επένδυση η οποία αντιπροσωπεύεται από κάθε μέσο επιλέξιμων υποχρεώσεων που κατέχει το ίδρυμα.
Άρθρο 72ι
Εξαίρεση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών από τις αφαιρέσεις από στοιχεία επιλέξιμων υποχρεώσεων
Τα ιδρύματα μπορούν να αποφασίσουν να μην αφαιρέσουν καθορισμένο μέρος των άμεσων, έμμεσων και σύνθετων συμμετοχών του ιδρύματος σε μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων, το οποίο συνολικά και υπολογιζόμενο σε ακαθάριστη θετική βάση είναι ίσο ή μικρότερο του 5 % των στοιχείων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος μετά την εφαρμογή των άρθρων 32 έως 36, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
οι συμμετοχές είναι στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών,
τα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων τηρούνται για διάστημα που δεν υπερβαίνει τις 30 εργάσιμες ημέρες.
Άρθρο 72ια
Επιλέξιμες υποχρεώσεις
Οι επιλέξιμες υποχρεώσεις ενός ιδρύματος απαρτίζονται από τα στοιχεία των επιλέξιμων υποχρεώσεων του ιδρύματος μετά τις αφαιρέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72ε.
Άρθρο 72ιβ
Ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις
Τα ίδια κεφάλαια και οι επιλέξιμες υποχρεώσεις ενός ιδρύματος απαρτίζονται από το άθροισμα των ιδίων κεφαλαίων του και των επιλέξιμων υποχρεώσεών του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Γενικές απαιτήσεις για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις
Άρθρο 73
Διανομές επί μέσων
Οι αρμόδιες αρχές χορηγούν την προηγούμενη άδεια που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μόνο εφόσον κρίνουν ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
η ικανότητα του ιδρύματος να ακυρώνει τις πληρωμές δυνάμει του μέσου δεν θα επηρεαζόταν αρνητικά από τη διακριτική ευχέρεια που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή από τη μορφή με την οποία θα μπορούν να πραγματοποιηθούν οι διανομές,
η ικανότητα του κεφαλαιακού μέσου ή της υποχρέωσης να απορροφά τις ζημίες δεν θα επηρεαζόταν αρνητικά από τη διακριτική ευχέρεια που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή από τη μορφή με την οποία θα μπορούν να πραγματοποιηθούν οι διανομές,
η ποιότητα του κεφαλαιακού μέσου ή της υποχρέωσης δεν θα μειωνόταν κατ' άλλον τρόπο από τη διακριτική ευχέρεια που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή από τη μορφή με την οποία θα μπορούν να πραγματοποιηθούν οι διανομές.
Η αρμόδια αρχή διαβουλεύεται με την αρχή εξυγίανσης όσον αφορά την τήρηση των εν λόγω προϋποθέσεων από το ίδρυμα πριν από τη χορήγηση της προηγούμενης άδειας που αναφέρεται στην παράγραφο 1.
Η παράγραφος 4 δεν εφαρμόζεται όταν το ίδρυμα αποτελεί οντότητα αναφοράς σε αυτό τον ευρύ δείκτη αγοράς, εκτός εάν πληρούνται και οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:
το ίδρυμα θεωρεί ότι οι κινήσεις σε αυτό τον ευρύ δείκτη αγοράς δεν συσχετίζονται σημαντικά με την πιστωτική διαβάθμιση του ιδρύματος, του μητρικού του ιδρύματος ή της μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μητρικής μεικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών ή μητρικής μεικτής εταιρείας συμμετοχών,
η αρμόδια αρχή δεν έχει καταλήξει σε προσδιορισμό διαφορετικό από τον αναφερόμενο στο στοιχείο α).
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 74
Τοποθετήσεις σε κεφαλαιακά μέσα τα οποία εκδίδονται από ρυθμιζόμενες οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα και είναι αποδεκτά ως εποπτικό κεφάλαιο
Τα ιδρύματα δεν αφαιρούν από οποιοδήποτε στοιχείο των ίδιων κεφαλαίων άμεσες, έμμεσες ή σύνθετες τοποθετήσεις τους κεφαλαιακών μέσων τα οποία εκδίδονται από ρυθμιζόμενη οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα και δεν αναγνωρίζονται ως εποπτικό κεφάλαιο της εν λόγω οντότητας. Τα ιδρύματα εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου στις εν λόγω τοποθετήσεις σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2 ή 3, κατά περίπτωση.
Άρθρο 75
Αφαίρεση και απαιτήσεις ληκτότητας για τις αρνητικές θέσεις
Οι απαιτήσεις ληκτότητας για αρνητικές θέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 45 στοιχείο α), το άρθρο 59 στοιχείο α), το άρθρο 69 στοιχείο α) και το άρθρο 72η στοιχείο α) θεωρείται ότι πληρούνται όσον αφορά τις θέσεις που κατέχονται, εφόσον πληρούνται όλες οι εξής προϋποθέσεις:
το ίδρυμα έχει συμβατικό δικαίωμα να πωλήσει σε συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία στον αντισυμβαλλόμενο που παρέχει την αντιστάθμιση τη θετική θέση που αντισταθμίζεται,
ο αντισυμβαλλόμενος που παρέχει την αντιστάθμιση στο ίδρυμα υποχρεούται συμβατικά να αγοράσει από το ίδρυμα στη συγκεκριμένη μελλοντική ημερομηνία τη θετική θέση που αναφέρεται στο στοιχείο α).
Άρθρο 76
Τοποθετήσεις κεφαλαιακών μέσων και στοιχείων παθητικού που περιλαμβάνονται σε δείκτες
Για τους σκοπούς του άρθρου 42 στοιχείο α), του άρθρου 45 στοιχείο α), του άρθρου 57 στοιχείο α), του άρθρου 59 στοιχείο α), του άρθρου 67 στοιχείο α), του άρθρου 69 στοιχείο α), του άρθρου 72στ στοιχείο α) και του άρθρου 72η στοιχείο α), τα ιδρύματα μπορούν να μειώσουν το ποσό θετικής θέσης σε κεφαλαιακό μέσο ή σε στοιχείο παθητικού κατά το τμήμα ενός δείκτη που αποτελείται από το ίδιο υποκείμενο άνοιγμα που αντισταθμίζεται, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλες οι εξής προϋποθέσεις:
είτε αμφότερες η θετική θέση που αντισταθμίζεται και η αρνητική θέση σε δείκτη που χρησιμοποιείται για την αντιστάθμιση αυτής της θετικής θέσης περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών είτε αμφότερες περιλαμβάνονται σε χαρτοφυλάκιο πέραν του χαρτοφυλακίου συναλλαγών,
οι θέσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) αποτιμώνται στην εύλογη αξία τους στον ισολογισμό του ιδρύματος,
η αρνητική θέση που αναφέρεται στο στοιχείο α) αναγνωρίζεται ως αποτελεσματική αντιστάθμιση στο πλαίσιο των διαδικασιών εσωτερικού ελέγχου του ιδρύματος,
οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν την καταλληλότητα των διαδικασιών εσωτερικού ελέγχου που αναφέρονται στο στοιχείο γ) τουλάχιστον σε ετήσια βάση και κρίνουν ότι εξακολουθεί να πληρούται ο όρος αυτός.
Όταν η αρμόδια αρχή έχει δώσει την προηγούμενη άδειά της, ένα ίδρυμα μπορεί να εκτιμά συντηρητικά το υποκείμενο άνοιγμα του ιδρύματος σε κεφαλαιακά μέσα ή σε στοιχεία παθητικού που περιλαμβάνονται στους δείκτες, ως εναλλακτική λύση στον υπολογισμό του ανοίγματος του ιδρύματος στα στοιχεία που αναφέρονται σε ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα στοιχεία:
ίδια μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2 και μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων, που περιλαμβάνονται στους δείκτες,
μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2 οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, που περιλαμβάνονται στους δείκτες,
μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων των ιδρυμάτων, που περιλαμβάνονται στους δείκτες.
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:
όταν μια εκτίμηση που χρησιμοποιείται ως εναλλακτική λύση για τον υπολογισμό του υποκείμενου ανοίγματος που αναφέρεται στην παράγραφο 2 είναι επαρκώς συντηρητική,
την έννοια της λειτουργικής επιβάρυνσης για τους σκοπούς της παραγράφου 3.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.
Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 77
Προϋποθέσεις μείωσης των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων
Το ίδρυμα λαμβάνει την προηγούμενη άδεια της αρμόδιας αρχής προκειμένου να προβεί σε οποιαδήποτε από τις κατωτέρω ενέργειες:
μείωση, εξόφληση ή επαναγορά των μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που έχουν εκδοθεί από το ίδρυμα με τρόπο που επιτρέπεται δυνάμει του ισχύοντος εθνικού δικαίου,
μείωση, διανομή ή ανακατάταξη ως άλλου στοιχείου ιδίων κεφαλαίων της διαφοράς από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αφορά μέσα ιδίων κεφαλαίων,
εξάσκηση της ανάκλησης, εξόφλησης, αποπληρωμής ή επαναγοράς πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 ή μέσων της κατηγορίας 2, πριν από την ημερομηνία συμβατικής ληκτότητάς τους.
Άρθρο 78
Εποπτική άδεια για τη μείωση των ιδίων κεφαλαίων
Η αρμόδια αρχή χορηγεί την άδειά της σε ίδρυμα για τη μείωση, ανάκληση, εξόφληση, αποπληρωμή ή επαναγορά, των μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 ή των μέσων της κατηγορίας 2, ή τη μείωση, διανομή ή ανακατάταξη της σχετικής διαφοράς από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, εφόσον πληρούται οποιαδήποτε από τις κατωτέρω προϋποθέσεις:
πριν από ή ταυτόχρονα με οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 1, το ίδρυμα αντικαθιστά τα μέσα ή τη σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αναφέρονται στο άρθρο 77 παράγραφος 1 με μέσα ιδίων κεφαλαίων ίσης ή υψηλότερης ποιότητας με όρους που είναι βιώσιμοι για την ικανότητα εσόδων του ιδρύματος,
το ίδρυμα έχει αποδείξει επαρκώς στην αρμόδια αρχή ότι τα ίδια κεφάλαια και οι επιλέξιμες υποχρεώσεις του ιδρύματος, μετά την ενέργεια που αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, θα υπερέβαιναν τις απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, στις οδηγίες 2013/36/ΕΕ και 2014/59/ΕΕ κατά περιθώριο που κρίνεται απαραίτητο από την αρμόδια αρχή.
Εάν ένα ίδρυμα παρέχει επαρκείς εγγυήσεις ως προς την ικανότητά του να λειτουργεί με ίδια κεφάλαια που υπερβαίνουν τα ποσά που απαιτούνται βάσει του παρόντος κανονισμού και βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η αρμόδια αρχή μπορεί να χορηγήσει γενική προηγούμενη άδεια στο εν λόγω ίδρυμα να προβεί σε οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στο άρθρο 77 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, με την επιφύλαξη των κριτηρίων που εξασφαλίζουν ότι οποιαδήποτε μελλοντική ενέργεια θα είναι σύμφωνη με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου. Η εν λόγω γενική προηγούμενη άδεια χορηγείται μόνο για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, το οποίο δεν υπερβαίνει το ένα έτος, μετά το πέρας του οποίου μπορεί να ανανεωθεί. Η γενική προηγούμενη άδεια χορηγείται μόνο για προκαθορισμένο ποσό που καθορίζεται από την αρμόδια αρχή. ►C7 Στην περίπτωση των μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, αυτό το προκαθορισμένο ποσό δεν υπερβαίνει το 3 % της συναφούς έκδοσης και δεν υπερβαίνει το 10 % του ποσού κατά το οποίο το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 υπερβαίνει το άθροισμα των απαιτήσεων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και στις οδηγίες 2013/36/ΕΕ και 2014/59/ΕΕ και περιθωρίου που κρίνεται απαραίτητο από την αρμόδια αρχή. ◄ Σε περίπτωση πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 ή μέσων της κατηγορίας 2, αυτό το προκαθορισμένο ποσό δεν υπερβαίνει το 10 % της συναφούς έκδοσης και δεν υπερβαίνει το 3 % του συνολικού ποσού ανεξόφλητων πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 ή μέσων της κατηγορίας 2, κατά περίπτωση.
Οι αρμόδιες αρχές ανακαλούν τη γενική προηγούμενη άδεια όταν ένα ίδρυμα παύσει να πληροί οποιοδήποτε από τα κριτήρια που προβλέπονται για τους σκοπούς της εν λόγω άδειας.
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα να ανακαλούν, να εξοφλούν, να αποπληρώνουν ή να επαναγοράζουν πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή μέσα της κατηγορίας 2 ή τη σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο εντός πέντε ετών από την ημερομηνία έκδοσής τους, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 και μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
υπάρχει αλλαγή στην εποπτική κατάταξη των εν λόγω μέσων, η οποία θα συνεπαγόταν ενδεχομένως τον αποκλεισμό τους από τα ίδια κεφάλαια ή την ανακατάταξή τους σε ίδια κεφάλαια χαμηλότερης ποιότητας, πληρούνται δε και οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:
η αρμόδια αρχή θεωρεί επαρκώς βέβαιη μια τέτοια αλλαγή,
το ίδρυμα αποδεικνύει στην αρμόδια αρχή ότι η υποχρεωτική ανακατάταξη των μέσων αυτών δεν μπορούσε να προβλεφθεί ευλόγως κατά τον χρόνο της έκδοσής τους,
υπάρχει αλλαγή στην εφαρμοστέα φορολογική αντιμετώπιση των εν λόγω μέσων για την οποία το ίδρυμα αποδεικνύει στην αρμόδια αρχή ότι είναι σημαντική και δεν μπορούσε να προβλεφθεί ευλόγως κατά τον χρόνο της έκδοσής τους,
για τα μέσα και τη σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο έχει γίνει αποδοχή του προϋφιστάμενου καθεστώτος σύμφωνα με το άρθρο 494β,
πριν από ή ταυτόχρονα με την ενέργεια που αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 1, το ίδρυμα αντικαθιστά τα μέσα ή τη σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο που αναφέρονται στο άρθρο 77 παράγραφος 1 με μέσα ιδίων κεφαλαίων ίσης ή υψηλότερης ποιότητας με όρους που είναι βιώσιμοι για την ικανότητα εσόδων του ιδρύματος, και η αρμόδια αρχή έχει επιτρέψει την εν λόγω ενέργεια με βάση τη διαπίστωση ότι θα είναι επωφελής από την άποψη της προληπτικής εποπτείας και δικαιολογείται από εξαιρετικές περιστάσεις,
τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή τα μέσα της κατηγορίας 2 επαναγοράζονται για σκοπούς ειδικής διαπραγμάτευσης.
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:
την έννοια της «βιώσιμης ικανότητας εσόδων του ιδρύματος»,
τις κατάλληλες βάσεις περιορισμού της εξόφλησης που αναφέρονται στην παράγραφο 3,
τη διαδικασία που περιλαμβάνει τα όρια και τις διαδικασίες για τη χορήγηση της έγκρισης μιας ενέργειας που αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 1 εκ των προτέρων από τις αρμόδιες αρχές και τις απαιτήσεις δεδομένων για την υποβολή αίτησης από ένα ίδρυμα προς την αρμόδια αρχή ώστε αυτή να επιτρέψει τη διεξαγωγή ενέργειας που παρατίθεται στο εν λόγω άρθρο, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας που εφαρμόζεται στην περίπτωση εξόφλησης εκδιδόμενων μεριδίων σε μέλη συνεταιριστικών εταιρειών, και της χρονικής περιόδου για την επεξεργασία της αίτησης αυτής.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 78α
Άδεια για τη μείωση των μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων
Η αρχή εξυγίανσης χορηγεί την άδειά της σε ίδρυμα να ανακαλεί, να εξοφλεί, να αποπληρώνει ή να επαναγοράζει τα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων, εφόσον πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
πριν από ή ταυτόχρονα με οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στο άρθρο 77 παράγραφος 2 το ίδρυμα αντικαθιστά τα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων με μέσα ιδίων κεφαλαίων ή μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων ίσης ή υψηλότερης ποιότητας με όρους που είναι βιώσιμοι για την ικανότητα εσόδων του ιδρύματος,
το ίδρυμα έχει αποδείξει επαρκώς στην αρχή εξυγίανσης ότι τα ίδια κεφάλαια και οι επιλέξιμες υποχρεώσεις του ιδρύματος, μετά την ενέργεια που αναφέρεται στο άρθρο 77 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, θα υπερέβαιναν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και στις οδηγίες 2013/36/ΕΕ και 2014/59/ΕΕ κατά περιθώριο που κρίνεται απαραίτητο, σε συμφωνία με την αρμόδια αρχή, από την αρχή εξυγίανσης,
το ίδρυμα έχει αποδείξει επαρκώς στην αρχή εξυγίανσης ότι η μερική ή πλήρης αντικατάσταση των επιλέξιμων υποχρεώσεων με μέσα ιδίων κεφαλαίων είναι αναγκαία για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ για τη διατήρηση της ισχύος της άδειας λειτουργίας.
Εάν ένα ίδρυμα παρέχει επαρκείς εγγυήσεις ως προς την ικανότητά του να λειτουργεί με ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις που υπερβαίνουν το ποσό των απαιτήσεων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και στις οδηγίες 2013/36/ΕΕ και 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, μπορεί να χορηγήσει στο εν λόγω ίδρυμα γενική προηγούμενη άδεια, ώστε να προβεί σε ανακλήσεις, εξοφλήσεις, αποπληρωμές ή επαναγορές μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων, με την επιφύλαξη των κριτηρίων που εξασφαλίζουν ότι η οποιαδήποτε τέτοια μελλοντική ενέργεια θα είναι σύμφωνη με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου. Η εν λόγω γενική προηγούμενη άδεια χορηγείται μόνο για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, το οποίο δεν υπερβαίνει το ένα έτος, μετά το πέρας του οποίου μπορεί να ανανεωθεί. Η γενική προηγούμενη άδεια χορηγείται για προκαθορισμένο ποσό που ορίζεται από την αρχή εξυγίανσης. Οι αρχές εξυγίανσης ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές σχετικά με τυχόν γενικές προηγούμενες άδειες που έχουν χορηγηθεί.
Η αρχή εξυγίανσης ανακαλεί τη γενική προηγούμενη άδεια όταν ένα ίδρυμα παύσει να πληροί οποιοδήποτε από τα κριτήρια που προβλέπονται για τους σκοπούς της εν λόγω άδειας.
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:
τη διαδικασία για τη συνεργασία μεταξύ της αρμόδιας αρχής και της αρχής εξυγίανσης,
τη διαδικασία, περιλαμβανομένων των προθεσμιών και των απαιτήσεων ενημέρωσης, για τη χορήγηση της άδειας σύμφωνα με την παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο,
τη διαδικασία, περιλαμβανομένων των προθεσμιών και των απαιτήσεων ενημέρωσης, για τη χορήγηση της γενικής προηγούμενης άδειας σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο,
την έννοια «βιώσιμοι για την ικανότητα εσόδων του ιδρύματος».
Για τους σκοπούς του στοιχείου δ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ευθυγραμμίζονται πλήρως με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 78.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Δεκεμβρίου 2019.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 79
Προσωρινή αναστολή της αφαίρεσης από τα ίδια κεφάλαια και τις επιλέξιμες υποχρεώσεις
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.
Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 79α
Εκτίμηση της εκπλήρωσης των προϋποθέσεων για τα μέσα ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων
Τα ιδρύματα κρίνουν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των μέσων και όχι μόνον τη νομική τους μορφή προκειμένου να εκτιμήσουν τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο δεύτερο μέρος. Κατά την εκτίμηση των ουσιωδών χαρακτηριστικών ενός μέσου λαμβάνονται υπόψη όλες οι ρυθμίσεις σχετικά με τα μέσα, ακόμη και όταν αυτές δεν αναφέρονται ρητά στους όρους και τις προϋποθέσεις των ίδιων των μέσων, προκειμένου να κριθεί κατά πόσον τα συνδυασμένα οικονομικά αποτελέσματα των ρυθμίσεων αυτών είναι συμβατά με τον σκοπό των σχετικών διατάξεων.
Άρθρο 80
Συνεχής αξιολόγηση της ποιότητας των μέσων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων
Οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν αμελλητί στην ΕΑΤ, κατόπιν αιτήματός της, όλες τις πληροφορίες που η ΕΑΤ θεωρεί αναγκαίες σχετικά με νέα κεφαλαιακά μέσα ή νέα είδη υποχρεώσεων που εκδίδονται, προκειμένου να μπορεί να παρακολουθεί την ποιότητα των μέσων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που εκδίδονται από ιδρύματα σε ολόκληρη την Ένωση.
Η σχετική κοινοποίηση περιλαμβάνει τα εξής:
λεπτομερή εξήγηση της φύσης και της έκτασης της διαπιστωθείσας ανεπάρκειας,
τεχνικές συμβουλές σχετικά με τις ενέργειες στις οποίες η ΕΑΤ θεωρεί ότι είναι απαραίτητο να προβεί η Επιτροπή,
σημαντικές εξελίξεις στη μεθοδολογία της ΕΑΤ για προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων με στόχο τη δοκιμή της φερεγγυότητας των ιδρυμάτων.
Η ΕΑΤ παρέχει τεχνικές συμβουλές στην Επιτροπή σχετικά με τυχόν σημαντικές αλλαγές οι οποίες θεωρεί ότι απαιτούνται για τον ορισμό των ιδίων κεφαλαίων και των επιλέξιμων υποχρεώσεων ως αποτέλεσμα οποιουδήποτε από τα κατωτέρω γεγονότα:
σχετικές εξελίξεις στα πρότυπα ή την πρακτική της αγοράς,
αλλαγές σε σχετικά νομικά ή λογιστικά πρότυπα,
σημαντικές εξελίξεις στη μεθοδολογία της ΕΑΤ για προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων με στόχο τη δοκιμή της φερεγγυότητας των ιδρυμάτων.
ΤΙΤΛΟΣ II
ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ 1 ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ 2 ΠΟΥ ΕΚΔΙΔΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΘΥΓΑΤΡΙΚΕΣ
Άρθρο 81
Δικαιώματα μειοψηφίας που μπορούν να συμπεριληφθούν στο ενοποιημένο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1
Τα δικαιώματα μειοψηφίας απαρτίζονται από το άθροισμα των στοιχείων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μιας θυγατρικής, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
η θυγατρική είναι ένας από τους παρακάτω φορείς:
ίδρυμα,
επιχείρηση που υπόκειται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δυνάμει του ισχύοντος εθνικού δικαίου,
ενδιάμεση χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή ενδιάμεση εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που υπόκειται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού σε υποενοποιημένη βάση ή ενδιάμεση επενδυτική εταιρεία συμμετοχών που υπόκειται στις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 σε ενοποιημένη βάση,
επιχείρηση επενδύσεων,
ενδιάμεση χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω ενδιάμεση χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε εξίσου αυστηρές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας με τα πιστωτικά ιδρύματα της εν λόγω τρίτης χώρας και εφόσον η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 4 που ορίζει ότι οι εν λόγω απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές του παρόντος κανονισμού,
η θυγατρική περιλαμβάνεται πλήρως στην ενοποίηση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2,
τα στοιχεία κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, που αναφέρονται στο εισαγωγικό μέρος της παρούσας παραγράφου, ανήκουν σε πρόσωπα διαφορετικά από τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2.
Άρθρο 82
Αποδεκτό πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1, κεφάλαιο της κατηγορίας 1, κεφάλαιο της κατηγορίας 2 και αποδεκτά ίδια κεφάλαια
Το αποδεκτό πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1, το κεφάλαιο της κατηγορίας 1, το κεφάλαιο της κατηγορίας 2 και τα αποδεκτά ίδια κεφάλαια περιλαμβάνουν το δικαίωμα μειοψηφίας, το πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 ή το κεφάλαιο της κατηγορίας 2, κατά περίπτωση, προσαυξημένο κατά τη σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, μιας θυγατρικής, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
η θυγατρική είναι ένας από τους παρακάτω φορείς:
ίδρυμα,
επιχείρηση που υπόκειται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δυνάμει του ισχύοντος εθνικού δικαίου,
ενδιάμεση χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή ενδιάμεση εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που υπόκειται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού σε υποενοποιημένη βάση ή ενδιάμεση επενδυτική εταιρεία συμμετοχών που υπόκειται στις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 σε ενοποιημένη βάση,
επιχείρηση επενδύσεων,
ενδιάμεση χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω ενδιάμεση χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών υπόκειται σε εξίσου αυστηρές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας με τα πιστωτικά ιδρύματα της εν λόγω τρίτης χώρας και εφόσον η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 4 που ορίζει ότι οι εν λόγω απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές του παρόντος κανονισμού,
η θυγατρική περιλαμβάνεται πλήρως στο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2,
τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, τα πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 και τα στοιχεία της κατηγορίας 2 που αναφέρονται στο εισαγωγικό μέρος της παρούσας παραγράφου ανήκουν σε πρόσωπα διαφορετικά από τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2.
Άρθρο 83
Αποδεκτό πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 και κεφάλαιο της κατηγορίας 2 που εκδίδεται από οντότητα ειδικού σκοπού
Τα πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και τα μέσα της κατηγορίας 2 που εκδίδονται από οντότητα ειδικού σκοπού και η σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο περιλαμβάνονται, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2021, στο αποδεκτό πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1, το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2 ή στα αποδεκτά ίδια κεφάλαια, αναλόγως, μόνον εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
η οντότητα ειδικού σκοπού που εκδίδει τα εν λόγω μέσα περιλαμβάνεται πλήρως στην ενοποίηση σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2,
τα μέσα και η σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο περιλαμβάνονται στο αποδεκτό πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 μόνον εφόσον ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 52 παράγραφος 1,
τα μέσα και η σχετική διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο περιλαμβάνονται στο αποδεκτό κεφάλαιο της κατηγορίας 2 μόνον εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 63,
το μοναδικό στοιχείο ενεργητικού της οντότητας ειδικού σκοπού είναι η επένδυσή της στα ίδια κεφάλαια της μητρικής επιχείρησης ή θυγατρικής της που περιλαμβάνεται πλήρως στην ενοποίηση δυνάμει του πρώτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2, με τρόπο ώστε να πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 52 παράγραφος 1 ή στο άρθρο 63, ανάλογα με την περίπτωση.
Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι το ενεργητικό μιας οντότητας ειδικού σκοπού εκτός της επένδυσής της στα ίδια κεφάλαια της μητρικής επιχείρησης ή της θυγατρικής που περιλαμβάνεται στο πεδίο εφαρμογής της ενοποίησης δυνάμει του πρώτου μέρους τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2, είναι ελάχιστο και ασήμαντο για μια τέτοια οντότητα, η αρμόδια αρχή δύναται να μην εφαρμόσει την προϋπόθεση που ορίζεται στο στοιχείο δ) του πρώτου εδαφίου.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.
Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 84
Δικαιώματα μειοψηφίας που περιλαμβάνονται στο ενοποιημένο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1
Τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό των δικαιωμάτων μειοψηφίας μιας θυγατρικής που συμπεριλαμβάνεται στο ενοποιημένο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 αφαιρώντας από τα δικαιώματα μειοψηφίας της εν λόγω επιχείρησης το γινόμενο του πολλαπλασιασμού του ποσού που αναφέρεται στο στοιχείο α) επί το ποσοστό που αναφέρεται στο στοιχείο β) ως εξής:
το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 της θυγατρικής μείον το χαμηλότερο από τα ακόλουθα ποσά:
το ποσό του κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 της εν λόγω θυγατρικής που απαιτείται για να επιτευχθούν τα ακόλουθα:
το ποσό του ενοποιημένου κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που αφορά την εν λόγω θυγατρική και που απαιτείται σε ενοποιημένη βάση για να επιτευχθεί το άθροισμα της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού, των απαιτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 458 και 459 του παρόντος κανονισμού, των ειδικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας που ορίζεται στο άρθρο 128 σημείο 6) της εν λόγω οδηγίας, καθώς και οποιωνδήποτε πρόσθετων απαιτήσεων τοπικών εποπτικών κανονισμών σε τρίτες χώρες, εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις καλύπτονται από το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1,
τα δικαιώματα μειοψηφίας της θυγατρικής εκπεφρασμένα ως ποσοστό όλων των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 της εν λόγω επιχείρησης.
Ένα ίδρυμα μπορεί να επιλέξει να μην πραγματοποιήσει αυτό τον υπολογισμό για θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 81 παράγραφος 1. Όταν ένα ίδρυμα λαμβάνει την απόφαση αυτή, το δικαίωμα μειοψηφίας αυτής της θυγατρικής ενδέχεται να μην συμπεριλαμβάνεται στο ενοποιημένο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.
Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να χορηγούν απαλλαγή από την υποχρέωση εφαρμογής του παρόντος άρθρου σε μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών που πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
η κύρια δραστηριότητά της συνίσταται στην απόκτηση μετοχών,
υπόκειται σε προληπτική εποπτεία σε ενοποιημένη βάση,
ενοποιεί θυγατρικό ίδρυμα στο οποίο έχει μόνο μειοψηφική συμμετοχή δυνάμει της σχέσης ελέγχου που ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ,
περισσότερο από το 90 % του ενοποιημένου απαιτούμενου κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 προέρχεται από το αναφερόμενο στο στοιχείο γ) θυγατρικό ίδρυμα υπολογιζόμενο σε υποενοποιημένη βάση.
►C1 Σε περίπτωση που, ύστερα από την 28η Ιουνίου 2013, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία ◄ συμμετοχών που πληροί τις προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου γίνει μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χορηγήσουν στην εν λόγω μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών την απαλλαγή που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, υπό την προϋπόθεση ότι πληροί τις προϋποθέσεις του εν λόγω εδαφίου.
Άρθρο 85
Αποδεκτά μέσα της κατηγορίας 1 που περιλαμβάνονται στο ενοποιημένο κεφάλαιο της κατηγορίας 1
Τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό των αποδεκτών κεφαλαίων της κατηγορίας 1 μιας θυγατρικής που συμπεριλαμβάνεται στα ενοποιημένα ίδια κεφάλαια αφαιρώντας από τα αποδεκτά κεφάλαια της κατηγορίας 1 της εν λόγω επιχείρησης το γινόμενο του ποσού που αναφέρεται στο στοιχείο α) επί το ποσοστό που αναφέρεται στο στοιχείο β), ως εξής:
το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 της θυγατρικής μείον το χαμηλότερο από τα ακόλουθα:
το ποσό του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 της θυγατρικής που απαιτείται για να επιτευχθούν τα ακόλουθα:
το ποσό του ενοποιημένου κεφαλαίου της κατηγορίας 1 που αφορά τη θυγατρική και που απαιτείται σε ενοποιημένη βάση για να επιτευχθεί το άθροισμα της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού, των απαιτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 458 και 459 του παρόντος κανονισμού, των ειδικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας που ορίζεται στο άρθρο 128 σημείο 6) της εν λόγω οδηγίας, καθώς και οποιωνδήποτε πρόσθετων απαιτήσεων τοπικών εποπτικών κανονισμών σε τρίτες χώρες, εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις καλύπτονται από το κεφάλαιο της κατηγορίας 1,
το αποδεκτό κεφάλαιο της κατηγορίας 1 της θυγατρικής εκπεφρασμένο ως ποσοστό όλων των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 και πρόσθετων στοιχείων της κατηγορίας 1 της εν λόγω επιχείρησης.
Ένα ίδρυμα μπορεί να επιλέξει να μην πραγματοποιήσει αυτό τον υπολογισμό για θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 81 παράγραφος 1. Όταν ένα ίδρυμα λαμβάνει την απόφαση αυτή, το αποδεκτό κεφάλαιο της κατηγορίας 1 αυτής της θυγατρικής ενδέχεται να μην συμπεριλαμβάνεται στο ενοποιημένο κεφάλαιο της κατηγορίας 1.
Άρθρο 86
Αποδεκτό κεφάλαιο της κατηγορίας 1 που περιλαμβάνεται στο ενοποιημένο πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1
Με την επιφύλαξη του άρθρου 84 παράγραφοι 5 και 6, τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό του αποδεκτού κεφαλαίου της κατηγορίας 1 μιας θυγατρικής που συμπεριλαμβάνεται στο ενοποιημένο πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 αφαιρώντας από το αποδεκτό κεφάλαιο της κατηγορίας 1 της εν λόγω επιχείρησης που συμπεριλαμβάνεται στο ενοποιημένο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 τα δικαιώματα μειοψηφίας της ανωτέρω επιχείρησης που συμπεριλαμβάνονται στο ενοποιημένο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.
Άρθρο 87
Αποδεκτά ίδια κεφάλαια που συμπεριλαμβάνονται στα ενοποιημένα ίδια κεφάλαια
Τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό των αποδεκτών ιδίων κεφαλαίων μιας θυγατρικής που συμπεριλαμβάνεται στα ενοποιημένα ίδια κεφάλαια αφαιρώντας από τα αποδεκτά ίδια κεφάλαια της εν λόγω επιχείρησης το γινόμενο του πολλαπλασιασμού του ποσού που αναφέρεται στο στοιχείο α) επί το ποσοστό που αναφέρεται στο στοιχείο β), ως εξής:
τα ίδια κεφάλαια της θυγατρικής μείον το χαμηλότερο από τα κατωτέρω ποσά:
το ποσό των ιδίων κεφαλαίων της θυγατρικής που απαιτούνται για να επιτευχθούν τα ακόλουθα:
το ποσό των ιδίων κεφαλαίων που συνδέεται με τη θυγατρική και το οποίο απαιτείται σε ενοποιημένη βάση για να επιτευχθεί το άθροισμα της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του παρόντος κανονισμού, των απαιτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 458 και 459 του παρόντος κανονισμού, των ειδικών απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας που ορίζεται στο άρθρο 128 σημείο 6) της εν λόγω οδηγίας, των απαιτήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 500 του παρόντος κανονισμού, καθώς και οποιωνδήποτε πρόσθετων απαιτήσεων τοπικών εποπτικών κανονισμών σε τρίτες χώρες,
τα αποδεκτά ίδια κεφάλαια της θυγατρικής, εκπεφρασμένα ως ποσοστό του αθροίσματος όλων των στοιχείων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, των πρόσθετων στοιχείων της κατηγορίας 1 και των πρόσθετων στοιχείων της κατηγορίας 2, με εξαίρεση τα ποσά που αναφέρονται στο άρθρο 62 στοιχεία γ) και δ), της εν λόγω επιχείρησης.
Ένα ίδρυμα μπορεί να επιλέξει να μην πραγματοποιήσει αυτό τον υπολογισμό για θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 81 παράγραφος 1. Όταν ένα ίδρυμα λαμβάνει την απόφαση αυτή, τα αποδεκτά ίδια κεφάλαια αυτής της θυγατρικής ενδέχεται να μην συμπεριλαμβάνονται στα ενοποιημένα ίδια κεφάλαια.
Άρθρο 88
Αποδεκτά μέσα ιδίων κεφαλαίων που περιλαμβάνονται στο ενοποιημένο κεφάλαιο της κατηγορίας 2
Με την επιφύλαξη του άρθρου 84 παράγραφοι 5 και 6, τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ποσό των αποδεκτών ιδίων κεφαλαίων μιας θυγατρικής που συμπεριλαμβάνεται στο ενοποιημένο κεφάλαιο της κατηγορίας 2 αφαιρώντας από τα αποδεκτά ίδια κεφάλαια της εν λόγω επιχείρησης που συμπεριλαμβάνονται στα ενοποιημένα ίδια κεφάλαια το αποδεκτό κεφάλαιο της κατηγορίας 1 της ανωτέρω επιχείρησης που συμπεριλαμβάνεται στο ενοποιημένο κεφάλαιο της κατηγορίας 1.
Άρθρο 88α
Αποδεκτά μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων
Υποχρεώσεις που εκδίδονται από θυγατρική εγκατεστημένη στην Ένωση η οποία ανήκει στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης με την οντότητα εξυγίανσης είναι αποδεκτές για υπαγωγή στα μέσα ενοποιημένων επιλέξιμων υποχρεώσεων ιδρύματος που υπόκειται στο άρθρο 92α, υπό τον όρο ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 45στ παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ,
έχουν αγοραστεί από υφιστάμενο μέτοχο που δεν είναι μέρος του ίδιου ομίλου εξυγίανσης υπό την προϋπόθεση ότι η άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με τα άρθρα 59 έως 62 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ δεν επηρεάζει τον έλεγχο της θυγατρικής από την οντότητα εξυγίανσης,
δεν υπερβαίνουν το ποσό που καθορίζεται με την αφαίρεση του ποσού του σημείου i) από το ποσό του σημείου ii):
το άθροισμα των υποχρεώσεων που εκδίδονται στην οντότητα εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτήν είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω άλλων οντοτήτων του ίδιου ομίλου εξυγίανσης και του ποσού των μέσων ιδίων κεφαλαίων που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 45στ παράγραφος 2 στοιχείο β) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ,
το ποσό που απαιτείται κατά το άρθρο 45στ παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ
ΕΙΔΙΚΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ
Άρθρο 89
Στάθμιση κινδύνου και απαγόρευση ειδικών συμμετοχών εκτός του χρηματοπιστωτικού τομέα
Μια ειδική συμμετοχή, το ποσό της οποίας υπερβαίνει το 15 % του αποδεκτού κεφαλαίου του ιδρύματος, σε επιχείρηση που δεν εμπίπτει στις κατωτέρω κατηγορίες υπόκειται στις διατάξεις που ορίζονται στην παράγραφο 3:
οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα,
επιχείρηση που δεν είναι οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα, η οποία διεξάγει δραστηριότητες που κατά την αρμόδια αρχή είναι:
άμεση προέκταση τραπεζικής δραστηριότητας,
δευτερεύουσες υπηρεσίες του τραπεζικού τομέα,
χρηματοδοτική μίσθωση, πρακτόρευση, διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων, διαχείριση υπηρεσιών πληροφορικής ή άλλη παρόμοια δραστηριότητα.
Οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν τις απαιτήσεις που ορίζονται στο στοιχείο α) ή β) σε ειδικές συμμετοχές ιδρυμάτων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2:
για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων σύμφωνα με το τρίτο μέρος, τα ιδρύματα εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1 250 % στο μεγαλύτερο από τα εξής στοιχεία:
στο ποσό των ειδικών συμμετοχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, το οποίο υπερβαίνει το 15 % του αποδεκτού κεφαλαίου,
στο συνολικό ποσό των ειδικών συμμετοχών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και που υπερβαίνουν το 60 % του αποδεκτού κεφαλαίου του ιδρύματος,
οι αρμόδιες αρχές απαγορεύουν στα ιδρύματα να διαθέτουν ειδικές συμμετοχές που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 σε ποσό που υπερβαίνει τα ποσοστά αποδεκτού κεφαλαίου που ορίζονται στις ανωτέρω παραγράφους.
Οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν την επιλογή τους μεταξύ των στοιχείων α) και β).
Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο β), η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές όπου προσδιορίζονται οι κατωτέρω έννοιες:
δραστηριότητες που αποτελούν άμεση προέκταση της τραπεζικής δραστηριότητας,
δευτερεύουσες υπηρεσίες του τραπεζικού τομέα,
παρεμφερείς δραστηριότητες.
Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 90
Εναλλακτική δυνατότητα στον συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1 250 %
Ως εναλλακτική δυνατότητα στην εφαρμογή συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1 250 % στα ποσά που υπερβαίνουν τα όρια που προσδιορίζονται στο άρθρο 89 παράγραφοι 1 και 2, τα ιδρύματα μπορούν να αφαιρούν τα εν λόγω ποσά από στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια).
Άρθρο 91
Εξαιρέσεις
Οι μετοχές επιχειρήσεων που δεν αναφέρονται στο άρθρο 89 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) δεν περιλαμβάνονται στον υπολογισμό των ορίων του αποδεκτού κεφαλαίου που ορίζονται στο εν λόγω άρθρο όταν πληρούται μία από τις κατωτέρω προϋποθέσεις:
οι εν λόγω μετοχές κατέχονται προσωρινά, κατά τη διάρκεια χρηματοδοτικής συνδρομής κατά την έννοια του άρθρου 79,
η κατοχή των μετοχών αυτών είναι θέση αναδοχής που τηρείται για πέντε εργάσιμες ημέρες κατ’ ανώτατο όριο,
οι εν λόγω μετοχές τηρούνται στο όνομα του ιδρύματος και εκ μέρους άλλων.
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ
ΤΙΤΛΟΣ I
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ, ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Απαιτούμενο επίπεδο ιδίων κεφαλαίων
Άρθρο 92
Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων
Δυνάμει των άρθρων 93 και 94, τα ιδρύματα πρέπει ανά πάσα στιγμή να πληρούν τις κατωτέρω απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων:
δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ίσο με 4,5 %,
δείκτη κεφαλαίου της κατηγορίας 1 ίσο με 6 %,
συνολικό δείκτη κεφαλαίου 8 %,
δείκτη μόχλευσης 3 %.
Το G-SII τηρεί την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης με κεφάλαιο της κατηγορίας 1 μόνο. Το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 που χρησιμοποιείται για την τήρηση της απαίτησης αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης δεν χρησιμοποιείται για την τήρηση καμίας από τις απαιτήσεις με βάση τη μόχλευση που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ, εκτός αν ρητά προβλέπεται άλλως στις εν λόγω πράξεις.
Όταν ένα G-SII δεν τηρεί την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης, υπόκειται στην απαίτηση διατήρησης κεφαλαίου σύμφωνα με το άρθρο 141β της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.
Όταν ένα G-SII δεν τηρεί ταυτόχρονα την απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τον δείκτη μόχλευσης και τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που ορίζεται στο άρθρο 128 σημείο 6) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, υπόκειται στην υψηλότερη από τις απαιτήσεις διατήρησης κεφαλαίου σύμφωνα με τα άρθρα 141 και 141β της εν λόγω οδηγίας.
Τα ιδρύματα υπολογίζουν τους δείκτες κεφαλαίου τους ως εξής:
ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 είναι το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο,
ο δείκτης κεφαλαίου της κατηγορίας 1 είναι το κεφάλαιο της κατηγορίας 1 του ιδρύματος εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο,
ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου είναι τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος εκπεφρασμένα ως ποσοστό του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο.
Το συνολικό ποσό του ανοίγματος σε κίνδυνο υπολογίζεται ως το άθροισμα των στοιχείων α) έως στ) της παρούσας παραγράφου, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων της παραγράφου 4:
ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας εισπρακτέων απαιτήσεων υπολογισμένα σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ και το άρθρο 379, για όλες τις επιχειρηματικές δραστηριότητες ενός ιδρύματος, εξαιρουμένων των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων από τις δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του ιδρύματος,
απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τις δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών ενός ιδρύματος, για τα εξής:
κίνδυνο αγοράς, όπως προσδιορίζεται σύμφωνα με τον τίτλο IV του παρόντος μέρους, με εξαίρεση τις προσεγγίσεις που ορίζονται στα κεφάλαια 1α και 1β του εν λόγω τίτλου,
μεγάλα ανοίγματα τα οποία υπερβαίνουν τα όρια που προβλέπονται στα άρθρα 395 έως 401, στον βαθμό που επιτρέπεται σε ένα ίδρυμα να υπερβεί τα εν λόγω όρια, όπως προσδιορίζονται σύμφωνα με το τέταρτο μέρος,
απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για κίνδυνο αγοράς, όπως προσδιορίζεται στον τίτλο IV του παρόντος μέρους, με εξαίρεση τις προσεγγίσεις που ορίζονται στα κεφάλαια 1α και 1β του εν λόγω τίτλου, για όλες τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που υπόκεινται σε κίνδυνο συναλλάγματος ή κίνδυνο βασικών εμπορευμάτων,
απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, όπως υπολογίζονται σύμφωνα με τον τίτλο V του παρόντος μέρους, με εξαίρεση το άρθρο 379 για τον κίνδυνο διακανονισμού,
απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων υπολογισμένες σύμφωνα με τον τίτλο VI για τον κίνδυνο προσαρμογής πιστωτικής αποτίμησης των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων εκτός από τα πιστωτικά παράγωγα που αναγνωρίζεται για να μειώνουν τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων στον πιστωτικό κίνδυνο,
απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων προσδιορισμένες σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙΙ για το λειτουργικό κίνδυνο,
ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων προσδιορισμένα σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ για τον κίνδυνο αντισυμβαλλομένου που προκύπτει από τις δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του ιδρύματος για τα ακόλουθα είδη συναλλαγών και συμφωνιών:
συμβόλαια που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ και πιστωτικά παράγωγα,
πράξεις πώλησης και επαναγοράς, πράξεις δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων με βάση τίτλους ή βασικά εμπορεύματα,
πράξεις δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης βασιζόμενες σε τίτλους ή σε βασικά εμπορεύματα,
πράξεις με μακρά προθεσμία διακανονισμού.
Οι κατωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται στον υπολογισμό του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που αναφέρεται στην παράγραφο 3:
οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στα στοιχεία γ), δ) και ε) της εν λόγω παραγράφου περιλαμβάνουν τις απαιτήσεις που προκύπτουν από όλες τις επιχειρηματικές δραστηριότητες ενός ιδρύματος,
τα ιδρύματα πολλαπλασιάζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στα στοιχεία β) έως ε) της εν λόγω παραγράφου επί 12,5.
Άρθρο 92α
Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων για G-SII
Με την επιφύλαξη των άρθρων 93 και 94 και των εξαιρέσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα που έχουν προσδιοριστεί ως οντότητες εξυγίανσης και αποτελούν οντότητες G-SII πληρούν ανά πάσα στιγμή τις κατωτέρω απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων:
δείκτη βάσει επικινδυνότητας 18 %, που αντιστοιχεί στα ίδια κεφάλαια και τις επιλέξιμες υποχρεώσεις του ιδρύματος, εκφρασμένα ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφοι 3 και 4,
δείκτη 6,75 % ο οποίος δεν βασίζεται στην επικινδυνότητα και αντιστοιχεί στα ίδια κεφάλαια και τις επιλέξιμες υποχρεώσεις του ιδρύματος, εκφρασμένα ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που αναφέρεται στο άρθρο 429 παράγραφος 4.
Οι απαιτήσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 1 δεν ισχύουν στις ακόλουθες περιπτώσεις:
εντός των τριών ετών μετά την ημερομηνία κατά την οποία το ίδρυμα ή ο όμιλος του οποίου αποτελεί μέρος το ίδρυμα προσδιορίστηκε ως G-SII,
εντός των δύο ετών μετά την ημερομηνία κατά την οποία η αρχή εξυγίανσης έθεσε σε εφαρμογή το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με την οδηγία 2014/59/ΕΕ,
εντός των δύο ετών μετά την ημερομηνία κατά την οποία η οντότητα εξυγίανσης εφάρμοσε εναλλακτικό μέτρο του ιδιωτικού τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, δυνάμει του οποίου κεφαλαιακά μέσα και άλλες υποχρεώσεις έχουν απομειωθεί ή μετατραπεί σε στοιχεία κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, με σκοπό την ανακεφαλαιοποίηση της οντότητας εξυγίανσης χωρίς την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης.
▼M15 —————
Άρθρο 92β
Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων για G-SII εκτός ΕΕ
Ένα μέσο επιλέξιμων υποχρεώσεων λαμβάνεται υπόψη μόνο για τους σκοπούς της συμμόρφωσης με την παράγραφο 1 εφόσον πληροί όλες τις ακόλουθες πρόσθετες προϋποθέσεις:
σε περίπτωση κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, όπως ορίζει το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 47) της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η απαίτηση που απορρέει από την υποχρέωση κατατάσσεται μετά τις απαιτήσεις που προκύπτουν από υποχρεώσεις οι οποίες δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και που δεν είναι αποδεκτές ως ίδια κεφάλαια,
υπόκειται στις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με τα άρθρα 59 έως 62 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
Άρθρο 93
Απαίτηση αρχικού κεφαλαίου σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης
▼M9 —————
Άρθρο 94
Παρέκκλιση για μικρές δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών
Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο β), τα ιδρύματα δύνανται να υπολογίζουν την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τις δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, υπό τον όρο ότι ο όγκος των δραστηριοτήτων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών εντός και εκτός ισολογισμού του ιδρύματος είναι ίσος ή μικρότερος και από τα δύο ακόλουθα κατώτατα όρια, βάσει εκτίμησης που διεξάγεται σε μηνιαία βάση με χρήση των δεδομένων της τελευταίας ημέρας του μήνα:
5 % των συνολικών στοιχείων ενεργητικού του ιδρύματος·
50 εκατομμύρια EUR.
Όταν πληρούνται και οι δυο προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β), τα ιδρύματα δύνανται να υπολογίζουν την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τις δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους ως εξής:
για τις συμβάσεις του παραρτήματος ΙΙ σημείο 1, τις συμβάσεις που αφορούν μετοχές οι οποίες αναφέρονται στο σημείο 3 του εν λόγω παραρτήματος και τα πιστωτικά παράγωγα, τα ιδρύματα μπορούν να εξαιρούν τις εν λόγω θέσεις από την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο β),
για τις θέσεις του χαρτοφυλακίου συναλλαγών εκτός εκείνων που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου, τα ιδρύματα δύνανται να αντικαθιστούν την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο β) με την απαίτηση που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο α).
Τα ιδρύματα υπολογίζουν τον όγκο των δραστηριοτήτων εντός και εκτός ισολογισμού του χαρτοφυλακίου συναλλαγών τους με βάση τα δεδομένα της τελευταίας ημέρας κάθε μήνα, για τους σκοπούς της παραγράφου 1, σύμφωνα με τις ακόλουθες απαιτήσεις:
όλες οι θέσεις που εντάσσονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών σύμφωνα με το άρθρο 104 περιλαμβάνονται στον υπολογισμό, εκτός από τις ακόλουθες:
θέσεις που αφορούν συνάλλαγμα και βασικά εμπορεύματα,
θέσεις σε πιστωτικά παράγωγα που αναγνωρίζονται ως εσωτερικές αντισταθμίσεις κινδύνου για την κάλυψη ανοιγμάτων πιστωτικού κινδύνου εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών ή ανοιγμάτων κινδύνου αντισυμβαλλομένου και συναλλαγές πιστωτικών παραγώγων που αντισταθμίζουν απολύτως τον κίνδυνο αγοράς αυτών των εσωτερικών αντισταθμίσεων κινδύνου κατά το άρθρο 106 παράγραφος 3,
όλες οι θέσεις που περιλαμβάνονται στον υπολογισμό σύμφωνα με το στοιχείο α) αποτιμώνται με βάση την αγοραία αξία τους για τη συγκεκριμένη ημερομηνία· σε περίπτωση που η αγοραία αξία μιας θέσης δεν είναι διαθέσιμη για τη συγκεκριμένη ημερομηνία, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τους μια εύλογη αξία της θέσης κατά την ημερομηνία αυτή· σε περίπτωση που η αγοραία αξία και η εύλογη αξία μιας θέσης δεν είναι διαθέσιμες σε συγκεκριμένη ημερομηνία, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τους την πλέον πρόσφατη αγοραία αξία ή εύλογη αξία για τη συγκεκριμένη θέση,
η απόλυτη τιμή των θετικών θέσεων αθροίζεται με την απόλυτη τιμή των αρνητικών θέσεων.
Ένα ίδρυμα παύει να υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τις δραστηριότητες του χαρτοφυλακίου συναλλαγών του σύμφωνα με την παράγραφο 2 εντός τριών μηνών από την πραγματοποίηση ενός από τα ακόλουθα:
το ίδρυμα δεν πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 στοιχείο α) ή β) για τρεις διαδοχικούς μήνες,
το ίδρυμα δεν πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 στοιχείο α) ή β) για περισσότερους από 6 μήνες κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο.
Άρθρο 95
Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για επιχειρήσεις επενδύσεων με περιορισμένη άδεια παροχής επενδυτικών υπηρεσιών
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο γ) οι οποίες παρέχουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες που παρατίθενται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημεία 2 και 4 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ υπολογίζουν το συνολικό ποσό ανοίγματος σε κίνδυνο ως το υψηλότερο από τα κατωτέρω ποσά:
το άθροισμα των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχεία α) έως δ) και στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο στ) μετά την εφαρμογή του άρθρου 92 παράγραφος 4,
το ποσό που ορίζεται στο άρθρο 97 επί 12,5.
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) στοιχείο γ) οι οποίες παρέχουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες που παρατίθενται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημεία 2 και 4 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 92 παράγραφοι 1 και 2 βάσει του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.
Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να ορίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) στοιχείο γ) οι οποίες παρέχουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες που παρατίθενται στο παράρτημα Ι τμήμα Α σημεία 2 και 4 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, ως τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που θα ήταν δεσμευτικές για τις επιχειρήσεις αυτές σύμφωνα με τα ισχύοντα την 31η Δεκεμβρίου 2013 μέτρα για τη μεταφορά στην εθνική νομοθεσία των οδηγιών 2006/49/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ.
Άρθρο 96
Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για επιχειρήσεις επενδύσεων που κατέχουν αρχικό κεφάλαιο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 28 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ
Για τους σκοπούς του άρθρου 92 παράγραφος 3, οι κατωτέρω κατηγορίες επιχειρήσεων επενδύσεων που διαθέτουν αρχικό κεφάλαιο σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ χρησιμοποιούν τον υπολογισμό του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου:
επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες πραγματοποιούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό με μόνο σκοπό την εκπλήρωση ή την εκτέλεση εντολών πελατών ή με σκοπό την απόκτηση πρόσβασης σε σύστημα εκκαθάρισης και διακανονισμού ή σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο οσάκις ενεργούν υπό την ιδιότητα πράκτορα ή εκτελούν εντολή πελάτη,
επιχειρήσεις επενδύσεων που πληρούν όλες τις κατωτέρω προϋποθέσεις:
δεν κατέχουν χρήματα ή τίτλους πελατών,
πραγματοποιούν συναλλαγές μόνο για ίδιο λογαριασμό,
δεν διαθέτουν εξωτερικούς πελάτες,
πραγματοποιούν συναλλαγές των οποίων η εκτέλεση και ο διακανονισμός τελούν υπό την ευθύνη και την εγγύηση εκκαθαριστικού οργανισμού.
Για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, το συνολικό ποσό του ανοίγματος σε κίνδυνο υπολογίζεται ως το άθροισμα των κατωτέρω:
των στοιχείων του άρθρου 92 παράγραφος 3 στοιχεία α) έως δ) και του άρθρου 92 παράγραφος 3 στοιχείο στ) μετά την εφαρμογή του άρθρου 92 παράγραφος 4,
του ποσού που αναφέρεται στο άρθρο 97 επί 12,5.
Άρθρο 97
Ίδια κεφάλαια βάσει των παγίων εξόδων
Η ΕΑΤ, σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει περαιτέρω τα εξής:
τον υπολογισμό της απαίτησης τήρησης επιλέξιμου κεφαλαίου που ισοδυναμεί τουλάχιστον με το ένα τέταρτο των παγίων εξόδων του προηγούμενου έτους,
τις προϋποθέσεις για την προσαρμογή από μέρους των αρμόδιων αρχών της απαίτησης τήρησης επιλέξιμου κεφαλαίου που να ισοδυναμεί τουλάχιστον με το ένα τέταρτο των παγίων εξόδων του προηγούμενου έτους,
τον υπολογισμό των προβλεπόμενων παγίων εξόδων σε περίπτωση επιχείρησης επενδύσεων που δεν έχει ασκήσει τις δραστηριότητές της κατά τη διάρκεια ενός ολόκληρου έτους.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Μαρτίου 2014.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 98
Ίδια κεφάλαια για επιχειρήσεις επενδύσεων σε ενοποιημένη βάση
Στην περίπτωση επιχειρήσεων επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 95 παράγραφος 1 και είναι μέλη ομάδας, εάν η εν λόγω ομάδα δεν περιλαμβάνει πιστωτικά ιδρύματα, μια μητρική επιχείρηση επενδύσεων σε ένα κράτος μέλος εφαρμόζει το άρθρο 92 σε ενοποιημένη βάση ως εξής:
χρησιμοποιώντας τον υπολογισμό του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που ορίζεται στο άρθρο 95 παράγραφος 2,
τα ίδια κεφάλαια υπολογίζονται βάσει της ενοποιημένης κατάστασης της μητρικής επιχείρησης επενδύσεων ή τα ίδια κεφάλαια της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, κατά περίπτωση.
Στην περίπτωση επιχειρήσεων επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 96 παράγραφος 1 και είναι μέλη ομίλου, εάν ο εν λόγω όμιλος δεν περιλαμβάνει πιστωτικά ιδρύματα, η μητρική επιχείρηση επενδύσεων σε κράτος μέλος και η επιχείρηση επενδύσεων που ελέγχεται από χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εφαρμόζει το άρθρο 92 σε ενοποιημένη βάση ως εξής:
χρησιμοποιεί τον υπολογισμό του συνολικού ποσού ανοίγματος σε κίνδυνο που ορίζεται στο άρθρο 96 παράγραφος 2,
χρησιμοποιεί τα ίδια κεφάλαια που υπολογίζονται βάσει της ενοποιημένης κατάστασης της μητρικής επιχείρησης επενδύσεων ή τα ίδια κεφάλαια της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών της μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, κατά περίπτωση, και σύμφωνα με το πρώτο μέρος τίτλος ΙΙ κεφάλαιο 2.
▼M8 —————
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Χαρτοφυλάκιο συναλλαγών
Άρθρο 102
Απαιτήσεις χαρτοφυλακίου συναλλαγών
Άρθρο 103
Διαχείριση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών
Τα ιδρύματα διαθέτουν σαφώς καθορισμένες πολιτικές και διαδικασίες για τη γενική διαχείριση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών. Οι εν λόγω πολιτικές και διαδικασίες πραγματεύονται τουλάχιστον:
τις δραστηριότητες που το ίδρυμα θεωρεί δραστηριότητες διαπραγμάτευσης και μέρος του χαρτοφυλακίου συναλλαγών για λόγους απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων,
τον βαθμό στον οποίο μια θέση μπορεί να αποτιμάται στην τρέχουσα τιμή της αγοράς στο πλαίσιο μιας ενεργού και ρευστής αγοράς διπλής κατεύθυνσης,
για τις θέσεις που αποτιμώνται βάσει υποδείγματος, τον βαθμό στον οποίο μπορεί το ίδρυμα:
να εντοπίζει όλους τους σημαντικούς κινδύνους της θέσης,
να αντισταθμίζει όλους τους σημαντικούς κινδύνους της θέσης με μέσα ως προς τα οποία υπάρχει ενεργός και ρευστή αγορά διπλής κατεύθυνσης,
να πραγματοποιεί αξιόπιστες εκτιμήσεις για τα βασικά συμπεράσματα και παραμέτρους που χρησιμοποιούνται στο υπόδειγμα,
τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα μπορεί και υποχρεούται να πραγματοποιεί αποτιμήσεις για τις θέσεις, οι οποίες αποτιμήσεις μπορούν να επικυρώνονται εξωτερικά με συνεπή τρόπο,
τον βαθμό στον οποίο οι νομικοί περιορισμοί ή άλλες λειτουργικές απαιτήσεις θα παρεμπόδιζαν τη δυνατότητα του ιδρύματος να επιτύχει τη ρευστοποίηση ή αντιστάθμιση της θέσης σε βραχυπρόθεσμη βάση,
τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα μπορεί, και υποχρεούται, να διαχειρίζεται ενεργά τους κινδύνους της θέσης στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσής του,
τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα μπορεί να ανακατατάξει κινδύνους ή θέσεις μεταξύ του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και εκτός του, καθώς και τις απαιτήσεις για τις ανακατατάξεις αυτές, όπως προβλέπεται στο άρθρο 104α.
Κατά τη διαχείριση των θέσεων ή των χαρτοφυλακίων των θέσεων στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, το ίδρυμα συμμορφώνεται με όλες τις κατωτέρω απαιτήσεις:
το ίδρυμα πρέπει να διαθέτει σαφώς τεκμηριωμένη έγγραφη στρατηγική διαπραγμάτευσης για τη θέση ή τα χαρτοφυλάκια στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, η οποία θα πρέπει να έχει εγκριθεί από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη και να περιλαμβάνει την αναμενόμενη περίοδο διακράτησης,
το ίδρυμα πρέπει να διαθέτει σαφώς καθορισμένες πολιτικές και διαδικασίες για την ενεργό διαχείριση των θέσεων ή των χαρτοφυλακίων στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών· οι ως άνω πολιτικές και διαδικασίες περιλαμβάνουν τα εξής:
ποιες θέσεις ή χαρτοφυλάκια θέσεων μπορούν να συνομολογηθούν από κάθε μονάδα διαπραγμάτευσης ή, ανάλογα με την περίπτωση, από εντεταλμένους διαπραγματευτές,
καθορισμό ορίων θέσης και έλεγχο της καταλληλότητάς τους,
εξασφάλιση ότι οι διαπραγματευτές διαθέτουν αυτονομία για τη συνομολόγηση και τη διαχείριση των θέσεων εντός συμφωνημένων ορίων και βάσει της εγκριθείσας στρατηγικής,
εξασφάλιση ότι οι θέσεις γνωστοποιούνται στα ανώτερα διοικητικά στελέχη ως αναπόσπαστο στοιχείο της διαδικασίας διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος,
εξασφάλιση ότι οι θέσεις αποτελούν αντικείμενο ενεργού παρακολούθησης σε συσχετισμό με πηγές πληροφόρησης για την αγορά και γίνεται εκτίμηση της εμπορευσιμότητας ή της ικανότητας αντιστάθμισης της θέσης ή των κινδύνων που τη συνιστούν, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης της ποιότητας και της διαθεσιμότητας δεδομένων της αγοράς στη διαδικασία αποτίμησης, του ύψους των αριθμών συναλλαγών της αγοράς και του όγκου των θέσεων που αποτελούν αντικείμενο συναλλαγής στην αγορά,
ενεργές διαδικασίες και ελέγχους για την καταπολέμηση της απάτης,
το ίδρυμα πρέπει να διαθέτει σαφώς καθορισμένες πολιτικές και διαδικασίες για την παρακολούθηση των θέσεων σε συνάρτηση με τη στρατηγική διαπραγμάτευσης του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης του όγκου και των θέσεων έναντι των οποίων διαπιστώνεται υπέρβαση της αρχικά σκοπούμενης περιόδου διακράτησης.
Άρθρο 104
Συμπερίληψη στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών
▼M8 —————
Άρθρο 104β
Απαιτήσεις για τη μονάδα διαπραγμάτευσης
Οι μονάδες διαπραγμάτευσης των ιδρυμάτων πληρούν ανά πάσα στιγμή όλες τις κατωτέρω απαιτήσεις:
κάθε μονάδα διαπραγμάτευσης διαθέτει σαφή και ιδιαίτερη επιχειρηματική στρατηγική και δομή διαχείρισης κινδύνου κατάλληλη για την επιχειρηματική της στρατηγική,
κάθε μονάδα διαπραγμάτευσης έχει σαφή οργανωτική δομή· η διαχείριση των θέσεων σε μια δεδομένη μονάδα διαπραγμάτευσης γίνεται από εντεταλμένους διαπραγματευτές εντός του ιδρύματος· κάθε διαπραγματευτής έχει ειδικά καθήκοντα στη μονάδα διαπραγμάτευσης· κάθε διαπραγματευτής εντάσσεται σε μία μόνο μονάδα διαπραγμάτευσης,
τα όρια της θέσης καθορίζονται από κάθε μονάδα διαπραγμάτευσης σύμφωνα με την επιχειρηματική στρατηγική της μονάδας διαπραγμάτευσης,
οι αναφορές για τις δραστηριότητες, την κερδοφορία, τη διαχείριση κινδύνου και τις ρυθμιστικές απαιτήσεις σε επίπεδο μονάδας διαπραγμάτευσης πρέπει να συντάσσονται τουλάχιστον σε εβδομαδιαία βάση και να κοινοποιούνται στο διοικητικό όργανο σε τακτική βάση,
κάθε μονάδα διαπραγμάτευσης διαθέτει σαφές ετήσιο επιχειρηματικό σχέδιο, το οποίο περιλαμβάνει σαφώς καθορισμένη πολιτική αποδοχών βάσει ασφαλών κριτηρίων που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση των επιδόσεων,
οι αναφορές για τις θέσεις ληκτότητας, τις εντός ημέρας παραβιάσεις των ορίων συναλλαγών, τις ημερήσιες παραβιάσεις των ορίων συναλλαγών και τις δράσεις που αναλαμβάνει το ίδρυμα για την αντιμετώπιση των παραβιάσεων αυτών, καθώς και τις εκτιμήσεις της ρευστότητας της αγοράς, καταρτίζονται για κάθε μονάδα διαπραγμάτευσης σε μηνιαία βάση και διατίθενται στις αρμόδιες αρχές.
Άρθρο 105
Απαιτήσεις συνετής αποτίμησης
Τα ιδρύματα συγκροτούν και διατηρούν σε ισχύ συστήματα και ελέγχους που να επαρκούν για την παροχή συνετών και αξιόπιστων εκτιμήσεων αποτίμησης. Τα εν λόγω συστήματα και οι έλεγχοι περιλαμβάνουν οπωσδήποτε τα ακόλουθα στοιχεία:
τεκμηριωμένες έγγραφες πολιτικές και διαδικασίες για τη μέθοδο αποτίμησης, συμπεριλαμβανομένου του σαφή καθορισμού των ευθυνών στους διάφορους τομείς που έχουν εμπλέκονται για τον καθορισμό της αποτίμησης, τις πηγές πληροφόρησης για την αγορά και την εξέταση της καταλληλότητάς τους, τις κατευθυντήριες γραμμές για τη χρήση μη παρατηρήσημων στοιχείων που αντικατοπτρίζουν τις παραδοχές του ιδρύματος όσον αφορά τα στοιχεία που θα χρησιμοποιήσουν οι συμμετέχοντες στην αγορά για την αποτίμηση της θέσης, τη συχνότητα ανεξάρτητων αποτιμήσεων, τις χρονικές παραμέτρους των τιμών κλεισίματος, διαδικασίες για την προσαρμογή αποτιμήσεων και διαδικασίες επαλήθευσης, τόσο στη λήξη μήνα όσο και μεμονωμένου χαρακτήρα,
σαφείς και ανεξάρτητους από τη μονάδα διαπραγμάτευσης διαύλους αναφοράς για το τμήμα που είναι υπόλογο για τη διαδικασία αποτίμησης, οι οποίοι θα καταλήγουν τελικά στο διοικητικό όργανο.
Τα ιδρύματα συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις κατά την αποτίμηση βάσει υποδείγματος:
τα ανώτερα διοικητικά στελέχη γνωρίζουν τα στοιχεία ◄ του χαρτοφυλακίου συναλλαγών ή άλλων θέσεων εύλογης αξίας που υπόκεινται σε αποτίμηση βάσει υποδείγματος και αντιλαμβάνονται το βαθμό αβεβαιότητας που ως εκ τούτου προκύπτει για τη γνωστοποίηση του κινδύνου ή της απόδοσης της εκάστοτε επιχειρηματικής δράσης,
τα ιδρύματα αντλούν τα δεδομένα αγοράς στο μέτρο του δυνατού με γνώμονα τις αγοραίες τιμές, ενώ η καταλληλότητα των δεδομένων αγοράς της εκάστοτε αποτιμώμενης θέσης και οι παράμετροι του υποδείγματος υποβάλλονται σε τακτική αξιολόγηση,
οσάκις είναι διαθέσιμες, χρησιμοποιούνται μεθοδολογίες αποτίμησης οι οποίες αποτελούν αποδεκτή πρακτική στην αγορά για συγκεκριμένα χρηματοοικονομικά μέσα ή βασικά εμπορεύματα,
όταν το υπόδειγμα αναπτύσσεται από το ίδιο το ίδρυμα, πρέπει να στηρίζεται σε κατάλληλες παραδοχές οι οποίες έχουν αξιολογηθεί και ελεγχθεί από πρόσωπα με κατάλληλη κατάρτιση που είναι ανεξάρτητα με τη διαδικασία ανάπτυξης του υποδείγματος,
τα ιδρύματα διαθέτουν τυπικές διαδικασίες ελέγχου των αλλαγών και φυλάσσουν ασφαλές αντίγραφο του υποδείγματος, το οποίο χρησιμοποιείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα για τον έλεγχο των αποτιμήσεων,
οι υπεύθυνοι για τη διαχείριση κινδύνων γνωρίζουν τις αδυναμίες των χρησιμοποιούμενων υποδειγμάτων, καθώς και τον ενδεδειγμένο τρόπο για την αποτύπωσή τους στα πορίσματα των αποτιμήσεων, και
τα υποδείγματα των ιδρυμάτων υπόκεινται σε τακτική επανεξέταση προκειμένου να κριθεί η ακρίβεια των επιδόσεών τους, ώστε, μεταξύ άλλων, να αξιολογηθεί κατά πόσον οι παραδοχές εξακολουθούν να είναι κατάλληλες, να γίνει ανάλυση των κερδών και ζημιών σε αντιπαραβολή με τους παράγοντες κινδύνου και να συγκριθούν οι πραγματικές τιμές εκκαθάρισης με τις τιμές που προκύπτουν από το υπόδειγμα.
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο δ), το υπόδειγμα αναπτύσσεται ή εγκρίνεται χωρίς την ανάμειξη των μονάδων διαπραγμάτευσης και η ορθότητά του ελέγχεται από ανεξάρτητο φορέα. Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει την επικύρωση των μαθηματικών υπολογισμών, των παραδοχών και του χρησιμοποιούμενου λογισμικού.
Τα ιδρύματα υιοθετούν και διατηρούν διαδικασίες για τον υπολογισμό της προσαρμογής στην τρέχουσα αποτίμηση θέσεων μειωμένης ρευστότητας, οι οποίες είναι δυνατόν να προκύψουν τόσο από γεγονότα της αγοράς όσο και από καταστάσεις που αφορούν το ίδρυμα, λ.χ. συγκεντρωμένες θέσεις ή/και θέσεις η αρχικά σκοπούμενη περίοδος διακράτησης των οποίων έχει υπερβεί. Τα ιδρύματα, εφόσον απαιτείται, πραγματοποιούν τις εν λόγω προσαρμογές επιπρόσθετα τυχόν μεταβολών στην αξία της θέσης που απαιτούνται για σκοπούς χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, και σχεδιάζουν τις σχετικές προσαρμογές έτσι ώστε να αντικατοπτρίζουν την έλλειψη ρευστότητας της θέσης. Βάσει των εν λόγω διαδικασιών, όταν ένα ίδρυμα εξετάζει κατά πόσον είναι απαραίτητη η προσαρμογή αποτίμησης για θέσεις μειωμένης ρευστότητας, συνεκτιμά διάφορους παράγοντες, στους οποίους συγκαταλέγονται οι εξής:
το πρόσθετο χρονικό διάστημα που απαιτείται για την αντιστάθμιση της θέσης ή των κινδύνων που περικλείει η θέση πέραν των οριζόντων ρευστότητας που ισχύουν για τους παράγοντες κινδύνου της θέσης σύμφωνα με άρθρο 325νστ,
η μεταβλητότητα και ο μέσος όρος των αποκλίσεων μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης,
η διαθεσιμότητα παρεχόμενων τιμών αγοράς (πλήθος και ταυτότητα των ειδικών διαπραγματευτών) και η μεταβλητότητα και ο μέσος όρος των όγκων συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων των όγκων συναλλαγών κατά τη διάρκεια περιόδων ακραίων συνθηκών της αγοράς,
οι συγκεντρώσεις στην αγορά,
η χρονολογική ωρίμανση των θέσεων,
ο βαθμός στον οποίο η αποτίμηση βασίζεται σε υπόδειγμα αποτίμησης,
η επίπτωση άλλων κινδύνων που σχετίζονται με το υπόδειγμα.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 106
Εσωτερικές αντισταθμίσεις κινδύνου
Συγκεκριμένα, μια εσωτερική αντιστάθμιση κινδύνου πληροί τις κατωτέρω απαιτήσεις:
δεν έχει ως αρχικό στόχο την αποφυγή ή τη μείωση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων,
είναι δεόντως και εγγράφως τεκμηριωμένη και υπόκειται σε ειδικές εσωτερικές διαδικασίες έγκρισης και ελέγχου,
διενεργείται υπό τους όρους που ισχύουν στην αγορά,
ο κίνδυνος αγοράς που δημιουργείται από την εσωτερική αντιστάθμιση κινδύνου αποτελεί αντικείμενο δυναμικής διαχείρισης στο πλαίσιο του χαρτοφυλακίου συναλλαγών εντός των επιτρεπόμενων ορίων,
παρακολουθείται προσεκτικά σύμφωνα με επαρκείς διαδικασίες.
ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ
ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΚΙΝΔΥΝΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
Γενικές αρχές
Άρθρο 107
Μέθοδοι όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο
Για τα ανοίγματα διαπραγμάτευσης και για τις εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης έναντι κεντρικού αντισυμβαλλομένου, τα ιδρύματα εφαρμόζουν την αντιμετώπιση που ορίζεται στο κεφάλαιο 6 τμήμα 9 προκειμένου να υπολογίσουν τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων τους για τους σκοπούς του άρθρου 92 παράγραφος 3 στοιχεία α) και στ). Για όλα τα άλλα είδη ανοίγματος έναντι κεντρικού αντισυμβαλλομένου, τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν τα εν λόγω ανοίγματα ως εξής:
ως ανοίγματα έναντι ιδρύματος για άλλα είδη ανοίγματος έναντι επιλέξιμου κεντρικού αντισυμβαλλομένου,
ως ανοίγματα έναντι επιχείρησης για άλλα είδη ανοίγματος έναντι μη επιλέξιμου κεντρικού αντισυμβαλλομένου.
Άρθρο 108
Χρήση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης και της προσέγγισης εσωτερικών διαβαθμίσεων (IRB)
Άρθρο 109
Αντιμετώπιση των θέσεων τιτλοποίησης
Τα ιδρύματα υπολογίζουν το ποσό του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ανοίγματος για θέση που κατέχουν σε τιτλοποίηση σύμφωνα με το κεφάλαιο 5.
Άρθρο 110
Αντιμετώπιση των γενικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και των κεφαλαίων 2 και 3, από τις γενικές και ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου εξαιρούνται τα κεφάλαια για γενικούς τραπεζικούς κινδύνους.
Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν την προσέγγιση IRB και εφαρμόζουν την τυποποιημένη προσέγγιση για μέρος των ανοιγμάτων τους σε ενοποιημένη ή ατομική βάση, σύμφωνα με τα άρθρα 148 και 150 προσδιορίζουν το μέρος της γενικής προσαρμογής πιστωτικού κινδύνου που υπάγεται στην αντιμετώπιση της γενικής προσαρμογής πιστωτικού κινδύνου δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης και το μέρος που υπάγεται στην αντιμετώπιση της γενικής προσαρμογής πιστωτικού κινδύνου δυνάμει της προσέγγισης IRB ως εξής:
ανάλογα με την περίπτωση, αν ένα ίδρυμα που συμπεριλαμβάνεται στην ενοποίηση εφαρμόζει αποκλειστικά την προσέγγιση IRB, οι γενικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου του εν λόγω ιδρύματος υπάγονται στην αντιμετώπιση που ορίζεται στην παράγραφο 2,
ανάλογα με την περίπτωση, αν ένα ίδρυμα που συμπεριλαμβάνεται στην ενοποίηση εφαρμόζει αποκλειστικά την τυποποιημένη προσέγγιση, οι γενικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου του εν λόγω ιδρύματος υπάγονται στην αντιμετώπιση που ορίζεται στην παράγραφο 1,
Το υπόλοιπο μέρος της προσαρμογής πιστωτικού κινδύνου προσδιορίζεται κατ’ αναλογία σύμφωνα με το μέρος των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων που υπόκεινται στην τυποποιημένη προσέγγιση και αυτών που υπόκεινται στην προσέγγιση IRB αντίστοιχα.
H ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τον υπολογισμό των ειδικών και γενικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου δυνάμει του εφαρμοστέου λογιστικού πλαισίου για τα κατωτέρω:
αξία ανοίγματος βάσει της τυποποιημένης προσέγγισης που αναφέρεται στο άρθρο 111,
αξία ανοίγματος βάσει της προσέγγισης IRB που αναφέρεται στα άρθρα 166 έως 168,
αντιμετώπιση των ποσών αναμενόμενης ζημίας που αναφέρονται στο άρθρο 159,
αξία ανοίγματος για τον υπολογισμό των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων για θέση τιτλοποίησης που αναφέρεται στα άρθρα 246 και 266,
προσδιορισμός της αθέτησης δυνάμει του άρθρου 178.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 28η Ιουλίου 2013.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Τυποποιημένη μέθοδος
Άρθρο 111
Αξία ανοίγματος
Η αξία ανοίγματος ενός στοιχείου ενεργητικού ισούται με τη λογιστική αξία που απομένει μετά την εφαρμογή ειδικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 110, πρόσθετων προσαρμογών αξίας σύμφωνα με τα άρθρα 34 και 105, ποσών που αφαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ) και άλλων μειώσεων των ιδίων κεφαλαίων που σχετίζονται με το στοιχείο ενεργητικού στο οποίο έχουν εφαρμοστεί. Η αξία ανοίγματος ενός στοιχείου εκτός ισολογισμού που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I ισούται με το ακόλουθο ποσοστό της ονομαστικής αξίας του, κατόπιν αφαιρέσεως ειδικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου και ποσών που αφαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ):
100 % αν πρόκειται για στοιχείο πλήρους κινδύνου,
50 % εάν πρόκειται για στοιχείο μέτριου κινδύνου,
20 % εάν πρόκειται για στοιχείο κινδύνου μέτριου προς χαμηλό,
0 % εάν πρόκειται για στοιχείο χαμηλού κινδύνου.
Τα εκτός ισολογισμού στοιχεία που αναφέρονται στη δεύτερη πρόταση του πρώτου εδαφίου κατατάσσονται σε κατηγορίες κινδύνου βάσει του παραρτήματος Ι.
Όταν ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων δυνάμει του άρθρου 223, η αξία ανοίγματος των τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων που πωλούνται, παρέχονται ως εξασφάλιση ή ως δάνειο στο πλαίσιο μιας πράξης επαναγοράς ή μιας πράξης δανειοδοσίας/δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων και πράξεων δανεισμού περιθωρίου προσαυξάνεται κατά το ποσό της προσαρμογής μεταβλητότητας που αναλογεί σε τέτοιου είδους τίτλους ή βασικά εμπορεύματα, σύμφωνα με τα όσα ορίζουν τα άρθρα 223 έως 225.
Άρθρο 112
Κατηγορίες ανοιγμάτων
Κάθε άνοιγμα κατατάσσεται σε μια από τις ακόλουθες κατηγορίες:
ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών,
ανοίγματα έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών,
ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημόσιου τομέα,
ανοίγματα έναντι πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης,
ανοίγματα έναντι διεθνών οργανισμών,
ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων,
ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων,
ανοίγματα λιανικής τραπεζικής,
ανοίγματα που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί ακίνητης περιουσίας,
ανοίγματα σε αθέτηση,
ανοίγματα που σχετίζονται με ιδιαίτερα υψηλούς κινδύνους,
ανοίγματα υπό τη μορφή καλυμμένων ομολόγων,
στοιχεία που αντιστοιχούν σε θέσεις τιτλοποίησης,
ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων και επιχειρήσεων με βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση,
ανοίγματα υπό μορφή μεριδίων ή μετοχών σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων (ΟΣΕ),
ανοίγματα σε μετοχές,
άλλα στοιχεία.
Άρθρο 113
Υπολογισμός των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων
Με εξαίρεση τα ανοίγματα που οδηγούν σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2, ένα ίδρυμα δύναται, με την επιφύλαξη της προηγούμενης έγκρισης από τις αρμόδιες αρχές, να αποφασίσει να μην εφαρμόσει τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου στα ανοίγματά του έναντι αντισυμβαλλόμενου που αποτελεί τη μητρική του επιχείρηση, δική του θυγατρική ή θυγατρική της μητρικής του επιχείρησης ή επιχείρηση που συνδέεται με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ. Οι αρμόδιες αρχές είναι εξουσιοδοτημένες να χορηγούν τη σχετική έγκριση εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
ο αντισυμβαλλόμενος είναι ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών που υπόκεινται σε καθεστώς προληπτικής εποπτείας,
ο αντισυμβαλλόμενος ενοποιείται με το ίδρυμα με τη μέθοδο της ολικής ενοποίησης,
ο αντισυμβαλλόμενος υπόκειται στις ίδιες διαδικασίες αξιολόγησης, μέτρησης και ελέγχου κινδύνων με το ίδρυμα,
ο αντισυμβαλλόμενος είναι εγκατεστημένος στο ίδιο κράτος μέλος με το ίδρυμα,
δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων προς το ίδρυμα.
Εάν το ίδρυμα, δυνάμει της παρούσας παραγράφου, έχει εξουσιοδοτηθεί να μην εφαρμόσει τις απαιτήσεις της παραγράφου 1, μπορεί να λαμβάνει συντελεστή στάθμισης κινδύνου 0 %.
Με εξαίρεση τα ανοίγματα που οδηγούν σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα στοιχεία της κατηγορίας 1 και της κατηγορίας 2, τα ιδρύματα δύνανται, εφόσον λάβουν προηγουμένως την άδεια των αρμόδιων αρχών, να μην εφαρμόσουν τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου στα ανοίγματα έναντι αντισυμβαλλομένων με τους οποίους έχουν συμφωνήσει θεσμικό σύστημα προστασίας δηλαδή συμβατική ή θεσμική ρύθμιση ευθύνης που προστατεύει τα εν λόγω ιδρύματα και εξασφαλίζει ιδιαίτερα τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητά τους, προκειμένου να αποφεύγεται η χρεοκοπία όταν είναι αναγκαίο. Οι αρμόδιες αρχές είναι εξουσιοδοτημένες να χορηγούν τη σχετική άδεια εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
πληρούνται οι απαιτήσεις που εκτίθενται στην παράγραφο 6 στοιχεία α), δ) και ε),
οι ρυθμίσεις εξασφαλίζουν ότι το θεσμικό σύστημα προστασίας είναι σε θέση να παρέχει την αναγκαία υποστήριξη βάσει των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει με πόρους που θα του διατίθενται έγκαιρα,
το θεσμικό σύστημα προστασίας διαθέτει τα κατάλληλα και ομοιόμορφα διατυπωμένα συστήματα για τον έλεγχο και την κατάταξη του κινδύνου (που παρέχουν πλήρη εικόνα των καταστάσεων κινδύνου όλων των μεμονωμένων μελών και του θεσμικού συστήματος προστασίας στο σύνολό του) με αντίστοιχες δυνατότητες επηρεασμού· τα συστήματα αυτά ελέγχουν κατά το δέοντα τρόπο τα ανοίγματα σε αθέτηση σύμφωνα με το άρθρο 178 παράγραφος 1,
το θεσμικό σύστημα προστασίας συντάσσει τη δική του έκθεση κατάστασης κινδύνου που κοινοποιείται στα μεμονωμένα μέλη,
το θεσμικό σύστημα προστασίας συντάσσει και δημοσιεύει ετησίως είτε ενοποιημένη έκθεση που περιλαμβάνει τον ισολογισμό, τους λογαριασμούς εσόδων-εξόδων, την έκθεση της κατάστασης και την έκθεση της κατάστασης κινδύνου σχετικά με το θεσμικό σύστημα προστασίας στο σύνολό του είτε έκθεση που περιλαμβάνει το συνολικό ισολογισμό, τους συνολικούς λογαριασμούς εσόδων-εξόδων, την έκθεση της κατάστασης και την έκθεση της κατάστασης κινδύνου σχετικά με το θεσμικό σύστημα προστασίας στο σύνολό του,
οι συμμετέχοντες στο θεσμικό σύστημα προστασίας υποχρεούνται να δώσουν προειδοποίηση τουλάχιστον 24 μηνών εάν επιθυμούν να αποχωρήσουν από το σύστημα,
εξαλείφεται η πολλαπλή χρήση στοιχείων επιλέξιμων για τον υπολογισμό των ιδίων κεφαλαίων (εφεξής «πολλαπλός υπολογισμός») καθώς και οποιαδήποτε αθέμιτη δημιουργία ιδίων κεφαλαίων μεταξύ μελών του θεσμικού συστήματος προστασίας,
το θεσμικό σύστημα προστασίας βασίζεται στην ευρεία συμμετοχή πιστωτικών ιδρυμάτων με ως επί το πλείστον ομοιογενή επιχειρησιακή μορφή,
η επάρκεια των συστημάτων που μνημονεύονται στα στοιχεία γ) και δ) πρέπει να εγκρίνεται και να παρακολουθείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα από τις αρμόδιες αρχές.
Εάν το ίδρυμα, δυνάμει της παρούσας παραγράφου, αποφασίσει να μην εφαρμόσει τις απαιτήσεις της παραγράφου 1, μπορεί να λαμβάνει συντελεστή στάθμισης κινδύνου 0 %.
Άρθρο 114
Ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών
Στα ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών που έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για το σκοπό αυτό ΕΟΠΑ εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με τον πίνακα 1 που αντιστοιχεί στην πιστοληπτική αξιολόγηση του ΕΟΠΑ σύμφωνα με το άρθρο 136.
Πίνακας 1
Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας |
1 |
2 |
3 |
4 |
5 |
6 |
Συντελεστής στάθμισης κινδύνου |
0 % |
20 % |
50 % |
100 % |
100 % |
150 % |
▼M11 —————
Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων και με την επιφύλαξη της διαδικασίας εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 464 παράγραφος 2, απόφαση σχετικά με το αν μια τρίτη χώρα εφαρμόζει εποπτικές και κανονιστικές ρυθμίσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που ισχύουν στην Ένωση. Εάν δεν εκδοθεί μια τέτοια απόφαση, έως την 1η Ιανουαρίου 2015, τα ιδρύματα μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν την αντιμετώπιση που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο στα ανοίγματα έναντι κεντρικής κυβέρνησης ή κεντρικής τράπεζας τρίτης χώρας εάν οι σχετικές αρμόδιες αρχές είχαν εγκρίνει την εν λόγω τρίτη χώρα ως επιλέξιμη για τη σχετική αντιμετώπιση πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014.
Άρθρο 115
Ανοίγματα έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών
Η ΕΑΤ τηρεί βάση δεδομένων, η οποία είναι διαθέσιμη στο κοινό, με όλες τις περιφερειακές κυβερνήσεις και τοπικές αρχές εντός της Ένωσης τα ανοίγματα έναντι των οποίων αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι των κεντρικών κυβερνήσεών τους από τις σχετικές αρμόδιες αρχές.
Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων και με την επιφύλαξη της διαδικασίας εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 464 παράγραφος 2, απόφαση σχετικά με το αν μια τρίτη χώρα εφαρμόζει εποπτικές και κανονιστικές ρυθμίσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που ισχύουν στην Ένωση. Εάν δεν εκδοθεί σχετική απόφαση, έως την 1η Ιανουαρίου 2015, τα ιδρύματα μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν την αντιμετώπιση που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο για την τρίτη χώρα εάν οι σχετικές αρμόδιες αρχές είχαν εγκρίνει την εν λόγω τρίτη χώρα ως επιλέξιμη για τη σχετική αντιμετώπιση πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014.
Άρθρο 116
Ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημόσιου τομέα
Στα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημόσιου τομέα για τα οποία δεν διατίθεται πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για το σκοπό αυτό ΕΟΠΑ εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας στην οποία κατατάσσονται τα ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης στη δικαιοδοσία της οποίας εδρεύει η οντότητα του δημόσιου τομέα σύμφωνα με τον Πίνακα 2 κατωτέρω:
Πίνακας 2
Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας στην οποία κατατάσσεται η κεντρική κυβέρνηση |
1 |
2 |
3 |
4 |
5 |
6 |
Συντελεστής στάθμισης κινδύνου |
20 % |
50 % |
100 % |
100 % |
100 % |
150 % |
Για τα ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημόσιου τομέα που εδρεύουν σε χώρες των οποίων η κεντρική κυβέρνηση δεν αποτελεί αντικείμενο διαβάθμισης, ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου είναι 100 %.
Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει, μέσω εκτελεστικών πράξεων και με την επιφύλαξη της διαδικασίας εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 464 παράγραφος 2, απόφαση σχετικά με το αν μια τρίτη χώρα εφαρμόζει εποπτικές και κανονιστικές ρυθμίσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που ισχύουν στην Ένωση. Εάν δεν εκδοθεί σχετική απόφαση, έως την 1η Ιανουαρίου 2015, τα ιδρύματα μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν την αντιμετώπιση που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο για την τρίτη χώρα εάν οι σχετικές αρμόδιες αρχές είχαν εγκρίνει την εν λόγω τρίτη χώρα ως επιλέξιμη για τη σχετική αντιμετώπιση πριν από την 1η Ιανουαρίου 2014.
Άρθρο 117
Ανοίγματα έναντι πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης
Η Διαμερικανική Εταιρεία Επενδύσεων (Inter-American Investment Corporation), η Παρευξείνια Τράπεζα (Black Sea Trade and Development Bank), η Κεντροαμερικανική Τράπεζα Οικονομικής Ολοκλήρωσης (Central American Bank for Economic Integration) και η CAF-Αναπτυξιακή Τράπεζα της Λατινικής Αμερικής (CAF-Development Bank of Latin America) θεωρούνται πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης.
Στα ανοίγματα έναντι των ακόλουθων πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 %:
Διεθνής Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης,
Διεθνής Εταιρεία Χρηματοδοτήσεων,
Διαμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης,
Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης,
Αφρικανική Τράπεζα Ανάπτυξης,
Τράπεζα Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης,
Σκανδιναβική Τράπεζα Επενδύσεων,
Τράπεζα Ανάπτυξης της Καραϊβικής,
Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης,
Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων,
Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων,
Πολυμερής Οργανισμός για την Εγγύηση των Επενδύσεων,
Διεθνής Χρηματοδοτική Διευκόλυνση για Ανοσοποίηση,
Ισλαμική Τράπεζα Ανάπτυξης,
ο Διεθνής Οργανισμός Ανάπτυξης,
η Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων και Υποδομών.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να τροποποιεί τον παρόντα κανονισμό εκδίδοντας κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 462 που τροποποιούν με τα διεθνή πρότυπα τον κατάλογο πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης στην παρούσα παράγραφο.
Άρθρο 118
Ανοίγματα έναντι διεθνών οργανισμών
Στα ανοίγματα έναντι των ακόλουθων διεθνών οργανισμών εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 %:
της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας,
Διεθνές Νομισματικό Ταμείο,
Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών,
Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας,
Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας,
οποιοδήποτε διεθνές χρηματοδοτικό ίδρυμα που έχει συσταθεί από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, με στόχο την κινητοποίηση της χρηματοδότησης και την παροχή χρηματοδοτικής συνδρομής προς όφελος των μελών του, τα οποία βιώνουν ή απειλούνται από σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης.
Άρθρο 119
Ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων
Τα ανοίγματα έναντι ιδρύματος υπό μορφή ελάχιστων αποθεματικών που απιατούνται από την ΕΚΤ ή την κεντρική τράπεζα κράτους μέλους, μπορούν να σταθμίζονται ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής τράπεζας του εν λόγω κράτους μέλους εφόσον:
τα αποθεματικά διατηρούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 12ης Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση υποχρέωσης ελάχιστου αποθεματικού ( 21 ) ή σύμφωνα με εθνικές απαιτήσεις καθ’ όλα ισοδύναμες προς τον εν λόγω κανονισμό,
στην περίπτωση πτώχευσης ή αφερεγγυότητας του ιδρύματος το οποίο διατηρεί τα αποθεματικά, αυτά επιστρέφονται εγκαίρως και πλήρως στο ίδρυμα και δεν διατίθενται για την κάλυψη άλλων υποχρεώσεων του ιδρύματος.
Τα ανοίγματα έναντι χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται από τις αρμόδιες αρχές και τα οποία υπόκεινται σε απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας συγκρίσιμες με εκείνες που εφαρμόζονται στα ιδρύματα όσον αφορά την ευρωστία αντιμετωπίζονται όπως τα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων.
Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, οι απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προσδιορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033 θεωρούνται συγκρίσιμες με εκείνες που εφαρμόζονται στα ιδρύματα όσον αφορά την ευρωστία.
Άρθρο 120
Ανοίγματα έναντι διαβαθμισμένων ιδρυμάτων
Στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων με εναπομένουσα ληκτότητα μεγαλύτερη των τριών μηνών που έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για το σκοπό αυτό ΕΟΠΑ εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με τον πίνακα 3 που αντιστοιχεί στην πιστοληπτική αξιολόγηση του ΕΟΠΑ σύμφωνα με το άρθρο 136.
Πίνακας 3
Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας |
1 |
2 |
3 |
4 |
5 |
6 |
Συντελεστής στάθμισης κινδύνου |
20 % |
50 % |
50 % |
100 % |
100 % |
150 % |
Στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη ή ίση των τριών μηνών που έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για το σκοπό αυτό ΕΟΠΑ εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης σύμφωνα με τον πίνακα 4 που αντιστοιχεί στην πιστοληπτική αξιολόγηση του ΕΟΠΑ σύμφωνα με το άρθρο 136.
Πίνακας 4
Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας |
1 |
2 |
3 |
4 |
5 |
6 |
Συντελεστής στάθμισης κινδύνου |
20 % |
20 % |
20 % |
50 % |
50 % |
150 % |
Η αλληλεπίδραση μεταξύ της αντιμετώπισης της βραχυπρόθεσμης πιστοληπτικής αξιολόγησης δυνάμει του άρθρου 131 και της γενικής προνομιακής αντιμετώπισης των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων που προβλέπεται στην παράγραφο 2 είναι η εξής:
εάν δεν υπάρχει βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση, εφαρμόζεται η γενική προνομιακή αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων της παραγράφου 2 σε όλα τα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη ή ίση των τριών μηνών,
εάν υπάρχει βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση που συνεπάγεται την εφαρμογή ευνοϊκότερου ή ισοδύναμου συντελεστή στάθμισης κινδύνου με εκείνον της γενικής προνομιακής αντιμετώπισης των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων της παραγράφου 2, η βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση χρησιμοποιείται μόνο για το εν λόγω άνοιγμα. Στα άλλα βραχυπρόθεσμα ανοίγματα εφαρμόζεται η γενική προνομιακή αντιμετώπιση που αναφέρεται στην παράγραφο 2,
εάν υπάρχει βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση που συνεπάγεται την εφαρμογή λιγότερο ευνοϊκού συντελεστή στάθμισης κινδύνου από εκείνον της γενικής προνομιακής αντιμετώπισης των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2, η γενική προνομιακή αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων δεν χρησιμοποιείται και σε όλες τις βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις χωρίς διαβάθμιση εφαρμόζεται ο ίδιος συντελεστής στάθμισης κινδύνου με εκείνον της εν λόγω βραχυπρόθεσμης αξιολόγησης.
Άρθρο 121
Ανοίγματα έναντι μη διαβαθμισμένων ιδρυμάτων
Στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων για τα οποία δεν διατίθεται πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για το σκοπό αυτό ΕΟΠΑ εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας στην οποία κατατάσσονται τα ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης στη δικαιοδοσία της οποίας εδρεύει το ίδρυμα σύμφωνα με τον Πίνακα 5.
Πίνακας 5
Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας στην οποία κατατάσσεται η κεντρική κυβέρνηση |
1 |
2 |
3 |
4 |
5 |
6 |
Συντελεστής στάθμισης κινδύνου του ανοίγματος |
20 % |
50 % |
100 % |
100 % |
100 % |
150 % |
Άρθρο 122
Ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων
Στα ανοίγματα που έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για το σκοπό αυτό ΕΟΠΑ εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με τον πίνακα 6 που αντιστοιχεί στην πιστοληπτική αξιολόγηση του ΕΟΠΑ σύμφωνα με το άρθρο 136.
Πίνακας 6
Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας |
1 |
2 |
3 |
4 |
5 |
6 |
Συντελεστής στάθμισης κινδύνου |
20 % |
50 % |
100 % |
100 % |
150 % |
150 % |
Άρθρο 123
Ανοίγματα λιανικής τραπεζικής
Στα ανοίγματα που πληρούν τα κατωτέρω κριτήρια εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 75 %:
το άνοιγμα αφορά φυσικό πρόσωπο ή πρόσωπα ή μικρομεσαία επιχείρηση (ΜΜΕ),
το άνοιγμα εντάσσεται σε έναν μεγάλο αριθμό ανοιγμάτων με παρόμοια χαρακτηριστικά, ώστε να είναι πολύ μειωμένοι οι κίνδυνοι που απορρέουν από τέτοιου είδους δανειοδοσία,
το συνολικό ποσό που οφείλει ο πιστούχος ή η οφειλέτρια ομάδα συνδεδεμένων πελατών στο ίδρυμα καθώς και στη μητρική επιχείρηση και τις θυγατρικές της, περιλαμβανομένων τυχόν ανοιγμάτων σε αθέτηση αλλά εξαιρουμένων των ανοιγμάτων που είναι πλήρως εξασφαλισμένα με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία τα οποία υπάγονται στις κατηγορίες ανοίγματος σύμφωνα με το άρθρο 112 στοιχείο θ), δεν πρέπει, εξ’όσων γνωρίζει το ίδρυμα, να υπερβαίνει το 1 εκατομμύριο ευρώ. Το ίδρυμα προβαίνει σε εύλογες ενέργειες προκειμένου να αποκτήσει γνώση των σχετικών πληροφοριών.
Ανοίγματα υπό τη μορφή τίτλων δεν μπορούν να υπαχθούν στην κατηγορία των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής.
Ανοίγματα που δεν συμμορφώνονται με τα κριτήρια που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως γ) του πρώτου εδαφίου δεν είναι επιλέξιμα για την κατηγορία ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής.
Η παρούσα αξία των ελάχιστων καταβλητέων πληρωμών λιανικής χρηματοδοτικής μίσθωσης είναι επιλέξιμη για την κατηγορία ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής.
Για τα ανοίγματα που οφείλονται σε δάνεια χορηγούμενα από πιστωτικό ίδρυμα σε συνταξιούχους ή εργαζομένους με σύμβαση αορίστου χρόνου με αντάλλαγμα την άνευ αιρέσεων μεταβίβαση μέρους της σύνταξης ή των αποδοχών του δανειολήπτη στο συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 35 %, υπό τον όρο ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
προκειμένου να εξοφλήσει το δάνειο, ο δανειολήπτης επιτρέπει ανεπιφύλακτα στο συνταξιοδοτικό ταμείο ή στον εργοδότη να προβεί σε άμεσες πληρωμές στο πιστωτικό ίδρυμα αφαιρώντας τις μηνιαίες δόσεις του δανείου από τη μηνιαία σύνταξη ή τις μηνιαίες αποδοχές του οφειλέτη,
οι κίνδυνοι θανάτου, ανικανότητας προς εργασία ή ανεργίας ή μείωσης της καθαρής μηνιαίας σύνταξης ή των μηνιαίων αποδοχών του δανειολήπτη καλύπτονται καταλλήλως μέσω ασφάλισης που αποδέχεται ο δανειολήπτης προς όφελος του πιστωτικού ιδρύματος,
οι μηνιαίες πληρωμές που πρέπει να καταβάλει ο δανειολήπτης για όλα τα δάνεια που πληρούν τις προϋποθέσεις των στοιχείων α) και β) δεν υπερβαίνουν συνολικά το 20 % της καθαρής μηνιαίας σύνταξης ή των μηνιαίων αποδοχών του δανειολήπτη,
η μέγιστη αρχική διάρκεια του δανείου είναι ίση ή μικρότερη των δέκα ετών.
Άρθρο 124
Ανοίγματα που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί ακίνητης περιουσίας
Το τμήμα ενός ανοίγματος που αντιμετωπίζεται ως πλήρως εξασφαλισμένο με υποθήκη επί ακίνητης περιουσίας δεν μπορεί να υπερβαίνει το ενυπόθηκο ποσό της αγοραίας αξίας ή, στα κράτη μέλη που έχουν προβλέψει στις νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις τους αυστηρά κριτήρια για την εκτίμηση της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου, την αξία του εν λόγω ενυπόθηκου ακινήτου.
Σε περίπτωση που η αρχή η οποία ορίζεται από το κράτος μέλος για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου είναι η αρμόδια αρχή, η εν λόγω αρχή διασφαλίζει ότι οι σχετικοί εθνικοί φορείς και αρχές που έχουν μακροπροληπτική εντολή είναι δεόντως ενημερωμένοι σχετικά με την πρόθεση της αρμόδιας αρχής να κάνει χρήση του παρόντος άρθρου, και συμμετέχουν καταλλήλως στην εκτίμηση των ανησυχιών σχετικά με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο κράτος μέλος τους σύμφωνα με την παράγραφο 2.
Όταν η αρχή που ορίζεται από το κράτος μέλος για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου είναι διαφορετική από την αρμόδια αρχή, τα κράτη μέλη εγκρίνουν τις διατάξεις που είναι αναγκαίες προκειμένου να διασφαλίζονται κατάλληλος συντονισμός και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της αρμόδιας και της εντεταλμένης αρχής για την ορθή εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Ειδικότερα, απαιτείται από τις αρχές να συνεργάζονται στενά και να ανταλλάσσουν κάθε πληροφορία που μπορεί να είναι αναγκαία για την επαρκή εκτέλεση των καθηκόντων που επιβάλλονται στην εντεταλμένη αρχή δυνάμει του παρόντος άρθρου. Αυτή η συνεργασία αποσκοπεί στην αποφυγή αλληλοεπικαλυπτόμενης ή ασυνεπούς δράσης κάθε μορφής μεταξύ της αρμόδιας και της εντεταλμένης αρχής, καθώς και στη διασφάλιση ότι η αλληλεπίδραση με άλλα μέτρα, ιδίως μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 458 του παρόντος κανονισμού και του άρθρου 133 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, λαμβάνεται δεόντως υπόψη.
Με βάση τα δεδομένα που συλλέγονται δυνάμει του άρθρου 430α και τυχόν άλλους σχετικούς δείκτες, η εντεταλμένη αρχή που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1α του παρόντος άρθρου εκτιμά περιοδικά, και τουλάχιστον μία φορά ετησίως, αν ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου 35 % για τα ανοίγματα σε μία ή περισσότερες κατηγορίες ακινήτων που εξασφαλίζονται με υποθήκες σε ακίνητα που προορίζονται για κατοικία σύμφωνα με το άρθρο 125, τα οποία βρίσκονται σε ένα ή περισσότερα τμήματα του εδάφους του κράτους μέλους της σχετικής αρχής και ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου 50 % για τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται με υποθήκες σε εμπορικά ακίνητα σύμφωνα με το άρθρο 126, τα οποία βρίσκονται σε ένα ή περισσότερα τμήματα του εδάφους του κράτους μέλους της σχετικής αρχής είναι κατάλληλοι με βάση τα εξής:
ιστορικότητα ζημιών των ανοιγμάτων που εξασφαλίζονται με ακίνητα,
μελλοντικές εξελίξεις της αγοράς ακινήτων.
Όταν, βάσει της εκτίμησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, η εντεταλμένη αρχή που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1α του παρόντος άρθρου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου που προβλέπονται στο άρθρο 125 παράγραφος 2 ή στο άρθρο 126 παράγραφος 2 δεν αντανακλούν επαρκώς τους πραγματικούς κινδύνους, που συνδέονται με ένα ή περισσότερα ανοίγματα σε μία ή περισσότερες κατηγορίες ακινήτων που εξασφαλίζονται πλήρως με υποθήκες σε ακίνητα που προορίζονται για κατοικία ή σε εμπορικά ακίνητα που βρίσκονται σε ένα ή περισσότερα τμήματα του εδάφους του κράτους μέλους της σχετικής αρχής, και αν κρίνει ότι η ανεπάρκεια των συντελεστών στάθμισης κινδύνου θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την υπάρχουσα ή μελλοντική χρηματοπιστωτική σταθερότητα του κράτους μέλους της, μπορεί να αυξάνει τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου που εφαρμόζονται σε αυτά τα ανοίγματα εντός των ορίων που καθορίζονται στο τέταρτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου ή να επιβάλλει κριτήρια αυστηρότερα από εκείνα που καθορίζονται στο άρθρο 125 παράγραφος 2 ή στο άρθρο 126 παράγραφος 2.
Η εντεταλμένη αρχή που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1α του παρόντος άρθρου γνωστοποιεί στην ΕΑΤ και το ΕΣΣΚ οποιεσδήποτε προσαρμογές των συντελεστών στάθμισης κινδύνου και των κριτηρίων που εφαρμόζονται δυνάμει της παρούσας παραγράφου. Εντός ενός μηνός από την παραλαβή της γνωστοποίησης αυτής, η ΕΑΤ και το ΕΣΣΚ παρέχουν τη γνώμη τους στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Η ΕΑΤ και το ΕΣΣΚ δημοσιεύουν τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου και τα κριτήρια για τα ανοίγματα που αναφέρονται στα άρθρα 125 και 126 και στο άρθρο 199 παράγραφος 1 στοιχείο α) όπως εφαρμόζονται από τη σχετική αρχή.
Για τους σκοπούς του δεύτερου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, η εντεταλμένη αρχή που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1α μπορεί να ορίζει τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου εντός των ακόλουθων ορίων:
35 % έως 150 % για ανοίγματα που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί ακινήτων που προορίζονται για κατοικία,
50 % έως 150 % για τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται με υποθήκες επί εμπορικών ακινήτων.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2019.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Το ΕΣΣΚ μπορεί, μέσω συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, και σε στενή συνεργασία με την ΕΑΤ, να παρέχει καθοδήγηση στις αρχές που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1α του παρόντος άρθρου σχετικά με τα ακόλουθα:
τους παράγοντες που θα μπορούσαν να «επηρεάσουν αρνητικά την υπάρχουσα ή μελλοντική χρηματοπιστωτική σταθερότητα» όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο και
ενδεικτικούς δείκτες αναφοράς τους οποίους η εντεταλμένη αρχή που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1α οφείλει να λαμβάνει υπόψη κατά τον προσδιορισμό υψηλότερων συντελεστών στάθμισης κινδύνου.
Άρθρο 125
Ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως και καθ’ολοκληρία με υποθήκες επί ακινήτων που προορίζονται για κατοικία
Εάν δεν αποφασιστεί κάτι διαφορετικό από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 2, τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως με υποθήκες επί ακινήτων που προορίζονται για κατοικία αντιμετωπίζονται ως εξής:
στα ανοίγματα ή τμήματα αυτών που εξασφαλίζονται πλήρως και καθ’ ολοκληρία με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία τα οποία κατοικούνται ή θα κατοικηθούν ή εκμισθώνονται ή θα εκμισθωθούν από τον ιδιοκτήτη ή από τον πραγματικό δικαιούχο στην περίπτωση των προσωπικών επενδυτικών εταιρειών εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 35 %,
στα ανοίγματα έναντι μισθωτή στα πλαίσια πράξεων χρηματοδοτικής μίσθωσης ακινήτων κατοικίας στις οποίες το ίδρυμα είναι ο εκμισθωτής και ο μισθωτής έχει δικαίωμα αγοράς, εφαρμόζεται συντελεστής 35 %, εφόσον το άνοιγμα του ιδρύματος είναι πλήρως εξασφαλισμένο λόγω του ότι διατηρεί την κυριότητα του ακινήτου.
Τα ιδρύματα θεωρούν ένα άνοιγμα ή τμήμα ανοίγματος ως πλήρως και καθ’ολοκληρία εξασφαλισμένο για τους σκοπούς της παραγράφου 1 μόνο αν πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
η αξία του ακινήτου δεν εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από την πιστωτική ποιότητα του πιστούχου. Τα ιδρύματα δύνανται να αποκλείουν από τον προσδιορισμό της ουσίας της εν λόγω εξάρτησης περιπτώσεις στις οποίες καθαρά μακροοικονομικοί παράγοντες επηρεάζουν τόσο την αξία του ακινήτου όσο και την τήρηση των υποχρεώσεων του πιστούχου,
ο κίνδυνος του πιστούχου δεν εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από την απόδοση του υποκείμενου ακινήτου ή έργου αλλά από την ικανότητα του δανειζομένου να εξοφλήσει την οφειλή με έσοδα από άλλες πηγές, και κατά συνέπεια, η εξόφληση του δανείου δεν εξαρτάται ουσιωδώς από ενδεχόμενες χρηματορροές που σχετίζονται με το υποκείμενο ακίνητο που χρησιμοποιείται ως εξασφάλιση. Για τις εν λόγω άλλες πηγές, τα ιδρύματα προσδιορίζουν τους μέγιστους λόγους «δάνειο/έσοδα» ως μέρος της πιστοδοτικής τους πολιτικής και αντλούν επαρκείς αποδείξεις των σχετικών εσόδων κατά τη χορήγηση του δανείου,
πληρούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 208 και οι κανόνες αποτίμησης του άρθρου 229 παράγραφος 1,
εκτός εάν ορίζεται κάτι διαφορετικό δυνάμει του άρθρου 124 παράγραφος 2, το τμήμα του δανείου στο οποίο εφαρμόζεται ο συντελεστής στάθμισης 35 % δεν υπερβαίνει το 80 % της αγοραίας αξίας του σχετικού ακινήτου ή το 80 % της αξίας του εν λόγω ενυπόθηκου ακινήτου στα κράτη μέλη που έχουν προβλέψει στις νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις τους αυστηρά κριτήρια για την εκτίμηση της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου.
Τα ιδρύματα δύνανται να παρεκκλίνουν από την παράγραφο 2 στοιχείο β) για ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως και καθ’ολοκληρία με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία που βρίσκονται στο έδαφος κράτους μέλους, εάν η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους έχει δημοσιεύσει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι στο έδαφός του υπάρχει από μακρού καλά αναπτυγμένη αγορά εμπορικών ακινήτων με ποσοστά ζημίας που δεν υπερβαίνουν τα κατωτέρω όρια:
οι ζημίες που προέρχονται από δάνεια εξασφαλισμένα με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και αντιπροσωπεύουν έως και το 80 % της αγοραίας αξίας ή το 80 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου σε δεδομένο έτος, εκτός εάν αποφασιστεί κάτι διαφορετικό δυνάμει του άρθρου 124 παράγραφος 2, δεν υπερβαίνουν το 0,3 % των ανεξόφλητων υπόλοιπων δανείων που εξασφαλίζονται με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία σε δεδομένο έτος,
οι συνολικές ζημίες που απορρέουν από δάνεια εξασφαλισμένα με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία δεν υπερβαίνουν το 0,5 % του ανεξόφλητου υπολοίπου αυτών των δανείων σε δεδομένο έτος.
Άρθρο 126
Ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως και καθ’ολοκληρία με υποθήκες επί εμπορικών ακινήτων
Εάν δεν αποφασιστεί κάτι διαφορετικό από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 2, τα ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως και καθ’ολοκληρία με υποθήκες επί εμπορικών ακινήτων αντιμετωπίζονται ως εξής:
στα ανοίγματα ή τμήματα αυτών που εξασφαλίζονται πλήρως και καθ’ολοκληρία με υποθήκες επί γραφείων ή άλλων εμπορικών ακινήτων μπορεί να εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 50 %,
στα ανοίγματα που σχετίζονται με πράξεις χρηματοδοτικής μίσθωσης γραφείων ή άλλων εμπορικών ακινήτων στις οποίες το ίδρυμα είναι ο εκμισθωτής και ο μισθωτής έχει δικαίωμα αγοράς, μπορεί να εφαρμόζεται συντελεστής 50 %, εφόσον το άνοιγμα του ιδρύματος είναι πλήρως και καθ’ολοκληρία εξασφαλισμένο λόγω του ότι διατηρεί την κυριότητα του ακινήτου.
Τα ιδρύματα θεωρούν ένα άνοιγμα ή τμήμα ανοίγματος ως πλήρως και καθ’ολοκληρία εξασφαλισμένο για τους σκοπούς της παραγράφου 1 μόνο αν πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
Η αξία του ακινήτου δεν εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από την πιστωτική ποιότητα του δανειζομένου. Τα ιδρύματα δύνανται να αποκλείουν από τον προσδιορισμό της ουσίας της εν λόγω εξάρτησης καταστάσεις στις οποίες καθαρά μακροοικονομικοί παράγοντες επηρεάζουν τόσο την αξία του ακινήτου όσο και την τήρηση των υποχρεώσεων του πιστούχου,
Ο κίνδυνος του πιστούχου δεν εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από την απόδοση του υποκείμενου ακινήτου ή έργου αλλά από την ικανότητα του δανειζομένου να εξοφλήσει το χρέος με έσοδα από άλλες πηγές, και κατά συνέπεια, η εξόφληση του δανείου δεν εξαρτάται ουσιωδώς από ενδεχόμενες χρηματορροές που σχετίζονται με το υποκείμενο ακίνητο που χρησιμοποιείται ως εξασφάλιση,
πληρούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 208 και οι κανόνες αποτίμησης του άρθρου 229 παράγραφος 1,
Ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου 50 %, εκτός εάν ορίζεται κάτι διαφορετικό δυνάμει του άρθρου 124 παράγραφος 2, εφαρμόζεται στο τμήμα του δανείου που δεν υπερβαίνει το 50 % της αγοραίας αξίας του σχετικού ακινήτου ή το 60 % της αξίας του εν λόγω ενυπόθηκου ακινήτου, εκτός εάν ορίζεται κάτι διαφορετικό δυνάμει του άρθρου 124 παράγραφος 2, στα κράτη μέλη που έχουν προβλέψει στις νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις τους αυστηρά κριτήρια για την εκτίμηση της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου.
Τα ιδρύματα δύνανται να παρεκκλίνουν από την παράγραφο 2 στοιχείο β) για ανοίγματα που εξασφαλίζονται πλήρως και καθ’ολοκληρία με υποθήκες επί εμπορικών ακινήτων που βρίσκονται στο έδαφος κράτους μέλους, εάν η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους έχει δημοσιεύσει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι στο έδαφός του υπάρχει από μακρού καλά αναπτυγμένη αγορά εμπορικών ακινήτων με ποσοστά ζημίας που δεν υπερβαίνουν τα κατωτέρω όρια:
οι ζημίες που προέρχονται από δάνεια εξασφαλισμένα με εμπορικό ακίνητο και αντιπροσωπεύουν έως και το 50 % της αγοραίας αξίας ή το 60 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στο άρθρο 124 παράγραφος 2, δεν υπερβαίνουν το 0,3 % των ανεξόφλητων υπόλοιπων δανείων που εξασφαλίζονται με εμπορικά ακίνητα,
οι συνολικές ζημίες που προέρχονται από δάνεια εξασφαλισμένα με εμπορικά ακίνητα δεν υπερβαίνουν το 0,5 % του ανεξόφλητου υπολοίπου αυτών των δανείων.
Άρθρο 127
Ανοίγματα σε αθέτηση
Στο μη εξασφαλισμένο τμήμα ενός στοιχείου ως προς το οποίο έχει επέλθει αθέτηση από τον οφειλέτη σύμφωνα με το άρθρο 178 ή, στην περίπτωση ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής, το μη εξασφαλισμένο τμήμα οποιασδήποτε πιστωτικής διευκόλυνσης ως προς την οποία έχει επέλθει αθέτηση σύμφωνα με το άρθρο 178 εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου:
150 % εάν το άθροισμα των ειδικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου και των ποσών που αφαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ) είναι χαμηλότερο από το 20 % του μη εξασφαλισμένου τμήματος της αξίας του ανοίγματος σε περίπτωση που δεν εφαρμόζονταν οι εν λόγω προσαρμογές και αφαιρέσεις·
100 % εάν το άθροισμα των ειδικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου και των ποσών που αφαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ) αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 20 % του μη εξασφαλισμένου τμήματος της αξίας του ανοίγματος σε περίπτωση που δεν εφαρμόζονταν οι εν λόγω προσαρμογές και αφαιρέσεις.
Άρθρο 128
Στοιχεία που σχετίζονται με ιδιαίτερα υψηλούς κινδύνους
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν οποιοδήποτε από τα κατωτέρω ανοίγματα ως ανοίγματα που σχετίζονται με ιδιαίτερα υψηλούς κινδύνους:
επενδύσεις σε εταιρείες επιχειρηματικών συμμετοχών, πλην των επενδύσεων που υπάγονται στο άρθρο 132,
επενδύσεις σε ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια, πλην των επενδύσεων που υπάγονται στο άρθρο 132,
κερδοσκοπική χρηματοδότηση ακίνητης περιουσίας.
Όταν αξιολογούν εάν ένα άνοιγμα διαφορετικό από τα ανοίγματα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στο πρώτο εδάφιο σχετίζεται με ιδιαίτερα υψηλούς κινδύνους, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τους τα κατωτέρω χαρακτηριστικά κινδύνου:
υπάρχει υψηλός κίνδυνος ζημίας ως αποτέλεσμα αθέτησης του οφειλέτη,
είναι αδύνατον να αξιολογηθεί επαρκώς εάν το άνοιγμα εμπίπτει στην περίπτωση του στοιχείου α).
Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές που διευκρινίζουν ποια είδη ανοίγματος σχετίζονται με ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο και υπό ποιες περιστάσεις.
Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 129
Ανοίγματα υπό τη μορφή καλυμμένων ομολόγων
►M10 Προκειμένου να είναι επιλέξιμα για την προνομιακή αντιμετώπιση που προβλέπεται στις παραγράφους 4 και 5 του παρόντος άρθρου, τα καλυμμένα ομόλογα όπως ορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 1) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 22 ) πληρούν τις απαιτήσεις των παραγράφων 3, 3α και 3β του παρόντος άρθρου και είναι εξασφαλισμένα με ένα από τα κατωτέρω επιλέξιμα στοιχεία ενεργητικού: ◄
ανοίγματα έναντι ή ανοίγματα καλυπτόμενα από την εγγύηση κεντρικών κυβερνήσεων, κεντρικών τραπεζών του ΕΣΚΤ, οντοτήτων του δημόσιου τομέα, περιφερειακών κυβερνήσεων ή τοπικών αρχών στην Ένωση,
ανοίγματα έναντι ή ανοίγματα καλυπτόμενα από την εγγύηση κεντρικών κυβερνήσεων τρίτων χωρών, κεντρικών τραπεζών τρίτων χωρών, πολυμερών τραπεζών ανάπτυξης ή διεθνών οργανισμών που κατατάσσονται στην πρώτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας του παρόντος κεφαλαίου και ανοίγματα έναντι ή ανοίγματα καλυπτόμενα από την εγγύηση οντοτήτων του δημόσιου τομέα τρίτων χωρών, περιφερειακών κυβερνήσεων τρίτων χωρών ή τοπικών αρχών τρίτων χωρών που σταθμίζονται κατά τον κίνδυνο ως ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων ή κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών σύμφωνα με το άρθρο 115 παράγραφος 1 ή 2 ή το άρθρο 116 παράγραφος 1, 2 4 αντίστοιχα και κατατάσσονται στην πρώτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας του παρόντος κεφαλαίου, και ανοίγματα κατά την έννοια της παρούσας παραγράφου που κατατάσσονται στη δεύτερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας του παρόντος κεφαλαίου, εφόσον δεν υπερβαίνουν το 20 % του ονομαστικού ποσού των ανεξόφλητων καλυμμένων ομολόγων των εκδιδόντων ιδρυμάτων,
ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων που κατατάσσονται στην πρώτη ή τη δεύτερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας ή ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων που κατατάσσονται στην τρίτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας όταν τα εν λόγω ανοίγματα έχουν τη μορφή:
βραχυπρόθεσμων καταθέσεων με αρχική ληκτότητα που δεν υπερβαίνει τις 100 ημέρες, εφόσον χρησιμοποιούνται για να πληρούν την απαίτηση για απόθεμα ασφαλείας ρευστότητας για τα συνολικά στοιχεία κάλυψης του άρθρου 16 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162, ή
συμβάσεων παραγώγων που πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 11 παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας, εφόσον επιτρέπονται από τις αρμόδιες αρχές,
δάνεια που εξασφαλίζονται με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία έως το μικρότερο ποσό μεταξύ του ονομαστικού ποσού των υποθηκών, συνεκτιμώντας με κάθε προηγούμενη υποθήκη, και του 80 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου,
στεγαστικά δάνεια πλήρως εξασφαλισμένα με εγγύηση από επιλέξιμο πάροχο πιστωτικής προστασίας ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 201 και κατατάσσεται στη δεύτερη ή ανώτερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας του παρόντος κεφαλαίου, εφόσον το τμήμα κάθε δανείου που χρησιμοποιείται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης της παρούσας παραγράφου για εξασφάλιση του καλυμμένου ομολόγου δεν αντιστοιχεί σε πάνω από 80 % της αξίας του αντίστοιχου ακινήτου που προορίζεται για κατοικία που βρίσκεται στη Γαλλία και εφόσον ο λόγος «δάνειο/έσοδα» ισούται προς μέγιστο ποσοστό 33 % όταν έχει χορηγηθεί το δάνειο. Δεν υφίστανται ενυπόθηκες απαιτήσεις επί του ακινήτου κατοικίας όταν χορηγείται το δάνειο, και για τα δάνεια που χορηγούνται από την 1η Ιανουαρίου 2014 ο πιστούχος δεσμεύεται συμβατικά να μη χορηγήσει σχετικές απαιτήσεις χωρίς τη συγκατάθεση του πιστωτικού ιδρύματος που χορήγησε το δάνειο. Ο λόγος «δάνειο/έσοδα» αντιστοιχεί στο μερίδιο του ακαθάριστου εισοδήματος του δανειολήπτη το οποίο καλύπτει την εξόφληση του δανείου, συμπεριλαμβανομένων των τόκων. Ο πάροχος προστασίας είναι είτε χρηματοδοτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται από τις αρμόδιες αρχές και το οποίο υπόκειται σε απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ισοδύναμες με εκείνες που εφαρμόζονται στα ιδρύματα όσον αφορά την ανθεκτικότητα ή ασφαλιστική εταιρεία. Συνιστά αμοιβαίο κεφάλαιο εγγύησης ή άλλο ισοδύναμο προστατευτικό μέσο για τις ασφαλιστικές εταιρείες προς απορρόφηση των ζημιών πιστωτικού κινδύνου, των οποίων η βαθμονόμηση αναθεωρείται περιοδικώς από τις αρμόδιες αρχές. Τόσο το πιστωτικό ίδρυμα όσο και ο πάροχος προστασίας διεξάγουν αξιολόγηση της φερεγγυότητας του δανειολήπτη,
δάνεια που εξασφαλίζονται με εμπορικά ακίνητα έως το μικρότερο ποσό μεταξύ του ονομαστικού ποσού των υποθηκών, συνεκτιμώντας κάθε προηγούμενη υποθήκη, και του 60 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου. Τα δάνεια που εξασφαλίζονται με εμπορικά ακίνητα είναι επιλέξιμα σε περίπτωση υπέρβασης μέχρι μέγιστου ποσοστού 70 % της ανωτέρω οριζόμενης τιμής του 60 % για το λόγο «δάνειο/αξία» εάν η αξία όλων των στοιχείων ενεργητικού που δόθηκαν ως εξασφάλιση των καλυμμένων ομολόγων υπερβαίνει το ονομαστικό υπόλοιπο των καλυμμένων ομολόγων κατά τουλάχιστον 10 % και η απαίτηση των ομολογιούχων είναι σύμφωνη με τις υποχρεώσεις ασφάλειας δικαίου του κεφαλαίου 4. Η απαίτηση των ομολογιούχων προηγείται όλων των άλλων απαιτήσεων επί της εξασφάλισης,
δάνεια που εξασφαλίζονται με ναυτικά προνόμια επί πλοίων έως τη διαφορά μεταξύ του 60 % της αξίας του ενυπόθηκου πλοίου και της αξίας τυχόν προηγούμενου ναυτικού προνομίου.
Για τους σκοπούς της παραγράφου 1α, τα ανοίγματα που δημιουργούνται από τη μεταβίβαση και τη διαχείριση πληρωμών από οφειλέτες δανείων που εξασφαλίζονται με ενυπόθηκα ακίνητα χρεωστικών τίτλων ή από τη μεταβίβαση και τη διαχείριση του προϊόντος εκκαθάρισης σε σχέση με τα δάνεια αυτά δεν λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό των ορίων που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο.
▼M10 —————
Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ), ισχύουν τα εξής:
για ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων που κατατάσσονται στην πρώτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας, το άνοιγμα δεν υπερβαίνει το 15 % του ονομαστικού υπολοίπου των ανεξόφλητων καλυμμένων ομολόγων του εκδίδοντος πιστωτικού ιδρύματος,
για ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων που κατατάσσονται στη δεύτερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας, το άνοιγμα δεν υπερβαίνει το 10 % του ονομαστικού υπολοίπου των ανεξόφλητων καλυμμένων ομολόγων του εκδίδοντος πιστωτικού ιδρύματος,
για ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων που κατατάσσονται στην τρίτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας τα οποία έχουν τη μορφή βραχυπρόθεσμων καταθέσεων, όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ) σημείο i) του παρόντος άρθρου, ή τη μορφή συμβάσεων παραγώγων, όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ) σημείο ii) του παρόντος άρθρου, το συνολικό άνοιγμα δεν υπερβαίνει το 8 % του ονομαστικού υπολοίπου των ανεξόφλητων καλυμμένων ομολόγων του εκδίδοντος πιστωτικού ιδρύματος· οι αρμόδιες αρχές που ορίζονται δυνάμει του άρθρου 18 παράγραφος 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162 δύνανται, κατόπιν διαβούλευσης με την EBA, να επιτρέπουν ανοίγματα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων που κατατάσσονται στην τρίτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας υπό τη μορφή συμβάσεων παραγώγων, υπό την προϋπόθεση ότι μπορεί να τεκμηριωθεί το ενδεχόμενο σημαντικών προβλημάτων συγκέντρωσης στα οικεία κράτη μέλη λόγω της εφαρμογής των απαιτήσεων περί πρώτης και δεύτερης βαθμίδας πιστωτικής ποιότητας που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο,
το συνολικό άνοιγμα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων που κατατάσσονται στην πρώτη, τη δεύτερη ή την τρίτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας δεν υπερβαίνει το 15 % του ονομαστικού υπολοίπου των ανεξόφλητων καλυμμένων ομολόγων του εκδίδοντος πιστωτικού ιδρύματος και το συνολικό άνοιγμα έναντι πιστωτικών ιδρυμάτων που κατατάσσονται στη δεύτερη ή την τρίτη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας δεν υπερβαίνει το 10 % του ονομαστικού υπολοίπου των ανεξόφλητων καλυμμένων ομολόγων του εκδίδοντος πιστωτικού ιδρύματος.
Εκτός από την εξασφάλισή τους με τα επιλέξιμα στοιχεία ενεργητικού που παρατίθενται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα καλυμμένα ομόλογα υπόκεινται σε ελάχιστο επίπεδο υπερεξασφάλισης ύψους 5 %, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 14) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162.
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, το συνολικό ονομαστικό ποσό όλων των στοιχείων κάλυψης όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 4) της εν λόγω οδηγίας είναι τουλάχιστον ίδιας αξίας με το συνολικό ονομαστικό υπόλοιπο των ανεξόφλητων καλυμμένων ομολόγων («αρχή της ονομαστικής αξίας») και αποτελείται από επιλέξιμα στοιχεία ενεργητικού όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.
Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν χαμηλότερο ελάχιστο επίπεδο υπερεξασφάλισης για καλυμμένα ομόλογα ή να εξουσιοδοτήσουν τις αρμόδιες αρχές τους να καθορίσουν ένα τέτοιο επίπεδο, υπό την προϋπόθεση ότι:
είτε ο υπολογισμός της υπερεξασφάλισης βασίζεται σε μία τυπική προσέγγιση όπου λαμβάνεται υπόψη ο υποκείμενος κίνδυνος των στοιχείων ενεργητικού, είτε η αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού υπόκειται στην αξία του ενυπόθηκου ακινήτου, και
το ελάχιστο επίπεδο υπερεξασφάλισης δεν είναι κατώτερο του 2 %, με βάση την αρχή της ονομαστικής αξίας που αναφέρεται στο άρθρο 15 παράγραφοι 6 και 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162.
Τα στοιχεία ενεργητικού που συμβάλλουν στο ελάχιστο επίπεδο υπερεξασφάλισης δεν υπόκεινται στα όρια μεγέθους ανοίγματος που καθορίζονται στην παράγραφο 1α και δεν συνυπολογίζονται στα εν λόγω όρια.
Στα καλυμμένα ομόλογα που έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για το σκοπό αυτό ΕΟΠΑ εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με τον πίνακα 6α που αντιστοιχεί στην πιστοληπτική αξιολόγηση του ΕΟΠΑ σύμφωνα με το άρθρο 136.
Πίνακας 6α
Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας |
1 |
2 |
3 |
4 |
5 |
6 |
Συντελεστής στάθμισης κινδύνου |
10 % |
20 % |
20 % |
50 % |
50 % |
100 % |
Στα καλυμμένα ομόλογα για τα οποία δεν διατίθεται πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για το σκοπό αυτό ΕΟΠΑ εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου που βασίζεται στο συντελεστή στάθμισης που εφαρμόζεται στα μη εξασφαλισμένα ανοίγματα με εξοφλητική προτεραιότητα έναντι του ιδρύματος που τα εκδίδει. Εφαρμόζεται η ακόλουθη αντιστοιχία μεταξύ συντελεστών στάθμισης κινδύνου:
εάν ο συντελεστής στάθμισης για τα ανοίγματα έναντι του ιδρύματος είναι 20 %, στα καλυμμένα ομόλογα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 10 %,
εάν ο συντελεστής στάθμισης για τα ανοίγματα έναντι του ιδρύματος είναι 50 %, στα καλυμμένα ομόλογα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 20 %,
εάν ο συντελεστής στάθμισης για τα ανοίγματα έναντι του ιδρύματος είναι 100 %, στα καλυμμένα ομόλογα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 50 %,
εάν ο συντελεστής στάθμισης για τα ανοίγματα έναντι του ιδρύματος είναι 150 %, στα καλυμμένα ομόλογα εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 100 %.
Άρθρο 130
Στοιχεία που αντιστοιχούν σε θέσεις τιτλοποίησης
Τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων για θέσεις τιτλοποίησης προσδιορίζονται σύμφωνα με το κεφάλαιο 5.
Άρθρο 131
Ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων και επιχειρήσεων με βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση
Στα ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων και επιχειρήσεων που έχουν βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο για το σκοπό αυτό ΕΟΠΑ εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με τον πίνακα 7 που αντιστοιχεί στην πιστοληπτική αξιολόγηση του ΕΟΠΑ σύμφωνα με το άρθρο 136.
Πίνακας 7
Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας |
1 |
2 |
3 |
4 |
5 |
6 |
Συντελεστής στάθμισης κινδύνου |
20 % |
50 % |
100 % |
150 % |
150 % |
150 % |
Άρθρο 132
Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ανοίγματα υπό τη μορφή μεριδίων ή μετοχών σε ΟΣΕ
Με την επιφύλαξη του άρθρου 132β παράγραφος 2, τα ιδρύματα τα οποία δεν εφαρμόζουν την προσέγγιση εξέτασης ή την προσέγγιση βάσει εντολής εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1 250 % («εφεδρική προσέγγιση») για τα ανοίγματα υπό τη μορφή μεριδίων ή μετοχών σε έναν ΟΣΕ.
Τα ιδρύματα δύνανται να υπολογίζουν το ποσό του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ανοίγματος για τα ανοίγματα υπό τη μορφή μεριδίων ή μετοχών σε έναν ΟΣΕ με χρήση συνδυασμού των προσεγγίσεων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χρήση των εν λόγω προσεγγίσεων.
Τα ιδρύματα δύνανται να προσδιορίζουν το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος των ανοιγμάτων του ΟΣΕ σύμφωνα με τις προσεγγίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 132α, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
ο ΟΣΕ είναι ένα από τα ακόλουθα:
οργανισμός συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), που διέπεται από την οδηγία 2009/65/ΕΚ,
ΟΕΕ που τελεί υπό τη διαχείριση ΔΟΕΕ της ΕΕ που έχει καταχωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 3 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ,
ΟΕΕ που τελεί υπό τη διαχείριση ΔΟΕΕ της ΕΕ που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ,
ΟΕΕ που τελεί υπό τη διαχείριση ΔΟΕΕ εκτός ΕΕ που έχει εγκριθεί σύμφωνα με το άρθρο 37 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ,
ΟΕΕ εκτός ΕΕ που τελεί υπό τη διαχείριση ΔΟΕΕ εκτός ΕΕ και διατίθεται στην αγορά σύμφωνα με το άρθρο 42 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ,
ΟΕΕ εκτός ΕΕ που δεν διατίθεται στην αγορά της Ένωσης και τελεί υπό τη διαχείριση ΔΟΕΕ εκτός ΕΕ εγκατεστημένου σε τρίτη χώρα που καλύπτεται από κατ' εξουσιοδότηση πράξη η οποία αναφέρεται στο άρθρο 67 παράγραφος 6 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ,
το ενημερωτικό δελτίο του ΟΣΕ ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο περιλαμβάνει:
τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού στις οποίες επιτρέπεται να επενδύει ο ΟΣΕ,
εάν ισχύουν επενδυτικά όρια, τα σχετικά όρια και τις μεθόδους υπολογισμού τους,
η υποβολή αναφορών από τον ΟΣΕ ή την εταιρεία διαχείρισης του ΟΣΕ στο ίδρυμα συμμορφώνεται με τις κατωτέρω απαιτήσεις:
τα ανοίγματα του ΟΣΕ αποτελούν αντικείμενο αναφορών τουλάχιστον με την ίδια συχνότητα με αυτά του ιδρύματος,
το επίπεδο λεπτομέρειας των δημοσιονομικών στοιχείων είναι επαρκές για να επιτρέψει στο ίδρυμα να υπολογίσει το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος του ΟΣΕ, σύμφωνα με την προσέγγιση που επελέγη από το ίδρυμα,
όταν το ίδρυμα εφαρμόζει την προσέγγιση εξέτασης, οι πληροφορίες σχετικά με τα υποκείμενα ανοίγματα επαληθεύονται από ανεξάρτητο τρίτο.
Κατά παρέκκλιση από το στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, οι πολυμερείς και διμερείς τράπεζες ανάπτυξης και τα λοιπά ιδρύματα που επενδύουν από κοινού σε ΟΣΕ με πολυμερείς ή διμερείς τράπεζες ανάπτυξης δύνανται να προσδιορίζουν το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος των ανοιγμάτων του συγκεκριμένου ΟΣΕ σύμφωνα με τις προσεγγίσεις του άρθρου 132α, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις των στοιχείων β) και γ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου και υπό τον όρο ότι η επενδυτική εντολή του ΟΣΕ περιορίζει τα είδη των περιουσιακών στοιχείων στα οποία μπορεί να επενδύσει ο ΟΣΕ μόνο στα στοιχεία που προωθούν τη βιώσιμη ανάπτυξη στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Τα ιδρύματα γνωστοποιούν στις αρμόδιες αρχές τους τον ΟΣΕ έναντι του οποίου έχουν τη μεταχείριση που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο.
Κατά παρέκκλιση από το στοιχείο γ) σημείο i) του πρώτου εδαφίου, στις περιπτώσεις που το ίδρυμα προσδιορίζει το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος των ανοιγμάτων ενός ΟΣΕ σύμφωνα με την προσέγγιση βάσει εντολής, η υποβολή αναφορών από τον ΟΣΕ ή την εταιρεία διαχείρισης του ΟΣΕ προς το ίδρυμα μπορεί να περιορίζεται στην επενδυτική εντολή του ΟΣΕ και σε τυχόν τροποποιήσεις αυτής και μπορεί να πραγματοποιείται μόνον όταν το ίδρυμα επιβαρύνεται με το άνοιγμα στον ΟΣΕ για πρώτη φορά και σε περίπτωση τροποποίησης στην επενδυτική εντολή του ΟΣΕ.
Τα ιδρύματα που δεν έχουν επαρκή δεδομένα ή πληροφορίες για να υπολογίσουν το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό των ανοιγμάτων του ΟΣΕ σύμφωνα με τις προσεγγίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 132α μπορούν να βασίζονται στους υπολογισμούς τρίτου, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
ο τρίτος είναι ένα από τα ακόλουθα:
οργανισμός ή χρηματοδοτικό ίδρυμα θεματοφυλακής του ΟΣΕ, εφόσον ο εν λόγω ΟΣΕ επενδύει αποκλειστικά σε τίτλους και καταθέτει όλους τους τίτλους στον εν λόγω οργανισμό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα θεματοφυλακής,
για τους ΟΣΕ που δεν καλύπτονται από το σημείο i) του παρόντος στοιχείου, η εταιρεία διαχείρισης του ΟΣΕ, εφόσον η εταιρεία πληροί την προϋπόθεση που ορίζεται στην παράγραφο 3 στοιχείο α),
ο τρίτος εκτελεί τον υπολογισμό σύμφωνα με τις προσεγγίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 132α παράγραφος 1, 2 ή 3, ανάλογα με την περίπτωση,
εξωτερικός ελεγκτής έχει επιβεβαιώσει την ορθότητα του υπολογισμού του τρίτου.
Τα ιδρύματα που στηρίζονται σε υπολογισμούς τρίτων πολλαπλασιάζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά των ανοιγμάτων του ΟΣΕ που προκύπτουν από τους εν λόγω υπολογισμούς με συντελεστή 1,2.
Κατά παρέκκλιση από το δεύτερο εδάφιο, εάν το ίδρυμα έχει απεριόριστη πρόσβαση στους λεπτομερείς υπολογισμούς που εκτελέστηκαν από τον τρίτο, δεν εφαρμόζεται ο συντελεστής 1,2. Το ίδρυμα παρέχει τους υπολογισμούς αυτούς, κατόπιν αιτήματος, στην αρμόδια αρχή.
τα ιδρύματα μετρούν την αξία των συμμετοχών τους σε μερίδια ή μετοχές σε έναν ΟΣΕ στο ιστορικό κόστος, ενώ θα μετρούσαν την αξία των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού του ΟΣΕ σε εύλογη αξία σε περίπτωση εφαρμογής της προσέγγισης εξέτασης,
η αλλαγή της αγοραίας αξίας των μεριδίων ή μετοχών για τα οποία τα ιδρύματα μετρούν την αξία σε ιστορικό κόστος δεν μεταβάλλει ούτε το ύψος των ιδίων κεφαλαίων των ιδρυμάτων αυτών, ούτε την αξία ανοίγματος που συνδέεται με τις εν λόγω συμμετοχές.
Άρθρο 132α
Προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών των ανοιγμάτων των ΟΣΕ
Τα ιδρύματα πραγματοποιούν τους υπολογισμούς που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο βάσει της παραδοχής ότι ο ΟΣΕ αναλαμβάνει πρώτα ανοίγματα στον μέγιστο βαθμό που επιτρέπεται σύμφωνα με τον σκοπό του ή το συναφές δίκαιο για τα οποία προβλέπεται η υψηλότερη κεφαλαιακή απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και στη συνέχεια ανοίγματα με φθίνουσα σειρά έως το ανώτατο συνολικό όριο των ανοιγμάτων και ότι ο ΟΣΕ εφαρμόζει μόχλευση στον μέγιστο βαθμό που επιτρέπεται σύμφωνα με τον σκοπό του ή το συναφές δίκαιο, κατά περίπτωση.
Τα ιδρύματα εκτελούν τους υπολογισμούς που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τις μεθόδους που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο, στο κεφάλαιο 5 του παρόντος τίτλου και στα τμήματα 3, 4 ή 5 του κεφαλαίου 6 του παρόντος τίτλου.
Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, ένα ίδρυμα δύναται να αποκλείσει από τον υπολογισμό της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο προσαρμογής πιστωτικής αποτίμησης τα ανοίγματα σε παράγωγα ως προς τα οποία δεν θα ίσχυε η εν λόγω υποχρέωση εάν τα ανοίγματα αυτά αναλαμβάνονταν άμεσα από το ίδρυμα.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Μαρτίου 2020.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 132β
Εξαιρέσεις από τις προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων των ΟΣΕ
Άρθρο 132γ
Αντιμετώπιση των εκτός ισολογισμού ανοιγμάτων σε ΟΣΕ
Τα ιδρύματα υπολογίζουν το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό για τα εκτός ισολογισμού στοιχεία τους με δυνατότητα μετατροπής σε ανοίγματα υπό τη μορφή μεριδίων ή μετοχών σε έναν ΟΣΕ πολλαπλασιάζοντας τις αξίες των ανοιγμάτων αυτών, που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 111, με τον ακόλουθο συντελεστή στάθμισης κινδύνου:
για όλα τα ανοίγματα για τα οποία τα ιδρύματα χρησιμοποιούν μία από τις προσεγγίσεις που καθορίζονται στο άρθρο 132α:
όπου:
|
= |
ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου, |
i |
= |
ο δείκτης που δηλώνει τον ΟΣΕ, |
RWAEi |
= |
το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 132α για τον δείκτη του ΟΣΕ (CIUi), |
|
= |
η αξία ανοίγματος για τα ανοίγματα του CIUi, |
Ai |
= |
η λογιστική αξία των στοιχείων ενεργητικού του CIUi και |
EQi |
= |
η λογιστική αξία των μετοχών της CIUi, |
Τα ιδρύματα υπολογίζουν το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος για τα εκτός ισολογισμού ανοίγματα που προκύπτουν από δεσμεύσεις ελάχιστης τιμής που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, με πολλαπλασιασμό της αξίας ανοίγματος των εν λόγω ανοιγμάτων με συντελεστή μετατροπής 20 % και τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου που προκύπτει από το άρθρο 132 ή 152.
Τα ιδρύματα προσδιορίζουν το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό ανοίγματος για τα εκτός ισολογισμού ανοίγματα που προκύπτουν από δεσμεύσεις ελάχιστης τιμής σύμφωνα με την παράγραφο 2, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
το εκτός ισολογισμού άνοιγμα του ιδρύματος είναι δέσμευση ελάχιστης τιμής για επένδυση σε μερίδια ή μετοχές ενός ή περισσοτέρων ΟΣΕ, στο πλαίσιο της οποίας το ίδρυμα υποχρεούται μόνο να καταβάλει πληρωμές βάσει της δέσμευσης ελάχιστης τιμής εφόσον η αγοραία αξία των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕ ή των ΟΣΕ δεν υπερβαίνει ένα προκαθορισμένο κατώτατο όριο σε μία ή περισσότερες χρονικές στιγμές, όπως ορίζεται στη σύμβαση,
ο ΟΣΕ είναι οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:
ΟΣΕΚΑ, όπως ορίζεται στην οδηγία 2009/65/ΕΚ, ή
ΟΕΕ, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ, που επενδύει αποκλειστικά σε κινητές αξίες ή σε άλλα ρευστά χρηματοπιστωτικά στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 50 παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ, εφόσον η εντολή του ΟΕΕ δεν επιτρέπει μόχλευση υψηλότερη από την επιτρεπόμενη δυνάμει του άρθρου 51 παράγραφος 3 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ,
η τρέχουσα αγοραία αξία των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕ, στην οποία βασίζεται η υποχρέωση ελάχιστης τιμής χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η επίδραση των εκτός ισολογισμού υποχρεώσεων ελάχιστης τιμής, καλύπτει ή υπερβαίνει την παρούσα αξία του κατώτατου ορίου που ορίζεται στην υποχρέωση ελάχιστης τιμής,
όταν μειώνεται η υπέρβαση της αγοραίας αξίας των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕ ή των ΟΣΕ έναντι της παρούσας αξίας της δέσμευσης ελάχιστης τιμής, το ίδρυμα ή άλλη επιχείρηση καθόσον καλύπτεται από την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση στην οποία υπόκειται το ίδιο το ίδρυμα, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και την οδηγία 2013/36/ΕΕ ή την οδηγία 2002/87/ΕΚ, μπορεί να επηρεάσει τη σύνθεση των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕ ή των ΟΣΕ ή να περιορίσει τις δυνατότητες περαιτέρω μείωσης της υπέρβασης με άλλους τρόπους,
ο τελικός άμεσος ή έμμεσος δικαιούχος της υποχρέωσης ελάχιστης τιμής είναι συνήθως ιδιώτης πελάτης όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 11 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
Άρθρο 133
Ανοίγματα σε μετοχές
Τα κάτωθι ανοίγματα θεωρούνται ανοίγματα σε μετοχές:
ανοίγματα σε μη χρεωστικούς τίτλους που συνεπάγονται υπολειμματική απαίτηση ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας επί των στοιχείων ενεργητικού ή του εισοδήματος του εκδότη,
δανειακά ανοίγματα και άλλοι τίτλοι, εταιρικές σχέσεις, παράγωγα ή άλλα μέσα, των οποίων η οικονομική ουσία είναι παρόμοια εκείνης των ανοιγμάτων που περιγράφονται στο στοιχείο α).
Άρθρο 134
Άλλα στοιχεία
Άρθρο 135
Χρησιμοποίηση πιστοληπτικών αξιολογήσεων που διενεργούνται από ΕΟΠΑ
Άρθρο 136
Κατάταξη των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των ΕΟΠΑ
Η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ υποβάλλουν τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 1η Ιουλίου 2014 και υποβάλλει αναθεωρημένα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όποτε κρίνεται απαραίτητο.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντίστοιχα.
Κατά τον προσδιορισμό της κατάταξης των πιστοληπτικών αξιολογήσεων, η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ συμμορφώνονται με τις κατωτέρω απαιτήσεις:
για να διαφοροποιηθούν οι σχετικοί βαθμοί κινδύνου που εκφράζονται με κάθε πιστοληπτική αξιολόγηση, η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ λαμβάνουν υπόψη ποσοτικούς παράγοντες όπως το μακροπρόθεσμο ποσοστό αθέτησης για όλα τα στοιχεία που έχουν την ίδια πιστοληπτική αξιολόγηση. Η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ ζητούν από τους νεοσυσταθέντες ΕΟΠΑ και από εκείνους που διαθέτουν περιορισμένο μόνο όγκο δεδομένων για τις περιπτώσεις αθέτησης να προσδιορίσουν ποιο μακροπρόθεσμο ποσοστό αθέτησης θεωρούν ότι αντιστοιχεί σε όλα τα στοιχεία που έχουν την ίδια πιστοληπτική αξιολόγηση,
για να διαφοροποιηθούν οι σχετικοί βαθμοί κινδύνου που εκφράζονται με κάθε πιστοληπτική αξιολόγηση, η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ λαμβάνουν υπόψη ποιοτικούς παράγοντες όπως η ομάδα ομοειδών εκδοτών που καλύπτει ο ΕΟΠΑ, το φάσμα των πιστοληπτικών αξιολογήσεων του ΕΟΠΑ, η σημασία κάθε πιστοληπτικής αξιολόγησης και ο ορισμός της «αθέτησης» που δίνει ο ΕΟΠΑ,
η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ συγκρίνουν το ποσοστό αθέτησης που καταγράφεται για κάθε πιστοληπτική αξιολόγηση δεδομένου ΕΟΠΑ με ποσοστό αναφοράς που υπολογίζεται βάσει ποσοστών αθέτησης που κατέγραψαν άλλοι ΕΟΠΑ επί πληθυσμού εκδοτών που παρουσιάζει ισοδύναμο επίπεδο πιστωτικού κινδύνου,
όταν το ποσοστό αθέτησης που καταγράφεται για την πιστοληπτική αξιολόγηση δεδομένου ΕΟΠΑ είναι ουσιωδώς και συστηματικά υψηλότερο από το ποσοστό αναφοράς, η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ κατατάσσουν την πιστοληπτική αξιολόγηση του ΕΟΠΑ σε βαθμίδα υψηλότερου πιστωτικού κινδύνου στην κλίμακα πιστωτικής ποιότητας,
όταν η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ έχουν αυξήσει το συντελεστή στάθμισης που αποδίδεται σε συγκεκριμένη πιστοληπτική αξιολόγηση ενός δεδομένου ΕΟΠΑ και εφόσον τα ποσοστά αθέτησης που καταγράφονται για την πιστοληπτική αξιολόγηση του εν λόγω ΕΟΠΑ δεν είναι πλέον ουσιωδώς και συστηματικά υψηλότερα από το ποσοστό αναφοράς, η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ μπορούν να αποφασίσουν να κατατάξουν εκ νέου την πιστοληπτική αξιολόγηση του ΕΟΠΑ στην αρχική του βαθμίδα πιστωτικού κινδύνου στην κλίμακα πιστωτικής ποιότητας.
Η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ υποβάλλουν τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Ιουλίου 2014.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντίστοιχα.
Άρθρο 137
Χρησιμοποίηση πιστοληπτικών αξιολογήσεων που διενεργούνται από οργανισμούς εξαγωγικών πιστώσεων
Για τους σκοπούς του άρθρου 114, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν πιστοληπτικές αξιολογήσεις οργανισμού εξαγωγικών πιστώσεων που έχει ορισθεί από το ίδρυμα, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
πρόκειται για συναινετική βαθμολόγηση κινδύνου από οργανισμούς εξαγωγικών πιστώσεων που συμμετέχουν στον «Διακανονισμό περί κατευθυντηρίων γραμμών στον τομέα των εξαγωγικών πιστώσεων οι οποίες τυγχάνουν δημόσιας στήριξης» του ΟΟΣΑ,
ο οργανισμός εξαγωγικών πιστώσεων δημοσιεύει τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις του και εφαρμόζει τη μεθοδολογία που έχει συμφωνηθεί στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ, και η πιστοληπτική αξιολόγηση συνδέεται με ένα από τα οκτώ ελάχιστα ασφάλιστρα εξαγωγικών πιστώσεων (ΕΑΕΠ) που προβλέπονται από τη μεθοδολογία αυτή. Ο ορισμός του οργανισμού εξαγωγικών πιστώσεων μπορεί να ανακληθεί από το ίδρυμα. Το ίδρυμα τεκμηριώνει την ανάκληση, εάν υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις ότι σκοπός της ανάκλησης είναι να μειωθούν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις.
Στα ανοίγματα για τα οποία αναγνωρίζεται πιστοληπτική αξιολόγηση οργανισμού εξαγωγικών πιστώσεων για τους σκοπούς της στάθμισης κινδύνων εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου σύμφωνα με τον πίνακα 9.
Πίνακας 9
ΕΑΕΠ |
0 |
1 |
2 |
3 |
4 |
5 |
6 |
7 |
Συντελεστής στάθμισης κινδύνου |
0 % |
0 % |
20 % |
50 % |
100 % |
100 % |
100 % |
150 % |
Άρθρο 138
Γενικές απαιτήσεις
Ένα ίδρυμα μπορεί να ορίσει έναν ή περισσότερους ΕΟΠΑ των οποίων τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις θα χρησιμοποιεί για τον προσδιορισμό των συντελεστών στάθμισης που εφαρμόζονται στα στοιχεία ενεργητικού και στα στοιχεία εκτός ισολογισμού. Ο ορισμός του ή των ECΑΙ μπορεί να ανακληθεί από το ίδρυμα. Το ίδρυμα τεκμηριώνει την ανάκληση, εάν υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις ότι σκοπός της ανάκλησης είναι να μειωθούν οι απαιτήσεις επάρκειας των ιδίων κεφαλαίων. Δεν επιτρέπεται η επιλεκτική χρήση των πιστοληπτικών αξιολογήσεων. Ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί πιστοληπτικές αξιολογήσεις που πραγματοποιήθηκαν κατόπιν παραγγελίας. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτόκλητες πιστοληπτικές αξιολογήσεις, εάν η ΕΑΤ επιβεβαιώσει ότι αυτόκλητες πιστοληπτικές αξιολογήσεις του ΕΟΠΑ δεν διαφέρουν σε ποιότητα από πιστοληπτικές αξιολογήσεις που πραγματοποιήθηκαν κατόπιν παραγγελίας. Η ΕΑΤ αρνείται ή ανακαλεί την επιβεβαίωση αυτή, ειδικότερα αν ο ΕΟΠΑ χρησιμοποίησε πιστοληπτική αξιολόγηση που δεν έγιναν κατά παραγγελία για να ασκήσει πίεση στην αξιολογούμενη οντότητα να παραγγείλει πιστοληπτική αξιολόγηση ή άλλες υπηρεσίες. Κατά τη χρήση πιστοληπτικών αξιολογήσεων, τα ιδρύματα συμμορφώνονται με τις κατωτέρω απαιτήσεις:
ένα ίδρυμα που αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις οργανισμού ΕΟΠΑ για δεδομένη κατηγορία στοιχείων χρησιμοποιεί αυτές τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις κατά τρόπο συνεπή για όλα τα ανοίγματα που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία,
ένα ίδρυμα που αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις οργανισμού ΕΟΠΑ τις χρησιμοποιεί σε συνεχή βάση και με διαχρονική συνέπεια,
ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί μόνο τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις των ΕΟΠΑ που λαμβάνουν υπόψη όλα τα ποσά που τού οφείλονται τόσο σε κεφάλαιο όσο και σε τόκους,
εάν για ένα διαβαθμισμένο στοιχείο είναι διαθέσιμη μία μόνο πιστοληπτική αξιολόγηση από καθορισμένο ΕΟΠΑ, αυτή η πιστοληπτική αξιολόγηση χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του συντελεστή στάθμισης κινδύνου για το στοιχείο αυτό,
εάν για ένα διαβαθμισμένο στοιχείο είναι διαθέσιμες δύο πιστοληπτικές αξιολογήσεις από καθορισμένους ΕΟΠΑ οι οποίες αντιστοιχούν σε διαφορετικούς συντελεστές στάθμισης, εφαρμόζεται ο υψηλότερος συντελεστής στάθμισης κινδύνου,
εάν για ένα διαβαθμισμένο στοιχείο είναι διαθέσιμες περισσότερες από δύο πιστοληπτικές αξιολογήσεις από καθορισμένους ΕΟΠΑ, οι δύο αξιολογήσεις που αντιστοιχούν στους δύο χαμηλότερους συντελεστές στάθμισης κινδύνου είναι οι αξιολογήσεις αναφοράς. Εάν οι δύο χαμηλότεροι συντελεστές στάθμισης κινδύνου είναι διαφορετικοί, εφαρμόζεται ο υψηλότερος. Εάν οι δύο χαμηλότεροι συντελεστές στάθμισης κινδύνου είναι ίσοι, εφαρμόζεται αυτός ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου.
Άρθρο 139
Πιστοληπτική αξιολόγηση εκδότη και έκδοσης
Εάν δεν υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση που μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα στο στοιχείο που συνιστά το άνοιγμα, αλλά υπάρχει πιστοληπτική αξιολόγηση για δεδομένο πρόγραμμα έκδοσης χρεογράφων ή πιστωτική διευκόλυνση στο οποίο δεν ανήκει το στοιχείο αυτό ή υπάρχει γενική πιστοληπτική αξιολόγηση για τον εκδότη, αυτή η πιστοληπτική αξιολόγηση χρησιμοποιείται σε οποιαδήποτε από τις κατωτέρω περιπτώσεις:
συνεπάγεται υψηλότερο συντελεστή στάθμισης κινδύνου από ό,τι σε κάθε άλλη περίπτωση και το εν λόγω άνοιγμα έχει, από κάθε άποψη, την ίδια ή χαμηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα από εκείνη του δεδομένου προγράμματος έκδοσης χρεογράφων ή πιστωτικής διευκόλυνσης ή, κατά περίπτωση, από εκείνη των μη εξασφαλισμένων ανοιγμάτων με εξοφλητική προτεραιότητα του ίδιου εκδότη,
συνεπάγεται χαμηλότερο συντελεστή στάθμισης και το εν λόγω άνοιγμα έχει, από κάθε άποψη, την ίδια ή υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα από εκείνη του δεδομένου προγράμματος έκδοσης χρεογράφων ή πιστωτικής διευκόλυνσης ή, κατά περίπτωση, από εκείνη των μη εξασφαλισμένων ανοιγμάτων με εξοφλητική προτεραιότητα του ίδιου εκδότη.
Σε κάθε άλλη περίπτωση, το άνοιγμα αντιμετωπίζεται ως μη διαβαθμισμένο.
Άρθρο 140
Μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες πιστοληπτικές αξιολογήσεις
Κάθε βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση εφαρμόζεται μόνο στο στοιχείο στο οποίο αναφέρεται η βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση και δεν χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό συντελεστών στάθμισης κινδύνου για άλλα στοιχεία, εξαιρουμένων των κατωτέρω περιπτώσεων:
εάν σε μια διαβαθμισμένη βραχυπρόθεσμη πιστωτική διευκόλυνση εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 150 %, εφαρμόζεται επίσης συντελεστής στάθμισης κινδύνου 150 % σε όλα τα μη διαβαθμισμένα ανοίγματα χωρίς εξασφάλιση έναντι αυτού του οφειλέτη, είτε είναι βραχυπρόθεσμα είναι μακροπρόθεσμα,
εάν σε μια διαβαθμισμένη βραχυπρόθεσμη πιστωτική διευκόλυνση εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 50 %, δεν μπορεί να εφαρμοστεί συντελεστής χαμηλότερος από 100 % σε κανένα μη διαβαθμισμένο βραχυπρόθεσμο άνοιγμα.
Άρθρο 141
Στοιχεία που εκφράζονται σε εθνικό και σε ξένο νόμισμα
Μια πιστοληπτική αξιολόγηση που αναφέρεται σε στοιχείο εκπεφρασμένο στο εθνικό νόμισμα του οφειλέτη δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό συντελεστή στάθμισης για άλλο άνοιγμα έναντι του ίδιου οφειλέτη που είναι εκπεφρασμένο σε ξένο νόμισμα.
Όταν προκύπτει άνοιγμα από τη συμμετοχή ιδρύματος σε δάνειο που έχει χορηγήσει πολυμερής τράπεζα ανάπτυξης της οποίας το προνομιακό καθεστώς αναγνωρίζεται από την αγορά, η πιστοληπτική αξιολόγηση του στοιχείου που είναι εκπεφρασμένο στο εθνικό νόμισμα του οφειλέτη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς της στάθμισης του κινδύνου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθμίσεων
Άρθρο 142
Ορισμοί
Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
ως «σύστημα διαβάθμισης» νοείται το σύνολο των προσεγγίσεων, διαδικασιών, ελέγχων, συστημάτων συλλογής δεδομένων και πληροφοριακών συστημάτων που υποστηρίζουν την αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου, την ταξινόμηση των ανοιγμάτων σε βαθμίδες κινδύνου ή σε ομάδες με ομοειδή χαρακτηριστικά κινδύνου και την ποσοτική εκτίμηση της πιθανότητας αθέτησης και της ζημίας που έχει αναπτυχθεί για δεδομένο είδος ανοίγματος,
ως «είδος ανοίγματος» νοείται μια ομάδα ανοιγμάτων που υπόκεινται σε ομοιογενή διαχείριση, τα οποία δημιουργούνται από συγκεκριμένο είδος πιστοδοτήσεων και μπορεί να περιορίζονται σε μία μόνο οντότητα ή σε ένα μόνο υποσύνολο οντοτήτων μιας ομάδας εφόσον το ίδιο είδος ανοίγματος υπόκειται σε διαφορετική διαχείριση σε άλλες οντότητες της ομάδας,
ως «επιχειρηματική μονάδα» νοούνται οποιεσδήποτε χωριστές οργανωτικές ή νομικές οντότητες, επιχειρηματικοί τομείς, γεωγραφικές τοποθεσίες,
ως «μεγάλη οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα» νοείται οποιαδήποτε οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων της, υπολογιζόμενο σε μεμονωμένη ή ενοποιημένη βάση, είναι μεγαλύτερο ή ίσο με το κατώτατο όριο των 70 δισεκατομμυρίων EUR, με χρήση της πλέον πρόσφατα ελεγμένης οικονομικής κατάστασης ή ενοποιημένου δημοσιονομικού δελτίου για τον προσδιορισμό του μεγέθους των περιουσιακών στοιχείων, και
υπόκειται ή τουλάχιστον μία από τις θυγατρικές της υπόκειται σε προληπτική ρύθμιση στην Ένωση ή στους νόμους τρίτης χώρας που εφαρμόζει προληπτικές εποπτικές και ρυθμιστικές απαιτήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες προς εκείνες που εφαρμόζονται στην Ένωση,
ως «μη ρυθμιζόμενη οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα» νοείται οντότητα που δεν είναι ρυθμιζόμενη οντότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα ◄ αλλά πραγματοποιεί, ως κύρια επαγγελματική δραστηριότητα, μία ή περισσότερες από τις πράξεις που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή στο παράρτημα Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ,
ως «βαθμίδα πιστούχου» νοείται κατηγορία κινδύνου στην κλίμακα διαβάθμισης πιστούχων του συστήματος διαβάθμισης, στην οποία οι πιστούχοι ταξινομούνται βάσει συνόλου προκαθορισμένων και διακριτών κριτηρίων διαβάθμισης που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της πιθανότητας αθέτησης υποχρέωσης (PD),
ως «βαθμίδα πιστοδότησης» νοείται κατηγορία κινδύνου στην κλίμακα διαβάθμισης πιστοδοτήσεων του συστήματος διαβάθμισης, στην οποία οι πιστοδοτήσεις ταξινομούνται βάσει συνόλου προκαθορισμένων και διακριτών κριτηρίων διαβάθμισης, που χρησιμοποιούνται για την εσωτερική εκτίμηση της LGD.
▼M5 —————
Άρθρο 143
Άδεια χρήσης της προσέγγισης ΠΕΔ
Τα ιδρύματα λαμβάνουν την προηγούμενη άδεια των αρμόδιων αρχών προτού προβούν στις εξής ενέργειες:
ουσιώδεις αλλαγές στο εύρος εφαρμογής συστήματος διαβάθμισης ή προσέγγισης εσωτερικών υποδειγμάτων για ανοίγματα σε μετοχές που έχει λάβει άδεια να χρησιμοποιεί το ίδρυμα,
ουσιώδεις αλλαγές σε σύστημα διαβάθμισης ή προσέγγιση εσωτερικών υποδειγμάτων για ανοίγματα σε μετοχές που έχει λάβει άδεια να χρησιμοποιεί το ίδρυμα.
Το εύρος εφαρμογής συστήματος διαβάθμισης περιλαμβάνει όλα τα ανοίγματα του σχετικού είδους ανοίγματος για το οποίο αναπτύχθηκε το σύστημα διαβάθμισης.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 144
Αξιολόγηση από τις αρμόδιες αρχές αίτησης χρησιμοποίησης της προσέγγισης ΠΕΔ
Η αρμόδια αρχή χορηγεί, σύμφωνα με το άρθρο 143, άδεια σε ίδρυμα για να χρησιμοποιεί την προσέγγιση ΠΕΔ, συμπεριλαμβανομένων εσωτερικών εκτιμήσεων LGD και συντελεστών μετατροπής, μόνο εφόσον πεισθεί ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του παρόντος κεφαλαίου και ιδίως του τμήματος 6, και ότι τα συστήματα του ιδρύματος για τη διαχείριση και διαβάθμιση των αναλαμβανόμενων πιστωτικών κινδύνων είναι αξιόπιστα και εφαρμόζονται με ακεραιότητα και, ιδίως, ότι το ίδρυμα έχει αποδείξει στην αρμόδια αρχή ότι πληρούνται οι κατωτέρω απαιτήσεις:
τα συστήματα διαβάθμισης του ιδρύματος επιτρέπουν την έγκυρη αξιολόγηση των χαρακτηριστικών του πιστούχου και της πιστοδότησης, την έγκυρη διαφοροποίηση του κινδύνου, καθώς και ακριβείς και συνεπείς ποσοτικές εκτιμήσεις του κινδύνου,
οι εσωτερικές διαβαθμίσεις και εκτιμήσεις αθέτησης υποχρέωσης και ζημίας που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και στα συναφή συστήματα και διαδικασίες διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στη διαχείριση κινδύνου και τη λήψη αποφάσεων, καθώς και στην έγκριση πιστώσεων, την κατανομή των εσωτερικών κεφαλαίων και την εταιρική διακυβέρνηση του ιδρύματος,
το ίδρυμα διαθέτει μονάδα ελέγχου του πιστωτικού κινδύνου, υπεύθυνη για τα συστήματα διαβάθμισης, η οποία έχει τη δέουσα ανεξαρτησία και δεν υφίσταται αθέμιτες επιρροές,
το ίδρυμα συγκεντρώνει και αποθηκεύει όλα τα σχετικά δεδομένα με σκοπό την αποτελεσματική στήριξη της διαδικασίας μέτρησης και διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου,
το ίδρυμα τεκμηριώνει τα συστήματα διαβάθμισης που εφαρμόζει, καθώς και το σκεπτικό βάσει του οποίου σχεδιάστηκαν, και τα επικυρώνει,
το ίδρυμα έχει επικυρώσει κάθε σύστημα διαβάθμισης και κάθε προσέγγιση εσωτερικών υποδειγμάτων για ανοίγματα σε μετοχές κατά τη διάρκεια κατάλληλης χρονικής περιόδου πριν από τη λήψη άδειας χρήσης του εν λόγω συστήματος διαβάθμισης ή της προσέγγισης εσωτερικών υποδειγμάτων για ανοίγματα σε μετοχές, έχει αξιολογήσει κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου εάν το σύστημα διαβάθμισης ή οι προσεγγίσεις εσωτερικών υποδειγμάτων για ανοίγματα σε μετοχές είναι κατάλληλα για το εύρος εφαρμογής του συστήματος διαβάθμισης ή των προσεγγίσεων εσωτερικών υποδειγμάτων για ανοίγματα σε μετοχές και έχει προβεί στις αναγκαίες αλλαγές στα εν λόγω συστήματα ή τις προσεγγίσεις για ανοίγματα σε μετοχές που προέκυψαν βάσει της αξιολόγησής του,
το ίδρυμα έχει υπολογίσει βάσει της προσέγγισης ΠΕΔ τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που προκύπτουν από τις εκτιμήσεις του για τις παραμέτρους κινδύνου και είναι σε θέση να υποβάλει την έκθεση που απαιτείται δυνάμει του άρθρου 430,
το ίδρυμα έχει ταξινομήσει και συνεχίζει να ταξινομεί κάθε άνοιγμα που περιλαμβάνεται στο εύρος εφαρμογής συστήματος διαβάθμισης σε βαθμίδα ή ομάδα αυτού του συστήματος διαβάθμισης· το ίδρυμα έχει ταξινομήσει και συνεχίζει να ταξινομεί κάθε άνοιγμα που περιλαμβάνεται στο εύρος εφαρμογής προσέγγισης για ανοίγματα σε μετοχές σε αυτή την προσέγγιση εσωτερικών υποδειγμάτων.
Οι απαιτήσεις χρήσης προσέγγισης ΠΕΔ, συμπεριλαμβανομένων εσωτερικών εκτιμήσεων για LGD και συντελεστών μετατροπής, ισχύουν και σε περίπτωση που ένα ίδρυμα έχει εφαρμόσει σύστημα διαβάθμισης, ή υπόδειγμα που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο συστήματος διαβάθμισης, το οποίο αγόρασε από τρίτο πωλητή.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 145
Προηγούμενη εμπειρία από τη χρήση προσεγγίσεων ΠΕΔ
Άρθρο 146
Μέτρα που λαμβάνονται όταν παύουν να πληρούνται οι απαιτήσεις του παρόντος κεφαλαίου
Σε περίπτωση που ένα ίδρυμα παύσει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του παρόντος κεφαλαίου, οφείλει να ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές και να προβεί σε μία από τις κατωτέρω ενέργειες:
υποβάλλει, με τρόπο που θα ικανοποιεί την αρμόδια αρχή, πρόγραμμα έγκαιρης επανόδου σε κατάσταση συμμόρφωσης και υλοποιεί το πρόγραμμα αυτό εντός περιόδου που συμφωνείται με την αρμόδια αρχή,
αποδεικνύει στις αρμόδιες αρχές ότι οι επιπτώσεις της μη συμμόρφωσης είναι επουσιώδεις.
Άρθρο 147
Μεθοδολογία υπαγωγής ανοιγμάτων σε κατηγορίες ανοιγμάτων
Κάθε άνοιγμα κατατάσσεται σε μια από τις ακόλουθες κατηγορίες:
ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών,
ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων,
ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων,
ανοίγματα λιανικής τραπεζικής,
ανοίγματα σε μετοχές,
στοιχεία που αντιστοιχούν σε θέσεις τιτλοποίησης,
άλλα στοιχεία ενεργητικού που δεν συνιστούν πιστωτικές υποχρεώσεις.
Τα κατωτέρω ανοίγματα υπάγονται στην κατηγορία που ορίζεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α):
ανοίγματα έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων, τοπικών αρχών ή φορέων του δημόσιου τομέα που ισοδυναμούν με ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων βάσει των άρθρων 115 και 116,
ανοίγματα έναντι πολυμερών αναπτυξιακών τραπεζών που αναφέρονται στο άρθρο 117 παράγραφος 2,
ανοίγματα έναντι Διεθνών Οργανισμών που λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 0 % βάσει του άρθρου 118.
Τα κατωτέρω ανοίγματα υπάγονται στην κατηγορία που ορίζεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β):
ανοίγματα έναντι περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών που δεν ισοδυναμούν με ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων σύμφωνα με το άρθρο 115 παράγραφοι 2 και 4,
ανοίγματα έναντι οντοτήτων του δημόσιου τομέα που δεν ισοδυναμούν με ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων σύμφωνα με το άρθρο 116 παράγραφος 4,
ανοίγματα έναντι πολυμερών αναπτυξιακών τραπεζών που δεν λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 0 % δυνάμει του άρθρου 117 και
ανοίγματα έναντι χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που ισοδυναμούν με ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 119 παράγραφος 5.
Για να είναι αποδεκτά προς ταξινόμηση στην κατηγορία των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο δ), τα ανοίγματα πρέπει να πληρούν τις κάτωθι προϋποθέσεις:
να είναι ανοίγματα ένα από τα επόμενα:
ανοίγματα έναντι ενός ή περισσότερων φυσικών προσώπων,
ανοίγματα έναντι ΜΜΕ, υπό τον όρο ότι, στην περίπτωση αυτή, το συνολικό ποσό που οφείλεται στο ίδρυμα και σε μητρική επιχείρηση και τις θυγατρικές του από τον πιστούχου πελάτη ή την οφειλέτρια ομάδα συνδεδεμένων πελατών, περιλαμβανομένου οιουδήποτε οφειλόμενου ανοίγματος σε υπερημερία, εξαιρουμένων όμως ανοιγμάτων εξασφαλισμένων με ακίνητη περιουσία που χρησιμοποιείται ως κατοικία, δεν υπερβαίνει – καθ’ όσον γνωρίζει το ίδρυμα, το οποίο οφείλει να έχει προβεί σε εύλογες ενέργειες προκειμένου να επιβεβαιώσει την κατάσταση – το 1 εκατομμύριο EUR,
να αντιμετωπίζονται από το ίδρυμα στο πλαίσιο της διαχείρισης κινδύνου με διαχρονική συνέπεια και με ανάλογο τρόπο,
να μην αποτελούν αντικείμενο μεμονωμένης διαχείρισης εξίσου όπως τα ανοίγματα της κατηγορίας ανοιγμάτων έναντι εταιρειών,
το καθένα να αποτελεί μέρος σημαντικού αριθμού ανοιγμάτων υπό παρόμοια διαχείριση.
Επιπλέον των ανοιγμάτων που απαριθμούνται στο πρώτο εδάφιο, η παρούσα αξία των ελάχιστων καταβλητέων πληρωμών λιανικής χρηματοδοτικής μίσθωσης είναι επιλέξιμη για την κατηγορία ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής.
Τα κατωτέρω ανοίγματα υπάγονται στην κατηγορία ανοιγμάτων σε μετοχές που ορίζεται στην παράγραφο 2 στοιχείο ε):
ανοίγματα σε μη χρεωστικούς τίτλους που συνεπάγονται υπολειμματική απαίτηση ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας επί των στοιχείων ενεργητικού ή του εισοδήματος του εκδότη,
δανειακά ανοίγματα και άλλοι τίτλοι, εταιρικές σχέσεις, παράγωγα ή άλλα μέσα, των οποίων η οικονομική ουσία είναι παρόμοια εκείνης των ανοιγμάτων που περιγράφονται στο στοιχείο α).
Στην κατηγορία των εταιρικών ανοιγμάτων που ορίζονται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ), τα ιδρύματα πρέπει να προσδιορίζουν χωριστά ως ανοίγματα ειδικής δανειοδότησης τα ανοίγματα που φέρουν τα εξής χαρακτηριστικά:
το άνοιγμα αφορά οντότητα που συστάθηκε ειδικά για τη χρηματοδότηση ή λειτουργία εμπράγματων περιουσιακών στοιχείων ή αποτελεί οικονομικά συγκρίσιμο άνοιγμα,
οι συμβατικές ρυθμίσεις παρέχουν στον δανειοδότη σημαντικό βαθμό ελέγχου επί των στοιχείων ενεργητικού και των εσόδων που αυτά παράγουν,
την πρωταρχική πηγή εξόφλησης της υποχρέωσης αποτελούν τα έσοδα που παράγουν τα χρηματοδοτούμενα στοιχεία ενεργητικού και όχι η ανεξάρτητη ικανότητα μιας ευρύτερης εμπορικής επιχείρησης.
Άρθρο 148
Προϋποθέσεις για την εφαρμογή της προσέγγισης ΠΕΔ σε διάφορες κατηγορίες ανοιγμάτων και σε διάφορες επιχειρηματικές μονάδες
Εφόσον το εγκρίνουν προηγουμένως οι αρμόδιες αρχές, η εφαρμογή είναι δυνατόν να γίνει διαδοχικά στις διάφορες κατηγορίες ανοιγμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 147, εντός της ίδιας επιχειρηματικής μονάδας, στις διαφορετικές επιχειρηματικές μονάδες του ιδίου ομίλου ή στις εσωτερικές εκτιμήσεις για LGD ή συντελεστές μετατροπής με σκοπό τον υπολογισμό των συντελεστών στάθμισης κινδύνου για ανοίγματα έναντι εταιρειών, ιδρυμάτων, κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών.
Στην περίπτωση της κατηγορίας των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής του άρθρου 147 παράγραφος 5, η εφαρμογή είναι δυνατόν να γίνει διαδοχικά στις κατηγορίες ανοιγμάτων στις οποίες αντιστοιχούν οι διάφοροι συσχετισμοί του άρθρου 154.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 149
Επαναφορά στη χρήση λιγότερο εξελιγμένων προσεγγίσεων
Ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί την προσέγγιση ΠΕΔ για συγκεκριμένη κατηγορία ανοίγματος ή είδους ανοίγματος δεν παύει να χρησιμοποιεί την εν λόγω προσέγγιση αρχίζοντας να χρησιμοποιεί αντ’ αυτής την τυποποιημένη προσέγγιση για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων εκτός εάν πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
το ίδρυμα έχει αποδείξει επαρκώς στις αρμόδιες αρχές ότι η χρήση της τυποποιημένης προσέγγισης δεν προτείνεται για τη μείωση της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος, ότι είναι απαραίτητη βάσει της φύσης και της πολυπλοκότητας του συνόλου των ανοιγμάτων αυτού του είδους του ιδρύματος και δεν θα είχε ουσιώδη αρνητικό αντίκτυπο στη φερεγγυότητα του ιδρύματος ή την ικανότητά του για αποτελεσματική διαχείριση του κινδύνου,
το ίδρυμα έχει λάβει την προηγούμενη έγκριση της αρμόδιας αρχής.
Τα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια δυνάμει του άρθρου 151 παράγραφος 9 να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις LGD και συντελεστών μετατροπής, δεν επιστρέφουν στη χρήση των τιμών LGD και συντελεστών μετατροπής που αναφέρονται στο άρθρο 151 παράγραφος 8, εκτός εάν πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
το ίδρυμα έχει αποδείξει επαρκώς στις αρμόδιες αρχές ότι η χρήση των LGD και των συντελεστών μετατροπής που ορίζονται στο άρθρο 151 παράγραφος 8 για συγκεκριμένη κατηγορία ή είδος ανοίγματος δεν προτείνεται για τη μείωση της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος, ότι είναι απαραίτητη βάσει της φύσης και της πολυπλοκότητας των συνολικών ανοιγμάτων αυτού του είδους που έχει το ίδρυμα, καθώς και ότι δεν θα είχε ουσιώδη αρνητικό αντίκτυπο στη φερεγγυότητα του ιδρύματος ή την ικανότητά του για αποτελεσματική διαχείριση του κινδύνου,
το ίδρυμα έχει λάβει την προηγούμενη έγκριση της αρμόδιας αρχής.
Άρθρο 150
Προϋποθέσεις μόνιμης μερικής χρήσης
Εφόσον τα ιδρύματα έχουν λάβει την προηγούμενη έγκριση των αρμόδιων αρχών, τα ιδρύματα που έχουν την άδεια να χρησιμοποιούν την προσέγγιση ΠΕΔ κατά τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων και των αναμενόμενων ζημιών για μια ή περισσότερες κατηγορίες ανοιγμάτων δύνανται να εφαρμόσουν την τυποποιημένη προσέγγιση για τα ακόλουθα ανοίγματα:
την κατηγορία ανοιγμάτων του άρθρου 147 παράγραφος 2 στοιχείο α), όταν ο αριθμός των σημαντικών αντισυμβαλλομένων είναι περιορισμένος και η εφαρμογή ενός συστήματος διαβάθμισης για τους αντισυμβαλλομένους αυτούς θα ήταν υπερβολικά επιβαρυντική για το ίδρυμα,
την κατηγορία ανοιγμάτων του άρθρου 147 παράγραφος 2 στοιχείο β), όταν ο αριθμός των σημαντικών αντισυμβαλλομένων είναι περιορισμένος και η εφαρμογή ενός συστήματος διαβάθμισης για τους αντισυμβαλλομένους αυτούς θα ήταν υπερβολικά επιβαρυντική για το ίδρυμα,
ανοίγματα έναντι μη σημαντικών επιχειρηματικών μονάδων καθώς και κατηγορίες ή είδη ανοιγμάτων που είναι επουσιώδη από άποψη μεγέθους και αντιληπτού προφίλ κινδύνου,
ανοίγματα έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών και έναντι των περιφερειακών τους κυβερνήσεων, τοπικών αρχών, διοικητικών φορέων και οντοτήτων του δημοσίου τομέα, υπό την προϋπόθεση ότι:
δεν υφίσταται διαφορά ως προς τον κίνδυνο που παρουσιάζουν τα ανοίγματα έναντι της εν λόγω κεντρικής κυβέρνησης και της κεντρικής τράπεζας και αυτά τα άλλα ανοίγματα λόγω ειδικών δημόσιων διακανονισμών και
στα ανοίγματα έναντι των κεντρικών κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 % στο πλαίσιο του άρθρου 114 παράγραφος 2 ή 4,
ανοίγματα ενός ιδρύματος σε αντισυμβαλλόμενο που αποτελεί την μητρική του επιχείρηση, δική του θυγατρική ή θυγατρική της μητρικής του επιχείρησης εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος είναι ίδρυμα ή χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών που υπόκειται σε κατάλληλες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ή επιχείρηση με την οποία την συνδέει μια σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ,
ανοίγματα μεταξύ ιδρυμάτων τα οποία πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 113 παράγραφος 7,
ανοίγματα σε μετοχές έναντι οντοτήτων των οποίων οι πιστωτικές υποχρεώσεις λαμβάνουν συντελεστή στάθμισης κινδύνου 0 % δυνάμει του κεφαλαίου 2, περιλαμβανομένων των υπό την αιγίδα του δημοσίου οντοτήτων στις οποίες μπορεί να εφαρμοστεί μηδενικός συντελεστής στάθμισης,
ανοίγματα σε μετοχές αναληφθέντα στο πλαίσιο νομοθετικών προγραμμάτων προώθησης συγκεκριμένων τομέων της οικονομίας με τα οποία παρέχονται σημαντικές επιδοτήσεις στο ίδρυμα για επενδύσεις και περιλαμβάνουν κάποια μορφή κρατικής εποπτείας και περιορισμούς όσον αφορά τις μετοχικές επενδύσεις, εφόσον τα εν λόγω ανοίγματα μπορούν να αποκλειστούν συνολικά από την προσέγγιση ΠΕΔ μόνο έως και ένα όριο 10 % των ιδίων κεφαλαίων,
τα ανοίγματα που προσδιορίζονται στο άρθρο 119 παράγραφος 4, και πληρούν τις εκεί οριζόμενες προϋποθέσεις,
κρατικές και κρατικά διασφαλιζόμενες εγγυήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 215 παράγραφος 2.
Οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν την εφαρμογή της τυποποιημένης προσέγγισης για ανοίγματα σε μετοχές που αναφέρονται στα στοιχεία ζ) και η) του πρώτου εδαφίου και τα οποία έχουν επιτραπεί για την εν λόγω αντιμετώπιση σε άλλα κράτη μέλη. Η ΕΑΤ δημοσιεύει στον ιστότοπό της και επικαιροποιεί τακτικά κατάλογο με τα ανοίγματα που αναφέρονται στα εν λόγω στοιχεία που μπορούν να αντιμετωπίζονται σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 151
Αντιμετώπιση ανά κατηγορία ανοιγμάτων
Άρθρο 152
Αντιμετώπιση ανοιγμάτων υπό μορφή μεριδίων ή μετοχών σε ΟΣΕ
Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, ένα ίδρυμα δύναται να αποκλείει από τον υπολογισμό της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο προσαρμογής πιστωτικής αποτίμησης τα ανοίγματα σε παράγωγα ως προς τα οποία δεν θα ίσχυε η εν λόγω υποχρέωση εάν τα ανοίγματα αυτά αναλαμβάνονταν άμεσα από το ίδρυμα.
Τα ιδρύματα που εφαρμόζουν την προσέγγιση εξέτασης σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου και πληρούν τις προϋποθέσεις για μόνιμη μερική χρήση, σύμφωνα με το άρθρο 150, ή δεν πληρούν τις προϋποθέσεις ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούν τις μεθόδους που ορίζονται στο παρόν κεφάλαιο ή μία ή περισσότερες από τις μεθόδους που ορίζονται στο κεφάλαιο 5 για το σύνολο ή μέρος των υποκείμενων ανοιγμάτων του ΟΣΕ υπολογίζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοίγματος και τα ποσά των αναμενόμενων ζημιών σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:
για τα ανοίγματα της κατηγορίας ανοιγμάτων σε μετοχές που αναφέρονται στο άρθρο 147 παράγραφος 2 στοιχείο ε), τα ιδρύματα εφαρμόζουν την προσέγγιση της απλής στάθμισης κινδύνου που ορίζεται στο άρθρο 155 παράγραφος 2,
για τα ανοίγματα των στοιχείων που αντιστοιχούν στην κατηγορία των θέσεων τιτλοποίησης που αναφέρονται στο άρθρο 147 παράγραφος 2 στοιχείο στ), τα ιδρύματα εφαρμόζουν την αντιμετώπιση που ορίζεται στο άρθρο 254 σαν τα εν λόγω ανοίγματα να κατέχονταν άμεσα από τα εν λόγω ιδρύματα,
για όλα τα άλλα υποκείμενα ανοίγματα, τα ιδρύματα εφαρμόζουν την τυποποιημένη μέθοδο που ορίζεται στο κεφάλαιο 2 του παρόντος τίτλου.
Όταν, για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), το ίδρυμα δεν είναι σε θέση να διαφοροποιήσει μεταξύ των ανοιγμάτων σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο, μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο και άλλες μετοχές, αντιμετωπίζει τα σχετικά ανοίγματα σαν ανοίγματα σε άλλες μετοχές.
Τα ιδρύματα που δεν έχουν επαρκή δεδομένα ή πληροφορίες για τον υπολογισμό του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ποσού του ΟΣΕ σύμφωνα με τις μεθόδους που προβλέπονται στις παραγράφους 2, 3, 4 και 5 μπορούν να βασίζονται στους υπολογισμούς τρίτου, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
ο τρίτος είναι ένα από τα ακόλουθα:
οργανισμός ή χρηματοδοτικό ίδρυμα θεματοφυλακής του ΟΣΕ, εφόσον ο εν λόγω ΟΣΕ επενδύει αποκλειστικά σε τίτλους και καταθέτει όλους τους τίτλους στον εν λόγω οργανισμό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα θεματοφυλακής,
για τους ΟΣΕ που δεν καλύπτονται από το σημείο i) του παρόντος στοιχείου, η εταιρεία διαχείρισης του ΟΣΕ, εφόσον η εν λόγω εταιρεία διαχείρισης πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 132 παράγραφος 3 στοιχείο α),
για τα ανοίγματα εκτός από εκείνα που απαριθμούνται στην παράγραφο 4 στοιχεία α), β) και γ) του παρόντος άρθρου, ο τρίτος εκτελεί τον υπολογισμό σύμφωνα με την προσέγγιση εξέτασης που ορίζεται στο άρθρο 132α παράγραφος 1,
για τα ανοίγματα που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχεία α), β) και γ),ο τρίτος εκτελεί τον υπολογισμό σύμφωνα με τις προσεγγίσεις που προβλέπονται εκεί,
εξωτερικός ελεγκτής έχει επιβεβαιώσει την ορθότητα του υπολογισμού του τρίτου.
Τα ιδρύματα που στηρίζονται σε υπολογισμούς τρίτων πολλαπλασιάζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά των ανοιγμάτων του ΟΣΕ που προκύπτουν από τους εν λόγω υπολογισμούς με συντελεστή 1,2.
Κατά παρέκκλιση από το δεύτερο εδάφιο, εάν το ίδρυμα έχει απεριόριστη πρόσβαση στους λεπτομερείς υπολογισμούς που εκτελέστηκαν από τον τρίτο, δεν εφαρμόζεται ο συντελεστής 1,2. Το ίδρυμα παρέχει τους υπολογισμούς αυτούς, κατόπιν αιτήματος, στην αρμόδια αρχή.
Άρθρο 153
Σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων, κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών
Με την επιφύλαξη της εφαρμογής της ειδικής αντιμετώπισης που ορίζεται στις παραγράφους 2, 3 και 4, τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών υπολογίζονται με τους ακόλουθους τύπους:
όπου ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου RW ορίζεται ως
εάν PD = 0, ο RW λαμβάνεται ίσος με 0,
εάν PD = 1, ήτοι για αθετημένα ανοίγματα:
όπου ως καλύτερη εκτίμηση για την αναμενόμενη ζημία (στο εξής «ELBE») λαμβάνεται η καλύτερη εκτίμηση του ιδρύματος για την αναμενόμενη ζημία για τα ανοίγματα σε αθέτηση σύμφωνα με το άρθρο 181 παράγραφος 1 στοιχείο η),
εάν 0 < PD < 1,
όπου:
N(x) |
= |
η αθροιστική συνάρτηση κατανομής μιας τυποποιημένης κανονικής τυχαίας μεταβλητής (δηλαδή η πιθανότητα να είναι μια κανονική τυχαία μεταβλητή με μέσο όρο 0 και διακύμανση 1 μικρότερη ή ίση με x), |
G (Z) |
= |
η αντίστροφη αθροιστική συνάρτηση κατανομής μιας τυποποιημένης κανονικής τυχαίας μεταβλητής (δηλαδή η τιμή του x ώστε N(x) = z), |
R |
= |
ο συντελεστής συσχέτισης, που ορίζεται ως
|
b |
= |
ο συντελεστής προσαρμογής ληκτότητας, που ορίζεται ως
|
Τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά των ανοιγμάτων που πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 202 και 217 μπορούν να προσαρμόζονται χρησιμοποιώντας τον ακόλουθο τύπο:
όπου:
PDpp |
= |
πιθανότητα αθέτησης (PD) του παρόχου πιστωτικής προστασίας. |
Ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου (RW) υπολογίζεται χρησιμοποιώντας τον κατάλληλο τύπο στάθμισης κινδύνου της παραγράφου 1 για το άνοιγμα, την PD του πιστούχου και την τιμή της LGD για συγκρίσιμο άμεσο άνοιγμα έναντι του παρόχου της προστασίας. Ο συντελεστής ληκτότητας (b) υπολογίζεται βάσει της PD του παρόχου προστασίας ή της PD του πιστούχου, όποιο είναι χαμηλότερο.
Για ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων που ανήκουν σε όμιλο με ενοποιημένο κύκλο εργασιών μικρότερο των 50 εκατομμυρίων ευρώ, τα ιδρύματα μπορούν να εφαρμόζουν τον ακόλουθο τύπο συσχέτισης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 σημείο iii) για τον υπολογισμό των συντελεστών στάθμισης κινδύνου. Στον τύπο αυτό, S είναι οι ενοποιημένες ετήσιες πωλήσεις σε εκατ. ευρώ με τη συνθήκη 5 εκατ. ευρώ ≤ S ≤ 50 εκατ. ευρώ. Κάθε κύκλος εργασιών κάτω των 5 εκατ. ευρώ θεωρείται ότι ισούται με 5 εκατ. ευρώ. Για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις, οι συνολικές ετήσιες πωλήσεις είναι ο σταθμισμένος μέσος όρος των μεμονωμένων απαιτήσεων της ομάδας.
Τα ιδρύματα αντικαθιστούν τις ενοποιημένες ετήσιες πωλήσεις με το σύνολο του ενοποιημένου ενεργητικού του ομίλου εάν οι ενοποιημένες ετήσιες πωλήσεις δεν αποτελούν έγκυρο δείκτη του μεγέθους της επιχείρησης και εάν το σύνολο του ενεργητικού είναι πιο αντιπροσωπευτικός δείκτης από την άποψη αυτή.
Για τα ανοίγματα της υποκατηγορίας ειδικού δανεισμού για τα οποία το ίδρυμα δεν μπορεί να εκτιμήσει την PD ή οι εσωτερικές εκτιμήσεις της PD δεν πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις του τμήματος 6, το ίδρυμα εφαρμόζει τους συντελεστές στάθμισης κινδύνου του πίνακα 1, ως εξής:
Πίνακας 1
Εναπομένουσα ληκτότητα |
Κατηγορία 1 |
Κατηγορία 2 |
Κατηγορία 3 |
Κατηγορία 4 |
Κατηγορία 5 |
Μικρότερη των 2,5 ετών |
50 % |
70 % |
115 % |
250 % |
0 % |
Ίση ή μεγαλύτερη των 2,5 ετών |
70 % |
90 % |
115 % |
250 % |
0 % |
Κατά τον καθορισμό των συντελεστών στάθμισης κινδύνου για τα ανοίγματα ειδικού δανεισμού, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες: χρηματοοικονομική βάση, πολιτικό και νομικό περιβάλλον, χαρακτηριστικά των συναλλαγών και/ή των στοιχείων ενεργητικού, οικονομική ευρωστία του αναδόχου και του κυρίου του έργου, περιλαμβανομένης κάθε ροής εσόδων από εταιρική σχέση δημοσίου-ιδιωτών, πακέτο εγγυήσεων.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 154
Σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων για ανοίγματα λιανικής τραπεζικής
Τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά για ανοίγματα λιανικής τραπεζικής υπολογίζονται με τον ακόλουθο τύπο:
όπου ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου RW ορίζεται ως:
εάν PD = 1, ήτοι για αθετημένα ανοίγματα, ο RW ισούται με
όπου ELBE, σύμφωνα με το άρθρο 181 παράγραφος 1 στοιχείο η) είναι η καλύτερη εκτίμηση του ιδρύματος για την αναμενόμενη ζημία λόγω του αθετημένου ανοίγματος,
εάν 0 < PD < 1, ήτοι, για οποιαδήποτε δυνατή τιμή της PD πλην των τιμών στο στοιχείο i)
όπου:
N(x) |
= |
η αθροιστική συνάρτηση κατανομής μιας τυποποιημένης κανονικής τυχαίας μεταβλητής (δηλαδή η πιθανότητα να είναι μια κανονική τυχαία μεταβλητή με μέσο όρο 0 και διακύμανση 1 μικρότερη ή ίση με x), |
G (Z) |
= |
η αντίστροφη αθροιστική συνάρτηση κατανομής μιας τυποποιημένης κανονικής τυχαίας μεταβλητής (δηλαδή η τιμή του x ώστε N(x) = z), |
R |
= |
ο συντελεστής συσχέτισης και ορίζεται ως
|
Αποδεκτά ανακυκλούμενα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής είναι τα ανοίγματα που πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
είναι ανοίγματα έναντι ιδιωτών,
τα ανοίγματα είναι ανακυκλούμενα, μη εξασφαλισμένα και, στο βαθμό που δεν έχουν εκταμιευθεί, άμεσα και άνευ όρων ακυρώσιμα από το ίδρυμα. Στο πλαίσιο αυτό, ως ανακυκλούμενα ανοίγματα ορίζονται εκείνα στα οποία είναι δυνατή η αυξομείωση των ανεξόφλητων υπολοίπων των πελατών με βάση τις αποφάσεις τους για το ποσό που θα δανειστούν και θα εξοφλήσουν, μέχρις ενός ορίου που καθορίζει το ίδρυμα. Οι μη αναληφθείσες πιστωτικές διευκολύνσεις μπορούν να θεωρούνται ακυρώσιμες άνευ όρων εάν οι ρήτρες τους επιτρέπουν στο ίδρυμα να τις ακυρώνει πλήρως στον βαθμό που επιτρέπεται από τη νομοθεσία για την προστασία των καταναλωτών και τις συναφείς διατάξεις,
το ανώτατο άνοιγμα έναντι μεμονωμένου ιδιώτη στο υποχαρτοφυλάκιο δεν υπερβαίνει το ποσό των 100 000 EUR,
η χρήση του τύπου συσχέτισης της παρούσας παραγράφου περιορίζεται στα χαρτοφυλάκια με χαμηλή μεταβλητότητα ποσοστών ζημίας σε σχέση με το μέσο επίπεδο των ποσοστών ζημίας, ιδίως εντός των ζωνών χαμηλής πιθανότητας αθέτησης (PD),
η αντιμετώπιση ως αποδεκτών ανακυκλούμενων ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής πρέπει να είναι συνεπής με τα υποκείμενα χαρακτηριστικά κινδύνου του υποχαρτοφυλακίου.
Κατά παρέκκλιση από το στοιχείο β), η απαίτηση να είναι μη εξασφαλισμένα τα ανοίγματα δεν ισχύει για εξασφαλισμένες πιστωτικές διευκολύνσεις συνδεδεμένες με λογαριασμό μισθοδοσίας. Στην περίπτωση αυτή, τα ανακτώμενα από την παρεχόμενη ασφάλεια ποσά δεν συνυπολογίζονται στην εκτίμηση της LGD.
Οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν τη σχετική μεταβλητότητα των ποσοστών ζημίας των υποχαρτοφυλακίων και του συνολικού χαρτοφυλακίου αποδεκτών ανακυκλούμενων ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής και διαβιβάζουν στα άλλα κράτη μέλη πληροφορίες σχετικά με τα τυπικά χαρακτηριστικά των ποσοστών ζημίας αποδεκτών ανακυκλούμενων ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής στα διάφορα κράτη μέλη.
Για να μπορούν να αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, οι αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις πρέπει να πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις του άρθρου 184, καθώς και τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
το ίδρυμα έχει αγοράσει τις εισπρακτέες απαιτήσεις από μη συνδεδεμένους τρίτους και το άνοιγμά του έναντι του πιστούχου των εισπρακτέων απαιτήσεων δεν περιλαμβάνει ανοίγματα που έχει άμεσα ή έμμεσα μεταβιβάσει το ίδιο το ίδρυμα,
οι αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις πρέπει να έχουν συνομολογηθεί υπό συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού μεταξύ του πωλητή και του οφειλέτη. Συνεπώς, δεν είναι αποδεκτοί οι λογαριασμοί διεπιχειρησιακών απαιτήσεων ούτε οι εισπρακτέες απαιτήσεις που συνδέονται με αντιθετικούς λογαριασμούς μεταξύ επιχειρήσεων που πραγματοποιούν αμοιβαίες αγοραπωλησίες,
το αποκτών ίδρυμα έχει απαίτηση επί του συνόλου των εσόδων από τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις ή αναλογικά μερίδιο επί των εσόδων αυτών και
το χαρτοφυλάκιο εισπρακτέων απαιτήσεων είναι επαρκώς διαφοροποιημένο.
Άρθρο 155
Σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων για ανοίγματα σε μετοχές
Τα ιδρύματα μπορούν να αντιμετωπίζουν τα ανοίγματα σε μετοχές επιχειρήσεων παροχής επικουρικών υπηρεσιών σύμφωνα με την αντιμετώπιση που εφαρμόζεται στα άλλα στοιχεία ενεργητικού που δεν σχετίζονται με πιστωτικές υποχρεώσεις.
Δυνάμει της προσέγγισης απλής στάθμισης κινδύνου, το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό υπολογίζεται σύμφωνα με τον τύπο:
όπου:
Συντελεστής στάθμισης κινδύνου (RW) = 190 % για ανοίγματα σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο σε επαρκώς διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια.
Συντελεστής στάθμισης κινδύνου (RW) = 290 % για ανοίγματα σε μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο.
Συντελεστής στάθμισης κινδύνου (RW) = 370 % για όλα τα άλλα ανοίγματα σε μετοχές.
Οι εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών αρνητικές θέσεις στην αγορά τοις μετρητοίς και σε παράγωγα μέσα μπορούν να αντισταθμίζουν θετικές θέσεις στις αντίστοιχες μετοχές εάν έχουν χαρακτηριστεί ρητά ως αντισταθμίσεις συγκεκριμένων ανοιγμάτων σε μετοχές και εάν παρέχουν αντιστάθμιση για τουλάχιστον ένα ακόμα έτος. Οι άλλες αρνητικές θέσεις αντιμετωπίζονται ως θετικές θέσεις και στην απόλυτη αξία κάθε θέσης εφαρμόζεται κατάλληλος συντελεστής στάθμισης κινδύνου. Σε περίπτωση αναντιστοιχίας της ληκτότητας των θέσεων, εφαρμόζεται η προσέγγιση του άρθρου 162 παράγραφος 5 για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων.
Τα ιδρύματα μπορούν να λαμβάνουν υπόψη μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία για άνοιγμα σε μετοχές σύμφωνα με τις προσεγγίσεις του κεφαλαίου 4.
Στο επίπεδο κάθε μεμονωμένου ανοίγματος, το άθροισμα του ποσού αναμενόμενης ζημίας πολλαπλασιασμένο επί 12,5 και του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ποσού δεν υπερβαίνει την αξία ανοίγματος πολλαπλασιασμένη επί 12,5.
Τα ιδρύματα μπορούν να λαμβάνουν υπόψη μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία για άνοιγμα σε μετοχές σύμφωνα με τις προσεγγίσεις του κεφαλαίου 4. Τούτο ισχύει εφόσον εφαρμόζεται LGD 90 % στο άνοιγμα έναντι του παρέχοντος την προστασία. Για τα ανοίγματα σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο σε επαρκώς διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια, μπορεί να χρησιμοποιείται LGD 65 %. Για τους σκοπούς αυτούς η ληκτότητα (Μ) είναι πέντε έτη.
Δυνάμει της προσέγγισης των εσωτερικών υποδειγμάτων, το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό αντιστοιχεί στην ενδεχόμενη ζημία από τα ανοίγματα του πιστωτικού ιδρύματος σε μετοχές, όπως αυτή υπολογίζεται με εσωτερικά υποδείγματα «δυνητικής ζημίας» με μονόπλευρο διάστημα εμπιστοσύνης 99 % για τη διαφορά μεταξύ τριμηνιαίας απόδοσης και ενός κατάλληλου τριμηνιαίου επιτοκίου χωρίς κίνδυνο υπολογιζόμενου σε μακροχρόνια δειγματική περίοδο, πολλαπλασιασμένη επί 12,5. Στο επίπεδο του χαρτοφυλακίου μετοχών, το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ποσό δεν είναι μικρότερο από το συνολικό άθροισμα των κατωτέρω:
του ελάχιστου σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ποσού που απαιτείται βάσει της προσέγγισης PD/LGD και
του αντίστοιχου ποσού αναμενόμενης ζημίας, πολλαπλασιασμένο επί 12,5.
Τα ποσά που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) υπολογίζονται βάσει των τιμών PD που προβλέπονται στο άρθρο 165 παράγραφος 1 και των αντίστοιχων τιμών LGD που ορίζονται στο άρθρο 165 παράγραφος 2.
Τα ιδρύματα μπορούν να αναγνωρίζουν μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία για μια θέση σε μετοχές.
Άρθρο 156
Σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων για άλλα στοιχεία ενεργητικού που δεν συνιστούν πιστωτικές υποχρεώσεις
Τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά για άλλα στοιχεία ενεργητικού που δεν συνιστούν πιστωτικές υποχρεώσεις υπολογίζονται με τον ακόλουθο τύπο:
με εξαίρεση:
τα μετρητά στο ταμείο και τα εξομοιούμενα με αυτά στοιχεία, καθώς και τα αποθέματα χρυσού σε ίδιο θησαυροφυλάκιο ή υπό κοινή διαχείριση, και μέχρι του ποσού των υποχρεώσεων σε χρυσό, όπου εφαρμόζεται μηδενικός συντελεστής στάθμισης κινδύνου,
την περίπτωση που το άνοιγμα είναι η υπολειμματική αξία μισθωμένων περιουσιακών στοιχείων, όπου τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά υπολογίζονται ως εξής:
όπου t είναι μεγαλύτερο του 1 και αντιπροσωπεύει τον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό που αντιστοιχεί στα έτη της χρηματοδοτικής μίσθωσης που υπολείπονται.
Άρθρο 157
Σταθμισμένα ποσά για κίνδυνο απομείωσης αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων
Άρθρο 158
Αντιμετώπιση ανά είδος ανοίγματος
Η αναμενόμενη ζημία (EL) και το ποσό της αναμενόμενης ζημίας από τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων, κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών και από τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής υπολογίζονται με τους ακόλουθους τύπους:
Ποσό αναμενόμενης ζημίας = EL [πολλαπλασιαζόμενη επί] αξίας ανοίγματος.
Για αθετημένα ανοίγματα (PD = 100 %) όπου τα ιδρύματα εφαρμόζουν εσωτερικές εκτιμήσεις των LGD, ως EL λαμβάνεται η καλύτερη εκτίμηση (ELBE) του ιδρύματος για την αναμενόμενη ζημία λόγω του συγκεκριμένου ανοίγματος σύμφωνα με το άρθρο 181 παράγραφος 1 στοιχείο η).
Για τα ανοίγματα που υπάγονται στο άρθρο 153 παράγραφος 3, η τιμή της EL ισούται με 0 %.
Στην περίπτωση των ανοιγμάτων της υποκατηγορίας ειδικού δανεισμού για τα οποία τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τις προσεγγίσεις του άρθρου 153 παράγραφος 5, για τον προσδιορισμό των συντελεστών στάθμισης κινδύνου οι τιμές της EL καθορίζονται σύμφωνα με τον πίνακα 2.
Πίνακας 2
Εναπομένουσα ληκτότητα |
Κατηγορία 1 |
Κατηγορία 2 |
Κατηγορία 3 |
Κατηγορία 4 |
Κατηγορία 5 |
Μικρότερη των 2,5 ετών |
0 % |
0,4 % |
2,8 % |
8 % |
50 % |
Ίση ή μικρότερη των 2,5 ετών |
0,4 % |
0,8 % |
2,8 % |
8 % |
50 % |
Στην περίπτωση των ανοιγμάτων σε μετοχές των οποίων τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά υπολογίζονται σύμφωνα με την προσέγγιση απλής στάθμισης κινδύνου, τα ποσά αναμενόμενης ζημίας υπολογίζονται με τον ακόλουθο τύπο:
Οι τιμές της EL είναι οι ακόλουθες:
Αναμενόμενη ζημία (EL) = 0,8 % για ανοίγματα σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο σε επαρκώς διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια.
Αναμενόμενη ζημία (EL) = 0,8 % για ανοίγματα σε μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο.
Αναμενόμενη ζημία (EL) = 2,4 % για όλα τα άλλα ανοίγματα σε μετοχές.
Η αναμενόμενη ζημία και το ποσό της αναμενόμενης ζημίας από τα ανοίγματα σε μετοχές των οποίων τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά υπολογίζονται σύμφωνα με την προσέγγιση PD/LGD, τα ποσά αναμενόμενης ζημίας υπολογίζονται με τους ακόλουθους τύπους:
Τα ποσά αναμενόμενης ζημίας για κίνδυνο απομείωσης αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων υπολογίζονται με τους ακόλουθους τύπους:
Άρθρο 159
Αντιμετώπιση των ποσών αναμενόμενης ζημίας
Τα ιδρύματα αφαιρούν τα ποσά αναμενόμενης ζημίας που υπολογίζονται δυνάμει του άρθρου 158 παράγραφοι 5, 6 και 10 από τις προσαρμογές γενικού και ειδικού πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 110, τις πρόσθετες προσαρμογές αξίας σύμφωνα με τα άρθρα 34 και 105 και τις λοιπές μειώσεις ιδίων κεφαλαίων που σχετίζονται με τα εν λόγω ανοίγματα με εξαίρεση τα ποσά που αφαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ). Οι μειώσεις αξίας ανοιγμάτων εντός ισολογισμού αποκτηθέντων αφού είχαν ήδη αθετηθεί σύμφωνα με το άρθρο 166 παράγραφος 1 αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως οι ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου. Οι ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου για αθετημένα ανοίγματα δεν χρησιμοποιούνται για την κάλυψη αναμενόμενων ζημιών από άλλα ανοίγματα. Τα ποσά αναμενόμενης ζημίας για τιτλοποιημένα ανοίγματα και οι γενικές και ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου που σχετίζονται με τα εν λόγω ανοίγματα δεν περιλαμβάνονται στον υπολογισμό.
Άρθρο 160
Πιθανότητα αθέτησης (PD)
Στην περίπτωση αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων έναντι επιχειρήσεων ως προς τις οποίες το ίδρυμα δεν μπορεί να εκτιμήσει την PD ή οι εκτιμήσεις της PD δεν πληρούν τις απαιτήσεις του τμήματος 6, η PD για αυτά τα ανοίγματα καθορίζεται με τις ακόλουθες μεθόδους:
για τις εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων με εξοφλητική προτεραιότητα η PD είναι η εσωτερική εκτίμηση της EL διαιρούμενη δια της LGD για αυτές τις εισπρακτέες απαιτήσεις,
για τις εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων με ελάσσονα εξοφλητική προτεραιότητα, η PD είναι η εσωτερική εκτίμηση της EL,
ένα ίδρυμα που έχει λάβει την άδεια της αρμόδιας αρχής να χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 143 και που μπορεί να επιμερίσει σε PD και LGD τις εσωτερικές εκτιμήσεις της EL για αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων με τρόπο αξιόπιστο κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών, μπορεί να χρησιμοποιήσει την εκτίμηση PD που προκύπτει από τον εν λόγω επιμερισμό.
Τα ιδρύματα μπορούν να λαμβάνουν υπόψη στην PD μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου 4. Όσον αφορά τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας, επιπλέον των παρόχων προστασίας που αναφέρονται στο άρθρο 201 παράγραφος 1 στοιχείο ζ), ο πωλητής των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων είναι επιλέξιμος εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
η επιχείρηση έχει πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕΟΠΑ την οποία η ΕΑΤ αντιστοιχίζει με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες στάθμισης κινδύνου των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων δυνάμει του κεφαλαίου 2,
η επιχείρηση, στην περίπτωση ιδρυμάτων που υπολογίζουν σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοιγμάτων και ποσά αναμενόμενης ζημίας σύμφωνα με την προσέγγιση ΠΕΔ, δεν έχει πιστοληπτική αξιολόγηση από αναγνωρισμένο ΕΟΠΑ και της αποδίδεται με εσωτερική διαβάθμιση πιθανότητα αθέτησης ισοδύναμη με εκείνη που αντιστοιχεί στις πιστοληπτικές αξιολογήσεις των ΕΟΠΑ οι οποίες αντιστοιχίζονται από την ΕΑΤ με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες στάθμισης κινδύνου των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων δυνάμει του κεφαλαίου 2.
Ένα ίδρυμα που έχει λάβει την άδεια της αρμόδιας αρχής να χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD για τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων έναντι επιχειρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 143, μπορεί να λαμβάνει υπόψη μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία με κατάλληλη προσαρμογή της PD, με την επιφύλαξη του άρθρου 161 παράγραφος 3.
Άρθρο 161
Ζημία σε περίπτωση αθέτησης (LGD)
Τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τις ακόλουθες τιμές LGD:
ανοίγματα με εξοφλητική προτεραιότητα χωρίς αποδεκτή εξασφάλιση: 45 %,
ανοίγματα ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας χωρίς αποδεκτή εξασφάλιση: 75 %,
τα ιδρύματα μπορούν να λαμβάνουν υπόψη χρηματοδοτούμενη και μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία για την LGD σύμφωνα με το κεφάλαιο 4,
για τα καλυμμένα ομόλογα που είναι επιλέξιμα για την αντιμετώπιση που καθορίζεται στο άρθρο 129 παράγραφος 4 ή 5 μπορεί να εφαρμόζεται LGD 11,25 %,
για τα ανοίγματα σε αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων με εξοφλητική προτεραιότητα σε περίπτωση που ένα ίδρυμα δεν μπορεί να εκτιμήσει την PD ή οι εσωτερικές εκτιμήσεις της PD δεν πληρούν τις απαιτήσεις του τμήματος 6: 45 %,
για τα ανοίγματα σε αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων με ελάσσονα εξοφλητική προτεραιότητα σε περίπτωση που ένα ίδρυμα δεν μπορεί να εκτιμήσει την PD ή οι εσωτερικές εκτιμήσεις της PD δεν πληρούν τις απαιτήσεις του τμήματος 6: 100 %,
για κίνδυνο απομείωσης της αξίας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων: 75 %.
Άρθρο 162
Ληκτότητα
Εναλλακτικά, στο πλαίσιο της άδειας που αναφέρεται στο άρθρο 143, οι αρμόδιες αρχές αποφασίζουν εάν το ίδρυμα χρησιμοποιεί ληκτότητα (Μ) για κάθε άνοιγμα όπως προβλέπεται δυνάμει της παραγράφου 2.
Τα ιδρύματα που έχουν λάβει την άδεια της αρμόδιας αρχής να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις LGD και εσωτερικούς συντελεστές μετατροπής για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων ή κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών σύμφωνα με το άρθρο 143 υπολογίζουν την M για καθένα από αυτά τα ανοίγματα σύμφωνα με τα στοιχεία α) έως ε) της παρούσας παραγράφου, με την επιφύλαξη των παραγράφων 3 έως 5 του παρόντος άρθρου. Η Μ δεν υπερβαίνει την πενταετία πλην των περιπτώσεων του άρθρου 384 παράγραφος 1, στις οποίες η Μ θα χρησιμοποιείται σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις:
για τα μέσα με χρονοδιάγραμμα χρηματορροών, η M υπολογίζεται με τον ακόλουθο τύπο:
όπου CFt είναι οι χρηματορροές (κεφάλαιο, πληρωμές τόκων και προμήθειες) που καταβάλλει ο πιστούχοςστην περίοδο t βάσει της σύμβασης,
για τα παράγωγα που υπάγονται σε σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού, η M αντιστοιχεί στη σταθμισμένη μέση εναπομένουσα ληκτότητα του ανοίγματος, και δεν μπορεί να είναι μικρότερη του έτους, και το ονομαστικό ποσό κάθε ανοίγματος χρησιμοποιείται για τη στάθμιση της ληκτότητας,
για ανοίγματα από πλήρως ή σχεδόν πλήρως εξασφαλισμένες συναλλαγές στα παράγωγα μέσα που παρατίθενται στο παράρτημα II και από πλήρως ή σχεδόν πλήρως εξασφαλισμένες πράξεις δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης που υπάγονται σε σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού, η M είναι η σταθμισμένη μέση εναπομένουσα ληκτότητα των συναλλαγών και δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 10 ημερών,
για συναλλαγές επαναγοράς ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων που υπάγονται σε σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού, η M είναι η σταθμισμένη μέση εναπομένουσα ληκτότητα των συναλλαγών και δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 5 ημερών. Για τη στάθμιση της ληκτότητας χρησιμοποιείται το ονομαστικό ποσό κάθε συναλλαγής,
ένα ίδρυμα που έχει λάβει την άδεια της αρμόδιας αρχής σύμφωνα με το άρθρο 143 να χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις της PD για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων, η Μ για τα εκταμιευθέντα ποσά ισούται με τη σταθμισμένη μέση ληκτότητα των εν λόγω απαιτήσεων και δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 90 ημερών. Η ίδια τιμή Μ εφαρμόζεται επίσης στα μη αναληφθέντα ποσά πιστωτικής διευκόλυνσης αγοράς με δέσμευση εφόσον αυτή περιέχει περιοριστικές ρήτρες, σημεία ενεργοποίησης πρόωρης εξόφλησης ή άλλα χαρακτηριστικά που προστατεύουν το αποκτών ίδρυμα κατά μιας ουσιαστικής επιδείνωσης της ποιότητας των μελλοντικών εισπρακτέων απαιτήσεων που υποχρεούται να αγοράσει μέχρι τη λήξη ισχύος της διευκόλυνσης. Ελλείψει παρόμοιας αποτελεσματικής προστασίας, η M για τα μη αναληφθέντα ποσά ισούται με το άθροισμα της δυνητικής εισπρακτέας απαίτησης με τη μεγαλύτερη ληκτότητα δυνάμει της συμφωνίας αγοράς και της εναπομένουσας ληκτότητας της πιστωτικής διευκόλυνσης αγοράς, και δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 90 ημερών,
για κάθε άλλο μέσο εκτός των μνημονευομένων στην παρούσα παράγραφο ή εάν το ίδρυμα δεν είναι σε θέση να υπολογίσει την M σύμφωνα με το στοιχείο α), η τιμή της M είναι το ανώτατο χρονικό διάστημα (σε έτη) που έχει ακόμα στη διάθεσή του ο πιστούχος για να εκπληρώσει πλήρως τις συμβατικές του υποχρεώσεις και δεν μπορεί να είναι μικρότερη του έτους,
για τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν την προσέγγιση εσωτερικών υποδειγμάτων που περιγράφεται στο κεφάλαιο 6 τμήμα 6, για τον υπολογισμό της αξίας των ανοιγμάτων, η Μ υπολογίζεται για τα ανοίγματα στα οποία το ίδρυμα εφαρμόζει την εν λόγω προσέγγιση και για τα οποία η ληκτότητα της σύμβασης με τη μεγαλύτερη διάρκεια στο συμψηφιστικό σύνολο υπερβαίνει το έτος σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:
όπου:
|
= |
μια εικονική μεταβλητή, η τιμή της οποίας στη μελλοντική χρονική περίοδο tk ισούται με μηδέν εάν tk > 1 έτους και με 1 εάν tk ≤ 1, |
|
= |
το αναμενόμενο άνοιγμα στη μελλοντική περίοδο tk, |
|
= |
το πραγματικό αναμενόμενο άνοιγμα στη μελλοντική περίοδο tk, |
|
= |
ο συντελεστής προεξόφλησης χωρίς κίνδυνο για τη μελλοντική χρονική περίοδο tk, |
ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί εσωτερικό υπόδειγμα για τον υπολογισμό μονομερούς προσαρμογής πιστωτικής αποτίμησης (credit valuation adjustment ή CVA) μπορεί, με την άδεια των αρμόδιων αρχών, να λάβει ως τιμή της Μ την πραγματική μέση σταθμική διάρκεια (duration) όπως αυτή εκτιμάται βάσει του εσωτερικού υποδείγματος.
Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, για συμψηφιστικά σύνολα στα οποία όλες οι συμβάσεις έχουν αρχική ληκτότητα κάτω του έτους, εφαρμόζεται ο τύπος του στοιχείου α),
για τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν την προσέγγιση εσωτερικών υποδειγμάτων που περιγράφεται στο τμήμα 6 του κεφαλαίου 6 για τον υπολογισμό της αξίας των ανοιγμάτων και που έχουν άδεια να χρησιμοποιούν εσωτερικό υπόδειγμα για τον ειδικό κίνδυνο από διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς τίτλους σύμφωνα με το Τρίτο Μέρος, τίτλος IV, κεφάλαιο 5, η Μ λαμβάνει τιμή 1 στον τύπο του άρθρου 153 παράγραφος 1, εφόσον το ίδρυμα μπορεί να αποδείξει στις αρμόδιες αρχές ότι το εσωτερικό του υπόδειγμα για τον ειδικό κίνδυνο από διαπραγματεύσιμους χρεωστικούς τίτλους που εφαρμόζεται στο άρθρο 383 περιλαμβάνει τις επιπτώσεις από μεταβολές της διαβάθμισης,
για τους σκοπούς του άρθρου 153 παράγραφος 3 η Μ είναι η πραγματική ληκτότητα της πιστωτικής προστασίας, δεν μπορεί όμως να είναι κατώτερη του έτους.
Εάν η τεκμηρίωση των συμβάσεων απαιτεί καθημερινή προσαρμογή περιθωρίου και καθημερινή αποτίμηση αξίας και περιλαμβάνει ρήτρες που επιτρέπουν την άμεση ρευστοποίηση ή τον συμψηφισμό των εξασφαλίσεων σε περίπτωση αθέτησης ή μη κατάθεσης του απαιτούμενου περιθωρίου, η Μ είναι τουλάχιστον μία ημέρα για:
τα πλήρως ή σχεδόν πλήρως εξασφαλισμένα παράγωγα μέσα που αναφέρονται στο παράρτημα II,
τις πλήρως ή σχεδόν πλήρως εξασφαλισμένες συναλλαγές δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης,
συναλλαγές επαναγοράς ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων.
Επιπλέον, για τα άλλα αποδεκτά βραχυπρόθεσμα ανοίγματα που δεν αποτελούν μέρος της τρέχουσας χρηματοδότησης του πιστούχου από το ίδρυμα, η M είναι τουλάχιστον μία ημέρα. Ως αποδεκτά βραχυπρόθεσμα ανοίγματα θεωρούνται τα εξής:
ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων που προκύπτουν από τον διακανονισμό υποχρεώσεων ξένου συναλλάγματος,
αυτοεξοφλούμενες βραχυπρόθεσμες συναλλαγές χρηματοδότησης του εμπορίου, που συνδέονται με την ανταλλαγή αγαθών ή υπηρεσιών, με εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη ή ίση με ένα έτος όπως αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 80),
ανοίγματα που προκύπτουν από τον διακανονισμό αγορών και πωλήσεων τίτλων εντός της συνήθους περιόδου παράδοσης ή δύο εργάσιμων ημερών,
ανοίγματα που προκύπτουν από διακανονισμούς σε μετρητά με τραπεζικό έμβασμα και από διακανονισμούς ηλεκτρονικής πληρωμής και προπληρωμένου κόστους, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών διευκολύνσεων από αποτυχημένες συναλλαγές που δεν υπερβαίνουν ένα μικρό, πάγιο συμφωνηθέντα αριθμό εργάσιμων ημερών.
Άρθρο 163
Πιθανότητα αθέτησης (PD)
Άρθρο 164
Ζημία σε περίπτωση αθέτησης (LGD)
Το μέσο σταθμισμένο ύψος της LGD για όλα τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής που είναι εξασφαλισμένα με υποθήκες επί εμπορικών ακινήτων και δεν καλύπτονται από εγγυήσεις κεντρικών κυβερνήσεων δεν πρέπει να είναι κατώτερο του 15 %.
Σε περίπτωση που η αρχή η οποία ορίζεται από το κράτος μέλος για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου είναι η αρμόδια αρχή, η εν λόγω αρχή διασφαλίζει ότι οι σχετικοί εθνικοί φορείς και αρχές που έχουν μακροπροληπτική εντολή είναι δεόντως ενημερωμένοι σχετικά με την πρόθεση της αρμόδιας αρχής να κάνει χρήση του παρόντος άρθρου, και συμμετέχουν καταλλήλως στην εκτίμηση των ανησυχιών σχετικά με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο κράτος μέλος τους σύμφωνα με την παράγραφο 6.
Όταν η αρχή που ορίζεται από το κράτος μέλος για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου είναι διαφορετική από την αρμόδια αρχή, τα κράτη μέλη εγκρίνουν τις διατάξεις που είναι αναγκαίες προκειμένου να διασφαλίζονται κατάλληλος συντονισμός και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της αρμόδιας και της εντεταλμένης αρχής για την ορθή εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Ειδικότερα, απαιτείται από τις αρχές να συνεργάζονται στενά και να ανταλλάσσουν κάθε πληροφορία που μπορεί να είναι αναγκαία για την επαρκή εκτέλεση των καθηκόντων που επιβάλλονται στην εντεταλμένη αρχή δυνάμει του παρόντος άρθρου. Αυτή η συνεργασία αποσκοπεί στην αποφυγή αλληλοεπικαλυπτόμενης ή ασυνεπούς δράσης κάθε μορφής μεταξύ της αρμόδιας αρχής και της εντεταλμένης αρχής, καθώς και στη διασφάλιση ότι η αλληλεπίδραση με άλλα μέτρα, ιδίως μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 458 του παρόντος κανονισμού και του άρθρου 133 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, λαμβάνεται δεόντως υπόψη.
Όταν, με βάση την εκτίμηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, η αρχή που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5 συμπεραίνει ότι οι ελάχιστες τιμές LGD που αναφέρονται στην παράγραφο 4 δεν είναι επαρκείς, και αν κρίνει ότι η ανεπάρκεια των τιμών LGD θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την υπάρχουσα ή μελλοντική χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο οικείο κράτος μέλος, μπορεί να καθορίσει υψηλότερες ελάχιστες τιμές LGD για εκείνα τα ανοίγματα που βρίσκονται σε ένα ή περισσότερα τμήματα της επικράτειας του κράτους μέλους της αρμόδιας αρχής. Αυτές οι υψηλότερες ελάχιστες τιμές μπορούν επίσης να εφαρμόζονται στο επίπεδο μίας ή περισσοτέρων κατηγοριών ακινήτων των εν λόγω ανοιγμάτων.
Η αρχή που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5 παρέχει γνωστοποίηση στην ΕΑΤ και το ΕΣΣΚ προτού λάβει την απόφαση που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο. Εντός ενός μηνός από την παραλαβή της γνωστοποίησης αυτής, η ΕΑΤ και το ΕΣΣΚ παρέχουν τη γνώμη τους στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Η ΕΑΤ και το ΕΣΣΚ δημοσιοποιούν τις εν λόγω τιμές LGD.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2019.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Το ΕΣΣΚ μπορεί, μέσω συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, και σε στενή συνεργασία με την ΕΑΤ, να παρέχει καθοδήγηση στις αρχές που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου σχετικά με τα ακόλουθα:
τους παράγοντες που θα μπορούσαν να «επηρεάσουν αρνητικά την υπάρχουσα ή μελλοντική χρηματοπιστωτική σταθερότητα» όπως αναφέρεται στην παράγραφο 6 και
ενδεικτικούς δείκτες αναφοράς τους οποίους η εντεταλμένη αρχή που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5 οφείλει να λαμβάνει υπόψη κατά τον προσδιορισμό υψηλότερων ελάχιστων τιμών LGD.
Άρθρο 165
Ανοίγματα σε μετοχές που υπάγονται στην προσέγγιση PD/LGD
Εφαρμόζονται οι ακόλουθοι συντελεστές:
0,09 % για ανοίγματα σε μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο εφόσον η επένδυση αποτελεί μέρος μακροχρόνιας σχέσης με τον πελάτη,
0,09 % για ανοίγματα σε μετοχές μη διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο εφόσον η απόδοση της επένδυσης βασίζεται σε τακτικές και περιοδικές χρηματορροές που δεν προέρχονται από υπεραξίες κεφαλαίου,
0,40 % για ανοίγματα σε μετοχές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο, περιλαμβανομένων άλλων αρνητικών θέσεων οριζόμενων στο άρθρο 155 παράγραφος 2,
1,25 % για όλα τα άλλα ανοίγματα σε μετοχές, περιλαμβανομένων άλλων αρνητικών θέσεων οριζόμενων στο άρθρο 155 παράγραφος 2.
Άρθρο 166
Ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων, κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών και ανοίγματα λιανικής τραπεζικής
Ο κανόνας αυτός εφαρμόζεται επίσης σε στοιχεία ενεργητικού που αποκτήθηκαν σε τιμή διαφορετική από το οφειλόμενο ποσό.
Για τα αποκτηθέντα στοιχεία ενεργητικού, η διαφορά μεταξύ του οφειλόμενου ποσού και της λογιστικής αξίας που απομένει μετά από την εφαρμογή ειδικών προσαρμογών του πιστωτικού κινδύνου, η οποία εγγράφεται στον ισολογισμό των ιδρυμάτων κατά την αγορά του στοιχείου ενεργητικού καταχωρίζεται ως μείωση αξίας εάν το οφειλόμενο ποσό είναι μεγαλύτερο και ως αύξηση αξίας εάν είναι μικρότερο.
Για τα ακόλουθα στοιχεία, η αξία ανοίγματος υπολογίζεται ως το ποσό δέσμευσης που δεν έχει αναληφθεί πολλαπλασιασμένο με συντελεστή μετατροπής. Τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τους ακόλουθους συντελεστές μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 151 παράγραφος 8 για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων, κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών:
για τα πιστωτικά όρια που είναι ακυρώσιμα από το ίδρυμα άνευ όρων ανά πάσα στιγμή χωρίς προειδοποίηση, ή παρέχουν στο ίδρυμα πραγματική δυνατότητα αυτόματης ακύρωσης λόγω επιδείνωσης της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, εφαρμόζεται συντελεστής μετατροπής 0 %. Όταν εφαρμόζουν συντελεστή μετατροπής 0 %, τα ιδρύματα παρακολουθούν ενεργά τη χρηματοοικονομική κατάσταση του πιστούχου και διαθέτουν εσωτερικά συστήματα ελέγχου που τους επιτρέπουν να εντοπίζουν αμέσως κάθε επιδείνωση της πιστωτικής ποιότητας του πιστούχου. Λιανικά πιστωτικά όρια μπορούν να θεωρηθούν ως ακυρώσιμα άνευ όρων όταν οι όροι επιτρέπουν στο ίδρυμα να τα ακυρώσει έως το ανώτατο επιτρεπόμενο ποσό βάσει της νομοθεσίας για την προστασία του καταναλωτή και της συναφούς νομοθεσίας,
για τις βραχυπρόθεσμες ενέγγυες πιστώσεις που συνδέονται με κινήσεις αγαθών, εφαρμόζεται συντελεστής μετατροπής 20 % τόσο από το ίδρυμα που εκδίδει όσο και από εκείνο που επιβεβαιώνει την ενέγγυα πίστωση,
για μη αναληφθείσες πιστωτικές διευκολύνσεις ανακυκλούμενων εισπρακτέων απαιτήσεων που μπορούν να ακυρώνονται άνευ όρων ή παρέχουν στο ίδρυμα πραγματική δυνατότητα αυτόματης ακύρωσης ανά πάσα στιγμή χωρίς προειδοποίηση, εφαρμόζεται συντελεστής μετατροπής 0 %. Όταν εφαρμόζουν συντελεστή μετατροπής 0 %, τα πιστωτικά ιδρύματα παρακολουθούν ενεργά τη χρηματοοικονομική κατάσταση του πιστούχου και διαθέτουν εσωτερικά συστήματα ελέγχου που τους επιτρέπουν να εντοπίζουν αμέσως κάθε επιδείνωση της πιστωτικής ποιότητας του πιστούχου,
για τα άλλα πιστωτικά όρια, τις διευκολύνσεις έκδοσης βραχυπρόθεσμων γραμματίων (NIFs) και τις ανανεούμενες διευκολύνσεις αναδοχής (RUFs), εφαρμόζεται συντελεστής μετατροπής 75 %.
Τα ιδρύματα που πληρούν τις απαιτήσεις για τη χρήση εσωτερικών εκτιμήσεων συντελεστών μετατροπής σύμφωνα με το τμήμα 6, μπορούν να εφαρμόζουν τις εσωτερικές τους εκτιμήσεις σε διάφορα είδη προϊόντων αναφερόμενα στα στοιχεία α) έως δ), με την άδεια των αρμόδιων αρχών.
Για όλα τα άλλα στοιχεία εκτός ισολογισμού πλην εκείνων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 8, η αξία ανοίγματος αντιστοιχεί στο εξής ποσοστό της αξίας του:
100 % εάν πρόκειται για στοιχείο πλήρους κινδύνου,
50 % εάν πρόκειται για στοιχείο μέτριου κινδύνου,
20 % εάν πρόκειται για στοιχείο κινδύνου μέτριου προς χαμηλό,
0 % εάν πρόκειται για στοιχείο χαμηλού κινδύνου.
Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η απόδοση βαθμίδων κινδύνου στα εκτός ισολογισμού στοιχεία γίνεται σύμφωνα με το παράρτημα I.
Άρθρο 167
Ανοίγματα σε μετοχές
Άρθρο 168
Άλλα στοιχεία του ενεργητικού που δεν συνιστούν πιστωτικές υποχρεώσεις.
Η αξία ανοίγματος άλλων στοιχείων ενεργητικού που δεν συνιστούν πιστωτικές υποχρεώσεις είναι η λογιστική αξία που απομένει μετά την εφαρμογή ειδικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου.
Άρθρο 169
Γενικές αρχές
Άρθρο 170
Διάρθρωση των συστημάτων διαβάθμισης
Η διάρθρωση των συστημάτων διαβάθμισης για ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών συμμορφώνεται με τις κατωτέρω απαιτήσεις:
το σύστημα διαβάθμισης λαμβάνει υπόψη τα χαρακτηριστικά κινδύνου του πιστούχου και της συναλλαγής,
το σύστημα διαβάθμισης έχει κλίμακα διαβάθμισης πιστούχων που αντικατοπτρίζει αποκλειστικά την ποσοτικοποίηση του κινδύνου αθέτησης της υποχρέωσης του πιστούχου. Η κλίμακα διαβάθμισης πιστούχων περιλαμβάνει τουλάχιστον 7 βαθμίδες για τους πιστούχοι που δεν αθέτησαν και μία βαθμίδα για τους πιστούχοι που αθέτησαν,
το ίδρυμα τεκμηριώνει γραπτώς τη σχέση μεταξύ βαθμίδων πιστούχου από την άποψη του επιπέδου κινδύνου αθέτησης που αντιστοιχεί σε κάθε βαθμίδα και των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό αυτού του επιπέδου,
τα ιδρύματα των οποίων τα χαρτοφυλάκια είναι συγκεντρωμένα σε δεδομένο τμήμα αγοράς και εύρος κινδύνου αθέτησης διαθέτουν επαρκή αριθμό βαθμίδων πιστούχου εντός του εύρους αυτού ώστε να αποφεύγουν την υπερβολική συγκέντρωση πιστούχων σε δεδομένη βαθμίδα. Σημαντικές συγκεντρώσεις σε μία βαθμίδα δικαιολογούνται εάν υπάρχουν πειστικές εμπειρικές ενδείξεις ότι η συγκεκριμένη βαθμίδα πιστούχου καλύπτει ένα εύλογα στενό εύρος τιμών PD και ότι ο κίνδυνος αθέτησης που αντιπροσωπεύουν όλοι οι πιστούχοι της βαθμίδας δεν υπερβαίνει τα όρια αυτού του εύρους τιμών,
για να επιτραπεί από την αρμόδια αρχή η χρησιμοποίηση εσωτερικών εκτιμήσεων LGD για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων των εσωτερικών εκτιμήσεων, το σύστημα διαβάθμισης περιλαμβάνει χωριστή κλίμακα διαβάθμισης πιστοδοτήσεων που αντικατοπτρίζει αποκλειστικά τα χαρακτηριστικά της συναλλαγής που σχετίζονται με την LGD. Ο ορισμός της βαθμίδας πιστοδότησης περιλαμβάνει περιγραφή του τρόπου με τον οποίο τα ανοίγματα ταξινομούνται σε δεδομένη βαθμίδα και των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται για τη διάκριση των επιπέδων κινδύνου των διαφόρων βαθμίδων,
σημαντικές συγκεντρώσεις σε μία βαθμίδα πιστοδότησης δικαιολογούνται εάν υπάρχουν πειστικές εμπειρικές ενδείξεις ότι η βαθμίδα αυτή καλύπτει ένα εύλογα στενό εύρος τιμών της LGD και ότι ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν όλα τα ανοίγματα της βαθμίδας δεν υπερβαίνει τα όρια αυτού του εύρους τιμών.
Η διάρθρωση των συστημάτων διαβάθμισης για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής πρέπει να πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:
τα συστήματα διαβάθμισης πρέπει να αντικατοπτρίζουν τόσο τον κίνδυνο του πιστούχου όσο και τον κίνδυνο της συναλλαγής και να αποτυπώνουν όλα τα κατάλληλα χαρακτηριστικά του πιστούχου και της συναλλαγής που επηρεάζουν τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο,
ο βαθμός διαφοροποίησης των κινδύνων εξασφαλίζει ότι ο αριθμός των ανοιγμάτων σε δεδομένη βαθμίδα ή ομάδα με ομοειδή χαρακτηριστικά είναι επαρκής για να είναι δυνατή μια ουσιαστική ποσοτικοποίηση και επικύρωση των χαρακτηριστικών ζημίας αυτής της βαθμίδας ή ομάδας. Η κατανομή των ανοιγμάτων και των πιστούχων σε βαθμίδες ή ομάδες είναι τέτοια ώστε να αποφεύγεται η υπερβολική συγκέντρωση,
η διαδικασία ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες επιτρέπει ουσιαστική διαφοροποίηση των κινδύνων, την ομαδοποίηση ανοιγμάτων με επαρκώς ομοιογενή χαρακτηριστικά και επιτρέπει την ακριβή και συνεπή εκτίμηση των χαρακτηριστικών ζημίας στο επίπεδο κάθε βαθμίδας ή ομάδας. Για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις, η ομαδοποίηση αντικατοπτρίζει τις πρακτικές αναδοχής των πωλητών και την ανομοιογένεια των πελατών τους.
Κατά την ταξινόμηση των ανοιγμάτων τους σε βαθμίδες ή ομάδες, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες κινδύνου:
τα χαρακτηριστικά κινδύνου του πιστούχου,
τα χαρακτηριστικά κινδύνου της συναλλαγής περιλαμβανομένου του είδους του προϊόντος ή της εξασφάλισης, ή αμφοτέρων. Τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν χωριστά τις περιπτώσεις στις οποίες περισσότερα ανοίγματα καλύπτονται από την ίδια εξασφάλιση,
τις καθυστερήσεις, εκτός εάν το ίδρυμα αποδείξει επαρκώς στις αρμόδιες αρχές ότι δεν αποτελούν σημαντικό παράγοντα κινδύνου για το σχετικό άνοιγμα.
Άρθρο 171
Ταξινόμηση σε βαθμίδες ή ομάδες
Το ίδρυμα διαθέτει ειδικούς ορισμούς, διαδικασίες και κριτήρια για την ταξινόμηση των ανοιγμάτων του στις βαθμίδες ή ομάδες ενός συστήματος διαβάθμισης, σύμφωνα με τις κατωτέρω απαιτήσεις:
οι ορισμοί των βαθμίδων ή ομάδων και τα κριτήρια ταξινόμησης σε αυτές είναι επαρκώς λεπτομερείς ώστε να επιτρέπουν στους υπεύθυνους των διαβαθμίσεων να κατατάσσουν με συνέπεια τους πιστούχοι ή τις πιστοδοτήσεις με παρόμοιο κίνδυνο στην ίδια βαθμίδα ή ομάδα, όποιες και εάν είναι οι σχετικές επιχειρηματικές δραστηριότητες, αρμόδιες υπηρεσίες ή γεωγραφικές τοποθεσίες,
η γραπτή τεκμηρίωση της διαδικασίας διαβάθμισης επιτρέπει στους τρίτους να κατανοούν τον τρόπο ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες, να αναπαράγουν την ταξινόμηση αυτή και να αξιολογούν την καταλληλότητά της,
τα χρησιμοποιούμενα κριτήρια πρέπει επίσης να είναι συνεπή με τα εσωτερικά πιστοδοτικά πρότυπα του ιδρύματος και με τις πολιτικές του για τη διαχείριση των προβληματικών πιστούχων και πιστοδοτήσεων.
Άρθρο 172
Ταξινόμηση των ανοιγμάτων
Τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών, καθώς και τα ανοίγματα σε μετοχές όταν ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί την προσέγγιση PD/LGD του άρθρου 155 παράγραφος 3, ταξινομούνται σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:
κάθε πιστούχος ταξινομείται σε βαθμίδα πιστούχου στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης της πίστωσης,
για τα ανοίγματα εκείνα για τα οποία ένα ίδρυμα έχει λάβει την άδεια της αρμόδιας αρχής να χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις LGD και συντελεστών μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 143, κάθε άνοιγμα ταξινομείται επίσης σε βαθμίδα πιστοδότησης στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης της πίστωσης,
τα ιδρύματα που εφαρμόζουν τις προσεγγίσεις του άρθρου 153 παράγραφος 5 για τον καθορισμό των συντελεστών στάθμισης κινδύνου για τα ανοίγματα ειδικού δανεισμού ταξινομούν καθένα από τα ανοίγματα αυτά σε μία βαθμίδα σύμφωνα με το άρθρο 170 παράγραφος 2,
κάθε χωριστή οντότητα έναντι της οποίας έχει άνοιγμα το ίδρυμα διαβαθμίζεται χωριστά. Κάθε ίδρυμα διαθέτει κατάλληλες πολιτικές για την αντιμετώπιση των μεμονωμένων πιστούχων-πελατών και των ομάδων συνδεδεμένων πελατών,
διαφορετικά ανοίγματα έναντι του ιδίου πιστούχου ταξινομούνται στην ίδια βαθμίδα πιστούχου, ανεξάρτητα από τις τυχόν διαφορές μεταξύ των σχετικών συναλλαγών. Ωστόσο, στις ακόλουθες περιπτώσεις επιτρέπεται η ταξινόμηση διαφορετικών ανοιγμάτων έναντι του ιδίου πιστούχου σε περισσότερες βαθμίδες:
υπάρχει κίνδυνος μεταφοράς σε άλλη χώρα, ανάλογα με το εάν τα ανοίγματα είναι εκφρασμένα σε τοπικό ή σε ξένο νόμισμα,
οι εγγυήσεις που συνδέονται με ένα άνοιγμα μπορούν να αναγνωρίζονται με την προσαρμογή της ταξινόμησης σε βαθμίδα πιστούχου,
η νομοθεσία περί προστασίας των καταναλωτών και περί τραπεζικού απορρήτου ή άλλη νομοθεσία απαγορεύουν την ανταλλαγή δεδομένων που αφορούν τον πελάτη.
Άρθρο 173
Αρτιότητα της διαδικασίας ταξινόμησης
Για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών, καθώς και για τα ανοίγματα σε μετοχές όταν ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί την προσέγγιση PD/LGD του άρθρου 155 παράγραφος 3, η διαδικασία ταξινόμησης πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις αρτιότητας:
οι ταξινομήσεις και η περιοδική επανεξέτασή τους πραγματοποιούνται ή εγκρίνονται από ανεξάρτητο τρίτο που δεν επωφελείται άμεσα από την απόφαση χορήγησης της πίστωσης,
τα ιδρύματα επανεξετάζουν τις ταξινομήσεις τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο και προσαρμόζουν την ταξινόμηση όταν το αποτέλεσμα της επανεξέτασης δεν αιτιολογεί τη μεταφορά της τρέχουσας ταξινόμησης. Οι πιστούχοι υψηλού κινδύνου και τα προβληματικά ανοίγματα υπάγονται σε συχνότερη επανεξέταση. Τα ιδρύματα πραγματοποιούν νέα ταξινόμηση εάν καθίστανται διαθέσιμες νέες σημαντικές πληροφορίες για τον πιστούχου ή το άνοιγμα,
το ίδρυμα εφαρμόζει αποτελεσματική διαδικασία συγκέντρωσης και επικαιροποίησης των κατάλληλων πληροφοριών για τα χαρακτηριστικά των πιστούχων τα οποία έχουν επίπτωση στην PD, καθώς και για τα χαρακτηριστικά των συναλλαγών τα οποία επηρεάζουν τις LGD ή τους συντελεστές μετατροπής.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 174
Χρήση υποδειγμάτων
Εάν το ίδρυμα χρησιμοποιεί στατιστικά υποδείγματα και άλλες αυτοματοποιημένες μεθόδους για την ταξινόμηση των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες πιστούχων ή πιστοδοτήσεων, πρέπει να πληρούνται οι κατωτέρω απαιτήσεις:
το υπόδειγμα πρέπει να έχει καλή προβλεπτική ικανότητα και η χρήση του να μην οδηγεί σε στρεβλώσεις των κεφαλαιακών απαιτήσεων. Οι μεταβλητές που εισάγονται στο υπόδειγμα πρέπει να αποτελούν εύλογη και αποτελεσματική βάση για τις προβλέψεις του. Το υπόδειγμα δεν πρέπει να έχει σημαντικές μεροληψίες,
το ίδρυμα πρέπει να διαθέτει διαδικασία για την εξακρίβωση των δεδομένων που εισάγονται στο υπόδειγμα, η οποία να περιλαμβάνει τον έλεγχο της ακρίβειας, της πληρότητας και της καταλληλότητας των δεδομένων,
τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για τον σχεδιασμό του υποδείγματος πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικά του συνόλου των πραγματικών πιστούχων ή ανοιγμάτων του ιδρύματος,
το ίδρυμα πρέπει να διαθέτει τακτικό κύκλο επικύρωσης του υποδείγματος, ο οποίος να περιλαμβάνει έλεγχο των επιδόσεων και της σταθερότητάς του, επανεξέταση των προδιαγραφών του και σύγκριση των προβλέψεών του με τα πραγματικά αποτελέσματα,
το ίδρυμα πρέπει, εκτός από το στατιστικό υπόδειγμα, να χρησιμοποιεί επίσης ανθρώπινη κρίση και εποπτεία για τον έλεγχο των ταξινομήσεων που βασίζονται στο υπόδειγμα και να διασφαλίζει ότι το υπόδειγμα χρησιμοποιείται ορθά. Οι διαδικασίες επανεξέτασης πρέπει να επιτρέπουν τον εντοπισμό και τον περιορισμό των σφαλμάτων που σχετίζονται με τις αδυναμίες του υποδείγματος. Στην ανθρώπινη κρίση πρέπει να υπόκεινται όλες οι κατάλληλες πληροφορίες που δεν συνυπολογίζονται από το υπόδειγμα. Το ίδρυμα πρέπει να τεκμηριώνει γραπτώς τον τρόπο με τον οποίο η ανθρώπινη κρίση πρέπει να συνδυάζεται με τα αποτελέσματα του υποδείγματος.
Άρθρο 175
Τεκμηρίωση των συστημάτων διαβάθμισης
Εάν το ίδρυμα χρησιμοποιεί στατιστικά υποδείγματα στη διαδικασία διαβάθμισης, τεκμηριώνει γραπτώς τις μεθοδολογίες τους. Η τεκμηρίωση αυτή:
περιγράφει λεπτομερώς τη θεωρία, τις παραδοχές και τη μαθηματική και εμπειρική βάση της αντιστοίχισης των εκτιμήσεων με συγκεκριμένες βαθμίδες, μεμονωμένους πιστούχους, ανοίγματα ή ομάδες κινδύνου, καθώς και τις πηγές δεδομένων που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση του υποδείγματος,
εφαρμόζει αυστηρή στατιστική διαδικασία επικύρωσης του υποδείγματος (η οποία περιλαμβάνει δοκιμές επιδόσεων εκτός χρόνου και εκτός δείγματος),
αναφέρει κάθε περίσταση στην οποία το υπόδειγμα δεν λειτουργεί αποτελεσματικά.
Άρθρο 176
Διαχείριση των δεδομένων
Για τα ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών, καθώς και για τα ανοίγματα σε μετοχές όταν ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί την προσέγγιση PD/LGD του άρθρου 155 παράγραφος 3, τα ιδρύματα συλλέγουν και αποθηκεύουν:
τα πλήρη ιστορικά δεδομένα για τις διαβαθμίσεις των πιστούχων και των αποδεκτών εγγυητών,
τις ημερομηνίες των διαβαθμίσεων,
τα κυριότερα δεδομένα και τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκαν για τις διαβαθμίσεις,
τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για κάθε διαβάθμιση,
την ταυτότητα των πιστούχων που αθέτησαν και τα ανοίγματα σε αθέτηση,
τις ημερομηνίες και τις συνθήκες των αθετήσεων,
τα δεδομένα για την PD και το πραγματικό ποσοστό αθέτησης για κάθε βαθμίδα διαβάθμισης και για κάθε μεταβολή διαβάθμισης.
Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις LGD και συντελεστών μετατροπής συλλέγουν και αποθηκεύουν:
τα πλήρη ιστορικά δεδομένα για τις διαβαθμίσεις των πιστοδοτήσεων και για τις εκτιμήσεις LGD και συντελεστών μετατροπής για κάθε κλίμακα διαβάθμισης,
τις ημερομηνίες των διαβαθμίσεων και των εκτιμήσεων,
τα κυριότερα δεδομένα και τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκαν για τις διαβαθμίσεις των πιστοδοτήσεων και για τις εκτιμήσεις LGD και συντελεστών μετατροπής,
τα πρόσωπα που διαβάθμισαν την πιστοδότηση και τα πρόσωπα που παρείχαν εκτίμηση της LGD και των συντελεστών μετατροπής,
τα δεδομένα για τις εκτιμηθείσες και τις πραγματικές τιμές της LGD και των συντελεστών μετατροπής για κάθε άνοιγμα σε αθέτηση,
τα δεδομένα για την LGD του ανοίγματος πριν και μετά την αξιολόγηση της επίπτωσης μιας εγγύησης ή ενός πιστωτικού παραγώγου, για τα ιδρύματα τα οποία λαμβάνουν υπόψη στον υπολογισμό της LGD τη μείωση του πιστωτικού κινδύνου που επιτυγχάνεται με εγγυήσεις ή πιστωτικά παράγωγα,
τα δεδομένα για τις συνιστώσες της ζημίας για κάθε άνοιγμα σε αθέτηση.
Για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, τα ιδρύματα συλλέγουν και αποθηκεύουν:
τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία ταξινόμησης των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες,
τα δεδομένα για τις εκτιμήσεις της PD, της LGD και των συντελεστών μετατροπής για κάθε βαθμίδα ή ομάδα,
την ταυτότητα των πιστούχων που αθέτησαν και τα ανοίγματα σε αθέτηση,
για τα ανοίγματα σε αθέτηση, τα δεδομένα για τη βαθμίδα ή την ομάδα στην οποία το άνοιγμα είχε ταξινομηθεί κατά το έτος πριν από την αθέτηση και για τις πραγματικές τιμές της LGD και των συντελεστών μετατροπής,
τα δεδομένα για τα ποσοστά ζημίας για τις αποδεκτές ανακυκλούμενες πιστώσεις λιανικής τραπεζικής.
Άρθρο 177
Προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων για την αξιολόγηση της κεφαλαιακής επάρκειας
Άρθρο 178
Αθέτηση πιστούχου
Ένας πιστούχος θεωρείται ότι είναι σε «αθέτηση» εάν έχει επέλθει ένα ή και τα δύο από τα ακόλουθα γεγονότα:
το ίδρυμα εκτιμά ότι ο πιστούχος δεν είναι πιθανό να εκπληρώσει πλήρως την πιστωτική του υποχρέωση έναντι του ιδρύματος, της μητρικής του επιχείρησης ή μιας από τις θυγατρικές του, εκτός εάν το ίδρυμα προσφύγει σε μέτρα όπως η ρευστοποίηση της εξασφάλισης,
ο πιστούχος είναι σε καθυστέρηση πληρωμών άνω των 90 ημερών σε οποιαδήποτε σημαντική πιστωτική υποχρέωση έναντι του ιδρύματος, της μητρικής του επιχείρησης ή των θυγατρικών του. Οι αρμόδιες αρχές δύναται να αντικαταστήσουν τις 90 ημέρες με 180 ημέρες για τα ανοίγματα που είναι εξασφαλισμένα με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία ή εμπορικά ακίνητα ΜΜΕ στην κατηγορία ανοιγμάτων λιανικής, καθώς και για τα ανοίγματα σε οντότητες του δημόσιου τομέα. Οι 180 ημέρες δεν ισχύουν για τους σκοπούς του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ) ή του άρθρου 127.
Στην περίπτωση των ανοιγμάτων λιανικής τραπεζικής, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν τον ορισμό της αθέτησης που αναφέρεται στα στοιχεία α) και β) του πρώτου εδαφίου στο επίπεδο μεμονωμένης πιστωτικής διευκόλυνσης και όχι σε ό,τι αφορά τις συνολικές υποχρεώσεις του δανειολήπτη.
Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο β) ισχύουν τα εξής:
για τις υπεραναλήψεις, η καθυστέρηση αρχίζει αμέσως μόλις ο πιστούχος υπερβεί ένα εγκεκριμένο όριο, ειδοποιηθεί ότι διαθέτει όριο χαμηλότερο από το τρέχον υπόλοιπο ή πραγματοποιήσει ανάληψη ποσών χωρίς έγκριση και τα βασικά ποσά είναι σημαντικά,
για τους σκοπούς του στοιχείου α), ένα εγκεκριμένο όριο αποτελείται από οποιοδήποτε πιστωτικό όριο έχει προσδιοριστεί από το ίδρυμα και το οποίο έχει γνωστοποιηθεί στον πιστούχου από το ίδρυμα,
η καθυστέρηση για τις πιστωτικές κάρτες αρχίζει από τη λήξη της προθεσμίας εξόφλησης,
το ουσιώδες της καθυστερημένης πιστωτικής υποχρέωσης εκτιμάται βάσει ορίου που ορίζεται από τις αρμόδιες αρχές. Το όριο αυτό αντικατοπτρίζει ένα εύλογο επίπεδο κινδύνου κατά την κρίση της αρμόδιας αρχής,
τα ιδρύματα έχουν τεκμηριωμένες πολιτικές όσον αφορά τη μέτρηση των ημερών καθυστέρησης, ιδιαίτερα όσον αφορά τη χρονική αναπροσαρμογή των πιστοδοτήσεων και την παραχώρηση παρατάσεων, τροποποιήσεων ή αναβολών, ανανεώσεων και όσον αφορά τον συμψηφισμό των υφιστάμενων λογαριασμών. Οι εν λόγω πολιτικές εφαρμόζονται σταθερά και με συνέπεια και συμμορφώνονται με τη διαχείριση του εσωτερικού κινδύνου και τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων του ιδρύματος.
Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη ως ενδείξεις πιθανής αδυναμίας πληρωμής είναι τα εξής:
η πιστωτική υποχρέωση έχει χαρακτηριστεί από το ίδρυμα ως μη εκτοκιζόμενη,
το ίδρυμα αναγνωρίζει μια σημαντική προσαρμογή πιστωτικού κινδύνου που δικαιολογείται από τη διαπίστωση σημαντικής επιδείνωσης της ποιότητας της πίστωσης από το χρόνο της χορήγησής της,
το ίδρυμα πωλεί την πιστωτική υποχρέωση με σημαντική οικονομική ζημία λόγω της επιδείνωσης της ποιότητας της πίστωσης,
το ίδρυμα συναινεί στην επείγουσα αναδιάρθρωση της πιστωτικής υποχρέωσης, η οποία είναι πιθανό ότι θα οδηγήσει στη μείωσή της λόγω διαγραφής ή αναδιάταξης σημαντικού τμήματος του κεφαλαίου, των τόκων ή (κατά περίπτωση) των προμηθειών. Στην περίπτωση των ανοιγμάτων σε μετοχές που αποτιμώνται με την προσέγγιση PD/LGD, αυτό περιλαμβάνει την επείγουσα αναδιάρθρωση της ίδιας της μετοχικής θέσης,
το ίδρυμα έχει ζητήσει την κήρυξη σε πτώχευση του πιστούχου ή την εφαρμογή ανάλογου μέτρου ως προς την πιστωτική υποχρέωση του πιστούχου έναντι του ιδρύματος, της μητρικής του επιχείρησης ή μιας από τις θυγατρικές του,
ο πιστούχος έχει ζητήσει να κηρυχθεί ή έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή τεθεί σε παρόμοιο καθεστώς προστασίας προκειμένου να αποφύγει ή να καθυστερήσει την αποπληρωμή πιστωτικής του υποχρέωσης έναντι του ιδρύματος, της μητρικής του επιχείρησης ή μιας από τις θυγατρικές του.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 179
Γενικές απαιτήσεις για τις εκτιμήσεις
Κατά την ποσοτικοποίηση των παραμέτρων κινδύνου για τις βαθμίδες ή ομάδες διαβάθμισης, τα ιδρύματα συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:
οι εκτιμήσεις του ιδρύματος για τις παραμέτρους κινδύνου PD, LGD, συντελεστή μετατροπής και EL λαμβάνουν υπόψη όλα τα κατάλληλα δεδομένα, πληροφορίες και προσεγγίσεις. Υπολογίζονται λαμβάνοντας υπόψη τα ιστορικά δεδομένα και τις εμπειρικές ενδείξεις, και δεν βασίζονται αποκλειστικά σε υποκειμενικές κρίσεις. Οι εκτιμήσεις πρέπει να είναι εύλογες και διαισθητικές και να βασίζονται στους κυριότερους προσδιοριστικούς παράγοντες των αντίστοιχων παραμέτρων κινδύνου. Όσο λιγότερα δεδομένα διαθέτει το ίδρυμα, τόσο πιο συντηρητικές πρέπει να είναι οι εκτιμήσεις του,
το ίδρυμα είναι σε θέση να παράσχει ιστορικό των ζημιών του κατανεμημένο σε συχνότητα αθέτησης, LGD, συντελεστή μετατροπής, ή ζημία εάν χρησιμοποιούνται εκτιμήσεις της EL, ανάλογα με τους παράγοντες που θεωρεί καθοριστικούς για την εξέλιξη των διαφόρων παραμέτρων κινδύνου. Οι εκτιμήσεις του ιδρύματος πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικές μιας μακροχρόνιας εμπειρίας,
λαμβάνεται υπόψη κάθε μεταβολή στις πιστοδοτικές πρακτικές ή στις διαδικασίες επανείσπραξης κατά τις περιόδους παρατήρησης του άρθρου 180 παράγραφος 1 στοιχείο η), του άρθρου 180 παράγραφος 2 στοιχείο ε), του άρθρου 181 παράγραφος 1 στοιχείο ι), του άρθρου 181 παράγραφος 2 και του άρθρου 178 παράγραφοι 2 και 3. Οι εκτιμήσεις του ιδρύματος λαμβάνουν επίσης υπόψη τις επιπτώσεις των τεχνικών εξελίξεων και νέα δεδομένα ή άλλες πληροφορίες, καθώς αυτές καθίστανται διαθέσιμες. Τα ιδρύματα επανεξετάζουν τις εκτιμήσεις τους εάν λάβουν γνώση νέων πληροφοριών και οπωσδήποτε μία φορά τον χρόνο,
ο πληθυσμός των ανοιγμάτων που αντιπροσωπεύονται στα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τις εκτιμήσεις, τα πιστοδοτικά πρότυπα εν ισχύι κατά τη διαμόρφωση των δεδομένων και τα άλλα κατάλληλα χαρακτηριστικά πρέπει να είναι συγκρίσιμα με εκείνα των ανοιγμάτων και προτύπων του ιδρύματος. Οι οικονομικές συνθήκες ή οι συνθήκες της αγοράς υπό τις οποίες διαμορφώθηκαν τα δεδομένα πρέπει να είναι συμβατές με τις τρέχουσες και τις προβλεπόμενες συνθήκες. Ο αριθμός των ανοιγμάτων του δείγματος και η περίοδος αναφοράς που χρησιμοποιούνται για την ποσοτικοποίηση είναι επαρκείς για να έχει το ίδρυμα εμπιστοσύνη στην ακρίβεια και ευρωστία των εκτιμήσεών του,
για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις, οι εκτιμήσεις λαμβάνουν υπόψη όλες τις κατάλληλες πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του το αποκτών ίδρυμα σχετικά με την ποιότητα των υποκείμενων απαιτήσεων, περιλαμβανομένων των σχετικών με παρόμοιες ομάδες ομοειδών απαιτήσεων δεδομένων που προέρχονται από τον πωλητή, από το αποκτών ίδρυμα, ή από εξωτερικές πηγές. Το αποκτών ίδρυμα εξακριβώνει κάθε δεδομένο που του παρέχει ο πωλητής εφόσον βασίζεται σε αυτό για τις εκτιμήσεις του,
το ίδρυμα προσθέτει στις εκτιμήσεις του περιθώριο ασφαλείας που συναρτάται με το αναμενόμενο περιθώριο σφάλματος της εκτίμησης. Εάν οι προσεγγίσεις και τα δεδομένα θεωρούνται ότι είναι λιγότερο ικανοποιητικά, το αναμενόμενο περιθώριο σφάλματος είναι μεγαλύτερο, το περιθώριο ασφαλείας είναι και αυτό μεγαλύτερο.
Σε περίπτωση που ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί διαφορετικές εκτιμήσεις για τον υπολογισμό των συντελεστών στάθμισης κινδύνου και για εσωτερικούς σκοπούς, η επιλογή του πρέπει να είναι τεκμηριωμένη και λογική. Εάν το ίδρυμα μπορεί να αποδείξει στις αρμόδιες αρχές ότι στα δεδομένα που συλλέχθηκαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2007 έγιναν κατάλληλες προσαρμογές για να επιτευχθεί γενική ισοδυναμία με τον ορισμό της αθέτησης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 178 ή με τη ζημία, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν κάποια ευελιξία στην εφαρμογή των απαιτούμενων προτύπων για τα δεδομένα.
Εάν το ίδρυμα χρησιμοποιεί δεδομένα που συγκεντρώνονται από κοινού από ομάδα ιδρυμάτων, πρέπει να πληρούνται οι κατωτέρω απαιτήσεις:
τα συστήματα διαβάθμισης και τα κριτήρια των άλλων ιδρυμάτων της ομάδας είναι παρόμοια με τα δικά του,
η ομάδα είναι αντιπροσωπευτική του χαρτοφυλακίου για το οποίο χρησιμοποιούνται τα κοινά δεδομένα,
τα κοινά δεδομένα χρησιμοποιούνται με διαχρονική συνέπεια από το ίδρυμα για τις εκτιμήσεις του,
το ίδρυμα παραμένει υπεύθυνο για την αρτιότητα των συστημάτων διαβάθμισής του,
το ίδρυμα αποδεικνύει ότι διαθέτει επαρκή εσωτερική γνώση των συστημάτων διαβάθμισής του, περιλαμβανομένης της ικανότητας αποτελεσματικής παρακολούθησης και ελέγχου της διαδικασίας διαβάθμισης.
Άρθρο 180
Ειδικές απαιτήσεις για την εκτίμηση της πιθανότητας αθέτησης (PD)
Κατά την ποσοτικοποίηση των παραμέτρων κινδύνου για τις βαθμίδες ή ομάδες διαβάθμισης, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις ακόλουθες ειδικές απαιτήσεις για την εκτίμηση της PD όσον αφορά ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών και για ανοίγματα σε μετοχές όταν ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί την προσέγγιση PD/LGD του άρθρου 155 παράγραφος 3:
τα ιδρύματα εκτιμούν την PD ανά βαθμίδα πιστούχου βάσει μακροπρόθεσμων μέσων όρων των ετήσιων ποσοστών αθέτησης. Οι εκτιμήσεις PD για πιστούχους με υψηλό βαθμό μόχλευσης ή για πιστούχους που έχουν κατά κύριο λόγο διαπραγματεύσιμα περιουσιακά στοιχεία αντικατοπτρίζουν την απόδοση των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού βάσει περιόδων ακραίας μεταβλητότητας,
για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων, τα ιδρύματα μπορούν να εκτιμούν την EL ανά βαθμίδα πιστούχου βάσει μακροπρόθεσμων μέσων όρων των ετήσιων πραγματικών ποσοστών αθέτησης,
εάν, για αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις έναντι επιχειρήσεων, το ίδρυμα υπολογίζει τις μέσες μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις των PD και LGD βάσει εκτίμησης της EL και κατάλληλης εκτίμησης της PD ή της LGD, η διαδικασία εκτίμησης των συνολικών ζημιών πληροί τα γενικά πρότυπα του παρόντος Μέρους για την εκτίμηση της PD και της LGD και το αποτέλεσμα είναι συνεπές με την έννοια της LGD που ορίζεται στο άρθρο 181 παράγραφος 1 στοιχείο α),
τα ιδρύματα δεν μπορούν να χρησιμοποιούν τεχνικές εκτίμησης της PD χωρίς αναλυτική υποστήριξη. Τα ιδρύματα αναγνωρίζουν τη σημασία της υποκειμενικής κρίσης κατά το συνδυασμό των αποτελεσμάτων διαφόρων τεχνικών και τις προσαρμογές που γίνονται λόγω περιορισμών των τεχνικών και των πληροφοριών,
εάν το ίδρυμα χρησιμοποιεί για την εκτίμηση της PD δεδομένα από την εσωτερική εμπειρία αθέτησης, οι εκτιμήσεις αντικατοπτρίζουν τα πρότυπα αναδοχής και όλες τις διαφορές μεταξύ του συστήματος διαβάθμισης από το οποίο απορρέουν τα δεδομένα και του τρέχοντος συστήματος διαβάθμισης. Εάν τα πρότυπα αναδοχής ή τα συστήματα διαβάθμισης έχουν τροποποιηθεί, το ίδρυμα προσθέτει μεγαλύτερο περιθώριο ασφαλείας στις εσωτερικές εκτιμήσεις της PD,
στον βαθμό που το ίδρυμα συσχετίζει ή αντιστοιχίζει τις εσωτερικές του βαθμίδες με την κλίμακα ενός ΕΟΠΑ ή παρόμοιου οργανισμού, και τους αποδίδει στη συνέχεια το ποσοστό αθέτησης των βαθμίδων της κλίμακας του εξωτερικού οργανισμού, η αντιστοίχιση πρέπει να βασίζεται σε μια σύγκριση των εσωτερικών κριτηρίων διαβάθμισης με τα κριτήρια του εξωτερικού οργανισμού και σε μια σύγκριση μεταξύ των εσωτερικών και των εξωτερικών διαβαθμίσεων για κάθε κοινό πιστούχου. Το ίδρυμα αποφεύγει κάθε μεροληψία ή ασυνέπεια στην προσέγγιση αντιστοίχισης ή στα υποκείμενα δεδομένα. Τα κριτήρια του εξωτερικού οργανισμού για τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται στην ποσοτικοποίηση αντικατοπτρίζουν αποκλειστικά τον κίνδυνο αθέτησης και όχι τα χαρακτηριστικά της συναλλαγής. Η ανάλυση του ιδρύματος περιλαμβάνει σύγκριση των αντίστοιχων ορισμών της αθέτησης, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του άρθρου 178. Το ίδρυμα τεκμηριώνει γραπτώς τη βάση της αντιστοίχισης,
εάν το ίδρυμα χρησιμοποιεί στατιστικά υποδείγματα πρόβλεψης της αθέτησης, επιτρέπεται να εκτιμά τις PD ως τον απλό μέσο όρο των εκτιμήσεων των PD των μεμονωμένων πιστούχων δεδομένης βαθμίδας. Η χρησιμοποίηση από το ίδρυμα υποδειγμάτων πρόβλεψης της πιθανότητας αθέτησης πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 174,
ανεξάρτητα από το εάν το ίδρυμα χρησιμοποιεί εξωτερικές, εσωτερικές ή κοινές πηγές δεδομένων, ή συνδυασμό των τριών για την εκτίμηση της PD, η υποκείμενη περίοδος ιστορικής παρατήρησης που χρησιμοποιείται είναι τουλάχιστον πέντε έτη για μία τουλάχιστον από τις πηγές αυτές. Εάν η διαθέσιμη περίοδος παρατήρησης είναι μεγαλύτερη για οποιαδήποτε πηγή και τα αντίστοιχα δεδομένα είναι κατάλληλα, χρησιμοποιείται αυτή η μεγαλύτερη περίοδος. Η παρούσα παράγραφος ισχύει επίσης και για την προσέγγιση PD/LGD που εφαρμόζεται στα ανοίγματα σε μετοχές. Με την επιφύλαξη της άδειας των αρμόδιων αρχών, τα ιδρύματα που δεν έχουν λάβει άδεια της αρμόδιας αρχής σύμφωνα με το άρθρο 143 να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις LGD ή συντελεστών μετατροπής, μπορούν να χρησιμοποιούν, όταν εφαρμόζουν την ΠΕΔ, αντίστοιχα στοιχεία που καλύπτουν περίοδο δύο ετών. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά ένα έτος ετησίως, μέχρις ότου υπάρχουν στοιχεία αναφοράς για πενταετή περίοδο.
Για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής ισχύουν οι κατωτέρω απαιτήσεις:
τα ιδρύματα εκτιμούν την PD ανά βαθμίδα ή ομάδα πιστούχων βάσει μακροπρόθεσμων μέσων όρων των ετήσιων ποσοστών αθέτησης,
οι εκτιμήσεις της PD μπορούν επίσης να βασίζονται σε εκτίμηση των συνολικών ζημιών και σε κατάλληλες εκτιμήσεις των LGD,
τα ιδρύματα θεωρούν ότι τα εσωτερικά δεδομένα για την ταξινόμηση των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες αποτελούν την πρωταρχική πηγή πληροφοριών για την εκτίμηση των χαρακτηριστικών ζημίας. Επιτρέπεται να χρησιμοποιούν εξωτερικά δεδομένα (περιλαμβανομένων των δεδομένων από κοινές πηγές) ή στατιστικά υποδείγματα για τους σκοπούς της ποσοτικοποίησης, με την προϋπόθεση ότι υπάρχουν και οι δύο ακόλουθοι στενοί δεσμοί:
μεταξύ της διαδικασίας που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για την ταξινόμηση των ανοιγμάτων σε βαθμίδες ή ομάδες και της διαδικασίας που χρησιμοποιεί η εξωτερική πηγή δεδομένων και
μεταξύ του εσωτερικού προφίλ κινδύνου του ιδρύματος και της σύνθεσης των εξωτερικών δεδομένων,
εάν, για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, το ίδρυμα υπολογίζει τις μακροπρόθεσμες μέσες εκτιμήσεις των PD και LGD βάσει εκτίμησης των συνολικών ζημιών και κατάλληλης εκτίμησης της PD ή της LGD, η διαδικασία εκτίμησης των συνολικών ζημιών πληροί τα γενικά πρότυπα του παρόντος Μέρους για την εκτίμηση της PD και της LGD και το αποτέλεσμα είναι συνεπές με την έννοια της LGD που ορίζεται στο άρθρο 181 παράγραφος 1 στοιχείο α),
ανεξάρτητα από το εάν το ίδρυμα χρησιμοποιεί, για τις εσωτερικές εκτιμήσεις των χαρακτηριστικών ζημίας, εξωτερικές, εσωτερικές ή κοινές πηγές δεδομένων ή συνδυασμό των τριών, η υποκείμενη περίοδος ιστορικής παρατήρησης που χρησιμοποιείται είναι τουλάχιστον πέντε έτη για μία τουλάχιστον από τις πηγές αυτές. Εάν η διαθέσιμη περίοδος παρατήρησης είναι μεγαλύτερη για οποιαδήποτε πηγή και τα αντίστοιχα δεδομένα είναι κατάλληλα, χρησιμοποιείται αυτή η μεγαλύτερη περίοδος. Ένα ίδρυμα δεν υποχρεούται να αποδίδει την ίδια σημασία σε όλα τα ιστορικά δεδομένα εάν τα πλέον πρόσφατα δεδομένα έχουν καλύτερη ικανότητα πρόβλεψης των ποσοστών ζημίας. Με την επιφύλαξη της άδειας των αρμόδιων αρχών, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν, όταν εφαρμόζουν την ΠΕΔ, αντίστοιχα στοιχεία που καλύπτουν περίοδο δύο ετών. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά ένα έτος ετησίως, μέχρις ότου υπάρχουν στοιχεία αναφοράς για πενταετή περίοδο,
τα ιδρύματα εντοπίζουν και αναλύουν τις αναμενόμενες μεταβολές των παραμέτρων κινδύνου κατά τη διάρκεια ζωής των ανοιγμάτων (εποχικές διακυμάνσεις).
Για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις λιανικής τραπεζικής, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν εξωτερικά και εσωτερικά δεδομένα αναφοράς. Τα ιδρύματα χρησιμοποιούν όλες τις κατάλληλες πηγές δεδομένων ως σημεία σύγκρισης.
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:
τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χορηγούν τις άδειες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο η) και στην παράγραφο 2 στοιχείο ε),
τις προσεγγίσεις σύμφωνα με τις οποίες οι αρμόδιες αρχές θα αξιολογούν την μεθοδολογία του ιδρύματος για την εκτίμηση της PD σύμφωνα με το άρθρο 143.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 181
Ειδικές απαιτήσεις για τις εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD
Κατά την ποσοτικοποίηση των παραμέτρων κινδύνου για τις βαθμίδες ή ομάδες διαβάθμισης, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις ακόλουθες ειδικές απαιτήσεις για τις εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD:
τα ιδρύματα εκτιμούν την LGD ανά βαθμίδα ή ομάδα πιστοδοτήσεων με βάση τον μέσο όρο των πραγματικών τιμών της LGD ανά βαθμίδα ή ομάδα πιστοδοτήσεων, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παρατηρηθείσες αθετήσεις για τις διάφορες πηγές δεδομένων (σταθμισμένος μέσος όρος αθετήσεων),
τα ιδρύματα χρησιμοποιούν εκτιμήσεις της LGD που είναι κατάλληλες για περιόδους οικονομικής ύφεσης εάν οι εκτιμήσεις αυτές είναι πιο συντηρητικές από το μακροπρόθεσμο μέσο όρο. Στο βαθμό που αναμένεται ότι ένα σύστημα διαβάθμισης θα παρέχει διαχρονικά μια σταθερού επιπέδου πραγματική τιμή της LGD ανά βαθμίδα ή ομάδα, τα ιδρύματα προσαρμόζουν τις εσωτερικές εκτιμήσεις των παραμέτρων κινδύνου ανά βαθμίδα ή ομάδα προκειμένου να περιορίσουν την επίπτωση της οικονομικής ύφεσης στα ίδια κεφάλαιά τους,
το ίδρυμα λαμβάνει υπόψη το βαθμό ενδεχόμενης εξάρτησης μεταξύ του κινδύνου του πιστούχου και του κινδύνου της εξασφάλισης ή του παρόχου της εξασφάλισης. Οι περιπτώσεις υψηλού βαθμού εξάρτησης αντιμετωπίζονται συντηρητικά,
οι αναντιστοιχίες νομισμάτων μεταξύ της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης και της εξασφάλισης αντιμετωπίζονται συντηρητικά από τα ιδρύματα στις εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD,
στον βαθμό που λαμβάνουν υπόψη την ύπαρξη εξασφάλισης, οι εκτιμήσεις της LGD δεν βασίζονται αποκλειστικά στην εκτιμώμενη αγοραία αξία της εξασφάλισης. Οι εκτιμήσεις της LGD λαμβάνουν υπόψη την επίπτωση ενδεχόμενης αδυναμίας του ιδρύματος να αποκτήσει ταχέως τον έλεγχο της εξασφάλισης και να την ρευστοποιήσει,
εάν οι εκτιμήσεις της LGD συνυπολογίζουν την ύπαρξη εξασφαλίσεων, τα ιδρύματα καθορίζουν εσωτερικές απαιτήσεις για τη διαχείριση των εξασφαλίσεων, για την ασφάλεια δικαίου και για τη διαχείριση των κινδύνων, που εν γένει πρέπει να αντιστοιχούν προς εκείνες του κεφαλαίου 4 τμήμα 3,
στον βαθμό που ένα ίδρυμα αναγνωρίζει τις εξασφαλίσεις κατά τον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος για τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου σύμφωνα με το κεφάλαιο 6 τμήμα 5 ή 6, δεν λαμβάνει υπόψη στις εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD κανένα ποσό που αναμένεται να εισπραχθεί από τις εξασφαλίσεις,
στην ειδική περίπτωση των ανοιγμάτων που είναι ήδη σε αθέτηση, το ίδρυμα χρησιμοποιεί το άθροισμα της καλύτερης εσωτερικής εκτίμησης της αναμενόμενης ζημίας για κάθε άνοιγμα, λαμβανομένων υπόψη των τρεχουσών οικονομικών συνθηκών και του καθεστώτος του ανοίγματος, καθώς και της εκτίμησής της αύξησης του ποσοστού ζημιών που προκλήθηκαν από το ενδεχόμενο επιπλέον απροσδόκητων ζημιών κατά την περίοδο της ανάκτησης, ήτοι μεταξύ της ημερομηνίας αθέτησης και της τελικής εκκαθάρισης του ανοίγματος,
στον βαθμό που κεφαλαιοποιούνται στον λογαριασμό αποτελεσμάτων, οι μη καταβληθέντες τόκοι υπερημερίας προστίθενται στη μέτρηση των ανοιγμάτων και των ζημιών του ιδρύματος,
για ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών, οι εκτιμήσεις της LGD βασίζονται σε δεδομένα που καλύπτουν ελάχιστη περίοδο πέντε ετών, περίοδος η οποία, κάθε χρόνο μετά την ένταξη σε εφαρμογή, αυξάνεται κατά ένα χρόνο μέχρι να φτάσει κατ’ ελάχιστον τα επτά χρόνια, για μία τουλάχιστον πηγή δεδομένων. Εάν η διαθέσιμη περίοδος παρατήρησης είναι μεγαλύτερη για μια πηγή και τα αντίστοιχα δεδομένα είναι κατάλληλα, χρησιμοποιείται αυτή η μεγαλύτερη περίοδος.
Για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, τα ιδρύματα μπορούν να πράττουν τα εξής:
να πραγματοποιούν εκτιμήσεις της LGD βάσει των πραγματοποιηθεισών ζημιών και κατάλληλων εκτιμήσεων του PD,
να λαμβάνουν υπόψη τις μελλοντικές αναλήψεις είτε στους εσωτερικούς συντελεστές μετατροπής είτε στις εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD,
για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις λιανικής τραπεζικής, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν εξωτερικά και εσωτερικά δεδομένα αναφοράς για την εκτίμηση της LGD.
Για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, οι εκτιμήσεις της LGD βασίζονται σε δεδομένα που καλύπτουν ελάχιστη περίοδο πέντε ετών. Ένα ίδρυμα δεν υποχρεούται να αποδίδει την ίδια σημασία σε όλα τα ιστορικά δεδομένα εάν τα πλέον πρόσφατα δεδομένα έχουν καλύτερη ικανότητα πρόβλεψης των ποσοστών ζημίας. Με την επιφύλαξη της άδειας των αρμόδιων αρχών, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν, όταν εφαρμόζουν την ΠΕΔ, αντίστοιχα στοιχεία που καλύπτουν περίοδο δύο ετών. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά ένα έτος ετησίως, μέχρις ότου υπάρχουν στοιχεία αναφοράς για πενταετή περίοδο.
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:
τη φύση, τη σοβαρότητα και τη διάρκεια μιας οικονομικής ύφεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1,
τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μια αρμόδια αρχή δύναται να επιτρέπει σε ένα ίδρυμα δυνάμει της παραγράφου 2 να χρησιμοποιεί σχετικά στοιχεία ◄ που καλύπτουν περίοδο δύο ετών όταν εφαρμόζει την προσέγγιση ΠΕΔ.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 182
Ειδικές απαιτήσεις για την εκτίμηση των εσωτερικών συντελεστών μετατροπής
Κατά την ποσοτικοποίηση των παραμέτρων κινδύνου για τις βαθμίδες ή ομάδες διαβάθμισης, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις ακόλουθες ειδικές απαιτήσεις για τις εκτιμήσεις των εσωτερικών συντελεστών μετατροπής:
τα ιδρύματα εκτιμούν τους συντελεστές μετατροπής ανά βαθμίδα ή ομάδα πιστοδοτήσεων με βάση τον μέσο όρο των πραγματικών συντελεστών μετατροπής ανά βαθμίδα ή ομάδα πιστοδοτήσεων, χρησιμοποιώντας τον σταθμισμένο μέσο όρο αθετήσεων που προκύπτει από όλες τις παρατηρηθείσες αθετήσεις για τις διάφορες πηγές δεδομένων,
τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τις εκτιμήσεις συντελεστών μετατροπής που είναι κατάλληλες για περιόδους οικονομικής ύφεσης εάν οι εκτιμήσεις αυτές είναι πιο συντηρητικές από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο. Στο βαθμό που αναμένεται ότι ένα σύστημα διαβάθμισης θα παρέχει διαχρονικά σταθερού επιπέδου πραγματικές τιμές συντελεστών μετατροπής ανά βαθμίδα ή ομάδα, τα ιδρύματα προσαρμόζουν τις εσωτερικές εκτιμήσεις των παραμέτρων κινδύνου ανά βαθμίδα ή ομάδα προκειμένου να περιορίσουν την επίπτωση της οικονομικής ύφεσης στα ίδια κεφάλαιά τους,
οι εσωτερικές εκτιμήσεις των συντελεστών μετατροπής λαμβάνουν υπόψη τη δυνατότητα πρόσθετων αναλήψεων από τον πιστούχου μέχρι την ημερομηνία ενεργοποίησης της αθέτησης και μετά την ημερομηνία αυτή. Η εκτίμηση του συντελεστή μετατροπής ενσωματώνει μεγαλύτερο περιθώριο συντηρητικότητας εάν μπορεί εύλογα να αναμένεται σημαντικότερη θετική συσχέτιση μεταξύ της συχνότητας των αθετήσεων και της τιμής του συντελεστή μετατροπής,
κατά την εκτίμηση των συντελεστών μετατροπής, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τις ειδικές πολιτικές και στρατηγικές που έχουν υιοθετήσει για τη λογιστική παρακολούθηση και την επεξεργασία των πληρωμών. Λαμβάνουν επίσης υπόψη την ικανότητα και τη βούλησή τους να εμποδίσουν νέες αναλήψεις πριν την αθέτηση πληρωμών, για παράδειγμα σε περίπτωση παραβίασης συμβατικών ρητρών ή άλλων τεχνικών γεγονότα που προσομοιάζουν με αθέτηση,
τα ιδρύματα διαθέτουν επαρκή συστήματα και διαδικασίες για την παρακολούθηση των ποσών των πιστοδοτήσεων, των τρεχόντων υπολοίπων σε σχέση με τα πιστωτικά όρια και των μεταβολών των τρεχόντων υπολοίπων ανά πιστούχου και ανά βαθμίδα. Το ίδρυμα είναι σε θέση να παρακολουθεί τα τρέχοντα υπόλοιπα σε καθημερινή βάση,
εάν τα ιδρύματα χρησιμοποιούν διαφορετικές εκτιμήσεις συντελεστών μετατροπής για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών και για εσωτερικούς σκοπούς, τεκμηριώνουν γραπτώς την επιλογή αυτή και τον εύλογο χαρακτήρα της.
Για τα ανοίγματα λιανικής τραπεζικής, οι εκτιμήσεις των συντελεστών μετατροπής βασίζονται σε δεδομένα που καλύπτουν ελάχιστη περίοδο πέντε ετών. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1 στοιχείο α), ένα ίδρυμα δεν υποχρεούται να αποδίδει την ίδια σημασία σε όλα τα ιστορικά δεδομένα εάν τα πλέον πρόσφατα δεδομένα έχουν καλύτερη ικανότητα πρόβλεψης των αναλήψεων. Με την επιφύλαξη της άδειας των αρμόδιων αρχών, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν, όταν εφαρμόζουν την ΠΕΔ, αντίστοιχα στοιχεία που καλύπτουν περίοδο δύο ετών. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά ένα έτος ετησίως, μέχρις ότου υπάρχουν στοιχεία αναφοράς για πενταετή περίοδο.
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:
τη φύση, τη σοβαρότητα και τη διάρκεια μιας οικονομικής ύφεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1,
τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μια αρμόδια αρχή επιτρέπει σε ένα ίδρυμα να χρησιμοποιεί αντίστοιχα στοιχεία που καλύπτουν περίοδο δύο ετών όταν το ίδρυμα εφαρμόζει για πρώτη φορά την ΠΕΔ.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 183
Απαιτήσεις για την αξιολόγηση της επίπτωσης των εγγυήσεων και των πιστωτικών παράγωγων για ανοίγματα έναντι επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών για τα οποία χρησιμοποιούνται εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD και ανοίγματα λιανικής τραπεζικής
Οι κατωτέρω απαιτήσεις εφαρμόζονται όσον αφορά τους επιλέξιμους εγγυητές και τις εγγυήσεις:
τα ιδρύματα διαθέτουν σαφώς διατυπωμένα κριτήρια για τα είδη εγγυητών που αποδέχονται για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών,
οι κανόνες που εφαρμόζονται στους αποδεκτούς εγγυητές είναι ίδιοι με εκείνους που ορίζονται για τους πιστούχοι στα άρθρα 171, 172 και 173,
η εγγύηση υποβάλλεται σε έγγραφο τύπο, δεν μπορεί να ακυρωθεί από τον εγγυητή, ισχύει έως την πλήρη εκπλήρωση της οφειλής (μέχρι του ποσού και για τη διάρκεια ισχύος της εγγύησης) και είναι εκτελεστή έναντι του εγγυητή σε κάθε χώρα στην οποία αυτός έχει στοιχεία ενεργητικού που μπορούν να κατασχεθούν με δικαστική απόφαση. Με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμόδιων αρχών, μπορούν να αναγνωρίζονται υπό αίρεση εγγυήσεις που συνοδεύονται από όρους δυνάμει των οποίων ο εγγυητής μπορεί να μην υποχρεωθεί να προβεί σε καταβολή. Τα κριτήρια ταξινόμησης λαμβάνουν επαρκώς υπόψη κάθε δυνητικό περιορισμό της αποτελεσματικότητας της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου.
Τα κριτήρια αυτά είναι εύλογα και διαισθητικά. Λαμβάνουν υπόψη την ικανότητα και τη βούληση του εγγυητή να καταβάλει την εγγύηση, την πιθανή ημερομηνία ενδεχόμενων πληρωμών από τον εγγυητή, το βαθμό στον οποίο η ικανότητα καταβολής της εγγύησης από τον εγγυητή συσχετίζεται με την ικανότητα αποπληρωμής του πιστούχου, καθώς και το βαθμό στον οποίο υπάρχουν ακόμα υπολειπόμενοι κίνδυνοι έναντι του πιστούχου.
Τα κριτήρια λαμβάνουν υπόψη τη διάρθρωση των πληρωμών των πιστωτικών παράγωγων και αξιολογούν συντηρητικά την επίπτωσή της στο επίπεδο και το χρονοδιάγραμμα είσπραξης. Το ίδρυμα λαμβάνει επίσης υπόψη τον βαθμό στον οποίο υπάρχουν ακόμα άλλες μορφές υπολειπόμενου κινδύνου.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 184
Απαιτήσεις για τις αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις
Το ίδρυμα ελέγχει τόσο την ποιότητα των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων όσο και τη χρηματοοικονομική κατάσταση του πωλητή και του διαχειριστή. Ισχύουν οι ακόλουθες διατάξεις:
το ίδρυμα αξιολογεί τη συσχέτιση μεταξύ της ποιότητας των αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων και της χρηματοοικονομικής κατάστασης τόσο του πωλητή όσο και του διαχειριστή, και διαθέτει εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες που παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις για την αντιμετώπιση απρόβλεπτων εξελίξεων και οι οποίες περιλαμβάνουν την ταξινόμηση κάθε πωλητή ή αγοραστή σε εσωτερική διαβάθμιση κινδύνου,
το ίδρυμα διαθέτει σαφείς και αποτελεσματικές πολιτικές για τον προσδιορισμό της επιλεξιμότητας του πωλητή και του διαχειριστή. Το ίδιο το ίδρυμα ή ο εντολοδόχος του επανεξετάζει περιοδικά τους πωλητές και τους διαχειριστές προκειμένου να εξακριβώσει την ακρίβεια των εκθέσεών τους, να εντοπίσει τυχόν απάτες ή λειτουργικές αδυναμίες και να ελέγξει την ποιότητα των πιστοδοτικών πολιτικών του πωλητή και τις εισπρακτικές πολιτικές και διαδικασίες του διαχειριστή. Οι διαπιστώσεις των ελέγχων αυτών τεκμηριώνονται γραπτώς,
το ίδρυμα αξιολογεί τα χαρακτηριστικά των ομάδων αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων, και ιδίως τις υπερβάλλουσες προκαταβολές, το ιστορικό καθυστερήσεων πληρωμών, επισφαλών απαιτήσεων και προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις του πωλητή, τους όρους πληρωμής και τους ενδεχόμενους αντιθετικούς λογαριασμούς,
το ίδρυμα διαθέτει αποτελεσματικές πολιτικές και διαδικασίες για τον έλεγχο, σε συνολική βάση, των συγκεντρώσεων κινδύνων σε έναν μόνο πιστούχο τόσο εντός μιας ομάδας αποκτηθεισών εισπρακτέων απαιτήσεων όσο και μεταξύ ομάδων,
το ίδρυμα εξασφαλίζει ότι λαμβάνει έγκαιρα από το διαχειριστή επαρκώς λεπτομερείς εκθέσεις σχετικά με την παλαίωση και την απομείωση αξίας των εισπρακτέων απαιτήσεων ώστε να είναι σε θέση να εξακριβώνει την τήρηση των κριτηρίων επιλεξιμότητας του ιδρύματος και των πολιτικών του όσον αφορά τη χορήγηση προκαταβολών για αποκτηθείσες εισπρακτέες απαιτήσεις και να μπορεί ελέγχει και να επιβεβαιώνει τους όρους πώλησης που εφαρμόζει ο πωλητής και τις απομειώσεις αξίας.
Άρθρο 185
Επικύρωση των εσωτερικών εκτιμήσεων
Τα ιδρύματα επικυρώνουν τις εσωτερικές εκτιμήσεις τους σύμφωνα με τις κατωτέρω απαιτήσεις:
τα ιδρύματα διαθέτουν άρτια συστήματα για την επικύρωση της ακρίβειας και της συνέπειας των συστημάτων και διαδικασιών διαβάθμισης, καθώς και των εκτιμήσεων όλων των κατάλληλων παραμέτρων κινδύνου. Η εσωτερική διαδικασία επικύρωσης τούς επιτρέπει να αξιολογούν με συνεπή και ουσιαστικό τρόπο την αποτελεσματικότητα των εσωτερικών συστημάτων διαβάθμισης και εκτίμησης κινδύνου,
τα ιδρύματα συγκρίνουν τακτικά τα πραγματικά ποσοστά αθέτησης με τις εκτιμήσεις της PD για κάθε βαθμίδα και, εάν τα πραγματικά ποσοστά αθέτησης είναι εκτός του αναμενόμενου εύρους τιμών για δεδομένη βαθμίδα, αναλύουν ειδικά τους λόγους της απόκλισης. Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις της LGD και των συντελεστών μετατροπής πραγματοποιούν επίσης ανάλογη ανάλυση για τις εκτιμήσεις αυτές. Οι συγκρίσεις αυτές βασίζονται σε ιστορικά δεδομένα που καλύπτουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη περίοδο. Τα ιδρύματα τεκμηριώνουν γραπτώς τις μεθόδους και τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται σε αυτές τις συγκρίσεις. Οι αναλύσεις τους και η σχετική γραπτή τεκμηρίωση επικαιροποιείται τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο,
τα ιδρύματα χρησιμοποιούν επίσης άλλα μέσα ποσοτικής επικύρωσης και συγκρίσεις με κατάλληλες εξωτερικές πηγές δεδομένων. Οι αναλύσεις αυτές βασίζονται σε δεδομένα που είναι προσαρμοσμένα στο σχετικό χαρτοφυλάκιο, επικαιροποιούνται τακτικά και καλύπτουν κατάλληλη περίοδο παρατήρησης. Οι εσωτερικές εκτιμήσεις της αποτελεσματικότητας των συστημάτων διαβάθμισης του ιδρύματος βασίζονται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη περίοδο,
οι μέθοδοι και τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την ποσοτική επικύρωση είναι συνεπή διαχρονικά. Οι μεταβολές στις μεθόδους εκτίμησης και επικύρωσης και στα δεδομένα (πηγές δεδομένων και καλυπτόμενες περίοδοι) να τεκμηριώνονται γραπτώς,
τα ιδρύματα διαθέτουν αξιόπιστα εσωτερικά πρότυπα για τις περιπτώσεις στις οποίες οι αποκλίσεις των πραγματικών PD, LGD, συντελεστών μετατροπής και συνολικών ζημιών, όταν χρησιμοποιείται το EL, από τις αναμενόμενες τιμές τους, είναι επαρκώς σημαντικές ώστε να τίθεται σε αμφισβήτηση η εγκυρότητα των εκτιμήσεων. Τα πρότυπα αυτά λαμβάνουν υπόψη τους οικονομικούς κύκλους και άλλες παρόμοιες συστηματικές διακυμάνσεις των πραγματικών ποσοστών αθέτησης. Εάν οι πραγματικές τιμές παραμένουν υψηλότερες από τις αναμενόμενες, τα ιδρύματα αναθεωρούν προς τα πάνω τις εσωτερικές εκτιμήσεις ώστε να λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά τους ποσοστά αθέτησης και ζημίας.
Άρθρο 186
Απαιτησεισ ιδίων κεφαλαίων και ποσοτικοποίηση του κινδύνου
Για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων τους, τα ιδρύματα πληρούν τα ακόλουθα πρότυπα:
η εκτίμηση της δυνητικής ζημίας είναι ανθεκτική σε σχέση με τις δυσμενείς εξελίξεις της αγοράς που επηρεάζουν το μακροπρόθεσμο προφίλ κινδύνου των διαφόρων συμμετοχών του ιδρύματος. Τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την απεικόνιση της κατανομής των αποδόσεων αντικατοπτρίζουν τη μεγαλύτερη δειγματική περίοδο για την οποία είναι διαθέσιμα σημαντικά δεδομένα για την απεικόνιση του προφίλ κινδύνου των ανοιγμάτων σε μετοχές του ιδρύματος. Τα χρησιμοποιούμενα δεδομένα πρέπει να είναι επαρκή για μια συντηρητική, στατιστικά αξιόπιστη και ανθεκτική εκτίμηση ζημίας που δεν βασίζεται μόνο σε υποκειμενικές ή προσωπικές κρίσεις. Η διαταραχή που λαμβάνεται ως παραδοχή οδηγεί σε συντηρητική εκτίμηση των δυνητικών ζημιών σε μακροχρόνιο κύκλο αγοράς ή οικονομικό κύκλο. Το ίδρυμα συνδυάζει εμπειρικές αναλύσεις των διαθέσιμων δεδομένων με προσαρμογές που βασίζονται σε διάφορους παράγοντες προκειμένου να επιτύχει επαρκώς ρεαλιστικά και συντηρητικά αποτελέσματα από τη χρήση του υποδείγματος. Κατά το σχεδιασμό υποδειγμάτων «δυνητικής ζημίας» (VaR) για την εκτίμηση των δυνητικών τριμηνιαίων ζημιών τους, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν τριμηνιαία δεδομένα ή να μετατρέπουν δεδομένα μικρότερου χρονικού ορίζοντα σε ισοδύναμα τριμηνιαία δεδομένα χρησιμοποιώντας κατάλληλη αναλυτική προσέγγιση που στηρίζεται σε εμπειρικά δεδομένα και καλά σχεδιασμένη και τεκμηριωμένη διαδικασία και ανάλυση. Η προσέγγιση αυτή εφαρμόζεται με σύνεση και διαχρονική συνέπεια. Εάν ο όγκος των διαθέσιμων κατάλληλων δεδομένων είναι περιορισμένος, τα ιδρύματα προσθέτουν κατάλληλα περιθώρια ασφαλείας,
τα χρησιμοποιούμενα υποδείγματα αποτυπώνουν επαρκώς όλους τους σημαντικούς κινδύνους που σχετίζονται με τις αποδόσεις των μετοχών, περιλαμβανομένου του γενικού κινδύνου αγοράς και του ειδικού κινδύνου του χαρτοφυλακίου μετοχών του ιδρύματος. Εξηγούν επαρκώς τις ιστορικές διακυμάνσεις των τιμών, αποτυπώνουν τόσο την έκταση όσο και τις μεταβολές της σύνθεσης των δυνητικών συγκεντρώσεων και είναι ανθεκτικά στα δυσμενή περιβάλλοντα αγοράς. Ο πληθυσμός των ανοιγμάτων σε μετοχές που αντιπροσωπεύονται στα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τις εκτιμήσεις αντιστοιχεί ή είναι τουλάχιστον συγκρίσιμος με εκείνον των ανοιγμάτων σε μετοχές του ιδρύματος,
το εσωτερικό υπόδειγμα είναι προσαρμοσμένο στο προφίλ κινδύνου και στη σύνθεση του χαρτοφυλακίου μετοχών του ιδρύματος. Εάν το ίδρυμα κατέχει σημαντικές συμμετοχές των οποίων οι αξίες έχουν εκ φύσεως ισχυρή μη γραμμικότητα, το εσωτερικό υπόδειγμα σχεδιάζεται με τρόπο ώστε να αποτυπώνει επαρκώς τους κινδύνους που συνδέονται με αυτά τα μέσα,
η αντιστοίχιση των μεμονωμένων θέσεων με προσεγγιστικές τιμές, δείκτες αγοράς και παράγοντες κινδύνου είναι εύλογη, διαισθητική και εννοιολογικά άρτια,
τα ιδρύματα αποδεικνύουν με εμπειρικές αναλύσεις την καταλληλότητα των παραγόντων κινδύνου, περιλαμβανομένης της ικανότητάς τους να καλύπτουν τόσο γενικούς όσο και ειδικούς κινδύνους,
οι εκτιμήσεις της μεταβλητότητας των αποδόσεων των ανοιγμάτων σε μετοχές ενσωματώνουν όλα τα κατάλληλα και διαθέσιμα δεδομένα, πληροφορίες και μεθόδους· Χρησιμοποιούνται τόσο εσωτερικά δεδομένα που ελέγχονται από ανεξάρτητο τρίτο όσο και δεδομένα από εξωτερικές πηγές, περιλαμβανομένων των δεδομένων από κοινές πηγές,
τα ιδρύματα διαθέτουν αυστηρό και πλήρες πρόγραμμα προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων.
Άρθρο 187
Διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων και σχετικοί έλεγχοι
Τα ιδρύματα διαθέτουν πολιτικές, διαδικασίες και ελέγχους που εγγυώνται την ακεραιότητα των εσωτερικών υποδειγμάτων που σχεδιάζουν και χρησιμοποιούν για να υπολογίσουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων τους, καθώς και την αρτιότητα του υποδείγματος και της διαδικασίας ανάπτυξης υποδειγμάτων. Αυτές οι πολιτικές, διαδικασίες και έλεγχοι περιλαμβάνουν:
την πλήρη ένταξη του υποδείγματος στα συνολικά συστήματα διοικητικών πληροφοριών του ιδρύματος, καθώς και στη διαχείριση των θέσεων σε μετοχές εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών. Τα εσωτερικά υποδείγματα είναι πλήρως ενταγμένα στην υποδομή διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος, ιδίως εάν χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση και αξιολόγηση της απόδοσης του χαρτοφυλακίου μετοχών, περιλαμβανομένης της προσαρμοσμένης κατά τον κίνδυνο απόδοσης, για την κατανομή οικονομικών ιδίων κεφαλαίων στα ανοίγματα σε μετοχές και για την αξιολόγηση της συνολικής κεφαλαιακής επάρκειας, καθώς και για τη διαδικασία διαχείρισης των επενδύσεων,
καθιερωμένα συστήματα, διαδικασίες και ελέγχους διαχείρισης που εγγυώνται την περιοδική και ανεξάρτητη επανεξέταση όλων των στοιχείων της εσωτερικής διαδικασίας ανάπτυξης υποδειγμάτων, περιλαμβανομένης της έγκρισης των αναθεωρήσεων των υποδειγμάτων, την εξακρίβωση των εισαγόμενων παραμέτρων και την ανάλυση των αποτελεσμάτων τους, για παράδειγμα με την απευθείας εξακρίβωση των υπολογισμών κινδύνου. Η επανεξέταση αποσκοπεί στην εκτίμηση της ακρίβειας, πληρότητας και καταλληλότητας των εισαγόμενων παραμέτρων και των αποτελεσμάτων του υποδείγματος και επικεντρώνεται στον εντοπισμό και περιορισμό των δυνητικών σφαλμάτων που σχετίζονται με γνωστές αδυναμίες καθώς και στον εντοπισμό μη γνωστών αδυναμιών του υποδείγματος. Η επανεξέταση μπορεί να πραγματοποιείται από ανεξάρτητη εσωτερική μονάδα ή από ανεξάρτητο τρίτο,
επαρκή συστήματα και διαδικασίες για την παρακολούθηση των ορίων επενδύσεων και των αναλαμβανόμενων κινδύνων στα ανοίγματα σε μετοχές,
μονάδες υπεύθυνες για το σχεδιασμό και την εφαρμογή του υποδείγματος, οι οποίες είναι λειτουργικά ανεξάρτητες από τις μονάδες που είναι υπεύθυνες για τη διαχείριση των μεμονωμένων επενδύσεων,
υπεύθυνο προσωπικό με κατάλληλα προσόντα για κάθε πτυχή της διαδικασίας ανάπτυξης υποδειγμάτων. Η διοίκηση διαθέτει στη μονάδα ανάπτυξης υποδειγμάτων επαρκές προσωπικό με τις αναγκαίες γνώσεις και εμπειρία.
Άρθρο 188
Επικύρωση και τεκμηρίωση
Τα ιδρύματα διαθέτουν άρτια συστήματα επικύρωσης της ακρίβειας και της συνέπειας των εσωτερικών τους υποδειγμάτων και της διαδικασίας ανάπτυξης υποδειγμάτων. Όλα τα σημαντικά στοιχεία των εσωτερικών υποδειγμάτων, και των διαδικασιών ανάπτυξης υποδειγμάτων και επικύρωσης τεκμηριώνονται γραπτώς.
Η επικύρωση και η τεκμηρίωση των εσωτερικών υποδειγμάτων και των διαδικασιών ανάπτυξης υποδειγμάτων των ιδρυμάτων υπόκειται στις ακόλουθες απαιτήσεις:
τα ιδρύματα χρησιμοποιούν την εσωτερική διαδικασία επικύρωσης για να αξιολογούν με συνεπή και ουσιαστικό τρόπο την αποτελεσματικότητα των εσωτερικών τους υποδειγμάτων και διαδικασιών,
οι μέθοδοι και τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την ποσοτική επικύρωση είναι συνεπή διαχρονικά. Οι αλλαγές στις μεθόδους εκτίμησης και επικύρωσης και οι αλλαγές στις πηγές δεδομένων και στις καλυπτόμενες περιόδους καταγράφονται,
τα ιδρύματα συγκρίνουν τακτικά τις πραγματικές αποδόσεις των επενδύσεων σε μετοχές (υπολογιζόμενες με βάση τα πραγματοποιηθέντα και μη κέρδη και ζημίες) με τις εκτιμήσεις των υποδειγμάτων. Οι συγκρίσεις αυτές βασίζονται σε ιστορικά δεδομένα που καλύπτουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη περίοδο. Τα ιδρύματα τεκμηριώνουν γραπτώς τις μεθόδους και τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται σε αυτές τις συγκρίσεις. Οι αναλύσεις τους και η σχετική γραπτή τεκμηρίωση επικαιροποιείται τουλάχιστον μία φορά το χρόνο,
τα ιδρύματα χρησιμοποιούν επίσης άλλα μέσα ποσοτικής επικύρωσης και συγκρίσεις με εξωτερικές πηγές δεδομένων. Οι αναλύσεις αυτές βασίζονται σε δεδομένα που είναι προσαρμοσμένα στο σχετικό χαρτοφυλάκιο, επικαιροποιούνται τακτικά και καλύπτουν κατάλληλη περίοδο παρατήρησης. Οι εσωτερικές αξιολογήσεις της αποτελεσματικότητας των υποδειγμάτων των ιδρυμάτων βασίζονται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη περίοδο,
τα ιδρύματα διαθέτουν αποτελεσματικά εσωτερικά πρότυπα για την αντιμετώπιση περιπτώσεων στις οποίες οι αποκλίσεις των πραγματικών αποδόσεων των επενδύσεών τους σε μετοχές σε σχέση με τις εκτιμήσεις των υποδειγμάτων θέτουν σε αμφισβήτηση την εγκυρότητα των εκτιμήσεων ή των ίδιων των υποδειγμάτων. Τα πρότυπα αυτά λαμβάνουν υπόψη τους οικονομικούς κύκλους και άλλες παρόμοιες συστηματικές διακυμάνσεις στις αποδόσεις των μετοχών. Όλες οι προσαρμογές που γίνονται στα εσωτερικά υποδείγματα μετά την επανεξέτασή τους τεκμηριώνονται γραπτώς και είναι συνεπείς με τα πρότυπα του ιδρύματος για την αναθεώρηση των υποδειγμάτων,
τα εσωτερικά υποδείγματα και η διαδικασία ανάπτυξης υποδειγμάτων αποτελούν αντικείμενο γραπτής τεκμηρίωσης στην οποία διευκρινίζονται ιδίως οι ευθύνες των προσώπων που συμμετέχουν στην ανάπτυξη υποδειγμάτων και οι διαδικασίες έγκρισης και αναθεώρησης των υποδειγμάτων.
Άρθρο 189
Εταιρική διακυβέρνηση
Τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος υπόκεινται στις ακόλουθες απαιτήσεις:
ενημερώνουν το διοικητικό όργανο ή ειδική επιτροπή που διορίζεται από αυτό σχετικά με κάθε ουσιώδη μεταβολή των καθιερωμένων πολιτικών ή παρέκκλιση από τις πολιτικές αυτές που αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά τη λειτουργία των συστημάτων διαβάθμισης του πιστωτικού ιδρύματος,
κατανοούν πλήρως τον σχεδιασμό και τον τρόπο λειτουργίας των συστημάτων διαβάθμισης,
μεριμνούν σε μόνιμη βάση για την καλή λειτουργία των συστημάτων διαβάθμισης.
►C3 Τα ανώτερα διοικητικά στελέχη ενημερώνονται τακτικά από τις μονάδες ελέγχου πιστωτικού κινδύνου για την αποτελεσματικότητα ◄ του συστήματος διαβάθμισης, τις πτυχές που πρέπει να βελτιωθούν και την πρόοδο των προσπαθειών για τη βελτίωση των δυσλειτουργιών που έχουν διαπιστωθεί.
Άρθρο 190
Μονάδα Ελέγχου του πιστωτικού κινδύνου
Οι τομείς ευθύνης της μονάδας ή των μονάδων ελέγχου πιστωτικού κινδύνου περιλαμβάνουν:
τη δοκιμή και τον έλεγχο των βαθμίδων και ομάδων,
κατάρτιση και ανάλυση συνοπτικών εκθέσεων από τα συστήματα διαβάθμισης του ιδρύματος,
την εφαρμογή διαδικασιών για να εξακριβωθεί ότι οι ορισμοί των βαθμίδων και ομάδων εφαρμόζονται με συνέπεια στις διάφορες υπηρεσίες και γεωγραφικές περιοχές,
την εξέταση και γραπτή τεκμηρίωση κάθε μεταβολής στη διαδικασία διαβάθμισης, περιλαμβανομένων των λόγων της μεταβολής,
την επανεξέταση των κριτηρίων διαβάθμισης για να εκτιμηθεί κατά πόσο διατηρούν ικανότητα πρόβλεψης του κινδύνου. Οι μεταβολές στη διαδικασία και τα κριτήρια διαβάθμισης ή στις μεμονωμένες διαβαθμίσεις τεκμηριώνονται γραπτώς και αρχειοθετούνται,
την ενεργό συμμετοχή στο σχεδιασμό, την εφαρμογή και την επικύρωση των υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία διαβάθμισης,
τον έλεγχο και την εποπτεία των υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία διαβάθμισης,
τη συνεχή επανεξέταση και τροποποίηση των υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία διαβάθμισης.
Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν κοινές πηγές δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 179 παράγραφος 2 μπορούν να αναθέτουν σε τρίτους τα ακόλουθα καθήκοντα:
προετοιμασία κατάλληλων πληροφοριών για τη δοκιμή και τον έλεγχο των βαθμίδων και ομάδων διαβάθμισης,
κατάρτιση συνοπτικών εκθέσεων από τα συστήματα διαβάθμισης του ιδρύματος,
προετοιμασία κατάλληλων πληροφοριών για την επανεξέταση των κριτηρίων διαβάθμισης προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσο διατηρούν ικανότητα πρόβλεψης του κινδύνου,
γραπτή τεκμηρίωση των μεταβολών στη διαδικασία, τα κριτήρια ή τις μεμονωμένες παραμέτρους διαβάθμισης,
προετοιμασία κατάλληλων πληροφοριών για τη συνεχή επανεξέταση και τροποποίηση των υποδειγμάτων που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία διαβάθμισης.
Άρθρο 191
Εσωτερικός έλεγχος
Η μονάδα εσωτερικού ελέγχου ή άλλη παρεμφερής ανεξάρτητη μονάδα ελέγχου επανεξετάζει τουλάχιστον μία φορά το χρόνο το σύστημα διαβάθμισης και τη λειτουργία του, περιλαμβανομένων των εργασιών της υπηρεσίας πιστοδότησης, καθώς και τις εκτιμήσεις των PD, LGD, EL και των συντελεστών μετατροπής. Ελέγχει επίσης τη συμμόρφωση με όλες τις εφαρμοστέες απαιτήσεις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Μείωση πιστωτικού κινδύνου
Άρθρο 192
Ορισμοί
Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου ισχύουν οι κάτωθι ορισμοί:
1ως «δανειοδοτικό ίδρυμα» νοείται το ίδρυμα που έχει αναλάβει το υπόψη άνοιγμα,
ως «πιστοδότηση με εξασφάλιση» νοείται κάθε συναλλαγή που δημιουργεί άνοιγμα καλυπτόμενο από εξασφάλιση που δεν περιλαμβάνει ρήτρα παρέχουσα στο ίδρυμα το δικαίωμα να λαμβάνει περιθώριο ασφάλισης τουλάχιστον σε καθημερινή βάση,
ως «συναλλαγή με όρους κεφαλαιαγοράς» νοείται κάθε συναλλαγή που δημιουργεί άνοιγμα καλυπτόμενο από εξασφάλιση που περιλαμβάνει ρήτρα παρέχουσα στο ίδρυμα το δικαίωμα να λαμβάνει περιθώριο ασφάλισης τουλάχιστον άπαξ ημερησίως,
ως «υποκείμενος ΟΣΕ» νοείται ένας ΟΣΕ στις μετοχές ή στα μερίδια του οποίου έχει επενδύσει ένας άλλος ΟΣΕ.
Άρθρο 193
Αρχές αναγνώρισης της επίδρασης των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου
Εάν ένα ίδρυμα που υπολογίζει τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης καλύπτει ένα μεμονωμένο άνοιγμα με περισσότερα μέσα μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, προβαίνει στις δύο κατωτέρω ενέργειες:
διαιρεί το άνοιγμα σε τμήματα που καλύπτονται καθένα από ένα είδος μέσου μείωσης του πιστωτικού κινδύνου,
υπολογίζει χωριστά το σταθμισμένο ποσό ανοίγματος για κάθε τμήμα του στοιχείου α) σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου 2 και του παρόντος Κεφαλαίου.
Εάν ένα ίδρυμα που υπολογίζει τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης καλύπτει ένα μεμονωμένο άνοιγμα με πιστωτική προστασία που παρέχει ένας μεμονωμένος πάροχος προστασίας και η εν λόγω προστασία έχει διαφορετικές ληκτότητες, προβαίνει στις δύο κατωτέρω ενέργειες:
διαιρεί το άνοιγμα σε τμήματα που καλύπτονται από κάθε μέσο μείωσης του πιστωτικού κινδύνου,
υπολογίζει χωριστά το σταθμισμένο ποσό ανοίγματος για κάθε τμήμα του στοιχείου α) σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου 2 και του παρόντος κεφαλαίου.
Άρθρο 194
Αρχές που διέπουν την επιλεξιμότητα των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου
Το δανειοδοτικό ίδρυμα παρέχει, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής, την πιο πρόσφατη έκδοση της ανεξάρτητης, έγγραφης και τεκμηριωμένης νομικής γνωμοδότησης ή γνωμοδοτήσεων που χρησιμοποίησε για να διαπιστώσει εάν ο διακανονισμός ή οι διακανονισμοί πιστωτικής προστασίας πληρούν την προϋπόθεση του πρώτου εδαφίου.
Τα ιδρύματα μπορούν να αναγνωρίσουν τη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία στον υπολογισμό των επιπτώσεων της μείωσης πιστωτικού κινδύνου μόνο εφόσον τα στοιχεία ενεργητικού στα οποία βασίζεται η προστασία πληρούν αμφότερες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο επιλέξιμων στοιχείων ενεργητικού που παρατίθεται στα άρθρα 197 ως 200, κατά περίπτωση,
παρέχουν επαρκή ρευστότητα και η αξία τους παραμένει αρκετά σταθερή μέσα στον χρόνο ούτως ώστε να δημιουργείται η προσήκουσα βεβαιότητα ως προς την επιτυγχανόμενη πιστωτική προστασία, λαμβάνοντας υπόψη την προσέγγιση που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων και τον επιτρεπόμενο βαθμό αναγνώρισης.
Σε περίπτωση μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, μια σύμβαση εξασφάλισης είναι αποδεκτή ως σύμβαση εξασφάλισης μόνο εφόσον πληροί τις δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:
συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο αποδεκτών συμβάσεων εξασφάλισης που παρατίθεται στο άρθρο 203 και στο άρθρο 204 παράγραφος 1,
είναι νομικώς αποτελεσματική και εκτελεστέα στα οικεία νομικά συστήματα, ούτως ώστε να δημιουργείται η προσήκουσα βεβαιότητα ως προς την επιτυγχανόμενη πιστωτική προστασία, λαμβάνοντας υπόψη την προσέγγιση που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ανοιγμάτων και τον επιτρεπόμενο βαθμό αναγνώρισης,
ο πάροχος προστασίας πληροί όλα τα κριτήρια που ορίζονται στην παράγραφο 5.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2014.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 195
Συμψηφισμός εντός ισολογισμού
Ένα ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί εντός ισολογισμού συμψηφισμό αμοιβαίων απαιτήσεων μεταξύ του ίδιου και του αντισυμβαλλομένου του ως αποδεκτή μορφή μείωσης του πιστωτικού κινδύνου.
Με την επιφύλαξη του άρθρου 196, η επιλεξιμότητα περιορίζεται στα αμοιβαίως τηρούμενα υπόλοιπα διαθεσίμων στο ίδρυμα και στον αντισυμβαλλόμενο. Τα ιδρύματα μπορούν να τροποποιούν τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων και, κατά περίπτωση, τα αναμενόμενα ποσά ζημίας μόνο για δάνεια και καταθέσεις που έχουν λάβει τα ίδια και τα οποία υπόκεινται σε σύμβαση συμψηφισμού εντός ισολογισμού.
Άρθρο 196
Συμβάσεις-πλαίσια συμψηφισμού που καλύπτουν συναλλαγές επαναγοράς, συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς
Τα ιδρύματα που υιοθετούν την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων του άρθρου 223 μπορούν να αναγνωρίζουν τα αποτελέσματα των συμβάσεων διμερούς συμψηφισμού που καλύπτουν συναλλαγές επαναγοράς, συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς με έναν αντισυμβαλλόμενο. Με την επιφύλαξη του άρθρου 299, οι λαμβανόμενες εξασφαλίσεις και οι τίτλοι ή τα εμπορεύματα που λαμβάνονται με δανεισμό στο πλαίσιο τέτοιων συμβάσεων ή συναλλαγών πληρούν τις απαιτήσεις επιλεξιμότητας των εξασφαλίσεων που ορίζονται στα άρθρα 197 και 198.
Άρθρο 197
Επιλεξιμότητα εξασφαλίσεων σε όλες τις προσεγγίσεις και μεθόδους
Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν τα ακόλουθα μέσα ως αποδεκτή εξασφάλιση σε όλες τις προσεγγίσεις και μεθόδους:
καταθέσεις μετρητών ή μέσα εξομοιούμενα με μετρητά που τηρούνται στο δανειοδοτικό ίδρυμα,
χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες και έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση εξωτερικού οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (ΕΟΠΑ) ή οργανισμού εξαγωγικών πιστώσεων που αναγνωρίζεται ως επιλέξιμος για τους σκοπούς του Κεφαλαίου 2, την οποία η ΕΑΤ αντιστοιχίζει με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 4 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες του Κεφαλαίου 2 για τη στάθμιση των ανοιγμάτων έναντι κεντρικών κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών,
χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων και έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από επιλέξιμο ΕΟΠΑ την οποία η ΕΑΤ αντιστοιχίζει με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες του κεφαλαίου 2 για τη στάθμιση των ανοιγμάτων έναντι ιδρυμάτων,
χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από άλλες οντότητες και έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από επιλέξιμο ΕΟΠΑ την οποία η ΕΑΤ αντιστοιχίζει με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες του Κεφαλαίου 2 για τη στάθμιση των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων,
χρεωστικοί τίτλοι που έχουν βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση από επιλέξιμο ΕΟΠΑ την οποία η ΕΑΤ αντιστοιχίζει με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες του Κεφαλαίου 2 για τη στάθμιση των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων,
μετοχές ή μετατρέψιμες ομολογίες που περιλαμβάνονται σε βασικό δείκτη,
χρυσός,
θέσεις τιτλοποίησης που δεν είναι θέσεις επανατιτλοποίησης και οι οποίες υπόκεινται σε συντελεστή στάθμισης κινδύνου 100 % ή χαμηλότερο, σύμφωνα με τα άρθρα 261 έως 264.
Για τους σκοπούς του στοιχείου β) της παραγράφου 1, οι «χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες» περιλαμβάνουν τους εξής τίτλους:
τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές τα ανοίγματα έναντι των οποίων αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης στη δικαιοδοσία της οποίας υπάγονται σύμφωνα με το άρθρο 115 παράγραφος 2,
τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από νομικά πρόσωπα του δημοσίου τομέα και που αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης σύμφωνα με το άρθρο 116 παράγραφος 4,
τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης στις οποίες εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 % σύμφωνα με το άρθρο 117 παράγραφος 2,
τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από διεθνείς οργανισμούς στους οποίους εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 % σύμφωνα με το άρθρο 118.
Για τους σκοπούς του στοιχείου γ) της παραγράφου 1, οι «χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από ιδρύματα» περιλαμβάνουν τους εξής τίτλους:
τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές εκτός από τους χρεωστικούς τίτλους που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παραγράφου 2,
τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από οντότητες του δημόσιου τομέα, τα ανοίγματα έναντι των οποίων αντιμετωπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 116 παράγραφοι 1 και 2,
τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης, εκτός εκείνων στις οποίες εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 % σύμφωνα με το άρθρο 117 παράγραφος 2.
Ένα ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από άλλα ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίοι δεν έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕΟΠΑ ως αποδεκτή εξασφάλιση εφόσον οι εν λόγω τίτλοι πληρούν όλα τα ακόλουθα κριτήρια:
είναι εισηγμένοι σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο,
δεν είναι τίτλοι μειωμένης εξασφάλισης,
όλοι οι άλλοι τίτλοι με την ίδια εξοφλητική προτεραιότητα που εκδίδονται από το πιστωτικό ίδρυμα έχουν διαβαθμιστεί από ΕΟΠΑ με πιστοληπτική αξιολόγηση την οποία η ΕΑΤ αντιστοιχίζει με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3 ή με υψηλότερη βαθμίδα σύμφωνα με τους κανόνες του κεφαλαίου 2 για τη στάθμιση των ανοιγμάτων έναντι ιδρυμάτων ή των βραχυπρόθεσμων ανοιγμάτων,
το δανειοδοτικό ίδρυμα δεν διαθέτει καμία πληροφορία που υποδηλώνει ότι η πιστοληπτική αξιολόγηση της έκδοσης θα έπρεπε να είναι χαμηλότερη από εκείνη του στοιχείου γ),
η δυνατότητα ρευστοποίησης των εν λόγω τίτλων είναι επαρκής.
Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν μερίδια ή μετοχές σε ΟΣΕ ως αποδεκτή εξασφάλιση εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
η τιμή των μεριδίων ή μετοχών δημοσιεύεται σε καθημερινή βάση,
ο ΟΣΕ επενδύει αποκλειστικά σε μέσα που αναγνωρίζονται ως αποδεκτά σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 4,
οι ΟΣΕ πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 132 παράγραφος 3.
Σε περίπτωση που ένας ΟΣΕ επενδύει σε μερίδια ή μετοχές άλλου ΟΣΕ, οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα στοιχεία α) έως γ) του πρώτου εδαφίου εφαρμόζονται εξίσου σε οποιονδήποτε υποκείμενο ΟΣΕ.
Η χρήση από ΟΣΕ παράγωγων μέσων για την αντιστάθμιση επιτρεπόμενων επενδύσεων δεν εμποδίζει την επιλεξιμότητα των μεριδίων αυτού του οργανισμού ως εξασφάλιση.
Σε περίπτωση που υποκείμενος ΟΣΕ έχει δικούς του υποκείμενους ΟΣΕ, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν μερίδια ή μετοχές του αρχικού ΟΣΕ ως επιλέξιμη εξασφάλιση υπό την προϋπόθεση ότι εφαρμόζουν τη μέθοδο του πρώτου εδαφίου.
Εάν τα μη αποδεκτά στοιχεία ενεργητικού μπορεί να έχουν αρνητική αξία λόγω υποχρεώσεων ή ενδεχόμενων υποχρεώσεων που προκύπτουν από την ιδιοκτησία, τα ιδρύματα προβαίνουν στις εξής ενέργειες:
υπολογίζουν τη συνολική αξία των μη αποδεκτών στοιχείων ενεργητικού,
εάν το ποσό που προκύπτει από το στοιχείο α) είναι αρνητικό, αφαιρούν την απόλυτη τιμή του εν λόγω ποσού από τη συνολική αξία των αποδεκτών στοιχείων ενεργητικού.
Η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει σχέδια εφαρμοστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:
τους σημαντικούς δείκτες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο στ) του παρόντος άρθρου, στο άρθρο 198 παράγραφος 1 στοιχείο α), στο άρθρο 224 παράγραφοι 1 και 4 και στο άρθρο 299 παράγραφος 2 στοιχείο ε),
τα αναγνωρισμένα χρηματιστήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου, στο άρθρο 198 παράγραφος 1 στοιχείο α), στο άρθρο 224 παράγραφοι 1 και 4, στο άρθρο 299 παράγραφος 2 στοιχείο ε), στο άρθρο 400 παράγραφος 2 στοιχείο ια), στο άρθρο 416 παράγραφος 3 στοιχείο ε), στο άρθρο 428 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και στο παράρτημα ΙΙΙ σημείο 12, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 72).
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 2014.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
Άρθρο 198
Συμπληρωματική επιλεξιμότητα εξασφαλίσεων στην αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων
Εκτός από την εξασφάλιση που αναφέρεται στο άρθρο 197, εάν το ίδρυμα χρησιμοποιεί τη μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων σύμφωνα με το άρθρο 223, μπορεί να χρησιμοποιεί τα ακόλουθα χρηματοπιστωτικά μέσα ως αποδεκτή εξασφάλιση:
μετοχές ή μετατρέψιμα ομόλογα που δεν περιλαμβάνονται σε βασικό δείκτη αλλά είναι διαπραγματεύσιμες σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο,
μερίδια ή μετοχές ΟΣΕ, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
η τιμή των μεριδίων ή μετοχών δημοσιοποιείται σε καθημερινή βάση,
ο ΟΣΕ επενδύει αποκλειστικά σε μέσα που αναγνωρίζονται ως αποδεκτά σύμφωνα με το άρθρο 197 παράγραφοι 1 και 4, και στα μέσα που αναφέρονται στο στοιχείο α) του παρόντος εδαφίου.
Σε περίπτωση που ένας ΟΣΕ επενδύει σε μερίδια ή μετοχές άλλου ΟΣΕ, οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται εξίσου σε οποιονδήποτε υποκείμενο ΟΣΕ.
Η χρήση από ΟΣΕ παράγωγων μέσων για την αντιστάθμιση επιτρεπόμενων επενδύσεων δεν εμποδίζει την επιλεξιμότητα των μεριδίων ή μετοχών αυτού του οργανισμού ως εξασφάλιση.
Εάν τα μη αποδεκτά στοιχεία ενεργητικού μπορεί να έχουν αρνητική αξία λόγω υποχρεώσεων ή ενδεχόμενων υποχρεώσεων που προκύπτουν από την ιδιοκτησία, τα ιδρύματα προβαίνουν στις εξής ενέργειες:
υπολογίζουν τη συνολική αξία των μη αποδεκτών στοιχείων ενεργητικού,
εάν το ποσό που προκύπτει από το στοιχείο α) είναι αρνητικό, αφαιρούν την απόλυτη τιμή του εν λόγω ποσού από τη συνολική αξία των αποδεκτών στοιχείων ενεργητικού.
Άρθρο 199
Συμπληρωματική επιλεξιμότητα εξασφαλίσεων στηv ΠΕΔ
Εκτός από την εξασφάλιση που αναφέρεται στα άρθρα 197 και 198, τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας με την ΠΕΔ μπορούν επίσης να χρησιμοποιούν τις ακόλουθες μορφές εξασφαλίσεων:
ακίνητη περιουσία σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 και 4,
εισπρακτέες απαιτήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 5,
άλλες εμπράγματες εξασφαλίσεις σύμφωνα με τις παραγράφους 6 και 8,
μισθώσεις σύμφωνα με την παράγραφο 7.
Εκτός εάν ορίζεται κάτι διαφορετικό δυνάμει του άρθρου 124 παράγραφος 2, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν ως αποδεκτή εξασφάλιση τα ακίνητα που χρησιμοποιούνται ως κατοικίες και τα οποία κατοικούνται ή εκμισθώνονται ή θα κατοικηθούν ή εκμισθωθούν από τον ιδιοκτήτη ή από τον επικαρπωτή στην περίπτωση προσωπικής επιχείρησης επενδύσεων και τα εμπορικά ακίνητα, δηλαδή τα γραφεία και οι άλλοι εμπορικοί χώροι, εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
η αξία του ακινήτου δεν εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από την πιστωτική ποιότητα του πιστούχου. Η απαίτηση αυτή δεν αφορά καταστάσεις στις οποίες καθαρά μακροποικονομικοί παράγοντες επιρεάζουν τόσο την αξία του ακινήτου όσο και την οικονομική κατάσταση του πιστούχου,
ο κίνδυνος του πιστούχου δεν εξαρτάται σε ουσιαστικό βαθμό από την απόδοση του υποκείμενου ακινήτου ή έργου, αλλά από την ικανότητα του πιστούχου να εξοφλήσει την οφειλή με έσοδα από άλλες πηγές, και κατά συνέπεια, η εξόφληση του δανείου δεν εξαρτάται ουσιωδώς από ενδεχόμενες χρηματορροές που σχετίζονται με το υποκείμενο ακίνητο που χρησιμοποιείται ως εξασφάλιση.
Τα ιδρύματα δύνανται να παρεκκλίνουν από το στοιχείο β) στην παράγραφο 2 για ανοίγματα που εξασφαλίζονται με ακίνητα τα οποία χρησιμοποιούνται ως κατοικίες και βρίσκονται στην επικράτεια ενός κράτους μέλους, εάν η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους έχει δημοσιεύσει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι στην επικράτειά του υπάρχει από μακρού καλά αναπτυγμένη αγορά κατοικιών με ποσοστά ζημίας που δεν υπερβαίνουν οποιοδήποτε από τα κατωτέρω όρια:
οι ζημίες που προέρχονται από τα δάνεια που εξασφαλίζονται με κατοικίες αποτελούν έως και το 80 % της αγοραίας αξίας ή το 80 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου, εκτός εάν προβλέπεται κάτι διαφορετικό δυνάμει του άρθρου 124 παράγραφος 2, και δεν υπερβαίνουν το 0,3 % του ανεξόφλητου υπολοίπου των δανείων που εξασφαλίζονται με την κατοικία σε δεδομένο έτος,
οι συνολικές ζημίες από τα δάνεια που εξασφαλίζονται με κατοικίες δεν υπερβαίνουν το 0,5 % του ανεξόφλητου υπολοίπου αυτών των δανείων σε δεδομένο έτος.
Σε περίπτωση που δεν πληρούται κάποια από τις δύο προϋποθέσεις των στοιχείων α) και β) του πρώτου εδαφίου σε δεδομένο έτος, τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν την αντιμετώπιση που καθορίζεται στο εν λόγω εδάφιο μέχρις ότου να εκπληρωθούν και οι δύο προϋποθέσεις σε επόμενο έτος.
Τα ιδρύματα δύνανται να παρεκκλίνουν από το στοιχείο β) στην παράγραφο 2 για ανοίγματα που εξασφαλίζονται με εμπορικά ακίνητα που βρίσκονται στην επικράτεια ενός κράτους μέλους, εάν η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους έχει δημοσιεύσει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι στην επικράτειά του υπάρχει από μακρού καλά αναπτυγμένη αγορά εμπορικών ακινήτων με ποσοστά ζημίας που δεν υπερβαίνουν οποιοδήποτε από τα κατωτέρω όρια:
οι ζημίες που προέρχονται από δάνεια εξασφαλισμένα με εμπορικά ακίνητα αποτελούν έως και το 50 % της αγοραίας αξίας ή το 60 % της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου και δεν υπερβαίνουν το 0,3 % του ανεξόφλητου υπολοίπου των δανείων που εξασφαλίζονται με εμπορικά ακίνητα σε δεδομένο έτος,
οι συνολικές ζημίες από δανεισμό εξασφαλισμένο με εμπορικά ακίνητα δεν υπερβαίνουν το 0,5 % του ανεξόφλητου υπολοίπου αυτών των δανείων σε δεδομένο έτος.
Σε περίπτωση που δεν πληρούται καμία από τις προϋποθέσεις των στοιχείων α) και β) του πρώτου εδαφίου σε δεδομένο έτος, τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν την αντιμετώπιση που καθορίζεται στο εν λόγω εδάφιο μέχρις ότου να ικανοποιηθούν και οι δύο προϋποθέσεις σε επόμενο έτος.
Οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν σε ένα ίδρυμα να χρησιμοποιεί ως αποδεκτή εξασφάλιση εμπράγματες εξασφαλίσεις άλλου είδους από αυτές που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
υπάρχει αγορά με ικανοποιητική ρευστότητα, όπως αποδεικνύεται μέσω των τακτικών συναλλαγών, λαμβανομένου υπόψη του είδους στοιχείου ενεργητικού, για τη ταχεία και οικονομικά αποτελεσματική ρευστοποίηση της εξασφάλισης. Τα ιδρύματα αξιολογούν την παρούσα προϋπόθεση περιοδικά και όταν υπάρχουν πληροφορίες για σημαντικές αλλαγές στην αγορά,
υπάρχουν από μακρού δημόσια διαθέσιμες αγοραίες τιμές της εξασφάλισης. Τα ιδρύματα θεωρούν ότι οι δημοσιευμένες αγοραίες τιμές υφίστανται από μακρού όταν προέρχονται από αξιόπιστες πηγές πληροφοριών όπως είναι οι δημοσιευμένοι δείκτες και αντικατοπτρίζουν την καθαρή τιμή από την ρευστοποίηση της εξασφάλισης υπό κανονικές συνθήκες. Τα ιδρύματα θεωρούν τις αγοραίες τιμές ως δημόσια διαθέσιμες, όταν οι εν λόγω τιμές είναι εύκολα προσβάσιμες σε τακτική βάση και χωρίς αδικαιολόγητες διαχειριστικές δυσκολίες ή οικονομικές επιβαρύνσεις.,
το ίδρυμα αναλύει τις αγοραίες τιμές, τον χρόνο και το κόστος που απαιτείται για τη ρευστοποίηση της εξασφάλισης και τις πραγματοποιηθείσες ρευστοποιήσεις της εξασφάλισης,
το ίδρυμα αποδεικνύει ότι η καθαρή τιμή από την ρευστοποίηση της εξασφάλισης δεν είναι χαμηλότερη από το 70 % της αξίας της εξασφάλισης για ποσοστό μεγαλύτερο του 10 % όλων των ρευστοποιήσεων για ένα δεδομένο είδος εξασφάλισης. Εάν υπάρχει σημαντική μεταβλητότητα στις αγοραίες τιμές, το ίδρυμα αποδεικνύει στις αρμόδιες αρχές ότι η αποτίμηση της εξασφάλισης που πραγματοποιεί είναι επαρκώς συντηρητική.
Τα ιδρύματα τεκμηριώνουν την ικανοποίηση των προϋποθέσεων που ορίζονται στα στοιχεία α) έως δ) του πρώτου εδαφίου και αυτών που ορίζονται στο άρθρο 210.
Άρθρο 200
Άλλες μορφές χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας
Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν ως αποδεκτή εξασφάλιση τις ακόλουθες μορφές χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας:
καταθέσεις μετρητών ή μέσα εξομοιούμενα με μετρητά που τηρούνται σε τρίτο ίδρυμα χωρίς σύμβαση θεματοφυλακής και είναι ενεχυριασμένα στο δανειοδοτικό ίδρυμα,
ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής ενεχυριασμένα στο δανειοδοτικό ίδρυμα,
μέσα που εκδίδονται από τρίτο ίδρυμα ή από επιχείρηση επενδύσεων και με δυνατότητα επαναγοράς σε πρώτη ζήτηση από το εν λόγω ίδρυμα ή την εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων.
Άρθρο 201
Επιλεξιμότητα των παρόχων προστασίας σε όλες τις προσεγγίσεις
Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν τους ακόλουθους φορείς ως αποδεκτούς παρόχους μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας:
κεντρικές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες,
περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές,
πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης,
διεθνείς οργανισμούς στα ανοίγματα έναντι των οποίων εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 % σύμφωνα με το άρθρο 117,
οντότητες του δημόσιου τομέα οι απαιτήσεις έναντι των οποίων αντιμετωπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 116,
ιδρύματα και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των οποίων τα ανοίγματα έναντι του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος ισοδυναμούν με ανοίγματα έναντι ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 119 παράγραφος 5,
άλλες επιχειρήσεις, περιλαμβανομένων των μητρικών επιχειρήσεων, των θυγατρικών και των συνδεδεμένων επιχειρήσεων του ιδρύματος, ◄ εάν πληρούται οποιαδήποτε από τις κατωτέρω προϋποθέσεις:
οι εν λόγω άλλες επιχειρήσεις έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕΟΠΑ,
στην περίπτωση των ιδρυμάτων που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας σύμφωνα με τη μέθοδο ΠΕΔ, οι εν λόγω άλλες επιχειρήσεις δεν έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕΟΠΑ αλλά τους αποδίδεται εσωτερική διαβάθμιση από το ίδρυμα,
αναγνωρισμένους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους.
Οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν και τηρούν κατάλογο των εν λόγω χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που είναι αποδεκτοί πάροχοι μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας δυνάμει παραγράφου 1 στοιχείο στ) ή των βασικών κριτηρίων για τον προσδιορισμό των εν λόγω άλλων αποδεκτών παρόχων μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας, καθώς και μια περιγραφή των εφαρμοστέων απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας, γνωστοποιούν δε τον κατάλογό τους σε άλλες αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 117 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.
Άρθρο 202
Επιλεξιμότητα, στο πλαίσιο της ΠΕΔ, των παρόχων πιστωτικής προστασίας που πληρούν τις προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση που προβλέπεται στο άρθρο 153 παράγραφος 3
Ένα ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί ιδρύματα, επιχειρήσεις επενδύσεων, ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εταιρείες και οργανισμούς εξαγωγικών πιστώσεων ως αποδεκτούς παρόχους μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας στους οποίους εφαρμόζεται η αντιμετώπιση που προβλέπεται στο άρθρο 153 παράγραφος 3, εφόσον πληρούν τις κατωτέρω προϋποθέσεις:
έχουν επαρκή πείρα στην παροχή μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας,
διέπονται από κανόνες ισοδύναμους με εκείνους του παρόντος Κανονισμού ή είχαν κατά τη χρονική στιγμή κατά την οποία είχε παρασχεθεί η πιστωτική προστασία, πιστοληπτική αξιολόγηση από αναγνωρισμένο ΕΟΠΑ την οποία η ΕΑΤ αντιστοιχίζει με τη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας 3 ή με υψηλότερη βαθμίδα, σύμφωνα με τους κανόνες στάθμισης των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων δυνάμει του κεφαλαίου 2,
είχαν, κατά τη χρονική στιγμή κατά την οποία είχε παρασχεθεί η πιστωτική προστασία ή για οποιαδήποτε χρονική περίοδο έκτοτε, εσωτερική διαβάθμιση που ισοδυναμεί με πιθανότητα αθέτησης (PD) ίση ή μικρότερη από εκείνη που αντιστοιχεί στη 2η ή σε υψηλότερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας σύμφωνα με τους κανόνες για τη στάθμιση των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων που ορίζονται στο κεφάλαιο 2,
έχουν εσωτερική διαβάθμιση που ισοδυναμεί με πιθανότητα αθέτησης (PD) ίση ή μικρότερη από εκείνη που αντιστοιχεί στην 3η ή σε υψηλότερη βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας σύμφωνα με τους κανόνες για τη στάθμιση των ανοιγμάτων έναντι επιχειρήσεων που ορίζονται στο κεφάλαιο 2.
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η πιστωτική προστασία που παρέχεται από οργανισμούς εξαγωγικών πιστώσεων δεν τυγχάνει καμιάς ρητής αντεγγύησης κεντρικής κυβέρνησης.
Άρθρο 203
Επιλεξιμότητα εγγυήσεων ως μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία
Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν εγγυήσεις ως επιλέξιμες μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας.
Άρθρο 204
Επιλέξιμα είδη πιστωτικών παραγώγων
Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν ως αποδεκτή πιστωτική προστασία τα ακόλουθα είδη πιστωτικών παράγωγων και μέσων που μπορούν να συντεθούν από αυτά τα πιστωτικά παράγωγα ή έχουν τα ίδια οικονομικά αποτελέσματα:
συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (credit default swaps),
συμφωνίες ανταλλαγής συνολικής απόδοσης (total return swaps),
ομόλογα συνδεδεμένα με τον πιστωτικό κίνδυνο υποκείμενου μέσου (credit linked notes), στον βαθμό που χρηματοδοτούνται με μετρητά.
Εάν το ίδρυμα αγοράζει πιστωτική προστασία με συμφωνία ανταλλαγής συνολικής απόδοσης και καταχωρεί τα καθαρά ποσά που λαμβάνει από τη συμφωνία ανταλλαγής ως καθαρό εισόδημα χωρίς αντίστοιχη μείωση της αξίας του προστατευόμενου στοιχείου ενεργητικού (είτε με μείωση της εύλογης αξίας είτε με αύξηση αποθεματικών), η πιστωτική προστασία δεν αναγνωρίζεται ως αποδεκτή.
Εάν έχει πραγματοποιηθεί εσωτερική αντιστάθμιση σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο και τις απαιτήσεις του παρόντος κεφαλαίου, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τους κανόνες που προβλέπονται στα τμήματα 4 έως 6 για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας σε περίπτωση μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας.
Άρθρο 205
Απαιτήσεις για συμβάσεις συμψηφισμού εντός ισολογισμού πλην των συμβάσεων-πλαισίων συμψηφισμού που αναφέρονται στο άρθρο 206
Οι συμβάσεις συμψηφισμού εντός ισολογισμού, πλην των συμβάσεων-πλαισίων συμψηφισμού που αναφέρονται στο άρθρο 206 θεωρούνται αποδεκτή μορφή μείωσης του πιστωτικού κινδύνου εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
οι εν λόγω συμβάσεις έχουν νομική ισχύ και είναι εκτελεστές σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία, καλύπτουν δε περιπτώσεις αφερεγγυότητας ή πτώχευσης ενός αντισυμβαλλομένου,
τα ιδρύματα είναι σε θέση να προσδιορίζουν ανά πάσα στιγμή τις απαιτήσεις και υποχρεώσεις που αποτελούν αντικείμενο των εν λόγω συμβάσεων,
τα ιδρύματα παρακολουθούν και ελέγχουν τους κινδύνους που συνδέονται με την παύση της πιστωτικής προστασίας σε μόνιμη βάση,
τα ιδρύματα παρακολουθούν και ελέγχουν σε μόνιμη βάση τα σχετικά ανοίγματα συμψηφίζοντας τα κέρδη και τις ζημιές που προκύπτουν από αυτά.
Άρθρο 206
Απαιτήσεις για συμβάσεις-πλαίσια συμψηφισμού που καλύπτουν συναλλαγές επαναγοράς, συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς
Οι συμβάσεις-πλαίσια συμψηφισμού που καλύπτουν συναλλαγές επαναγοράς, συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων ή άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς, θεωρούνται αποδεκτή μορφή μείωσης του πιστωτικού κινδύνου εφόσον η εξασφάλιση που παρέχεται δυνάμει των εν λόγω συμβάσεων πληροί όλες τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 207 παράγραφοι 2 έως 4 και εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
έχουν νομική ισχύ και είναι εκτελεστές σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία, καλύπτουν δε περιπτώσεις αφερεγγυότητας ή πτώχευσης ενός αντισυμβαλλομένου,
σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων αφερεγγυότητας ή πτώχευσης ενός αντισυμβαλλόμενου, οι συμβάσεις παρέχουν το δικαίωμα στον αντισυμβαλλόμενο που δεν αθέτησε τις υποχρεώσεις του να τερματίσει και να κλείσει ταχέως όλες τις συναλλαγές που υπάγονται στις συμβάσεις αυτές,
επιτρέπουν τον συμψηφισμό κερδών και ζημιών από συναλλαγές που κλείνουν βάσει σύμβασης κατά τρόπο ώστε το ένα μέρος να οφείλει στο άλλο μόνο ένα καθαρό ποσό.
Άρθρο 207
Απαιτήσεις για χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις
Οι τίτλοι που εκδίδονται από τον οφειλέτη ή από συνδεδεμένη με αυτόν οντότητα του ιδίου ομίλου δεν είναι αποδεκτοί ως εξασφάλιση. Τα εκδιδόμενα όμως από τον ίδιο τον οφειλέτη καλυμμένα ομόλογα κατά την έννοια του άρθρου 129 μπορούν μολαταύτα να θεωρούνται αποδεκτή εξασφάλιση όταν παρέχονται ως ασφάλεια για συναλλαγές επαναγοράς, εφόσον συμμορφώνονται με την προϋπόθεση του πρώτου εδαφίου.
Τα ιδρύματα έχουν προβεί σε επαρκή νομική εξέταση που επιβεβαίωσε ότι οι συμβάσεις εξασφάλισης είναι εκτελεστές σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία. Προβαίνουν κατά περίπτωση σε νέα νομική εξέταση για να επιβεβαιώσουν ότι οι συμβάσεις εξακολουθούν να είναι εκτελεστές.
Τα ιδρύματα πληρούν όλες τις κατωτέρω λειτουργικές απαιτήσεις:
τεκμηριώνουν κατάλληλα τις συμβάσεις χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων και διαθέτουν σαφείς και αξιόπιστες διαδικασίες για την ταχεία ρευστοποίηση της εξασφάλισης,
χρησιμοποιούν αποτελεσματικές διαδικασίες και μηχανισμούς για τον έλεγχο των κινδύνων από τη χρήση εξασφαλίσεων, περιλαμβανομένου του κινδύνου απώλειας ή μείωσης της πιστωτικής προστασίας, του κινδύνου αποτίμησης, του κινδύνου παύσης της πιστωτικής προστασίας και του κινδύνου συγκέντρωσης, οι οποίοι απορρέουν από τη χρήση εξασφαλίσεων και από την αλληλεπίδραση με το συνολικό προφίλ κινδύνου του ιδρύματος,
διαθέτουν γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές και πρακτικές για τα είδη και τα ποσά των εξασφαλίσεων που αποδέχονται,
υπολογίζουν την αγοραία αξία των εξασφαλίσεων και την αναπροσαρμόζουν τουλάχιστον κάθε έξι μήνες και κάθε φορά που έχουν λόγους να πιστεύουν ότι η αγοραία αξία των εξασφαλίσεων έχει μειωθεί σημαντικά,
εάν η εξασφάλιση κρατείται σε τρίτο, λαμβάνουν εύλογα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι το τρίτο μέρος απομονώνει την εξασφάλιση από τα δικά του στοιχεία ενεργητικού,
διασφαλίζουν ότι αφιερώνουν επαρκείς πόρους για την εύτακτη λειτουργία των συμφωνιών περιθωρίου με εξωχρηματιστηριακά παράγωγα και αντισυμβαλλόμενους χρηματοδότησης τίτλων, βάσει της έγκαιρης άσκησης και της ακρίβειας των εξερχόμενων απαιτήσεων περιθωρίου και του χρόνου ανταπόκρισης σε εισερχόμενες απαιτήσεις περιθωρίου,
διαθέτουν πολιτικές διαχείρισης των εξασφαλίσεων για τον έλεγχο, την παρακολούθηση και την υποβολή αναφορών σχετικά με:
τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται λόγω των συμφωνιών περιθωρίου,
τον κίνδυνο συγκέντρωσης συγκεκριμένων ειδών εξασφαλίσεων,
την επαναχρησιμοποίηση εξασφαλίσεων, συμπεριλαμβανομένων των πιθανών ελλείψεων ρευστότητας λόγω της επαναχρησιμοποίησης εξασφαλίσεων που έχουν εισπραχθεί από αντισυμβαλλόμενους,
την παραίτηση δικαιωμάτων από εξασφαλίσεις που παρέχονται σε αντισυμβαλλόμενους.
Άρθρο 208
Απαιτήσεις για εξασφαλίσεις με ακίνητα
Πληρούνται οι ακόλουθες απαιτήσεις ασφάλειας δικαίου:
μια υποθήκη ή άλλο βάρος που έχει εγγραφεί επί του ακινήτου πρέπει να είναι εκτελεστή σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία τη στιγμή σύναψης της σύμβασης παροχής πίστωσης και να έχει εγγραφεί ορθά και έγκαιρα,
έχουν τηρηθεί όλες οι νομικές απαιτήσεις για τη σύστασή της ενεχυρίασης,
Η σύμβαση ενεχυρίασης και η σχετική νομική διαδικασία επιτρέπουν στο ίδρυμα να ικανοποιήσει σε εύλογο χρονικό διάστημα την απαίτησή του με τη ρευστοποίηση του ενυπόθηκου ακινήτου.
Πληρούνται οι ακόλουθες απαιτήσεις σχετικά με τον έλεγχο της αξίας του ακινήτου και την αποτίμησή του:
τα ιδρύματα επαναπροσδιορίζουν τακτικά και ►C2 τουλάχιστον μία φορά το χρόνο την αξία του ακινήτου προκειμένου περί ακινήτων εμπορικής χρήσης, και κάθε τρία έτη προκειμένου περί ακινήτων κατοικίας. ◄ Τα ιδρύματα πραγματοποιούν πιο συχνές αποτιμήσεις σε περιόδους έντονης διακύμανσης των τιμών της αγοράς,
εάν υπάρχουν πληροφορίες, ότι η αξία του ακινήτου ενδέχεται να έχει μειωθεί σημαντικά σε σχέση με τις γενικές τιμές της αγοράς για αντίστοιχα ακίνητα, η αποτίμηση επανεξετάζεται από ανεξάρτητο εκτιμητή που διαθέτει τα απαιτούμενα προσόντα, ικανότητα και εμπειρία για την αποτίμηση ακινήτων και είναι ανεξάρτητος από τη διαδικασία πιστοδοτικών αποφάσεων. Για δάνεια που υπερβαίνουν τα 3 εκατομμύρια ευρώ ή το 5 % των ιδίων κεφαλαίων, η αποτίμηση του ακινήτου επανεξετάζεται από ανεξάρτητο εκτιμητή τουλάχιστον κάθε τρία χρόνια.
Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν στατιστικές μεθόδους για την αποτίμηση των ακινήτων και για τον εντοπισμό των ακινήτων των οποίων η αξία πρέπει να επανεκτιμηθεί.
Άρθρο 209
Απαιτήσεις για εισπρακτέες απαιτήσεις
Πληρούνται οι ακόλουθες απαιτήσεις ασφάλειας δικαίου:
η νομική πράξη με την οποία παρέχεται η εξασφάλιση σε ένα δανειοδοτικό ίδρυμα είναι ισχυρή και διασφαλίζει ότι το ίδρυμα έχει σαφή δικαιώματα επί της εξασφάλισης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος επί των προϊόντων από την πώληση της εξασφάλισης,
τα ιδρύματα λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις του τοπικού νομικού πλαισίου ώστε να διασφαλιστεί ότι μπορεί να αντιτάξει τα δικαιώματά του που πηγάζουν από την εξασφάλιση της απαίτησης. Τα δανειοδοτικά ιδρύματα έχουν απαίτηση πρώτης προτεραιότητας στην εξασφάλιση, παρότι οι εν λόγω απαιτήσεις μπορεί να υπόκεινται σε απαιτήσεις προνομιούχων πιστωτών που προβλέπονται σε νομοθετικές διατάξεις,
τα ιδρύματα έχουν προβεί σε επαρκή νομική εξέταση που επιβεβαίωσε ότι οι συμβάσεις εξασφάλισης είναι εκτελεστές σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία,
οι συμβάσεις εξασφάλισης είναι επαρκώς τεκμηριωμένες και περιλαμβάνουν σαφείς και αξιόπιστες διαδικασίες ταχείας ρευστοποίησης της εξασφάλισης,
τα ιδρύματα διαθέτουν διαδικασίες που διασφαλίζουν την τήρηση όλων των προϋποθέσεων που προβλέπονται από τον νόμο για την κήρυξη του δανειολήπτη σε αθέτηση υποχρέωσης και την ταχεία ρευστοποίηση της εξασφάλισης,
σε περίπτωση χρηματοοικονομικών δυσχερειών του δανειολήπτη ή αθέτησης της υποχρέωσής του, τα ιδρύματα έχουν νόμιμη εξουσία να πωλήσουν ή να εκχωρήσουν σε τρίτους τις εισπρακτέες απαιτήσεις χωρίς τη συναίνεση των οφειλετών των εισπρακτέων απαιτήσεων.
Πληρούνται οι ακόλουθες απαιτήσεις σχετικά με τη διαχείριση κινδύνου:
κάθε ίδρυμα διαθέτει αποτελεσματική διαδικασία εκτίμησης του πιστωτικού κινδύνου από εισπρακτέες απαιτήσεις. Η διαδικασία περιλαμβάνει αναλύσεις της δραστηριότητας και του επιχειρηματικού τομέα του δανειολήπτη και των κατηγοριών πελατών με τους οποίους συναλλάσσεται. Εάν το ίδρυμα βασίζεται στην εκτίμηση των δανειοληπτών του για τον προσδιορισμό του πιστωτικού κινδύνου των πελατών, επανεξετάζει τις πιστωτικές πρακτικές των δανειοληπτών για να εξακριβώσει την επάρκεια και την αξιοπιστία τους,
η διαφορά μεταξύ ποσού του ανοίγματος και αξίας των εισπρακτέων απαιτήσεων θα αντικατοπτρίζει όλους τους σχετικούς παράγοντες, περιλαμβανομένου του κόστους ρευστοποίησης, τον κίνδυνο συγκέντρωσης για το σύνολο των απαιτήσεων κάθε πιστούχου που έχουν ενεχυριασθεί και του κινδύνου συγκέντρωσης για το σύνολο των ανοιγμάτων του ιδρύματος πέραν από αυτόν που ελέγχεται από τη γενική μεθοδολογία του. Τα ιδρύματα εφαρμόζουν διαδικασία παρακολούθησης των εισπρακτέων απαιτήσεων σε συνεχή βάση. Ελέγχουν επίσης, σε τακτική βάση, τη συμμόρφωση με τις ρήτρες των δανείων, τους περιβαλλοντικούς περιορισμούς και τις λοιπές νομικές απαιτήσεις,
οι εισπρακτέες απαιτήσεις που ενεχυριάζονται από τον πιστούχο είναι επαρκώς διαφοροποιημένες και δεν συσχετίζονται σημαντικά με την οικονομική κατάστασή του. Σε περίπτωση σημαντικής θετικής συσχέτισης, ο σχετικός κίνδυνος θα λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό περιθωρίων για το σύνολο των εξασφαλίσεων,
τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν εισπρακτέες απαιτήσεις από εταιρείες συνδεδεμένες με τον πιστούχο, συμπεριλαμβανομένων των θυγατρικών και των υπαλλήλων του, ως αποδεκτή πιστωτική προστασία,
κάθε ίδρυμα διαθέτει γραπτώς τεκμηριωμένη διαδικασία για την συλλογή των εισπρακτέων απαιτήσεων σε περίπτωση προβλημάτων. Τα αναγκαία μέσα για την συλλογή των εισπρακτέων απαιτήσεων πρέπει να υφίστανται ακόμα και όταν τα ιδρύματα προσβλέπουν σε λειτουργική αποπληρωμή των πιστώσεων.
Άρθρο 210
Απαιτήσεις για άλλες εμπράγματες εξασφαλίσεις
Οι εμπράγματες εξασφαλίσεις εκτός των εξασφαλίσεων με ακίνητη περιουσία θεωρούνται αποδεκτές δυνάμει της ΠΕΔ εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
η σύμβαση εξασφάλισης δυνάμει της οποίας παρέχεται η εμπράγματη εξασφάλιση σε ένα ίδρυμα είναι νομικώς αποτελεσματική και εκτελεστή σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία και επιτρέπει στο ίδρυμα να ικανοποιήσει σε εύλογο χρόνο την απαίτησή του με τη ρευστοποίηση της εξασφάλισης,
με μόνη εξαίρεση τις αποδεκτές απαιτήσεις πρώτης προτεραιότητας του άρθρου 209 παράγραφος 2 στοιχείο β), μόνο δικαιώματα ή βάρη πρώτης τάξης επί των εξασφαλίσεων είναι αποδεκτά ως εξασφάλιση και ένα ίδρυμα έχει προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων δανειστών επί του προϊόντος της ρευστοποίησης της εξασφάλισης,
τα ιδρύματα ελέγχουν την αξία της εξασφάλισης τακτικά και τουλάχιστον μία φορά το χρόνο. Τα ιδρύματα πραγματοποιούν πιο συχνές αποτιμήσεις εάν οι όροι της αγοράς υπόκεινται σε σημαντικές μεταβολές,
η σύμβαση δανείου περιλαμβάνει λεπτομερή περιγραφή της εξασφάλισης και του τρόπου και της συχνότητας των αναπροσαρμογών αξίας,
τα ιδρύματα τεκμηριώνουν σαφώς σε εσωτερικές πιστοδοτικές πολιτικές και διαδικασίες που είναι διαθέσιμες για εξέταση τα είδη εμπράγματης εξασφάλισης που δέχονται και τις πολιτικές και πρακτικές που διαθέτουν για το κατάλληλο ποσό κάθε είδους εξασφάλισης σε σχέση με το ποσό του ανοίγματος,
οι πολιτικές των ιδρυμάτων για τη διάρθρωση της συναλλαγής καθορίζουν τα εξής:
κατάλληλες απαιτήσεις εξασφάλισης σε συνάρτηση με το ποσό του ανοίγματος,
την ικανότητα ταχείας ρευστοποίησης της εξασφάλισης,
την ικανότητα αντικειμενικού προσδιορισμού μιας τιμής ή αγοραίας αξίας,
τη συχνότητα με την οποία μπορεί να προσδιοριστεί άμεσα η αξία της εξασφάλισης, ιδίως με επαγγελματική εκτίμηση ή αποτίμηση,
τη μεταβλητότητα ή μια ενδεικτική μεταβλητή για την μεταβλητότητα της αξίας της εξασφάλισης,
κατά την αποτίμηση και την αναπροσαρμογή αξίας τα ιδρύματα λαμβάνουν πλήρως υπόψη κάθε επιδείνωση ή παλαίωση της εξασφάλισης, αποδίδοντας ιδιαίτερη προσοχή στις επιπτώσεις που έχει η πάροδος του χρόνου στις εξασφαλίσεις των οποίων η αξία τους επηρεάζεται από τη μόδα ή από συγκεκριμένες ημερομηνίες,
τα ιδρύματα έχουν δικαίωμα φυσικής επιθεώρησης της εξασφάλισης. Διαθέτουν επίσης πολιτικές και διαδικασίες για την άσκηση του δικαιώματος αυτού,
η εξασφάλιση καλύπτεται επαρκώς από ασφάλιση του κινδύνου ζημιών και τα ιδρύματα διαθέτουν διαδικασίες για τον σχετικό έλεγχο.
Άρθρο 211
Απαιτήσεις για την αντιμετώπιση των ανοιγμάτων από συναλλαγές χρηματοδοτικής μίσθωσης ως εξασφαλισμένων ανοιγμάτων
Τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν τα ανοίγματα από συναλλαγές χρηματοδοτικής μίσθωσης ως ανοίγματα εξασφαλισμένα με το είδος του εκμισθούμενου περιουσιακού στοιχείου εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 208 ή 210, κατά περίπτωση, για την αναγνώριση του είδους περιουσιακού στοιχείου που εκμισθώνεται ως αποδεκτή εξασφάλιση,
ο εκμισθωτής διαθέτει αποτελεσματικό πλαίσιο διαχείρισης των κινδύνων και κατάλληλης παρακολούθησης της αξίας της εξασφάλισης όσον αφορά την χρήση του εκμισθούμενου περιουσιακού στοιχείου, την τοποθεσία του, την παλαιότητά του και την προγραμματισμένη διάρκεια χρήσης του,
ο εκμισθωτής έχει νόμιμη κυριότητα επί του περιουσιακού στοιχείου και την ικανότητα να ασκήσει τα δικαιώματα κυριότητάς του σε εύθετο χρόνο,
εφόσον δεν έχει ήδη προσδιοριστεί κατά τον υπολογισμό του LGD, η διαφορά μεταξύ της αξίας του ανεξόφλητου ποσού και της αγοραίας αξίας της εξασφάλισης δεν είναι τόσο μεγάλη ώστε να οδηγεί σε υπερεκτίμηση της μείωσης κινδύνου που αποδίδεται στο εκμισθούμενο περιουσιακό στοιχείο.
Άρθρο 212
Απαιτήσεις για άλλες μορφές χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας
Οι καταθέσεις μετρητών ή μέσα εξομοιούμενα με μετρητά που τηρούνται σε τρίτο ίδρυμα είναι αποδεκτές για την αντιμετώπιση που ορίζεται στο άρθρο 232 παράγραφος 1, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
η απαίτηση του πιστούχου έναντι του τρίτου ιδρύματος ενεχυριάζεται ανοικτά ή εκχωρείται στο δανειοδοτικό ίδρυμα, η δε ενεχυρίαση ή εκχώρηση είναι νομικώς αποτελεσματική και εκτελεστή σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία και δεν υπόκειται σε αίρεση ή ανάκληση,
η ενεχυρίαση ή εκχώρηση κοινοποιείται στο τρίτο ίδρυμα,
ως αποτέλεσμα της ανωτέρω κοινοποίησης, το τρίτο ίδρυμα δεν μπορεί να πραγματοποιεί πληρωμές παρά μόνο στο δανειοδοτικό ίδρυμα ή σε άλλα μέρη και μόνο με την προηγούμενη συγκατάθεση του δανειοδοτικού ιδρύματος.
Τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής που έχουν ενεχυριαστεί στο δανειοδοτικό ίδρυμα αναγνωρίζονται ως αποδεκτή εξασφάλιση εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
το ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής ενεχυριάζεται ανοικτά ή εκχωρείται στο δανειοδοτικό ίδρυμα,
η ενεχυρίαση ή εκχώρηση κοινοποιείται στην επιχείρηση που παρέχει την ασφάλιση ζωής, η οποία, ως αποτέλεσμα της κοινοποίησης αυτής, δεν δύναται να καταβάλει ποσά που οφείλονται βάσει του ασφαλιστηρίου χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση του δανειοδοτικού ιδρύματος,
το δανειοδοτικό ίδρυμα έχει το δικαίωμα να καταγγείλει το ασφαλιστήριο συμβόλαιο και να λάβει την αξία εξαγοράς σε περίπτωση αθέτησης του δανειολήπτη,
το δανειοδοτικό ίδρυμα ενημερώνεται από τον κάτοχο του συμβολαίου για κάθε περίπτωση μη πληρωμής στο πλαίσιο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής,
η πιστωτική προστασία παρέχεται για όλη τη διάρκεια του δανείου. Σε περίπτωση που αυτό δεν είναι δυνατό, επειδή το ασφαλιστήριο συμβόλαιο λήγει πριν από την λήξη της σύμβασης δανείου, το ίδρυμα θα διασφαλίζει ότι οι χρηματορροές που προκύπτουν από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο θα χρησιμεύσουν στο ίδρυμα ως εξασφάλιση μέχρι τη λήξη της σύμβασης δανείου,
το ενέχυρο ή η εκχώρηση είναι νομικώς αποτελεσματικά και εκτελεστά σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία την στιγμή της σύναψης της σύμβασης δανείου,
η αξία εξαγοράς δηλώνεται από την εταιρεία που παρέχει την ασφάλεια ζωής και δεν μπορεί να μειωθεί,
η αξία εξαγοράς πρέπει να καταβληθεί από την εταιρεία που παρέχει την ασφάλεια ζωής σε εύθετο χρόνο κατόπιν αιτήματος,
η αξία εξαγοράς δεν μπορεί να ζητηθεί χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση του ιδρύματος,
η εταιρεία που παρέχει την ασφάλεια ζωής υπόκειται στην οδηγία 2009/138/ΕΚ ή υπόκειται σε εποπτεία από αρμόδια αρχή τρίτης χώρας, η οποία εφαρμόζει εποπτικές και κανονιστικές ρυθμίσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που ισχύουν στην Ένωση.
Άρθρο 213
Κοινές απαιτήσεις για τις εγγυήσεις και τα πιστωτικά παράγωγα
Με την επιφύλαξη του άρθρου 214 παράγραφος 1, η πιστωτική προστασία που απορρέει από εγγύηση ή πιστωτικό παράγωγο αναγνωρίζεται ως αποδεκτή μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
η πιστωτική προστασία είναι άμεση,
η έκταση της πιστωτικής προστασίας είναι σαφώς και αμετάκλητα καθορισμένη,
η σύμβαση πιστωτικής προστασίας δεν περιέχει καμία ρήτρα της οποίας η τήρηση είναι εκτός του ελέγχου του δανειοδότη και η οποία:
θα επέτρεπε στον πάροχο της προστασίας να την καταγγείλει μονομερώς,
θα αύξανε το πραγματικό κόστος της προστασίας σε περίπτωση επιδείνωσης της πιστωτικής ποιότητας του καλυπτόμενου ανοίγματος,
θα μπορούσε να απαλλάξει τον πάροχο της προστασίας από την υποχρέωση να πραγματοποιήσει σε εύθετο χρόνο τις πληρωμές εάν ο αρχικός οφειλέτης δεν καταβάλει τις οφειλόμενες πληρωμές ή εάν η σύμβαση μίσθωσης έχει λήξει για τους σκοπούς αναγνώρισης της εγγυημένης υπολειμματικής αξίας δυνάμει του άρθρου 134 παράγραφος 7 και του άρθρου 166 παράγραφος 4,
θα επέτρεπε στον πάροχο της πιστωτικής προστασίας να μειώσει τη ληκτότητά της,
η σύμβαση πιστωτικής προστασίας είναι νομικώς αποτελεσματική και εκτελεστή σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία την στιγμή της σύναψης της σύμβασης δανείου.
Ένα ίδρυμα έχει προβεί σε επαρκή νομική εξέταση που επιβεβαίωσε ότι η μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία είναι εκτελεστή σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία. Προβαίνει κατά περίπτωση σε νέα νομική εξέταση για να επιβεβαιώσει ότι οι συμβάσεις εξακολουθούν να είναι εκτελεστές.
Άρθρο 214
Αντεγγυήσεις του κράτους και άλλων οντοτήτων του δημόσιου τομέα
Τα ιδρύματα μπορούν να αντιμετωπίσουν τα ανοίγματα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 ως καλυπτόμενα από εγγύηση που παρέχεται από τις οντότητες που παρατίθενται στην εν λόγω παράγραφο εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
η αντεγγύηση καλύπτει όλα τα στοιχεία πιστωτικού κινδύνου της απαίτησης,
τόσο η αρχική εγγύηση όσο και η αντεγγύηση πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 213 και του άρθρου 215 παράγραφος 1 για τις εγγυήσεις, με μόνη εξαίρεση ότι η αντεγγύηση μπορεί να μην είναι άμεση,
η παρεχόμενη κάλυψη είναι αποτελεσματική και κανένα ιστορικό δεδομένο δεν υποδηλώνει ότι η κάλυψη που παρέχει η αντεγγύηση δεν είναι στην πραγματικότητα ισοδύναμη με εκείνη της άμεσης εγγύησης της εν λόγω οντότητας.
Η αντιμετώπιση που καθορίζεται στην παράγραφο 1 εφαρμόζεται για ανοίγματα που προστατεύονται από εγγύηση η οποία είναι αντεγγυημένη από οποιαδήποτε από τις κατωτέρω οντότητες:
μια κεντρική κυβέρνηση ή κεντρική τράπεζα,
μια περιφερειακή κυβέρνηση ή τοπική αρχή,
μια οντότητα του δημοσίου τομέα, οι απαιτήσεις έναντι της οποίας αντιμετωπίζονται ως απαιτήσεις έναντι της κεντρικής κυβέρνησης σύμφωνα με το άρθρο 116 παράγραφος 4,
μια πολυμερή τράπεζα ανάπτυξης ή έναν διεθνή οργανισμό, όπου εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 % δυνάμει ή λόγω του άρθρου 117 παράγραφος 2 και του άρθρου 118 αντίστοιχα,
μια οντότητα του δημόσιου τομέα οι απαιτήσεις έναντι της οποίας αντιμετωπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 116 παράγραφοι 1 και 2.
Άρθρο 215
Συμπληρωματικές απαιτήσεις για την αναγνώριση των εγγυήσεων
Οι εγγυήσεις αναγνωρίζονται ως αποδεκτή μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 213 και όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
αμέσως μετά την αθέτηση ή τη μη πληρωμή που ενεργοποιεί την εγγύηση, το δανειοδοτικό ίδρυμα έχει το δικαίωμα να ενάγει τον εγγυητή εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας και να ζητήσει την καταβολή κάθε ποσού που οφείλεται βάσει της απαίτησης για την οποία παρέχεται η προστασία και η καταβολή από τον εγγυητή δεν υπόκειται σε ένσταση κατά του δανειοδοτικού ιδρύματος προκειμένου να στραφεί πρώτα κατά του οφειλέτη.
Σε περίπτωση μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας που καλύπτει ενυπόθηκα δάνεια κατοικίας, οι απαιτήσεις του άρθρου 213 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σημείο iii), και του πρώτου εδαφίου του παρόντος στοιχείου, πρέπει να πληρούνται μόνο εντός 24 μηνών,
η εγγύηση αποτελεί ρητή και γραπτώς τεκμηριωμένη υποχρέωση που αναλαμβάνει ο εγγυητής,
να πληρούται μία από τις εξής προϋποθέσεις:
η εγγύηση καλύπτει όλα τα είδη πληρωμών που αναμένεται να πραγματοποιήσει ο οφειλέτης για την εκπλήρωση της απαίτησης,
εάν ορισμένα είδη πληρωμών εξαιρούνται από την εγγύηση το δανειοδοτικό ίδρυμα έχει προσαρμόσει την αξία της εγγύησης για να ληφθεί υπόψη ο περιορισμός της κάλυψης.
Στην περίπτωση των εγγυήσεων που παρέχονται στο πλαίσιο συστημάτων αμοιβαίων εγγυήσεων ή των εγγυήσεων που παρέχονται ή καλύπτονται από την αντεγγύηση των οντοτήτων που απαριθμούνται στο άρθρο 214 παράγραφος 2, θεωρείται ότι οι απαιτήσεις του στοιχείου α) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ικανοποιούνται εάν πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
το δανειοδοτικό ίδρυμα έχει το δικαίωμα να λάβει σε εύθετο χρόνο από τον εγγυητή προσωρινή πληρωμή που πληροί αμφότερες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
αντιπροσωπεύει μια ανθεκτική εκτίμηση του ποσού ζημίας, περιλαμβανομένης της ζημίας από τη μη πληρωμή τόκων και από τα άλλη είδη πληρωμών που υποχρεούται να πραγματοποιήσει ο πιστούχος, την οποία είναι πιθανό να υποστεί το δανειοδοτικό ίδρυμα,
είναι αναλογική προς την κάλυψη που παρέχει η εγγύηση,
το δανειοδοτικό ίδρυμα μπορεί να αποδείξει επαρκώς στις αρμόδιες αρχές ότι τα αποτελέσματα της εγγύησης, που θα καλύπτουν επίσης τη ζημία από τη μη πληρωμή τόκων και άλλων πληρωμών που υποχρεούται να πραγματοποιήσει ο πιστούχος, δικαιολογούν τέτοια αντιμετώπιση.
Άρθρο 216
Συμπληρωματικές απαιτήσεις για τα πιστωτικά παράγωγα
Τα πιστωτικά παράγωγα αναγνωρίζονται ως αποδεκτή μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 213 και οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
τα πιστωτικά γεγονότα που προβλέπονται στη σύμβαση που διέπει το πιστωτικό παράγωγο περιλαμβάνουν:
τη μη πληρωμή των ποσών που οφείλονται δυνάμει των όρων της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης με περίοδο χάριτος ίση ή μικρότερη από εκείνη της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης,
την πτώχευση, αφερεγγυότητα ή αδυναμία του οφειλέτη να πληρώσει τα χρέη του, ή την αδυναμία του ή την εκ μέρους του γραπτή παραδοχή της αδυναμίας του να πληρώσει γενικά τα ληξιπρόθεσμα χρέη του, και άλλα ανάλογα γεγονότα,
την αναδιάρθρωση της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης με διαγραφή ή αναδιάταξη του κεφαλαίου, των τόκων ή των προμηθειών που έχει ως αποτέλεσμα ζημία από αθέτηση πιστωτικής υποχρέωσης,
εάν τα πιστωτικά παράγωγα επιτρέπουν το διακανονισμό με μετρητά:
τα ιδρύματα διαθέτουν άρτια διαδικασία αποτίμησης για την αξιόπιστη εκτίμηση της ζημίας,
η προθεσμία αποτίμησης της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης μετά το πιστωτικό γεγονός ορίζεται σαφώς,
εάν είναι αναγκαίο για το διακανονισμό να έχει ο αγοραστής της προστασίας το δικαίωμα και την ικανότητα να μεταβιβάσει την υποκείμενη πιστωτική υποχρέωση στον πάροχο της προστασίας, οι όροι της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης προβλέπουν ότι τα μέρη δεν μπορούν να αρνούνται χωρίς βάσιμους λόγους τη συναίνεση που απαιτείται για τη μεταβίβαση αυτή,
η ταυτότητα των μερών που είναι υπεύθυνα να διαπιστώσουν εάν επήλθε ένα πιστωτικό γεγονός καθορίζεται με σαφήνεια,
η διαπίστωση ενός πιστωτικού γεγονότος δεν είναι αποκλειστική αρμοδιότητα του παρόχου προστασίας,
ο αγοραστής της προστασίας έχει το δικαίωμα ή την ικανότητα να πληροφορεί τον πάροχο της προστασίας ότι επήλθε ένα πιστωτικό γεγονός.
Εάν τα πιστωτικά γεγονότα δεν περιλαμβάνουν την αναδιάρθρωση της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης σύμφωνα με το σημείο iii) του στοιχείου α), η πιστωτική προστασία μπορεί ωστόσο να είναι αποδεκτή, με την προϋπόθεση ότι θα μειωθεί η αξία της σύμφωνα με το άρθρο 233 παράγραφος 2.
Τυχόν αναντιστοιχία μεταξύ της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης και της υποχρέωσης αναφοράς του πιστωτικού παράγωγου ή της αξίας του παραδοτέου μέσου ή μεταξύ της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης και της υποχρέωσης που χρησιμοποιείται για να διαπιστωθεί εάν επήλθε ένα πιστωτικό γεγονός, επιτρέπεται μόνο εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
η υποχρέωση αναφοράς ή η υποχρέωση που χρησιμοποιείται για να διαπιστωθεί εάν επήλθε ένα πιστωτικό γεγονός της αυτής τάξεως (pari passu) ή έχει χαμηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα με την υποκείμενη υποχρέωση και
η υποκείμενη υποχρέωση και η υποχρέωση αναφοράς ή η υποχρέωση που χρησιμοποιείται για να προσδιοριστεί εάν επήλθε ένα πιστωτικό γεγονός, προέρχονται από τον ίδιο οφειλέτη και υπάρχουν εκτελεστές ρήτρες σταυροειδούς αθέτησης υποχρέωσης (cross-default) ή σταυροειδούς πρόωρης εξόφλησης (cross-acceleration).
Άρθρο 217
Απαιτήσεις για να είναι δυνατή η αντιμετώπιση που προβλέπεται στο άρθρο 153 παράγραφος 3
Προκειμένου να είναι δυνατή η αντιμετώπιση που περιγράφεται στο άρθρο 153 παράγραφος 3, η πιστωτική προστασία που απορρέει από εγγύηση ή πιστωτικό παράγωγο πρέπει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
η υποκείμενη υποχρέωση είναι σε ένα από τα κατωτέρω ανοίγματα:
επιχειρηματικό άνοιγμα όπως αναφέρεται στο άρθρο 147, με εξαίρεση ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις,
άνοιγμα έναντι περιφερειακής κυβέρνησης, τοπικής αρχής ή οντότητας του δημόσιου τομέα που δεν αντιμετωπίζεται ως άνοιγμα έναντι κεντρικής κυβέρνησης ή κεντρικής τράπεζας σύμφωνα με το άρθρο 147,
άνοιγμα έναντι ΜΜΕ, χαρακτηριζόμενο ως άνοιγμα λιανικής σύμφωνα με το άρθρο 147 παράγραφος 5,
οι υποκείμενοι πιστούχοι δεν είναι μέλη του ιδίου ομίλου επιχειρήσεων με τον πάροχο της προστασίας,
το άνοιγμα αντισταθμίζεται με ένα από τα ακόλουθα μέσα:
μη χρηματοδοτούμενα πιστωτικά παράγωγα μεμονωμένου πιστούχου ή εγγυήσεις μεμονωμένου πιστούχου,
προϊόντα κάλυψης κινδύνου πρώτης αθέτησης σε σύνολο ανοιγμάτων,
προϊόντα κάλυψης κινδύνου νιοστής αθέτησης σε σύνολο ανοιγμάτων,
η πιστωτική προστασία πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 213, 215 και 216, κατά περίπτωση,
ο συντελεστής στάθμισης που συνδέεται με το άνοιγμα προ της εφαρμογής της αντιμετώπισης που καθορίζεται στο άρθρο 153 παράγραφος 3, δεν λαμβάνει υπόψη καμία πιστωτική προστασία,
ένα πιστωτικό ίδρυμα έχει το δικαίωμα και την προσδοκία να πληρωθεί από τον πάροχο πιστωτικής προστασίας χωρίς να πρέπει να κάνει χρήση ένδικων μέσων κατά του αντισυμβαλλομένου για την πληρωμή. Στο μέτρο του δυνατού, το ίδρυμα λαμβάνει μέτρα προκειμένου να ικανοποιηθεί ότι ο πάροχος πιστωτικής προστασίας είναι διατεθειμένος να πληρώσει αμέσως σε περίπτωση που επέλθει ένα πιστωτικό γεγονός,
η αγορασθείσα πιστωτική προστασία απορροφά όλες τις πιστωτικές ζημίες που πραγματοποιήθηκαν επί του αντισταθμισμένου ανοίγματος εξαιτίας πιστωτικών γεγονότων που συνέβησαν και προβλέπονται στη σύμβαση,
εάν η διάρθρωση πληρωμής της πιστωτικής προστασίας προβλέπει τον φυσικό διακανονισμό τότε υφίσταται ασφάλεια δικαίου όσον αφορά την δυνατότητα παράδοσης ενός δανείου, ομολόγου ή ενδεχόμενης υποχρέωσης,
εάν ένα ίδρυμα προτίθεται να παραδώσει μια υποχρέωση διαφορετική από το υποκείμενο άνοιγμα τότε διασφαλίζει ότι η παραδοτέα υποχρέωση είναι αρκούντως ρευστή ώστε το ίδρυμα να δύναται να την αγοράσει προς παράδοση σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στη σύμβαση,
οι όροι των διακανονισμών πιστωτικής προστασίας επιβεβαιώνονται νομότυπα γραπτώς τόσο από τον πάροχο πιστωτικής προστασίας και το ίδρυμα,
τα ιδρύματα εφαρμόζουν διεργασία για τον εντοπισμό υπέρμετρης συσχέτισης μεταξύ της φερεγγυότητας ενός παρόχου προστασίας και του πιστούχου του υποκείμενου ανοίγματος λόγω του ότι η επίδοσή τους εξαρτάται από κοινούς παράγοντες πέραν του συστημικού παράγοντα κινδύνου,
σε περίπτωση προστασίας έναντι κινδύνου απομείωσης της αξίας, ο πωλητής των αγορασθέντων εισπρακτέων δεν ανήκει στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων με τον πάροχο της προστασίας.
Άρθρο 218
Ομόλογα συνδεδεμένα με τον πιστωτικό κίνδυνο υποκείμενου μέσου
Οι επενδύσεις σε ομόλογα συνδεδεμένα με τον πιστωτικό κίνδυνο υποκείμενου μέσου που εκδίδονται από το δανειοδοτικό ίδρυμα μπορούν να αντιμετωπίζονται ως εξασφαλίσεις με χρηματικά διαθέσιμα για τους σκοπούς του υπολογισμού των αποτελεσμάτων της χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας σύμφωνα με την παρούσα Ενότητα, εφόσον η συμφωνία ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης που ενσωματώνεται στο ανωτέρω ομόλογο αναγνωρίζεται ως αποδεκτή μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία. Για να διευκρινιστεί εάν η συμφωνία ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης που ενσωματώνεται στο ανωτέρω ομόλογο αναγνωρίζεται ως αποδεκτή μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία, το ίδρυμα πρέπει να εξετάσει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 194 παράγραφος 6 στοιχείο γ).
Άρθρο 219
Συμψηφισμός εντός ισολογισμού
Τα δάνεια και οι καταθέσεις που τηρούνται στο δανειοδοτικό ίδρυμα και υπόκεινται σε συμψηφισμό εντός ισολογισμού αντιμετωπίζονται από το ίδρυμα αυτό ως εξασφαλίσεις με χρηματικά διαθέσιμα για τους σκοπούς του υπολογισμού των αποτελεσμάτων της χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας για τα εν λόγω δάνεια και τις καταθέσεις του δανειοδοτικού ιδρύματος που υπόκεινται σε συμψηφισμό εντός ισολογισμού και είναι εκφρασμένα στο ίδιο νόμισμα.
Άρθρο 220
Εφαρμογή της μεθόδου των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας ή της μεθόδου των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής μεταβλητότητας για συμβάσεις-πλαίσια συμψηφισμού
Η χρήση της μεθόδου των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής μεταβλητότητας υπόκειται στις ίδιες προϋποθέσεις και απαιτήσεις που ισχύουν για την αναλυτική μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων.
Για τους σκοπούς του υπολογισμού της E*, τα ιδρύματα:
υπολογίζουν την καθαρή θέση σε κάθε ομάδα τίτλων ή σε κάθε είδος εμπορεύματος αφαιρώντας το ποσό του σημείου ii) από το ποσό του σημείου i):
συνολική αξία των τίτλων ή των εμπορευμάτων του ίδιου είδους που δίνονται σε δανεισμό, πωλούνται ή παραδίδονται δυνάμει της σύμβασης-πλαισίου,
συνολική αξία των τίτλων ή των εμπορευμάτων του ίδιου είδους που λαμβάνονται με δανεισμό, αγοράζονται ή παραλαμβάνονται δυνάμει της σύμβασης-πλαισίου συμψηφισμού,
υπολογίζουν την καθαρή θέση σε κάθε νόμισμα, εκτός του νομίσματος διακανονισμού της σύμβασης-πλαισίου συμψηφισμού, αφαιρώντας το ποσό του σημείου ii) από το ποσό του σημείου i):
το άθροισμα της συνολικής αξίας των τίτλων στο σχετικό νόμισμα που δίνονται σε δανεισμό, πωλούνται ή παραδίδονται δυνάμει της σύμβασης-πλαισίου και του ποσού μετρητών στο νόμισμα αυτό που δίνεται σε δανεισμό ή μεταβιβάζεται δυνάμει της εν λόγω σύμβασης,
το άθροισμα της συνολικής αξίας των τίτλων στο σχετικό νόμισμα που λαμβάνονται με δανεισμό, αγοράζονται ή παραλαμβάνονται δυνάμει της σύμβασης -πλαισίου συμψηφισμού και του ποσού μετρητών στο νόμισμα αυτό που λαμβάνεται με δανεισμό ή παραλαμβάνεται δυνάμει της εν λόγω σύμβασης αυτής,
εφαρμόζουν την κατάλληλη προσαρμογή μεταβλητότητας για μια δεδομένη ομάδα τίτλων ή για μια ταμειακή θέση στην απόλυτη τιμή της καθαρής θετικής ή αρνητικής θέσης στους τίτλους της εν λόγω κατηγορίας,
εφαρμόζουν την προσαρμογή μεταβλητότητας λόγω κινδύνου συναλλάγματος (fx) στην καθαρή θετική ή αρνητική θέση σε κάθε νόμισμα εκτός του νομίσματος διακανονισμού της σύμβασης-πλαισίου συμψηφισμού.
Τα ιδρύματα υπολογίζουν το E* σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:
όπου
Ei |
= |
η αξία ανοίγματος που θα εφαρμοζόταν σε κάθε χωριστό άνοιγμα i δυνάμει της σύμβασης που θα ίσχυε ελλείψει της πιστωτικής προστασίας, εάν τα ιδρύματα υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων δυνάμει της Τυποποιημένης Προσέγγισης ή εάν υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας δυνάμει της μεθόδου ΠΕΔ, |
Ci |
= |
η αξία των τίτλων κάθε ομάδας ή εμπορευμάτων ίδιου είδους που λαμβάνονται με δανεισμό, αγοράζονται ή παραλαμβάνονται ή τα μετρητά που λαμβάνονται με δανεισμό ή παραλαμβάνονται για καθένα από τα ανοίγματα i, |
|
= |
η καθαρή θέση (θετική ή αρνητική) σε δεδομένη ομάδα τίτλων j, |
|
= |
η καθαρή θέση (θετική ή αρνητική) σε δεδομένο νόμισμα k εκτός του νομίσματος διακανονισμού της σύμβασης όπως αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με το στοιχείο β) της παραγράφου 2, |
|
= |
η κατάλληλη προσαρμογή μεταβλητότητας για μια δεδομένη ομάδα τίτλων j, |
|
= |
η προσαρμογή μεταβλητότητας λόγω κινδύνου συναλλάγματος για το νόμισμα k. |
Άρθρο 221
Εφαρμογή της μεθόδου εσωτερικών υποδειγμάτων για συμβάσεις-πλαίσια συμψηφισμού
►C2 Τα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια για ένα εσωτερικό υπόδειγμα μέτρησης των κινδύνων δυνάμει του τίτλου IV κεφάλαιο 5 μπορούν ◄ να χρησιμοποιούν τη μέθοδο των εσωτερικών υποδειγμάτων. Αν ένα ίδρυμα δεν έχει λάβει αυτή την άδεια, μπορεί ακόμα να υποβάλει αίτηση στις αρμόδιες αρχές για άδεια χρήσης μιας μεθόδου εσωτερικών υποδειγμάτων για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου.
Οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν σε ένα ίδρυμα να χρησιμοποιεί μια μέθοδο εσωτερικών υποδειγμάτων μόνο εάν έχουν βεβαιωθεί ότι το σύστημα που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για τη διαχείριση των κινδύνων από συναλλαγές που καλύπτονται από τη σύμβαση-πλαίσιο συμψηφισμού είναι εννοιολογικά άρτιο και εφαρμόζεται με ακεραιότητα, εφόσον πληροί τα ακόλουθα ποιοτικά κριτήρια:
το εσωτερικό υπόδειγμα μέτρησης των κινδύνων που εφαρμόζεται για τον υπολογισμό της δυνητικής μεταβλητότητας των τιμών των σχετικών συναλλαγών είναι στενά ενταγμένο στη διαδικασία καθημερινής διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος και χρησιμοποιείται ως βάση για την αναφορά των αναλαμβανόμενων κινδύνων στα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος,
το ίδρυμα διαθέτει μονάδα ελέγχου κινδύνων που πληροί όλες τις κατωτέρω απαιτήσεις:
είναι ανεξάρτητη από μονάδες με εκτελεστικές αρμοδιότητες και αναφέρει απευθείας στα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος,
ευθύνεται για τον σχεδιασμό και τη λειτουργία του συστήματος διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος,
συντάσσει και αναλύει τις ημερήσιες αναφορές που προκύπτουν από το σύστημα μέτρησης και παρακολούθησης κινδύνων και τα κατάλληλα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την τήρηση των ορίων ανάληψης κινδύνων,
οι ημερήσιες αναφορές που συντάσσει η μονάδα ελέγχου κινδύνων εξετάζονται σε επίπεδο διοίκησης που έχει την αρμοδιότητα να αποφασίσει τη μείωση των θέσεων και του συνολικού αναλαμβανομένου κινδύνου,
το ίδρυμα διαθέτει επαρκές προσωπικό στην μονάδα ελέγχου κινδύνων με εμπειρία στη χρήση προηγμένων υποδειγμάτων,
το ίδρυμα έχει θεσπίσει διαδικασίες για την παρακολούθηση και την εξασφάλιση της τήρησης των εσωτερικών πολιτικών και των ελέγχων όσον αφορά τη συνολική λειτουργία του συστήματος διαχείρισης κινδύνων,
τα υποδείγματα του ιδρύματος είναι ποσοτικά επικυρωμένα στη μέτρηση των κινδύνων, η οποία αποδεικνύεται ιδίως με την σύγκριση των εκτιμήσεων με παρατηρηθήσες από το ίδρυμα τιμές (back testing) με βάση στοιχεία ενός τουλάχιστον έτους,
το ίδρυμα εφαρμόζει αυστηρά σενάρια δοκιμών προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress testing) σε τακτική βάση, τα αποτελέσματα των οποίων εξετάζονται από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη και λαμβάνονται υπόψη στις πολιτικές και τα όρια που αυτά καθορίζουν,
το ίδρυμα διενεργεί, στο πλαίσιο διενέργειας εσωτερικού ελέγχου σε τακτική βάση, ανεξάρτητη αξιολόγηση του συστήματος διαχείρισης κινδύνων. Η επανεξέταση περιλαμβάνει τόσο τις δραστηριότητες των μονάδων με εκτελεστικές αρμοδιότητες και της μονάδας ελέγχου κινδύνων,
το ίδρυμα προβαίνει σε επανεξέταση του συστήματος διαχείρισης κινδύνων του τουλάχιστον ετησίως,
το εσωτερικό υπόδειγμα πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 292 παράγραφοι 8 και 9 και στο άρθρο 294.
Ένα ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί εμπειρικές συσχετίσεις εντός και μεταξύ των κατηγοριών κινδύνου εφόσον το σύστημα που χρησιμοποιεί για να μετρήσει τις συσχετίσεις αυτές είναι άρτιο και αξιόπιστο.
Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν τη μέθοδο εσωτερικών υποδειγμάτων υπολογίζουν το E* σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:
όπου
Ei |
= |
η αξία ανοίγματος που θα εφαρμοζόταν σε κάθε χωριστό άνοιγμα στη σύμβαση-πλαίσιο ελλείψει της πιστωτικής προστασίας, εάν τα ιδρύματα υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης ή εάν υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας δυνάμει της μεθόδου ΠΕΔ, |
Ci |
= |
η αξία των τίτλων που λαμβάνονται με δανεισμό, αγοράζονται ή παραλαμβάνονται ή των μετρητών που λαμβάνονται με δανεισμό ή παραλαμβάνονται για καθένα από αυτά τα ανοίγματα i. |
Όταν υπολογίζουν σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων με χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τις εκτιμήσεις που παρέχει το υπόδειγμα για την προηγούμενη εργάσιμη ημέρα.
Ο υπολογισμός της δυνητικής μεταβολής της αξίας που αναφέρεται στην παράγραφο 6 πρέπει να πληροί τα ακόλουθα πρότυπα:
πραγματοποιείται τουλάχιστον σε καθημερινή βάση,
βασίζεται σε μονοκατάληκτο διάστημα εμπιστοσύνης 99 %,
βασίζεται σε περίοδο ρευστοποίησης 5 ημερών, με την εξαίρεση των άλλων συναλλαγών εκτός των συναλλαγών επαναγοράς τίτλων ή των συναλλαγών δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων, για τις οποίες χρησιμοποιείται περίοδος ρευστοποίησης 10 ημερών,
βασίζεται σε πραγματική ιστορική περίοδο παρατήρησης ενός έτους τουλάχιστον, εκτός εάν δικαιολογείται μικρότερη περίοδος παρατήρησης λόγω σημαντικής αύξησης της μεταβλητότητας τιμών,
τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό ενημερώνονται κάθε τρεις μήνες.
Εάν ένα ίδρυμα έχει μια συναλλαγή επαναγοράς τίτλων, συναλλαγή δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή εμπορευμάτων και μια πράξη δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης ή παρόμοια συναλλαγή ή συμψηφιστικό σύνολο που πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 285 παράγραφοι 2, 3 και 4, η ελάχιστη περίοδος διακράτησης ευθυγραμμίζεται με την περίοδο κινδύνου περιθωρίου που εφαρμόζεται δυνάμει των εν λόγω παραγράφων, σε συνδυασμό με το άρθρο 285 παράγραφος 5.
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:
τί αποτελεί μη σημαντικό χαρτοφυλάκιο για τους σκοπούς της παραγράφου 3,
τα κριτήρια προσδιορισμού του κατά πόσο ένα εσωτερικό υπόδειγμα είναι άρτιο και εφαρμόζεται με ακεραιότητα για τους σκοπούς των παραγράφων 4 και 5 και των συμβάσεων-πλαισίων συμψηφισμού.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 222
Απλή μέθοδος χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων
Ο συντελεστής στάθμισης του τμήματος που καλύπτεται από την εξασφάλιση είναι τουλάχιστον 20 %, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 έως 6. Τα ιδρύματα εφαρμόζουν στο υπόλοιπο τμήμα της αξίας του ανοίγματος τον συντελεστή στάθμισης που θα εφάρμοζαν σε μη εξασφαλισμένο άνοιγμα έναντι του αντισυμβαλλόμενου δυνάμει του κεφαλαίου 2.
Τα ιδρύματα εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης 10 %, εντός του ορίου κάλυψης από την εξασφάλιση, στις αξίες ανοίγματος παρόμοιων συναλλαγών που εξασφαλίζονται με χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες στις οποίες εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 % σύμφωνα με το κεφάλαιο 2.
Για άλλες συναλλαγές εκτός από αυτές που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 5, τα ιδρύματα μπορούν να εφαρμόζουν συντελεστή στάθμισης 0 % εάν το άνοιγμα και η εξασφάλιση είναι εκφρασμένες στο ίδιο νόμισμα και πληρούται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
η εξασφάλιση έχει μορφή κατάθεσης μετρητών ή μέσου εξομοιούμενου με μετρητά,
η εξασφάλιση έχει μορφή χρεωστικών τίτλων που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες στις οποίες εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 % σύμφωνα με το άρθρο 114 και η αγοραία αξία της μειώνεται κατά 20 %.
Για τους σκοπούς των παραγράφων 5 και 6, οι χρεωστικοί τίτλοι που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες περιλαμβάνουν:
τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από περιφερειακές κυβερνήσεις ή τοπικές αρχές τα ανοίγματα έναντι των οποίων αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης στη δικαιοδοσία της οποίας αυτές υπάγονται σύμφωνα με το άρθρο 115,
τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης στις οποίες εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 % σύμφωνα με το άρθρο 117 παράγραφος 2,
τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από διεθνείς οργανισμούς στους οποίους εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 0 % σύμφωνα με το άρθρο 118,
τους χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από οντότητες του δημοσίου τομέα και που αντιμετωπίζονται ως ανοίγματα έναντι της κεντρικής κυβέρνησης σύμφωνα με το άρθρο 116 παράγραφος 4.
Άρθρο 223
Αναλυτική μέθοδος χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων
Εάν η εξασφάλιση είναι εκφρασμένη σε νόμισμα άλλο από εκείνο του υποκείμενου ανοίγματος, στην κατάλληλη για την εξασφάλιση προσαρμογή μεταβλητότητας που υπολογίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 224 έως 227 προστίθεται μια προσαρμογή που λαμβάνει υπόψη τη μεταβλητότητα των τιμών συναλλάγματος.
Στην περίπτωση των συναλλαγών σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα οι οποίες καλύπτονται από συμβάσεις συμψηφισμού που αναγνωρίζονται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το κεφάλαιο 6, τα ιδρύματα εφαρμόζουν προσαρμογή μεταβλητότητας που αντικατοπτρίζει τη μεταβλητότητα των τιμών συναλλάγματος εάν υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ του νομίσματος της εξασφάλισης και του νομίσματος διακανονισμού. Ανεξάρτητα από τον αριθμό των νομισμάτων στις συναλλαγές που καλύπτονται από τη σύμβαση συμψηφισμού, εφαρμόζεται μία μόνο προσαρμογή μεταβλητότητας.
Τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαρμοσμένη για μεταβλητότητα αξία της εξασφάλισης (CVA) που πρέπει να λάβουν υπόψη ως εξής:
όπου:
C |
= |
η αξία της εξασφάλισης, |
HC |
= |
η προσαρμογή μεταβλητότητας που είναι κατάλληλη για την εξασφάλιση, όπως υπολογίζεται δυνάμει των άρθρων 224 και 227, |
Hfx |
= |
η προσαρμογή μεταβλητότητας που είναι κατάλληλη για την αναντιστοιχία νομισμάτων, όπως υπολογίζεται δυνάμει των άρθρων 224 και 227. |
Τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τον τύπο της παρούσας παραγράφου όταν υπολογίζουν την προσαρμοσμένη για μεταβλητότητα αξία της εξασφάλισης για όλες τις συναλλαγές εκτός από όσες υπόκεινται σε αναγνωρισμένες συμβάσεις-πλαίσια συμψηφισμού στις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 220 και 221.
Τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαρμοσμένη για μεταβλητότητα αξία του ανοίγματος (ΕVA) που πρέπει να λάβουν υπόψη ως εξής:
όπου:
E |
= |
η αξία ανοίγματος όπως θα υπολογιζόταν σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 ή το κεφάλαιο 3, κατά περίπτωση, εάν το άνοιγμα δεν ήταν εξασφαλισμένο, |
HE |
= |
η προσαρμογή μεταβλητότητας που είναι κατάλληλη για την εξασφάλιση, όπως υπολογίζεται δυνάμει των άρθρων 224 και 227. |
Σε περίπτωση συναλλαγών εξωχρηματιστηριακών παραγώγων (OTC), τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν τη μέθοδο που προβλέπεται στο κεφάλαιο 6 τμήμα 6 υπολογίζουν την EVA ως εξής:
Για τον υπολογισμό του Ε στην παράγραφο 3, εφαρμόζονται τα εξής:
για ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης, η αξία ανοίγματος ενός εκτός ισολογισμού στοιχείου που παρατίθεται στο παράρτημα Ι ισούται με το 100 % της αξίας του στοιχείου αντί για την αξία του ανοίγματος που αναφέρεται στο άρθρο 111 παράγραφος 1,
τα ιδρύματα που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων δυνάμει της ΠΕΔ υπολογίζουν την αξία ανοίγματος των στοιχείων που παρατίθενται στο άρθρο 166 παράγραφοι 8 έως 10 χρησιμοποιώντας έναν συντελεστή μετατροπής 100 % αντί για τους συντελεστές μετατροπής ή τα ποσοστά που αναφέρονται στις ανωτέρω παραγράφους.
Τα ιδρύματα υπολογίζουν την πλήρως προσαρμοσμένη αξία ανοίγματος (E*), λαμβάνοντας υπόψη τη μεταβλητότητα και την επίδραση της εξασφάλισης στη μείωση του κινδύνου, ως εξής:
όπου:
EVA |
= |
η προσαρμοσμένη για μεταβλητότητα αξία του ανοίγματος όπως υπολογίζεται στην παράγραφο 3, |
CVAM |
= |
το CVA προσαρμοσμένο για τυχόν αναντιστοιχία ληκτότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του τμήματος 5. |
Στην περίπτωση των συναλλαγών εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν τις μεθόδους που προβλέπονται στο κεφάλαιο 6 τμήματα 3, 4 και 5 λαμβάνουν υπόψη την επίδραση της εξασφάλισης στη μείωση του κινδύνου σύμφωνα με τις διατάξεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο 6 τμήματα 3, 4 και 5, ανάλογα με την περίπτωση.
Το ίδρυμα μπορεί να επιλέξει τη μέθοδο των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας ή τη μέθοδο των εσωτερικών εκτιμήσεων ανεξάρτητα από την επιλογή που έχει κάνει μεταξύ της τυποποιημένης προσέγγισης και της ΠΕΔ για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών των ανοιγμάτων.
Εντούτοις, εάν ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί τη μέθοδο των εσωτερικών εκτιμήσεων, την εφαρμόζει σε όλα τα είδη μέσων με την εξαίρεση των μη σημαντικών χαρτοφυλακίων, για τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας.
Εάν η εξασφάλιση αποτελείται από έναν αριθμό αποδεκτών στοιχείων, τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαρμογή μεταβλητότητας (H) ως εξής:
όπου:
ai |
= |
η αναλογία της αξίας ενός αποδεκτού στοιχείου i στη συνολική αξία της εξασφάλισης· |
Hi |
= |
η προσαρμογή μεταβλητότητας που εφαρμόζεται στο αποδεκτό στοιχείο i. |
Άρθρο 224
Εποπτική προσαρμογή μεταβλητότητας δυνάμει της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων
Οι προσαρμογές μεταβλητότητας που εφαρμόζονται από τα ιδρύματα στο πλαίσιο της μεθόδου των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας, με την παραδοχή της καθημερινής αναπροσαρμογής αξίας, είναι εκείνες που αναφέρονται στους πίνακες 1 έως 4 της παρούσας παραγράφου.
ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΟΤΗΤΑΣ
Πίνακας 1
Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας με την οποία αντιστοιχίζεται η πιστοληπτική αξιολόγηση του χρεωστικού τίτλου |
Εναπομένουσα ληκτότητα |
Προσαρμογές μεταβλητότητας για χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από τις οντότητες του άρθρου 197 παράγραφος 1 στοιχείο β) |
Προσαρμογές μεταβλητότητας για χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από τις οντότητες του άρθρου 197 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ) |
Προσαρμογές μεταβλητότητας για θέσεις τιτλοποίησης και που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 197 παράγραφος 1 στοιχείo η) |
||||||
|
|
Περίοδος ρευστο-ποίησης 20 ημερών (%) |
Περίοδος ρευστο-ποίησης 10 ημερών (%) |
Περίοδος ρευστο-ποίησης 5 ημερών (%) |
Περίοδος ρευστο-ποίησης 20 ημερών (%) |
Περίοδος ρευστο-ποίησης 10 ημερών (%) |
Περίοδος ρευστο-ποίησης 5 ημερών (%) |
Περίοδος ρευστο-ποίησης 20 ημερών (%) |
Περίοδος ρευστο-ποίησης 10 ημερών (%) |
Περίοδος ρευστο-ποίησης 5 ημερών (%) |
1 |
≤ 1 έτος |
0,707 |
0,5 |
0,354 |
1,414 |
1 |
0,707 |
2,829 |
2 |
1,414 |
|
>1 ≤ 5 έτη |
2,828 |
2 |
1,414 |
5,657 |
4 |
2,828 |
11,314 |
8 |
5,657 |
|
> 5 έτη |
5,657 |
4 |
2,828 |
11,314 |
8 |
5,657 |
22,628 |
16 |
11,313 |
2-3 |
≤ 1 έτος |
1,414 |
1 |
0,707 |
2,828 |
2 |
1,414 |
5,657 |
4 |
2,828 |
|
>1 ≤ 5 έτη |
4,243 |
3 |
2,121 |
8,485 |
6 |
4,243 |
16,971 |
12 |
8,485 |
|
> 5 έτη |
8,485 |
6 |
4,243 |
16,971 |
12 |
8,485 |
33,942 |
24 |
16,970 |
4 |
≤ 1 έτος |
21,213 |
15 |
10,607 |
N/A |
N/A |
N/A |
N/A |
N/A |
N/A |
|
>1 ≤ 5 έτη |
21,213 |
15 |
10,607 |
N/A |
N/A |
N/A |
N/A |
N/A |
N/A |
|
> 5 έτη |
21,213 |
15 |
10,607 |
N/A |
N/A |
N/A |
N/A |
N/A |
N/A |
Πίνακας 2
Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας με την οποία αντιστοιχίζεται η πιστοληπτική αξιολόγηση του βραχυπρόθεσμου χρεωστικού τίτλου |
Προσαρμογές μεταβλητότητας για χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από τις οντότητες του άρθρου 197 παράγραφος 1 στοιχείο β) και έχουν βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση |
Προσαρμογές μεταβλητότητας για χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από τις οντότητες του άρθρου 197 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ) και έχουν βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση |
Προσαρμογές μεταβλητότητας για θέσεις τιτλοποίησης και που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 197 παράγραφος 1 στοιχείο η) |
||||||
|
Περίοδος ρευστο-ποίησης 20 ημερών (%) |
Περίοδος ρευστο-ποίησης 10 ημερών (%) |
Περίοδος ρευστο-ποίησης 5 ημερών (%) |
Περίοδος ρευστο-ποίησης 20 ημερών (%) |
Περίοδος ρευστο-ποίησης 10 ημερών (%) |
Περίοδος ρευστο-ποίησης 5 ημερών (%) |
Περίοδος ρευστο-ποίησης 20 ημερών (%) |
Περίοδος ρευστο-ποίησης 10 ημερών (%) |
Περίοδος ρευστο-ποίησης 5 ημερών (%) |
1 |
0,707 |
0,5 |
0,354 |
1,414 |
1 |
0,707 |
2,829 |
2 |
1,414 |
2-3 |
1,414 |
1 |
0,707 |
2,828 |
2 |
1,414 |
5,657 |
4 |
2,828 |
Πίνακας 3
Άλλα είδη εξασφαλίσεων ή ανοιγμάτων
|
Περίοδος ρευστο-ποίησης 20 ημερών (%) |
Περίοδος ρευστο-ποίησης 10 ημερών (%) |
Περίοδος ρευστο-ποίησης 5 ημερών (%) |
Μετοχές που περιλαμβάνονται σε βασικό δείκτη, μετατρέψιμα ομόλογα που περιλαμβάνονται σε βασικό δείκτη |
21,213 |
15 |
10,607 |
Άλλες μετοχές ή μετατρέψιμα ομόλογα που διαπραγματεύονται σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο |
35,355 |
25 |
17,678 |
Μετρητά |
0 |
0 |
0 |
Χρυσός |
21,213 |
15 |
10,607 |
Πίνακας 4
Προσαρμογές μεταβλητότητας σε περίπτωση αναντιστοιχίας νομίσματος
Περίοδος ρευστοποίησης 20 ημερών (%) |
Περίοδος ρευστοποίησης 10 ημερών (%) |
Περίοδος ρευστοποίησης 5 ημερών (%) |
11,314 |
8 |
5,657 |
Ο υπολογισμός των προσαρμογών μεταβλητότητας σύμφωνα με την παράγραφο 1 υπόκειται στις κατωτέρω προϋποθέσεις:
για τις πιστοδοτήσεις που καλύπτονται από εξασφάλιση, η περίοδος ρευστοποίησης είναι 20 εργάσιμες ημέρες,
για τις συναλλαγές επαναγοράς (στον βαθμό που δεν περιλαμβάνουν τη μεταβίβαση εμπορευμάτων ή εγγυημένων δικαιωμάτων κυριότητας επί εμπορευμάτων) και τις συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων, η περίοδος ρευστοποίησης είναι 5 εργάσιμες ημέρες,
για τις άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς, η περίοδος ρευστοποίησης είναι 10 εργάσιμες ημέρες.
Εάν ένα ίδρυμα έχει μια συναλλαγή ή ένα συμψηφιστικό σύνολο που πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 285 παράγραφοι 2, 3 και 4, η ελάχιστη περίοδος διακράτησης ευθυγραμμίζεται με την περίοδο κινδύνου περιθωρίου που εφαρμόζεται δυνάμει των εν λόγω παραγράφων.
Για τον προσδιορισμό της βαθμίδας πιστωτικής ποιότητας με την οποία αντιστοιχίζεται η πιστοληπτική αξιολόγηση του χρεωστικού τίτλου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, εφαρμόζεται επίσης το άρθρο 197 παράγραφος 7.
Αν τα στοιχεία στα οποία έχει επενδύσει ο οργανισμός δεν είναι γνωστά στο ίδρυμα, τότε η προσαρμογή μεταβλητότητας είναι η υψηλότερη προσαρμογή μεταβλητότητας που θα εφαρμοζόταν σε οποιοδήποτε από τα στοιχεία ενεργητικού στα οποία επιτρέπεται στον οργανισμό να επενδύει.
Άρθρο 225
Εσωτερικές εκτιμήσεις των προσαρμογών μεταβλητότητας δυνάμει της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων
Τα ιδρύματα να υπολογίζουν μία εκτίμηση μεταβλητότητας για κάθε κατηγορία χρεωστικών τίτλων που έχει πιστοληπτική αξιολόγηση από αναγνωρισμένο ΕΟΠΑ τουλάχιστον ισοδύναμη ή καλύτερη του επενδυτικού βαθμού.
Για τους χρεωστικούς τίτλους των οποίων η πιστοληπτική αξιολόγηση από αναγνωρισμένο ΕΟΠΑ είναι χαμηλότερη του επενδυτικού βαθμού και για τις άλλες αποδεκτές εξασφαλίσεις, τα ιδρύματα υπολογίζουν τις προσαρμογές μεταβλητότητας χωριστά για κάθε τίτλο.
Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν τη μέθοδο των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής για μεταβλητότητα εκτιμούν τη μεταβλητότητα της εξασφάλισης ή την αναντιστοιχία ληκτότητας χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τυχόν συσχετίσεις μεταξύ μη εξασφαλισμένου ανοίγματος, εξασφάλισης ή συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Κατά τον προσδιορισμό των κατάλληλων κατηγοριών τίτλων, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη το είδος του εκδότη, την εξωτερική πιστοληπτική αξιολόγηση, την εναπομένουσα ληκτότητα και την τροποποιημένη μέση σταθμική διάρκεια (modified duration) των τίτλων. Οι εκτιμήσεις μεταβλητότητας πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικές των τίτλων τους οποίους το ίδρυμα περιλαμβάνει στη σχετική κατηγορία.
Ο υπολογισμός των προσαρμογών μεταβλητότητας υπόκειται σε όλα τα κατωτέρω κριτήρια:
τα ιδρύματα βασίζουν τον υπολογισμό σε μονοκατάληκτο διάστημα εμπιστοσύνης 99 %,
τα ιδρύματα βασίζουν τον υπολογισμό στις ακόλουθες περιόδους ρευστοποίησης:
20 εργάσιμες ημέρες για τις εξασφαλισμένες πιστοδοτήσεις,
5 εργάσιμες ημέρες για τις συναλλαγές επαναγοράς (στον βαθμό που δεν περιλαμβάνουν μεταβίβαση εμπορευμάτων ή εγγυημένων δικαιωμάτων κυριότητας επί εμπορευμάτων) και τις συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων,
10 εργάσιμες ημέρες για τις άλλες συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς,
τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν συντελεστές προσαρμογής μεταβλητότητας που υπολογίζονται βάσει μικρότερων ή μεγαλύτερων περιόδων ρευστοποίησης, τους οποίους κλιμακώνουν ή αποκλιμακώνουν σε συνάρτηση με τις περιόδους ρευστοποίησης που ορίζονται στην παράγραφο 48 για το σχετικό είδος συναλλαγής, χρησιμοποιώντας την τετραγωνική ρίζα του χρόνου που δίνεται από τη σχέση:
όπου:
TM |
= |
η κατάλληλη περίοδος ρευστοποίησης, |
HM |
= |
η προσαρμογή μεταβλητότητας με βάση την περίοδο ρευστοποίησης TM, |
HN |
= |
η προσαρμογή μεταβλητότητας με βάση την περίοδο ρευστοποίησης TN, |
τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη την έλλειψη ρευστότητας των στοιχείων χαμηλής ποιότητας. Αναπροσαρμόζουν την περίοδο ρευστοποίησης προς τα πάνω εάν υπάρχουν αμφιβολίες για την εμπορευσιμότητα της εξασφάλισης. Εντοπίζουν επίσης τις περιπτώσεις στις οποίες τα ιστορικά δεδομένα ενδέχεται να υποεκτιμούν τη δυνητική μεταβλητότητα. Οι περιπτώσεις αυτές διαχειρίζονται μέσω σεναρίων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων,
η ιστορική περίοδος παρατήρησης που χρησιμοποιούν τα ιδρύματα για τον υπολογισμό των προσαρμογών μεταβλητότητας είναι τουλάχιστον ένα έτος. Για τα ιδρύματα που εφαρμόζουν κλίμακα σταθμίσεων ή άλλη μέθοδο στην ιστορική περίοδο παρατήρησης, η διάρκεια της πραγματικής περιόδου παρατήρησης είναι τουλάχιστον ένα έτος. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να απαιτούν από το ίδρυμα να υπολογίζει τις εσωτερικές προσαρμογές μεταβλητότητας χρησιμοποιώντας μικρότερη περίοδο παρατήρησης εάν, κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών, αυτό δικαιολογείται από μια σημαντική αύξηση της μεταβλητότητας τιμών,
τα ιδρύματα επικαιροποιούν τις σειρές δεδομένων τους και υπολογίζουν τις προσαρμογές μεταβλητότητας τουλάχιστον σε τρίμηνη βάση. Επιπλέον, επαναξιολογούν τις σειρές δεδομένων τους μετά από κάθε σημαντική διακύμανση των αγοραίων τιμών.
Η εκτίμηση των προσαρμογών μεταβλητότητας πληροί όλα τα κατωτέρω ποιοτικά κριτήρια:
τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τις εκτιμήσεις μεταβλητότητας στη διαδικασία καθημερινής διαχείρισης κινδύνου, μεταξύ άλλων και σε σχέση με τα εσωτερικά τους όρια ανοιγμάτων,
εάν η περίοδος ρευστοποίησης που χρησιμοποιεί το ίδρυμα στη διαδικασία καθημερινής διαχείρισης κινδύνων είναι μεγαλύτερη από εκείνη που καθορίζεται στο παρόν τμήμα για το σχετικό είδος συναλλαγής, το ίδρυμα κλιμακώνει τις εσωτερικές προσαρμογές μεταβλητότητας χρησιμοποιώντας τον τύπο της «τετραγωνικής ρίζας του χρόνου» που παρατίθεται στο στοιχείο γ) της παραγράφου 2,
το ίδρυμα διαθέτει διαδικασίες για την παρακολούθηση και τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με ένα σύνολο γραπτώς τεκμηριωμένων πολιτικών και ελέγχων σχετικά με τη λειτουργία του συστήματος που χρησιμοποιεί για την εκτίμηση των προσαρμογών μεταβλητότητας και για την ένταξη των εκτιμήσεων αυτών στη διαδικασία διαχείρισης των κινδύνων του,
στο πλαίσιο διενέργειας εσωτερικού ελέγχου του ιδρύματος, πραγματοποιείται σε τακτική βάση ανεξάρτητη επανεξέταση του εσωτερικού συστήματος εκτίμησης των προσαρμογών μεταβλητότητας. Τουλάχιστον μία φορά το χρόνο πραγματοποιείται επανεξέταση του συνολικού συστήματος που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση των προσαρμογών μεταβλητότητας και για την ένταξή τους στη διαδικασία διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος. Ο έλεγχος αυτός περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:
την ένταξη των κατ’ εκτίμηση προσαρμογών μεταβλητότητας στην καθημερινή διαχείριση κινδύνων,
την επικύρωση κάθε σημαντικής μεταβολής στη διαδικασία εκτίμησης των προσαρμογών μεταβλητότητας,
την εξακρίβωση της συνέπειας, του επίκαιρου χαρακτήρα και της αξιοπιστίας των πηγών δεδομένων που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση των προσαρμογών μεταβλητότητας, περιλαμβανομένης της ανεξαρτησίας αυτών των πηγών δεδομένων,
την ακρίβεια και την καταλληλότητα των παραδοχών σχετικά με τη μεταβλητότητα.
Άρθρο 226
Κλιμάκωση των προσαρμογών μεταβλητότητας δυνάμει της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων
Οι προσαρμογές μεταβλητότητας που προβλέπονται στο άρθρο 224 είναι εκείνες που εφαρμόζει το ίδρυμα σε περίπτωση καθημερινής αναπροσαρμογής αξίας. Παρομοίως, όταν το ίδρυμα χρησιμοποιεί εσωτερικές εκτιμήσεις προσαρμογών μεταβλητότητας σύμφωνα με το άρθρο 225, υπολογίζει τις εκτιμήσεις αυτές κατ’ αρχάς με βάση την καθημερινή αναπροσαρμογή αξίας. Εάν οι αναπροσαρμογές αξίας πραγματοποιούνται με συχνότητα μικρότερη της καθημερινής, τα ιδρύματα εφαρμόζουν μεγαλύτερες προσαρμογές μεταβλητότητας. Τα ιδρύματα τις υπολογίζουν με την κλιμάκωση των καθημερινών προσαρμογών μεταβλητότητας, χρησιμοποιώντας τον ακόλουθο τύπο τετραγωνικής ρίζας του χρόνου:
όπου:
H |
= |
η εφαρμοστέα προσαρμογή μεταβλητότητας, |
HM |
= |
η προσαρμογή μεταβλητότητας σε περίπτωση καθημερινής αναπροσαρμογής αξίας, |
NR |
= |
ο πραγματικός αριθμός εργάσιμων ημερών μεταξύ αναπροσαρμογών αξίας, |
TM |
= |
η περίοδος ρευστοποίησης για το σχετικό είδος συναλλαγής. |
Άρθρο 227
Προϋποθέσεις για την εφαρμογή προσαρμογής μεταβλητότητας 0 % δυνάμει της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων
Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν προσαρμογή μεταβλητότητας 0 % εάν πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
τόσο το άνοιγμα όσο και η εξασφάλιση συνίστανται σε μετρητά ή χρεωστικούς τίτλους κεντρικών κυβερνήσεων ή κεντρικών τραπεζών κατά την έννοια του άρθρου 197 παράγραφος 6 στοιχείο β), επιλέξιμους για στάθμιση κινδύνου 0 % σύμφωνα με το κεφάλαιο 2,
τόσο το άνοιγμα όσο και η εξασφάλιση είναι εκφρασμένα στο ίδιο νόμισμα,
είτε η ληκτότητα της συναλλαγής δεν υπερβαίνει τη μία ημέρα είτε το άνοιγμα και η εξασφάλιση υπόκεινται αμφότερα σε καθημερινή αποτίμηση ή σε καθημερινό επανακαθορισμό των περιθωρίων ασφάλισης,
το χρονικό διάστημα μεταξύ της τελευταίας καθημερινής αποτίμησης πριν από τη μη κατάθεση περιθωρίου ασφάλισης από τον αντισυμβαλλόμενο και της ρευστοποίησης της εξασφάλισης δεν υπερβαίνει τις τέσσερις εργάσιμες ημέρες,
η συναλλαγή διακανονίζεται σε σύστημα διακανονισμού με αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα για αυτό το είδος συναλλαγής,
η σύμβαση ή η συναλλαγή συνοδεύεται από τα στερεότυπα έγγραφα που χρησιμοποιούνται στην αγορά για τις συναλλαγές επαναγοράς ή τις συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας των σχετικών τίτλων,
η συναλλαγή περιλαμβάνει έγγραφες ρήτρες που ορίζουν ότι εάν ο αντισυμβαλλόμενος δεν εκπληρώσει υποχρέωση παράδοσης μετρητών ή τίτλων ή κατάθεσης συμπληρωματικού περιθωρίου ή εάν αθετήσει άλλη υποχρέωση, η συναλλαγή μπορεί να τερματιστεί αμέσως,
ο αντισυμβαλλόμενος θεωρείται «βασικός συμμετέχων στην αγορά» από τις αρμόδιες αρχές.
Στους βασικούς συμμετέχοντες στην αγορά που αναφέρονται στο στοιχείο η) της παραγράφου 2 συγκαταλέγονται οι κατωτέρω οντότητες:
οι οντότητες του άρθρου 197 παράγραφος 1 στοιχείο β), στα ανοίγματα έναντι των οποίων εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 0 % σύμφωνα με το κεφάλαιο 2,
ιδρύματα,
επιχειρήσεις επενδύσεων,
άλλες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 13 σημείο 25) στοιχεία β) και δ) της οδηγίας 2009/138/ΕΚ στα ανοίγματα έναντι των οποίων εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης 20 % σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση ή οι οποίες, στην περίπτωση των ιδρυμάτων που υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά και τα ποσά αναμενόμενης ζημίας δυνάμει της ΠΕΔ, δεν έχουν πιστοληπτική αξιολόγηση από αναγνωρισμένο ΕΟΠΑ και διαβαθμίζονται εσωτερικά από το ίδρυμα,
εποπτευόμενοι ΟΣΕ που υπόκεινται σε κεφαλαιακές απαιτήσεις ή απαιτήσεις μόχλευσης,
εποπτευόμενα συνταξιοδοτικά ταμεία,
αναγνωρισμένοι οργανισμοί εκκαθάρισης.
Άρθρο 228
Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών ανοιγμάτων και των ποσών αναμενόμενης ζημίας δυνάμει της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων
Σύμφωνα με τη ΠΕΔ, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν το πραγματικό LGD (LGD*) ως το LGD για τους σκοπούς του Κεφαλαίου 3. Τα ιδρύματα υπολογίζουν το LGD* ως εξής:
όπου:
LGD |
= |
(ζημία ως ποσοστό του χρηματοδοτικού ανοίγματος σε περίπτωση αθέτησης της υποχρέωσης) το LGD που θα εφαρμοζόταν στο άνοιγμα δυνάμει του κεφαλαίου 3 εάν το άνοιγμα δεν ήταν εξασφαλισμένο, |
E |
= |
η αξία ανοίγματος σύμφωνα με το άρθρο 223 παράγραφος 3, |
E* |
= |
η πλήρως προσαρμοσμένη αξία ανοίγματος σύμφωνα με το άρθρο 223 παράγραφος 5. |
Άρθρο 229
Αρχές αποτίμησης για άλλες αποδεκτές εξασφαλίσεις δυνάμει της μεθόδου ΠΕΔ
Στα κράτη μέλη που έχουν προβλέψει στις νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις τους αυστηρά κριτήρια για την εκτίμηση της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου, το ακίνητο μπορεί να αποτιμάται από ανεξάρτητο εκτιμητή σε αξία ίση ή μικρότερη από την αξία του ενυπόθηκου ακινήτου. Τα ιδρύματα απαιτούν από τον ανεξάρτητο εκτιμητή να μην λαμβάνει υπόψη κερδοσκοπικά στοιχεία στην εκτίμηση της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου και τεκμηριώνει την εν λόγω αξία με διαφανή και σαφή τρόπο.
Η αξία της εξασφάλισης ισούται με την αγοραία αξία ή με την αξία του ενυπόθηκου ακινήτου, μειωμένη κατά περίπτωση για να ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα του ελέγχου που προβλέπεται στο άρθρο 208 παράγραφος 3 καθώς και κάθε άλλη παλαιότερη απαίτηση επί του ακινήτου.
Άρθρο 230
Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών ανοιγμάτων και των ποσών αναμενόμενης ζημίας για άλλες αποδεκτές εξασφαλίσεις δυνάμει της ΠΕΔ
Εάν ο λόγος της αξίας της εξασφάλισης (C) προς την αξία ανοίγματος (E) είναι χαμηλότερος από το απαιτούμενο ελάχιστο επίπεδο εξασφάλισης του ανοίγματος (C*) του πίνακα 5, η τιμή του LGD* είναι η τιμή του LGD που προβλέπεται στο κεφάλαιο 3 για τα μη εξασφαλισμένα ανοίγματα έναντι του αντισυμβαλλομένου. Για τον σκοπό αυτόν, τα ιδρύματα υπολογίζουν την αξία ανοίγματος των στοιχείων που παρατίθενται στο άρθρο 166 παράγραφοι 8 έως 10 χρησιμοποιώντας έναν συντελεστή μετατροπής ή ποσοστό 100 % αντί για τους συντελεστές μετατροπής ή τα ποσοστά που αναφέρονται στις εν λόγω παραγράφους.
Εάν ο λόγος της αξίας της εξασφάλισης προς την αξία ανοίγματος υπερβαίνει το ανώτατο όριο C** του πίνακα 5, η τιμή του LGD* είναι εκείνη που καθορίζεται στον πίνακα 5.
Εάν το απαιτούμενο επίπεδο εξασφάλισης C** δεν επιτυγχάνεται για το σύνολο του ανοίγματος, το άνοιγμα αντιμετωπίζεται από τα ιδρύματα σαν δύο χωριστά ανοίγματα — το τμήμα του ανοίγματος για το οποίο επιτυγχάνεται το απαιτούμενο επίπεδο εξασφάλισης C** και το υπόλοιπο τμήμα.
Οι εφαρμοστέες τιμές του LGD* και τα απαιτούμενα επίπεδα εξασφάλισης για τα εξασφαλισμένα τμήματα των ανοιγμάτων καθορίζονται στον πίνακα 5 της παρούσας παραγράφου.
Πίνακας 5
Ελάχιστη τιμή του LGD για το εξασφαλισμένο τμήμα του ανοίγματος
|
LGD* για ανοίγματα με εξοφλητική προτεραιότητα |
LGD* για ανοίγματα ελάσσονος εξοφλητικής προτεραιότητας |
Απαιτούμενο ελάχιστο επίπεδο εξασφάλισης του ανοίγματος (C*) |
Απαιτούμενο ελάχιστο επίπεδο εξασφάλισης του ανοίγματος (C**) |
Εισπρακτέες απαιτήσεις |
35 % |
65 % |
0 % |
125 % |
►C2 Ακίνητα κατοικίας/εμπορικά ακίνητα ◄ |
35 % |
65 % |
30 % |
140 % |
Άλλες εξασφαλίσεις |
40 % |
70 % |
30 % |
140 % |
Άρθρο 231
Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας στην περίπτωση των μεικτών εξασφαλίσεων
Ένα ίδρυμα υπολογίζει την αξία του LGD* που χρησιμοποιεί ως το LGD για τους σκοπούς του κεφαλαίου 3 σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
το ίδρυμα χρησιμοποιεί την ΠΕΔ για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών ανοιγμάτων και των ποσών αναμενόμενης ζημίας,
ένα άνοιγμα καλύπτεται τόσο από χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις όσο και από άλλες αποδεκτές εξασφαλίσεις.
Άρθρο 232
Άλλες μορφές χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας
Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 212 παράγραφος 2, τα ιδρύματα εφαρμόζουν την ακόλουθη αντιμετώπιση στο τμήμα του ανοίγματος που εξασφαλίζεται από την τρέχουσα αξία εξαγοράς ασφαλιστηρίων συμβολαίων ζωής ενεχυριασμένων στο δανειοδοτικό ίδρυμα:
εάν το άνοιγμα υπόκειται στην τυποποιημένη προσέγγιση, σταθμίζεται χρησιμοποιώντας τους συντελεστές στάθμισης που ορίζονται στην παράγραφο 3,
εάν το άνοιγμα υπόκειται στην ΠΕΔ αλλά όχι στις εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD του ιδρύματος, λαμβάνει LGD 40 %.
Σε περίπτωση αναντιστοιχίας νομισμάτων, τα ιδρύματα μειώνουν την τρέχουσα αξία εξαγοράς σύμφωνα με το άρθρο 233 παράγραφος 3 και η αξία της πιστωτικής προστασίας ισούται με την τρέχουσα αξία εξαγοράς του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής.
Για τους σκοπούς του στοιχείου α) της παραγράφου 2, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τους κατωτέρω συντελεστές στάθμισης κινδύνου βάσει του συντελεστή στάθμισης που εφαρμόζεται σε μη εξασφαλισμένο άνοιγμα εξοφλητικής προτεραιότητας έναντι της επιχείρησης που παρέχει την ασφάλεια ζωής:
συντελεστή στάθμισης 20 %, εάν στο μη εξασφαλισμένο άνοιγμα εξοφλητικής προτεραιότητας έναντι της επιχείρησης που παρέχει την ασφάλεια ζωής εφαρμόζεται συντελεστής 20 %,
συντελεστή στάθμισης 35 %, εάν στο μη εξασφαλισμένο άνοιγμα εξοφλητικής προτεραιότητας έναντι της επιχείρησης που παρέχει την ασφάλεια ζωής εφαρμόζεται συντελεστής 50 %,
συντελεστή στάθμισης 70 %, εάν στο μη εξασφαλισμένο άνοιγμα εξοφλητικής προτεραιότητας έναντι της επιχείρησης που παρέχει την ασφάλεια ζωής εφαρμόζεται συντελεστής 100 %,
συντελεστή στάθμισης 150 %, εάν στο μη εξασφαλισμένο άνοιγμα εξοφλητικής προτεραιότητας έναντι της επιχείρησης που παρέχει την ασφάλεια ζωής εφαρμόζεται συντελεστής 150 %.
Τα ιδρύματα μπορούν να αντιμετωπίζουν τα μέσα με δυνατότητα επαναγοράς σε πρώτη ζήτηση που είναι αποδεκτά δυνάμει του άρθρου 200 στοιχείο γ) ως εγγύηση από το ίδρυμα έκδοσης. Η αξία της αποδεκτής πιστωτικής προστασίας είναι η ακόλουθη:
εάν το μέσο θα επαναγοραστεί στην ονομαστική του αξία, η αξία αυτή είναι η αξία της πιστωτικής προστασίας,
εάν το μέσο θα επαναγοραστεί στην αγοραία τιμή του, η αξία της πιστωτικής προστασίας είναι η αξία που αποτιμάται με τον ίδιο τρόπο όπως εκείνη των χρεωστικών τίτλων που πληρούν τους όρους στο άρθρο 197 παράγραφος 4.
Άρθρο 233
Αποτίμηση
Για τα πιστωτικά παράγωγα που δεν ορίζουν ως πιστωτικό γεγονός την αναδιάρθρωση της υποκείμενης πιστωτικής υποχρέωσης με διαγραφή ή αναδιάταξη κεφαλαίου, τόκων ή προμηθειών που έχει ως αποτέλεσμα ζημία από πίστωση εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις:
εφόσον το ποσό που έχει αναλάβει να πληρώσει ο πάροχος προστασίας δεν υπερβαίνει την αξία του ανοίγματος, τα ιδρύματα μειώνουν κατά 40 % την αξία της πιστωτικής προστασίας που υπολογίζεται δυνάμει της παραγράφου 1,
εφόσον το ποσό που έχει αναλάβει να πληρώσει ο πάροχος προστασίας υπερβαίνει την αξία του ανοίγματος, η αξία της πιστωτικής προστασίας που υπολογίζεται σύμφωνα με την πρώτη πρόταση του παρόντος σημείου δεν υπερβαίνει το 60 % της αξίας του ανοίγματος.
Εάν η μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία είναι εκφρασμένη σε νόμισμα διαφορετικό από το νόμισμα του ανοίγματος, τα ιδρύματα μειώνουν την αξία της πιστωτικής προστασίας με την εφαρμογή της προσαρμογής μεταβλητότητας ως εξής:
όπου:
G* |
= |
το ποσό της πιστωτικής προστασίας προσαρμοσμένο για κίνδυνο συναλλάγματος, |
G |
= |
το ονομαστικό ποσό της πιστωτικής προστασίας, |
Hfx |
= |
η προσαρμογή μεταβλητότητας για οποιαδήποτε αναντιστοιχία νομισμάτων μεταξύ της πιστωτικής προστασίας και της υποκείμενης υποχρέωσης που προσδιορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4. |
Εάν δεν υπάρχει αναντιστοιχία νομισμάτων, το Hfx ισούται με μηδέν.
Άρθρο 234
Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας στην περίπτωση μερικής προστασίας και τμηματοποίησης
Εάν ένα ίδρυμα μεταφέρει μέρος του κινδύνου ενός δανείου σε ένα ή περισσότερα επιμέρους τμήματα, εφαρμόζονται οι κανόνες που προβλέπονται στο Κεφάλαιο 5. Τα ιδρύματα μπορούν να θεωρούν ότι τα όρια σημαντικότητας των πληρωμών κάτω από τα οποία δεν πραγματοποιείται καμία πληρωμή σε περίπτωση ζημίας είναι ισοδύναμα με τις διακρατηθείσες θέσεις πρωτεύουσας ζημίας και ότι οδηγούν σε μεταφορά του κινδύνου κατά τμήματα.
Άρθρο 235
Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης
Για τους σκοπούς του άρθρου 113 παράγραφος 3, τα ιδρύματα υπολογίζουν τα σταθμισμένα ποσά ανοιγμάτων σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:
όπου:
E |
= |
η αξία ανοίγματος σύμφωνα με το άρθρο 111· για τον σκοπό αυτό, η αξία ανοίγματος ενός εκτός ισολογισμού στοιχείου που παρατίθεται στο παράρτημα Ι ισούται με το 100 % της αξίας του στοιχείου αντί για την αξία του ανοίγματος που αναφέρεται στο άρθρο 111 παράγραφος 1, |
GA |
= |
το ποσό της προστασίας πιστωτικού κινδύνου όπως υπολογίζεται δυνάμει του άρθρου 233 παράγραφος 3 (G*) προσαρμοσμένο για τυχόν αναντιστοιχία ληκτότητας όπως προβλέπεται στο τμήμα 5, |
r |
= |
ο συντελεστής στάθμισης που εφαρμόζεται στα ανοίγματα έναντι του οφειλέτη σύμφωνα με το κεφάλαιο 2, |
g |
= |
ο συντελεστής στάθμισης που εφαρμόζεται στα ανοίγματα έναντι του παρόχου προστασίας σύμφωνα με το κεφάλαιο 2. |
Άρθρο 236
Υπολογισμός των σταθμισμένων ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας δυνάμει της ΠΕΔ
Άρθρο 237
Αναντιστοιχία ληκτότητας
Εάν υπάρχει αναντιστοιχία ληκτότητας, η πιστωτική προστασία δεν θεωρείται αποδεκτή εάν πληρούται οποιαδήποτε από τις κατωτέρω προϋποθέσεις:
η αρχική ληκτότητα της προστασίας είναι μικρότερη από 1 έτος,
το άνοιγμα ορίζεται από τις αρμόδιες αρχές ως βραχυπρόθεσμο άνοιγμα με ληκτότητα (Μ) τουλάχιστον μιας ημέρας και όχι ενός έτους σύμφωνα με το άρθρο 162 παράγραφος 3.
Άρθρο 238
Ληκτότητα της πιστωτικής προστασίας
Άρθρο 239
Αποτίμηση της προστασίας
Για συναλλαγές που υπόκεινται σε χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία δυνάμει της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τη ληκτότητα της πιστωτικής προστασίας και του ανοίγματος στην προσαρμοσμένη αξία της εξασφάλισης με τον ακόλουθο τύπο:
όπου:
CVA |
= |
η προσαρμοσμένη για μεταβλητότητα αξία της εξασφάλισης σύμφωνα με το άρθρο 223 παράγραφος 2 ή το ποσό του ανοίγματος, όποιο είναι χαμηλότερο, |
t |
= |
ο αριθμός των ετών που απομένουν έως την ημερομηνία λήξης της πιστωτικής προστασίας όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 238, ή η τιμή του T, όποιο είναι χαμηλότερο, |
T |
= |
ο αριθμός των ετών που απομένουν έως την ημερομηνία λήξης του ανοίγματος όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 238, ή πέντε έτη, όποιο είναι χαμηλότερο, |
t* |
= |
0,25. |
Τα ιδρύματα χρησιμοποιούν το CVAM ως το CVA προσαρμοσμένο για τυχόν αναντιστοιχία ληκτότητας στον τύπο υπολογισμού της πλήρως προσαρμοσμένης αξίας ανοίγματος (E*) που προβλέπεται στο άρθρο 223 παράγραφος 5.
Για συναλλαγές που υπόκεινται σε μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τη ληκτότητα της πιστωτικής προστασίας και του ανοίγματος στην προσαρμοσμένη αξία της πιστωτικής προστασίας σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:
όπου:
GA |
= |
το G* προσαρμοσμένο για κάθε αναντιστοιχία ληκτότητας, |
G* |
= |
το ποσό της προστασίας προσαρμοσμένο για κάθε αναντιστοιχία νομισμάτων, |
t |
= |
ο αριθμός των ετών που απομένουν έως την ημερομηνία λήξης της πιστωτικής προστασίας όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 238, ή η τιμή του T, όποιο είναι χαμηλότερο, |
T |
= |
ο αριθμός των ετών που απομένουν έως την ημερομηνία λήξης του ανοίγματος όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 238, ή πέντε έτη, όποιο είναι χαμηλότερο, |
t* |
= |
0,25. |
Τα ιδρύματα χρησιμοποιούν το GA ως αξία της προστασίας για τους σκοπούς των άρθρων 233 έως 236.
Άρθρο 240
Πιστωτικά παράγωγα πρώτης αθέτησης
Εάν το ίδρυμα λαμβάνει πιστωτική προστασία για ορισμένο αριθμό ανοιγμάτων με όρους που προβλέπουν ότι η πρώτη αθέτηση μεταξύ των ανοιγμάτων αυτών ενεργοποιεί την πληρωμή και λύει τη σύμβαση, το ίδρυμα μπορεί να τροποποιήσει τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών και, κατά περίπτωση, των ποσών αναμενόμενης ζημίας για το άνοιγμα το οποίο, ελλείψει πιστωτικής προστασίας, θα είχε το χαμηλότερο σταθμισμένο χρηματοδοτικό άνοιγμα σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο:
για ιδρύματα που χρησιμοποιούν την τυποποιημένη προσέγγιση, τα σταθμισμένα ποσά ανοίγματος είναι αυτά που υπολογίζονται βάσει της τυποποιημένης προσέγγισης,
για ιδρύματα που χρησιμοποιούν την ΠΕΔ, το σταθμισμένο χρηματοδοτικό άνοιγμα είναι το άθροισμα του σταθμισμένου κατά τον κίνδυνο χρηματοδοτικού ανοίγματος υπολογιζόμενου δυνάμει της ΠΕΔ συν 12,5 φορές το ποσό αναμενόμενης ζημίας.
Η αντιμετώπιση που καθορίζεται στο παρόν άρθρο ισχύει μόνον εφόσον το ποσό του ανοίγματος είναι λιγότερο ή ίσο με την αξία της πιστωτικής προστασίας.
Άρθρο 241
Πιστωτικά παράγωγα νιοστής αθέτησης
Εάν η νιοστή (n) αθέτηση στο σύνολο των ανοιγμάτων ενεργοποιεί την πληρωμή βάσει της πιστωτικής προστασίας, το ίδρυμα που αγοράζει την προστασία δεν μπορεί να την αναγνωρίσει για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών και, κατά περίπτωση, των ποσών αναμενόμενης ζημίας παρά μόνο εάν έχει επίσης ληφθεί προστασία για τις αθετήσεις 1 έως n-1 ή εάν έχουν ήδη επέλθει n-1 αθετήσεις. Σε αυτή την περίπτωση, το ίδρυμα μπορεί να τροποποιήσει τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών και, κατά περίπτωση, των ποσών αναμενόμενης ζημίας του ανοίγματος το οποίο, ελλείψει πιστωτικής προστασίας, θα είχε το νιοστό χαμηλότερο σταθμισμένο άνοιγμα σύμφωνα με το παρόν Κεφάλαιο. Τα ιδρύματα υπολογίζουν το νιοστό χαμηλότερο ποσό που αναφέρεται στα στοιχεία α) και β) του άρθρου 240.
Η αντιμετώπιση που καθορίζεται στο παρόν άρθρο ισχύει μόνον εφόσον το ποσό του ανοίγματος είναι λιγότερο ή ίσο με την αξία της πιστωτικής προστασίας.
Όλα τα ανοίγματα της ομάδας πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 204 παράγραφος 2 και στο άρθρο 216 παράγραφος 1 στοιχείο δ).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Τιτλοποίηση
Άρθρο 242
Ορισμοί
Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου ισχύουν οι κάτωθι ορισμοί:
1) |
«δικαίωμα τελικής επαναγοράς εκδοθέντων τίτλων» : το συμβατικό δικαίωμα που παρέχει στη μεταβιβάζουσα οντότητα τη δυνατότητα να επαναγοράσει τις θέσεις τιτλοποίησης πριν από την αποπληρωμή του συνόλου των τιτλοποιημένων ανοιγμάτων, είτε με την επαναγορά των υποκείμενων ανοιγμάτων που απομένουν στην ομάδα, στην περίπτωση παραδοσιακών τιτλοποιήσεων, είτε με τη διακοπή της πιστωτικής προστασίας, στην περίπτωση των σύνθετων τιτλοποιήσεων, και στις δύο περιπτώσεις όταν το ανεξόφλητο ποσό των υποκείμενων ανοιγμάτων μειωθεί έως ή κάτω από κάποιο προκαθορισμένο επίπεδο, |
2) |
«τοκομερίδιο με πιστωτική ενίσχυση» : στοιχείο ενεργητικού του ισολογισμού το οποίο αντιστοιχεί σε αποτίμηση των χρηματορροών που σχετίζονται με το μελλοντικό περιθώριο εσόδων και αποτελεί τμήμα μειωμένης εξασφάλισης στην τιτλοποίηση, |
3) |
«ταμειακή διευκόλυνση» : ταμειακή διευκόλυνση όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 14) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, |
4) |
«μη διαβαθμισμένη θέση» : θέση τιτλοποίησης χωρίς αποδεκτή πιστοληπτική αξιολόγηση σύμφωνα με το τμήμα 4, |
5) |
«διαβαθμισμένη θέση» : θέση τιτλοποίησης με αποδεκτή πιστοληπτική αξιολόγηση σύμφωνα με το τμήμα 4, |
6) |
«θέση τιτλοποίησης με την υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα» : θέση που υποστηρίζεται ή εξασφαλίζεται από δυνατότητα επαναγοράς σε πρώτη ζήτηση επί του συνόλου των υποκείμενων ανοιγμάτων, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς αυτούς τα ποσά που οφείλονται βάσει συμβάσεων παραγώγων επί επιτοκίων ή συναλλάγματος, οι οφειλόμενες προμήθειες ή άλλες παρόμοιες πληρωμές, και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διαφορά ληκτότητας σε σχέση με ένα ή περισσότερα άλλα τμήματα με την υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα με τα οποία η θέση αυτή έχει κοινές ζημίες κατ’ αναλογίαν, |
7) |
«ομάδα IRB» : ομάδα υποκείμενων ανοιγμάτων τύπου σε σχέση με τον οποίο το ίδρυμα έχει άδεια να χρησιμοποιεί την προσέγγιση IRB και είναι σε θέση να υπολογίζει τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά των ανοιγμάτων σύμφωνα με το κεφάλαιο 3 για όλα αυτά τα ανοίγματα, |
8) |
«μεικτή ομάδα» : ομάδα υποκείμενων ανοιγμάτων τύπου σε σχέση με τον οποίο το ίδρυμα έχει άδεια να χρησιμοποιεί την προσέγγιση IRB και είναι σε θέση να υπολογίζει τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά των ανοιγμάτων σύμφωνα με το κεφάλαιο 3 για ορισμένα, αλλά όχι για όλα τα ανοίγματα, |
9) |
«υπερεξασφάλιση» : κάθε μορφή πιστωτικής ενίσχυσης δυνάμει της οποίας τα υποκείμενα ανοίγματα παρέχονται σε αξία η οποία είναι υψηλότερη από την αξία των θέσεων τιτλοποίησης, |
10) |
«απλή, διαφανής και τυποποιημένη τιτλοποίηση» ή «STS» : τιτλοποίηση που πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, |
11) |
«πρόγραμμα έκδοσης εμπορικών χρεογράφων εξασφαλισμένων με στοιχεία ενεργητικού» ή «πρόγραμμα ABCP» : πρόγραμμα έκδοσης εμπορικών χρεογράφων εξασφαλισμένων με στοιχεία ενεργητικού (ABCP) όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 7) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, |
12) |
«συναλλαγή εμπορικών χρεογράφων εξασφαλισμένων με στοιχεία ενεργητικού)» ή «συναλλαγή ABCP» : συναλλαγή εμπορικών χρεογράφων εξασφαλισμένων με στοιχεία ενεργητικού ή συναλλαγή ABCP όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 8) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, |
13) |
«παραδοσιακή τιτλοποίηση» : παραδοσιακή τιτλοποίηση όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 9) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, |
14) |
«σύνθετη τιτλοποίηση» : σύνθετη τιτλοποίηση όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 10) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, |
15) |
«ανακυκλούμενο άνοιγμα» : ανακυκλούμενο άνοιγμα όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 15) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, |
16) |
«ρύθμιση πρόωρης εξόφλησης των τίτλων» : ρύθμιση πρόωρης εξόφλησης των τίτλων όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 17) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, |
17) |
«τμήμα πρωτεύουσας ζημίας» : το τμήμα πρωτεύουσας ζημίας όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 18) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, |
18) |
«ενδιάμεση θέση τιτλοποίησης» : θέση στην τιτλοποίηση η οποία έπεται των θέσεων τιτλοποίησης με την υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα και είναι υψηλότερης εξοφλητικής προτεραιότητας από το τμήμα πρωτεύουσας ζημίας, υπόκειται δε σε συντελεστή στάθμισης κινδύνου χαμηλότερο από 1 250 % και υψηλότερο από 25 % σύμφωνα με το τμήμα 3 ενότητες 2 και 3, |
19) |
«οντότητα προώθησης» : επιχείρηση ή οντότητα ιδρυθείσα από κεντρική, περιφερειακή ή τοπική κυβέρνηση κράτους μέλους, η οποία χορηγεί προνομιακά δάνεια ή χορηγεί προνομιακές εγγυήσεις και της οποίας ο πρωταρχικός σκοπός δεν είναι η κερδοφορία ή η μεγιστοποίηση του μεριδίου αγοράς, αλλά η προώθηση στόχων δημόσιας πολιτικής της εν λόγω κυβέρνησης, υπό την προϋπόθεση ότι, βάσει των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, η εν λόγω κυβέρνηση έχει υποχρέωση να προστατεύει την οικονομική βάση της επιχείρησης ή της οντότητας και να διατηρεί τη βιωσιμότητά της καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής της ή ότι τουλάχιστον το 90 % του αρχικού κεφαλαίου της ή της αρχικής χρηματοδότησής της ή των προνομιακών δανείων που χορηγεί είναι άμεσα ή έμμεσα εγγυημένο από την κεντρική, περιφερειακή ή τοπική κυβέρνηση του κράτους μέλους, |
20) |
«σύνθετο υπερβάλλον περιθώριο» : ένα σύνθετο υπερβάλλον περιθώριο όπως ορίζεται στο σημείο 29) του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402. |
Άρθρο 243
Κριτήρια για τις τιτλοποιήσεις STS που πληρούν τις προϋποθέσεις για διαφοροποιημένη κεφαλαιακή αντιμετώπιση
Οι θέσεις σε πρόγραμμα ABCP ή συναλλαγή ABCP που θεωρούνται θέσεις σε τιτλοποίηση STS είναι αποδεκτές για την αντιμετώπιση που ορίζεται στα άρθρα 260, 262 και 264, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
τα υποκείμενα ανοίγματα πληρούν, κατά τον χρόνο της προσθήκης τους στο πρόγραμμα ABCP, εξ όσων γνωρίζει η μεταβιβάζουσα οντότητα ή ο αρχικός δανειοδότης, τις προϋποθέσεις ώστε να υπαχθούν, δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης και λαμβανομένης υπόψη κάθε αποδεκτής τεχνικής μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, σε συντελεστή στάθμισης κινδύνου ίσο ή μικρότερο από 75 % στο επίπεδο κάθε μεμονωμένου ανοίγματος, εφόσον το άνοιγμα είναι άνοιγμα λιανικής τραπεζικής, ή 100 % για οποιαδήποτε άλλα ανοίγματα, και
η συνολική αξία όλων των ανοιγμάτων έναντι μεμονωμένου οφειλέτη σε επίπεδο προγράμματος ABCP δεν υπερβαίνει το 2 % της συνολικής αξίας όλων των ανοιγμάτων στο πλαίσιο του προγράμματος ABCP, κατά τον χρόνο της προσθήκης των ανοιγμάτων στο πρόγραμμα ABCP. Για τους σκοπούς του υπολογισμού αυτού, τα δάνεια ή οι χρηματοδοτικές μισθώσεις σε ομάδα συνδεδεμένων πελατών, εξ όσων γνωρίζει η ανάδοχη οντότητα, θεωρούνται ανοίγματα σε μεμονωμένο οφειλέτη.
Στην περίπτωση των εμπορικών απαιτήσεων, το πρώτο εδάφιο στοιχείο β) δεν εφαρμόζεται όταν ο πιστωτικός κίνδυνος αυτών των εμπορικών απαιτήσεων καλύπτεται πλήρως με αποδεκτή πιστωτική προστασία σύμφωνα με το κεφάλαιο 4, υπό την προϋπόθεση ότι, στην περίπτωση αυτή, ο πάροχος προστασίας είναι ίδρυμα, επιχείρηση επενδύσεων, ασφαλιστική επιχείρηση ή αντασφαλιστική επιχείρηση.
Στην περίπτωση των τιτλοποιημένων υπολειμματικών αξιών από χρηματοδοτική μίσθωση, το πρώτο εδάφιο του στοιχείου β) δεν εφαρμόζεται όταν οι εν λόγω αξίες δεν εκτίθενται σε κίνδυνο αναχρηματοδότησης ή μεταπώλησης λόγω του ότι υπάρχει νομικά εκτελεστή δέσμευση για επαναγορά ή αναχρηματοδότηση του ανοίγματος με προκαθορισμένο ποσό από τρίτο μέρος επιλέξιμο δυνάμει του άρθρου 201 παράγραφος 1.
Κατά παρέκκλιση του στοιχείου α) του πρώτου εδαφίου, όταν ένα ίδρυμα εφαρμόζει το άρθρο 248 παράγραφος 3 ή έχει λάβει άδεια να εφαρμόζει την προσέγγιση της εσωτερικής αξιολόγησης σύμφωνα με το άρθρο 265, ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου τον οποίο το εν λόγω ίδρυμα θα απέδιδε σε ταμειακή διευκόλυνση η οποία καλύπτει εντελώς το ABCP που εκδίδεται στο πλαίσιο του προγράμματος είναι ίσος ή μικρότερος του 100 %.
Οι θέσεις σε μια τιτλοποίηση, εκτός προγράμματος ή συναλλαγής ABCP, που θεωρούνται θέσεις σε τιτλοποίηση STS, είναι αποδεκτές για την αντιμετώπιση που ορίζεται στα άρθρα 260, 262 και 264, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
κατά τον χρόνο εισαγωγής στην τιτλοποίηση, η συνολική αξία όλων των ανοιγμάτων σε μεμονωμένο οφειλέτη στην ομάδα δεν υπερβαίνει το 2 % της αξίας ανοίγματος των εκκρεμών ανοιγμάτων της ομάδας των υποκείμενων ανοιγμάτων. Για τους σκοπούς του υπολογισμού αυτού, τα δάνεια ή οι χρηματοδοτικές μισθώσεις σε ομάδα συνδεδεμένων πελατών θεωρούνται ανοίγματα σε μεμονωμένο οφειλέτη.
Στην περίπτωση των τιτλοποιημένων υπολειμματικών αξιών από χρηματοδοτική μίσθωση, το πρώτο εδάφιο του παρόντος στοιχείου δεν εφαρμόζεται όταν οι εν λόγω αξίες δεν εκτίθενται σε κίνδυνο αναχρηματοδότησης ή μεταπώλησης λόγω του ότι υπάρχει νομικά εκτελεστή δέσμευση για επαναγορά ή αναχρηματοδότηση του ανοίγματος με προκαθορισμένο ποσό από τρίτο μέρος επιλέξιμο δυνάμει του άρθρου 201 παράγραφος 1.
κατά τον χρόνο εισαγωγής στην τιτλοποίηση, τα υποκείμενα ανοίγματα πληρούν τις προϋποθέσεις να υπαχθούν, δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης και λαμβανομένης υπόψη κάθε αποδεκτής τεχνικής μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, σε συντελεστή στάθμισης κινδύνου ίσο ή μικρότερο από:
40 % στο επίπεδο της μέσης σταθμισμένης αξίας των ανοιγμάτων στο χαρτοφυλάκιο, εφόσον τα ανοίγματα είναι δάνεια που εξασφαλίζονται με υποθήκες κατοικιών ή πλήρως εξασφαλισμένα με εγγύηση στεγαστικά δάνεια, όπως αναφέρεται στο άρθρο 129 παράγραφος 1 στοιχείο ε),
50 % στο επίπεδο κάθε μεμονωμένου ανοίγματος, εφόσον το άνοιγμα είναι δάνειο που εξασφαλίζεται με υποθήκη σε εμπορικό ακίνητο,
75 % στο επίπεδο κάθε μεμονωμένου ανοίγματος, εφόσον το άνοιγμα είναι άνοιγμα λιανικής τραπεζικής,
για οποιαδήποτε άλλα ανοίγματα, 100 % στο επίπεδο κάθε μεμονωμένου ανοίγματος,
στις περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζονται τα σημεία i) και ii) του στοιχείου β), τα δάνεια που εξασφαλίζονται με εμπράγματα δικαιώματα χαμηλότερης διαβάθμισης σε δεδομένο στοιχείο ενεργητικού περιλαμβάνονται στην τιτλοποίηση μόνο εφόσον όλα τα δάνεια που εξασφαλίζονται με εμπράγματα δικαιώματα υψηλότερης διαβάθμισης για αυτό το στοιχείο ενεργητικού περιλαμβάνονται επίσης στην τιτλοποίηση,
στις περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται το σημείο i) του στοιχείου β) της παρούσας παραγράφου, κανένα δάνειο στην ομάδα των υποκείμενων ανοιγμάτων δεν πρέπει να έχει αναλογία δανείων προς αξία μεγαλύτερη από 100 % κατά τον χρόνο εισαγωγής στην τιτλοποίηση, μετρούμενη σύμφωνα με το άρθρο 129 παράγραφος 1 στοιχείο δ) σημείο i) και το άρθρο 229 παράγραφος 1.
Άρθρο 244
Παραδοσιακή τιτλοποίηση
Το μεταβιβάζον ίδρυμα σε μια παραδοσιακή τιτλοποίηση μπορεί να εξαιρεί τα υποκείμενα ανοίγματα από τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών και, ανάλογα με την περίπτωση, των ποσών αναμενόμενης ζημίας στον οποίο προβαίνει, κατά περίπτωση, εάν πληρούται μία από τις κατωτέρω προϋποθέσεις:
σημαντικός πιστωτικός κίνδυνος που συνδέεται με τα υποκείμενα ανοίγματα έχει μεταφερθεί σε τρίτα μέρη,
το μεταβιβάζον ίδρυμα εφαρμόζει συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1 250 % σε όλες τις θέσεις τιτλοποίησης που κατέχει στην τιτλοποίηση ή αφαιρεί τις σχετικές θέσεις τιτλοποίησης από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια).
Θεωρείται ότι έχει μεταφερθεί σημαντικός πιστωτικός κίνδυνος σε οποιαδήποτε από τις κατωτέρω περιπτώσεις:
τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοιγμάτων των ενδιάμεσων θέσεων τιτλοποίησης που κατέχει το μεταβιβάζον ίδρυμα σε αυτή την τιτλοποίηση δεν υπερβαίνουν 50 % των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων όλων των θέσεων σε ενδιάμεσα τμήματα που υφίστανται στην εν λόγω τιτλοποίηση,
το μεταβιβάζον ίδρυμα δεν κατέχει περισσότερο από το 20 % της αξίας ανοίγματος του τμήματος πρωτεύουσας ζημίας στην τιτλοποίηση, υπό τον όρο ότι πληρούνται σωρευτικά οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:
το μεταβιβάζον ίδρυμα μπορεί να αποδείξει ότι η αξία ανοίγματος του τμήματος πρωτεύουσας ζημίας υπερβαίνει εύλογη εκτίμηση των αναμενόμενων ζημιών για τα υποκείμενα ανοίγματα κατά επαρκές περιθώριο,
δεν υπάρχουν ενδιάμεσες θέσεις στην τιτλοποίηση.
Εάν η πιθανή μείωση των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων που θα πετύχαινε το μεταβιβάζον ίδρυμα με την τιτλοποίηση σύμφωνα με το στοιχείο α) ή β) δεν δικαιολογείται από ανάλογη μεταφορά του πιστωτικού κινδύνου σε τρίτους, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποφασίσουν κατά περίπτωση ότι δεν θεωρείται ότι ο σημαντικός πιστωτικός κίνδυνος έχει μεταφερθεί σε τρίτους.
Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα μεταβιβάζοντα ιδρύματα να αναγνωρίζουν τη μεταφορά σημαντικού κινδύνου σε σχέση με μια τιτλοποίηση, εάν το μεταβιβάζον ίδρυμα αποδείξει σε κάθε περίπτωση ότι η μείωση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων την οποία επιτυγχάνει μέσω της τιτλοποίησης δικαιολογείται με ανάλογη μεταφορά του πιστωτικού κινδύνου σε τρίτους. Άδεια μπορεί να χορηγηθεί μόνο εφόσον το ίδρυμα πληροί και τις δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:
διαθέτει επαρκείς εσωτερικές πολιτικές και μεθοδολογίες διαχείρισης κινδύνων για την εκτίμηση της μεταφοράς κινδύνου,
έχει αναγνωρίσει επίσης τη μεταφορά πιστωτικού κινδύνου σε τρίτους σε κάθε περίπτωση για τους σκοπούς της εσωτερικής διαχείρισης κινδύνου και της κατανομής των εσωτερικών κεφαλαίων του ιδρύματος.
Επιπλέον των απαιτήσεων που ορίζονται στις παραγράφους 1, 2 και 3, πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
τα έγγραφα της συναλλαγής αντικατοπτρίζουν τα ουσιώδη οικονομικά χαρακτηριστικά της συναλλαγής,
οι θέσεις τιτλοποίησης δεν συνιστούν υποχρεώσεις πληρωμής του μεταβιβάζοντος ιδρύματος,
τα υποκείμενα ανοίγματα τίθενται εκτός του ελέγχου του μεταβιβάζοντος ιδρύματος και των πιστωτών του, κατά τρόπο που να ικανοποιεί την απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402,
το μεταβιβάζον ίδρυμα δεν διατηρεί τον έλεγχο επί των υποκείμενων ανοιγμάτων. Θεωρείται ότι ο έλεγχος διατηρείται επί των υποκείμενων ανοιγμάτων, εάν το μεταβιβάζον ίδρυμα έχει το δικαίωμα να επαναγοράσει από τον εκδοχέα τα προηγουμένως μεταβιβασθέντα ανοίγματα για να ρευστοποιήσει τα κέρδη τους ή εάν είναι άλλως υποχρεωμένος να αναλάβει εκ νέου τον μεταφερθέντα κίνδυνο. Η διατήρηση από το μεταβιβάζον ίδρυμα δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων εξυπηρέτησης των υποκείμενων ανοιγμάτων δεν συνιστά καθαυτή έλεγχο επί των ανοιγμάτων,
τα έγγραφα της τιτλοποίησης δεν περιέχουν όρους ή προϋποθέσεις που:
απαιτούν από το μεταβιβάζον ίδρυμα να αλλάξει τα υποκείμενα ανοίγματα για να βελτιωθεί η μέση ποιότητα της ομάδας, ή
αυξάνουν την απόδοση που καταβάλλεται στους κατόχους των θέσεων ή ενισχύουν με άλλον τρόπο τις θέσεις στην τιτλοποίηση, σε περίπτωση επιδείνωσης της πιστωτικής ποιότητας των υποκείμενων απαιτήσεων,
όπου απαιτείται, τα έγγραφα της συναλλαγής καθιστούν σαφές ότι το μεταβιβάζον ή το ανάδοχο ίδρυμα δύναται να αγοράσει ή να επαναγοράσει τις θέσεις τιτλοποίησης ή να επαναγοράσει, να αναδιαρθρώσει ή να αντικαταστήσει τα υποκείμενα ανοίγματα πέραν των συμβατικών του υποχρεώσεων, μόνο εφόσον οι ρυθμίσεις αυτές εκτελούνται σύμφωνα με τις επικρατούσες συνθήκες της αγοράς και τα συμβαλλόμενα μέρη ενεργούν προς το συμφέρον τους ως ελεύθερα και ανεξάρτητα μέρη (συναλλαγή υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού),
εάν υπάρχει δικαίωμα τελικής επαναγοράς των εκδοθέντων τίτλων, το εν λόγω δικαίωμα πρέπει επίσης να πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
να μπορεί να ασκηθεί με διακριτική ευχέρεια του μεταβιβάζοντος ιδρύματος,
να μπορεί να ασκηθεί μόνο εάν 10 % ή λιγότερο της αρχικής αξίας των υποκείμενων ανοιγμάτων παραμένει ανεξόφλητο,
να μην είναι διαρθρωμένο κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται ο καταλογισμός των ζημιών σε θέσεις πιστωτικής ενίσχυσης ή σε άλλες θέσεις που κατέχονται από επενδυτές στην τιτλοποίηση ούτε κατά τρόπο ώστε να παρέχει πιστωτική ενίσχυση,
το μεταβιβάζον ίδρυμα έχει λάβει τη γνώμη ειδικού νομικού συμβούλου, που επιβεβαιώνει ότι η τιτλοποίηση είναι σύμφωνη με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο στοιχείο γ) της παρούσας παραγράφου.
Η ΕΑΤ παρακολουθεί το φάσμα των εποπτικών πρακτικών σε σχέση με την αναγνώριση της μεταφοράς σημαντικού κινδύνου στις παραδοσιακές τιτλοποιήσεις, σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Ειδικότερα, η ΕΑΤ εξετάζει:
τις προϋποθέσεις για τη μεταφορά σημαντικού πιστωτικού κινδύνου σε τρίτους, σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 και 4,
την ερμηνεία της φράσης «ανάλογη μεταφορά του πιστωτικού κινδύνου σε τρίτους» για τους σκοπούς της αξιολόγησης από τις αρμόδιες αρχές, που προβλέπεται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο και στην παράγραφο 3,
τις απαιτήσεις για την αξιολόγηση, από τις αρμόδιες αρχές, των πράξεων τιτλοποίησης σε σχέση με τις οποίες το μεταβιβάζον ίδρυμα επιζητεί αναγνώριση της σημαντικής μεταφοράς πιστωτικού κινδύνου σε τρίτους, σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή 3.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα συμπεράσματά της στην Επιτροπή έως τις 2 Ιανουαρίου 2021. Η Επιτροπή μπορεί, αφού λάβει υπόψη της την έκθεση της ΕΑΤ, να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 462, για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού με τον περαιτέρω προσδιορισμό των στοιχείων που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παρούσας παραγράφου.
Άρθρο 245
Σύνθετη τιτλοποίηση
Το μεταβιβάζον ίδρυμα σε μια σύνθετη τιτλοποίηση μπορεί να υπολογίζει τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοιγμάτων και, κατά περίπτωση, τα ποσά αναμενόμενης ζημίας όσον αφορά τα υποκείμενα ανοίγματα σύμφωνα με τα άρθρα 251 και 252, εάν πληρούται μία από τις κατωτέρω προϋποθέσεις:
σημαντικό μέρος του πιστωτικού κινδύνου έχει μεταφερθεί σε τρίτους, μέσω χρηματοδοτούμενης ή μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας,
το μεταβιβάζον ίδρυμα εφαρμόζει συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1 250 % σε όλες τις θέσεις τιτλοποίησης που διατηρεί στην εν λόγω τιτλοποίηση ή αφαιρεί τις σχετικές θέσεις τιτλοποίησης από τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια).
Θεωρείται ότι έχει μεταφερθεί σημαντικός πιστωτικός κίνδυνος σε οποιαδήποτε από τις κατωτέρω περιπτώσεις:
τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοιγμάτων των ενδιάμεσων θέσεων τιτλοποίησης που κατέχει το μεταβιβάζον ίδρυμα στην τιτλοποίηση δεν υπερβαίνουν 50 % των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων όλων των θέσεων σε ενδιάμεσα τμήματα που υφίστανται στην εν λόγω τιτλοποίηση,
το μεταβιβάζον ίδρυμα δεν κατέχει περισσότερο από το 20 % της αξίας ανοίγματος του τμήματος πρωτεύουσας ζημίας στην τιτλοποίηση, υπό τον όρο ότι πληρούνται και οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:
το μεταβιβάζον ίδρυμα μπορεί να αποδείξει ότι η αξία ανοίγματος του τμήματος πρωτεύουσας ζημίας υπερβαίνει εύλογη εκτίμηση των αναμενόμενων ζημιών για τα υποκείμενα ανοίγματα κατά επαρκές περιθώριο,
δεν υπάρχουν ενδιάμεσες θέσεις στην τιτλοποίηση.
Εάν η πιθανή μείωση των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων που θα πετύχαινε το μεταβιβάζον ίδρυμα με την τιτλοποίηση δεν δικαιολογείται από ανάλογη μεταφορά του πιστωτικού κινδύνου σε τρίτους, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποφασίσουν κατά περίπτωση ότι δεν θεωρείται ότι ο σημαντικός πιστωτικός κίνδυνος έχει μεταφερθεί σε τρίτους.
Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα μεταβιβάζοντα ιδρύματα να αναγνωρίζουν τη μεταφορά σημαντικού κινδύνου σε σχέση με μια τιτλοποίηση, εάν το μεταβιβάζον ίδρυμα αποδείξει σε κάθε περίπτωση ότι η μείωση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων την οποία επιτυγχάνει μέσω της τιτλοποίησης δικαιολογείται με ανάλογη μεταφορά του πιστωτικού κινδύνου σε τρίτους. Άδεια μπορεί να χορηγηθεί μόνο εφόσον το ίδρυμα πληροί και τις δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:
διαθέτει επαρκείς εσωτερικές πολιτικές και μεθοδολογίες διαχείρισης κινδύνων για την εκτίμηση της μεταφοράς κινδύνου,
έχει αναγνωρίσει επίσης τη μεταφορά πιστωτικού κινδύνου σε τρίτους σε κάθε περίπτωση για τους σκοπούς της εσωτερικής διαχείρισης κινδύνου και της κατανομής των εσωτερικών κεφαλαίων του ιδρύματος.
Επιπλέον των απαιτήσεων που ορίζονται στις παραγράφους 1, 2 και 3, πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
τα έγγραφα της συναλλαγής αντικατοπτρίζουν τα ουσιώδη οικονομικά χαρακτηριστικά της συναλλαγής,
η πιστωτική προστασία δυνάμει της οποίας μεταφέρεται ο πιστωτικός κίνδυνος συμμορφώνεται με το άρθρο 249,
τα έγγραφα της τιτλοποίησης δεν περιέχουν όρους ή προϋποθέσεις που:
επιβάλλουν όρια σημαντικότητας κάτω από τα οποία η πιστωτική προστασία θεωρείται ότι δεν ενεργοποιείται από την έλευση ενός πιστωτικού γεγονότος,
προβλέπουν τον τερματισμό της προστασίας σε περίπτωση επιδείνωσης της ποιότητας των υποκείμενων ανοιγμάτων,
απαιτούν από το μεταβιβάζον ίδρυμα να αλλάξει τη σύνθεση των υποκείμενων ανοιγμάτων για να βελτιωθεί η μέση ποιότητα της ομάδας, ή
αυξάνουν το κόστος της πιστωτικής προστασίας για το ίδρυμα ή την απόδοση που καταβάλλεται στους κατόχους θέσεων τιτλοποίησης σε περίπτωση επιδείνωσης της πιστωτικής ποιότητας της υποκείμενης ομάδας ανοιγμάτων,
η πιστωτική προστασία είναι εκτελεστή σε όλες τις χώρες που έχουν δικαιοδοσία,
όπου απαιτείται, τα έγγραφα της συναλλαγής καθιστούν σαφές ότι το μεταβιβάζον ή το ανάδοχο ίδρυμα δύναται να αγοράσει ή να επαναγοράσει τις θέσεις τιτλοποίησης ή να επαναγοράσει, να αναδιαρθρώσει ή να αντικαταστήσει τα υποκείμενα ανοίγματα πέραν των συμβατικών του υποχρεώσεων, μόνο εφόσον οι ρυθμίσεις αυτές πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις επικρατούσες συνθήκες της αγοράς και τα συμβαλλόμενα μέρη ενεργούν προς το συμφέρον τους ως ελεύθερα και ανεξάρτητα μέρη (συναλλαγή υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού),
εάν υπάρχει δικαίωμα τελικής επαναγοράς των εκδοθέντων τίτλων, το εν λόγω δικαίωμα πρέπει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
να μπορεί να ασκηθεί με διακριτική ευχέρεια του μεταβιβάζοντος ιδρύματος,
να μπορεί να ασκηθεί μόνο εάν 10 % ή λιγότερο της αρχικής αξίας των υποκείμενων ανοιγμάτων παραμένει ανεξόφλητη,
να μην είναι διαρθρωμένο κατά τρόπο ώστε να αποφεύγεται ο καταλογισμός των ζημιών σε θέσεις πιστωτικής ενίσχυσης ή σε άλλες θέσεις που κατέχονται από επενδυτές στην τιτλοποίηση ούτε κατά τρόπο ώστε να παρέχει πιστωτική ενίσχυση,
το μεταβιβάζον ίδρυμα έχει λάβει τη γνώμη ειδικού νομικού συμβούλου, που επιβεβαιώνει ότι η τιτλοποίηση είναι σύμφωνη με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο στοιχείο δ) της παρούσας παραγράφου.
Η ΕΑΤ παρακολουθεί το φάσμα των εποπτικών πρακτικών σε σχέση με την αναγνώριση της μεταφοράς σημαντικού κινδύνου στις παραδοσιακές τιτλοποιήσεις, σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Ειδικότερα, η ΕΑΤ εξετάζει:
τις προϋποθέσεις για τη μεταφορά σημαντικού πιστωτικού κινδύνου σε τρίτους, σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 και 4,
την ερμηνεία της φράσης «ανάλογη μεταφορά του πιστωτικού κινδύνου σε τρίτους» για τους σκοπούς της αξιολόγησης από τις αρμόδιες αρχές, που προβλέπεται στην παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο και στην παράγραφο 3, και
τις απαιτήσεις για την αξιολόγηση από τις αρμόδιες αρχές των πράξεων τιτλοποίησης σε σχέση με τις οποίες το μεταβιβάζον ίδρυμα επιζητεί αναγνώριση της σημαντικής μεταφοράς πιστωτικού κινδύνου σε τρίτους, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 ή 3.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα συμπεράσματά της στην Επιτροπή έως τις 2 Ιανουαρίου 2021. Η Επιτροπή μπορεί, αφού λάβει υπόψη της την έκθεση της ΕΑΤ, να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 462, για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού με τον περαιτέρω προσδιορισμό των στοιχείων που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παρούσας παραγράφου.
Άρθρο 246
Λειτουργικές απαιτήσεις για τις διατάξεις πρόωρης εξόφλησης των τίτλων
Εάν η τιτλοποίηση περιλαμβάνει ανακυκλούμενα ανοίγματα και διατάξεις πρόωρης εξόφλησης των τίτλων ή παρόμοιες διατάξεις, θεωρείται ότι μεταφέρεται σημαντικός πιστωτικός κίνδυνος από το μεταβιβάζον ίδρυμα, μόνο εάν πληρούνται οι απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 244 και 245 και η διάταξη πρόωρης εξόφλησης των τίτλων, όταν ενεργοποιείται:
δεν έπεται των απαιτήσεων του ιδρύματος με υψηλότερη ή την ίδια προτεραιότητα επί των υποκείμενων ανοιγμάτων έναντι των απαιτήσεων άλλων επενδυτών,
δεν έπεται περαιτέρω απαιτήσεων του ιδρύματος επί των υποκείμενων ανοιγμάτων σε σχέση με τις απαιτήσεις άλλων μερών, ή
δεν αυξάνει άλλως την έκθεση του ιδρύματος έναντι ζημιών που σχετίζονται με τα υποκείμενα ανακυκλούμενα ανοίγματα.
Άρθρο 247
Υπολογισμός των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων
Όταν έχει μεταβιβαστεί σημαντικός πιστωτικός κίνδυνος συνδεόμενος με τα υποκείμενα ανοίγματα της τιτλοποίησης από το μεταβιβάζον ίδρυμα σύμφωνα με το τμήμα 2, το εν λόγω ίδρυμα δύναται:
σε περίπτωση παραδοσιακής τιτλοποίησης, να εξαιρεί τα υποκείμενα ανοίγματα από τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών και των ποσών αναμενόμενης ζημίας, κατά περίπτωση,
σε περίπτωση σύνθετης τιτλοποίησης, να υπολογίζει τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά και, κατά περίπτωση, τα ποσά αναμενόμενης ζημίας για τα υποκείμενα ανοίγματα σύμφωνα με τα άρθρα 251 και 252.
Εάν το μεταβιβάζον ίδρυμα δεν έχει μεταφέρει σημαντικό πιστωτικό κίνδυνο ή έχει αποφασίσει να μην εφαρμόσει την παράγραφο 1, δεν υποχρεούται να υπολογίζει τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο ποσά ανοιγμάτων για θέση που κατέχει ενδεχομένως στην τιτλοποίηση, αλλά εξακολουθεί να συμπεριλαμβάνει τα υποκείμενα ανοίγματα στον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων και, κατά περίπτωση, τα ποσά αναμενόμενης ζημίας σαν να μην είχαν τιτλοποιηθεί.
Άρθρο 248
Αξία ανοίγματος
Η αξία ανοίγματος θέσης τιτλοποίησης υπολογίζεται ως εξής:
η αξία ανοίγματος μιας εντός ισολογισμού θέσης τιτλοποίησης είναι η εναπομένουσα λογιστική αξία της θέσης μετά την εφαρμογή οποιουδήποτε των σχετικών ειδικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου στη θέση τιτλοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 110,
η αξία ανοίγματος μιας εκτός ισολογισμού θέσης τιτλοποίησης είναι η ονομαστική αξία της, μείον τυχόν σχετικές ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου στη θέση τιτλοποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 110, πολλαπλασιαζόμενη επί τον σχετικό συντελεστή μετατροπής που ορίζεται στο παρόν σημείο. Ο συντελεστής μετατροπής ισούται με 100 %, εκτός από την περίπτωση των ταμειακών διευκολύνσεων με προεγκεκριμένο όριο. Για τον προσδιορισμό της αξίας ανοίγματος του μη αναληφθέντος μεριδίου των ταμειακών διευκολύνσεων με προεγκεκριμένο όριο, μπορεί να εφαρμοστεί συντελεστής μετατροπής 0 % στο ονομαστικό ποσό της ταμειακής διευκόλυνσης η οποία είναι ακυρώσιμη άνευ όρων, εφόσον η εξόφληση των αναληφθέντων από τη διευκόλυνση ποσών έχει υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα έναντι κάθε άλλης απαίτησης επί των χρηματορροών από τα υποκείμενα ανοίγματα και το ίδρυμα έχει αποδείξει με ικανοποιητικά στοιχεία στην αρμόδια αρχή ότι εφαρμόζει δεόντως συντηρητική μέθοδο για τη μέτρηση του ποσού του μη αναληφθέντος μεριδίου,
η αξία ανοίγματος του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου μιας θέσης τιτλοποίησης που προκύπτει από τα παράγωγα μέσα του παραρτήματος II προσδιορίζεται σύμφωνα με το κεφάλαιο 6,
ένα μεταβιβάζον ίδρυμα δύναται να αφαιρεί από την αξία ανοίγματος θέσης τιτλοποίησης στην οποία εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 1 250 % σύμφωνα με την ενότητα 3, ειδάλλως αφαιρείται από τα κεφάλαια κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο ια), το ποσόν των ειδικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνου για τα υποκείμενα ανοίγματα σύμφωνα με το άρθρο 110, καθώς και κάθε μη επιστρεπτέα έκπτωση επί της τιμής αγοράς που συνδέεται με τα εν λόγω υποκείμενα ανοίγματα στον βαθμό που αυτή η έκπτωση έχει προκαλέσει μείωση ιδίων κεφαλαίων,
η αξία ανοίγματος ενός σύνθετου υπερβάλλοντος περιθωρίου περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, τα εξής στοιχεία:
οποιοδήποτε εισόδημα από τα τιτλοποιημένα ανοίγματα το οποίο αναγνωρίζεται ήδη από το μεταβιβάζον ίδρυμα στον λογαριασμό αποτελεσμάτων του, σύμφωνα με το ισχύον λογιστικό πλαίσιο που έχει ορίσει συμβατικά το μεταβιβάζον ίδρυμα για τη συναλλαγή, ως σύνθετο υπερβάλλον περιθώριο και που είναι ακόμα διαθέσιμο για την απορρόφηση ζημιών·
οποιοδήποτε σύνθετο υπερβάλλον περιθώριο που έχει ορίσει συμβατικά το μεταβιβάζον ίδρυμα σε οποιαδήποτε προηγούμενη περίοδο και το οποίο είναι ακόμα διαθέσιμο για την απορρόφηση των ζημιών·
οποιοδήποτε σύνθετο υπερβάλλον περιθώριο που έχει ορίσει συμβατικά το μεταβιβάζον ίδρυμα για την τρέχουσα περίοδο και το οποίο είναι ακόμα διαθέσιμο για την απορρόφηση των ζημιών·
οποιοδήποτε σύνθετο υπερβάλλον περιθώριο που έχει ορίσει συμβατικά το μεταβιβάζον ίδρυμα για μελλοντικές περιόδους.
Για τους σκοπούς του παρόντος σημείου, οποιοδήποτε ποσό παρέχεται ως εξασφάλιση ή πιστωτική ενίσχυση σε σχέση με τη σύνθετη τιτλοποίηση και υπόκειται ήδη σε απαίτηση ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο δεν συνυπολογίζεται στην αξία ανοίγματος.
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει τι ακριβώς συνιστά δεόντως συντηρητική μέθοδο για τη μέτρηση του ποσού του μη αναληφθέντος μεριδίου όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β).
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιανουαρίου 2019.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Σε περίπτωση που οι θέσεις είναι μερικώς επικαλυπτόμενες, το ίδρυμα μπορεί να χωρίσει τη θέση σε δύο μέρη και να αναγνωρίσει την επικάλυψη σε σχέση με το ένα μόνο μέρος σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο. Εναλλακτικά, το ίδρυμα μπορεί να αντιμετωπίσει τις θέσεις σαν να ήταν πλήρως επικαλυπτόμενες, επεκτείνοντας, για σκοπούς υπολογισμού κεφαλαίου, τη θέση που παράγει τα υψηλότερα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων.
Το ίδρυμα μπορεί επίσης να αναγνωρίσει μια επικάλυψη μεταξύ των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για ειδικό κίνδυνο για θέσεις χαρτοφυλακίου συναλλαγών και των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για θέσεις εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών, υπό την προϋπόθεση ότι το ίδρυμα είναι σε θέση να υπολογίσει και να συγκρίνει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τις σχετικές θέσεις.
Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, δύο θέσεις θεωρούνται επικαλυπτόμενες εφόσον είναι πλήρως συμψηφιζόμενες, κατά τρόπο ώστε το ίδρυμα να είναι σε θέση να εμποδίζει τις απώλειες που προκύπτουν από τη μία θέση εκπληρώνοντας τις υποχρεώσεις που απαιτούνται σύμφωνα με την άλλη.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 10 Οκτωβρίου 2021.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό με την έγκριση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 249
Αναγνώριση των τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου σε θέσεις τιτλοποίησης
Η αποδεκτή μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία και οι επιλέξιμοι πάροχοι μη χρηματοδοτούμενης πιστωτικής προστασίας περιορίζονται σε ό,τι είναι αποδεκτό σύμφωνα με το κεφάλαιο 4 και οι τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου αναγνωρίζονται μόνο εάν ικανοποιούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται δυνάμει του κεφαλαίου 4.
Τα ιδρύματα που επιτρέπεται να εφαρμόζουν την προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθμίσεων (IRB) σε άμεσα ανοίγματα στον πάροχο προστασίας μπορούν να αξιολογούν την επιλεξιμότητα σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, βάσει της ισοδυναμίας της πιθανότητας αθέτησης (PD) του παρόχου προστασίας με την πιθανότητα αθέτησης που αντιστοιχεί στις βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας που αναφέρονται στο άρθρο 136.
Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, οι ΟΕΣΤ είναι επιλέξιμοι πάροχοι προστασίας εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
οι ΟΕΣΤ κατέχουν στοιχεία ενεργητικού που πληρούν τις προϋποθέσεις ως αποδεκτές χρηματοοικονομικές εξασφαλίσεις, σύμφωνα με το κεφάλαιο 4,
τα στοιχεία ενεργητικού που αναφέρονται στο στοιχείο α) δεν υπόκεινται σε απαιτήσεις ή ενδεχόμενες απαιτήσεις με υψηλότερη ή την ίδια εξοφλητική προτεραιότητα με την απαίτηση ή ενδεχόμενη απαίτηση του ιδρύματος που λαμβάνει μη χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία, και
πληρούνται όλες οι απαιτήσεις για την αναγνώριση των χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων στο κεφάλαιο 4.
Σε περίπτωση που μια θέση τιτλοποίησης καλύπτεται από πλήρη πιστωτική προστασία ή μερική πιστωτική προστασία κατ’ αναλογίαν, ισχύουν οι ακόλουθες απαιτήσεις:
το ίδρυμα που παρέχει πιστωτική προστασία υπολογίζει τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων για το μερίδιο της θέσης τιτλοποίησης που καλύπτεται από την πιστωτική προστασία σύμφωνα με την ενότητα 3 σαν να κατείχε απευθείας το εν λόγω μερίδιο της θέσης,
το ίδρυμα που αγοράζει την πιστωτική προστασία υπολογίζει τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων σύμφωνα με το κεφάλαιο 4 για το προστατευόμενο μερίδιο.
Σε όλες τις περιπτώσεις που δεν καλύπτονται από την παράγραφο 6, ισχύουν οι ακόλουθες απαιτήσεις:
το ίδρυμα που παρέχει πιστωτική προστασία θεωρεί το τμήμα της θέσης που καλύπτεται από την πιστωτική προστασία ως θέση τιτλοποίησης και υπολογίζει τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων σαν να κατείχε απευθείας τη θέση αυτή σύμφωνα με την ενότητα 3, με την επιφύλαξη των παραγράφων 8, 9 και 10,
το ίδρυμα που αγοράζει την πιστωτική προστασία υπολογίζει τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων για το προστατευόμενο τμήμα της θέσης που αναφέρεται στο στοιχείο α) σύμφωνα με το κεφάλαιο 4. Το ίδρυμα θεωρεί το τμήμα της θέσης τιτλοποίησης που δεν καλύπτεται από πιστωτική προστασία ως χωριστή θέση τιτλοποίησης και υπολογίζει τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων σύμφωνα με την ενότητα 3, με την επιφύλαξη των παραγράφων 8, 9 και 10.
Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν την προσέγγιση τιτλοποίησης εξωτερικών διαβαθμίσεων (SEC-ERBA), σύμφωνα με την ενότητα 3, για την αρχική θέση τιτλοποίησης υπολογίζουν τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων για τις θέσεις που προκύπτουν σύμφωνα με την παράγραφο 7, ως εξής:
όταν η προκύπτουσα θέση έχει την υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα, εφαρμόζεται σε αυτήν ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου της αρχικής θέσης τιτλοποίησης,
όταν η προκύπτουσα θέση έχει τη χαμηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα, μπορεί να εφαρμοστεί σε αυτήν τεκμαιρόμενη διαβάθμιση σύμφωνα με το άρθρο 261 παράγραφος 7. Η τιμή πάχους T υπολογίζεται σε αυτήν την περίπτωση με βάση μόνον την προκύπτουσα θέση. Όταν δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί τεκμαιρόμενη διαβάθμιση, το ίδρυμα εφαρμόζει τον υψηλότερο από τους συντελεστές στάθμισης που προκύπτουν είτε:
με την εφαρμογή της μεθόδου SEC-SA σύμφωνα με την παράγραφο 8 και την ενότητα 3, ή
με τον συντελεστή στάθμισης της αρχικής θέσης τιτλοποίησης σύμφωνα με τη SEC-ERBA.
Άρθρο 250
Έμμεση υποστήριξη
Μια συναλλαγή δεν θεωρείται ότι παρέχει υποστήριξη για τους σκοπούς της παραγράφου 1 εφόσον έχει ληφθεί δεόντως υπόψη στην αξιολόγηση της μεταφοράς σημαντικού κινδύνου και τα δύο μέρη έχουν εκτελέσει τη συναλλαγή ενεργώντας προς το συμφέρον τους ως ελεύθερα και ανεξάρτητα μέρη (συναλλαγή υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού). Για τους σκοπούς αυτούς, το ίδρυμα προβαίνει σε πλήρη πιστωτική αξιολόγηση της συναλλαγής και λαμβάνει υπόψη όλα τουλάχιστον τα παρακάτω στοιχεία:
την τιμή επαναγοράς,
το κεφάλαιο και τη θέση ρευστότητας του ιδρύματος πριν από και μετά την επαναγορά,
τις επιδόσεις των υποκείμενων ανοιγμάτων,
τις επιδόσεις των θέσεων τιτλοποίησης,
τις επιπτώσεις από την προστασία που παρέχει η μεταβιβάζουσα οντότητα προς τους επενδυτές για τις ζημίες που αναμένεται να πραγματοποιηθούν.
Εάν ένα μεταβιβάζον ίδρυμα ή ένα ανάδοχο ίδρυμα δεν συμμορφωθεί με την παράγραφο 1 όσον αφορά μια τιτλοποίηση, το ίδρυμα περιλαμβάνει όλα τα υποκείμενα ανοίγματα της εν λόγω τιτλοποίησης στον υπολογισμό των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων σαν να μην είχαν τιτλοποιηθεί και γνωστοποιεί:
ότι έχει παράσχει υποστήριξη στην τιτλοποίηση κατά παράβαση της παραγράφου 1, και
τον αντίκτυπο της παρεχόμενης υποστήριξης από την άποψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων.
Άρθρο 251
Υπολογισμός από τα μεταβιβάζοντα ιδρύματα των τιτλοποιημένων σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών ανοιγμάτων στις σύνθετες τιτλοποιήσεις
Άρθρο 252
Αντιμετώπιση αναντιστοιχιών ληκτότητας σε σύνθετες τιτλοποιήσεις
Για τον υπολογισμό των σταθμισμένων ποσών των ανοιγμάτων σύμφωνα με το άρθρο 251, κάθε αναντιστοιχία μεταξύ της ληκτότητας της πιστωτικής προστασίας με την οποία επιτυγχάνεται η μεταβίβαση του κινδύνου και των υποκείμενων ανοιγμάτων λαμβάνεται υπόψη ως εξής:
ως ληκτότητα των υποκείμενων ανοιγμάτων λαμβάνεται η μεγαλύτερη ληκτότητα οποιουδήποτε από τα ανοίγματα αυτά, με ανώτατο όριο τα πέντε έτη. Η ληκτότητα της πιστωτικής προστασίας προσδιορίζεται σύμφωνα με το κεφάλαιο 4,
το μεταβιβάζον ίδρυμα πρέπει να αγνοήσει κάθε αναντιστοιχία ληκτότητας κατά τον υπολογισμό των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων για τις θέσεις τιτλοποίησης στις οποίες, στο πλαίσιο του παρόντος τμήματος, εφαρμόζεται συντελεστής στάθμισης κινδύνου 1 250 %. Για όλες τις άλλες θέσεις, εφαρμόζεται η μέθοδος αντιμετώπισης των αναντιστοιχιών ληκτότητας του κεφαλαίου 4, σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:
όπου
RW* |
= |
τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων για τους σκοπούς του άρθρου 92 παράγραφος 3 στοιχείο α), |
RWAss |
= |
τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων για τα υποκείμενα ανοίγματα, αν δεν είχαν τιτλοποιηθεί, όπως θα είχαν υπολογιστεί κατ’ αναλογία, |
RWSP |
= |
τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων όπως θα είχαν υπολογιστεί σύμφωνα με το άρθρο 251, εάν δεν υπήρχε αναντιστοιχία ληκτότητας, |
T |
= |
η ληκτότητα των υποκείμενων ανοιγμάτων, εκφρασμένη σε έτη, |
t |
= |
η ληκτότητα της πιστωτικής προστασίας, εκφρασμένη σε έτη, |
t* |
= |
0,25 |
Άρθρο 253
Μείωση των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων
Άρθρο 254
Ιεράρχηση μεθόδων
Τα ιδρύματα χρησιμοποιούν μία από τις μεθόδους που αναφέρονται στην ενότητα 3 για τον υπολογισμό των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων σύμφωνα με την ακόλουθη ιεράρχηση:
εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 258, το ίδρυμα χρησιμοποιεί την SEC-IRBA σύμφωνα με τα άρθρα 259 και 260,
εφόσον δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η SEC-IRBA, το ίδρυμα χρησιμοποιεί SEC-SA σύμφωνα με τα άρθρα 261 και 262,
εφόσον δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η SEC-SA, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τηνSEC-ERBA σύμφωνα με τα άρθρα 263 και 264 για διαβαθμισμένες θέσεις ή θέσεις για τις οποίες μπορεί να χρησιμοποιηθεί τεκμαιρόμενη διαβάθμιση.
Για διαβαθμισμένες θέσεις ή θέσεις για τις οποίες μπορεί να χρησιμοποιηθεί τεκμαιρόμενη διαβάθμιση τα ιδρύματα χρησιμοποιούν την SEC-ERBA αντί της SEC-SA σε καθεμία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
όταν η εφαρμογή της SEC-SA θα είχε ως αποτέλεσμα συντελεστή στάθμισης κινδύνου μεγαλύτερο του 25 % για θέσεις που θεωρούνται ως θέσεις σε τιτλοποίηση STS,
όταν η εφαρμογή της SEC-SA θα είχε ως αποτέλεσμα συντελεστή στάθμισης κινδύνου μεγαλύτερο του 25 % ή η εφαρμογή της SEC-ERBA θα είχε ως αποτέλεσμα συντελεστή στάθμισης κινδύνου μεγαλύτερο του 75 % για θέσεις που δεν θεωρούνται ως θέσεις σε τιτλοποίηση STS,
για πράξεις τιτλοποίησης που εξασφαλίζονται από ομάδες δανείων για την αγορά αυτοκινήτων, χρηματοδοτικών μισθώσεων αυτοκινήτων και μίσθωσης εξοπλισμού.
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, το ίδρυμα κοινοποιεί την απόφασή του στην αρμόδια αρχή το αργότερο στις 17 Νοεμβρίου 2018.
Οποιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση να αλλάξει περαιτέρω η προσέγγιση που εφαρμόζεται σε όλες τις διαβαθμισμένες θέσεις τιτλοποίησής του κοινοποιείται από το ίδρυμα στην αρμόδια αρχή του πριν από τη 15η Νοεμβρίου που ακολουθεί αμέσως την απόφαση αυτή.
Ελλείψει οποιασδήποτε αντίρρησης από την αρμόδια αρχή μέχρι τη 15η Δεκεμβρίου που ακολουθεί αμέσως την προθεσμία η οποία αναφέρεται στο δεύτερο ή το τρίτο εδάφιο, ανάλογα με την περίπτωση, η απόφαση που κοινοποιείται από το ίδρυμα τίθεται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους και εξακολουθεί να ισχύει μέχρις ότου τεθεί σε ισχύ μεταγενέστερη κοινοποιηθείσα απόφαση. Τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν διαφορετικές προσεγγίσεις στη διάρκεια του ίδιου έτους.
Άρθρο 255
Προσδιορισμός των τιμών KIRB και KSA
Για τον υπολογισμό της τιμής KIRB, τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων, όπως αυτά θα είχαν υπολογιστεί σύμφωνα με το κεφάλαιο 3, σε σχέση με τα υποκείμενα ανοίγματα περιλαμβάνουν:
το ποσό των αναμενόμενων ζημιών που συνδέονται με το σύνολο των υποκείμενων ανοιγμάτων της τιτλοποίησης, συμπεριλαμβανομένων των υποκείμενων ανοιγμάτων σε αθέτηση που εξακολουθούν να αποτελούν τμήμα της ομάδας σύμφωνα με το κεφάλαιο 3, και
το ποσό των μη αναμενόμενων ζημιών που συνδέονται με το σύνολο των υποκείμενων ανοιγμάτων, συμπεριλαμβανομένων των υποκείμενων ανοιγμάτων σε αθέτηση που αποτελούν τμήμα της ομάδας σύμφωνα με το κεφάλαιο 3.
Εάν οι ζημίες από τον κίνδυνο απομείωσης αξίας και τον πιστωτικό κίνδυνο αντιμετωπίζονται συγκεντρωτικά κατά τη διαδικασία της τιτλοποίησης, τα ιδρύματα συνδυάζουν την αντίστοιχη τιμή KIRB για τον κίνδυνο απομείωσης αξίας και τον πιστωτικό κίνδυνο σε μια ενιαία τιμή KIRB για τους σκοπούς της ενότητας 3. Η παρουσία ενός ενιαίου αποθεματικού ή ορίου υπερεξασφάλισης των κινδύνων που διατίθεται για την κάλυψη των ζημιών από τον πιστωτικό κίνδυνο ή τον κίνδυνο απομείωσης αξίας μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη ότι οι κίνδυνοι αυτοί αντιμετωπίζονται συγκεντρωτικά.
Εάν ο κίνδυνος απομείωσης αξίας και ο πιστωτικός κίνδυνος δεν αντιμετωπίζονται συγκεντρωτικά κατά τη διαδικασία της τιτλοποίησης, τα ιδρύματα τροποποιούν την αντιμετώπιση που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο για να συνδυάσουν την αντίστοιχη τιμή KIRB για τον κίνδυνο απομείωσης αξίας και τον πιστωτικό κίνδυνο με συνετό τρόπο.
Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, τα ιδρύματα υπολογίζουν την αξία ανοίγματος των υποκείμενων ανοιγμάτων, χωρίς συμψηφισμό οποιωνδήποτε ειδικών προσαρμογών πιστωτικού κινδύνων και πρόσθετων προσαρμογών αξίας σύμφωνα με τα άρθρα 34 και 110 και άλλων αφαιρέσεων στοιχείων ιδίων κεφαλαίων.
Σε περίπτωση χρηματοδοτούμενων σύνθετων τιτλοποιήσεων, οποιαδήποτε ουσιώδη έσοδα από την έκδοση πιστωτικών παραγώγων τύπου «credit-linked notes» ή άλλες χρηματοδοτούμενες υποχρεώσεις της ΟΕΣΤ που χρησιμεύουν ως εγγύηση για την αποπληρωμή των θέσεων τιτλοποίησης περιλαμβάνονται στον υπολογισμό των τιμών KIRB ή KSA, εάν ο πιστωτικός κίνδυνος της εξασφάλισης εξαρτάται από την κατανομή της ζημίας κατά τμήματα.
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει περαιτέρω τους όρους που επιτρέπουν στα ιδρύματα να υπολογίζουν την KIRB για τις ομάδες υποκείμενων ανοιγμάτων σύμφωνα με την παράγραφο 4, ιδίως όσον αφορά:
την εσωτερική πιστοδοτική πολιτική και υποδείγματα για τον υπολογισμό της KIRB για τιτλοποιήσεις,
τη χρήση διαφόρων παραγόντων κινδύνου που αφορούν την ομάδα υποκείμενων ανοιγμάτων και, όταν δεν είναι διαθέσιμα επαρκή ακριβή ή αξιόπιστα δεδομένα για την εν λόγω ομάδα, προσεγγιστικών δεδομένων για την εκτίμηση των PD και LGD, και
τις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας για την παρακολούθηση των δράσεων και των πολιτικών των πωλητών εισπρακτέων απαιτήσεων ή άλλων μεταβιβαζόντων ιδρυμάτων.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 18 Ιανουαρίου 2019.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 256
Προσδιορισμός του σημείου σύνδεσης (Α) και του σημείου αποσύνδεσης (D)
Το σημείο σύνδεσης (A) εκφράζεται σε δεκαδική μορφή από το μηδέν έως το ένα και ισούται με τη μεγαλύτερη τιμή μεταξύ του μηδενός και του λόγου του υπολοίπου της ομάδας των υποκείμενων ανοιγμάτων τιτλοποίησης μείον το υπόλοιπο όλων των τμημάτων με υψηλότερη ή την ίδια εξοφλητική προτεραιότητα στο τμήμα που περιέχει τη σχετική θέση τιτλοποίησης συμπεριλαμβανομένου του ανοίγματος αυτού καθεαυτού προς το υπόλοιπο του συνόλου των υποκείμενων ανοιγμάτων στην τιτλοποίηση.
Το σημείο αποσύνδεσης (D) εκφράζεται σε δεκαδική μορφή από το μηδέν έως το ένα και ισούται με τη μεγαλύτερη τιμή μεταξύ του μηδενός και του λόγου του υπολοίπου της ομάδας των υποκείμενων ανοιγμάτων τιτλοποίησης μείον το υπόλοιπο όλων των τμημάτων με υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα στο τμήμα που περιέχει τη σχετική θέση τιτλοποίησης προς το υπόλοιπο του συνόλου των υποκείμενων ανοιγμάτων στην τιτλοποίηση.
Άρθρο 257
Προσδιορισμός της ληκτότητας των τμημάτων τιτλοποίησης (MT)
Για τους σκοπούς της ενότητας 3 και με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, τα ιδρύματα μπορούν να μετρούν τη ληκτότητα ενός τμήματος (MT) ως εξής:
είτε με βάση τη σταθμισμένη μέση ληκτότητα των συμβατικών πληρωμών που οφείλονται στο πλαίσιο του τμήματος, σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:
όπου η τιμή CFt αντιστοιχεί σε όλες τις συμβατικές πληρωμές (κεφάλαιο, τόκοι και προμήθειες) που καταβάλλει ο οφειλέτης στην περίοδο t, ή
με βάση την τελική νόμιμη ληκτότητα του τμήματος, σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:
όπου ML είναι η τελική νόμιμη ληκτότητα του τμήματος.
Άρθρο 258
Προϋποθέσεις χρήσης της προσέγγισης των εσωτερικών διαβαθμίσεων (SEC-IRBA)
Τα ιδρύματα χρησιμοποιούν την SEC-IRBA για τον υπολογισμό των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων σε σχέση με μια θέση τιτλοποίησης, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
η θέση υποστηρίζεται από μια ομάδα IRB ή μεικτή ομάδα, υπό τον όρο ότι, στην τελευταία αυτή περίπτωση, το ίδρυμα είναι σε θέση να υπολογίσει την τιμή KIRB σύμφωνα με το τμήμα 3 τουλάχιστον στο 95 % του ποσού του υποκείμενου σταθμισμένου ανοίγματος,
υπάρχουν επαρκείς διαθέσιμες πληροφορίες σε σχέση με τα υποκείμενα ανοίγματα της τιτλοποίησης ώστε το ίδρυμα να είναι σε θέση να υπολογίσει την τιμή KIRB, και
το ίδρυμα δεν απαγορεύεται να χρησιμοποιεί την SEC-IRBA σε σχέση με μια συγκεκριμένη θέση σε τιτλοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 2.
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, κατά περίπτωση, να απαγορεύουν τη χρήση της μεθόδου SEC-IRBA, εάν οι τιτλοποιήσεις έχουν εξαιρετικά πολύπλοκα ή επικίνδυνα χαρακτηριστικά. Για τον σκοπό αυτό, μπορούν να θεωρηθούν ως εξαιρετικά πολύπλοκα ή επικίνδυνα χαρακτηριστικά τα εξής:
πιστωτική ενίσχυση που μπορεί να ελαττωθεί για άλλους λόγους, εκτός των ζημιών στο χαρτοφυλάκιο,
ομάδες υποκείμενων ανοιγμάτων με υψηλό βαθμό εσωτερικής συσχέτισης, ως αποτέλεσμα των συγκεντρωμένων ανοιγμάτων σε μεμονωμένους τομείς ή γεωγραφικές περιοχές,
συναλλαγές όπου η αποπληρωμή των θέσεων τιτλοποίησης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από παράγοντες κινδύνου που δεν αντικατοπτρίζονται στην τιμή KIRB, ή
εξαιρετικά πολύπλοκη κατανομή των ζημιών μεταξύ των τμημάτων.
Άρθρο 259
Υπολογισμός των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων δυνάμει της SEC-IRBA
Σύμφωνα με την SEC-IRBA, το ποσό του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ανοίγματος για μια θέση τιτλοποίησης υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας την αξία του ανοίγματος της θέσης, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 248, με τον εφαρμοστέο συντελεστή στάθμισης κινδύνου που καθορίζεται, σε κάθε περίπτωση με κατώτατο όριο το 15 %, ως εξής:
RW = 1 250 % |
όταν D ≤ KIRB |
|
όταν A ≥ KIRB |
|
όταν A < KIRB < D |
όπου
KIRB |
είναι η κεφαλαιακή επιβάρυνση της ομάδας των υποκείμενων ανοιγμάτων, όπως ορίζεται στο άρθρο 255 |
D |
είναι το σημείο αποσύνδεσης, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 256 |
A |
είναι το σημείο σύνδεσης, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 256 |
όπου
a |
= |
– (1/(p * KIRB)) |
u |
= |
D – KIRB |
l |
= |
max (A – KIRB; 0) |
όπου
όπου
N |
είναι ο πραγματικός αριθμός των ανοιγμάτων στην ομάδα των υποκειμένων ανοιγμάτων, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4 |
LGD |
είναι η σταθμισμένη ως προς το άνοιγμα μέση ποσοστιαία ζημία σε περίπτωση αθέτησης της ομάδας υποκείμενων ανοιγμάτων, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5 |
MT |
είναι η ληκτότητα του τμήματος, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 257. |
Οι παράμετροι Α, Β, Γ, Δ, και Ε καθορίζονται σύμφωνα με τον ακόλουθο πίνακα αναφοράς:
|
Α |
Β |
Γ |
Δ |
Ε |
|
Εταιρικής τραπεζικής |
Με εξοφλητική προτεραιότητα, με δυνατότητα διασποράς (N ≥ 25) |
0 |
3,56 |
-1,85 |
0,55 |
0,07 |
Με εξοφλητική προτεραιότητα, χωρίς δυνατότητα διασποράς (N < 25) |
0,11 |
2,61 |
-2,91 |
0,68 |
0,07 |
|
Χωρίς εξοφλητική προτεραιότητα, με δυνατότητα διασποράς (N ≥ 25) |
0,16 |
2,87 |
-1,03 |
0,21 |
0,07 |
|
Χωρίς εξοφλητική προτεραιότητα, χωρίς δυνατότητα διασποράς (N < 25) |
0,22 |
2,35 |
-2,46 |
0,48 |
0,07 |
|
Λιανικής τραπεζικής |
Με εξοφλητική προτεραιότητα |
0 |
0 |
-7,48 |
0,71 |
0,24 |
Χωρίς εξοφλητική προτεραιότητα |
0 |
0 |
-5,78 |
0,55 |
0,27 |
Ο πραγματικός αριθμός ανοιγμάτων (Ν) υπολογίζεται ως εξής:
όπου EADi είναι η αξία ανοίγματος που συνδέεται με το i-οστό άνοιγμα μέσα στην ομάδας.
Πολλαπλά ανοίγματα έναντι του ιδίου οφειλέτη ενοποιούνται και αντιμετωπίζονται ως ένα ενιαίο άνοιγμα.
Η σταθμισμένη ως προς το άνοιγμα μέση τιμή LGD υπολογίζεται ως εξής:
όπου LGDi είναι η μέση τιμή LGD για το σύνολο των ανοιγμάτων έναντι του i-στού οφειλέτη.
Εάν ο πιστωτικός κίνδυνος και ο κίνδυνος απομείωσης αξίας εισπρακτέων απαιτήσεων αντιμετωπίζονται συγκεντρωτικά σε μια τιτλοποίηση, η εισαγόμενη τιμή για το LGDi υπολογίζεται ως σταθμισμένος μέσος του LGD για πιστωτικό κίνδυνο και του LGD 100 % για κίνδυνο απομείωσης. Οι συντελεστές στάθμισης είναι οι μεμονωμένες κεφαλαιακές απαιτήσεις βάσει της προσέγγισης IRB για τον πιστωτικό κίνδυνο και για τον κίνδυνο απομείωσης, αντίστοιχα. Για τον σκοπό αυτό, η παρουσία ενός ενιαίου αποθεματικού ή ορίου υπερεξασφάλισης των κινδύνων που διατίθεται για την κάλυψη των ζημιών από τον πιστωτικό κίνδυνο ή τον κίνδυνο απομείωσης μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη ότι οι κίνδυνοι αυτοί αντιμετωπίζονται συγκεντρωτικά.
Εάν το ποσοστό του μεγαλύτερου υποκείμενου ανοίγματος στην ομάδα (C1) δεν υπερβαίνει το 3 %, τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν την ακόλουθη απλουστευμένη μέθοδο για τον υπολογισμό του αριθμού Ν και των σταθμισμένων ως προς το άνοιγμα μέσων τιμών LGD:
LGD = 0,50
όπου
Cm |
δηλώνει το ποσοστό της ομάδας που αντιστοιχεί στο άθροισμα των μεγαλύτερων ανοιγμάτων «m» · και |
m |
η τιμή «m» ορίζεται από το ίδρυμα. |
Εάν μόνο η τιμή C1 είναι διαθέσιμη και το ποσό αυτό δεν υπερβαίνει το 0,03, το ίδρυμα δύναται να ορίσει την τιμή LGD ως 0,50 και τον αριθμό N ως 1/C1.
Εάν η θέση υποστηρίζεται από μια μεικτή ομάδα και το ίδρυμα είναι σε θέση να υπολογίσει την τιμή KIRB τουλάχιστον στο 95 % των ποσών των υποκείμενων ανοιγμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 258 παράγραφος 1 στοιχείο α), το ίδρυμα υπολογίζει την κεφαλαιακή επιβάρυνση για την ομάδα υποκείμενων ανοιγμάτων ως εξής:
όπου
d είναι το ποσοστό του ποσού των υποκείμενων ανοιγμάτων για τα οποία το ίδρυμα μπορεί να υπολογίσει την τιμή KIRB επί του ποσού του συνόλου των υποκείμενων ανοιγμάτων.
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η θέση αναφοράς είναι η θέση που έχει, από κάθε άποψη, την ίδια εξοφλητική προτεραιότητα με το παράγωγο ή, σε περίπτωση απουσίας θέσης της αυτής προτεραιότητας, η θέση η οποία είναι άμεσα εξαρτώμενη από το παράγωγο.
Άρθρο 260
Αντιμετώπιση τιτλοποιήσεων STS σύμφωνα με την SEC-IRBA
Σύμφωνα με την SEC-IRBA, ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου για μια θέση σε τιτλοποίηση STS υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 259, με την επιφύλαξη των ακόλουθων τροποποιήσεων:
κατώτατος συντελεστής στάθμισης κινδύνου για τις θέσεις τιτλοποίησης με ανώτερη εξοφλητική προτεραιότητα = 10 %
Άρθρο 261
Υπολογισμός των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης (SEC-SA)
Δυνάμει της SEC-SA, το ποσό του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ανοίγματος για μια θέση σε τιτλοποίηση υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας την αξία του ανοίγματος της θέσης σύμφωνα με το άρθρο 248, με τον εφαρμοστέο συντελεστή στάθμισης κινδύνου που καθορίζεται, σε κάθε περίπτωση με κατώτατο όριο το 15 %, ως εξής:
RW = 1 250 % |
όταν D ≤ KA |
|
όταν A ≥ KA |
|
όταν A < KA < D |
όπου
D |
είναι το σημείο αποσύνδεσης, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 256 |
A |
είναι το σημείο σύνδεσης, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 256 |
KA |
είναι η παράμετρος που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 |
όπου
a |
= |
– (1/(p· KA)) |
u |
= |
D – KA |
l |
= |
max (A – KA; 0) |
p |
= |
1 για άνοιγμα τιτλοποίησης που δεν συνιστά άνοιγμα επανατιτλοποίησης |
Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η τιμή KA υπολογίζεται ως εξής:
όπου
KSA είναι η κεφαλαιακή επιβάρυνση της υποκείμενης ομάδας, όπως ορίζεται στο άρθρο 255
W = ο λόγος του:
αθροίσματος του ονομαστικού ποσού των υποκείμενων ανοιγμάτων σε αθέτηση, προς
το σύνολο του ονομαστικού ποσού όλων των υποκείμενων ανοιγμάτων.
Για τον σκοπό αυτό, ως άνοιγμα σε αθέτηση νοείται ένα υποκείμενο άνοιγμα το οποίο: i) είναι σε καθυστέρηση 90 ημέρες ή περισσότερο, ii) υπόκειται σε διαδικασία πτώχευσης ή αφερεγγυότητας, iii) υπόκειται σε διαδικασία κατασχέσεως ή παρόμοια διαδικασία, ή iv) βρίσκεται σε αθέτηση, σύμφωνα με την τεκμηρίωση της τιτλοποίησης.
Εάν ένα ίδρυμα δεν γνωρίζει την κατάσταση καθυστερήσεων για το 5 % ή λιγότερο των υποκείμενων ανοιγμάτων στην ομάδα, το ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιήσει την SEC-SA, εφόσον τροποποιηθεί ο υπολογισμός της τιμής KA ως εξής:
Εάν το ίδρυμα δεν γνωρίζει την κατάσταση καθυστερήσεων για περισσότερο από 5 % των υποκείμενων ανοιγμάτων στην ομάδα, η θέση στην τιτλοποίηση πρέπει να έχει συντελεστή στάθμισης κινδύνου 1 250 %.
Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η θέση αναφοράς είναι η θέση που έχει, από κάθε άποψη, την ίδια εξοφλητική προτεραιότητα με το παράγωγο ή, σε περίπτωση απουσίας θέσης της αυτής προτεραιότητας, η θέση η οποία είναι άμεσα εξαρτώμενη από το παράγωγο.
Άρθρο 262
Αντιμετώπιση τιτλοποιήσεων STS σύμφωνα με την SEC-SA
Σύμφωνα με την SEC-SA, ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου για μια θέση σε τιτλοποίηση STS υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 263, με την επιφύλαξη των ακόλουθων τροποποιήσεων:
Άρθρο 263
Υπολογισμός των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων δυνάμει της προσέγγισης των εξωτερικών διαβαθμίσεων (SEC-ERBA)
Για τα ανοίγματα με βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση ή όταν μια διαβάθμιση που βασίζεται σε μια βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση μπορεί να συναχθεί σύμφωνα με την παράγραφο 7, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι συντελεστές στάθμισης κινδύνου:
Πίνακας 1
Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας |
1 |
2 |
3 |
Όλες οι άλλες διαβαθμίσεις |
Συντελεστής στάθμισης κινδύνου |
15 % |
50 % |
100 % |
1 250 % |
Για τα ανοίγματα με μακροπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση ή όταν μια διαβάθμιση που βασίζεται σε μια μακροπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση μπορεί να συναχθεί σύμφωνα με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου που παρατίθενται στον πίνακα 2, έχοντας προσαρμοστεί ανάλογα με τη ληκτότητα του τμήματος (MT) σύμφωνα με το άρθρο 257 και την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου και το πάχος του τμήματος για τμήματα χωρίς εξοφλητική προτεραιότητα σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου:
Πίνακας 2
Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας |
Τμήμα με εξοφλητική προτεραιότητα |
Τμήμα χωρίς εξοφλητική προτεραιότητα (λεπτό) |
||
Ληκτότητα τμήματος (MT) |
Ληκτότητα τμήματος (MT) |
|||
1 έτος |
5 έτη |
1 έτος |
5 έτη |
|
1 |
15 % |
20 % |
15 % |
70 % |
2 |
15 % |
30 % |
15 % |
90 % |
3 |
25 % |
40 % |
30 % |
120 % |
4 |
30 % |
45 % |
40 % |
140 % |
5 |
40 % |
50 % |
60 % |
160 % |
6 |
50 % |
65 % |
80 % |
180 % |
7 |
60 % |
70 % |
120 % |
210 % |
8 |
75 % |
90 % |
170 % |
260 % |
9 |
90 % |
105 % |
220 % |
310 % |
10 |
120 % |
140 % |
330 % |
420 % |
11 |
140 % |
160 % |
470 % |
580 % |
12 |
160 % |
180 % |
620 % |
760 % |
13 |
200 % |
225 % |
750 % |
860 % |
14 |
250 % |
280 % |
900 % |
950 % |
15 |
310 % |
340 % |
1 050 % |
1 050 % |
16 |
380 % |
420 % |
1 130 % |
1 130 % |
17 |
460 % |
505 % |
1 250 % |
1 250 % |
Όλα τα άλλα |
1 250 % |
1 250 % |
1 250 % |
1 250 % |
Προκειμένου να ληφθεί υπόψη το πάχος του τμήματος, τα ιδρύματα υπολογίζουν τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου για τα τμήματα χωρίς εξοφλητική προτεραιότητα ως εξής:
όπου
T = πάχος τμήματος μετρούμενο ως D – A
όπου
D |
είναι το σημείο αποσύνδεσης, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 256 |
A |
είναι το σημείο σύνδεσης, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 256 |
Για να χρησιμοποιήσουν τις τεκμαιρόμενες διαβαθμίσεις, τα ιδρύματα αποδίδουν σε μια μη διαβαθμισμένη θέση μια τεκμαιρόμενη διαβάθμιση ισοδύναμη με την πιστοληπτική αξιολόγηση μιας διαβαθμισμένης θέσης αναφοράς η οποία πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
η θέση αναφοράς έχει, από κάθε άποψη, την ίδια εξοφλητική προτεραιότητα με τη μη διαβαθμισμένη θέση ή, σε περίπτωση απουσίας θέσης της αυτής προτεραιότητας, η θέση αναφοράς είναι άμεσα εξαρτώμενη από τη μη διαβαθμισμένη θέση,
η θέση αναφοράς δεν τυγχάνει καμίας εγγύησης τρίτων ή άλλης πιστωτικής ενίσχυσης που δεν είναι διαθέσιμη στη μη διαβαθμισμένη θέση,
η ληκτότητα της θέσης αναφοράς είναι ίση ή μεγαλύτερη από τη ληκτότητα της εν λόγω μη διαβαθμισμένης θέσης,
η τεκμαιρόμενη διαβάθμιση επικαιροποιείται σε συνεχή βάση για να λαμβάνονται υπόψη οι μεταβολές στην πιστοληπτική αξιολόγηση των θέσεων αναφοράς.
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η θέση αναφοράς είναι η θέση που έχει, από κάθε άποψη, την ίδια εξοφλητική προτεραιότητα με το παράγωγο ή, σε περίπτωση απουσίας θέσης της αυτής προτεραιότητας, η θέση η οποία είναι άμεσα εξαρτώμενη από το παράγωγο.
Άρθρο 264
Αντιμετώπιση τιτλοποιήσεων STS σύμφωνα με την SEC-ERBA
Για τα ανοίγματα με βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση ή όταν μια διαβάθμιση που βασίζεται σε μια βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση μπορεί να συναχθεί σύμφωνα με το άρθρο 263 παράγραφος 7, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι συντελεστές στάθμισης κινδύνου:
Πίνακας 3
Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας |
1 |
2 |
3 |
Όλες οι άλλες διαβαθμίσεις |
Συντελεστής στάθμισης κινδύνου |
10 % |
30 % |
60 % |
1 250 % |
Για τα ανοίγματα με μακροπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση ή όταν μια διαβάθμιση που βασίζεται σε μια μακροπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση μπορεί να συναχθεί σύμφωνα με το άρθρο 263 παράγραφος 7, οι συντελεστές στάθμισης κινδύνου καθορίζονται σύμφωνα με τον πίνακα 4, έχοντας προσαρμοστεί ανάλογα με τη ληκτότητα του τμήματος (MT), σύμφωνα με το άρθρο 257 και το άρθρο 263 παράγραφος 4, και το πάχος του τμήματος για τμήματα χωρίς εξοφλητική προτεραιότητα σύμφωνα με το άρθρο 263 παράγραφος 5:
Πίνακας 4
Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας |
Τμήμα με εξοφλητική προτεραιότητα |
Τμήμα χωρίς εξοφλητική προτεραιότητα (λεπτό) |
||
Ληκτότητα τμήματος (MT) |
Ληκτότητα τμήματος (MT) |
|||
1 έτος |
5 έτη |
1 έτος |
5 έτη |
|
1 |
10 % |
10 % |
15 % |
40 % |
2 |
10 % |
15 % |
15 % |
55 % |
3 |
15 % |
20 % |
15 % |
70 % |
4 |
15 % |
25 % |
25 % |
80 % |
5 |
20 % |
30 % |
35 % |
95 % |
6 |
30 % |
40 % |
60 % |
135 % |
7 |
35 % |
40 % |
95 % |
170 % |
8 |
45 % |
55 % |
150 % |
225 % |
9 |
55 % |
65 % |
180 % |
255 % |
10 |
70 % |
85 % |
270 % |
345 % |
11 |
120 % |
135 % |
405 % |
500 % |
12 |
135 % |
155 % |
535 % |
655 % |
13 |
170 % |
195 % |
645 % |
740 % |
14 |
225 % |
250 % |
810 % |
855 % |
15 |
280 % |
305 % |
945 % |
945 % |
16 |
340 % |
380 % |
1 015 % |
1 015 % |
17 |
415 % |
455 % |
1 250 % |
1 250 % |
Όλα τα άλλα |
1 250 % |
1 250 % |
1 250 % |
1 250 % |
Άρθρο 265
Πεδίο εφαρμογής και προϋποθέσεις για την προσέγγιση της εσωτερικής αξιολόγησης
Εάν ίδρυμα έχει λάβει άδεια να εφαρμόσει την προσέγγιση εσωτερικής αξιολόγησης σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, και ειδική θέση σε πρόγραμμα ABCP ή συναλλαγή ABCP εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω αδείας, το ίδρυμα εφαρμόζει την προσέγγιση αυτή για τον υπολογισμό του ποσού του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ανοίγματος για τη θέση αυτήν.
Οι αρμόδιες αρχές χορηγούν στα ιδρύματα άδεια εφαρμογής της προσέγγισης εσωτερικής αξιολόγησης μέσα σε ένα σαφώς καθορισμένο πεδίο εφαρμογής, εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
όλες οι θέσεις στα εμπορικά χρεόγραφα του προγράμματος ABCP είναι διαβαθμισμένες θέσεις,
η εσωτερική αξιολόγηση της πιστωτικής ποιότητας της θέσης αντικατοπτρίζει τη δημόσια διαθέσιμη μέθοδο αξιολόγησης που εφαρμόζεται από έναν ή περισσότερους ΕΟΠΑ για τη διαβάθμιση θέσεων τιτλοποίησης που εξασφαλίζονται με απαιτήσεις του ιδίου τύπου όπως οι τιτλοποιημένες,
τα εμπορικά χρεόγραφα του προγράμματος ABCP εκδίδονται ως επί το πλείστον προς τρίτους επενδυτές,
η διαδικασία εσωτερικής αξιολόγησης του ιδρύματος είναι τουλάχιστον εξίσου συντηρητική με τις δημόσια διαθέσιμες αξιολογήσεις των εν λόγω ΕΟΠΑ, οι οποίες έχουν παράσχει εξωτερική διαβάθμιση για τα εμπορικά χρεόγραφα του προγράμματος ABCP, ιδίως σε σχέση με παράγοντες ακραίων καταστάσεων και άλλα ποσοτικά στοιχεία,
η μέθοδος εσωτερικής αξιολόγησης του ιδρύματος λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές, δημόσια διαθέσιμες μεθοδολογίες αξιολόγησης των ΕΟΠΑ που διαβαθμίζουν τα εμπορικά χρεόγραφα του προγράμματος ABCP και περιλαμβάνει βαθμίδες διαβάθμισης που αντιστοιχούν στις πιστοληπτικές αξιολογήσεις των ΕΟΠΑ. Το ίδρυμα καταγράφει στο εσωτερικό αρχείο του μια επεξηγηματική δήλωση που περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο έχουν τηρηθεί οι απαιτήσεις που ορίζονται στο σημείο αυτό και επικαιροποιεί τη δήλωση αυτή σε τακτική βάση,
το ίδρυμα χρησιμοποιεί τη μέθοδο εσωτερικής αξιολόγησης στις εσωτερικές διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων, και ιδίως στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, πληροφόρησης των διοικητικών στελεχών και εσωτερικής κατανομής των κεφαλαίων,
οι εσωτερικοί ή εξωτερικοί ελεγκτές, ένας ΕΟΠΑ ή η εσωτερική λειτουργία ελέγχου πίστεως ή διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος, εξετάζουν τακτικά τη διαδικασία εσωτερικής αξιολόγησης και την ποιότητα των εσωτερικών αξιολογήσεων της πιστωτικής ποιότητας των ανοιγμάτων του ιδρύματος σε ένα πρόγραμμα ABCP ή σε συναλλαγή ABCP,
το ίδρυμα παρακολουθεί τη διαχρονική αποτελεσματικότητα των εσωτερικών διαβαθμίσεων, προκειμένου να αξιολογήσει τη συνολική απόδοση της μεθόδου εξωτερικής αξιολόγησης, και πραγματοποιεί τις αναγκαίες προσαρμογές στην εφαρμοζόμενη μέθοδο, εάν η συμπεριφορά των ανοιγμάτων αποκλίνει συστηματικά από εκείνη που υποδεικνύουν οι εσωτερικές διαβαθμίσεις,
το πρόγραμμα ABCP περιλαμβάνει πρότυπα σχετικά με την αναδοχή και τη διαχείριση της ευθύνης με τη μορφή κατευθυντήριων γραμμών προς τον διαχειριστή του προγράμματος, όσον αφορά τουλάχιστον τα εξής:
τα κριτήρια επιλεξιμότητας των στοιχείων ενεργητικού, με την επιφύλαξη του σημείου ι),
το είδος και τη νομισματική αξία των ανοιγμάτων από την παροχή ταμειακών διευκολύνσεων και πιστωτικών ενισχύσεων,
την κατανομή των ζημιών μεταξύ των θέσεων τιτλοποίησης στο πρόγραμμα ABCP ή τη συναλλαγή ABCP,
τη νομική και οικονομική απομόνωση των μεταβιβαζόμενων στοιχείων ενεργητικού από την οντότητα που τα πωλεί,
τα κριτήρια επιλεξιμότητας των στοιχείων ενεργητικού στο πρόγραμμα ABCP προβλέπουν, τουλάχιστον, τα εξής:
αποκλεισμό από την απόκτηση στοιχείων ενεργητικού σε σημαντική καθυστέρηση πληρωμών ή σε αθέτηση,
περιορισμό της συγκέντρωσης κινδύνων στον ίδιο οφειλέτη ή στην ίδια γεωγραφική ζώνη, και
περιορισμό της προθεσμίας εξόφλησης των αγοραζόμενων στοιχείων ενεργητικού,
πραγματοποιείται ανάλυση του πιστωτικού κινδύνου και του επιχειρηματικού προφίλ του πωλητή του στοιχείου ενεργητικού, καθώς και αξιολόγηση του πωλητή, τουλάχιστον, ως προς τα εξής:
ιστορικές και αναμενόμενες χρηματοοικονομικές επιδόσεις,
τρέχουσα θέση στην αγορά και αναμενόμενη μελλοντική ανταγωνιστικότητα,
μόχλευση, ταμειακές ροές, δείκτη κάλυψης χρηματοοικονομικών εξόδων και διαβάθμιση των εν κυκλοφορία τίτλων χρέους, και
πρότυπα αναδοχής, δυνατότητα διαχείρισης των ανοιγμάτων και διαδικασίες είσπραξης,
το πρόγραμμα ABCP διαθέτει πολιτικές και διαδικασίες είσπραξης που λαμβάνουν υπόψη τη λειτουργική ικανότητα και την πιστωτική ποιότητα του διαχειριστή και περιλαμβάνει χαρακτηριστικά για τον μετριασμό των κινδύνων που σχετίζονται με την απόδοση του πωλητή και του διαχειριστή. Για τους σκοπούς του παρόντος στοιχείου, οι κίνδυνοι που σχετίζονται με την απόδοση μπορούν να μετριαστούν μέσω ορίων ενεργοποίησης που βασίζονται στην τρέχουσα πιστωτική ποιότητα του πωλητή ή του διαχειριστή που θα αποκλείουν την επικάλυψη των κεφαλαίων σε περίπτωση αθέτησης του πωλητή ή του διαχειριστή,
η συγκεντρωτική εκτίμηση της ζημίας για ομάδα στοιχείων ενεργητικού που μπορεί να αγοραστεί στο πλαίσιο του προγράμματος ABCP λαμβάνει υπόψη όλες τις πηγές δυνητικού κινδύνου, όπως ο πιστωτικός κίνδυνος και ο κίνδυνος απομείωσης αξίας των εισπρακτέων απαιτήσεων,
εάν η παρεχόμενη από τον πωλητή πιστωτική ενίσχυση μετράται μόνο σε συνάρτηση με τις ζημίες που συνδέονται με τον πιστωτικό κίνδυνο και ο κίνδυνος αυτός είναι ουσιαστικός για τη συγκεκριμένη ομάδα στοιχείων ενεργητικού, το πρόγραμμα ABCP περιλαμβάνει ειδικό αποθεματικό για τον κίνδυνο απομείωσης αξίας,
το μέγεθος του απαιτούμενου επιπέδου πιστωτικής ενίσχυσης στο πρόγραμμα ABCP υπολογίζεται λαμβάνοντας υπόψη μακροχρόνια ιστορικά δεδομένα για τις ζημίες, την κατάσταση καθυστερήσεων, τις απομειώσεις αξίας και την κυκλοφοριακή ταχύτητα των εισπρακτέων ποσών,
το πρόγραμμα ABCP περιλαμβάνει διαρθρωτικά στοιχεία στα αγοραζόμενα ανοίγματα, προκειμένου να περιορίσει τη δυνητική επιδείνωση της πιστωτικής ποιότητας του υποκείμενου χαρτοφυλακίου. Τα στοιχεία αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν όρια κλεισίματος ειδικά για μια ομάδα ανοιγμάτων,
το ίδρυμα αξιολογεί τα χαρακτηριστικά της υποκείμενης ομάδας στοιχείων ενεργητικού, όπως η σταθμισμένη μέση πιστοληπτική της ικανότητα, και εντοπίζει τυχόν συγκεντρώσεις σε έναν μεμονωμένο οφειλέτη ή γεωγραφική περιοχή και τη διασπορά της ομάδας στοιχείων ενεργητικού.
Τα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια να εφαρμόζουν την προσέγγιση εσωτερικής αξιολόγησης δεν επιστρέφουν στη χρήση άλλων μεθόδων για τις θέσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της προσέγγισης εσωτερικής αξιολόγησης, εκτός εάν πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
το ίδρυμα έχει αποδείξει επαρκώς στις αρμόδιες αρχές ότι έχει πολύ σημαντικό λόγο να το πράξει,
το ίδρυμα έχει λάβει την προηγούμενη άδεια της αρμόδιας αρχής.
Άρθρο 266
Υπολογισμός των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων δυνάμει της προσέγγισης εσωτερικης αξιολόγησης
Άρθρο 267
Μέγιστος συντελεστής στάθμισης κινδύνου για θέσεις τιτλοποίησης με ανώτερη εξοφλητική προτεραιότητα: Προσέγγιση διαφάνειας
Στην περίπτωση των μεικτών ομάδων, ο μέγιστος συντελεστής στάθμισης κινδύνου υπολογίζεται ως εξής:
εάν το ίδρυμα εφαρμόζει την SEC-IRBA, στο τμήμα της υποκείμενης ομάδας που υπόκειται στην τυποποιημένη προσέγγιση και στο τμήμα της υποκείμενης ομάδας που υπόκειται στην προσέγγιση IRB εφαρμόζεται, αντίστοιχα, ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου βάσει της τυποποιημένης προσέγγισης και ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου βάσει της προσέγγισης IRB,
εάν το ίδρυμα εφαρμόζει την SEC-SA ή την SEC-ERBA, ο μέγιστος συντελεστής στάθμισης κινδύνου για θέσεις τιτλοποίησης με ανώτερη εξοφλητική προτεραιότητα ισούται με τον σταθμισμένο μέσο συντελεστή στάθμισης κινδύνου βάσει της τυποποιημένης προσέγγισης των υποκείμενων ανοιγμάτων.
Για τον σκοπό του παρόντος άρθρου, ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου που θα εφαρμοζόταν δυνάμει της προσέγγισης IRB, σύμφωνα με το κεφάλαιο 3, περιλαμβάνει τον λόγο:
των αναμενόμενων ζημιών επί 12,5 προς
την αξία του ανοίγματος των υποκείμενων ανοιγμάτων.
Άρθρο 268
Μέγιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις
Η μέγιστη κεφαλαιακή απαίτηση είναι το γινόμενο του ποσού που υπολογίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 ή 2 επί το μέγιστο μερίδιο συμμετοχής του ιδρύματος στο σχετικό τμήμα (V), εκπεφρασμένο ως ποσοστό επί τοις εκατό και υπολογιζόμενο ως εξής:
για ένα ίδρυμα που έχει μία ή περισσότερες θέσεις τιτλοποίησης σε ένα μόνο τμήμα, το V ισούται με τον λόγο του ονομαστικού ποσού των θέσεων τιτλοποίησης που κατέχει το ίδρυμα στο εν λόγω τμήμα προς το ονομαστικό ποσό του τμήματος,
για ένα ίδρυμα που έχει θέσεις τιτλοποίησης σε διαφορετικά τμήματα, το V είναι ίσο με το μέγιστο μερίδιο συμμετοχής του ιδρύματος σε όλα τα τμήματα. Για τον σκοπό αυτό, το μερίδιο συμμετοχής για κάθε διαφορετικό τμήμα υπολογίζεται όπως προβλέπεται στο στοιχείο α).
Άρθρο 269
Επανατιτλοποιήσεις
Όσον αφορά τις θέσεις σε μια επανατιτλοποίηση, τα ιδρύματα εφαρμόζουν την SEC-SA, σύμφωνα με το άρθρο 261, με τις κατωτέρω αλλαγές:
W = 0 για κάθε άνοιγμα σε τμήμα τιτλοποίησης εντός της ομάδας υποκείμενων ανοιγμάτων,
p = 1,5,
ο προκύπτων συντελεστής στάθμισης κινδύνου υπόκειται σε ανώτατο συντελεστή 100 %.
Άρθρο 269α
Αντιμετώπιση τιτλοποιήσεων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ)
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:
«τιτλοποίηση ΜΕΑ»: τιτλοποίηση μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος (ΜΕΑ) όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 25 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402·
«επιλέξιμη παραδοσιακή τιτλοποίηση ΜΕΑ»: παραδοσιακή τιτλοποίηση ΜΕΑ στην οποία η μη επιστρεπτέα έκπτωση τιμής αγοράς ανέρχεται τουλάχιστον στο 50 % του ανεξόφλητου υπολοίπου των υποκείμενων ανοιγμάτων κατά τη στιγμή της μεταβίβασης τους στην ΟΕΣΤ.
Τα ιδρύματα εκτελούν τον υπολογισμό σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:
όπου:
CRmax |
= |
η μέγιστη κεφαλαιακή απαίτηση στην περίπτωση επιλέξιμης παραδοσιακής τιτλοποίησης ΜΕΑ· |
RWEAIRB |
= |
το άθροισμα των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών των υποκείμενων ανοιγμάτων που υπόκεινται στην προσέγγιση IRΒ· |
ELIRB |
= |
το άθροισμα των ποσών των αναμενόμενων ζημιών των υποκείμενων ανοιγμάτων που υπόκεινται στην προσέγγιση IRΒ· |
NRPPD |
= |
η μη επιστρεπτέα έκπτωση επί της τιμής αγοράς· |
EVIRB |
= |
το άθροισμα των αξιών των υποκείμενων ανοιγμάτων που υπόκεινται στην προσέγγιση IRΒ· |
EVPool |
= |
το άθροισμα των αξιών όλων των υποκείμενων ανοιγμάτων του συνόλου· |
SCRAIRB |
= |
για τα μεταβιβάζοντα ιδρύματα, οι ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου που πραγματοποιούνται από το ίδρυμα σε σχέση με τα υποκείμενα ανοίγματα που υπόκεινται στην προσέγγιση IRB, μόνον εάν και στον βαθμό που οι προσαρμογές αυτές υπερβαίνουν το ΕΕΑ· για τα επενδυτικά ιδρύματα το ποσό είναι μηδέν· |
RWEASA |
= |
το άθροισμα των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών των υποκείμενων ανοιγμάτων που υπόκεινται στην τυποποιημένη προσέγγιση. |
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, τα μεταβιβάζοντα ιδρύματα που εφαρμόζουν την προσέγγιση SEC-IRBA σε μια θέση και μπορούν να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις του LGD και των συντελεστών μετατροπής για όλα τα υποκείμενα ανοίγματα που υπόκεινται στη μέθοδο IRB σύμφωνα με το κεφάλαιο 3, αφαιρούν τη μη επιστρεπτέα έκπτωση τιμής αγοράς και, κατά περίπτωση, τυχόν πρόσθετες ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου από τις αναμενόμενες ζημίες και τις αξίες ανοίγματος των υποκείμενων ανοιγμάτων που συνδέονται με θέση με εξοφλητική προτεραιότητα σε επιλέξιμη παραδοσιακή τιτλοποίηση ΜΕΑ σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:
όπου:
RWmax |
= |
ο συντελεστής στάθμισης κινδύνου, πριν από την εφαρμογή του κατώτατου ορίου, που εφαρμόζεται σε θέση με εξοφλητική προτεραιότητα σε επιλέξιμη παραδοσιακή τιτλοποίηση ΜΕΑ όταν χρησιμοποιείται η προσέγγιση εξέτασης· |
RWEAIRB |
= |
το άθροισμα των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών των υποκείμενων ανοιγμάτων που υπόκεινται στην προσέγγιση IRΒ· |
RWEASA |
= |
το άθροισμα των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών των υποκείμενων ανοιγμάτων που υπόκεινται στην τυποποιημένη προσέγγιση· |
ELIRB |
= |
το άθροισμα των ποσών των αναμενόμενων ζημιών των υποκείμενων ανοιγμάτων που υπόκεινται στην προσέγγιση IRΒ· |
NRPPD |
= |
η μη επιστρεπτέα έκπτωση επί της τιμής αγοράς· |
EVIRB |
= |
το άθροισμα των αξιών των υποκείμενων ανοιγμάτων που υπόκεινται στην προσέγγιση IRΒ· |
EVpool |
= |
το άθροισμα των αξιών όλων των υποκείμενων ανοιγμάτων του συνόλου· |
EVSA |
= |
το άθροισμα των αξιών των υποκείμενων ανοιγμάτων που υπόκεινται στην τυποποιημένη προσέγγιση· |
SCRAIRB |
= |
οι ειδικές προσαρμογές πιστωτικού κινδύνου που πραγματοποιούνται από το μεταβιβάζον ίδρυμα σε σχέση με τα υποκείμενα ανοίγματα που υπόκεινται στην προσέγγιση IRB, μόνον εάν και στον βαθμό που οι προσαρμογές αυτές υπερβαίνουν την NRPPD. |
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η μη επιστρεπτέα έκπτωση επί της τιμής αγοράς υπολογίζεται με την αφαίρεση του ποσού που αναφέρεται στο στοιχείο β) από το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α):
το ανεξόφλητο ποσό των υποκείμενων ανοιγμάτων της τιτλοποίησης ΜΕΑ κατά τον χρόνο μεταβίβασης των εν λόγω ανοιγμάτων στην ΟΕΣΤ·
το άθροισμα των κατωτέρω:
αρχική τιμή πώλησης των τμημάτων τιτλοποίησης ή, κατά περίπτωση, των μερών των τμημάτων της τιτλοποίησης ΜΕΑ που πωλούνται σε τρίτους επενδυτές· και
το ανεξόφλητο ποσό, κατά τον χρόνο μεταβίβασης των υποκείμενων ανοιγμάτων στην ΟΕΣΤ, των τμημάτων ή, κατά περίπτωση, των μερών των τμημάτων της εν λόγω τιτλοποίησης που κατέχει η μεταβιβάζουσα οντότητα.
Για τους σκοπούς των παραγράφων 5 και 6, καθ’ όλη τη διάρκεια της συναλλαγής, ο υπολογισμός της μη επιστρεπτέας έκπτωσης τιμής αγοράς προσαρμόζεται προς τα κάτω ανάλογα με τις πραγματοποιηθείσες ζημίες. Οποιαδήποτε μείωση του ανεξόφλητου υπολοίπου των υποκείμενων ανοιγμάτων που προκύπτει από πραγματοποιηθείσες ζημίες μειώνει τη μη επιστρεπτέα έκπτωση τιμής αγοράς, με κατώτατο όριο το μηδέν.
Όταν η έκπτωση είναι διαρθρωμένη κατά τρόπο ώστε να μπορεί να επιστραφεί εν όλω ή εν μέρει στη μεταβιβάζουσα οντότητα, δεν λογίζεται ως μη επιστρεπτέα έκπτωση τιμής αγοράς για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 270
Θέσεις με ανώτερη εξοφλητική προτεραιότητα σε τιτλοποίηση STS εντός ισολογισμού
Ένα μεταβιβάζον ίδρυμα δύναται να υπολογίζει τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων μιας θέσης τιτλοποίησης σε μια τιτλοποίηση STS εντός ισολογισμού, όπως αναφέρεται στο άρθρο 26α παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402, σύμφωνα με τα άρθρα 260, 262 ή 264 του παρόντος κανονισμού, κατά περίπτωση, εφόσον η συγκεκριμένη θέση πληροί αμφότερες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
η τιτλοποίηση πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 243 παράγραφος 2·
η θέση μπορεί να θεωρηθεί ως η θέση τιτλοποίησης με ανώτερη εξοφλητική προτεραιότητα.
Η ΕΑΤ παρακολουθεί την εφαρμογή της παραγράφου 1, ιδίως όσον αφορά:
τον όγκο της αγοράς και το μερίδιο αγοράς των τιτλοποιήσεων STS εντός ισολογισμού για τις οποίες το μεταβιβάζον ίδρυμα εφαρμόζει την παράγραφο 1, σε διάφορες κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού·
την παρατηρούμενη κατανομή των ζημιών στο τμήμα ανώτερης εξασφάλισης και σε άλλα τμήματα τιτλοποιήσεων STS εντός ισολογισμού, όταν το μεταβιβάζον ίδρυμα εφαρμόζει την παράγραφο 1 όσον αφορά τη θέση με εξοφλητική προτεραιότητα που κατέχεται σε τέτοιες τιτλοποιήσεις·
τον αντίκτυπο της εφαρμογής της παραγράφου 1 στη μόχλευση των ιδρυμάτων·
τον αντίκτυπο της χρήσης τιτλοποιήσεων STS εντός ισολογισμού για τις οποίες το μεταβιβάζον ίδρυμα εφαρμόζει την παράγραφο 1 στην έκδοση κεφαλαιακών μέσων από τα αντίστοιχα μεταβιβάζοντα ιδρύματα.
Άρθρο 270α
Πρόσθετος συντελεστής στάθμισης κινδύνου
Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 270β
Χρησιμοποίηση πιστοληπτικών αξιολογήσεων από ΕΟΠΑ
Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν πιστοληπτικές αξιολογήσεις για τον προσδιορισμό του συντελεστή στάθμισης κινδύνου μιας θέσης τιτλοποίησης σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο, μόνο εάν η πιστοληπτική αξιολόγηση έχει εκδοθεί ή έχει προσυπογραφεί από ΕΟΠΑ σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009.
Άρθρο 270γ
Απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις των ΕΟΠΑ
Για τους σκοπούς του υπολογισμού των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων σύμφωνα με το τμήμα 3, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν πιστοληπτική αξιολόγηση από ΕΟΠΑ, μόνο εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
δεν υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ των ειδών πληρωμών που λαμβάνονται υπόψη στην πιστοληπτική αξιολόγηση και των ειδών πληρωμών που δικαιούται να λάβει το ίδρυμα βάσει της σύμβασης που δημιουργεί τη σχετική θέση τιτλοποίησης,
ο ΕΟΠΑ δημοσιεύει τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις και πληροφορίες σχετικά με τις ζημίες και τις ταμειακές ροές, καθώς και την ευαισθησία των διαβαθμίσεων σε μεταβολές των υποκείμενων παραδοχών, συμπεριλαμβανομένων των επιδόσεων των υποκείμενων ανοιγμάτων, καθώς και τις διαδικασίες, τις μεθοδολογίες, τις παραδοχές και τα βασικά υποκείμενα στοιχεία των πιστοληπτικών αξιολογήσεων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009. Για τους σκοπούς του παρόντος στοιχείου, οι πληροφορίες θεωρούνται δημόσια διαθέσιμες, εφόσον είναι δημοσιευμένες σε προσβάσιμη μορφή. Δεν θεωρούνται δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες που είναι διαθέσιμες μόνο σε περιορισμένο αριθμό οντοτήτων,
οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις περιλαμβάνονται στον πίνακα μετάβασης του ΕΟΠΑ,
οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις δεν βασίζονται εν όλω ή εν μέρει σε μη χρηματοδοτούμενη υποστήριξη παρεχόμενη από το ίδιο το ίδρυμα. Εάν μια θέση βασίζεται εν μέρει ή μη σε μη χρηματοδοτούμενη υποστήριξη, το ίδρυμα θεωρεί τη θέση αυτή ως εάν να ήταν μη διαβαθμισμένη για τους σκοπούς του υπολογισμού των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων για τη θέση αυτή σύμφωνα με το τμήμα 3,
ο ΕΟΠΑ έχει δεσμευτεί να δημοσιεύει εξηγήσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η απόδοση των υποκείμενων ανοιγμάτων επηρεάζει την πιστοληπτική αξιολόγηση.
Άρθρο 270δ
Χρήση πιστοληπτικών αξιολογήσεων
Ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις με συνέπεια και όχι επιλεκτικά για τις θέσεις τιτλοποίησης που κατέχει και, για τον σκοπό αυτό, συμμορφώνεται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:
το ίδρυμα δεν μπορεί να χρησιμοποιεί τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις ενός ΕΟΠΑ για τις θέσεις του σε ορισμένα τμήματα και τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις άλλου ΕΟΠΑ για τις θέσεις του σε άλλα τμήματα της ιδίας τιτλοποίησης, είτε αυτές έχουν διαβαθμιστεί από τον πρώτο ΕΟΠΑ είτε όχι,
εάν μια θέση έχει δύο πιστοληπτικές αξιολογήσεις από καθορισμένους ΕΟΠΑ, το ίδρυμα χρησιμοποιεί τη λιγότερο ευνοϊκή αξιολόγηση,
εάν μια θέση έχει τρεις ή περισσότερες πιστοληπτικές αξιολογήσεις από καθορισμένους ΕΟΠΑ, χρησιμοποιούνται οι δύο ευνοϊκότερες. Εάν οι δύο ευνοϊκότερες αξιολογήσεις είναι διαφορετικές, χρησιμοποιείται η λιγότερο ευνοϊκή από τις δύο,
ένα ίδρυμα δεν μπορεί να ζητήσει ενεργά την απόσυρση των λιγότερο ευνοϊκών διαβαθμίσεων.
Άρθρο 270ε
Αντιστοίχιση τιτλοποιήσεων
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, προκειμένου να αντιστοιχίσει με αντικειμενικό και συνεπή τρόπο τις βαθμίδες πιστωτικής ποιότητας που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο σε σχέση με τις σχετικές πιστοληπτικές αξιολογήσεις όλων των ΕΟΠΑ. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ ενεργεί ιδίως ως εξής:
διαφοροποιεί τους σχετικούς βαθμούς κινδύνου που εκφράζει κάθε αξιολόγηση,
λαμβάνει υπόψη ποσοτικούς παράγοντες όπως τα ποσοστά αθέτησης ή ζημίας και το ιστορικό των επιδόσεων των πιστοληπτικών αξιολογήσεων κάθε ΕΟΠΑ σε διαφορετικές κατηγορίες ενεργητικού,
λαμβάνει υπόψη ποιοτικούς παράγοντες, όπως το φάσμα των συναλλαγών που αξιολογούνται από τον ΕΟΠΑ, τη μεθοδολογία του και το περιεχόμενο των πιστοληπτικών αξιολογήσεών του, ιδίως εάν οι αξιολογήσεις αυτές λαμβάνουν υπόψη την αναμενόμενη ζημία ή την πρωτεύουσα ζημία σε ευρώ, καθώς και εάν βασίζεται στην τακτική ή την τελική καταβολή των τόκων,
μεριμνά ώστε οι θέσεις τιτλοποίησης στις οποίες εφαρμόζεται η ίδια στάθμιση κινδύνου, με βάση τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις ΕΟΠΑ, να ενέχουν ισοδύναμους βαθμούς πιστωτικού κινδύνου.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Ιουλίου 2014.
Εξουσιοδοτείται η Επιτροπή να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Πιστωτικός κίνδυνος αντισυμβαλλομένου
Άρθρο 271
Προσδιορισμός της αξίας ανοίγματος
Άρθρο 272
Ορισμοί
Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου και του τίτλου VI του παρόντος μέρους, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1) |
«πιστωτικός κίνδυνος αντισυμβαλλομένου» ή «CCR» : ο κίνδυνος να αθετήσει ο αντισυμβαλλόμενος σε μια συναλλαγή τις υποχρεώσεις του πριν από τον οριστικό διακανονισμό των χρηματορροών της συναλλαγής, |
2) |
«συναλλαγών με μακρά προθεσμία διακανονισμού» : συναλλαγές στις οποίες ο αντισυμβαλλόμενος αναλαμβάνει να παραδώσει έναν τίτλο, ένα εμπόρευμα ή ένα ποσό συναλλάγματος έναντι μετρητών, άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων ή βασικών εμπορευμάτων, ή αντιστρόφως, σε ημερομηνία διακανονισμού ή παράδοσης που ορίζεται συμβατικά ως μεταγενέστερη από την καθιερωμένη πρακτική της αγοράς για τη συγκεκριμένη συναλλαγή ή ως μεταγενέστερη κατά πέντε εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία κατά την οποία προβαίνει στη συναλλαγή το ίδρυμα, ανάλογα με το ποια από τις δύο είναι νωρίτερα, |
3) |
«συναλλαγές δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης» : συναλλαγές κατά τις οποίες το ίδρυμα χορηγεί πίστωση σε σχέση με την αγορά, την πώληση, τη διακράτηση ή τη διαπραγμάτευση τίτλων. Στις συναλλαγές δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης δεν περιλαμβάνονται άλλα δάνεια τα οποία εξασφαλίζονται με τίτλους, |
«συμψηφιστικό σύνολο»: ομάδα συναλλαγών μεταξύ του ιδρύματος και ενός μόνον αντισυμβαλλομένου οι οποίες υπάγονται σε νομικά δεσμευτική διμερή συμφωνία συμψηφισμού που αναγνωρίζεται βάσει του τμήματος 7 και του κεφαλαίου 4.
Κάθε συναλλαγή η οποία δεν αποτελεί αντικείμενο νομικά δεσμευτικής διμερούς συμφωνίας συμψηφισμού που αναγνωρίζεται βάσει του τμήματος 7 αντιμετωπίζεται ως χωριστό συμψηφιστικό σύνολο για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου.
Βάσει της μεθόδου των εσωτερικών υποδειγμάτων που ορίζεται στο τμήμα 6, όλα τα συμψηφιστικά σύνολα με έναν μόνο αντισυμβαλλόμενο μπορούν να θεωρούνται ένα και το αυτό συμψηφιστικό σύνολο, εφόσον οι αρνητικές προσομοιωμένες αποτιμήσεις με τιμές αγοράς των επιμέρους συμψηφιστικών συνόλων έχουν οριστεί σε 0 κατά την εκτίμηση του αναμενόμενου ανοίγματος (εφεξής «ΕΕ»),
«θέση κινδύνου» (risk position): αριθμητικά προσδιορισμένος κίνδυνος που αποδίδεται βάσει προκαθορισμένου αλγόριθμου σε μια συναλλαγή με την τυποποιημένη μέθοδο που περιγράφεται στο τμήμα 5,
«αντισταθμιστικό σύνολο»: ομάδα συναλλαγών εντός ενός ενιαίου συνόλου συμψηφισμού, για το οποίο επιτρέπεται η πλήρης ή μερική αντιστάθμιση για τον προσδιορισμό του ενδεχόμενου μελλοντικού ανοίγματος βάσει των μεθόδων που ορίζονται στο τμήμα 3 ή 4 του παρόντος κεφαλαίου,
«συμφωνία περιθωρίου»: συμφωνία ή διατάξεις μιας συμφωνίας βάσει των οποίων ένας αντισυμβαλλόμενος οφείλει να παρέχει εξασφαλίσεις σε άλλον αντισυμβαλλόμενο όταν το άνοιγμα του δευτέρου έναντι του πρώτου υπερβαίνει ένα προκαθορισμένο επίπεδο,
«συμφωνία περιθωρίου μιας κατεύθυνσης»: η συμφωνία περιθωρίου βάσει της οποίας ένα ίδρυμα υποχρεούται να προσφέρει περιθώρια διαφορών αποτίμησης σε αντισυμβαλλόμενο, αλλά δεν δικαιούται να λάβει περιθώριο διαφορών αποτίμησης από τον αντισυμβαλλόμενο ή αντίστροφα,
«κατώφλι περιθωρίου»: μέγιστο ποσό τρέχοντος ανοίγματος πέραν του οποίου ένας αντισυμβαλλόμενος έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή εξασφαλίσεων,
«περίοδος κινδύνου περιθωρίου»: χρονικό διάστημα από την πιο πρόσφατη ανταλλαγή εξασφαλίσεων για την κάλυψη ενός συμψηφιστικού συνόλου συναλλαγών με αντισυμβαλλόμενο σε αθέτηση έως το κλείσιμο των συναλλαγών και την εκ νέου αντιστάθμιση του απορρέοντος κινδύνου αγοράς,
«πραγματική ληκτότητα» σύμφωνα με τη μέθοδο του εσωτερικού υποδείγματος, για ένα συμψηφιστικό σύνολο με ληκτότητα μεγαλύτερη του ενός έτους: λόγος του αθροίσματος των αναμενόμενων ανοιγμάτων στη διάρκεια ζωής των συναλλαγών σε ένα συμψηφιστικό σύνολο προεξοφλημένο με το επιτόκιο μηδενικού κινδύνου, προς το άθροισμα των αναμενόμενων ανοιγμάτων σε περίοδο ενός έτους στο συμψηφιστικό σύνολο προεξοφλημένο με το επιτόκιο μηδενικού κινδύνου.
Αυτή η πραγματική ληκτότητα μπορεί να προσαρμόζεται ώστε να λαμβάνεται υπόψη ο κίνδυνος αναχρηματοδότησης, αντικαθιστώντας τα αναμενόμενα ανοίγματα με πραγματικά αναμενόμενα ανοίγματα για να διασφαλισθεί ορίζοντας πρόβλεψης κάτω του ενός έτους,
«συμψηφισμός μεταξύ προϊόντων»: ομαδοποίηση εντός του ίδιου συμψηφιστικού συνόλου συναλλαγών που αφορούν διαφορετικές κατηγορίες προϊόντων σύμφωνα με τους κανόνες του παρόντος κεφαλαίου περί συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων,
«τρέχουσα αγοραία αξία» ή «CMV»: η καθαρή αγοραία αξία όλων των συναλλαγών που περιλαμβάνονται στο συμψηφιστικό σύνολο, μη λαμβανομένων υπόψη των τυχόν εξασφαλίσεων που τηρούνται ή παρέχονται σε περίπτωση που οι θετικές και αρνητικές αγοραίες αξίες συμψηφίζονται κατά τον υπολογισμό της CMV,
«καθαρό ανεξάρτητο ποσό εξασφαλίσεων» ή «NICA»: το σύνολο της προσαρμοσμένης για μεταβλητότητα αξίας των καθαρών εξασφαλίσεων που λαμβάνονται ή παρέχονται, ανάλογα με την περίπτωση, στο συμψηφιστικό σύνολο εκτός του περιθωρίου διαφορών αποτίμησης.
13) |
«κατανομή αγοραίων αξιών» : πρόβλεψη της κατανομής πιθανοτήτων των καθαρών αγοραίων αξιών των συναλλαγών ενός συμψηφιστικού συνόλου σε μελλοντική ημερομηνία (ορίζοντας πρόβλεψης) βάσει της πραγματοποιηθείσας αγοραίας αξίας αυτών των συναλλαγών κατά την ημερομηνία της πρόβλεψης, |
14) |
«κατανομή ανοιγμάτων» : πρόβλεψη της κατανομής πιθανοτήτων των αγοραίων αξιών όταν οι προβλέψεις αρνητικής αγοραίας αξίας τίθενται ίσες με το μηδέν, |
15) |
«ουδέτερη ως προς τον κίνδυνο κατανομή» : κατανομή των αγοραίων αξιών ή των ανοιγμάτων σε μελλοντική χρονική περίοδο, υπολογιζόμενη βάσει τεκμαρτών αγοραίων αξίων, όπως οι τεκμαρτές μεταβλητότητες, |
16) |
«πραγματική κατανομή» : κατανομή αγοραίων αξιών ή ανοιγμάτων σε μελλοντική χρονική περίοδο, υπολογιζόμενη βάσει ιστορικών ή πραγματοποιηθεισών αξιών, όπως οι μεταβλητότητες που υπολογίζονται βάσει προηγούμενων μεταβολών τιμών ή ποσοστών, |
17) |
«τρέχον άνοιγμα» : η μεγαλύτερη τιμή μεταξύ του μηδενός και της αγοραίας αξίας συναλλαγής ή ενός χαρτοφυλακίου με συναλλαγές σε συμψηφιστικό σύνολο με έναν αντισυμβαλλόμενο η οποία θα χανόταν εάν ο αντισυμβαλλόμενος αθετούσε τις υποχρεώσεις του, με την παραδοχή ότι κανένα μέρος της αξίας αυτής δεν μπορεί να ανακτηθεί σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης, |
18) |
«μέγιστο άνοιγμα» : το υψηλότερο εκατοστημόριο της κατανομής ανοιγμάτων σε δεδομένη μελλοντική ημερομηνία πριν την λήξη της συναλλαγής με τη μεγαλύτερη ημερομηνίας λήξης στο συμψηφιστικό σύνολο, |
19) |
«αναμενόμενο άνοιγμα» (εφεξής «ΕΕ») : ο μέσος όρος της κατανομής ανοιγμάτων σε δεδομένη μελλοντική ημερομηνία πριν την λήξη της συναλλαγής με τη μεγαλύτερη ημερομηνίας λήξης στο συμψηφιστικό σύνολο, |
20) |
«πραγματικό αναμενόμενο άνοιγμα σε δεδομένη ημερομηνία» (εφεξής «πραγματικό ΕΕ») : μέγιστο αναμενόμενο άνοιγμα σε δεδομένη ημερομηνία ή οποιαδήποτε προγενέστερη ημερομηνία. εναλλακτικά, μπορεί να οριστεί, για δεδομένη ημερομηνία, ως το ποσό αναμενόμενου ανοίγματος σε αυτή την ημερομηνία ή ως το πραγματικό άνοιγμα σε οποιαδήποτε προγενέστερη ημερομηνία, όποιο είναι μεγαλύτερο, |
21) |
«αναμενόμενο θετικό άνοιγμα» (εφεξής «EPE») : διαχρονικά σταθμισμένος μέσος όρος των αναμενόμενων ανοιγμάτων, όπου οι σταθμίσεις είναι η αναλογία που αντιπροσωπεύει κάθε μεμονωμένο αναμενόμενο άνοιγμα στο σύνολο του σχετικού χρονικού διαστήματος. Κατά τον υπολογισμό της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων, τα ιδρύματα λαμβάνουν τον μέσο όρο για το πρώτο έτος ή, εάν όλες οι συμβάσεις εντός του συμψηφιστικού συνόλου λήγουν εντός διαστήματος μικρότερου του ενός έτους, για τη χρονική περίοδο έως την λήξη της σύμβασης με τη μεγαλύτερη ημερομηνία λήξης στο συμψηφιστικό σύνολο, |
22) |
«πραγματικό αναμενόμενο θετικό άνοιγμα» (εφεξής «πραγματικό ΕΡΕ») : διαχρονικά σταθμισμένος μέσος όρος των πραγματικών αναμενόμενων ανοιγμάτων κατά το πρώτο έτος ενός συμψηφιστικού συνόλου ή, εάν όλες οι συμβάσεις εντός του συμψηφιστικού συνόλου λήγουν εντός διαστήματος μικρότερου του ενός έτους, κατά τη διάρκεια της σύμβασης με τη μεγαλύτερη ημερομηνία λήξης στο συμψηφιστικό σύνολο, όπου οι σταθμίσεις είναι η αναλογία που αντιπροσωπεύει κάθε μεμονωμένο αναμενόμενο άνοιγμα στο σύνολο του σχετικού χρονικού διαστήματος, |
«κίνδυνος αναχρηματοδότησης»: ποσό κατά το οποίο το EPE υποεκτιμάται όταν προβλέπεται ότι οι μελλοντικές συναλλαγές με έναν αντισυμβαλλόμενο θα πραγματοποιούνται σε συνεχή βάση.
Το πρόσθετο άνοιγμα που δημιουργείται από αυτές τις μελλοντικές συναλλαγές δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό του αναμενόμενου θετικού ανοίγματος,
«αντισυμβαλλόμενος» για τους σκοπούς του τμήματος 7 είναι ένα νομικό ή φυσικό πρόσωπο που συνάπτει μια συμφωνία συμψηφισμού και έχει τη δικαιοπρακτική ικανότητα να το πράξει,
«συμφωνία συμβατικού συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων» είναι η διμερής συμβατική συμφωνία μεταξύ ενός ιδρύματος και ενός αντισυμβαλλομένου η οποία δημιουργεί ενιαία νομική υποχρέωση (βάσει του συμψηφισμού των καλυπτόμενων συναλλαγών) που καλύπτει όλες τις συμπεριλαμβανόμενες διμερείς συμφωνίες-πλαίσια και συναλλαγές που ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες προϊόντων που περιλαμβάνονται στη συμφωνία.
Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, ως «διαφορετικές κατηγορίες» προϊόντων νοούνται:
συναλλαγές επαναγοράς, συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων,
συναλλαγές δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης,
οι συμβάσεις του παραρτήματος ΙΙ,
«σκέλος πληρωμής»: η πληρωμή που συμφωνείται σε μια συναλλαγή σε εξωχρηματιστηριακό παράγωγο με γραμμικό προφίλ κινδύνου και προβλέπει την ανταλλαγή χρηματοπιστωτικού μέσου έναντι πληρωμής.
Στην περίπτωση συναλλαγών που ορίζουν την ανταλλαγή πληρωμής έναντι πληρωμής, τα εν λόγω δύο σκέλη πληρωμής αντιστοιχούν στις συμβατικά συμφωνηθείσες ακαθάριστες πληρωμές, περιλαμβανομένου του ονομαστικού ποσού της συναλλαγής.
Άρθρο 273
Μέθοδοι υπολογισμού της αξίας ανοίγματος
Ίδρυμα που δεν πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 273α παράγραφος 1 δεν χρησιμοποιεί τη μέθοδο που προβλέπεται στο τμήμα 4. Ίδρυμα που δεν πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 273α παράγραφος 2 δεν χρησιμοποιεί τη μέθοδο που προβλέπεται στο τμήμα 5.
Τα ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν συνδυαστικά τις μεθόδους που προβλέπονται στα τμήματα 3 έως 6 σε μόνιμη βάση εντός ενός ομίλου. Μεμονωμένο ίδρυμα δεν χρησιμοποιεί συνδυαστικά τις μεθόδους που προβλέπονται στα τμήματα 3 έως 6 σε μόνιμη βάση.
Εφόσον επιτρέπεται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 283 παράγραφοι 1 και 2, ένα ίδρυμα μπορεί να προσδιορίσει την αξία ανοίγματος για τα κατωτέρω στοιχεία χρησιμοποιώντας τη μέθοδο των εσωτερικών υποδειγμάτων του τμήματος 6:
συμβάσεις του παραρτήματος ΙΙ,
συναλλαγές επαναγοράς,
συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων,
συναλλαγές δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης,
συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού.
Όταν ένα ίδρυμα αγοράζει προστασία με πιστωτικά παράγωγα για την κάλυψη ανοίγματος εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών ή έναντι του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου, μπορεί να υπολογίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις του για το αντισταθμιζόμενο άνοιγμα σύμφωνα με ένα από τα ακόλουθα:
τα άρθρα 233 έως 236,
το άρθρο 153 παράγραφος 3 ή το άρθρο 183, εφόσον έχει χορηγηθεί άδεια δυνάμει του άρθρου 143.
Η αξία ανοίγματος για CCR των εν λόγω πιστωτικών παραγώγων ισούται με μηδέν, εκτός εάν το ίδρυμα εφαρμόζει την προσέγγιση ii) του άρθρου 299 παράγραφος 2 στοιχείο η).
Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, όταν μία συμφωνία περιθωρίου ισχύει για πολλαπλά συμψηφιστικά σύνολα με αυτόν τον αντισυμβαλλόμενο και το ίδρυμα χρησιμοποιεί μία από τις μεθόδους που προβλέπονται στα τμήματα 3 έως 6 για να υπολογίζει την αξία ανοίγματος για αυτά τα συμψηφιστικά σύνολα, η αξία ανοίγματος υπολογίζεται σύμφωνα με το σχετικό τμήμα.
Για έναν δεδομένο αντισυμβαλλόμενο, η αξία ανοίγματος για ένα δεδομένο συμψηφιστικό σύνολο εξωχρηματιστηριακών παράγωγων μέσων που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο ισούται με τη μεγαλύτερη τιμή μεταξύ του μηδενός και της διαφοράς μεταξύ του αθροίσματος των αξιών ανοιγμάτων όλων των συμψηφιστικών συνόλων με τον αντισυμβαλλόμενο και του αθροίσματος των προσαρμογών πιστωτικής αποτίμησης για τον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο που αναγνωρίζεται από το ίδρυμα ως πραγματοποιηθείσα απομείωση. Οι προσαρμογές πιστωτικής αποτίμησης υπολογίζονται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη οποιαδήποτε αντισταθμιστική προσαρμογή της χρεωστικής αξίας που αποδίδεται στον ίδιο πιστωτικό κίνδυνο της επιχείρησης που έχει ήδη εξαιρεθεί από τα ίδια κεφάλαια δυνάμει του άρθρου 33 παράγραφος 1 στοιχείο γ).
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, οι δύο συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων είναι πλήρως αντιστοιχιζόμενες μεταξύ τους εφόσον πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
οι θέσεις κινδύνου τους είναι αντίθετες,
τα χαρακτηριστικά τους, με εξαίρεση την ημερομηνία συναλλαγής, είναι ίδια,
οι ταμειακές ροές τους αντισταθμίζονται πλήρως.
Άρθρο 273α
Προϋποθέσεις για τη χρήση απλουστευμένων μεθόδων υπολογισμού της αξίας ανοίγματος
Ένα ίδρυμα μπορεί να υπολογίζει την αξία ανοίγματος των θέσεων παραγώγων του σύμφωνα με τη μέθοδο που περιγράφεται στο τμήμα 4, υπό την προϋπόθεση ότι ο όγκος των εντός και εκτός ισολογισμού δραστηριοτήτων σε παράγωγα είναι ίσος ή μικρότερος από αμφότερα τα ακόλουθα κατώτατα όρια βάσει εκτίμησης που διεξάγεται σε μηνιαία βάση, με χρήση των δεδομένων της τελευταίας ημέρας του μήνα:
10 % των συνολικών στοιχείων ενεργητικού του ιδρύματος,
300 εκατομμύρια EUR.
Ένα ίδρυμα μπορεί να υπολογίζει την αξία ανοίγματος των θέσεων παραγώγων του σύμφωνα με τη μέθοδο που περιγράφεται στο τμήμα 5, υπό την προϋπόθεση ότι ο όγκος των εντός και εκτός ισολογισμού δραστηριοτήτων σε παράγωγα είναι ίσος ή μικρότερος από αμφότερα τα ακόλουθα κατώτατα όρια βάσει εκτίμησης που διεξάγεται σε μηνιαία βάση, με χρήση των δεδομένων της τελευταίας ημέρας του μήνα:
5 % των συνολικών στοιχείων ενεργητικού του ιδρύματος,
100 εκατομμύρια EUR.
Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, τα ιδρύματα υπολογίζουν τον όγκο των εντός και εκτός ισολογισμού δραστηριοτήτων τους σε παράγωγα με βάση τα δεδομένα της τελευταίας ημέρας κάθε μήνα, σύμφωνα με τις ακόλουθες απαιτήσεις:
οι θέσεις παραγώγων αποτιμώνται με βάση τις αγοραίες αξίες κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία, σε περίπτωση που η αγοραία αξία μιας θέσης δεν είναι διαθέσιμη για τη συγκεκριμένη ημερομηνία, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τους μια εύλογη αξία της θέσης κατά την ημερομηνία αυτή· σε περίπτωση που η αγοραία αξία και η εύλογη αξία μιας θέσης δεν είναι διαθέσιμες σε συγκεκριμένη ημερομηνία, τα ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τους την πλέον πρόσφατη από την αγοραία αξία ή την εύλογη αξία για τη συγκεκριμένη θέση,
η απόλυτη τιμή των θετικών θέσεων παραγώγων αθροίζεται με την απόλυτη τιμή των αρνητικών θέσεων παραγώγων,
συμπεριλαμβάνονται όλες οι θέσεις παραγώγων εκτός από τα πιστωτικά παράγωγα που αναγνωρίζονται ως εσωτερικές αντισταθμίσεις κινδύνου έναντι των ανοιγμάτων σε πιστωτικό κίνδυνο εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών.
Άρθρο 273β
Μη συμμόρφωση με τους όρους για τη χρησιμοποίηση απλουστευμένων μεθόδων για τον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος των παραγώγων
Ένα ίδρυμα παύει να υπολογίζει τις αξίες ανοίγματος των θέσεων παραγώγων του σύμφωνα με το τμήμα 4 ή 5, κατά περίπτωση, εντός τριών μηνών αφότου συμβεί ένα από τα εξής:
το ίδρυμα δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 273α παράγραφος 1 στοιχείο α) ή του άρθρου 273α παράγραφος 2 στοιχείο α), ανάλογα με την περίπτωση, ή τις προϋποθέσεις του άρθρου 273α παράγραφος 1 στοιχείο β) ή του άρθρου 273α παράγραφος 2 στοιχείο β), ανάλογα με την περίπτωση, για τρεις διαδοχικούς μήνες,
το ίδρυμα δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 273α παράγραφος 1 στοιχείο α) ή του άρθρου 273α παράγραφος 2 στοιχείο α), ανάλογα με την περίπτωση, ή τις προϋποθέσεις του άρθρου 273α παράγραφος 1 στοιχείο β) ή του άρθρου 273α παράγραφος 2 στοιχείο β), ανάλογα με την περίπτωση, για περισσότερους από έξι μήνες κατά τους προηγούμενους 12 μήνες.
Τμήμα 3
Άρθρο 274
Αξία ανοίγματος
Ένα ίδρυμα μπορεί να υπολογίζει μία και μόνη αξία ανοίγματος σε επίπεδο συμψηφιστικού συνόλου για όλες τις συναλλαγές που καλύπτονται από συμφωνία συμβατικού συμψηφισμού, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
η συμφωνία συμψηφισμού ανήκει σε ένα από τα είδη συμφωνιών συμβατικού συμψηφισμού που αναφέρονται στο άρθρο 295,
η συμφωνία συμψηφισμού έχει αναγνωριστεί από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 296,
το ίδρυμα έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 297 όσον αφορά τη συμφωνία συμψηφισμού.
Σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου, το ίδρυμα αντιμετωπίζει κάθε συναλλαγή σαν να ήταν το δικό του συμψηφιστικό σύνολο.
Τα ιδρύματα υπολογίζουν την αξία ανοίγματος του συμψηφιστικού συνόλου δυνάμει της τυποποιημένης προσέγγισης για πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου ως εξής:
RC |
= |
το κόστος αντικατάστασης που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 275 και |
PFE |
= |
το ενδεχόμενο μελλοντικό άνοιγμα που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 278, |
α |
= |
1,4. |
Τα ιδρύματα μπορούν να ορίσουν την αξία ανοίγματος στο μηδέν για το συμψηφιστικό σύνολο που πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
το συμψηφιστικό σύνολο αποτελείται μόνο από πωληθέντα δικαιώματα προαίρεσης,
η τρέχουσα αγοραία αξία του συμψηφιστικού συνόλου είναι ανά πάσα στιγμή αρνητική,
το τίμημα για όλα τα δικαιώματα προαίρεσης που περιλαμβάνονται στο συμψηφιστικό σύνολο έχει ληφθεί εκ των προτέρων από το ίδρυμα προκειμένου να εξασφαλίσει την εκτέλεση των συμβάσεων,
το συμψηφιστικό σύνολο δεν υπόκειται σε συμφωνία περιθωρίου.
Άρθρο 275
Κόστος αντικατάστασης
Τα ιδρύματα υπολογίζουν το κόστος αντικατάστασης RC για τα συμψηφιστικά σύνολα που δεν υπόκεινται σε συμφωνία περιθωρίου, σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:
Τα ιδρύματα υπολογίζουν το κόστος αντικατάστασης για τα μοναδικά συμψηφιστικά σύνολα που υπόκεινται σε συμφωνία περιθωρίου, σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:
RC |
= |
το κόστος αντικατάστασης, |
VM |
= |
η προσαρμοσμένη για μεταβλητότητα αξία του καθαρού περιθωρίου διαφοράς αποτίμησης που έχει ληφθεί ή παρασχεθεί, κατά περίπτωση, στο συμψηφιστικό σύνολο σε τακτική βάση για τον μετριασμό των αλλαγών στην τρέχουσα αγοραία αξία (CMV) του συμψηφιστικού συνόλου, |
TH |
= |
το κατώφλι περιθωρίου που εφαρμόζεται στο συμψηφιστικό σύνολο δυνάμει της συμφωνίας περιθωρίου, κάτω από το οποίο το ίδρυμα δεν μπορεί να απαιτήσει την παροχή εξασφαλίσεων, και |
MTA |
= |
το ελάχιστο ποσό μεταφοράς που εφαρμόζεται στο συμψηφιστικό σύνολο δυνάμει της συμφωνίας περιθωρίου. |
Τα ιδρύματα υπολογίζουν το κόστος αντικατάστασης για τα πολλαπλά συμψηφιστικά σύνολα που υπόκεινται στην ίδια συμφωνία περιθωρίου, σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:
όπου:
RC |
= |
το κόστος αντικατάστασης, |
i |
= |
ο δείκτης που υποδηλώνει τα συμψηφιστικά σύνολα που υπόκεινται στην ενιαία συμφωνία περιθωρίου, |
CMVi |
= |
η CMV του συμψηφιστικού συνόλου i, |
VMMA |
= |
το άθροισμα των προσαρμοσμένων για μεταβλητότητα αξιών των εξασφαλίσεων που λαμβάνονται ή παρέχονται, κατά περίπτωση, σε πολλαπλά συμψηφιστικά σύνολα σε τακτική βάση για τον μετριασμό των αλλαγών στη CMV τους και |
NICAMA |
= |
το άθροισμα των προσαρμοσμένων για μεταβλητότητα αξιών των εξασφαλίσεων που λαμβάνονται ή παρέχονται, κατά περίπτωση, σε πολλαπλά συμψηφιστικά σύνολα εκτός των VMMA. |
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, το NICAMA μπορεί να υπολογιστεί σε επίπεδο συναλλαγών, σε επίπεδο συμψηφιστικού συνόλου ή στο επίπεδο όλων των συμψηφιστικών συνόλων για τα οποία ισχύει η συμφωνία περιθωρίου, ανάλογα με το επίπεδο στο οποίο εφαρμόζεται η συμφωνία περιθωρίου.
Άρθρο 276
Αναγνώριση και μεταχείριση των εξασφαλίσεων
Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, τα ιδρύματα υπολογίζουν τα ποσά των εξασφαλίσεων των VM, VMMA, NICA και NICAMA μέσω της εφαρμογής όλων των ακόλουθων απαιτήσεων:
σε περίπτωση που το σύνολο των συναλλαγών που περιλαμβάνεται στο συμψηφιστικό σύνολο ανήκει στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, αναγνωρίζονται μόνο εξασφαλίσεις που είναι αποδεκτές δυνάμει των άρθρων 197 και 299,
σε περίπτωση που στο συμψηφιστικό σύνολο περιλαμβάνεται τουλάχιστον μία συναλλαγή που δεν ανήκει στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, αναγνωρίζονται μόνο εξασφαλίσεις που είναι αποδεκτές δυνάμει του άρθρου 197,
εξασφαλίσεις που λαμβάνονται από αντισυμβαλλόμενο αναγνωρίζονται με θετικό πρόσημο, ενώ εξασφαλίσεις που παρέχονται σε αντισυμβαλλόμενο αναγνωρίζονται με αρνητικό πρόσημο,
η προσαρμοσμένη για μεταβλητότητα αξία κάθε είδους εξασφάλισης που λαμβάνεται ή παρέχεται υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 223· για τον σκοπό αυτού του υπολογισμού, τα ιδρύματα δεν χρησιμοποιούν τη μέθοδο που ορίζεται στο άρθρο 225,
η ίδια θέση εξασφάλισης δεν συμπεριλαμβάνεται σε αμφότερα τα VM και NICA κατά την ίδια χρονική περίοδο,
η ίδια θέση εξασφάλισης δεν συμπεριλαμβάνεται σε αμφότερα τα VMMA και NICAMA κατά την ίδια χρονική περίοδο,
κάθε εξασφάλιση που παρέχεται στον αντισυμβαλλόμενο, η οποία είναι διαχωρισμένη από τα στοιχεία του ενεργητικού του εν λόγω αντισυμβαλλομένου και, ως αποτέλεσμα αυτού του διαχωρισμού, είναι απομακρυσμένη από τον κίνδυνο πτώχευσης σε περίπτωση αθέτησης ή αφερεγγυότητας του εν λόγω αντισυμβαλλομένου, δεν αναγνωρίζεται στον υπολογισμό του NICA και NICAMA.
Για τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης για μεταβλητότητα αξίας των ληφθεισών εξασφαλίσεων που αναφέρονται στο στοιχείο δ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα αντικαθιστούν τον τύπο που αναφέρεται στο άρθρο 223 παράγραφος 2 με τον ακόλουθο τύπο:
Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο δ), τα ιδρύματα ορίζουν την περίοδο ρευστοποίησης όσον αφορά τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης για μεταβλητότητα αξίας τυχόν εξασφαλίσεων που λαμβάνονται ή παρέχονται σύμφωνα με έναν από τους ακόλουθους χρονικούς ορίζοντες:
ένα έτος για τα συμψηφιστικά σύνολα που αναφέρονται στο άρθρο 275 παράγραφος 1,
η περίοδος κινδύνου περιθωρίου που προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 279γ παράγραφος 1 στοιχείο β) για τα συμψηφιστικά σύνολα που αναφέρονται στο άρθρο 275 παράγραφοι 2 και 3.
Άρθρο 277
Κατάταξη των συναλλαγών σε κατηγορίες κινδύνου
Τα ιδρύματα κατατάσσουν κάθε συναλλαγή ενός συμψηφιστικού συνόλου σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες κινδύνου για τον προσδιορισμό του ενδεχόμενου μελλοντικού ανοίγματος του συμψηφιστικού συνόλου που αναφέρεται στο άρθρο 278:
τον κίνδυνο επιτοκίου,
τον κίνδυνο συναλλάγματος,
τον πιστωτικό κίνδυνο,
τον κίνδυνο μετοχών,
τον κίνδυνο βασικών εμπορευμάτων,
άλλους κινδύνους.
Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1, 2 και 3, κατά την κατάταξη των συναλλαγών στις κατηγορίες κινδύνου που απαριθμούνται στην παράγραφο 1, τα ιδρύματα εφαρμόζουν τις κατωτέρω απαιτήσεις:
όταν ο κύριος παράγοντας κινδύνου της συναλλαγής ή ο παράγοντας του πιο σημαντικού κινδύνου σε δεδομένη κατηγορία κινδύνου για συναλλαγές που αναφέρονται στην παράγραφο 3 αποτελεί μια μεταβλητή πληθωρισμού, τα ιδρύματα κατατάσσουν τη συναλλαγή στην κατηγορία κινδύνου επιτοκίου,
όταν ο κύριος παράγοντας κινδύνου της συναλλαγής ή ο παράγοντας του πιο σημαντικού κινδύνου σε δεδομένη κατηγορία κινδύνου για συναλλαγές που αναφέρονται στην παράγραφο 3 αποτελεί μια μεταβλητή κλιματικών συνθηκών, τα ιδρύματα κατατάσσουν τη συναλλαγή στην κατηγορία κινδύνου βασικών εμπορευμάτων.
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:
τη μέθοδο για τον προσδιορισμό των συναλλαγών με έναν μόνο παράγοντα σημαντικού κινδύνου,
τη μέθοδο για τον προσδιορισμό των συναλλαγών με περισσότερους του ενός παράγοντες σημαντικού κινδύνου και για τον προσδιορισμό του σημαντικότερου από τους εν λόγω παράγοντες κινδύνου για τους σκοπούς της παραγράφου 3.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Δεκεμβρίου 2019.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 277α
Αντισταθμιστικά σύνολα
Τα ιδρύματα καθορίζουν τα αντίστοιχα αντισταθμιστικά σύνολα για κάθε κατηγορία κινδύνου ενός συμψηφιστικού συνόλου και κατατάσσουν κάθε συναλλαγή στα εν λόγω αντισταθμιστικά σύνολα ως εξής:
οι συναλλαγές που κατατάσσονται στην κατηγορία κινδύνου επιτοκίου κατατάσσονται στο ίδιο αντισταθμιστικό σύνολο μόνο εάν ο κύριος παράγοντας κινδύνου τους ή ο παράγοντας του πιο σημαντικού κινδύνου στη δεδομένη κατηγορία κινδύνου για συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 277 παράγραφος 3 είναι εκπεφρασμένος στο ίδιο νόμισμα,
οι συναλλαγές που κατατάσσονται στην κατηγορία κινδύνου συναλλάγματος κατατάσσονται στο ίδιο αντισταθμιστικό σύνολο μόνο εάν ο κύριος παράγοντας κινδύνου τους ή ο παράγοντας του πιο σημαντικού κινδύνου στη δεδομένη κατηγορία κινδύνου για συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 277 παράγραφος 3 είναι εκπεφρασμένος στο ίδιο ζεύγος νομισμάτων,
όλες οι συναλλαγές που κατατάσσονται στην κατηγορία πιστωτικού κινδύνου κατατάσσονται στο ίδιο αντισταθμιστικό σύνολο,
όλες οι συναλλαγές που κατατάσσονται στην κατηγορία κινδύνου μετοχών κατατάσσονται στο ίδιο αντισταθμιστικό σύνολο,
οι συναλλαγές που κατατάσσονται στην κατηγορία κινδύνου βασικών εμπορευμάτων κατατάσσονται σε ένα από τα ακόλουθα αντισταθμιστικά σύνολα με βάση τη φύση του κύριου παράγοντα κινδύνου τους ή του παράγοντα του πιο σημαντικού κινδύνου στη δεδομένη κατηγορία κινδύνου για συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 277 παράγραφος 3:
ενέργεια,
μέταλλα,
γεωργικά προϊόντα,
άλλα βασικά εμπορεύματα,
κλιματικές συνθήκες,
οι συναλλαγές που κατατάσσονται στην κατηγορία άλλων κινδύνων κατατάσσονται στο ίδιο αντισταθμιστικό σύνολο μόνο εάν ο κύριος παράγοντας κινδύνου τους ή ο παράγοντας του πιο σημαντικού κινδύνου στη δεδομένη κατηγορία κινδύνου για συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 277 παράγραφος 3 είναι ταυτόσημος.
Για τους σκοπούς του στοιχείου α) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, οι συναλλαγές που κατατάσσονται στην κατηγορία κινδύνου επιτοκίου και έχουν τη μεταβλητή πληθωρισμού ως τον κύριο παράγοντα κινδύνου κατατάσσονται σε αντισταθμιστικά σύνολα διαφορετικά από τα αντισταθμιστικά σύνολα που έχουν καθοριστεί για συναλλαγές που κατατάσσονται στην κατηγορία κινδύνου επιτοκίου και δεν έχουν τη μεταβλητή πληθωρισμού ως τον κύριο παράγοντα κινδύνου. Οι συναλλαγές που κατατάσσονται στην κατηγορία κινδύνου επιτοκίου κατατάσσονται στο ίδιο αντισταθμιστικό σύνολο μόνο εάν ο κύριος παράγοντας κινδύνου τους ή ο παράγοντας του πιο σημαντικού κινδύνου στη δεδομένη κατηγορία κινδύνου για συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 277 παράγραφος 3 είναι εκπεφρασμένος στο ίδιο νόμισμα.
Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα ιδρύματα καθορίζουν χωριστά επιμέρους αντισταθμιστικά σύνολα για κάθε κατηγορία κινδύνου για τις ακόλουθες συναλλαγές:
τις συναλλαγές για τις οποίες o κύριος παράγοντας κινδύνου ή ο παράγοντας του πιο σημαντικού κινδύνου στη δεδομένη κατηγορία κινδύνου για συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 277 παράγραφος 3 είναι είτε η τεκμαρτή μεταβλητότητα της αγοράς είτε η πραγματοποιηθείσα μεταβλητότητα ενός παράγοντα κινδύνου ή η συσχέτιση μεταξύ δύο παραγόντων κινδύνου,
τις συναλλαγές για τις οποίες ο κύριος παράγοντας κινδύνου ή ο παράγοντας του πιο σημαντικού κινδύνου στη δεδομένη κατηγορία κινδύνου για συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 277 παράγραφος 3 συνίσταται στη διαφορά μεταξύ δύο παραγόντων κινδύνου που κατατάσσονται στην ίδια κατηγορία κινδύνου ή τις συναλλαγές που αποτελούνται από δύο σκέλη πληρωμών που εκφράζονται στο ίδιο νόμισμα και για τις οποίες ένας παράγοντας κινδύνου από την ίδια κατηγορία κινδύνου με τον κύριο παράγοντα κινδύνου περιλαμβάνεται στο άλλο σκέλος πληρωμής από εκείνο που περιέχει τον κύριο παράγοντα κινδύνου.
Για τους σκοπούς του στοιχείου α) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, τα ιδρύματα κατατάσσουν τις συναλλαγές στο ίδιο αντισταθμιστικό σύνολο της συναφούς κατηγορίας κινδύνου μόνο εφόσον ο κύριος παράγοντας κινδύνου ή ο παράγοντας του πιο σημαντικού κινδύνου στη δεδομένη κατηγορία κινδύνου για συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 277 παράγραφος 3 είναι ταυτόσημος.
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο β), τα ιδρύματα κατατάσσουν τις συναλλαγές στο ίδιο αντισταθμιστικό σύνολο της συναφούς κατηγορίας κινδύνου μόνο όταν το ζεύγος των παραγόντων κινδύνου στις εν λόγω συναλλαγές, που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β), είναι ταυτόσημο και οι δύο παράγοντες κινδύνου που περιέχονται σε αυτό το ζεύγος συσχετίζονται θετικά. Σε αντίθετη περίπτωση, τα ιδρύματα κατατάσσουν τις συναλλαγές που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β) σε ένα από τα αντισταθμιστικά σύνολα που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, βάσει ενός μόνο από τους δύο παράγοντες κινδύνου που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β).
Άρθρο 278
Ενδεχόμενο μελλοντικό άνοιγμα
Τα ιδρύματα υπολογίζουν το ενδεχόμενο μελλοντικό άνοιγμα ενός συμψηφιστικού συνόλου ως εξής:
όπου:
PFE |
= |
το ενδεχόμενο μελλοντικό άνοιγμα, |
a |
= |
ο δείκτης που υποδηλώνει τις κατηγορίες κινδύνου που περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του ενδεχόμενου μελλοντικού ανοίγματος του συμψηφιστικού συνόλου· |
AddOn(a) |
= |
η προσαύξηση για κατηγορία κινδύνου «a», που υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 280α έως 280στ, ανάλογα με την περίπτωση, και |
πολλαπλασιαστής |
= |
ο πολλαπλασιαστικός συντελεστής που υπολογίζεται σύμφωνα με τον μαθηματικό τύπο που αναφέρεται στην παράγραφο 3. |
Για τους σκοπούς του υπολογισμού αυτού, τα ιδρύματα περιλαμβάνουν την προσαύξηση μιας συγκεκριμένης κατηγορίας κινδύνου στον υπολογισμό του ενδεχόμενου μελλοντικού ανοίγματος του συμψηφιστικού συνόλου, όταν τουλάχιστον μία συναλλαγή του συμψηφιστικού συνόλου έχει καταταχθεί στην εν λόγω κατηγορία κινδύνου.
Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ο πολλαπλασιαστής υπολογίζεται ως εξής:
πολλαπλασιαστής = |
|
1 if z ≥ 0 |
|
|
όπου:
z = |
|
CMV – NICA για τα συμψηφιστικά σύνολα που αναφέρονται στο άρθρο 275 παράγραφος 1 |
|
CMV –VM – NICA για τα συμψηφιστικά σύνολα που αναφέρονται στο άρθρο 275 παράγραφος 2 |
|||
CMVi – NICAi για τα συμψηφιστικά σύνολα που αναφέρονται στο άρθρο 275 παράγραφος 3) |
NICAi |
= |
το καθαρό ανεξάρτητο ποσό εξασφαλίσεων το οποίο υπολογίζεται μόνο για συναλλαγές που περιλαμβάνονται στο συμψηφιστικό σύνολο i. Το NICAi υπολογίζεται σε επίπεδο συναλλαγών ή σε επίπεδο συμψηφιστικού συνόλου ανάλογα με τη συμφωνία περιθωρίου. |
Άρθρο 279
Υπολογισμός των θέσεων κινδύνου
Για τον υπολογισμό των προσαυξήσεων της κατηγορίας κινδύνου που αναφέρονται στα άρθρα 280α έως 280στ, τα ιδρύματα υπολογίζουν τη θέση κινδύνου κάθε συναλλαγής του συμψηφιστικού συνόλου, ως εξής:
δ |
= |
ο εποπτικός συντελεστής δέλτα της συναλλαγής που υπολογίζεται σύμφωνα με τον τύπο που ορίζεται στο άρθρο 279α, |
AdjNot |
= |
το προσαρμοσμένο ονομαστικό ποσό της συναλλαγής που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 279β και |
MF |
= |
ο παράγοντας ληκτότητας της συναλλαγής που υπολογίζεται σύμφωνα με τον τύπο που ορίζεται στο άρθρο 279γ. |
Άρθρο 279α
Εποπτικός συντελεστής δέλτα
Τα ιδρύματα υπολογίζουν τον εποπτικό συντελεστή δέλτα ως εξής:
για δικαιώματα προαίρεσης αγοράς και πώλησης που επιτρέπουν στον αγοραστή του δικαιώματος προαίρεσης να αγοράζει ή να πωλεί το υποκείμενο μέσο σε θετική τιμή σε μία και μόνη ή σε πολλαπλές μελλοντικές ημερομηνίες, εκτός αν τα εν λόγω δικαιώματα κατατάσσονται στην κατηγορία κινδύνου επιτοκίου, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τον ακόλουθο τύπο:
όπου:
δ |
= |
ο εποπτικός συντελεστής δέλτα, |
sign |
= |
– 1 αν η συναλλαγή είναι πωληθέν δικαίωμα προαίρεσης αγοράς ή αγορασθέν δικαίωμα προαίρεσης πώλησης, |
sign |
= |
+ 1 αν η συναλλαγή είναι αγορασθέν δικαίωμα προαίρεσης αγοράς ή πωληθέν δικαίωμα προαίρεσης πώλησης, |
type |
= |
– 1 αν η συναλλαγή είναι δικαίωμα προαίρεσης πώλησης, |
type |
= |
+ 1 αν η συναλλαγή είναι δικαίωμα προαίρεσης αγοράς, |
N(x) |
= |
η αθροιστική συνάρτηση κατανομής μιας τυποποιημένης κανονικής τυχαίας μεταβλητής, δηλαδή η πιθανότητα να είναι μια κανονική τυχαία μεταβλητή με μέσο όρο 0 και διακύμανση 1 μικρότερη ή ίση με x, |
P |
= |
η τρέχουσα ή προθεσμιακή τιμή του υποκείμενου μέσου του δικαιώματος προαίρεσης· για τα δικαιώματα προαίρεσης των οποίων οι ταμειακές ροές εξαρτώνται από τη μέση αξία της τιμής του υποκείμενου μέσου, η P ισούται με τη μέση αξία κατά την ημερομηνία υπολογισμού, |
K |
= |
η τιμή άσκησης του δικαιώματος προαίρεσης, |
Τ |
= |
το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας λήξεως του δικαιώματος προαίρεσης (Texp) και της ημερομηνίας αναφοράς· για τα δικαιώματα προαίρεσης που μπορούν να ασκηθούν σε μία και μόνη μελλοντική ημερομηνία, Texp είναι η συγκεκριμένη ημερομηνία· για τα δικαιώματα προαίρεσης που μπορούν να ασκηθούν σε πολλαπλές μελλοντικές ημερομηνίες, Texp είναι η τελευταία από αυτές τις ημερομηνίες· η Texp εκφράζεται σε έτη με τη χρήση της σχετικής σύμβασης της εργάσιμης ημέρας και |
σ |
= |
η εποπτική μεταβλητότητα του δικαιώματος προαίρεσης που έχει προσδιοριστεί σύμφωνα με τον πίνακα 1, με βάση την κατηγορία κινδύνου της συναλλαγής και το είδος του υποκείμενου μέσου του δικαιώματος προαίρεσης. |
Πίνακας 1
Κατηγορία κινδύνου |
Υποκείμενο μέσο |
Εποπτική μεταβλητότητα |
Συνάλλαγμα |
Όλα |
15 % |
Πίστωση |
Μέσο μεμονωμένου πιστούχου |
100 % |
Μέσο πολλαπλών πιστούχων |
80 % |
|
Μετοχές |
Μέσο μεμονωμένου πιστούχου |
120 % |
Μέσο πολλαπλών πιστούχων |
75 % |
|
Βασικό εμπόρευμα |
Ηλεκτρική ενέργεια |
150 % |
Άλλα βασικά εμπορεύματα (εκτός της ηλεκτρικής ενέργειας) |
70 % |
|
Άλλα |
Όλα |
150 % |
Τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν την προθεσμιακή τιμή του υποκείμενου μέσου του δικαιώματος προαίρεσης εξασφαλίζουν ότι:
η προθεσμιακή τιμή είναι σύμφωνη με τα χαρακτηριστικά του δικαιώματος προαίρεσης,
η προθεσμιακή τιμή υπολογίζεται με βάση το αντίστοιχο επιτόκιο που ίσχυε κατά την ημερομηνία αναφοράς,
η προθεσμιακή τιμή ενσωματώνει τις αναμενόμενες ταμειακές ροές του υποκείμενου μέσου πριν τη λήξη του δικαιώματος προαίρεσης,
για τα τμήματα της σύνθετης τιτλοποίησης και τα πιστωτικά παράγωγα νιοστού βαθμού αθέτησης, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τον ακόλουθο τύπο:
όπου:
sign = |
|
+ 1 όταν η πιστωτική προστασία έχει αποκτηθεί μέσω της συναλλαγής |
|
– 1 όταν η πιστωτική προστασία έχει παρασχεθεί μέσω της συναλλαγής) |
Α |
= |
το σημείο σύνδεσης του τμήματος τιτλοποίησης· για συναλλαγή πιστωτικού παραγώγου νιοστού βαθμού αθέτησης βάσει οντοτήτων αναφοράς k, A = (n – 1)/k και |
D |
= |
το σημείο αποσύνδεσης του τμήματος τιτλοποίησης· για συναλλαγή πιστωτικού παραγώγου νιοστού βαθμού αθέτησης βάσει οντοτήτων αναφοράς k, D = n/k, |
για συναλλαγές που δεν αναφέρονται στο στοιχείο α) ή β), τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τους ακόλουθους εποπτικούς συντελεστές δέλτα:
δ = |
|
+ 1 αν η συναλλαγή είναι θετική θέση σε κύριο παράγοντα κινδύνου ή στον παράγοντα του πιο σημαντικού κινδύνου στη δεδομένη κατηγορία κινδύνου |
|
– 1 αν η συναλλαγή είναι αρνητική θέση σε κύριο παράγοντα κινδύνου ή στον παράγοντα του πιο σημαντικού κινδύνου στη δεδομένη κατηγορία κινδύνου |
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:
σύμφωνα με τις διεθνείς κανονιστικές εξελίξεις, τον μαθηματικό τύπο που χρησιμοποιούν τα ιδρύματα για τον υπολογισμό του εποπτικού συντελεστή δέλτα ως προς τα δικαιώματα προαίρεσης αγοράς και πώλησης που κατατάσσονται στην κατηγορία κινδύνου επιτοκίου που είναι συμβατή με τις συνθήκες της αγοράς, στο πλαίσιο των οποίων τα επιτόκια μπορεί να είναι αρνητικά, καθώς και την εποπτική μεταβλητότητα που είναι κατάλληλη για τον εν λόγω τύπο,
τη μέθοδο με την οποία προσδιορίζεται εάν συναλλαγή αποτελεί θετική ή αρνητική θέση στον κύριο παράγοντα κινδύνου ή στον παράγοντα του πιο σημαντικού κινδύνου στη δεδομένη κατηγορία κινδύνου για συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 277 παράγραφος 3.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Δεκεμβρίου 2019.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 279β
Προσαρμοσμένο ονομαστικό ποσό
Τα ιδρύματα υπολογίζουν το προσαρμοσμένο ονομαστικό ποσό ως εξής:
για συναλλαγές που κατατάσσονται στην κατηγορία κινδύνου επιτοκίου ή στην κατηγορία πιστωτικού κινδύνου, τα ιδρύματα υπολογίζουν το προσαρμοσμένο ονομαστικό ποσό ως το προϊόν του ονομαστικού ποσού της σύμβασης παραγώγων και του παράγοντα εποπτικής διάρκειας, που υπολογίζεται ως εξής:
όπου:
R |
= |
ο εποπτικός συντελεστής προεξόφλησης· R = 5 %, |
S |
= |
το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας έναρξης της συναλλαγής και την ημερομηνία αναφοράς, που εκφράζεται σε έτη με τη χρήση της σχετικής σύμβασης της εργάσιμης ημέρας, |
E |
= |
το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας λήξης της συναλλαγής και της ημερομηνίας αναφοράς που εκφράζεται σε έτη με τη χρήση της σχετικής σύμβασης της εργάσιμης ημέρας, και |
ΈναΕργάσιμοΈτος |
= |
ένα έτος εκπεφρασμένο σε εργάσιμες ημέρες με τη χρήση της σχετικής σύμβασης της εργάσιμης ημέρας. |
Η ημερομηνία έναρξης μιας συναλλαγής είναι η πρώτη ημερομηνία κατά την οποία καθορίζεται ή ανταλλάσσεται τουλάχιστον μία συμβατική πληρωμή στο πλαίσιο συναλλαγής, προς ή από το ίδρυμα, εκτός από τις πληρωμές που αφορούν την ανταλλαγή εξασφάλισης σε συμφωνία περιθωρίου. Σε περίπτωση που η συναλλαγή έχει ήδη καθορίσει ή πραγματοποιήσει πληρωμές κατά την ημερομηνία αναφοράς, η ημερομηνία έναρξης της συναλλαγής ισούται με 0.
Όταν μια συναλλαγή αφορά μία ή περισσότερες μελλοντικές συμβατικές ημερομηνίες κατά τις οποίες το ίδρυμα ή ο αντισυμβαλλόμενος δύναται να καθορίσει τη λήξη της συναλλαγής πριν από τη συμβατική ημερομηνία λήξης, η ημερομηνία έναρξης της συναλλαγής είναι η νωρίτερη από τις ακόλουθες:
η ημερομηνία ή η νωρίτερη από τις πολλαπλές μελλοντικές ημερομηνίες στις οποίες το ίδρυμα ή ο αντισυμβαλλόμενος δύναται να καθορίσει τη λήξη συναλλαγής πριν από τη συμβατική ημερομηνία ληκτότητάς της,
η ημερομηνία κατά την οποία σε μια συναλλαγή αρχίζει ο καθορισμός ή η πραγματοποίηση πληρωμών, εκτός από τις πληρωμές που αφορούν την ανταλλαγή εξασφάλισης σε συμφωνία περιθωρίου.
Όταν μια συναλλαγή έχει χρηματοοικονομικό μέσο ως το υποκείμενο μέσο που μπορεί να οδηγήσει σε επιπρόσθετες συμβατικές υποχρεώσεις σε σχέση με εκείνες της συναλλαγής, η ημερομηνία έναρξης συναλλαγής προσδιορίζεται με βάση την νωρίτερη ημερομηνία κατά την οποία το υποκείμενο μέσο αρχίζει τον καθορισμό ή την πραγματοποίηση πληρωμών.
Η ημερομηνία λήξης συναλλαγής είναι η τελευταία ημερομηνία κατά την οποία ανταλλάσσεται ή μπορεί να ανταλλαχθεί μια συμβατική πληρωμή στο πλαίσιο της συναλλαγής, προς ή από το ίδρυμα.
Όταν μια συναλλαγή έχει ένα χρηματοοικονομικό μέσο ως υποκείμενο μέσο που μπορεί να οδηγήσει σε συμβατικές υποχρεώσεις επιπλέον εκείνων της συναλλαγής, η ημερομηνία έναρξης συναλλαγής προσδιορίζεται με βάση την τελευταία πληρωμή του υποκείμενου μέσου της συναλλαγής.
Όταν μια συναλλαγή έχει διαμορφωθεί έτσι ώστε να διακανονίζονται εκκρεμή ανοίγματα μετά από καθορισμένες ημερομηνίες πληρωμής και όπου οι όροι επανακαθορίζονται έτσι ώστε η αγοραία αξία της συναλλαγής είναι μηδενική στις εν λόγω καθορισμένες ημερομηνίες, ο διακανονισμός του εκκρεμούς ανοίγματος στις εν λόγω καθορισμένες ημερομηνίες θεωρείται συμβατική πληρωμή στο πλαίσιο της ίδιας συναλλαγής,
για συναλλαγές που κατατάσσονται στην κατηγορία κινδύνου συναλλάγματος, τα ιδρύματα υπολογίζουν το προσαρμοσμένο ονομαστικό ποσό ως εξής:
όταν η συναλλαγή αποτελείται από ένα σκέλος πληρωμής, το προσαρμοσμένο ονομαστικό ποσό θα είναι το ονομαστικό ποσό της σύμβασης παραγώγων,
όταν η συναλλαγή αποτελείται από δύο σκέλη πληρωμής και το ονομαστικό ποσό του ενός σκέλους πληρωμής είναι εκφρασμένο στο νόμισμα αναφοράς του ιδρύματος, το προσαρμοσμένο ονομαστικό ποσό είναι το ονομαστικό ποσό του άλλου σκέλους πληρωμής,
όταν η συναλλαγή αποτελείται από δύο σκέλη πληρωμής και το ονομαστικό ποσό κάθε σκέλους πληρωμής είναι εκφρασμένο σε νόμισμα διαφορετικό από το νόμισμα που χρησιμοποιείται για την υποβολή αναφορών του ιδρύματος, το προσαρμοσμένο ονομαστικό ποσό είναι το μεγαλύτερο από τα ονομαστικά ποσά των δύο σκελών πληρωμής, αφού τα ποσά αυτά μετατραπούν στο νόμισμα που χρησιμοποιείται για την υποβολή αναφορών του ιδρύματος βάσει της τρέχουσας συναλλαγματικής ισοτιμίας,
για συναλλαγές που κατατάσσονται στην κατηγορία κινδύνου μετοχών ή στην κατηγορία κινδύνου βασικών εμπορευμάτων, τα ιδρύματα υπολογίζουν το προσαρμοσμένο ονομαστικό ποσό ως το προϊόν της αγοραίας τιμής μιας μονάδας του υποκείμενου μέσου της συναλλαγής και του αριθμού των μονάδων του υποκείμενου μέσου που συνδέεται με τη συναλλαγή·
όταν μια συναλλαγή που κατατάσσεται στην κατηγορία κινδύνου μετοχών ή στην κατηγορία κινδύνου βασικών εμπορευμάτων εκφράζεται συμβατικά ως ονομαστικό ποσό, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν ως προσαρμοσμένο ονομαστικό το ονομαστικό ποσό της συναλλαγής και όχι τον αριθμό των μονάδων του υποκείμενου μέσου,
για συναλλαγές που κατατάσσονται στην κατηγορία άλλων κινδύνων, τα ιδρύματα υπολογίζουν το προσαρμοσμένο ονομαστικό ποσό με βάση την πλέον κατάλληλη μεταξύ των μεθόδων που ορίζονται στα στοιχεία α), β) και γ), ανάλογα με τη φύση και τα χαρακτηριστικά του υποκείμενου μέσου της συναλλαγής.
Τα ιδρύματα προσδιορίζουν το ονομαστικό ποσό ή τον αριθμό μονάδων του υποκείμενου μέσου για τον υπολογισμό του προσαρμοσμένου ονομαστικού ποσού μιας συναλλαγής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ως εξής:
σε περίπτωση που το ονομαστικό ποσό ή ο αριθμός μονάδων του υποκείμενου μέσου σε μια συναλλαγή δεν καθορίζεται έως τη συμβατική ημερομηνία ληκτότητάς της:
για προσδιοριστικά ονομαστικά ποσά και αριθμούς μονάδων του υποκείμενου μέσου, το ονομαστικό ποσό είναι ο σταθμισμένος μέσος όρος όλων των προσδιοριστικών τιμών των ονομαστικών ποσών ή των αριθμών μονάδων του υποκείμενου μέσου, ανάλογα με την περίπτωση, έως τη συμβατική ληκτότητα της συναλλαγής, όταν οι σταθμίσεις είναι η αναλογία της χρονικής περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας εφαρμόζεται κάθε τιμή του ονομαστικού ποσού,
για τα στοχαστικά ονομαστικά ποσά και τον αριθμό μονάδων του υποκείμενου μέσου, το ονομαστικό ποσό είναι το ποσό που καθορίζεται μέσω του καθορισμού των τρεχουσών αγοραίων αξιών εντός του μαθηματικού τύπου για τον υπολογισμό των μελλοντικών αγοραίων αξιών,
για τις συμβάσεις με πολλαπλές ανταλλαγές του ονομαστικού ποσού, το ονομαστικό ποσό πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό των πληρωμών που απομένουν να πραγματοποιηθούν σύμφωνα με τις συμβάσεις,
για τις συμβάσεις που προβλέπουν πολλαπλασιασμό των ταμειακών εκροών ή πολλαπλασιασμό του υποκείμενου μέσου της σύμβασης παραγώγων, το ονομαστικό ποσό αναπροσαρμόζεται από το ίδρυμα προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις των πολλαπλασιασμένων αυτών ροών επί των κινδύνων των εν λόγω συμβάσεων.
Άρθρο 279γ
Παράγοντας ληκτότητας
Τα ιδρύματα υπολογίζουν τον παράγοντα ληκτότητας ως εξής:
για τις συναλλαγές που περιλαμβάνονται στα συμψηφιστικά σύνολα που αναφέρονται στο άρθρο 275 παράγραφος 1, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τον ακόλουθο τύπο:
όπου:
MF |
= |
ο παράγοντας ληκτότητας, |
Μ |
= |
η εναπομένουσα ληκτότητα της συναλλαγής, η οποία είναι ίση με το χρονικό διάστημα που απαιτείται για τη λήξη όλων των συμβατικών υποχρεώσεων της συναλλαγής· για τον σκοπό αυτόν, οποιοδήποτε δικαίωμα προαίρεσης μιας σύμβασης παραγώγων πρέπει να θεωρείται συμβατική υποχρέωση· η εναπομένουσα ληκτότητα εκφράζεται σε έτη με τη χρήση της σχετικής σύμβασης της εργάσιμης ημέρας· σε περίπτωση που η συναλλαγή έχει άλλη σύμβαση παραγώγων ως υποκείμενο μέσο που μπορεί να συνεπάγεται πρόσθετες συμβατικές υποχρεώσεις πέραν των συμβατικών υποχρεώσεων της συναλλαγής, η εναπομένουσα ληκτότητα της συναλλαγής ισούται με το χρονικό διάστημα που απαιτείται για τη λήξη όλων των συμβατικών υποχρεώσεων του υποκείμενου μέσου· όταν μια συναλλαγή έχει διαμορφωθεί έτσι ώστε να διακανονίζονται εκκρεμή ανοίγματα μετά από καθορισμένες ημερομηνίες πληρωμής και όπου οι όροι επανακαθορίζονται έτσι ώστε η αγοραία αξία της συναλλαγής να είναι μηδενική στις εν λόγω καθορισμένες ημερομηνίες, η εναπομένουσα ληκτότητα της συναλλαγής θα είναι ίση με τον χρόνο που απομένει έως την ημερομηνία του επόμενου επανακαθορισμού, και |
ΈναΕργάσιμοΈτος |
= |
ένα έτος εκπεφρασμένο σε εργάσιμες ημέρες με τη χρήση της σχετικής σύμβασης της εργάσιμης ημέρας, |
για συναλλαγές που συμπεριλαμβάνονται στα συμψηφιστικά σύνολα που αναφέρονται στο άρθρο 275 παράγραφοι 2 και 3, ο παράγοντας ληκτότητας ορίζεται ως εξής:
όπου:
MF |
= |
ο παράγοντας ληκτότητας, |
MPOR |
= |
η περίοδος κινδύνου περιθωρίου του συμψηφιστικού συνόλου που προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 285 παράγραφοι 2 έως 5 και |
ΈναΕργάσιμοΈτος |
= |
ένα έτος εκπεφρασμένο σε εργάσιμες ημέρες με τη χρήση της σχετικής σύμβασης της εργάσιμης ημέρας. |
Κατά τον καθορισμό της περιόδου κινδύνου περιθωρίου για συναλλαγές μεταξύ ενός πελάτη και ενός εκκαθαριστικού μέλους, ένα ίδρυμα που ενεργεί είτε ως πελάτης ή ως το εκκαθαριστικό μέλος αντικαθιστά την ελάχιστη περίοδο που ορίζεται στο άρθρο 285 παράγραφος 2 στοιχείο β) με πέντε εργάσιμες ημέρες.
Άρθρο 280
Συντελεστής εποπτικού παράγοντα του αντισταθμιστικού συνόλου
Για τον σκοπό του υπολογισμού της προσαύξησης του αντισταθμιστικού συνόλου που αναφέρεται στα άρθρα 280α έως 280στ, ο συντελεστής εποπτικού παράγοντα του αντισταθμιστικού συνόλου «є» είναι ο εξής:
є = |
|
1 για τα αντισταθμιστικά σύνολα που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 277α παράγραφος 1 |
|
5 για τα αντισταθμιστικά σύνολα που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 277α παράγραφος 2 στοιχείο α) |
|||
0,5 για τα αντισταθμιστικά σύνολα που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 277α παράγραφος 2 στοιχείο β)) |
Άρθρο 280α
Προσαύξηση κατηγορίας κινδύνου επιτοκίου
Για τους σκοπούς του άρθρου 278, τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση της κατηγορίας κινδύνου επιτοκίου για ένα συγκεκριμένο συμψηφιστικό σύνολο ως εξής:
όπου:
AddOnIR |
= |
η προσαύξηση κατηγορίας κινδύνου επιτοκίου, |
j |
= |
ο δείκτης που υποδηλώνει όλα τα αντισταθμιστικά σύνολα κινδύνου επιτοκίου που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 277α παράγραφος 1 στοιχείο α) και το άρθρο 277α παράγραφος 2 για το συμψηφιστικό σύνολο και |
|
= |
η προσαύξηση κατηγορίας κινδύνου επιτοκίου για αντισταθμιστικό σύνολο j της κατηγορίας κινδύνου επιτοκίου που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2. |
Τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση για αντισταθμιστικό σύνολο j της κατηγορίας κινδύνου επιτοκίου ως εξής:
όπου:
єj |
= |
ο συντελεστής εποπτικού παράγοντα του αντισταθμιστικού συνόλου j που προσδιορίζεται σύμφωνα με την ισχύουσα τιμή που ορίζεται στο άρθρο 280, |
SFIR |
= |
ο εποπτικός παράγοντας για την κατηγορία κινδύνου επιτοκίου με τιμή ίση με 0,5 % και |
|
= |
το πραγματικό ονομαστικό ποσό του αντισταθμιστικού συνόλου j που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3. |
Για τον υπολογισμό του πραγματικού ονομαστικού ποσού του αντισταθμιστικού συνόλου j, τα ιδρύματα κατατάσσουν πρώτα κάθε συναλλαγή του αντισταθμιστικού συνόλου στο κατάλληλο κλιμάκιο του πίνακα 2. Πραγματοποιούν την εν λόγω κατανομή με βάση την ημερομηνία λήξης κάθε συναλλαγής που προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 279β παράγραφος 1 στοιχείο α):
Πίνακας 2
Κλιμάκιο |
Ημερομηνία λήξης (σε έτη) |
1 |
> 0 και <= 1 |
2 |
> 1 και <= 5 |
3 |
> 5 |
Τα ιδρύματα υπολογίζουν στη συνέχεια το πραγματικό ονομαστικό ποσό του αντισταθμιστικού συνόλου j σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:
όπου:
|
= |
το πραγματικό ονομαστικό ποσό του αντισταθμιστικού συνόλου j και |
Dj,k |
= |
το πραγματικό ονομαστικό ποσό του κλιμακίου k του αντισταθμιστικού συνόλου j που υπολογίζεται ως εξής:
|
όπου:
l |
= |
ο δείκτης που υποδηλώνει τη θέση κινδύνου. |
Άρθρο 280β
Προσαύξηση κατηγορίας κινδύνου συναλλάγματος
Για τους σκοπούς του άρθρου 278, τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση της κατηγορίας κινδύνου συναλλάγματος για ένα συγκεκριμένο συμψηφιστικό σύνολο ως εξής:
όπου:
AddOnFX |
= |
η προσαύξηση κατηγορίας κινδύνου συναλλάγματος, |
j |
= |
ο δείκτης που υποδηλώνει όλα τα αντισταθμιστικά σύνολα κινδύνου συναλλάγματος που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 277α παράγραφος 1 στοιχείο β) και το άρθρο 277α παράγραφος 2 για το συμψηφιστικό σύνολο και |
|
= |
η προσαύξηση κατηγορίας κινδύνου συναλλάγματος για αντισταθμιστικό σύνολο j της κατηγορίας κινδύνου συναλλάγματος που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2. |
Τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση κατηγορίας κινδύνου συναλλάγματος για αντισταθμιστικό σύνολο j της κατηγορίας κινδύνου συναλλάγματος ως εξής:
όπου:
єj |
= |
ο συντελεστής εποπτικού παράγοντα του αντισταθμιστικού συνόλου j που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 280, |
SFFX |
= |
ο εποπτικός παράγοντας για την κατηγορία κινδύνου συναλλάγματος που λαμβάνει τιμή ίση με 4 %, |
|
= |
το πραγματικό ονομαστικό ποσό του αντισταθμιστικού συνόλου j που υπολογίζεται ως εξής: |
όπου:
l |
= |
ο δείκτης που υποδηλώνει τη θέση κινδύνου. |
Άρθρο 280γ
Προσαύξηση κατηγορίας πιστωτικών κινδύνων
Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, τα ιδρύματα καθορίζουν τις συναφείς πιστωτικές οντότητες αναφοράς του συμψηφιστικού συνόλου σύμφωνα με τα ακόλουθα:
υπάρχει μία πιστωτική οντότητα αναφοράς για κάθε εκδότη χρεωστικού τίτλου αναφοράς ο οποίος είναι υποκείμενος σε μια συναλλαγή μεμονωμένου πιστούχου, η οποία κατατάσσεται στην κατηγορία πιστωτικού κινδύνου· οι συναλλαγές μεμονωμένου πιστούχου κατατάσσονται στην ίδια πιστωτική οντότητα αναφοράς μόνο όταν ο υποκείμενος χρεωστικός τίτλος αναφοράς των εν λόγω συναλλαγών έχει εκδοθεί από τον ίδιο εκδότη,
υπάρχει μία πιστωτική οντότητα αναφοράς για κάθε ομάδα χρεωστικών μέσων αναφοράς ή πιστωτικών παραγώγων μεμονωμένου πιστούχου που είναι υποκείμενα σε μια συναλλαγή πολλαπλών πιστούχων, η οποία κατατάσσεται στην κατηγορία πιστωτικού κινδύνου· οι συναλλαγές πολλαπλών πιστούχων κατατάσσονται στην ίδια πιστωτική οντότητα αναφοράς μόνο όταν η ομάδα των υποκείμενων χρεωστικών μέσων αναφοράς ή πιστωτικών παραγώγων μεμονωμένου πιστούχου των εν λόγω συναλλαγών διαθέτουν τις ίδιες συνιστώσες.
Για τους σκοπούς του άρθρου 278, τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση της κατηγορίας πιστωτικού κινδύνου για ένα συγκεκριμένο συμψηφιστικό σύνολο ως εξής:
όπου:
AddOnCredit |
= |
προσαύξηση της κατηγορίας πιστωτικού κινδύνου, |
j |
= |
ο δείκτης που υποδηλώνει όλα τα αντισταθμιστικά σύνολα πιστωτικού κινδύνου που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 277α παράγραφος 1 στοιχείο γ) και το άρθρο 277α παράγραφος 2 για το συμψηφιστικό σύνολο και |
|
= |
η προσαύξηση για αντισταθμιστικό σύνολο j της κατηγορίας πιστωτικού κινδύνου που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3. |
Τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση της κατηγορίας πιστωτικού κινδύνου επί αντισταθμιστικού συνόλου j ως εξής:
όπου:
|
= |
η προσαύξηση της κατηγορίας πιστωτικού κινδύνου επί αντισταθμιστικού συνόλου j, |
єj |
= |
ο συντελεστής εποπτικού παράγοντα του αντισταθμιστικού συνόλου j που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 280, |
k |
= |
ο δείκτης που υποδηλώνει τις πιστωτικές οντότητες αναφοράς του συμψηφιστικού συνόλου που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, |
|
= |
ο παράγοντας συσχέτισης της πιστωτικής οντότητας αναφοράς k· όταν η πιστωτική οντότητα αναφοράς k έχει καθοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α), τότε
|
AddOn(Entityk) |
= |
η προσαύξηση για την πιστωτική οντότητα αναφοράς k που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4. |
Τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση για την πιστωτική οντότητα αναφοράς k ως εξής:
όπου:
|
= |
το πραγματικό ονομαστικό ποσό της πιστωτικής οντότητας αναφοράς k που υπολογίζεται ως εξής:
όπου:
|
Τα ιδρύματα υπολογίζουν τον εποπτικό παράγοντα που εφαρμόζεται στην πιστωτική οντότητα αναφοράς k ως εξής:
ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί τη μέθοδο που αναφέρεται στο κεφάλαιο 3 κατατάσσει την εσωτερική διαβάθμιση του μεμονωμένου εκδότη σε μία από τις εξωτερικές πιστοληπτικές αξιολογήσεις,
για πιστωτική οντότητα αναφοράς k που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β):
Πίνακας 3
Βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας |
Εποπτικός παράγοντας για συναλλαγές μεμονωμένου πιστούχου |
1 |
0,38 % |
2 |
0,42 % |
3 |
0,54 % |
4 |
1,06 % |
5 |
1,6 % |
6 |
6,0 % |
Πίνακας 4
Δεσπόζουσα πιστωτική ποιότητα |
Εποπτικός παράγοντας για εισηγμένους δείκτες |
Επενδυτική διαβάθμιση |
0,38 % |
Μη επενδυτική διαβάθμιση |
1,06 % |
Άρθρο 280δ
Προσαύξηση κατηγορίας κινδύνου μετοχών
Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, τα ιδρύματα καθορίζουν τις συναφείς μετοχικές οντότητες αναφοράς του συμψηφιστικού συνόλου σύμφωνα με τα ακόλουθα:
υπάρχει μία μετοχική οντότητα αναφοράς για κάθε εκδότη μετοχικού τίτλου αναφοράς που είναι υποκείμενος σε συναλλαγή μεμονωμένου πιστούχου, η οποία κατατάσσεται στην κατηγορία κινδύνου μετοχών· οι συναλλαγές μεμονωμένου πιστούχου κατατάσσονται στην ίδια μετοχική οντότητα αναφοράς μόνο όταν το υποκείμενο μετοχικό μέσο αναφοράς των εν λόγω συναλλαγών έχει εκδοθεί από τον ίδιο εκδότη,
υπάρχει μία μετοχική οντότητα αναφοράς για κάθε ομάδα μετοχικών μέσων αναφοράς ή μετοχικών παραγώγων μεμονωμένου ονόματος που είναι υποκείμενα σε συναλλαγή διαφορετικών πιστούχων που κατατάσσεται στην κατηγορία κινδύνου μετοχών· οι συναλλαγές πολλαπλών πιστούχων κατατάσσονται στην ίδια πιστωτική οντότητα αναφοράς μόνο όταν η ομάδα των υποκείμενων μετοχικών μέσων αναφοράς ή μετοχικών παραγώγων μεμονωμένου πιστούχου των εν λόγω συναλλαγών, κατά περίπτωση, διαθέτει τις ίδιες συνιστώσες.
Για τον σκοπό του άρθρου 278, τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση της κατηγορίας κινδύνου μετοχών για ένα συγκεκριμένο συμψηφιστικό σύνολο ως εξής:
όπου:
AddOnEquity |
= |
η προσαύξηση της κατηγορίας κινδύνου μετοχών, |
j |
= |
ο δείκτης που υποδηλώνει όλα τα αντισταθμιστικά σύνολα κινδύνου μετοχών που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 277α παράγραφος 1 στοιχείο δ) και το άρθρο 277α παράγραφος 2 για το συμψηφιστικό σύνολο και |
|
= |
η προσαύξηση επί αντισταθμιστικού συνόλου j της κατηγορίας κινδύνου μετοχών που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3. |
Τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση της κατηγορίας κινδύνου μετοχών για το αντισταθμιστικό σύνολο j ως εξής:
όπου:
|
= |
η προσαύξηση της κατηγορίας κινδύνου μετοχών για το αντισταθμιστικό σύνολο j, |
єj |
= |
ο συντελεστής εποπτικού παράγοντα του αντισταθμιστικού συνόλου j που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 280, |
k |
= |
ο δείκτης που υποδηλώνει τις μετοχικές οντότητες αναφοράς του συμψηφιστικού συνόλου που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, |
|
= |
ο παράγοντας συσχέτισης της μετοχικής οντότητας αναφοράς k· όταν η μετοχική οντότητα αναφοράς k έχει καθοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α), τότε
|
AddOn(Entityk) |
= |
η προσαύξηση για τη μετοχική οντότητα αναφοράς k που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4. |
Τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση επί της μετοχικής οντότητας αναφοράς k ως εξής:
όπου:
AddOn(Entityk ) |
= |
η προσαύξηση επί της μετοχικής οντότητας αναφοράς k, |
|
= |
ο εποπτικός παράγοντας που εφαρμόζεται στη μετοχική οντότητα αναφοράς k· όταν η μετοχική οντότητα αναφοράς k έχει καθοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α), τότε
|
|
= |
το πραγματικό ονομαστικό ποσό της μετοχικής οντότητας αναφοράς k που υπολογίζεται ως εξής:
όπου:
|
Άρθρο 280ε
Προσαύξηση κατηγορίας κινδύνου βασικών εμπορευμάτων
Για τους σκοπούς του άρθρου 278, τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση της κατηγορίας κινδύνου βασικών εμπορευμάτων για ένα συγκεκριμένο συμψηφιστικό σύνολο ως εξής:
όπου:
AddOnCom |
= |
η προσαύξηση της κατηγορίας κινδύνου βασικών εμπορευμάτων, |
j |
= |
ο δείκτης που υποδηλώνει τα αντισταθμιστικά σύνολα βασικών εμπορευμάτων που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 277α παράγραφος 1 στοιχείο ε) και το άρθρο 277α παράγραφος 2 για το συμψηφιστικό σύνολο και |
|
= |
η προσαύξηση για αντισταθμιστικό σύνολο j της κατηγορίας κινδύνου βασικών εμπορευμάτων που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4. |
Τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση της κατηγορίας κινδύνου βασικών εμπορευμάτων για το αντισταθμιστικό σύνολο j ως εξής:
όπου:
|
= |
η προσαύξηση της κατηγορίας κινδύνου βασικών εμπορευμάτων για το αντισταθμιστικό σύνολο j, |
єj |
= |
ο συντελεστής εποπτικού παράγοντα του αντισταθμιστικού συνόλου j που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 280, |
ρCom |
= |
ο συντελεστής συσχέτισης της κατηγορίας κινδύνου βασικού εμπορεύματος του οποίου η τιμή ισούται με 40 %, |
k |
= |
ο δείκτης που υποδηλώνει τα είδη αναφοράς βασικών εμπορευμάτων του συμψηφιστικού συνόλου που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 και |
|
= |
η προσαύξηση για τον τύπο αναφοράς βασικού εμπορεύματος k που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5. |
Τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση για τον τύπο αναφοράς βασικών εμπορευμάτων k ως εξής:
όπου:
|
= |
η προσαύξηση για τον τύπο αναφοράς βασικών εμπορευμάτων k, |
|
= |
ο εποπτικός παράγοντας που εφαρμόζεται στον τύπο αναφοράς βασικού εμπορεύματος k· εάν ο τύπος αναφοράς βασικού εμπορεύματος k αντιστοιχεί σε συναλλαγές που κατατάσσονται στο αντισταθμιστικό σύνολο που αναφέρεται στο άρθρο 277α παράγραφος 1 στοιχείο ε), με εξαίρεση τις συναλλαγές που αφορούν την ηλεκτρική ενέργεια, τότε |
|
= |
το πραγματικό ονομαστικό ποσό του τύπου αναφοράς βασικού εμπορεύματος k που υπολογίζεται ως εξής:
όπου:
|
Άρθρο 280στ
Προσαύξηση κατηγορίας άλλων κινδύνων
Για τους σκοπούς του άρθρου 278, τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση της κατηγορίας άλλων κινδύνων για ένα συγκεκριμένο συμψηφιστικό σύνολο ως εξής:
όπου:
AddOnOther |
= |
η προσαύξηση της κατηγορίας άλλων κινδύνων, |
j |
= |
ο δείκτης που υποδηλώνει τα αντισταθμιστικά σύνολα άλλων κινδύνων που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 277α παράγραφος 1 στοιχείο στ) και το άρθρο 277α παράγραφος 2 για το συμψηφιστικό σύνολο και |
|
= |
η προσαύξηση της κατηγορίας κινδύνου άλλων κινδύνων για το αντισταθμιστικό σύνολο j που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2. |
Τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση της κατηγορίας άλλων κινδύνων για το αντισταθμιστικό σύνολο j ως εξής:
όπου:
|
= |
η προσαύξηση της κατηγορίας άλλων κινδύνων για το αντισταθμιστικό σύνολο j, |
єj |
= |
ο συντελεστής εποπτικού παράγοντα του αντισταθμιστικού συνόλου j που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 280 και |
SFOther |
= |
ο εποπτικός παράγοντας για την κατηγορία άλλων κινδύνων με τιμή ίση με 8 %, |
|
= |
το πραγματικό ονομαστικό ποσό του αντισταθμιστικού συνόλου j που υπολογίζεται ως εξής:
όπου:
|
Άρθρο 281
Υπολογισμός της αξίας ανοίγματος
Η αξία ανοίγματος του συμψηφιστικού συνόλου υπολογίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες απαιτήσεις:
τα ιδρύματα δεν εφαρμόζουν τη μεταχείριση που αναφέρεται στο άρθρο 274 παράγραφος 6,
κατά παρέκκλιση από το άρθρο 275 παράγραφος 1, για τα συμψηφιστικά σύνολα που δεν αναφέρονται στο άρθρο 275 παράγραφος 2, τα ιδρύματα υπολογίζουν το κόστος αντικατάστασης, σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:
RC = max{CMV, 0}
όπου:
RC |
= |
το κόστος αντικατάστασης και |
CMV |
= |
η τρέχουσα αγοραία αξία. |
κατά παρέκκλιση από το άρθρο 275 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, για τα συμψηφιστικά σύνολα συναλλαγών οι οποίες: αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο· εκκαθαρίζονται σε κεντρικό επίπεδο από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που είτε έχει εξουσιοδοτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 είτε έχει αναγνωρισθεί σύμφωνα με το άρθρο 25 του εν λόγω κανονισμού· ή για τις οποίες η εξασφάλιση ανταλλάσσεται διμερώς με τον αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, τα ιδρύματα υπολογίζουν το κόστος αντικατάστασης σύμφωνα με τον παρακάτω τύπο:
RC = TH + MTA
όπου:
RC |
= |
το κόστος αντικατάστασης, |
TH |
= |
το κατώφλι περιθωρίου που εφαρμόζεται στο συμψηφιστικό σύνολο δυνάμει της συμφωνίας περιθωρίου, κάτω από το οποίο το ίδρυμα δεν μπορεί να απαιτήσει την παροχή εξασφαλίσεων, και |
MTA |
= |
το ελάχιστο ποσό μεταφοράς που εφαρμόζεται στο συμψηφιστικό σύνολο δυνάμει της συμφωνίας περιθωρίου, |
κατά παρέκκλιση από το άρθρο 275 παράγραφος 3, για τα πολλαπλά συμψηφιστικά σύνολα που υπόκεινται σε συμφωνία περιθωρίου, τα ιδρύματα υπολογίζουν το κόστος αντικατάστασης ως το άθροισμα του κόστους αντικατάστασης κάθε συμψηφιστικού συνόλου που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, σαν να μην καλύπτονταν από περιθώριο ασφαλείας,
όλα τα αντισταθμιστικά σύνολα καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 277α παράγραφος 1,
τα ιδρύματα ορίζουν τον πολλαπλασιαστή στο 1 στον τύπο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του δυνητικού μελλοντικού ανοίγματος στο άρθρο 278 παράγραφος 1, ως εξής:
όπου:
PFE |
= |
το μελλοντικό δυνητικό άνοιγμα και |
AddOn(a) |
= |
η προσαύξηση για την κατηγορία κινδύνου a, |
κατά παρέκκλιση από το άρθρο 279α παράγραφος 1, για όλες τις συναλλαγές, τα ιδρύματα υπολογίζουν τον εποπτικό συντελεστή δέλτα ως εξής:
δ = |
|
+ 1 αν η συναλλαγή είναι θετική θέση στον κύριο παράγοντα κινδύνου |
|
– 1 αν η συναλλαγή είναι αρνητική θέση στον κύριο παράγοντα κινδύνου |
όπου:
δ |
= |
ο εποπτικός συντελεστής δέλτα, |
ο τύπος που αναφέρεται στο άρθρο 279β παράγραφος 1 στοιχείο α) και χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του παράγοντα εποπτικής διάρκειας έχει ως εξής:
παράγοντας εποπτικής διάρκειας = E – S
όπου:
E |
= |
το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας λήξης της συναλλαγής και της ημερομηνίας αναφοράς και |
S |
= |
το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της ημερομηνίας έναρξης της συναλλαγής και την ημερομηνία αναφοράς, |
ο παράγοντας ληκτότητας που αναφέρεται στο άρθρο 279γ παράγραφος 1 υπολογίζεται ως εξής:
για τις συναλλαγές που περιλαμβάνονται στα συμψηφιστικά σύνολα που αναφέρονται στο άρθρο 275 παράγραφος 1, MF = 1,
για τις συναλλαγές που περιλαμβάνονται στα συμψηφιστικά σύνολα που αναφέρονται στο άρθρο 275 παράγραφοι 2 και 3, MF = 0,42,
ο τύπος που αναφέρεται στο άρθρο 280α παράγραφος 3 και χρησιμοποιείται για να υπολογιστεί το πραγματικό ονομαστικό ποσό του αντισταθμιστικού συνόλου j έχει ως εξής:
όπου:
|
= |
το πραγματικό ονομαστικό ποσό του αντισταθμιστικού συνόλου j και |
Dj,k, |
= |
το πραγματικό ονομαστικό ποσό του κλιμακίου k του αντισταθμιστικού συνόλου j, |
ο τύπος που αναφέρεται στο άρθρο 280γ παράγραφος 3 ο οποίος χρησιμοποιείται για να υπολογιστεί η προσαύξηση για την κατηγορία πιστωτικού κινδύνου του αντισταθμιστικού συνόλου j έχει ως εξής:
όπου:
|
= |
η προσαύξηση για την κατηγορία πιστωτικού κινδύνου του αντισταθμιστικού συνόλου j και |
AddOn(Entityk) |
= |
η προσαύξηση για την πιστωτική οντότητα αναφοράς k, |
ο τύπος που αναφέρεται στο άρθρο 280δ παράγραφος 3 ο οποίος χρησιμοποιείται για να υπολογιστεί η προσαύξηση για την κατηγορία κινδύνου μετοχών του αντισταθμιστικού συνόλου j έχει ως εξής:
όπου:
|
= |
η προσαύξηση για την κατηγορία κινδύνου μετοχών του αντισταθμιστικού συνόλου j και |
AddOn(Entityk) |
= |
η προσαύξηση για την πιστωτική οντότητα αναφοράς k, |
ο τύπος που αναφέρεται στο άρθρο 280ε παράγραφος 4 ο οποίος χρησιμοποιείται για να υπολογιστεί η προσαύξηση για την κατηγορία κινδύνου βασικού εμπορεύματος του αντισταθμιστικού συνόλου j έχει ως εξής:
όπου:
|
= |
η προσαύξηση για την κατηγορία κινδύνου βασικού εμπορεύματος του αντισταθμιστικού συνόλου j και |
|
= |
η προσαύξηση για την πιστωτική οντότητα αναφοράς k. |
Άρθρο 282
Υπολογισμός της αξίας ανοίγματος
Το τρέχον κόστος αντικατάστασης που αναφέρεται στην παράγραφο 2 υπολογίζεται ως εξής:
για τα συμψηφιστικά σύνολα συναλλαγών οι οποίες: αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο· εκκαθαρίζονται σε κεντρικό επίπεδο από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που είτε έχει εξουσιοδοτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 είτε έχει αναγνωρισθεί σύμφωνα με το άρθρο 25 του εν λόγω κανονισμού· ή για τις οποίες η εξασφάλιση ανταλλάσσεται διμερώς με τον αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τον παρακάτω τύπο:
RC = TH + MTA
όπου:
RC |
= |
το κόστος αντικατάστασης, |
TH |
= |
το κατώφλι περιθωρίου που εφαρμόζεται στο συμψηφιστικό σύνολο δυνάμει της συμφωνίας περιθωρίου, κάτω από το οποίο το ίδρυμα δεν μπορεί να απαιτήσει την παροχή εξασφαλίσεων και |
MTA |
= |
το ελάχιστο ποσό μεταφοράς που εφαρμόζεται στο συμψηφιστικό σύνολο δυνάμει της συμφωνίας περιθωρίου, |
για όλα τα άλλα συμψηφιστικά σύνολα ή τις μεμονωμένες συναλλαγές, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τον παρακάτω τύπο:
RC = max{CMV, 0}
όπου:
RC |
= |
το κόστος αντικατάστασης και |
CMV |
= |
η τρέχουσα αγοραία αξία. |
Για τον υπολογισμό του τρέχοντος κόστους αντικατάστασης, τα ιδρύματα επικαιροποιούν τις τρέχουσες αγοραίες αξίες τουλάχιστον σε μηνιαία βάση.
Τα ιδρύματα υπολογίζουν το δυνητικό μελλοντικό άνοιγμα που αναφέρεται στην παράγραφο 2 ως εξής:
το δυνητικό μελλοντικό άνοιγμα ενός συμψηφιστικού συνόλου είναι το άθροισμα του δυνητικού μελλοντικού ανοίγματος όλων των συναλλαγών που περιλαμβάνονται στο συμψηφιστικό σύνολο, υπολογιζόμενο σύμφωνα με το στοιχείο β),
το δυνητικό μελλοντικό άνοιγμα μιας μεμονωμένης συναλλαγής είναι το ονομαστικό της ποσό πολλαπλασιαζόμενο επί:
το γινόμενο του 0,5 % και της εναπομένουσας ληκτότητας της συναλλαγής εκπεφρασμένης σε έτη για συμβάσεις παραγώγων επί επιτοκίων,
το γινόμενο του 6 % και της εναπομένουσας ληκτότητας της συναλλαγής εκπεφρασμένης σε έτη για συμβάσεις πιστωτικών παραγώγων,
4 % για παράγωγα επί συναλλαγματικών ισοτιμιών,
18 % για παράγωγα επί χρυσού και βασικών εμπορευμάτων πλην των παραγώγων επί ηλεκτρικής ενέργειας,
40 % για παράγωγα επί ηλεκτρικής ενέργειας,
32 % για παράγωγα επί μετοχών,
το ονομαστικό ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 279β παράγραφοι 2 και 3 για όλα τα παράγωγα που απαριθμούνται στο εν λόγω στοιχείο· επιπλέον, το ονομαστικό ποσό των παραγώγων που αναφέρονται στα σημεία iii) έως vi) του στοιχείου β) της παρούσας παραγράφου προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 279β παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ),
το δυνητικό μελλοντικό άνοιγμα για συμψηφιστικά σύνολα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο α) πολλαπλασιάζεται με 0,42.
Για τον υπολογισμό του δυνητικού ανοίγματος των παραγώγων επί επιτοκίων και των πιστωτικών παραγώγων σύμφωνα με το στοιχείο β) σημεία i) και ii), το ίδρυμα μπορεί να επιλέξει να χρησιμοποιήσει την αρχική ληκτότητα αντί της εναπομένουσας ληκτότητας των συμβάσεων.
Άρθρο 283
Άδεια χρήσης της μεθόδου εσωτερικών υποδειγμάτων
Εφόσον οι αρμόδιες αρχές βεβαιωθούν ότι ένα ίδρυμα πληροί την προϋπόθεση της παραγράφου 2, επιτρέπουν στο εν λόγω ίδρυμα να χρησιμοποιεί τη μέθοδο εσωτερικών υποδειγμάτων (ΜΕΥ) για να υπολογίζουν την αξία ανοίγματος οποιασδήποτε από τις ακόλουθες συναλλαγές:
συναλλαγές του άρθρου 273 παράγραφος 2 στοιχείο α),
συναλλαγές του άρθρου 273 παράγραφος 2 στοιχεία β), γ) και δ),
συναλλαγές του άρθρου 273 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως δ).
Εάν ένα ίδρυμα έχει άδεια να χρησιμοποιεί τη μέθοδο εσωτερικών υποδειγμάτων (ΜΕΥ) για να υπολογίζει την αξία ανοίγματος για τις συναλλαγές που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως γ) του πρώτου εδαφίου, μπορεί επίσης να την χρησιμοποιεί και για τις συναλλαγές του άρθρου 273 παράγραφος 2 στοιχείο ε).
Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 273 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο, τα ιδρύματα δύνανται να επιλέγουν να μην εφαρμόζουν τη μέθοδο αυτή σε ανοίγματα που είναι επουσιώδη από πλευράς μεγέθους και κινδύνου. Σε αυτή την περίπτωση, τα ιδρύματα εφαρμόζουν στα ανοίγματα μία από τις μεθόδους που προβλέπονται στα τμήματα 3 έως 5 εφόσον πληρούνται οι σχετικές απαιτήσεις της.
Εάν ένα ίδρυμα παύσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που ορίζονται στο παρόν τμήμα, ενημερώνει την αρμόδια αρχή και κάνει ένα από τα ακόλουθα:
να παρουσιάσει στην αρμόδια αρχή σχέδιο για την έγκαιρη επιστροφή στη συμμόρφωση,
αποδεικνύει στις αρμόδιες αρχές ότι οι επιπτώσεις της μη συμμόρφωσης είναι επουσιώδεις.
Άρθρο 284
Αξία ανοίγματος
Το υπόδειγμα που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για τον σκοπό αυτόν:
προσδιορίζει την προγνωστική κατανομή για μεταβολές της αγοραίας αξίας του συμψηφιστικού συνόλου που μπορούν να αποδοθούν σε κοινές μεταβολές των σχετικών μεταβλητών της αγοράς όπως επιτόκια ή ισοτιμίες ξένου συναλλάγματος,
υπολογίζει την αξία ανοίγματος για το συμψηφιστικό σύνολο σε κάθε μελλοντική ημερομηνία με βάση τις κοινές μεταβολές των μεταβλητών της αγοράς.
Η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου όσον αφορά τα ανοίγματα CCR στα οποία εφαρμόζει ένα ίδρυμα τη ΜΕΥ είναι το υψηλότερο από τα κατωτέρω:
την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τα εν λόγω ανοίγματα που υπολογίζονται βάσει του πραγματικού αναμενόμενου θετικού ανοίγματος («πραγματικό ΕΡΕ») με τη χρήση τρεχόντων δεδομένων της αγοράς,
την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τα εν λόγω ανοίγματα που υπολογίζονται βάσει του πραγματικού αναμενόμενου θετικού ανοίγματος («πραγματικό ΕΡΕ») με τη χρήση ενιαίας και συνεκτικής βαθμονόμησης ακραίων καταστάσεων για όλα τα ανοίγματα CCR στα οποία εφαρμόζουν τη ΜΕΥ.
Εκτός από τους αντισυμβαλλομένους που έχει προσδιοριστεί ότι έχουν ειδικό κίνδυνο δυσμενούς συσχέτισης και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 291 παράγραφοι 4 και 5, τα ιδρύματα υπολογίζουν την αξία ανοίγματος ως το γινόμενο του άλφα α επί το πραγματικό EPE, ως εξής:
όπου:
α |
= |
1.4, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές απαιτούν υψηλότερο α ή επιτρέπουν στα ιδρύματα να χρησιμοποιούν εσωτερικές εκτιμήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 9. |
Το πραγματικό ΕΡΕ υπολογίζεται με εκτίμηση του αναμενόμενου ανοίγματος (ΕΕt) ως το μέσο άνοιγμα σε μια μελλοντική ημερομηνία t, όπου ο μέσος όρος λαμβάνεται με βάση πιθανές μελλοντικές τιμές των σχετικών παραγόντων κινδύνου της αγοράς.
Το υπόδειγμα εκτιμά το ΕΕ σε σειρά μελλοντικών ημερομηνιών t1, t2, t3 κ.λπ.
Το πραγματικό ΕΕ υπολογίζεται αναδρομικά ως εξής:
όπου:
Το πραγματικό ΕΡΕ είναι το μέσο πραγματικό ΕΕ κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους του μελλοντικού ανοίγματος. Εάν όλα τα συμβόλαια του συμψηφιστικού συνόλου λήγουν εντός διαστήματος μικρότερου του ενός έτους, το ΕΡΕ είναι ο μέσος όρος του ΕΕ έως ότου λήξουν όλα τα συμβόλαια του συμψηφιστικού συνόλου. Το πραγματικό ΕΡΕ υπολογίζεται ως ο σταθμισμένος μέσος όρος του πραγματικού ΕΕ:
Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 4, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν στα ιδρύματα να χρησιμοποιούν δικές τους εκτιμήσεις για το α, όπου:
το α ισούται με τον λόγο των εσωτερικών κεφαλαίων που προκύπτουν από πλήρη προσομοίωση του ανοίγματος πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένων για τους διάφορους αντισυμβαλλομένους (αριθμητής) προς τα εσωτερικά κεφάλαια με βάση το ΕΡΕ (παρονομαστής),
στον παρονομαστή, το ΕΡΕ θα χρησιμοποιείται σαν να ήταν ένα σταθερό εναπομένον ποσό.
Όταν εκτιμάται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, το α δεν μπορεί να είναι μικρότερο από 1,2.
Άρθρο 285
Αξία ανοίγματος για συμψηφιστικά σύνολα που υπόκεινται σε συμφωνία περιθωρίου
Εάν το συμψηφιστικό σύνολο υπόκειται σε συμφωνία περιθωρίου και καθημερινή αποτίμηση στις τρέχουσες τιμές αγοράς, το ίδρυμα υπολογίζει το πραγματικό ΕΡΕ όπως παρατίθεται στην παρούσα παράγραφο. Εάν το υπόδειγμα αποτυπώνει τις επιπτώσεις του καθορισμού περιθωρίου κατά την εκτίμηση του ΕΕ, το ίδρυμα, με την επιφύλαξη της έγκρισης των αρμόδιων αρχών, δύναται να χρησιμοποιεί απευθείας το μέτρο του ΕΕ του υποδείγματος στην εξίσωση του άρθρου 284 παράγραφος 5. Οι αρμόδιες αρχές χορηγούν τη σχετική άδεια μόνο εάν επαληθεύσουν ότι το υπόδειγμα αποτυπώνει κατάλληλα τις επιπτώσεις του καθορισμού περιθωρίου κατά την εκτίμηση του ΕΕ. Ίδρυμα που δεν έχει λάβει τέτοια άδεια χρησιμοποιεί ένα από τα ακόλουθα μέτρα του πραγματικού ΕΡΕ:
το πραγματικό ΕΡΕ, υπολογισμένο χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τυχόν εξασφαλίσεις που τηρούνται ή παρέχονται ως περιθώριο συν τυχόν εξασφαλίσεις που έχουν παρασχεθεί στον αντισυμβαλλόμενο ανεξάρτητα από τη διαδικασία καθημερινής αποτίμησης και καθορισμού περιθωρίου του τρέχοντος ανοίγματος,
το πραγματικό ΕΡΕ, υπολογισμένο ως η ενδεχόμενη αύξηση του ανοίγματος κατά την περίοδο κινδύνου περιθωρίου και της υψηλότερης από τις κατωτέρω τιμές:
το τρέχον άνοιγμα συμπεριλαμβανομένων όλων των εξασφαλίσεων που τηρούνται ή παρέχονται, εκτός των εξασφαλίσεων που αποτελούν αντικείμενο απαίτησης ή διαφοράς,
το μεγαλύτερο καθαρό άνοιγμα, συμπεριλαμβανομένων των εξασφαλίσεων δυνάμει της συμφωνίας περιθωρίου, που δεν θα ενεργοποιούσε απαίτηση παροχής εξασφάλισης. Το εν λόγω ποσό πρέπει να αντικατοπτρίζει όλα τα εφαρμοστέα κατώφλια, τα ελάχιστα ποσά μεταφοράς, τα ανεξάρτητα ποσά και τα αρχικά περιθώρια δυνάμει της συμφωνίας περιθωρίου.
Για τους σκοπούς του στοιχείου β), τα ιδρύματα υπολογίζουν την προσαύξηση ως την αναμενόμενη θετική μεταβολή της αξίας των συναλλαγών βάσει αποτίμησης στις τρέχουσες τιμές αγοράς κατά τη διάρκεια της περιόδου κινδύνου περιθωρίου. Οι μεταβολές της αξίας των εξασφαλίσεων αποτυπώνονται ►C2 με τη χρήση των εποπτικών συντελεστών προσαρμογής μεταβλητότητας δυνάμει του κεφαλαίου 4 τμήμα 4 ή ◄ των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής μεταβλητότητας της αναλυτικής μεθόδου χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων, αλλά δεν αναλαμβάνονται πληρωμές εξασφαλίσεων κατά τη διάρκεια της περιόδου κινδύνου περιθωρίου. Η περίοδος κινδύνου περιθωρίου υπόκειται στις ελάχιστες περιόδους που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5.
Για τις συναλλαγές που υπόκεινται σε καθημερινό επανακαθορισμό περιθωρίου και καθημερινή αποτίμηση στις τρέχουσες τιμές αγοράς, η περίοδος κινδύνου περιθωρίου που χρησιμοποιείται για τους σκοπούς ανάπτυξης υποδείγματος για την αξία ανοίγματος με συμφωνίες περιθωρίου δεν είναι μικρότερη από:
5 εργάσιμες ημέρες για συμψηφιστικά σύνολα που αποτελούνται μόνο από συναλλαγές επαναγοράς ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων και συναλλαγές δανεισμού σε λογαριασμό περιθωρίου ασφάλισης,
δέκα εργάσιμες ημέρες για όλα τα άλλα συμψηφιστικά σύνολα.
Τα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 2 υπόκεινται στις κατωτέρω εξαιρέσεις:
για όλα τα συμψηφιστικά σύνολα όπου ο αριθμός των συναλλαγών υπερβαίνει τις 5 000 ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια ενός τριμήνου, η περίοδος κινδύνου περιθωρίου για το επόμενο τρίμηνο δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 20 εργάσιμες ημέρες. Η εξαίρεση αυτή δεν ισχύει για τα ανοίγματα διαπραγμάτευσης των ιδρυμάτων,
για όλα τα συμψηφιστικά σύνολα που περιλαμβάνουν μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν είτε μη ρευστοποιήσιμες εξασφαλίσεις είτε ένα εξωχρηματιστηριακό παράγωγο που δεν αντικαθίσταται εύκολα, η περίοδος κινδύνου περιθωρίου δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 20 εργάσιμες ημέρες.
Ένα ίδρυμα προσδιορίζει εάν μια εξασφάλιση είναι μη ρευστοποιήσιμη ή εάν τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα δεν αντικαθίστανται εύκολα υπό ακραίες συνθήκες αγοράς, χαρακτηριζόμενες από την απουσία ενεργών αγορών όπου ένας αντισυμβαλλόμενος, εντός δύο ημερών κατά μέγιστο, θα πετύχαινε πολλές προσφορές που δεν θα προκαλούσαν κίνηση στην αγορά ή δεν θα αντιπροσώπευαν έκπτωση της ονομαστικής αξίας (σε περίπτωση εξασφάλισης) ή πριμ (σε περίπτωση εξωχρηματιστηριακού παραγώγου).
Ένα ίδρυμα εξετάζει εάν οι συναλλαγές ή οι τίτλοι που κατέχει ως εξασφάλιση συγκεντρώνονται σε ένα συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο και εάν το ίδρυμα θα μπορούσε να αντικαταστήσει τις εν λόγω συναλλαγές ή τους τίτλους σε περίπτωση που ο εν λόγω αντισυμβαλλόμενος αποχωρούσε ξαφνικά από την αγορά.
Για τον επανακαθορισμό περιθωρίου με περιοδικότητα Ν ημερών, η περίοδος κινδύνου περιθωρίου είναι τουλάχιστον ίση με την περίοδο που ορίζεται στις παραγράφους 2 και 3, F, συν N ημέρες μείον μία ημέρα. Δηλαδή:
Άρθρο 286
Διαχείριση CCR – Πολιτικές, διαδικασίες και συστήματα
Ένα ίδρυμα θεσπίζει και διατηρεί ένα πλαίσιο διαχείρισης CCR που αποτελείται από:
πολιτικές, διαδικασίες και συστήματα για τη διασφάλιση του εντοπισμού, της μέτρησης, της έγκρισης και της εσωτερικής αναφοράς του CCR,
διαδικασίες για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις εν λόγω πολιτικές, τις διεργασίες και τα συστήματα.
Οι σχετικές πολιτικές, διεργασίες και τα συστήματα είναι ενοιολογικώς βάσιμες και έχουν υλοποιηθεί και τεκμηριωθεί με άρτιο τρόπο. Η τεκμηρίωση περιλαμβάνει μια επεξήγηση των εμπειρικών τεχνικών που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση του CCR.
Το πλαίσιο διαχείρισης CCR που απαιτείται δυνάμει της παραγράφου 1 λαμβάνει υπόψη τους κινδύνους αγοράς, ρευστότητας, καθώς και τους νομικούς και λειτουργικούς κινδύνους που σχετίζονται με τον CCR. Συγκεκριμένα, το πλαίσιο διασφαλίζει ότι το ίδρυμα συμμορφώνεται με τις κατωτέρω αρχές:
δεν συνάπτει επιχειρηματικές σχέσεις με αντισυμβαλλόμενο χωρίς να εκτιμήσει την πιστοληπτική του ικανότητα,
λαμβάνει δεόντως υπόψη τον πιστωτικό κίνδυνο διακανονισμού και πριν τον διακανονισμό,
διαχειρίζεται αυτούς τους κινδύνους όσο πιο σφαιρικά είναι εφικτό σε επίπεδο αντισυμβαλλομένων μέσω της ενοποίησης των ανοιγμάτων CCR με άλλα πιστωτικά ανοίγματα και σε επίπεδο επιχείρησης.
Ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί τη ΜΕΥ διασφαλίζει ότι το πλαίσιο διαχείρισης CCR που χρησιμοποιεί λαμβάνει επαρκώς υπόψη κατά την κρίση της αρμόδιας αρχής τον κίνδυνο ρευστότητας όλων των κατωτέρω στοιχείων:
ενδεχόμενες εισερχόμενες απαιτήσεις περιθωρίου στο πλαίσιο ανταλλαγών του περιθωρίου μεταβλητότητας ή άλλων τύπων περιθωρίου, όπως είναι το αρχικό ή το ανεξάρτητο περιθώριο, στο πλαίσιο δυσμενών κρίσεων της αγοράς,
ενδεχόμενες εισερχόμενες απαιτήσεις επιστροφής της υπερβάλλουσας εξασφάλισης που παρασχέθηκε από αντισυμβαλλομένους,
απαιτήσεις που προκύπτουν από πιθανή υποβάθμιση της εξωτερικής αξιολόγησης πιστωτικής ποιότητας του ιδρύματος.
Το ίδρυμα διασφαλίζει ότι η φύση και ο χρονικός ορίζοντας επαναχρησιμοποίησης των εξασφαλίσεων συνάδει με τις ανάγκες ρευστότητάς του και δεν θέτει σε κίνδυνο την ικανότητά του να παρέχει ή να επιστρέφει έγκαιρα εξασφαλίσεις.
Άρθρο 287
Οργανωτικές δομές για τη διαχείριση CCR
Ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί τη ΜΕΥ θεσπίζει και διατηρεί:
μια μονάδα ελέγχου κινδύνων που συμμορφώνεται με την παράγραφο 2,
μια μονάδα διαχείρισης των εξασφαλίσεων που συμμορφώνεται με την παράγραφο 3.
Η μονάδα ελέγχου κινδύνων είναι υπεύθυνη για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της διαχείρισης CCR που εφαρμόζει το ίδρυμα, συμπεριλαμβανομένης της αρχικής και της συνεχιζόμενης επικύρωσης του υποδείγματος, εκτελεί όλες τις κατωτέρω λειτουργίες και πληροί όλες τις κατωτέρω απαιτήσεις:
είναι υπεύθυνη για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση του συστήματος διαχείρισης CCR του ιδρύματος,
συντάσσει καθημερινές εκθέσεις και αναλύει τα αποτελέσματα του υποδείγματος διαχείρισης κινδύνων του ιδρύματος. Η ανάλυση περιλαμβάνει αξιολόγηση της σχέσης μεταξύ μέτρων των αξιών ανοιγμάτων CCR και των ορίων διαπραγμάτευσης,
ελέγχει την ακεραιότητα των δεδομένων που εισάγονται και παράγει και αναλύει εκθέσεις σχετικά με τα αποτελέσματα του υποδείγματος μέτρησης κινδύνου του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης της σχέσης μεταξύ μέτρων έκθεσης σε κίνδυνο και ορίων πίστης και διαπραγμάτευσης,
είναι ανεξάρτητη από τις μονάδες που είναι υπεύθυνες για τη δημιουργία, την ανανέωση ή την διαπραγμάτευσης ανοιγμάτων και δεν υπόκειται σε αδικαιολόγητες επιρροές,
έχει επαρκή στελέχωση,
αναφέρεται απευθείας στα ανώτερα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος,
το έργο της θα συνδυάζεται στενά με την καθημερινή διαδικασία διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου του ιδρύματος,
τα αποτελέσματα των εργασιών της συνιστούν ουσιώδες στοιχείο της διαδικασίας προγραμματισμού, παρακολούθησης και ελέγχου του προφίλ πιστωτικού και συνολικού κινδύνου του ιδρύματος.
Η μονάδα διαχείρισης των εξασφαλίσεων διεξάγει τα ακόλουθα καθήκοντα και λειτουργίες:
υπολογίζει και πραγματοποιεί απαιτήσεις περιθωρίου, διαχειρίζεται τις διαφορές σχετικά με απαιτήσεις περιθωρίου και τα επίπεδα αναφοράς ανεξάρτητων ποσών, αρχικών περιθωρίων και περιθωρίων μεταβλητότητας σε καθημερινή βάση,
ελέγχει την ακεραιότητα των δεδομένων που χρησιμοποιούνται για τις απαιτήσεις περιθωρίου και διασφαλίζει ότι είναι συνεπείς και ότι τακτικά συμφωνούνται με όλες τις σχετικές πηγές δεδομένων του ιδρύματος,
παρακολουθεί την έκταση της επαναχρησιμοποίησης και οποιαδήποτε τροποποίηση των δικαιωμάτων του ιδρύματος στις εξασφαλίσεις που παρέχει ή σε σχέση με αυτές,
υποβάλλει αναφορές στο αρμόδιο επίπεδο διοίκησης σχετικά με τα είδη των εξασφαλίσεων που επαναχρησιμοποιούνται και τους όρους της εν λόγω επαναχρησιμοποίησης, συμπεριλαμβανομένου του μέσου, της πιστωτικής ποιότητας και της ληκτότητας,
παρακολουθεί τη συγκέντρωση σε μεμονωμένα είδη εξασφαλίσεων που γίνονται αποδεκτά από το ίδρυμα,
υποβάλλει αναφορές σχετικά με τις πληροφορίες διαχείρισης των εξασφαλίσεων σε τακτική βάση, ►C3 αλλά τουλάχιστον μία φορά το τρίμηνο, στα ανώτερα διοικητικά στελέχη, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών ◄ σχετικά με το είδος των εξασφαλίσεων που λαμβάνονται και παρέχονται, το μέγεθος, τη χρονολογική διάρθρωση και την αιτία των διαφορών σχετικά με αιτήσεις περιθωρίου. Οι εσωτερικές αναφορές θα αποτυπώνουν και αυτές τις τάσεις των ανωτέρω στοιχείων.
Άρθρο 288
Εξέταση του συστήματος διαχείρισης CCR
Ένα ίδρυμα πραγματοποιεί τακτικά ανεξάρτητό έλεγχο του συστήματος διαχείρισης κινδύνου CCR που διαθέτει μέσω της εσωτερικής διαδικασίας εσωτερικού ελέγχου. Η εν λόγω εξέταση περιλαμβάνει τις δραστηριότητες της μονάδας ελέγχου και της μονάδας διαχείρισης εξασφαλίσεων που προβλέπονται από το άρθρο 287 και καλύπτει συγκεκριμένα τουλάχιστον τα εξής στοιχεία:
την επάρκεια της τεκμηρίωσης του συστήματος και της διαδικασίας διαχείρισης κινδύνου CCR που απαιτούνται δυνάμει του άρθρου 286,
την οργάνωση της μονάδας ελέγχου CCR που απαιτείται δυνάμει του άρθρου 287 παράγραφος 1 στοιχείο α),
την οργάνωση της μονάδας διαχείρισης εξασφαλίσεων που απαιτείται δυνάμει του άρθρου 287 παράγραφος 1 στοιχείο β),
την ενσωμάτωση των μέτρων CCR στην καθημερινή διαχείριση κινδύνου,
τη διαδικασία έγκρισης των υποδειγμάτων τιμολόγησης κινδύνου και των συστημάτων αποτίμησης που χρησιμοποιούνται από προσωπικό της μονάδας διαπραγμάτευσης και της μονάδας υποστείριξης και διαχείρησης συναλλαγών,
την επικύρωση οποιασδήποτε σημαντικής μεταβολής της διαδικασίας μέτρησης του CCR,
την εμβέλεια εφαρμογής του CCR που αποτυπώνεται από το υπόδειγμα μέτρησης κινδύνου,
την αρτιότητα του συστήματος διαχείρισης πληροφοριών,
την ακρίβεια και την πληρότητα των δεδομένων CCR,
την ακριβή αποτύπωση των νομικών όρων των συμφωνιών εξασφάλισης και συμψηφισμού στις μετρήσεις της αξίας ανοιγμάτων,
την επαλήθευση της συνέπειας, της ακρίβειας και της αξιοπιστίας των πηγών των δεδομένων που χρησιμοποιούνται στα υποδείγματα, συμπεριλαμβανομένης της ανεξαρτησίας των εν λόγω πηγών,
την ακρίβεια και καταλληλότητα των παραδοχών για τη μεταβλητότητα και τις συσχετίσεις,
την ακρίβεια των υπολογισμών αποτίμησης και μετασχηματισμού κινδύνου,
την επαλήθευση της ακρίβειας του υποδείγματος μέσω συχνού δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχου όπως προβλέπεται στο άρθρο 293 παράγραφος 1 στοιχεία β) έως ε),
τη συμμόρφωση της μονάδας ελέγχου CCR και της μονάδας διαχείρισης εξασφαλίσεων με τις σχετικές εποπτικές απαιτήσεις.
Άρθρο 289
Χρησιμοποίηση υποδείγματος
Άρθρο 290
Προσομοίωση ακραίων καταστάσεων
Εφαρμόζει τουλάχιστον τριμηνιαία σενάρια προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων πολλαπλών μεταβλητών και αξιολογεί τους σημαντικούς κινδύνους εκτός των κινδύνων κατεύθυνσης, συμπεριλαμβανομένων των ανοιγμάτων στην καμπύλη απόδοσης και του κινδύνου βάσης. Οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων πολλαπλών μεταβλητών εξετάζουν τουλάχιστον τα κατωτέρω σενάρια, στα οποία συμβαίνουν οι ακόλουθες καταστάσεις:
έχουν επέλθει σοβαρά οικονομικά γεγονότα ή γεγονότα της αγοράς,
έχει μειωθεί σημαντικά η ευρεία ρευστότητα της αγοράς,
ένας μεγάλος χρηματοοικονομικός διαμεσολαβητής ρευστοποιεί θέσεις.
Άρθρο 291
Κίνδυνος δυσμενούς συσχέτισης
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου νοούνται ως:
α) |
«γενικός κίνδυνος δυσμενούς συσχέτισης» : o κίνδυνος που δημιουργείται όταν η πιθανότητα να αθετήσουν οι αντισυμβαλλόμενοι συσχετίζεται θετικά με γενικούς παράγοντες κινδύνου αγοράς, |
β) |
«ειδικός κίνδυνος δυσμενούς συσχέτισης» : κίνδυνος που δημιουργείται όταν το μελλοντικό άνοιγμα έναντι δεδομένου αντισυμβαλλομένου συσχετίζεται θετικά με την πιθανότητα αθέτησης του εν λόγω αντισυμβαλλομένου λόγω της φύσης των συναλλαγών με αυτόν. Ένα ίδρυμα θεωρείται ότι έχει εκτεθεί σε ειδικό κίνδυνο δυσμενούς συσχέτισης, εάν το μελλοντικό άνοιγμα σε συγκεκριμένο αντισυμβαλλόμενο αναμένεται να είναι υψηλό όταν η πιθανότητα αθέτησης του αντισυμβαλλομένου είναι επίσης υψηλή. |
Τα ιδρύματα υπολογίζουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για CCR σε σχέση με συναλλαγές όπου έχει προσδιοριστεί ειδικός κίνδυνος δυσμενούς συσχέτισης και υπάρχει νομική σύνδεση μεταξύ του αντισυμβαλλομένου και του εκδότη του υποκειμένου του εξωχρηματιστηριακού παραγώγου ή του υποκειμένου των συναλλαγών που αναφέρονται στο άρθρο 273 παράγραφος 2 στοιχεία β), γ) και δ), σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:
τα μέσα για τα οποία υφίσταται ειδικός κίνδυνος δυσμενούς συσχέτισης δεν περιλαμβάνονται στο ίδιο συμψηφιστικό σύνολο με άλλες συναλλαγές με τον αντισυμβαλλόμενο και αντιμετωπίζονται ως χωριστό συμψηφιστικό σύνολο,
στο πλαίσιο οποιουδήποτε εκ των ανωτέρω συμψηφιστικών συνόλων, για συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης μεμονωμένου οφειλέτη η αξία του ανοίγματος ισούται με την πλήρη αναμενόμενη ζημία της αξίας της εναπομένουσας εύλογης αξίας των υποκείμενων μέσων βάσει της παραδοχής ότι ο υποκείμενος εκδότης τελεί υπό εκκαθάριση,
το LGD για ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί τη μέθοδο που ορίζεται στο κεφάλαιο 3 ισούται με 100 % για τέτοιου είδους συμφωνίες ανταλλαγής,
για ένα ίδρυμα που χρησιμοποιεί τη μέθοδο που προβλέπεται στο Κεφάλαιο 2, ο εφαρμοστέος συντελεστής κινδύνου είναι αυτός της μη εξασφαλισμένης συναλλαγής,
για όλες τις άλλες συναλλαγές που αναφέρουν ένα μεμονωμένο όνομα σε οποιοδήποτε συμψηφιστικό σύνολο αυτού του είδους, η αξία ανοίγματος ισούται με την αξία της συναλλαγής βάσει της παραδοχής αθέτησης των υποκείμενων υποχρεώσεων για τις οποίες ο εκδότης είναι νομικώς συνδεδεμένος με τον αντισυμβαλλόμενο. Για τις συναλλαγές που αναφέρουν ένα καλάθι ονομάτων ή δείκτη, εφαρμόζεται εάν καθίσταται διαθέσιμη, η αθέτηση των οικείων υποκείμενων υποχρεώσεων για τις οποίες ο εκδότης είναι νομικώς συνδεδεμένος με τον αντισυμβαλλόμενο,
στον βαθμό που το ίδρυμα χρησιμοποιεί υπάρχοντες υπολογισμούς κινδύνου της αγοράς για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για επιπρόσθετο κίνδυνο αθέτησης και κίνδυνο μεταβολής πιστοληπτικής αξιολόγησης όπως προβλέπεται στον τίτλο IV κεφάλαιο 5 τμήμα 4 που περιλαμβάνουν ήδη μια παραδοχή LGD, το LGD στον τύπο που χρησιμοποιείται ισούται με 100 %.
Άρθρο 292
Ακεραιότητα της διαδικασίας ανάπτυξης υποδειγμάτων
Ένα ίδρυμα διασφαλίζει την ακεραιότητα της διαδικασίας ανάπτυξης υποδειγμάτων όπως προβλέπεται στο άρθρο 284 λαμβάνοντας τουλάχιστον τα κατωτέρω μέτρα:
το εσωτερικό υπόδειγμα αντικατοπτρίζει τους όρους και τα χαρακτηριστικά της συναλλαγής με επίκαιρο, πλήρη και συντηρητικό τρόπο,
αυτοί οι όροι περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα: ονομαστικά ποσά των συμβάσεων, ληκτότητα, περιουσιακά στοιχεία αναφοράς, συμφωνίες περιθωρίου και συμφωνίες συμψηφισμού,
οι όροι και οι προδιαγραφές διατηρούνται σε βάση δεδομένων που υπόκειται σε τακτικό επίσημο έλεγχο,
διαδικασία αναγνώρισης των συμφωνιών συμψηφισμού που απαιτεί την επαλήθευση από νομικό προσωπικό ότι ο συμψηφισμός είναι νομικά εφαρμόσιμος στο πλαίσιο των εν λόγω συμφωνιών,
η επαλήθευση που απαιτείται δυνάμει του στοιχείου δ) εισάγεται στη βάση δεδομένων που αναφέρεται στο στοιχείο γ) από ανεξάρτητη μονάδα,
η μεταφορά των όρων και χαρακτηριστικών των συναλλαγών στο υπόδειγμα EPE υπόκειται σε εσωτερικό έλεγχο,
υπάρχουν επίσημες διαδικασίες ελέγχου της συμφωνίας μεταξύ εσωτερικού υποδείγματος και συστημάτων πηγών δεδομένων ώστε να επαληθεύεται σε συνεχή βάση ότι οι όροι και τα χαρακτηριστικά των συναλλαγών λαμβάνονται υπόψη ορθά, ή τουλάχιστον συντηρητικά, στον υπολογισμό του ΕΡΕ.
Προκειμένου να υπολογίσει το πραγματικό EPE χρησιμοποιώντας βαθμονόμηση ακραίων καταστάσεων, ένα ίδρυμα βαθμονομεί το πραγματικό EPE είτε μέσω δεδομένων μιας τριετίας που περιλαμβάνουν μια περίοδο κρίσης για τα πιστωτικά περιθώρια αθέτησης των αντισυμβαλλομένων του είτε μέσω τεκμαρτών δεδομένων της αγοράς από μια τέτοια περίοδο.
Για αυτό το σκοπό εφαρμόζονται από το ίδρυμα οι απαιτήσεις των παραγράφων 3, 4 και 5.
Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα ιδρύματα να προσαρμόζουν τη βαθμονόμηση ακραίων συνθηκών εάν τα ανοίγματα των εν λόγω χαρτοφυλακίων αναφοράς αποκλίνουν σημαντικά μεταξύ τους.
Ένα ίδρυμα υποβάλλει το υπόδειγμα σε διαδικασία επικύρωσης που εντάσσεται σαφώς στις πολιτικές και τις διαδικασίες του πιστωτικού ιδρύματος. Η διαδικασία επικύρωσης:
προσδιορίζει το είδος ελέγχων που απαιτούνται για να εξασφαλιστεί η αρτιότητα του υποδείγματος και να εντοπιστούν οι συνθήκες υπό τις οποίες οι παραδοχές είναι ακατάλληλες και είναι συνεπώς πιθανό να οδηγήσουν σε υποεκτίμηση του ΕΡΕ,
περιλαμβάνει την εξέταση της πληρότητας του υποδείγματος.
Το ίδρυμα παρακολουθεί τους σχετικούς κινδύνους και εφαρμόζει διαδικασίες που επιτρέπουν την προσαρμογή των εκτιμήσεων του EPE όταν οι κίνδυνοι αυτοί καθίστανται σημαντικοί. Σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, το ίδρυμα:
εντοπίζει και διαχειρίζεται τα ανοίγματά του σε ειδικό κίνδυνο δυσμενούς συσχέτισης όπως ορίζεται στο άρθρο 291 παράγραφος 1 στοιχείο β) και τα ανοίγματά του σε γενικό κίνδυνο δυσμενούς συσχέτισης όπως ορίζεται στο άρθρο 291 παράγραφος 1 στοιχείο α),
για τα ανοίγματα με προφίλ αυξανόμενου κινδύνου έπειτα από ένα έτος, συγκρίνει τακτικά την εκτίμηση της σχετικής μέτρησης του ανοίγματος για ένα έτος με την ίδια μέτρηση του ανοίγματος για ολόκληρη τη διάρκεια του ανοίγματος,
για ανοίγματα με εναπομένουσα ληκτότητα κάτω του ενός έτους, συγκρίνει τακτικά το κόστος αντικατάστασης (τρέχον άνοιγμα) με το πραγματοποιηθέν προφίλ κινδύνου του ανοίγματος και αποθηκεύει τα δεδομένα που επιτρέπουν παρόμοιες συγκρίσεις.
Άρθρο 293
Απαιτήσεις για το σύστημα διαχείρισης κινδύνου
Κάθε ίδρυμα συμμορφώνεται με τις κατωτέρω απαιτήσεις:
πληροί τις ποιοτικές απαιτήσεις που προβλέπονται στο τρίτο μέρος τίτλος IV κεφάλαιο 5,
διεξάγει τακτικό πρόγραμμα δοκιμαστικού εκ των υστέρων ελέγχων, συγκρίνοντας τις μετρήσεις κινδύνου που προέκυψαν από το υπόδειγμα με τις πραγματοποιηθείσες μετρήσεις κινδύνου, και τις υποθετικές μεταβολές βάσει στατικών θέσεων με πραγματοποιηθείσες μετρήσεις,
πραγματοποιεί αρχική επικύρωση και συνεχιζόμενη περιοδική εξέταση του υποδείγματος ανοίγματος CCR και των μετρήσεων κινδύνου που παράγει αυτό. Η επικύρωση και η εξέταση είναι ανεξάρτητες από την ανάπτυξη του υποδείγματος,
το διοικητικό όργανο και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη συμμετέχουν στη διαδικασία ελέγχου κινδύνων ◄ και διασφαλίζουν ότι διατίθενται επαρκείς πόροι για τον έλεγχο του πιστωτικού κινδύνου και του κινδύνου αντισυμβαλλομένου. Σε αυτό το πλαίσιο, οι καθημερινές εκθέσεις που καταρτίζονται από την ανεξάρτητη μονάδα ελέγχου κινδύνων σύμφωνα με το άρθρο 287 παράγραφος 1 στοιχείο α) εξετάζονται σε διοικητικό επίπεδο που διαθέτει επαρκή εξουσία για να επιβάλλει μειώσεις τόσο στις θέσεις μεμονωμένων διαπραγματευτών όσο και στο ύψος του συνολικού ανοίγματος σε κίνδυνο του ιδρύματος,
το εσωτερικό υπόδειγμα μέτρησης των κινδύνων συνδυάζεται στενά με την καθημερινή διαδικασία διαχείρισης κινδύνου του ιδρύματος,
το σύστημα διαχείρισης κινδύνου χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με εσωτερικά όρια διαπραγμάτευσης και ανοιγμάτων. Σε αυτό το πλαίσιο, τα όρια ανοιγμάτων συνδέονται με το υπόδειγμα μέτρησης κινδύνου του ιδρύματος κατά τρόπο διαχρονικά συνεπή, ο οποίος έχει γίνει καλά κατανοητός ►C3 από τους διαπραγματευτές, την υπηρεσία πιστοδοτήσεων πιστοδότησης και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη, ◄
ένα ίδρυμα διασφαλίζει την πλήρη τεκμηρίωση του συστήματος διαχείρισης κινδύνου του. Συγκεκριμένα, διατηρεί γραπτώς τεκμηριωμένες εσωτερικές πολιτικές, ελέγχους και διαδικασίες που σχετίζονται με τη λειτουργία του συστήματος μέτρησης κινδύνων και ρυθμίσεις που να εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τις ανωτέρω πολιτικές,
στο πλαίσιο της διαδικασίας εσωτερικού ελέγχου του ιδρύματος πραγματοποιείται τακτικά ανεξάρτητη εξέταση του συστήματος μέτρησης κινδύνων. Η εν λόγω εξέταση περιλαμβάνει τόσο τις δραστηριότητες των τμημάτων διαπραγμάτευσης όσο και εκείνες του ανεξάρτητου τμήματος ελέγχου κινδύνων. Εξέταση της συνολικής διαδικασίας διαχείρισης κινδύνου πραγματοποιείται σε τακτά διαστήματα (τουλάχιστον μία φορά το χρόνο) και αφορά ειδικά τουλάχιστον όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 288,
η περιοδική επικύρωση των υποδειγμάτων πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένων των δικιμαστικών εκ των υστέρων ελέγχων, εξετάζεται περιοδικά σε επίπεδο διοίκησης που διαθέτει επαρκή εξουσία να αποφασίσει τις ενέργειες που θα ληφθούν για την αντιμετώπιση αδυναμιών των υποδειγμάτων.
Άρθρο 294
Απαιτήσεις επικύρωσης
Στο πλαίσιο της αρχικής και της περιοδικής επικύρωσης του υποδείγματος ανοίγματος CCR και των μετρήσεων κινδύνου του, ένα ίδρυμα διασφαλίζει ότι πληρούνται οι κατωτέρω απαιτήσεις:
το ίδρυμα πραγματοποιεί δοκιμαστικόυς εκ των υστέρων ελέγχους χρησιμοποιώντας ιστορικά δεδομένα σχετικά με τις κινήσεις των συντελεστών κινδύνου αγοράς πριν λάβει άδεια από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 283 παράγραφος 1. Οι δοκιμαστικοί εκ των υστέρων έλεγχοι λαμβάνουν υπόψη διακριτούς χρονικούς ορίζοντες πρόγνωσης επί ένα τουλάχιστον έτος, σε ένα φάσμα διάφορων ημερομηνιών έναρξης που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα συνθηκών αγοράς,
το ίδρυμα που χρησιμοποιεί τη μέθοδο που προβλέπεται στο άρθρο 285 παράγραφος 1 στοιχείο β) επικυρώνει τακτικά το υπόδειγμά του προκειμένου να ελέγξει εάν τα πραγματοποιηθέντα τρέχοντα ανοίγματα συνάδουν με την πρόγνωση κατά τη διάρκεια όλων των περιόδων περιθωρίου ενός έτους. Εάν ορισμένες από τις συναλλαγές του συμψηφιστικού συνόλου έχουν ληκτότητα μικρότερη του ενός έτους, και το συμψηφιστικό σύνολο έχει υψηλότερες ευαισθησίες παραμέτρων κινδύνου χωρίς τις εν λόγω συναλλαγές, η επικύρωση λαμβάνει υπόψη αυτό το γεγονός,
ελέγχει δοκιμστικά εκ των υστέρων την απόδοση του υποδείγματος υπολογισμού του ανοίγματος CCR και τις σχετικές μετρήσεις κινδύνου του υποδείγματος, καθώς και τις προγνώσεις των παραγόντων κινδύνου αγοράς. Για εξασφαλισμένες συναλλαγές, οι χρονικοί ορίζοντες πρόγνωσης που λαμβάνονται υπόψη περιλαμβάνουν όσους αποτυπώνουν τυπικές περιόδους κινδύνου περιθωρίου που εφαρμόζονται σε εξασφαλισμένες συναλλαγές ή συναλλαγές που καλύπτονται από περιθώριο ασφαλείας,
εάν από την επικύρωση του υποδείγματος προκύψει ότι ο πραγματικός EPE είναι υποτιμημένος, το ίδρυμα λαμβάνει τα μέτρα που απαιτούνται για την αντιμετώπιση της ανακρίβειας του υποδείγματος,
ελέγχει τα υποδείγματα τιμολόγησης που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του CCR για ένα δεδομένο σενάριο μελλοντικών διαταραχών που επηρεάζουν τους παράγοντες κινδύνου αγοράς στο πλαίσιο της διαδικασίας αρχικής και περιοδικής επικύρωσης του υποδείγματος. Τα υποδείγματα τιμολόγησης που εφαρμόζονται στα δικαιώματα προαίρεσης λαμβάνουν υπόψη τη μη γραμμικότητα της αξίας των δικαιωμάτων προαίρεσης ως προς τους παράγοντες κινδύνου αγοράς,
το υπόδειγμα υπολογισμού του ανοίγματος CCR αποτυπώνει τις ειδικές πληροφορίες για κάθε συναλλαγή που απαιτούνται για την ομαδοποίηση των ανοιγμάτων στο επίπεδο του συμψηφιστικού συνόλου. Το ίδρυμα επαληθεύει ότι οι συναλλαγές έχουν ενταχθεί στο κατάλληλο συμψηφιστικό σύνολο στο πλαίσιο του υποδείγματος,
το υπόδειγμα υπολογισμού του ανοίγματος CCR περιλαμβάνει ειδικές πληροφορίες για κάθε συναλλαγή προκειμένου να αποτυπώσει τα αποτελέσματα των συμφωνιών περιθωρίου. Λαμβάνει υπόψη τόσο το τρέχον ποσό του περιθωρίου ασφαλείας όσο και το περιθώριο που ενδέχεται να μεταβιβαστεί μεταξύ αντισυμβαλλομένων στο μέλλον. Λαμβάνει επίσης υπόψη τη φύση των συμφωνιών περιθωρίου που είναι μονομερείς ή διμερείς, τη συχνότητα των απαιτήσεων περιθωρίου, την περίοδο κινδύνου περιθωρίου, το ελάχιστο κατώφλι μη καλυμμένου με περιθώριο ασφαλείας ανοίγματος που είναι αποδεκτό από το ίδρυμα, καθώς και το ελάχιστο ποσό κάθε μεταφοράς. Τέλος, είτε περιλαμβάνει εκτίμηση των μεταβολών αξίας των ληφθεισών εξασφαλίσεων βάσει αποτίμησης με τρέχουσες τιμές αγοράς, είτε εφαρμόζει τους κανόνες του κεφαλαίου 4,
η διαδικασία επικύρωσης του υποδείγματος περιλαμβάνει δοκιμαστικούς εκ των υστέρων στατικούς ελέγχους βάσει ιστορικών δεδομένων σε αντιπροσωπευτικά χαρτοφυλάκια αντισυμβαλλομένων. Το ίδρυμα προβαίνει σε δικιμαστικό εκ των υστέρων έλεγχο ορισμένου αριθμού αντιπροσωπευτικών χαρτοφυλακίων αντισυμβαλλομένων (πραγματικών ή υποθετικών) ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Τα αντιπροσωπευτικά χαρτοφυλάκια επιλέγονται με βάση την ευαισθησία τους στους σημαντικούς παράγοντες και συνδυασμούς παραγόντων κινδύνου στους οποίους είναι εκτεθειμένο το ίδρυμα,
ένα ίδρυμα πραγματοποιεί δοκιμαστικούς εκ των υστέρων ελέγχους με στόχο τον έλεγχο των βασικών παραδοχών του υποδείγματος υπολογισμού του ανοίγματος CCR και των σχετικών μετρήσεων κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων βάσει υποδείγματος μεταξύ των περιόδων ισχύος του ίδιου παράγοντα κινδύνου και οι σχέσεις μεταξύ παραγόντων κινδύνου βάσει του υποδείγματος·,
η απόδοση των υποδειγμάτων υπολογισμού του ανοίγματος CCR και των μετρήσεων κινδύνου του υπόκειται σε κατάλληλες πρακτικές δοκιμαστικών εκ των υστέρων ελέγχων. Το πρόγραμμα δοκιμαστικών εκ των υστέρων ελέγχων πρέπει να μπορεί να προσδιορίσει ανεπαρκή απόδοση των μετρήσεων κινδύνου ενός υποδείγματος υπολογισμού EPE·,
ένα ίδρυμα επικυρώνει τα υποδείγματα υπολογισμού του ανοίγματος CCR και όλες τις μετρήσεις κινδύνου για χρονικούς ορίζοντες που αναλογούν στη ληκτότητα των συναλλαγών το άνοιγμα των οποίων υπολογίζεται βάσει της ΜΕΥ σύμφωνα με το άρθρο 283,
ένα ίδρυμα ελέγχει τακτικά τα υποδείγματα τιμολόγησης που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του ανοίγματος έναντι αντισυμβαλλομένου σε σχέση με τα κατάλληλα ανεξάρτητα συγκριτικά κριτήρια στο πλαίσιο της περιοδικής διαδικασίας επικύρωσης υποδειγμάτων,
η περιοδική επικύρωση του υποδείγματος υπολογισμού του ανοίγματος CCR και των σχετικών μετρήσεων κινδύνου περιλαμβάνει μια αξιολόγηση της επάρκειας της πρόσφατης απόδοσης,
η συχνότητα επικαιροποίησης των παραμέτρων ενός υποδείγματος υπολογισμού του ανοίγματος CCR αξιολογείται από ένα ίδρυμα στο πλαίσιο της αρχικής και της περιοδικής διαδικασίας επικύρωσης,
η αρχική και η περιοδική επικύρωση των υποδειγμάτων υπολογισμού του ανοίγματος CCR αξιολογεί εάν οι υπολογισμοί του ανοίγματος σε επίπεδο αντισυμβαλλομένου και σε επίπεδο συμψηφιστικού συνόλου είναι οι κατάλληλοι.
Άρθρο 295
Αναγνώριση του συμβατικού συμψηφισμού ως στοιχείου ελάττωσης του κινδύνου
Τα ιδρύματα μπορούν να αντιμετωπίζουν ως στοιχεία μείωσης του κινδύνου δυνάμει του άρθρου 298 μόνο τα ακόλουθα είδη συμφωνιών συμβατικού συμψηφισμού εάν η συμφωνία συμψηφισμού έχει αναγνωριστεί από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 296 και το ίδρυμα πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 297:
διμερείς συμβάσεις ανανέωσης οφειλής μεταξύ ενός ιδρύματος και ενός αντισυμβαλλομένου του, βάσει των οποίων οι εκατέρωθεν απαιτήσεις και υποχρεώσεις συγχωνεύονται αυτομάτως, έτσι ώστε η ανανέωση αυτή να καταλήγει σε ένα και μόνο καθαρό ποσόν, οσάκις εφαρμόζεται ανανέωση, και συνεπώς γεννάται νέα ενιαία σύμβαση, η οποία αντικαθιστά όλες τις προϋπάρχουσες συμβάσεις και όλες τις υποχρεώσεις μεταξύ των μερών δυνάμει των εν λόγω συμβάσεων και είναι νομικά δεσμευτική για τα μέρη,
άλλες διμερείς συμφωνίες συμψηφισμού μεταξύ του ιδρύματος και του αντισυμβαλλομένου του,
συμφωνίες συμβατικού συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων για ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια να χρησιμοποιούν τη μέθοδο που αναφέρεται στο τμήμα 6, σε ό,τι αφορά τις συναλλαγές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω μεθόδου. Οι αρμόδιες αρχές υποβάλλουν στην ΕΑΤ κατάλογο των συμφωνιών συμβατικού συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων που εγκρίνονται.
Ο συμψηφισμός μεταξύ συναλλαγών που έχουν αναλάβει διαφορετικές νομικές οντότητες ενός ομίλου δεν αναγνωρίζεται για τους σκοπούς του υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων.
Άρθρο 296
Αναγνώριση συμφωνιών συμβατικού συμψηφισμού
Οι κατωτέρω προϋποθέσεις πληρούνται από όλες τις συμφωνίες συμβατικού συμψηφισμού που χρησιμοποιεί ένα ίδρυμα για τους σκοπούς του προσδιορισμού της αξίας ανοίγματος στο παρόν μέρος:
το ίδρυμα έχει συνάψει με τον αντισυμβαλλόμενό του σύμβαση συμψηφισμού η οποία γεννά ενιαία νομική υποχρέωση περιέχουσα το σύνολο των καλυπτομένων συναλλαγών ούτως ώστε, στην περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος αθετήσει τις υποχρεώσεις του, το ίδρυμα να έχει δικαίωμα να λάβει ή υποχρέωση να καταβάλει μόνο το καθαρό αλγεβρικό άθροισμα των θετικών και αρνητικών αγοραίων αξιών στις οποίες αποτιμώνται οι καλυπτόμενες επιμέρους συναλλαγές,
το ίδρυμα έχει θέσει υπόψη των αρμοδίων αρχών γραπτές και αιτιολογημένες νομικές γνωμοδοτήσεις ούτως ώστε, εάν υπάρξει νομική αμφισβήτηση της σύμβασης συμψηφισμού, οι απαιτήσεις και οι υποχρεώσεις του ιδρύματος να μην υπερβούν τις αναφερόμενες στο στοιχείο α). Η νομική γνωμοδότηση παραπέμπει στο εφαρμοστέο δίκαιο:
το δίκαιο του κράτους στο οποίο έχει συσταθεί ο αντισυμβαλλόμενος,
στην περίπτωση που συμμετέχει υποκατάστημα μιας εταιρείας που βρίσκεται σε άλλη χώρα από τη χώρα όπου έχει συσταθεί η επιχείρηση, το δίκαιο του κράτους στο οποίο ευρίσκεται το υποκατάστημα,
το δίκαιο του κράτους που διέπει τις επιμέρους συναλλαγές που περιλαμβάνονται στη σύμβαση συμψηφισμού,
το δίκαιο του κράτους που διέπει καθεμία από τις συμβάσεις ή συμφωνίες που απαιτούνται για την πραγματοποίηση του συμβατικού συμψηφισμού,
ο πιστωτικός κίνδυνος έναντι κάθε αντισυμβαλλομένου υπολογίζεται σωρευτικά ώστε να προκύψει ένα ενιαίο από νομική άποψη άνοιγμα για όλες τις συναλλαγές με κάθε αντισυμβαλλόμενο. Το σωρευτικό αυτό άνοιγμα λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό των πιστωτικών ορίων και των εσωτερικών κεφαλαίων,
η σύμβαση δεν περιέχει ρήτρα σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση αθέτησης από έναν αντισυμβαλλόμενο επιτρέπεται στον συμβαλλόμενο που εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του να προβαίνει σε περιορισμένες μόνο καταβολές ή σε καμία καταβολή προς την περιουσία του περιελθόντος σε αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του αντισυμβαλλομένου, ακόμα και εάν ο τελευταίος είναι καθαρός πιστωτής (ήτοι, ρήτρα υπαναχώρησης).
Εάν κάποια από τις αρμόδιες αρχές κρίνει ότι ο συμβατικός συμψηφισμός δεν είναι νομικά έγκυρος και εφαρμοστέος σύμφωνα με το δίκαιο καθεμίας από τις δικαιοδοσίες που αναφέρονται στο στοιχείο β), η συμφωνία συμβατικού συμψηφισμού δεν αναγνωρίζεται ως παράγοντας μείωσης του κινδύνου για κανέναν από τους συμβαλλομένους. Οι αρμόδιες αρχές αλληλοενημερώνονται σχετικά.
Οι νομικές γνωμοδοτήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο β) μπορούν να καταρτίζονται με αναφορά στα είδη συμβατικού συμψηφισμού. Οι συμφωνίες συμβατικού συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων πληρούν τις κατωτέρω πρόσθετες προϋποθέσεις:
το καθαρό αλγεβρικό άθροισμά που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) είναι το καθαρό αλγεβρικό άθροισμά των θετικών και αρνητικών τιμών εκκαθάρισης οιασδήποτε συμπεριλαμβανόμενης επιμέρους διμερούς συμφωνίας-πλαισίου και της θετικής και αρνητικής τρέχουσας τιμής των μεμονωμένων συναλλαγών (το «καθαρό ποσό μεταξύ προϊόντων»),
οι νομικές γνωμοδοτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) θα πραγματεύονται την εγκυρότητα και την εκτελεστότητα της συμφωνίας συμβατικού συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων στο σύνολό της σύμφωνα με τους όρους της και τις επιπτώσεις του συμψηφιστικού διακανονισμού επί των βασικών διατάξεων οιασδήποτε συμπεριλαμβανόμενης επιμέρους διμερούς συμφωνίας πλαισίου.
Άρθρο 297
Υποχρεώσεις των ιδρυμάτων
Λαμβανομένης υπόψη της συμφωνίας συμβατικού συμψηφισμού μεταξύ προϊόντων, το ίδρυμα εξακολουθεί να συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις για την αναγνώριση του διμερούς συμψηφισμού και τις απαιτήσεις του κεφαλαίου 4 για την αναγνώριση της μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, κατά περίπτωση, σε σχέση με κάθε συμπεριληφθείσα επιμέρους διμερή συμφωνία-πλαίσιο και συναλλαγή.
Άρθρο 298
Αποτελέσματα της αναγνώρισης του συμψηφισμού ως στοιχείου μείωσης του κινδύνου
Ο συμψηφισμός για τους σκοπούς των τμημάτων 3 έως 6 αναγνωρίζεται με τον τρόπο που προβλέπεται σε αυτά τα τμήματα.
Άρθρο 299
Στοιχεία του χαρτοφυλακίου συναλλαγών
Κατά τον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών για κίνδυνο αντισυμβαλλομένου των στοιχείων του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, τα ιδρύματα συμμορφώνονται με τις κατωτέρω αρχές:
▼M8 —————
τα ιδρύματα δεν μπορούν να εφαρμόζουν την απλή μέθοδο χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων που αναφέρεται στο άρθρο 222 για την αναγνώριση των συνεπειών χρηματοοικονομικών εξασφαλίσεων,
στην περίπτωση συναλλαγών επαναγοράς και συναλλαγών δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων καταχωριζόμενων σε χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, τα ιδρύματα μπορούν να αναγνωρίζουν ως επιλέξιμη εξασφάλιση κάθε χρηματοοικονομικό μέσο και βασικό εμπόρευμα που πληροί τις προϋποθέσεις για να συμπεριληφθεί στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών,
για άνοιγμα που οφείλεται σε εξωχρηματιστηριακό παράγωγο μέσο το οποίο εγγράφεται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, τα ιδρύματα μπορούν ομοίως να αναγνωρίζουν ως επιλέξιμη εξασφάλιση τα βασικά εμπορεύματα που πληρούν τις προϋποθέσεις για να συμπεριληφθούν στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών,
προκειμένου να υπολογισθούν οι προσαρμογές μεταβλητότητας όταν τέτοιου είδους χρηματοοικονομικά μέσα ή βασικά εμπορεύματα μη επιλέξιμα δυνάμει του κεφαλαίου 4 διατίθενται ως δάνειο, πωλούνται ή παρέχονται ή αποτελούν αντικείμενο δανειοληψίας, αγοράζονται ή λαμβάνονται ως εξασφάλιση ή υπό άλλη μορφή στο πλαίσιο τέτοιας συναλλαγής και το ίδρυμα χρησιμοποιεί τη μέθοδο των εποπτευόμενων προσαρμογών μεταβλητότητας δυνάμει κεφαλαίου 4 τμήμα 3, τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν τα εν λόγω μέσα και βασικά εμπορεύματα με τον ίδιο τρόπο όπως και τις μετοχές οι οποίες δεν περιλαμβάνονται σε βασικό δείκτη και είναι εισηγμένες σε αναγνωρισμένο χρηματιστήριο,
εάν ένα ίδρυμα χρησιμοποιεί τη μέθοδο των εσωτερικών εκτιμήσεων προσαρμογής μεταβλητότητας δυνάμει του κεφαλαίου 4 τμήμα 3 σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα ή βασικά εμπορεύματα που δεν είναι επιλέξιμα δυνάμει του κεφαλαίου 4, το ίδρυμα υπολογίζει τις προσαρμογές μεταβλητότητας για κάθε χωριστό στοιχείο. Εάν ένα ίδρυμα έχει λάβει άδεια να χρησιμοποιεί τη μέθοδο των εσωτερικών υποδειγμάτων που ορίζεται στο κεφάλαιο 4, μπορεί επίσης να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο αυτή και για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών,
σε σχέση με την αναγνώριση συμβάσεων-πλαισίων συμψηφισμού που καλύπτουν συναλλαγές επαναγοράς ή συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων ή άλλου είδους συναλλαγές με όρους κεφαλαιαγοράς, τα ιδρύματα αναγνωρίζουν τον συμψηφισμό μεταξύ θέσεων εντός και εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών μόνο εφόσον οι συμψηφιζόμενες συναλλαγές πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
όλες οι συναλλαγές αποτιμώνται καθημερινά με βάση τις τρέχουσες αγοραίες τιμές,
κάθε στοιχείο το οποίο αποτελεί αντικείμενο δανειοληψίας, αγοράζεται ή λαμβάνεται στο πλαίσιο των συναλλαγών είναι δυνατόν να αναγνωρισθεί ως επιλέξιμη χρηματοοικονομική εξασφάλιση δυνάμει του κεφαλαίου 4 χωρίς εφαρμογή των στοιχείων γ) έως στ) της παρούσας παραγράφου,
όταν ένα πιστωτικό παράγωγο το οποίο περιλαμβάνεται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών αποτελεί στοιχείο εσωτερικής αντιστάθμισης κινδύνου και η πιστωτική προστασία αναγνωρίζεται βάσει του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 204, τα ιδρύματα εφαρμόζουν μία από τις κατωτέρω προσεγγίσεις:
το αντιμετωπίζουν ως εάν δεν υφίστατο κίνδυνος αντισυμβαλλομένου εξαιτίας της θέσης στο πιστωτικό παράγωγο,
συμπεριλαμβάνουν με συνέπεια για τους σκοπούς του υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου όλα τα πιστωτικά παράγωγα που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και αποτελούν στοιχείο εσωτερικής αντιστάθμισης κινδύνου στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών ή έχουν αγοραστεί ως προστασία για πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου όταν η πιστωτική προστασία αναγνωρίζεται ως επιλέξιμη βάσει του κεφαλαίου 4.
Άρθρο 300
Ορισμοί
Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος και του έβδομου μέρους, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1) |
«απομακρυσμένο από τον κίνδυνο πτώχευσης» : σε σχέση με περιουσιακά στοιχεία πελάτη σημαίνει ότι υφίστανται αποτελεσματικές ρυθμίσεις που διασφαλίζουν ότι τα συγκεκριμένα στοιχεία δεν θα είναι διαθέσιμα στους πιστωτές ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή ενός εκκαθαριστικού μέλους σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή του εκκαθαριστικού μέλους αντιστοίχως ή ότι τα στοιχεία δεν θα είναι διαθέσιμα στο εκκαθαριστικό μέλος για την κάλυψη ζημιών που έχει υποστεί μετά την αθέτηση πελάτη ή πελατών πέραν εκείνων που έχουν παράσχει τα εν λόγω στοιχεία, |
2) |
«συναλλαγή που σχετίζεται με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο» : μια σύμβαση ή συναλλαγή που αναφέρεται στο άρθρο 295 παράγραφος 1 μεταξύ ενός πελάτη και ενός εκκαθαριστικού μέλους που σχετίζεται άμεσα με μια σύμβαση ή μία συναλλαγή που αναφέρεται στο άρθρο 295 παράγραφος 1 μεταξύ του εκκαθαριστικού μέλους και ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου, |
3) |
«εκκαθαριστικό μέλος» : εκκαθαριστικό μέλος όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 14) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, |
4) |
«πελάτης» : πελάτης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 15) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ή επιχείρηση που έχει προβεί σε ρυθμίσεις έμμεσης εκκαθάρισης με εκκαθαριστικό μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, |
5) |
«συναλλαγή σε μετρητά» : συναλλαγή σε μετρητά, χρεωστικούς τίτλους ή μετοχές, πράξη συναλλάγματος ή συναλλαγή βασικών εμπορευμάτων με άμεση παράδοση («spot»)· ωστόσο, οι πράξεις επαναγοράς, οι συναλλαγές δανειοδοσίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων και οι συναλλαγές δανειοληψίας τίτλων ή βασικών εμπορευμάτων δεν είναι συναλλαγές σε μετρητά, |
6) |
«ρύθμιση έμμεσης εκκαθάρισης» : η ρύθμιση που πληροί τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, |
7) |
«πελάτης υψηλότερου επιπέδου» : οντότητα που παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης σε πελάτη χαμηλότερου επιπέδου, |
8) |
«πελάτης χαμηλότερου επιπέδου» : οντότητα που διαθέτει πρόσβαση στις υπηρεσίες κεντρικού αντισυμβαλλομένου μέσω πελάτη υψηλότερου επιπέδου, |
9) |
«πολυεπίπεδη διάρθρωση πελατών» : ρύθμιση έμμεσης εκκαθάρισης βάσει της οποίας παρέχονται υπηρεσίες εκκαθάρισης σε ένα ίδρυμα από μια οντότητα που δεν είναι εκκαθαριστικό μέλος, αλλά είναι πελάτης ενός εκκαθαριστικού μέλους ή ενός πελάτη υψηλότερου επιπέδου, |
10) |
«μη προκαταβεβλημένη συνεισφορά σε κεφάλαιο εκκαθάρισης» : συνεισφορά που ένα ίδρυμα το οποίο ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος έχει δεσμευτεί συμβατικώς να παράσχει σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αφότου αυτός έχει εξαντλήσει το κεφάλαιο εκκαθάρισής του για την κάλυψη ζημιών που υφίσταται λόγω αθέτησης υποχρεώσεων εκ μέρους ενός ή περισσοτέρων εκκαθαριστικών μελών του, |
11) |
«πλήρως εγγυημένη συναλλαγή δανειοδοσίας ή δανειοληψίας καταθέσεων» : πλήρως εξασφαλισμένη συναλλαγή δανειοδοσίας ή δανειοληψίας στη χρηματαγορά στην οποία δύο αντισυμβαλλόμενοι ανταλλάσσουν καταθέσεις και ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρεμβάλλεται μεταξύ τους προκειμένου να εξασφαλίσει την εκτέλεση των υποχρεώσεων πληρωμών των εν λόγω αντισυμβαλλομένων. |
Άρθρο 301
Πεδίο εφαρμογής
Το παρόν τμήμα εφαρμόζεται στις ακόλουθες συμβάσεις και συναλλαγές για όσο διάστημα εκκρεμούν με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο:
συμβάσεις παραγώγων του παραρτήματος ΙΙ και πιστωτικά παράγωγα,
συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων και πλήρως εγγυημένες συναλλαγές δανειοδοσίας ή δανειοληψίας καταθέσεων και
συναλλαγές με μακρά προθεσμία διακανονισμού·
Το παρόν τμήμα δεν εφαρμόζεται στα ανοίγματα που προκύπτουν από τον διακανονισμό των συναλλαγών σε μετρητά. Τα ιδρύματα εφαρμόζουν τη μεταχείριση που ορίζεται στον τίτλο V για τα συναλλακτικά ανοίγματα που προκύπτουν από τις ανωτέρω συναλλαγές και συντελεστή στάθμισης κινδύνου 0 % για συνεισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης που καλύπτουν μόνο τις εν λόγω συναλλαγές. Τα ιδρύματα εφαρμόζουν τη μεταχείριση που ορίζεται στο άρθρο 307 για συνεισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης που καλύπτουν οποιαδήποτε από τις συμβάσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου επιπλέον των συναλλαγών σε μετρητά.
Για τους σκοπούς του παρόντος τμήματος, ισχύουν οι ακόλουθες απαιτήσεις:
το αρχικό περιθώριο δεν περιλαμβάνει συνεισφορές σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο για ρυθμίσεις αμοιβαιοποιημένου επιμερισμού των ζημιών,
το αρχικό περιθώριο περιλαμβάνει εξασφαλίσεις που έχουν κατατεθεί από ένα ίδρυμα που ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος ή από πελάτη καθ' υπέρβαση του ελάχιστου ποσού που απαιτείται αντίστοιχα από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή από το ίδρυμα που ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος, υπό την προϋπόθεση ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή το ίδρυμα που ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος μπορούν, στις κατάλληλες περιπτώσεις, να μην επιτρέπουν την απόσυρση της υπερβάλλουσας εξασφάλισης από το ίδρυμα που ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος ή από τον πελάτη,
Όταν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος χρησιμοποιεί αρχικό περιθώριο για την αμοιβαιοποίηση των ζημιών μεταξύ των εκκαθαριστικών μελών του, τα ιδρύματα που ενεργούν ως εκκαθαριστικά μέλη θα πρέπει να αντιμετωπίζουν το εν λόγω αρχικό περιθώριο ως συνεισφορά στο κεφάλαιο εκκαθάρισης.
Άρθρο 302
Παρακολούθηση των ανοιγμάτων έναντι κεντρικών αντισυμβαλλόμενων
Άρθρο 303
Μεταχείριση των ανοιγμάτων των εκκαθαριστικών μελών έναντι κεντρικού αντισυμβαλλομένου
Ένα ίδρυμα που ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος, είτε για ίδιο λογαριασμό είτε ως χρηματοοικονομικός διαμεσολαβητής μεταξύ πελάτη και ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου, υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τα ανοίγματά του έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ως εξής:
εφαρμόζει την προσδιοριζόμενη στο άρθρο 306 μεταχείριση στα συναλλακτικά του ανοίγματα έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου,
εφαρμόζει την προσδιοριζόμενη στο άρθρο 307 μεταχείριση στις συνεισφορές του στο κεφάλαιο εκκαθάρισης έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.
Άρθρο 304
Αντιμετώπιση ανοιγμάτων εκκαθαριστικών μελών έναντι πελατών
Όταν ένα ίδρυμα που ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος χρησιμοποιεί τις μεθόδους που προβλέπονται στο τμήμα 3 ή 6 του παρόντος κεφαλαίου για τον υπολογισμό της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για τα ανοίγματά του, ισχύουν οι ακόλουθες διατάξεις:
κατά παρέκκλιση από το άρθρο 285 παράγραφος 2, το ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί περίοδο κινδύνου περιθωρίου διάρκειας πέντε τουλάχιστον εργάσιμων ημερών για τα ανοίγματά του έναντι πελάτη,
το ίδρυμα εφαρμόζει περίοδο κινδύνου περιθωρίου τουλάχιστον 10 εργάσιμων ημερών για τα ανοίγματά του έναντι κεντρικού αντισυμβαλλομένου,
κατά παρέκκλιση από το άρθρο 285 παράγραφος 3, όταν ένα συμψηφιστικό σύνολο που περιλαμβάνεται στον υπολογισμό πληροί την προϋπόθεση που αναφέρεται στο στοιχείο α) της εν λόγω παραγράφου, το ίδρυμα δύναται να μην εφαρμόσει το όριο που καθορίζεται στο εν λόγω στοιχείο, υπό τον όρο ότι το συμψηφιστικό σύνολο δεν πληροί την προϋπόθεση που ορίζεται στο στοιχείο β) της εν λόγω παραγράφου και δεν περιέχει αμφισβητούμενες συναλλαγές ή εξωτικά δικαιώματα προαίρεσης,
σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διατηρεί περιθώριο μεταβλητότητας έναντι μιας συναλλαγής και οι εξασφαλίσεις του ιδρύματος δεν προστατεύονται έναντι της αφερεγγυότητας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, το ίδρυμα εφαρμόζει περίοδο κινδύνου περιθωρίου διάρκειας ενός έτους ή ίσης με την εναπομένουσα ληκτότητα της συναλλαγής, όποια από τις δύο είναι μικρότερη, με κατώτατο όριο τις 10 εργάσιμες ημέρες.
Σε περίπτωση πολυεπίπεδης διάρθρωσης πελατών η μεταχείριση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε επίπεδο της εν λόγω διάρθρωσης.
Άρθρο 305
Αντιμετώπιση των ανοιγμάτων πελατών
Με την επιφύλαξη της προσέγγισης που καθορίζεται στην παράγραφο 1, όταν ένα ίδρυμα είναι πελάτης, μπορεί να υπολογίζει τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για τα ανοίγματα διαπραγμάτευσης που αφορούν τις σχετιζόμενες με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο συναλλαγές του με το εκκαθαριστικό μέλος του σύμφωνα με το άρθρο 306, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
οι θέσεις και τα στοιχεία περιουσίας του εν λόγω ιδρύματος που σχετίζονται με τις εν λόγω συναλλαγές διακρίνονται και διαχωρίζονται, σε επίπεδο τόσο εκκαθαριστικού μέλους όσο και κεντρικού αντισυμβαλλομένου, από τις θέσεις και τα στοιχεία περιουσίας τόσο του εκκαθαριστικού μέλους όσο και των υπολοίπων πελατών του εν λόγω εκκαθαριστικού μέλους και ως αποτέλεσμα αυτής της διάκρισης και αυτού του διαχωρισμού, οι σχετικές θέσεις και τα στοιχεία περιουσίας είναι απομακρυσμένα από τον κίνδυνο πτώχευσης σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης ή αφερεγγυότητας του εκκαθαριστικού μέλους ή ενός ή περισσοτέρων από τους υπόλοιπους πελάτες του εκκαθαριστικού μέλους,
η σχετική νομοθεσία, οι κανονισμοί, οι κανόνες και οι συμβατικές ρυθμίσεις που εφαρμόζονται ή δεσμεύουν το εν λόγω ίδρυμα ή τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο διευκολύνουν τη μεταφορά των θέσεων του πελάτη που σχετίζονται με τις εν λόγω συμβάσεις και συναλλαγές και των αντίστοιχων εξασφαλίσεων σε άλλο εκκαθαριστικό μέλος εντός της εφαρμοστέας περιόδου κινδύνου που καλύπτεται από το περιθώριο ασφάλισης σε περίπτωση αθέτησης ή αφερεγγυότητας του αρχικού εκκαθαριστικού μέλους. Στην περίπτωση αυτή, οι θέσεις του πελάτη και οι εξασφαλίσεις μεταφέρονται βάσει της τιμής αγοράς, εκτός εάν ο πελάτης ζητήσει το κλείσιμο της ανοιχτής θέσης στην τιμή αγοράς,
ο πελάτης έχει προβεί σε επαρκώς εμπεριστατωμένη νομική εξέταση, την οποία διατηρεί επικαιροποιημένη, με την οποία τεκμηριώνεται ότι οι ρυθμίσεις που διασφαλίζουν ότι πληρούται η προϋπόθεση που προβλέπεται στο στοιχείο β), είναι νομικά έγκυρες, ισχύουσες, δεσμευτικές και εκτελεστές σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία της συναφούς δικαιοδοσίας ή δικαιοδοσιών,
ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι αναγνωρισμένος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος.
Όταν το ίδρυμα αξιολογεί τη συμμόρφωσή του με την προϋπόθεση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β), ένα ίδρυμα δύναται να λαμβάνει υπόψη τυχόν σαφείς προηγούμενες μεταφορές των θέσεων πελατών και των αντίστοιχων εξασφαλίσεων σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, καθώς και οποιοδήποτε πρόθεση του κλάδου να συνεχιστεί η πρακτική αυτή.
Άρθρο 306
Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ανοίγματα συναλλαγών
Κάθε ίδρυμα εφαρμόζει την ακόλουθη αντιμετώπιση στα ανοίγματα συναλλαγών με κεντρικούς αντισυμβαλλομένους:
εφαρμόζει συντελεστή στάθμισης κινδύνου 2 % στις αξίες ανοίγματος όλων των ανοιγμάτων συναλλαγών με αναγνωρισμένους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους,
εφαρμόζει σε όλα τα ανοίγματα συναλλαγών με μη αναγνωρισμένους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τον συντελεστή στάθμισης κινδύνου που χρησιμοποιείται για την τυποποιημένη μέθοδο υπολογισμού του πιστωτικού κινδύνου, όπως ορίζεται στο άρθρο 107 παράγραφος 2 στοιχείο β),
όταν το ίδρυμα ενεργεί ως χρηματοοικονομικός διαμεσολαβητής μεταξύ πελάτη και κεντρικού αντισυμβαλλομένου και οι όροι της σχετιζόμενης με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο συναλλαγής ορίζουν ότι το ίδρυμα δεν υποχρεούται να αποζημιώσει τον πελάτη για ζημίες που υφίσταται λόγω μεταβολών της αξίας της συναλλαγής σε περίπτωση αθέτησης εκ μέρους του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, το εν λόγω ίδρυμα δύναται να ορίζει ως ίση με μηδέν την αξία ανοίγματος του συναλλακτικού ανοίγματος έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που αντιστοιχεί στην εν λόγω σχετιζόμενη με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο συναλλαγή,
όταν ένα ίδρυμα ενεργεί ως χρηματοοικονομικός διαμεσολαβητής μεταξύ πελάτη και κεντρικού αντισυμβαλλομένου και οι όροι της σχετιζόμενης με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο συναλλαγής ορίζουν ότι το ίδρυμα υποχρεούται να αποζημιώσει τον πελάτη για ζημίες που υφίσταται λόγω μεταβολών της αξίας της συναλλαγής σε περίπτωση αθέτησης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, το εν λόγω ίδρυμα εφαρμόζει τη μεταχείριση του στοιχείου α) ή του στοιχείου β), ανάλογα με την περίπτωση, στο συναλλακτικό άνοιγμα με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που αντιστοιχεί στη συγκεκριμένη σχετιζόμενη με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο συναλλαγή.
Άρθρο 307
Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για συνεισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης κεντρικού αντισυμβαλλομένου
Ένα ίδρυμα που ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος εφαρμόζει την ακόλουθη μεταχείριση στα ανοίγματά του που προκύπτουν από τις συνεισφορές του στο κεφάλαιο εκκαθάρισης ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου:
υπολογίζει την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τις προκαταβεβλημένες συνεισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου σύμφωνα με τη μέθοδο που ορίζεται στο άρθρο 308,
υπολογίζει την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τις προκαταβεβλημένες και μη καταβεβλημένες συνεισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης μη αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου σύμφωνα με τη μέθοδο που ορίζεται στο άρθρο 309,
υπολογίζει την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για τις μη καταβεβλημένες συνεισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου σύμφωνα με τη μεταχείριση που ορίζεται στο άρθρο 310.
Άρθρο 308
Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για προκαταβεβλημένες συνεισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου
Ένα ίδρυμα υπολογίζει την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη του ανοίγματος που προκύπτει από την προκαταβεβλημένη συνεισφορά του ως εξής:
όπου:
Ki |
= |
η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων, |
i |
= |
ο δείκτης που υποδηλώνει το εκκαθαριστικό μέλος, |
KCCP |
= |
το υποθετικό κεφάλαιο του αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου που γνωστοποιείται στο ίδρυμα από τον αναγνωρισμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με το άρθρο 50γ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, |
DFi |
= |
η προκαταβεβλημένη συνεισφορά, |
DFCCP |
= |
οι προκαταβεβλημένοι χρηματοοικονομικοί πόροι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου οι οποίοι γνωστοποιούνται στο ίδρυμα από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με το άρθρο 50γ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και |
DFCM |
= |
το άθροισμα των προκαταβεβλημένων συνεισφορών όλων των εκκαθαριστικών μελών του αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου που γνωστοποιείται στο ίδρυμα από τον αναγνωρισμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με το άρθρο 50γ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. |
▼M8 —————
Άρθρο 309
Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για προκαταβεβλημένες συνεισφορές σε κεφάλαιο εκκαθάρισης μη αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου και για μη καταβεβλημένες συνεισφορές σε μη αναγνωρισμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο
Το ίδρυμα εφαρμόζει τον ακόλουθο τύπο για τον υπολογισμό της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων για ανοίγματα που προκύπτουν από τις προκαταβεβλημένες συνεισφορές του στο κεφάλαιο εκκαθάρισης μη αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου και από τις μη καταβεβλημένες εισφορές του σε τέτοιου είδους κεντρικό αντισυμβαλλόμενο:
K |
= |
η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων, |
DF |
= |
οι προκαταβεβλημένες συνεισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης μη αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου και |
UC |
= |
οι μη καταβεβλημένες εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης μη αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου. |
Άρθρο 310
Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για μη καταβεβλημένες συνεισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου.
Το ίδρυμα εφαρμόζει συντελεστή στάθμισης κινδύνου 0 % στις μη καταβεβλημένες συνεισφορές του στο κεφάλαιο εκκαθάρισης ενός αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλόμενου.
Άρθρο 311
Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων που παύουν να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις
Όταν πληρούται η προϋπόθεση της παραγράφου 1, τα ιδρύματα, εντός τριών μηνών από τη στιγμή που υποπίπτει στην αντίληψή τους η κατάσταση που περιγράφεται στην εν λόγω παράγραφο ή νωρίτερα εάν απαιτηθεί από τις αρμόδιες αρχές του ιδρύματος, πράττουν τα ακόλουθα σε σχέση με τα ανοίγματά τους έναντι του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου:
εφαρμόζουν στα συναλλακτικά ανοίγματά τους έναντι του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου τη μεταχείριση που καθορίζεται στο άρθρο 306 παράγραφος 1 στοιχείο β),
εφαρμόζουν τη μεταχείριση που καθορίζεται στο άρθρο 309 στις προκαταβεβλημένες συνεισφορές τους στο κεφάλαιο εκκαθάρισης του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου και στις μη καταβεβλημένες συνεισφορές του στον εν λόγω κεντρικό αντισυμβαλλόμενο,
αντιμετωπίζουν τα ανοίγματά τους έναντι του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκτός από τα ανοίγματα που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου, ως ανοίγματα έναντι επιχείρησης σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση για τον πιστωτικό κίνδυνο που ορίζεται στο κεφάλαιο 2.
ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ
ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΙΔΗΩΝ ΚΕΦΑΛΑΗΩΝ ΓΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ ΚΙΝΔΥΝΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Γενικές αρχές που διέπουν τη χρήση διαφορετικών μεθόδων
Άρθρο 312
Χορήγηση άδειας και ενημέρωση
Οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν στα ιδρύματα να χρησιμοποιούν εναλλακτικό σχετικό δείκτη για τους επιχειρηματικούς τομείς της λιανικής τραπεζικής και της εμπορικής τραπεζικής εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 319 παράγραφος 2 και του άρθρου 320.
Επιπλέον, τα ιδρύματα υποβάλλουν αίτηση στις αρμόδιες αρχές εάν επιθυμούν να πραγματοποιήσουν ουσιώδεις επεκτάσεις και μεταβολές των εν λόγω εξελιγμένων μεθόδων μέτρησης. Οι αρμόδιες αρχές χορηγούν την άδεια μόνο εάν τα ιδρύματα εξακολουθήσουν να ικανοποιούν τα πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο μετά τις εν λόγω ουσιώδεις επεκτάσεις και μεταβολές.
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:
τη μεθοδολογία αξιολόγησης βάσει της οποίας οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν στα ιδρύματα να χρησιμοποιούν εξελιγμένες προσεγγίσεις μέτρησης,
τους όρους για την αξιολόγηση του ουσιώδους χαρακτήρα των επεκτάσεων και των μεταβολών των εξελιγμένων προσεγγίσεων μέτρησης,
τις λεπτομέρειες της κοινοποίησης που απαιτείται βάσει της παραγράφου 3.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 313
Επιστροφή στη χρήση λιγότερο εξελιγμένων μεθόδων
Ένα ίδρυμα μπορεί να επανέλθει στη χρήση μιας λιγότερο εξελιγμένης προσέγγισης για τον λειτουργικό κίνδυνο μόνο εφόσον πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
το ίδρυμα έχει αποδείξει επαρκώς στις αρμόδιες αρχές ότι η χρήση μιας λιγότερο εξελιγμένης προσέγγισης δεν προτείνεται για τη μείωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων που σχετίζονται με το λειτουργικό κίνδυνο του ιδρύματος, ότι είναι απαραίτητη βάσει της φύσης και της πολυπλοκότητας του ιδρύματος και δεν θα είχε ουσιώδη αρνητικό αντίκτυπο στη φερεγγυότητα του ιδρύματος ή την ικανότητά του για αποτελεσματική διαχείριση του λειτουργικού κινδύνου,
το ίδρυμα έχει λάβει την προηγούμενη άδεια της αρμόδιας αρχής.
Άρθρο 314
Συνδυασμένη χρήση διαφορετικών προσεγγίσεων
Το ίδρυμα μπορεί να χρησιμοποιεί εξελιγμένη μέθοδο προσέγγισης σε συνδυασμό είτε με τη προσέγγιση του βασικού δείκτη είτε με την τυποποιημένη προσέγγιση, εάν συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
ο συνδυασμός των προσεγγίσεων που χρησιμοποιεί το ίδρυμα αποτυπώνει όλους τους λειτουργικούς του κινδύνους και οι αρμόδιες αρχές έχουν πεισθεί για την καταλληλότητα της μεθοδολογίας που εφαρμόζεται για την κάλυψη των διαφόρων δραστηριοτήτων, γεωγραφικών τόπων, νομικών διαρθρώσεων ή άλλων υποδιαιρέσεων που προσδιορίζονται σε εσωτερικό επίπεδο,
τα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 320 και τα πρότυπα των άρθρων 321 και 322 πληρούνται για το μέρος των δραστηριοτήτων που καλύπτεται από την τυποποιημένη προσέγγιση και την εξελιγμένη προσέγγιση μέτρησης, αντίστοιχα.
Για τα ιδρύματα που επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν εξελιγμένη μέθοδο μέτρησης σε συνδυασμό είτε με τη μέθοδο του βασικού δείκτη είτε με την τυποποιημένη μέθοδο, οι αρμόδιες αρχές επιβάλλουν τις ακόλουθες πρόσθετες προϋποθέσεις για τη χορ