02012R0648 — EL — 12.08.2022 — 020.001


Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο

►B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 4ης Ιουλίου 2012

για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  αριθ.

σελίδα

ημερομηνία

►M1

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013

  L 176

1

27.6.2013

►M2

ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 1002/2013 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 12ης Ιουλίου 2013

  L 279

2

19.10.2013

 M3

ΟΔΗΓΙΑ 2014/59/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 15ης Μαΐου 2014

  L 173

190

12.6.2014

►M4

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 15ης Μαΐου 2014

  L 173

84

12.6.2014

►M5

ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2015/849 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 20ής Μαΐου 2015

  L 141

73

5.6.2015

 M6

ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2015/1515 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 5ης Ιουνίου 2015

  L 239

63

15.9.2015

►M7

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2015/2365 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 25ης Νοεμβρίου 2015

  L 337

1

23.12.2015

 M8

ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/610 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 20ής Δεκεμβρίου 2016

  L 86

3

31.3.2017

►M9

ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/979 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 2ας Μαρτίου 2017

  L 148

1

10.6.2017

►M10

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/2402 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 12ης Δεκεμβρίου 2017

  L 347

35

28.12.2017

►M11

ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/460 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 30ής Ιανουαρίου 2019

  L 80

8

22.3.2019

►M12

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/834 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 20ής Μαΐου 2019

  L 141

42

28.5.2019

►M13

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/876 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 20ής Μαΐου 2019

  L 150

1

7.6.2019

►M14

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/2099 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 23ης Οκτωβρίου 2019

  L 322

1

12.12.2019

►M15

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2021/23 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 16ης Δεκεμβρίου 2020

  L 22

1

22.1.2021

►M16

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2021/168 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 10ης Φεβρουαρίου 2021

  L 49

6

12.2.2021


Διορθώνεται από:

►C1

Διορθωτικό, ΕΕ L 321, 30.11.2013, σ.  6 (575/2013)

►C2

Διορθωτικό, ΕΕ L 129, 15.4.2021, σ.  162 (αριθ. 648/2012)

►C3

Διορθωτικό, ΕΕ L 129, 15.4.2021, σ.  163 (2019/834)

►C4

Διορθωτικό, ΕΕ L 137, 22.4.2021, σ.  20 (2019/2099)




▼B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 4ης Ιουλίου 2012

για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)



ΤΙΤΛΟΣ Ι

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ, ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.  
Ο παρών κανονισμός θεσπίζει απαιτήσεις σχετικά με την εκκαθάριση και τη διμερή διαχείριση του κινδύνου όσον αφορά τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, υποχρεώσεις αναφοράς για τις συμβάσεις παραγώγων και ενιαίες απαιτήσεις για τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και των αρχείων καταγραφής συναλλαγών.
2.  
Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα εκκαθαριστικά μέλη τους, στους χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους και στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών. Εφαρμόζεται στους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους και στους τόπους διαπραγμάτευσης εφόσον προβλέπεται.
3.  
Ο τίτλος V του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται μόνον σε κινητές αξίες και μέσα χρηματαγοράς, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 18 στοιχεία α) και β) και σημείο 19 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.
4.  

Εξαιρούνται από την εφαρμογή του:

α) 

τα μέλη του ΕΣΚΤ και οι άλλοι οργανισμοί των κρατών μελών που επιτελούν παρόμοιες λειτουργίες και οι λοιποί δημόσιοι φορείς της Ένωσης που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος ή παρεμβαίνουν στη διαχείρισή του·

β) 

η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών·

▼M2

γ) 

οι κεντρικές τράπεζες και οι δημόσιοι φορείς που είναι επιφορτισμένοι με τη διαχείριση του δημόσιου χρέους ή παρεμβαίνουν στη διαχείρισή του στις ακόλουθες χώρες:

i) 

Ιαπωνία·

ii) 

Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής·

▼M9

iii) 

Αυστραλία·

iv) 

Καναδάς·

v) 

Χονγκ Κονγκ·

vi) 

Μεξικό·

vii) 

Σιγκαπούρη·

viii) 

Ελβετία·

▼M11

ix) 

Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας.

▼B

5.  

Με εξαίρεση την υποχρέωση αναφοράς δυνάμει του άρθρου 9, ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες οντότητες:

α) 

πολυμερείς τράπεζες ανάπτυξης, που απαριθμούνται στο παράρτημα VI μέρος 1 τμήμα 4.2 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ·

β) 

δημόσιοι φορείς, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 18 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, εφόσον ανήκουν σε κεντρικές κυβερνήσεις και διαθέτουν σαφή πλαίσια εγγυήσεων που παρέχονται από κεντρικές κυβερνήσεις·

γ) 

Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας και Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας.

6.  
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 82, για την τροποποίηση του καταλόγου που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.

Για τον σκοπό αυτό, έως τις 17 Νοεμβρίου 2012 η Επιτροπή παρουσιάζει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο με την οποία αξιολογείται η διεθνής μεταχείριση των δημόσιων φορέων που είναι επιφορτισμένοι με τη διαχείριση του δημόσιου χρέους ή παρεμβαίνουν στη διαχείρισή του, καθώς και των κεντρικών τραπεζών.

Η έκθεση περιλαμβάνει συγκριτική ανάλυση της μεταχείρισης αυτών των φορέων και των κεντρικών τραπεζών στο νομοθετικό πλαίσιο σημαντικού αριθμού τρίτου χωρών, στις οποίες συγκαταλέγονται τουλάχιστον οι τρεις κυριότερες περιοχές δικαιοδοσίας ως προς τον όγκο των συναλλαγών σε συμβάσεις, καθώς και σε συγκριτική ανάλυση των προτύπων διαχείρισης κινδύνου που εφαρμόζονται στις συναλλαγές σε παράγωγα στις οποίες προβαίνουν αυτοί οι φορείς και οι κεντρικές τράπεζες στις εν λόγω περιοχές δικαιοδοσίας. Αν από το αποτέλεσμα της έκθεσης καθίσταται αναγκαίο, ιδίως σε συνάρτηση με τη συγκριτική ανάλυση, ότι πρέπει να εξαιρεθούν οι νομισματικές αρμοδιότητες αυτών των κεντρικών τραπεζών τρίτων χωρών από την υποχρέωση εκκαθάρισης και αναφοράς, η Επιτροπή τις προσθέτει στον κατάλογο της παραγράφου 4.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1) 

«CCP»: νομικό πρόσωπο το οποίο παρεμβάλλεται μεταξύ αντισυμβαλλομένων σε συμβάσεις που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε μία ή περισσότερες χρηματοπιστωτικές αγορές και το οποίο αναλαμβάνει τον ρόλο αγοραστή έναντι κάθε πωλητή και πωλητή έναντι κάθε αγοραστή·

2) 

«αρχείο καταγραφής συναλλαγών»: νομικό πρόσωπο το οποίο συγκεντρώνει και τηρεί κεντρικά τα αρχεία παραγώγων·

3) 

«εκκαθάριση»: η διαδικασία καθορισμού θέσεων, συμπεριλαμβανομένου του υπολογισμού των καθαρών υποχρεώσεων, και διασφάλισης της διαθεσιμότητας των χρηματοπιστωτικών μέσων, των ρευστών διαθεσίμων ή και των δύο, για την κάλυψη της έκθεσης που προκύπτει από τις εν λόγω θέσεις·

4) 

«τόπος διαπραγμάτευσης»: σύστημα διευθυνόμενο από επιχειρήσεις επενδύσεων ή διαχειριστές αγοράς, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 1 και στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 13 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ πλην των συστηματικών εσωτερικοποιητών όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 7, το οποίο διευκολύνει την προσέγγιση ενδιαφερόντων για την αγορά ή πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων εντός του συστήματος, κατά τρόπο που καταλήγει στη σύναψη σύμβασης σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ ή ΙΙΙ της εν λόγω οδηγίας·

5) 

«παράγωγα» ή «συμβάσεις παραγώγων»: τα χρηματοπιστωτικά μέσα που ορίζονται στο παράρτημα Ι τμήμα Γ σημεία 4 έως 10 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, όπως εφαρμόζονται στα άρθρα 38 και 39 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006·

6) 

«κατηγορίες παραγώγων»: ένα υποσύνολο παραγώγων που έχουν κοινά και βασικά χαρακτηριστικά, στα οποία περιλαμβάνονται τουλάχιστον η σχέση με το υποκείμενο περιουσιακό στοιχείο, ο τύπος του υποκείμενου περιουσιακού στοιχείου, το προφίλ αποπληρωμής και το νόμισμα της θεωρητικής αξίας. Παράγωγα τα οποία ανήκουν στην ίδια κατηγορία μπορεί να έχουν διαφορετικές περιόδους λήξης·

▼M7

7) 

«εξωχρηματιστηριακά παράγωγα» (OTC) ή «συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων»: συμβάσεις παραγώγων των οποίων η εκτέλεση δεν πραγματοποιείται σε ρυθμιζόμενη αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 14) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, ή σε αγορά τρίτης χώρας που θεωρείται ισοδύναμη με ρυθμιζόμενη αγορά σύμφωνα με το άρθρο 2α του παρόντος κανονισμού·

▼M12

8) 

«χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι»:

α) 

επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 1

β) 

πιστωτικά ιδρύματα που έχουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 2

γ) 

ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 3

δ) 

ΟΣΕΚΑ και, όπου αρμόζει, οι εταιρείες διαχείρισής τους, που έχουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2009/65/ΕΚ, εκτός εάν οι ΟΣΕΚΑ έχουν συσταθεί αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση ενός ή περισσοτέρων προγραμμάτων αγοράς μετοχών από εργαζομένους·

ε) 

ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΙΕΣΠ), όπως ορίζεται στο άρθρο 6 σημείο 1) της οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 4

στ) 

οργανισμοί εναλλακτικών επενδύσεων (ΟΕΕ), όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ, οι οποίοι είτε είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση είτε τελούν υπό τη διαχείριση διαχειριστή οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΔΟΕΕ) που έχει άδεια λειτουργίας ή έχει καταχωρισθεί σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, εκτός εάν οι ΟΕΕ έχουν συσταθεί αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση ενός ή περισσοτέρων προγραμμάτων αγοράς μετοχών από εργαζομένους ή εκτός εάν οι εν λόγω ΟΕΕ είναι οντότητες ειδικού σκοπού τιτλοποίησης όπως αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχείο ζ) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ, και, όπου αρμόζει, οι ΔΟΕΕ τους που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση,

ζ) 

κεντρικά αποθετήρια τίτλων που έχουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 5

▼B

9) 

«μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος»: επιχείρηση εγκατεστημένη στην Ένωση, εκτός από τις οντότητες που αναφέρονται στα σημεία 1 και 8·

10) 

«μηχανισμοί συνταξιοδοτικών καθεστώτων»:

α) 

ιδρύματα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, κατά την έννοια του άρθρου 6 στοιχείο α) της οδηγίας 2003/41/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιοδοτημένων φορέων που είναι υπεύθυνοι για τη διαχείριση ενός τέτοιου ιδρύματος και ενεργούν για λογαριασμό του, οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 της ανωτέρω οδηγίας, καθώς και των νομικών οντοτήτων που έχουν συσταθεί με σκοπό τις επενδύσεις τέτοιων ιδρυμάτων και ενεργούν αποκλειστικά και μόνον προς το συμφέρον αυτών·

β) 

δραστηριότητες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών των ιδρυμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 3 της οδηγίας 2003/41/ΕΚ·

γ) 

δραστηριότητες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών των επιχειρήσεων ασφάλισης ζωής που υπάγονται στην οδηγία 2002/83ΕΚ, υπό τον όρο ότι όλα τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού που αντιστοιχούν στις δραστηριότητες έχουν κλειστή διάρθρωση, η δε διαχείριση και η οργάνωσή τους πραγματοποιούνται χωριστά από τις άλλες δραστηριότητες της ασφαλιστικής επιχείρησης, χωρίς δυνατότητα μεταφοράς·

δ) 

οποιεσδήποτε άλλες εξουσιοδοτημένες και εποπτευόμενες οντότητες ή μηχανισμοί που λειτουργούν σε εθνική βάση, υπό τον όρο ότι:

i) 

είναι αναγνωρισμένοι βάσει του εθνικού δικαίου και

ii) 

έχουν ως πρωταρχικό σκοπό την καταβολή συνταξιοδοτικών παροχών·

11) 

«πιστωτικός κίνδυνος αντισυμβαλλομένου»: ο κίνδυνος να αθετήσει ο αντισυμβαλλόμενος σε μια συναλλαγή τις υποχρεώσεις του πριν από τον οριστικό διακανονισμό των ταμειακών ροών της συναλλαγής·

12) 

«ρύθμιση διαλειτουργικότητας»: ρύθμιση μεταξύ δύο ή περισσότερων κεντρικών αντισυμβαλλομένων, η οποία προβλέπει διασυστημική εκτέλεση των συναλλαγών·

13) 

«αρμόδια αρχή»: η αρμόδια αρχή όπως προσδιορίζεται στη νομοθεσία που προβλέπεται στο σημείο 8 του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρχή που προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφος 5 ή η αρχή η οποία ορίζεται από κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 22·

14) 

«εκκαθαριστικό μέλος»: επιχείρηση η οποία συμμετέχει σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και ευθύνεται για την εκπλήρωση των οικονομικών υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμμετοχή αυτή·

15) 

«πελάτης»: επιχείρηση με συμβατική σχέση με εκκαθαριστικό μέλος κεντρικού αντισυμβαλλόμενου, η οποία δίνει τη δυνατότητα στην εν λόγω επιχείρηση να εκκαθαρίζει τις συναλλαγές της με τον σχετικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

16) 

«όμιλος»: ο όμιλος επιχειρήσεων που απαρτίζεται από μια μητρική επιχείρηση και της θυγατρικές της κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ή ο όμιλος επιχειρήσεων που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 και στο άρθρο 80 παράγραφοι 7 και 8 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ·

17) 

«χρηματοοικονομικό ίδρυμα»: επιχείρηση η οποία δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα και η κύρια δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην απόκτηση συμμετοχών ή στην άσκηση μιας ή περισσότερων από τις δραστηριότητες που παρατίθενται στα σημεία (2) έως (12) του καταλόγου του παραρτήματος I της οδηγίας 2006/48/ΕΚ·

18) 

«εταιρία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών»: χρηματοοικονομικό ίδρυμα, οι θυγατρικές επιχειρήσεις του οποίου είναι, αποκλειστικώς ή κυρίως, πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοοικονομικά ιδρύματα, ενώ μία τουλάχιστον από τις θυγατρικές αυτές επιχειρήσεις είναι πιστωτικό ίδρυμα, και το οποίο δεν είναι εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 15 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων ( 6

19) 

«επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών»: επιχείρηση της οποίας η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην κατοχή ή διαχείριση ακινήτων, στην διαχείριση υπηρεσιών επεξεργασίας δεδομένων, ή σε κάθε άλλη παρεμφερή δραστηριότητα βοηθητικού χαρακτήρα σε σχέση με την κύρια δραστηριότητα ενός ή περισσότερων πιστωτικών ιδρυμάτων·

20) 

«ειδική συμμετοχή»: άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή αρχείο καταγραφής συναλλαγών η οποία αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 10 % του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου, όπως αναφέρεται στα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ( 7 ), λαμβανομένων υπόψη των όρων για την άθροισή τους που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφοι 4 και 5 της εν λόγω οδηγίας, ή η οποία επιτρέπει την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διαχείριση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή του αρχείου καταγραφής συναλλαγών όπου υφίσταται η εν λόγω συμμετοχή·

21) 

«μητρική επιχείρηση»: η μητρική επιχείρηση όπως ορίζεται στα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ·

22) 

«θυγατρική επιχείρηση»: η θυγατρική επιχείρηση όπως ορίζεται στα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, περιλαμβανομένης της θυγατρικής μιας θυγατρικής επιχείρησης της τελικής μητρικής επιχείρησης·

23) 

«έλεγχος»: σχέση μεταξύ της μητρικής επιχείρησης και μιας θυγατρική επιχείρησης, όπως ορίζεται στο άρθρο1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ·

24) 

«στενοί δεσμοί»: κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με:

α) 

συμμετοχή, μέσω άμεσης κατοχής ή ελέγχου, του 20 % ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης· ή

β) 

έλεγχο ή παρόμοια σχέση μεταξύ οιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης ή μίας θυγατρικής θυγατρικής η οποία θεωρείται επίσης θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών.

Κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μόνιμα με ένα και το αυτό πρόσωπο με σχέση ελέγχου θεωρείται επίσης ότι συνιστά στενό δεσμό μεταξύ αυτών των προσώπων·

25) 

«κεφάλαιο»: το καλυφθέν κεφάλαιο κατά την έννοια του άρθρου 22 της οδηγίας 86/635/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1986, για τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και λοιπών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ( 8 ), εφόσον έχει καταβληθεί, προσαυξημένο κατά τη διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, απορροφά πλήρως τις ζημίες σε συνθήκες δρώσας οικονομικής μονάδας, και σε περίπτωση πτώχευσης ή εκκαθάρισης ιεραρχείται μετά από όλες τις άλλες αξιώσεις·

26) 

«αποθεματικά»: τα αποθεματικά κατά την έννοια του άρθρου 9 της τέταρτης οδηγίας 78/660/EOK του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, βασιζόμενη στο άρθρο 54 παράγραφος 3 στοιχείο ζ) της συνθήκης περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών ( 9 ) και τα αποτελέσματα του προηγούμενου έτους που μεταφέρονται μέσω της διάθεσης του τελικού αποτελέσματος·

27) 

«συμβούλιο»: το διοικητικό ή το εποπτικό συμβούλιο, ή και τα δύο, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο των εταιρειών·

28) 

«ανεξάρτητο μέλος του συμβουλίου»: μέλος του συμβουλίου το οποίο δεν έχει επαγγελματική, οικογενειακή ή άλλη σχέση που δημιουργεί σύγκρουση συμφερόντων με τον σχετικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή με τους μετόχους που ασκούν τον έλεγχο, τη διοίκησή του ή τα εκκαθαριστικά μέλη του, και το οποίο δεν είχε τέτοιου είδους σχέση κατά τα πέντε έτη πριν από τη συμμετοχή του στο συμβούλιο·

29) 

«ανώτατα διοικητικά στελέχη»: το ή τα πρόσωπα τα οποία όντως διευθύνουν τις δραστηριότητες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή του αρχείου καταγραφής συναλλαγών και το ή τα εκτελεστικά μέλη του συμβουλίου·

▼M10

30) 

ως «καλυμμένο ομόλογο»: νοείται το ομόλογο που πληροί τα κριτήρια του άρθρου 129 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

31) 

ως «οντότητα καλυμμένου ομολόγου»: νοείται ο εκδότης του καλυμμένου ομολόγου ή τα συνολικά στοιχεία κάλυψης ενός καλυμμένου ομολόγου.

▼M7

Άρθρο 2α

Αποφάσεις ισοδυναμίας για τους σκοπούς του ορισμού των εξωχρηματιστηριακών παραγώγων

1.  
Για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 7 του παρόντος κανονισμού, αγορά τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμη με ρυθμιζόμενη αγορά κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 14) της οδηγίας 2004/39/ΕΚ εφόσον συμμορφώνεται προς νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις ισοδύναμες με τις απαιτήσεις του τίτλου ΙΙΙ της εν λόγω οδηγίας και υπόκειται σε αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή του νόμου σε αυτήν την τρίτη χώρα, επί συνεχούς βάσεως, όπως έχει καθορίσει η Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.
2.  
Η Επιτροπή δύναται να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις που καθορίζουν ότι η αγορά τρίτης χώρας συμμορφώνεται προς νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις ισοδύναμες με τις απαιτήσεις που του τίτλου ΙΙΙ της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και υπόκειται σε αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή του νόμου σε αυτήν την τρίτη χώρα, επί συνεχούς βάσεως, για τους σκοπούς της παραγράφου 1.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 86 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

3.  
Η Επιτροπή και η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύουν στους δικτυακούς τόπους τους κατάλογο των αγορών αυτών που πρέπει να θεωρούνται ισοδύναμες σύμφωνα με την εκτελεστική πράξη της παραγράφου 2. Ο κατάλογος ενημερώνεται κατά περιόδους.

▼B

Άρθρο 3

Εντός ομίλου συναλλαγές

1.  
Αναφορικά με μη χρηματοοικονομικό αντισυμβαλλόμενο, η εντός ομίλου συναλλαγή είναι σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που έχει συναφθεί με άλλο αντισυμβαλλόμενο ο οποίος αποτελεί μέρος του ίδιου ομίλου, υπό την προϋπόθεση ότι αμφότεροι οι αντισυμβαλλόμενοι περιλαμβάνονται στην ίδια ενοποίηση σε πλήρη βάση και υπόκεινται σε κατάλληλες κεντρικές διαδικασίες αξιολόγησης κινδύνου, μέτρησης και ελέγχου και ότι ο αντισυμβαλλόμενος αυτός είναι εγκατεστημένος στην Ένωση ή, εφόσον είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα, η Επιτροπή έχει εκδώσει εκτελεστική πράξη βάσει του άρθρου 13 παράγραφος 2 σε σχέση με την εν λόγω τρίτη χώρα.
2.  

Αναφορικά με χρηματοοικονομικό αντισυμβαλλόμενο, η εντός ομίλου συναλλαγή είναι οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α) 

σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτεται με άλλο αντισυμβαλλόμενο ο οποίος αποτελεί μέρος του ίδιου ομίλου, εφόσον πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

i) 

ο χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος είναι εγκατεστημένος στην Ένωση ή, εφόσον είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα, η Επιτροπή έχει εκδώσει εκτελεστική πράξη βάσει του άρθρου 13 παράγραφος 2 σε σχέση με την εν λόγω τρίτη χώρα·

ii) 

ο άλλος αντισυμβαλλόμενος είναι χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, χρηματοοικονομικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών που υπόκειται σε ενδεδειγμένες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας·

iii) 

αμφότεροι οι αντισυμβαλλόμενοι περιλαμβάνονται στην ίδια ενοποίηση σε πλήρη βάση· και

iv) 

αμφότεροι οι αντισυμβαλλόμενοι υπόκεινται σε διαδικασίες ενδεδειγμένης κεντρικής αξιολόγησης κινδύνων, μέτρησης και ελέγχου·

β) 

σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτεται με άλλο αντισυμβαλλόμενο εφόσον αμφότεροι οι αντισυμβαλλόμενοι αποτελούν μέρος του ιδίου θεσμικού συστήματος προστασίας, που προβλέπεται στο άρθρο 80 παράγραφος 8 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούται ο όρος που προβλέπεται στο στοιχείο α) σημείο ii) της παρούσας παραγράφου·

γ) 

σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτεται μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων που συνδέονται με τον ίδιο κεντρικό οργανισμό ή μεταξύ ενός τέτοιου πιστωτικού ιδρύματος και του κεντρικού οργανισμού, όπως αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ· ή

δ) 

σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτεται με μη χρηματοοικονομικό αντισυμβαλλόμενο ο οποίος αποτελεί μέρος του ίδιου ομίλου, υπό την προϋπόθεση ότι αμφότεροι οι αντισυμβαλλόμενοι περιλαμβάνονται στην ίδια ενοποίηση σε πλήρη βάση και υπόκεινται σε κατάλληλες κεντρικές διαδικασίες αξιολόγησης κινδύνου, μέτρησης και ελέγχου και ότι ο αντισυμβαλλόμενος αυτός είναι εγκατεστημένος στην Ένωση ή σε δικαιοδοσία τρίτης χώρας για την οποία η Επιτροπή έχει εκδώσει εκτελεστική πράξη όπως αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 2 σε σχέση με την εν λόγω τρίτη χώρα.

3.  

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οι αντισυμβαλλόμενοι θεωρείται ότι περιλαμβάνονται στην ίδια ενοποίηση εφόσον αμφότεροι είτε:

α) 

περιλαμβάνονται σε ενοποίηση σύμφωνα με την οδηγία 83/349/ΕΟΚ ή σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής πληροφόρησης (ΔΠΧΠ) που εγκρίθηκαν βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 ή, όσον αφορά έναν όμιλο του οποίου η μητρική επιχείρηση έχει την έδρα της σε τρίτη χώρα, σύμφωνα με γενικώς αποδεκτές λογιστικές αρχές τρίτης χώρας οι οποίες έχουν κριθεί ισοδύναμες προς τα ΔΠΧΠ με βάση τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1569/2007 (ή λογιστικές αρχές τρίτης χώρας των οποίων η χρήση επιτρέπεται βάσει του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού)· ή

β) 

καλύπτονται από την ίδια ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με την οδηγία 2006/48/ΕΚ ή την οδηγία 2006/49/ΕΚ ή, όσον αφορά έναν όμιλο του οποίου η μητρική επιχείρηση έχει την έδρα της σε τρίτη χώρα, από την ίδια ενοποιημένη εποπτεία εκ μέρους μιας αρμόδιας αρχής της τρίτης χώρας που έχει διαπιστωθεί ότι είναι ισοδύναμη προς την ενοποιημένη εποπτεία η οποία διέπεται από τις αρχές που θεσπίζονται στο άρθρο 143 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ ή στο άρθρο 2 της οδηγίας 2006/49/ΕΚ.



ΤΙΤΛΟΣ II

ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ, ΑΝΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΤΩΝ ΕΞΩΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ

Άρθρο 4

Υποχρέωση εκκαθάρισης

1.  

Οι αντισυμβαλλόμενοι προβαίνουν σε εκκαθάριση όλων των συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που ανήκουν σε κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων η οποία έχει ορισθεί ότι υπόκειται στην υποχρέωση εκκαθάρισης σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2, εφόσον αυτές οι συμβάσεις πληρούν αμφότερες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

έχουν συναφθεί με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

▼M12

i) 

μεταξύ δύο χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων που πληρούν τους όρους που ορίζονται στο άρθρο 4α παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο·

ii) 

μεταξύ ενός χρηματοοικονομικού αντισυμβαλλομένου που πληροί τους όρους που ορίζονται στο άρθρο 4α παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο και ενός μη χρηματοοικονομικού αντισυμβαλλομένου που πληροί τους όρους που ορίζονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο·

iii) 

μεταξύ δύο μη χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων που πληρούν τους όρους του άρθρου 10 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο·

iv) 

μεταξύ, αφενός, ενός χρηματοοικονομικού αντισυμβαλλομένου που πληροί τους όρους που ορίζονται στο άρθρο 4α παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο ή ενός μη χρηματοοικονομικού αντισυμβαλλομένου που πληροί τους όρους που ορίζονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο και, αφετέρου, μιας οντότητας εγκατεστημένης σε τρίτη χώρα, η οποία θα υπαγόταν στην υποχρέωση εκκαθάρισης εάν ήταν εγκατεστημένη στην Ένωση·

▼B

v) 

μεταξύ δύο οντοτήτων που είναι εγκατεστημένες σε μια ή περισσότερες τρίτες χώρες οι οποίες θα υπέκειντο στην υποχρέωση εκκαθάρισης αν ήταν εγκατεστημένες στην Ένωση, με την προϋπόθεση ότι η σύμβαση έχει άμεσο, ουσιαστικό και προβλέψιμο αντίκτυπο εντός της Ένωσης ή η υποχρέωση αυτή είναι απαραίτητη ή ενδείκνυται για να αποφευχθεί η παράκαμψη οποιασδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού και

▼M12

β) 

συνάπτονται ή ανανεώνονται κατά ή μετά την ημερομηνία από την οποία παράγει αποτελέσματα η υποχρέωση εκκαθάρισης, εφόσον, κατά την ημερομηνία στην οποία συνάπτονται ή ανανεώνονται, αμφότεροι οι αντισυμβαλλόμενοι πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο στοιχείο α).

▼B

2.  
Με την επιφύλαξη των τεχνικών μετριασμού του κινδύνου δυνάμει του άρθρου 11, οι συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που είναι συναλλαγές εντός ομίλου, όπως περιγράφονται στο άρθρο 3, δεν υπόκεινται σε υποχρέωση εκκαθάρισης.

Η εξαίρεση του πρώτου εδαφίου εφαρμόζεται μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) 

κατά την οποία δύο αντισυμβαλλόμενοι που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση και ανήκουν στον ίδιο όμιλο έχουν προηγουμένως κοινοποιήσει εγγράφως στις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές τους την πρόθεσή τους να χρησιμοποιήσουν την εξαίρεση για τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται μεταξύ αυτών. Η κοινοποίηση πραγματοποιείται τουλάχιστον 30 ημερολογιακές ημέρες πριν από τη χρήση της εξαίρεσης. Εντός 30 ημερολογιακών ημερών από την παραλαβή αυτής της κοινοποίησης, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να προβάλουν αντιρρήσεις ως προς τη χρησιμοποίηση της εν λόγω εξαίρεσης εάν η συναλλαγή μεταξύ των αντισυμβαλλομένων δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 3, με την επιφύλαξη του δικαιώματος των αρμόδιων αρχών να προβάλουν αντιρρήσεις και μετά τη λήξη της περιόδου των 30 ημερολογιακών ημερών, εφόσον έπαψαν να πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές. Αν υπάρξει διαφωνία μεταξύ των αρμόδιων αρχών, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να βοηθήσει τις εν λόγω αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία στο πλαίσιο των εξουσιών της που προβλέπονται από το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010·

β) 

στις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων μεταξύ δύο αντισυμβαλλομένων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο και είναι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος και σε τρίτη χώρα μόνο εάν η αρμόδια για τον αντισυμβαλλόμενο που είναι εγκατεστημένος στην Ένωση αρχή του έχει επιτρέψει να εφαρμόσει την εξαίρεση αυτή εντός 30 ημερολογιακών ημερών από την κοινοποίηση εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου που είναι εγκατεστημένος στην Ένωση, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 3. Η αρμόδια αρχή ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ σχετικά με την απόφαση αυτή.

3.  
Οι συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης δυνάμει της παραγράφου 1, εκκαθαρίζονται σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που έχει λάβει άδεια βάσει του άρθρου 14 ή έχει αναγνωρισθεί δυνάμει του άρθρου 25 ότι εκκαθαρίζει την εν λόγω κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο β).

Για τον σκοπό αυτό, ο αντισυμβαλλόμενος γίνεται εκκαθαριστικό μέλος, γίνεται πελάτης ή προβαίνει σε ρυθμίσεις έμμεσης εκκαθάρισης με εκκαθαριστικό μέλος, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές οι ρυθμίσεις δεν αυξάνουν τον κίνδυνο αντισυμβαλλομένου και εξασφαλίζουν ότι τα περιουσιακά στοιχεία και οι θέσεις του αντισυμβαλλομένου απολαμβάνουν προστασία με ισοδύναμο αποτέλεσμα με εκείνο που προβλέπεται στα άρθρα 39 και 48.

▼M12

3α.  
Χωρίς να υποχρεούνται να συνάπτουν σύμβαση, τα εκκαθαριστικά μέλη και οι πελάτες που παρέχουν υπηρεσίες εκκαθάρισης, είτε άμεσα είτε έμμεσα, παρέχουν τις εν λόγω υπηρεσίες με δίκαιους, εύλογους, αμερόληπτους και διαφανείς εμπορικούς όρους. Τα εκκαθαριστικά μέλη και οι πελάτες αυτοί λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο για τον εντοπισμό, την πρόληψη, τη διαχείριση και την παρακολούθηση συγκρούσεων συμφερόντων, ιδίως μεταξύ της μονάδας διαπραγμάτευσης και της μονάδας εκκαθάρισης, που ενδέχεται να επηρεάζουν δυσμενώς τη δίκαιη, εύλογη, αμερόληπτη και διαφανή παροχή υπηρεσιών εκκαθάρισης. Τέτοια μέτρα λαμβάνονται επίσης σε περίπτωση που οι υπηρεσίες διαπραγμάτευσης και εκκαθάρισης παρέχονται από διαφορετικές νομικές οντότητες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο.

Τα εκκαθαριστικά μέλη και οι πελάτες επιτρέπεται να ελέγχουν τους κινδύνους που συνδέονται με τις προσφερόμενες υπηρεσίες εκκαθάρισης.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδώσει κατ' εξουσιοδότηση πράξη, σύμφωνα με το άρθρο 82, για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού με τον καθορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες οι εμπορικοί όροι που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου θεωρούνται δίκαιοι, εύλογοι, αμερόληπτοι και διαφανείς, με βάση τα ακόλουθα:

α) 

τις απαιτήσεις που αφορούν τον δίκαιο και διαφανή χαρακτήρα των τελών, των τιμών, των πολιτικών έκπτωσης και των λοιπών γενικών συμβατικών όρων και προϋποθέσεων σχετικά με τον πίνακα τιμών, με την επιφύλαξη της εμπιστευτικότητας των συμβατικών ρυθμίσεων με επιμέρους αντισυμβαλλομένους·

β) 

τους παράγοντες που αποτελούν εύλογους εμπορικούς όρους για την εξασφάλιση αμερόληπτων και ορθολογικών συμβατικών ρυθμίσεων·

γ) 

τις απαιτήσεις που διευκολύνουν τις υπηρεσίες εκκαθάρισης σε ισότιμη και αμερόληπτη βάση, με βάση το κόστος και τους κινδύνους, ώστε οι τυχόν διαφορές στις τιμές που χρεώνονται να είναι ανάλογες προς το κόστος, τους κινδύνους και τα οφέλη· και

δ) 

τα κριτήρια ελέγχου του κινδύνου για το εκκαθαριστικό μέλος ή τον πελάτη που συνδέονται με τις προσφερόμενες υπηρεσίες εκκαθάρισης.

▼B

4.  
Προκειμένου να εξασφαλιστεί συνεπής εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων όπου προσδιορίζονται οι συμβάσεις για τις οποίες θεωρείται ότι έχουν άμεσο, ουσιαστικό και προβλέψιμο αντίκτυπο εντός της Ένωσης ή οι περιπτώσεις όπου είναι απαραίτητο ή ενδείκνυται να αποφευχθεί η παράκαμψη οποιασδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) σημείο v), καθώς και οι τύποι έμμεσων συμβατικών ρυθμίσεων που πληρούν τις προϋποθέσεις του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2012.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼M10

5.  

Η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται όσον αφορά συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται από οντότητες καλυμμένων ομολόγων σε σχέση με καλυμμένο ομόλογο ή από οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση σε σχέση με τιτλοποίηση, κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 10 ), υπό την προϋπόθεση ότι:

α) 

στην περίπτωση των οντοτήτων ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση, η οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση εκδίδει αποκλειστικά τιτλοποιήσεις που πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 18 και των άρθρων 19 έως 22 ή 23 έως 26 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 [κανονισμός περί τιτλοποιήσεων]·

β) 

η σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την αντιστάθμιση επιτοκίου ή αναντιστοιχίας νομίσματος στο πλαίσιο του καλυμμένου ομολόγου ή της τιτλοποίησης· και

γ) 

οι ρυθμίσεις στο πλαίσιο του καλυμμένου ομολόγου ή της τιτλοποίησης μετριάζουν επαρκώς τον πιστωτικό κίνδυνο του αντισυμβαλλομένου όσον αφορά συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται από την οντότητα καλυμμένου ομολόγου ή την οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση σε σχέση με το καλυμμένο ομόλογο ή την τιτλοποίηση.

6.  
Οι ΕΕΑ, με σκοπό τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου και λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη αποτροπής του ρυθμιστικού αρμπιτράζ, καταρτίζουν σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων τα οποία περιέχουν κριτήρια για τον προσδιορισμό των ρυθμίσεων, στο πλαίσιο καλυμμένων ομολόγων ή τιτλοποιήσεων, οι οποίες μειώνουν επαρκώς τον πιστωτικό κίνδυνο του αντισυμβαλλομένου, κατά την έννοια της παραγράφου 5.

Οι ΕΕΑ υποβάλλουν τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουλίου 2018.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο, σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 ή (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼M12

Άρθρο 4α

Χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι που υπόκεινται σε υποχρέωση εκκαθάρισης

1.  
Κάθε 12 μήνες ο χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος που λαμβάνει θέσεις σε συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων μπορεί να υπολογίζει, τη συνολική μέση θέση στο τέλος του μήνα για τους προηγούμενους 12 μήνες σύμφωνα με την παράγραφο 3.

Όταν ο χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος δεν υπολογίζει τις θέσεις του ή όταν το αποτέλεσμα αυτού του υπολογισμού υπερβαίνει οποιοδήποτε από τα κατώφλια εκκαθάρισης που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο β), ο χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος:

α) 

ενημερώνει για το γεγονός αυτό αμέσως την ΕΑΚΑΑ και την οικεία αρμόδια αρχή, και κατά περίπτωση, αναφέρει την περίοδο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό·

β) 

καθορίζει ρυθμίσεις εκκαθάρισης εντός τεσσάρων μηνών από την ενημέρωση που αναφέρεται στο στοιχείο α) του παρόντος εδαφίου· και

γ) 

υπόκειται στην υποχρέωση εκκαθάρισης που αναφέρεται στο άρθρο 4 για όλες τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων οι οποίες σχετίζονται με κάθε υποκείμενη στην υποχρέωση εκκαθάρισης κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και συνάπτονται ή ανανεώνονται αφού παρέλθει διάστημα άνω των τεσσάρων μηνών από την ενημέρωση που αναφέρεται στο στοιχείο α) του παρόντος εδαφίου.

2.  
Ο χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος που υπόκειται στην υποχρέωση εκκαθάρισης που αναφέρεται στο άρθρο 4 κατά την 17η Ιουνίου 2019 ή που υπόκειται στην υποχρέωση εκκαθάρισης αυτή σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο εξακολουθεί να υπόκειται στην υποχρέωση αυτή και συνεχίζει την εκκαθάριση έως ότου ο εν λόγω χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος αποδείξει στην οικεία αρμόδια αρχή ότι η συνολική μέση θέση του στο τέλος του μήνα για τους προηγούμενους 12 μήνες δεν υπερβαίνει το κατώφλι εκκαθάρισης που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 4 στοιχείο β).

Ο χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος είναι σε θέση να αποδείξει στην οικεία αρμόδια αρχή ότι ο υπολογισμός της συνολικής μέσης θέσης στο τέλος του μήνα για τους προηγούμενους 12 μήνες δεν οδηγεί σε συστηματική υποεκτίμηση της θέσης αυτής.

3.  
Κατά τον υπολογισμό των θέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ο χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος περιλαμβάνει όλες τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που έχει συνάψει ο εν λόγω χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος ή έχουν συνάψει άλλες οντότητες του ομίλου στον οποίο ανήκει ο συγκεκριμένος χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, για τους ΟΣΕΚΑ και τους ΟΕΕ, οι θέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 υπολογίζονται στο επίπεδο του οργανισμού.

Οι εταιρείες διαχείρισης ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζονται περισσότερους από έναν ΟΣΕΚΑ και οι ΔΟΕΕ που διαχειρίζονται περισσότερους από έναν ΟΕΕ είναι σε θέση να αποδείξουν στην οικεία αρμόδια αρχή ότι ο υπολογισμός των θέσεων στο επίπεδο του οργανισμού δεν οδηγεί:

α) 

σε συστηματική υποεκτίμηση των θέσεων κανενός εκ των οργανισμών που διαχειρίζονται ή των θέσεων του διαχειριστή· και

β) 

σε παράκαμψη της υποχρέωσης εκκαθάρισης.

Οι οικείες αρμόδιες αρχές του χρηματοοικονομικού αντισυμβαλλομένου και των λοιπών οντοτήτων εντός του ομίλου καθορίζουν διαδικασίες συνεργασίας για την εξασφάλιση του αποτελεσματικού υπολογισμού των θέσεων σε επίπεδο ομίλου.

▼B

Άρθρο 5

Διαδικασία υποχρέωσης εκκαθάρισης

▼M12

1.  
Σε περίπτωση που αρμόδια αρχή χορηγήσει άδεια σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να εκκαθαρίσει μια κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων δυνάμει του άρθρου 14 ή 15 ή σε περίπτωση που η κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που σκοπεύει να αρχίσει να εκκαθαρίζει ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εμπίπτει σε υφιστάμενη άδεια που έχει χορηγηθεί δυνάμει του άρθρου 14 ή 15, η αρμόδια αρχή κοινοποιεί αμέσως στην ΕΑΚΑΑ την εν λόγω άδεια ή την κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που σκοπεύει να αρχίσει να εκκαθαρίζει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος.

▼B

2.  

Εντός έξι μηνών από τη λήψη της κοινοποίησης σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή την ολοκλήρωση διαδικασίας αναγνώρισης όπως προβλέπεται στο άρθρο 25, η ΕΑΚΑΑ, αφού πραγματοποιήσει δημόσια διαβούλευση και ζητήσει τη γνώμη του ΕΣΣΚ και, όπου είναι ενδεδειγμένο, των αρμόδιων αρχών τρίτων χωρών καταρτίζει και υποβάλλει στην Επιτροπή προς έγκριση σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων, τα οποία καθορίζουν τα ακόλουθα:

α) 

την κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που πρέπει να υπόκειται στην υποχρέωση εκκαθάρισης του άρθρου 4·

β) 

την ημερομηνία (ή ημερομηνίες) από την οποία παράγει αποτελέσματα η υποχρέωση εκκαθάρισης, συμπεριλαμβανομένης ενδεχόμενης μεταβατικής φάσης, και τις κατηγορίες αντισυμβαλλομένων για τους οποίους ισχύει η υποχρέωση.

▼M12 —————

▼B

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει κανονιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼M4

Κατά την ανάπτυξη των σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων βάσει της παρούσας παραγράφου, η ΕΑΚΑΑ δεν θίγει τη μεταβατική διάταξη ως προς τις συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων Γ.6 όπως ορίζονται στο άρθρο 95 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ( 11 ).

▼B

3.  
Η ΕΑΚΑΑ, με δική της πρωτοβουλία και κατόπιν δημόσιας διαβούλευσης και διαβούλευσης με το ΕΣΣΚ και, όπου ενδείκνυται, με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, επισημαίνει, σύμφωνα με τα κριτήρια που προβλέπονται στην παράγραφος 4 στοιχεία α), β) και γ), και κοινοποιεί στην Επιτροπή τις κατηγορίες παραγώγων οι οποίες πρέπει να υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης του άρθρου 4, αλλά για τις οποίες δεν έχει ακόμη λάβει άδεια κανένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος.

Μετά την κοινοποίηση, η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει μια πρόσκληση ανάπτυξης προτάσεων για την εκκαθάριση των εν λόγω κατηγοριών παραγώγων.

4.  

Με πρωταρχικό στόχο τη μείωση του συστημικού κινδύνου, στα σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων, σε ό,τι αφορά την παράγραφο 2 στοιχείο α), λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια:

α) 

ο βαθμός της τυποποίησης των συμβατικών όρων και των λειτουργικών διαδικασιών της συγκεκριμένης κατηγορίας εξωχρηματιστηριακών παραγώγων·

β) 

ο όγκος και η ρευστότητα της συγκεκριμένης κατηγορίας εξωχρηματιστηριακών παραγώγων·

γ) 

η διαθεσιμότητα δίκαιων, αξιόπιστων και γενικώς αποδεκτών πληροφοριών για τη διαμόρφωση των τιμών στη συγκεκριμένη κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων.

Κατά την εκπόνηση των εν λόγω σχεδίων κανονιστικών τεχνικών προτύπων, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να λαμβάνει υπόψη τη διασυνδεσιμότητα μεταξύ των αντισυμβαλλομένων που χρησιμοποιούν τις σχετικές κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, τις αναμενόμενες επιπτώσεις στα επίπεδα πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου μεταξύ των αντισυμβαλλομένων καθώς και τον αντίκτυπο στον ανταγωνισμό σε ολόκληρη την Ένωση.

Προκειμένου να διασφαλισθεί η συνεπής εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων εξειδικεύοντας περαιτέρω τα κριτήρια που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) του πρώτου εδαφίου.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2012.

Ανατίθενται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

5.  

Στα σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων, σε ό,τι αφορά την παράγραφο 2 στοιχείο β), λαμβάνονται υπόψη τα εξής κριτήρια:

α) 

ο αναμενόμενος όγκος της σχετικής κατηγορίας εξωχρηματιστηριακών παραγώγων·

β) 

αν περισσότεροι από έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ήδη εκκαθαρίζουν την ίδια κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων·

γ) 

η ικανότητα των αντίστοιχων κεντρικών αντισυμβαλλομένων να χειρισθούν τον αναμενόμενο όγκο και να διαχειριστούν τον κίνδυνο που προκύπτει από την εκκαθάριση της σχετικής κατηγορίας εξωχρηματιστηριακών παραγώγων·

δ) 

το είδος και ο αριθμός των αντισυμβαλλομένων που είναι ενεργοί και αναμένεται να είναι ενεργοί στην αγορά για τη σχετική κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων·

ε) 

το χρονικό διάστημα που χρειάζεται ο αντισυμβαλλόμενος που υπόκειται στην υποχρέωση εκκαθάρισης για να προβεί σε ρυθμίσεις ώστε να εκκαθαρίζει τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων του μέσω κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

στ) 

η διαχείριση κινδύνων και η νομική και επιχειρησιακή ικανότητα του εύρους των αντισυμβαλλομένων που ενεργοποιούνται στην αγορά για τη σχετική κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και που θα υπέκειντο σε υποχρέωση εκκαθάρισης σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1.

6.  
Εάν μία κατηγορία συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων πάψει να διαθέτει κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ο οποίος να έχει λάβει άδεια ή να είναι αναγνωρισμένος ως εκκαθαριστής των συμβάσεων αυτών βάσει του παρόντος κανονισμού, παύει να αποτελεί αντικείμενο της εκκαθαριστικής υποχρέωσης του άρθρου 4 και εφαρμόζεται η παράγραφος 3 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 6

Δημόσιο μητρώο

1.  
Η ΕΑΚΑΑ δημιουργεί, διατηρεί και τηρεί ενήμερο δημόσιο μητρώο στο οποίο θα καταχωρίζονται ορθά και με σαφήνεια οι κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης. Το δημόσιο μητρώο διατίθεται στον δικτυακό τόπο της ΕΑΚΑΑ.
2.  

Το μητρώο αυτό περιλαμβάνει:

α) 

τις κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης σύμφωνα με το άρθρο 4·

▼M14

β) 

τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που είναι αδειοδοτημένοι, σύμφωνα με το άρθρο 17, ή αναγνωρισμένοι, σύμφωνα με το άρθρο 25, και την ημερομηνία αδειοδότησης ή αναγνώρισης, αντιστοίχως, αναφέροντας ποιοι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι είναι αδειοδοτημένοι ή αναγνωρισμένοι για τους σκοπούς της υποχρέωσης εκκαθάρισης·

▼B

γ) 

τις ημερομηνίες από τις οποίες η υποχρέωση εκκαθάρισης παράγει αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένης τυχόν σταδιακής εφαρμογής·

δ) 

τις κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που έχει επισημάνει η ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3·

▼M12 —————

▼B

στ) 

τους αντισυμβαλλομένους που έχουν κοινοποιηθεί στην ΕΑΚΑΑ από την αρμόδια αρχή για τους σκοπούς της υποχρέωσης εκκαθάρισης και την ημερομηνία κοινοποίησης για κάθε έναν από αυτούς.

▼M12

3.  
Εάν ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν διαθέτει πλέον άδεια ή αναγνώριση σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό για την εκκαθάριση μιας συγκεκριμένης κατηγορίας εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, η ΕΑΚΑΑ τον αφαιρεί αμέσως από το δημόσιο μητρώο σε σχέση με την εν λόγω κατηγορία παραγώγων.

▼B

4.  
Για μία συνεπή εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίσει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των λεπτομερειών οι οποίες πρέπει να περιλαμβάνονται στο δημόσιο μητρώο που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή οιαδήποτε τέτοια σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2012.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼M12

Άρθρο 6α

Αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης

1.  

Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή να αναστείλει την υποχρέωση εκκαθάρισης που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 για συγκεκριμένες κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων ή για συγκεκριμένο τύπο αντισυμβαλλομένου, όταν πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

οι συγκεκριμένες κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων δεν είναι πλέον κατάλληλες για κεντρική εκκαθάριση σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο και στο άρθρο 5 παράγραφος 5·

β) 

ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι πιθανό να παύσει να εκκαθαρίζει τις ανωτέρω συγκεκριμένες κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και κανένας άλλος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν είναι σε θέση να εκκαθαρίσει τις ανωτέρω συγκεκριμένες κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων χωρίς διακοπή·

γ) 

η αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης για τις εν λόγω συγκεκριμένες κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων ή για συγκεκριμένο τύπο αντισυμβαλλομένου είναι απαραίτητη προκειμένου να αποφευχθεί ή να αντιμετωπιστεί σοβαρή απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών στην Ένωση και η αναστολή αυτή είναι ανάλογη προς τους εν λόγω σκοπούς.

Για τους σκοπούς του στοιχείου γ) του πρώτου εδαφίου, πριν από την αίτηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η ΕΑΚΑΑ διαβουλεύεται με το ΕΣΣΚ και τις αρμόδιες αρχές που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 22.

Η αίτηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο συνοδεύεται από στοιχεία που αποδεικνύουν ότι πληρούται τουλάχιστον μία από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο εδάφιο αυτό.

Σε περίπτωση που η αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης θεωρείται από την ΕΑΚΑΑ ουσιώδης μεταβολή στα κριτήρια έναρξης ισχύος της υποχρέωσης διαπραγμάτευσης που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, η αίτηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου μπορεί επίσης να περιλαμβάνει αίτηση να ανασταλεί η υποχρέωση διαπραγμάτευσης που ορίζεται στο άρθρο 28 παράγραφοι 1 και 2 του εν λόγω κανονισμού για τις ίδιες συγκεκριμένες κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων τις οποίες αφορά η αίτηση αναστολής της υποχρέωση εκκαθάρισης.

2.  
Υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των εκκαθαριστικών μελών και οι αρμόδιες αρχές που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 22 μπορούν να ζητήσουν από την ΕΑΚΑΑ να υποβάλει στην Επιτροπή αίτηση αναστολής της υποχρέωσης εκκαθάρισης. Στην αίτηση της αρμόδιας αρχής αναφέρονται οι λόγοι και υποβάλλονται στοιχεία που αποδεικνύουν ότι πληρούται τουλάχιστον μία από τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου.

Εντός 48 ωρών από την παραλαβή της αίτησης της αρμόδιας αρχής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου με βάση τους λόγους και τα στοιχεία που παρέχει η αρμόδια αρχή, η ΕΑΚΑΑ είτε ζητεί από την Επιτροπή να αναστείλει την υποχρέωση εκκαθάρισης που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 είτε απορρίπτει την αίτηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει την οικεία αρμόδια αρχή για την απόφασή της. Σε περίπτωση που η ΕΑΚΑΑ απορρίψει την αίτηση που υπέβαλε η αρμόδια αρχή, αναφέρει τους λόγους γραπτώς.

3.  
Οι αιτήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 δεν δημοσιοποιούνται.
4.  
Η Επιτροπή, χωρίς αναίτια καθυστέρηση μετά την παραλαβή της αίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και με βάση τους λόγους και τα στοιχεία που παρέχει η ΕΑΚΑΑ, είτε αναστέλλει την υποχρέωση εκκαθάρισης για συγκεκριμένες κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων ή για συγκεκριμένο τύπο αντισυμβαλλομένου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μέσω εκτελεστικής πράξης, είτε απορρίπτει τη ζητούμενη αναστολή. Όταν η Επιτροπή απορρίπτει τη ζητούμενη αναστολή, αναφέρει τους λόγους γραπτώς στην ΕΑΚΑΑ. Η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο και τους διαβιβάζει τους λόγους που ανέφερε στην ΕΑΚΑΑ. Οι εν λόγω πληροφορίες δεν δημοσιοποιούνται.

Η εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 86 παράγραφος 3.

5.  
Όποτε ζητείται από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η εκτελεστική πράξη σχετικά με την αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης για συγκεκριμένες κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων μπορεί επίσης να αναστέλλει την υποχρέωση διαπραγμάτευσης που προβλέπεται στο άρθρο 28 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 για τις ίδιες συγκεκριμένες κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που υπόκεινται στην εν λόγω αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης.
6.  
Η αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης και, κατά περίπτωση, την υποχρέωση διαπραγμάτευσης κοινοποιείται στην ΕΑΚΑΑ και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής και στο δημόσιο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 6.
7.  
Η αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης σύμφωνα με την παράγραφο 4 ισχύει για αρχική περίοδο τριών μηνών κατά μέγιστο από την ημερομηνία εφαρμογής της εν λόγω αναστολής.

Η αναστολή της υποχρέωσης διαπραγμάτευσης που αναφέρεται στην παράγραφο 5 ισχύει για την ίδια αρχική περίοδο.

8.  
Όταν οι λόγοι για την αναστολή εξακολουθούν να ισχύουν, η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει μέσω εκτελεστικής πράξης την αναστολή που αναφέρεται στην παράγραφο 4 για πρόσθετες περιόδους τριών μηνών κατά μέγιστο, με συνολική περίοδο αναστολής που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες. Η παράταση της αναστολής δημοσιεύεται σύμφωνα με την παράγραφο 6.

Η εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 86 παράγραφος 3.

Η ΕΑΚΑΑ, σε εύθετο χρόνο πριν από τη λήξη της περιόδου αναστολής που αναφέρεται στην παράγραφο 7 της παρούσας παραγράφου ή τυχόν περιόδου παράτασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, γνωμοδοτεί στην Επιτροπή σχετικά με το κατά πόσον εξακολουθούν να ισχύουν οι λόγοι της αναστολής. Για τους σκοπούς του στοιχείου γ) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ διαβουλεύεται με το ΕΣΣΚ και τις αρμόδιες αρχές που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 22. Η ΕΑΚΑΑ αποστέλλει αντίγραφο της εν λόγω γνωμοδότησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Η εν λόγω γνωμοδότηση δεν δημοσιοποιείται.

Η εκτελεστική πράξη για την παράταση της αναστολής της υποχρέωσης εκκαθάρισης είναι επίσης δυνατόν να παρατείνει την περίοδο της αναστολής της υποχρέωσης διαπραγμάτευσης που αναφέρεται στην παράγραφο 7.

Η παράταση της αναστολής της υποχρέωσης διαπραγμάτευσης ισχύει για την ίδια περίοδο με την παράταση της αναστολής της υποχρέωσης εκκαθάρισης.

▼M15

Άρθρο 6β

Αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης σε περίπτωση εξυγίανσης

1.  

Αν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 22 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 12 ), η αρχή εξυγίανσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που ορίζεται δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού ή η αρμόδια αρχή που ορίζεται κατά το άρθρο 22 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού μπορεί με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία ενός εκκαθαριστικού μέλους του υπό εξυγίανση κεντρικού αντισυμβαλλομένου να ζητήσει να αναστείλει η Επιτροπή την υποχρέωση εκκαθάρισης που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού για συγκεκριμένες κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων ή για συγκεκριμένο είδος αντισυμβαλλομένου, όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

ο υπό εξυγίανση κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι αδειοδοτημένος να εκκαθαρίζει τις συγκεκριμένες κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης για τις οποίες ζητείται η αναστολή· και

β) 

η αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης για τις συγκεκριμένες κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων ή για συγκεκριμένο είδος αντισυμβαλλομένου είναι αναγκαία ώστε να αποφευχθεί ή να αντιμετωπιστεί σοβαρή απειλή κατά της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ή της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών στην Ένωση σε σχέση με την εξυγίανση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, και η αναστολή αυτή είναι αναλογική προς τους στόχους αυτούς.

Η αίτηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο συνοδεύεται από στοιχεία που αποδεικνύουν ότι πληρούνται οι όροι που καθορίζονται στο πρώτο εδάφιο στοιχεία α) και β).

Η αρχή που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 κοινοποιεί την αιτιολογημένη αίτησή της στην ΕΑΚΑΑ και στο ΕΣΣΚ ταυτόχρονα με την υποβολή της αίτησης στην Επιτροπή.

2.  
Η ΕΑΚΑΑ, εντός 24 ωρών από την κοινοποίηση της αίτησης από την αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου, και, στο μέτρο του δυνατού, μετά από διαβούλευση με το ΕΣΣΚ, εκδίδει γνωμοδότηση για τη σχεδιαζόμενη αναστολή, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να αποφευχθεί ή να αντιμετωπιστεί σοβαρή απειλή κατά της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ή της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών στην Ένωση, τους στόχους της εξυγίανσης που καθορίζονται στο άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 καθώς και τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφοι 4 και 5 του παρόντος κανονισμού.
3.  
Αν η αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης θεωρείται από την ΕΑΚΑΑ ουσιώδης μεταβολή στα κριτήρια έναρξης ισχύος της υποχρέωσης διαπραγμάτευσης του άρθρου 32 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή να αναστείλει την υποχρέωση διαπραγμάτευσης που ορίζεται στο άρθρο 28 παράγραφοι 1 και 2 του εν λόγω κανονισμού για τις ίδιες συγκεκριμένες κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που υπόκεινται στην αίτηση αναστολής της υποχρέωσης εκκαθάρισης.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει την αιτιολογημένη αίτησή της στην αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο και στο ΕΣΣΚ ταυτόχρονα με την υποβολή της αίτησης στην Επιτροπή.

4.  
Οι αιτήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 3 και η γνωμοδότηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 δεν δημοσιοποιούνται.
5.  
Η Επιτροπή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την παραλαβή της αίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, βάσει των λόγων και των αποδεικτικών στοιχείων που παρέχει η αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1, είτε αναστέλλει την υποχρέωση εκκαθάρισης για τις συγκεκριμένες κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων μέσω εκτελεστικής πράξης είτε απορρίπτει τη ζητούμενη αναστολή.

Για την έκδοση της εκτελεστικής πράξης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την αναφερόμενη γνωμοδότηση της ΕΑΚΑΑ στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, τους στόχους της εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφοι 4 και 5 του παρόντος κανονισμού σχετικά με τις εν λόγω κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και την αναγκαιότητα της αναστολής για να αποφευχθεί ή να αντιμετωπιστεί σοβαρή απειλή κατά της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ή της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών στην Ένωση.

Όταν η Επιτροπή απορρίπτει τη ζητούμενη αναστολή, αναφέρει τους λόγους γραπτώς στην αιτούσα αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο και στην ΕΑΚΑΑ. Η Επιτροπή αμέσως ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο και τους διαβιβάζει τους λόγους που ανέφερε στην αιτούσα αρχή η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο και στην ΕΑΚΑΑ. Οι εν λόγω πληροφορίες δεν δημοσιοποιούνται.

Η εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 86 παράγραφος 3.

6.  
Όποτε ζητείται από την ΕΑΚΑΑ κατά την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, η εκτελεστική πράξη για την αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης μπορεί επίσης να αναστέλλει την υποχρέωση διαπραγμάτευσης που προβλέπεται στο άρθρο 28 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 για τις ίδιες συγκεκριμένες κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που υπόκεινται στην αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης.
7.  
Η αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης και, κατά περίπτωση, της υποχρέωσης διαπραγμάτευσης κοινοποιείται στην αιτούσα αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου και στην ΕΑΚΑΑ και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής και στο δημόσιο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 6.
8.  
Η αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης κατά την παράγραφο 5 ισχύει για αρχική περίοδο τριών μηνών κατά μέγιστο από την ημερομηνία εφαρμογής της εν λόγω αναστολής.

Η αναστολή της υποχρέωσης διαπραγμάτευσης που αναφέρεται στην παράγραφο 6 ισχύει για την ίδια αρχική περίοδο.

9.  
Όταν οι λόγοι για την αναστολή εξακολουθούν να ισχύουν, η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει μέσω εκτελεστικής πράξης την αναστολή που αναφέρεται στην παράγραφο 5 για πρόσθετες περιόδους τριών μηνών κατά μέγιστο, με συνολική περίοδο αναστολής που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες. Η παράταση της αναστολής δημοσιεύεται κατά την παράγραφο 7.

Η εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου εκδίδεται κατά τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 86 παράγραφος 3.

10.  
Οποιαδήποτε από τις αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο μπορεί, εγκαίρως πριν από τη λήξη της αρχικής περιόδου αναστολής που αναφέρεται στην παράγραφο 5 ή της περιόδου παράτασης που αναφέρεται στην παράγραφο 9, να υποβάλει αίτηση στην Επιτροπή για παράταση της αναστολής της υποχρέωσης εκκαθάρισης.

Η αίτηση συνοδεύεται από στοιχεία που αποδεικνύουν ότι εξακολουθούν να πληρούνται οι όροι που καθορίζονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία α) και β).

Η αρχή που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο κοινοποιεί την αιτιολογημένη αίτησή της στην ΕΑΚΑΑ και στο ΕΣΣΚ ταυτόχρονα με την κοινοποίηση της αίτησης στην Επιτροπή.

Η αίτηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο δεν δημοσιοποιείται.

Η ΕΑΚΑΑ, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την παραλαβή της κοινοποίησης της αίτησης και, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, μετά από διαβούλευση με το ΕΣΣΚ, γνωμοδοτεί στην Επιτροπή για το κατά πόσον εξακολουθούν να ισχύουν οι λόγοι της αναστολής, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να αποφευχθεί ή να αντιμετωπιστεί σοβαρή απειλή κατά της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ή της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών στην Ένωση, τους στόχους της εξυγίανσης που καθορίζονται στο άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 καθώς και τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφοι 4 και 5 του παρόντος κανονισμού. Η ΕΑΚΑΑ αποστέλλει αντίγραφο της γνωμοδότησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Η γνωμοδότηση δεν δημοσιοποιείται.

Η εκτελεστική πράξη για την παράταση της αναστολής της υποχρέωσης εκκαθάρισης είναι επίσης δυνατόν να παρατείνει την περίοδο της αναστολής της υποχρέωσης διαπραγμάτευσης που αναφέρεται στην παράγραφο 6.

Η παράταση της αναστολής της υποχρέωσης διαπραγμάτευσης ισχύει για την ίδια περίοδο με την παράταση της αναστολής της υποχρέωσης εκκαθάρισης.

▼B

Άρθρο 7

Πρόσβαση σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους

▼M4

1.  

Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που έχει λάβει άδεια να εκκαθαρίζει συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων δέχεται να εκκαθαρίζει τις εν λόγω συμβάσεις χωρίς διακρίσεις και με διαφάνεια, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τις απαιτήσεις ασφάλειας και τις σχετικές με την πρόσβαση χρεώσεις, ανεξαρτήτως από τους τόπους διαπραγμάτευσης. Αυτό ειδικότερα διασφαλίζει ότι ένας τόπος διαπραγμάτευσης έχει το δικαίωμα μη διακριτικής μεταχείρισης όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται συμβόλαια που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης από την εξής άποψη:

α) 

απαιτήσεων παροχής ασφάλειας και συμψηφισμού οικονομικά ισοδύναμων συμβολαίων, όπου η ένταξη τέτοιων συμβολαίων στις διαδικασίες εκκαθαριστικού και λοιπών ειδών συμψηφισμού ενός CCP με βάση το ισχύον δίκαιο περί αφερεγγυότητας δεν θέτει σε κίνδυνο την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία, την εγκυρότητα ή τη δυνατότητα εφαρμογής τέτοιων διαδικασιών· και

β) 

μεταφοράς περιθωρίων ασφάλειας μεταξύ συσχετιζόμενων συμβολαίων (cross-margining) που εκκαθαρίζονται από τον ίδιο CCP βάσει μοντέλου κινδύνου που είναι σύμφωνο με το άρθρο 41.

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να απαιτήσει ο τόπος διαπραγμάτευσης να συμμορφώνεται με τις επιχειρησιακές και τεχνικές απαιτήσεις που έχουν καθοριστεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων όσον αφορά τη διαχείριση κινδύνου.

▼B

2.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αποδέχεται ή απορρίπτει την επίσημη αίτηση πρόσβασης από τόπο διαπραγμάτευσης εντός τριών μηνών από την υποβολή της αίτησης.
3.  
Εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αρνηθεί την πρόσβαση στο πλαίσιο της παραγράφου 2, αιτιολογεί πλήρως τους λόγους της άρνησης αυτής στον τόπο διαπραγμάτευσης.
4.  
Εκτός από την περίπτωση όπου η αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης και η αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή αρνούνται την πρόσβαση, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου, παρέχει πρόσβαση στον τόπο διαπραγμάτευσης εντός τριών μηνών από την απόφαση με την οποία αποδέχεται την επίσημη αίτηση του τόπου διαπραγμάτευσης σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Η αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης καθώς και η αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή μπορούν να αρνηθούν την πρόσβαση στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ύστερα από επίσημη αίτηση τόπου διαπραγμάτευσης, μόνο στην περίπτωση που η πρόσβαση αυτή θα μπορούσε να απειλήσει την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των αγορών ή θα επιδρούσε δυσμενώς στον συστημικό κίνδυνο.

5.  
Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών, η ΕΑΚΑΑ επιλύει τυχόν διαφορές μεταξύ των αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο των εξουσιών της που προβλέπονται στο άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼M4

6.  
Οι όροι που προβλέπονται στην παράγραφο 1 όσον αφορά τη μη διακριτική μεταχείριση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται συμβόλαια που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αυτό τον τόπο διαπραγμάτευσης από την άποψη των απαιτήσεων ασφάλειας και συμψηφισμού οικονομικά ισοδύναμων συμβολαίων και μεταφοράς περιθωρίων ασφάλειας μεταξύ συσχετιζόμενων συμβολαίων (cross-margining) που εκκαθαρίζονται από τον ίδιο CCP, προσδιορίζονται περαιτέρω από τα τεχνικά πρότυπα που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 6 στοιχείο ε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ( 13 ).

▼B

Άρθρο 8

Πρόσβαση στον τόπο διαπραγμάτευσης

1.  
Ο τόπος διαπραγμάτευσης παρέχει τα στοιχεία των συναλλαγών κατά τρόπο διαφανή και χωρίς διακρίσεις σε οιονδήποτε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που έχει άδεια να εκκαθαρίζει εξωχρηματιστηριακές συμβάσεις παραγώγων οι οποίες αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αυτόν τον τόπο διαπραγμάτευσης, ύστερα από αίτηση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.
2.  
Σε περίπτωση κατά την οποία η αίτηση πρόσβασης στον τόπο διαπραγμάτευσης έχει υποβληθεί επισήμως σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ο τόπος διαπραγμάτευσης απαντά στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο εντός τριών μηνών.
3.  
Όταν ο τόπος διαπραγμάτευσης αρνείται την πρόσβαση, ενημερώνει σχετικά τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και εξηγεί πλήρως τους λόγους της άρνησης.
4.  
Με την επιφύλαξη της απόφασης των αρμόδιων αρχών του τόπου διαπραγμάτευσης και του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ο τόπος διαπραγμάτευσης παρέχει πρόσβαση εντός τριών μηνών από τη θετική απάντηση στην αίτηση πρόσβασης.

Η πρόσβαση κεντρικού αντισυμβαλλομένου στον τόπο διαπραγμάτευσης παρέχεται μόνο εφόσον η πρόσβαση αυτή δεν απαιτεί διαλειτουργικότητα ή δεν απειλεί την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των αγορών, ιδίως λόγω κατακερματισμού της ρευστότητας, ο δε τόπος διαπραγμάτευσης έχει συστήσει κατάλληλους μηχανισμούς για την πρόληψη του κατακερματισμού αυτού.

5.  
Για την εξασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων που διευκρινίζουν την έννοια του κατακερματισμού της ρευστότητας.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2012.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 9

Υποχρέωση αναφοράς

▼M12

1.  
Οι αντισυμβαλλόμενοι και οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι διασφαλίζουν ότι τα λεπτομερή στοιχεία για κάθε σύμβαση παραγώγων που έχουν συνάψει, καθώς και κάθε τροποποίηση ή λήξη της σύμβασης, αναφέρονται σύμφωνα με τις παραγράφους 1α έως 1στ σε αρχείο καταγραφής συναλλαγών το οποίο έχει καταχωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 55 ή αναγνωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 77. Τα λεπτομερή στοιχεία υποβάλλονται το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα από τη σύναψη, την τροποποίηση ή τη λήξη της σύμβασης.

Η υποχρέωση αναφοράς ισχύει για συμβάσεις παραγώγων οι οποίες:

α) 

συνήφθησαν πριν από τις 12 Φεβρουαρίου 2014 και παραμένουν άληκτες την ημερομηνία αυτή·

β) 

συνήφθησαν στις ή μετά τις 12 Φεβρουαρίου 2014.

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 3, η υποχρέωση αναφοράς δεν εφαρμόζεται σε συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων εντός του ίδιου ομίλου, όταν τουλάχιστον ένας από τους αντισυμβαλλομένους είναι μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος ή θα χαρακτηριζόταν ως μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος εάν ήταν εγκατεστημένος στην Ένωση, υπό την προϋπόθεση ότι:

α) 

αμφότεροι οι αντισυμβαλλόμενοι περιλαμβάνονται στην ίδια ενοποίηση σε πλήρη βάση·

β) 

αμφότεροι οι αντισυμβαλλόμενοι υπόκεινται σε διαδικασίες ενδεδειγμένης κεντρικής αξιολόγησης κινδύνων, μέτρησης και ελέγχου· και

γ) 

η μητρική επιχείρηση δεν είναι χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος.

Οι αντισυμβαλλόμενοι κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές την πρόθεσή τους να εφαρμόσουν την εξαίρεση που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο. Η εξαίρεση είναι έγκυρη εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές προς τις οποίες έγινε η κοινοποίηση δηλώσουν, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία της κοινοποίησης, ότι κατά την κρίση της δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο τρίτο εδάφιο.

▼M12

1α.  
Οι χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι είναι οι μόνοι υπόχρεοι και κατά νόμο υπεύθυνοι για την αναφορά, εξ ονόματος αμφότερων των αντισυμβαλλομένων, των λεπτομερών στοιχείων των συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται με μη χρηματοοικονομικό αντισυμβαλλόμενο ο οποίος δεν πληροί τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, καθώς και για τη διασφάλιση της ορθότητας των αναφερόμενων λεπτομερών στοιχείων.

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος διαθέτει όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αναφοράς, ο μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος θα πρέπει να παρέχει στον χρηματοοικονομικό αντισυμβαλλόμενο τα λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που έχουν συνάψει μεταξύ τους, τα οποία ο χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος δεν μπορεί ευλόγως να αναμένεται να κατέχει. Ο μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος είναι υπεύθυνος να διασφαλίσει ότι τα εν λόγω λεπτομερή στοιχεία είναι ορθά.

Ανεξαρτήτως του πρώτου εδαφίου, οι μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι, οι οποίοι έχουν ήδη επενδύσει σε σύστημα υποβολής εκθέσεων, μπορεί να αποφασίσουν να αναφέρουν τα λεπτομερή στοιχεία των συμβάσεων τους σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα με χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους σε αρχείο καταγραφής συναλλαγών. Στην περίπτωση αυτή, οι μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι ενημερώνουν τους χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους με τους οποίους έχουν συνάψει συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων για την απόφασή τους, πριν την αναφορά των εν λόγω λεπτομερών στοιχείων. Σε αυτή την περίπτωση, οι μη χρηματοοικονομικοί συμβαλλόμενοι έχουν την υποχρέωση και τη νομική ευθύνη για την αναφορά των εν λόγω λεπτομερών στοιχείων και για την εξασφάλιση της ορθότητάς τους.

Ένας μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος που δεν πληροί τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο και ο οποίος συνάπτει σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων με οικονομική οντότητα εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα δεν υποχρεούται να υποβάλει αναφορά σύμφωνα με το άρθρο 9 και δεν είναι νομικά υπεύθυνος για την αναφορά ή για τη διασφάλιση της ορθότητας των λεπτομερών στοιχείων των εν λόγω συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, εφόσον:

α) 

η εν λόγω οντότητα τρίτης χώρας θα θεωρούταν χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος αν ήταν εγκατεστημένη στην Ένωση·

β) 

το νομικό καθεστώς αναφοράς στο οποίο υπόκειται η εν λόγω οντότητα τρίτης χώρας έχει κριθεί ισοδύναμο σύμφωνα με το άρθρο 13· και

γ) 

ο χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος της τρίτης χώρας έχει αναφέρει τις σχετικές πληροφορίες σύμφωνα με το νομικό καθεστώς αναφοράς της εν λόγω τρίτης χώρας σε αρχείο καταγραφής συναλλαγών το οποίο υπόκειται σε νομικά δεσμευτική και εκτελεστή υποχρέωση να παρέχεται στις οντότητες του άρθρου 81 παράγραφος 3 απευθείας και άμεση πρόσβαση στα δεδομένα.

1β)  
η εταιρεία διαχείρισης ενός ΟΣΕΚΑ είναι υπόχρεη και κατά νόμο υπεύθυνη για την αναφορά των λεπτομερών στοιχείων των συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων στις οποίες είναι αντισυμβαλλόμενος ο εν λόγω ΟΣΕΚΑ, καθώς και για τη εξασφάλιση της ορθότητας των αναφερόμενων λεπτομερών στοιχείων.
1γ)  
ο διαχειριστής ΟΕΕ είναι υπόχρεος και κατά νόμο υπεύθυνος για την αναφορά των λεπτομερών στοιχείων των συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων στις οποίες είναι αντισυμβαλλόμενος ο σχετικός ΟΕΕ, καθώς και για την εξασφάλιση της ορθότητας των αναφερόμενων λεπτομερών στοιχείων·
1δ)  
ο εξουσιοδοτημένος φορέας που είναι υπεύθυνος για τη διαχείριση —και ενεργεί για λογαριασμό— ενός ΙΕΣΠ το οποίο, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, δεν διαθέτει νομική προσωπικότητα είναι υπόχρεος και κατά νόμο υπεύθυνος για την αναφορά των λεπτομερών στοιχείων των συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων στις οποίες είναι αντισυμβαλλόμενος το εν λόγω ΙΕΣΠ, καθώς και για την εξασφάλιση της ορθότητας των αναφερόμενων λεπτομερών στοιχείων.
1ε)  
οι αντισυμβαλλόμενοι και οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που υποχρεούνται να αναφέρουν τα λεπτομερή στοιχεία των συμβάσεων παραγώγων μεριμνούν ώστε αυτά τα λεπτομερή στοιχεία να αναφέρονται χωρίς επαναλήψεις.
1στ)  
Οι αντισυμβαλλόμενοι και οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι οι οποίοι υπόκεινται στην υποχρέωση αναφοράς που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορούν να αναθέσουν κατ' εξουσιοδότηση την εν λόγω υποχρέωση αναφοράς.

▼B

2.  
Οι αντισυμβαλλόμενοι τηρούν αρχείο για οιαδήποτε σύμβαση παραγώγων που έχουν συνάψει και οιαδήποτε τροποποίησή της επί τουλάχιστον πέντε έτη μετά τη λήξη της σύμβασης.
3.  
Σε περίπτωση που δεν υπάρχει διαθέσιμο αρχείο καταγραφής συναλλαγών για την καταγραφή των λεπτομερειών μιας σύμβασης παραγώγων, οι αντισυμβαλλόμενοι και οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι διασφαλίζουν ότι αυτές οι λεπτομέρειες αναφέρονται στην ΕΑΚΑΑ.

Στην περίπτωση αυτή η ΕΑΚΑΑ διασφαλίζει ότι όλες οι σχετικές οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 81 παράγραφος 3 διαθέτουν πρόσβαση σε όλες τις λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τις συμβάσεις παραγώγων, ώστε να μπορούν να εκπληρώσουν τις αντίστοιχες υποχρεώσεις και εντολές τους.

4.  
Αντισυμβαλλόμενος ή κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ο οποίος αναφέρει τις λεπτομερείς πληροφορίες μιας σύμβασης παραγώγων σε αρχείο καταγραφής συναλλαγών ή στην ΕΑΚΑΑ, ή σε οντότητα η οποία αναφέρει τις πληροφορίες αυτές για λογαριασμό άλλου αντισυμβαλλομένου ή κεντρικού αντισυμβαλλόμενου, δεν θεωρείται ότι διαπράττει παράβαση τυχόν περιορισμού δημοσιοποίησης πληροφοριών, που επιβάλλεται από την εν λόγω σύμβαση ή από νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη.

Ούτε η κοινοποιούσα οντότητα ούτε τα διευθυντικά στελέχη της ούτε οι εργαζόμενοι σε αυτήν επέχουν ευθύνη απορρέουσα από τη δημοσιοποίηση αυτή.

5.  
Για να διασφαλιστεί συνεπής εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, προκειμένου να προσδιορίσει, για τις διάφορες κατηγορίες παραγώγων, τις λεπτομέρειες και τον τύπο της αναφοράς που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 3.

Οι αναφορές που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 3 καθορίζουν τουλάχιστον:

α) 

τα μέρη της σύμβασης παραγώγων και, εάν είναι διαφορετικός, τον δικαιούχο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτή·

β) 

τα κυριότερα χαρακτηριστικά των συμβάσεων παραγώγων, συμπεριλαμβανομένου του είδους τους, της εναπομείνασας διάρκειάς τους, της θεωρητικής αξίας τους, της τιμής τους και της ημερομηνίας διακανονισμού τους.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2012.

Ανατίθεται η εξουσία στην Επιτροπή να εκδίδει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼M12

6.  

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής των παραγράφων 1 και 3, η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με το ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό:

α) 

των προτύπων και μορφοτύπων δεδομένων για τις προς αναφορά πληροφορίες, οι οποίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα ακόλουθα:

i) 

παγκόσμιους αναγνωριστικούς κωδικούς νομικής οντότητας (LEI)·

ii) 

διεθνείς αριθμούς αναγνώρισης τίτλων (ISIN)·

iii) 

μοναδικούς αναγνωριστικούς κωδικούς συναλλαγής (UTI)·

β) 

τις μεθόδους και τις ρυθμίσεις για την υποβολή αναφορών·

γ) 

τη συχνότητα των αναφορών·

δ) 

την ημερομηνία μέχρι την οποία πρέπει να αναφέρονται οι συμβάσεις παραγώγων.

Κατά την εκπόνηση των εν λόγω σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τις διεθνείς εξελίξεις και τα πρότυπα που έχουν συμφωνηθεί σε επίπεδο Ένωσης ή σε παγκόσμιο επίπεδο και τη συνοχή τους με τις απαιτήσεις αναφοράς που ορίζονται στο άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365 ( 14 ) και στο άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼B

Άρθρο 10

Μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι

▼M12

1.  
Κάθε 12 μήνες ο μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος που λαμβάνει θέσεις σε συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων μπορεί να υπολογίζει τη συνολική μέση θέση στο τέλος του μήνα για τους προηγούμενους 12 μήνες σύμφωνα με την παράγραφο 3.

Όταν ένας μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος δεν υπολογίζει τις θέσεις του ή όταν το αποτέλεσμα αυτού του υπολογισμού όσον αφορά μία ή περισσότερες κατηγορίες εξωχρηματιστηριακών παραγώγων υπερβαίνει οποιοδήποτε από τα κατώφλια εκκαθάρισης που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο β), ο εν λόγω μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος:

α) 

ενημερώνει για το γεγονός αυτό αμέσως την ΕΑΚΑΑ και τη σχετική αρμόδια αρχή, και, κατά περίπτωση, αναφέρει την περίοδο που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό·

β) 

καθορίζει ρυθμίσεις εκκαθάρισης εντός τεσσάρων μηνών από την ενημέρωση που αναφέρεται στο στοιχείο α) του παρόντος εδαφίου της παρούσας παραγράφου·

γ) 

υπόκειται στην υποχρέωση εκκαθάρισης που αναφέρεται στο άρθρο 4 για συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται ή ανανεώνονται αφού παρέλθει χρονικό διάστημα άνω των τεσσάρων μηνών από την ενημέρωση που αναφέρεται στο στοιχείο α) του παρόντος εδαφίου, οι οποίες σχετίζονται είτε με τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων για τις οποίες το αποτέλεσμα του υπολογισμού υπερβαίνει τα κατώφλια εκκαθάρισης είτε, στις περιπτώσεις που ο μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος δεν έχει υπολογίσει τη θέση του, με κάθε υποκείμενη στην υποχρέωση εκκαθάρισης κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων.

2.  
Ο μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος που υπόκειται στην υποχρέωση εκκαθάρισης που αναφέρεται στο άρθρο 4 κατά την 17η Ιουνίου 2019 ή που υπόκειται στην υποχρέωση εκκαθάρισης σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο του παρόντος άρθρου εξακολουθεί να υπόκειται στην υποχρέωση αυτή και συνεχίσει την εκκαθάριση έως ότου ο εν λόγω μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος αποδείξει στην σχετική αρμόδια αρχή ότι η συνολική μέση θέση του στο τέλος του μήνα για τους προηγούμενους 12 μήνες δεν υπερβαίνει το κατώφλι εκκαθάρισης που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου.

Ο μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος είναι σε θέση να αποδείξει στην οικεία αρμόδια αρχή ότι ο υπολογισμός της συνολικής μέσης θέσης στο τέλος του μήνα για τους προηγούμενους 12 μήνες δεν οδηγεί σε συστηματική υποεκτίμηση της θέσης.

▼M12

2α.  
Οι σχετικές αρμόδιες αρχές του μη χρηματοοικονομικού αντισυμβαλλομένου και των άλλων οντοτήτων εντός του ομίλου καθορίζουν διαδικασίες συνεργασίας για την εξασφάλιση του αποτελεσματικού υπολογισμού των θέσεων σε επίπεδο ομίλου.

▼B

3.  
Κατά τον υπολογισμό των θέσεων της παραγράφου 1, ο μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος περιλαμβάνει όλες τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που έχουν συναφθεί από τον μη χρηματοοικονομικό αντισυμβαλλόμενο, ή από άλλες μη χρηματοοικονομικές οντότητες εντός του ομίλου στον οποίο ανήκει ο μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος, οι οποίες δεν προσμετρώνται αντικειμενικά ως συμβάλλουσες στη μείωση των κινδύνων που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή με δραστηριότητα χρηματοδότησης διαθεσίμων του μη χρηματοοικονομικού αντισυμβαλλομένου ή του ομίλου.
4.  

Προκειμένου να εξασφαλίσει συνεπή εφαρμογή αυτού του άρθρου, η ΕΑΚΑΑ, μετά από διαβούλευση με το ΕΣΣΚ και άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές, καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων που διευκρινίζουν:

α) 

τα κριτήρια για να καθορίζεται ποιες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων προσμετρώνται αντικειμενικά ως συμβάλλουσες στη μείωση των κινδύνων που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης διαθεσίμων που αναφέρεται στην παράγραφο 3 και

β) 

τις τιμές των κατωφλίων εκκαθάρισης, οι οποίες καθορίζονται λαμβανομένης υπόψη της συστημικής σημασίας του αθροίσματος των καθαρών θέσεων και της έκθεσης ανά αντισυμβαλλόμενο και ανά κατηγορία εξωχρηματιστηριακών παραγώγων.

Η ΕΑΚΑΑ αφού διεξάγει προηγουμένως ανοικτή δημόσια διαβούλευση, υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2012.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼M12

Κατόπιν διαβούλευσης με το ΕΣΣΚ και άλλες αρμόδιες αρχές, η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει περιοδικά τα κατώφλια εκκαθάρισης που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β) και, όπου είναι αναγκαίο, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τη διασύνδεση των χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων, προτείνει να τροποποιήσει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο 4.

Αυτή η περιοδική επανεξέταση συνοδεύεται από έκθεση της ΕΑΚΑΑ σχετικά με το θέμα.

▼B

5.  
Κάθε κράτος μέλος ορίζει μια αρχή ως υπεύθυνη να διασφαλίζει την τήρηση της υποχρέωσης που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 11

Τεχνικές μείωσης κινδύνου για συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο

1.  

Οι χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι και οι μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι, οι οποίοι συνάπτουν σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εκκαθαρίζεται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, εξασφαλίζουν, επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, να διατίθενται ενδεδειγμένες διαδικασίες και ρυθμίσεις για τη μέτρηση, την παρακολούθηση και το μετριασμό του λειτουργικού κινδύνου και του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου, οι οποίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον:

α) 

την έγκαιρη επιβεβαίωση, ενδεχομένως με ηλεκτρονικά μέσα, των όρων της σχετικής σύμβασης εξωχρηματιστηριακών παραγώγων·

β) 

τυποποιημένες διαδικασίες που είναι άρτιες, ανθεκτικές και ελέγξιμες για τη συμφωνία χαρτοφυλακίων, για τη διαχείριση του συναφούς κινδύνου και για τον έγκαιρο εντοπισμό των διαφορών μεταξύ των μερών και την επίλυσή τους, καθώς και για την παρακολούθηση της αξίας των άληκτων συμβάσεων.

2.  
Οι χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι και οι μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι που αναφέρονται στο άρθρο 10 αποτιμούν σε αγοραίες αξίες σε καθημερινή βάση την αξία των άληκτων συμβάσεων. Σε περίπτωση που οι συνθήκες της αγοράς εμποδίζουν την αποτίμηση σε αγοραίες αξίες, χρησιμοποιείται αξιόπιστη και συνετή αποτίμηση βάσει υποδείγματος θεωρητικών τιμών.
3.  
Οι χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι πρέπει να διαθέτουν διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου που απαιτούν την έγκαιρη, επακριβή και κατάλληλα διαχωρισμένη ανταλλαγή παροχής ασφάλειας όσον αφορά τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται πριν ή μετά τις 16 Αυγούστου 2012 ή έπειτα από αυτήν. Οι μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι που προβλέπονται στο άρθρο 10 πρέπει να διαθέτουν διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου που απαιτούν την έγκαιρη, ακριβή και κατάλληλα διαχωρισμένη ανταλλαγή ασφάλειας όσον αφορά τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται την ημερομηνία της υπέρβασης του κατωφλίου εκκαθάρισης ή έπειτα από αυτήν.
4.  
Οι χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι κατέχουν επαρκή και αναλογικά κεφάλαια για τη διαχείριση του κινδύνου που δεν καλύπτεται από ενδεδειγμένη ανταλλαγή ασφάλειας.
5.  
Η απαίτηση που θεσπίζεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου δεν ισχύει για συναλλαγή εντός ομίλου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3, η οποία συνάπτεται από αντισυμβαλλόμενους εγκατεστημένους στο ίδιο κράτος μέλος, υπό τον όρο ότι δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο πρακτικό ή νομικό εμπόδιο στην άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων μεταξύ των αντισυμβαλλομένων.
6.  

Η συναλλαγή εντός ομίλου που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) ή γ), η οποία συνάπτεται από αντισυμβαλλόμενους εγκατεστημένους σε διαφορετικά κράτη μέλη, εξαιρείται εν όλω ή εν μέρει από την απαίτηση που θεσπίζεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, βάσει θετικής απόφασης και των δύο οικείων αρμόδιων αρχών, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι κάτωθι προϋποθέσεις:

α) 

οι διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου των αντισυμβαλλομένων είναι δεόντως ορθές, εύρωστες και συνεπείς με το επίπεδο πολυπλοκότητας της συναλλαγής παραγώγων·

β) 

δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο πρακτικό ή νομικό εμπόδιο στην άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων μεταξύ των αντισυμβαλλομένων.

Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές δεν εκδώσουν θετική απόφαση εντός 30 ημερολογιακών ημερών από την παραλαβή της αίτησης εξαίρεσης, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να βοηθήσει τις αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία ακολουθώντας της διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

7.  

Η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 παράγραφος 1 συναλλαγή εντός ομίλου η οποία συνάπτεται μεταξύ μη χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων εγκατεστημένων σε διαφορετικά κράτη μέλη εξαιρείται από την απαίτηση που θεσπίζεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

οι διαδικασίες διαχείρισης των κινδύνων των αντισυμβαλλομένων είναι δεόντως ορθές, άρτιες και συνεπείς με το επίπεδο πολυπλοκότητας της συναλλαγής παραγώγων·

β) 

δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο πρακτικό ή νομικό εμπόδιο στην άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων μεταξύ των αντισυμβαλλομένων.

Οι μη χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι κοινοποιούν την πρόθεσή τους να εφαρμόσουν την εξαίρεση στις αρμόδιες αρχές του άρθρου 10 παράγραφος 5. Η εξαίρεση είναι έγκυρη εκτός εάν μία από τις αρμόδιες αρχές προς τις οποίες έγινε η κοινοποίηση δηλώσει, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία της κοινοποίησης, ότι κατά την κρίση της δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στα στοιχεία α) ή β) του πρώτου εδαφίου.

8.  

Η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχεία α) ως δ) συναλλαγή εντός ομίλου η οποία συνάπτεται από έναν αντισυμβαλλόμενο εγκατεστημένο στην Ένωση και έναν αντισυμβαλλόμενο εγκατεστημένο σε δικαιοδοσία τρίτης χώρας εξαιρείται εν όλω ή εν μέρει από την απαίτηση που θεσπίζεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, βάσει θετικής απόφασης της οικείας αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του αντισυμβαλλομένου ο οποίος είναι εγκατεστημένος στην Ένωση, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

οι διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου των αντισυμβαλλομένων είναι δεόντως ορθές, εύρωστες και συνεπείς με το επίπεδο πολυπλοκότητας της συναλλαγής παραγώγων·

β) 

δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο πρακτικό ή νομικό εμπόδιο στην άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων μεταξύ των αντισυμβαλλομένων.

9.  

Η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 παράγραφος 1 συναλλαγή εντός ομίλου η οποία συνάπτεται από έναν μη χρηματοοικονομικό αντισυμβαλλόμενο εγκατεστημένο στην Ένωση και έναν αντισυμβαλλόμενο εγκατεστημένο σε περιοχή δικαιοδοσίας τρίτης χώρας εξαιρείται από την απαίτηση που θεσπίζεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

οι διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου των αντισυμβαλλομένων είναι δεόντως ορθές, εύρωστες και συνεπείς με το επίπεδο πολυπλοκότητας της συναλλαγής παραγώγων·

β) 

δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο πρακτικό ή νομικό εμπόδιο στην άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων μεταξύ των αντισυμβαλλομένων.

Ο μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος κοινοποιεί την πρόθεσή του να εφαρμόσει την εξαίρεση στις αρμόδιες αρχές του άρθρου 10 παράγραφος 5. Η εξαίρεση είναι έγκυρη εκτός εάν οιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές προς τις οποίες έγινε η κοινοποίηση δηλώσει, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία της κοινοποίησης, ότι κατά την κρίση της δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στα στοιχεία α) ή β) του πρώτου εδαφίου.

10.  

Η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 παράγραφος 1 συναλλαγή εντός ομίλου η οποία συνάπτεται από έναν μη χρηματοοικονομικό αντισυμβαλλόμενο και έναν χρηματοοικονομικό αντισυμβαλλόμενο εγκατεστημένους σε διαφορετικά κράτη μέλη εξαιρείται εν όλω ή εν μέρει από την απαίτηση που θεσπίζεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, βάσει θετικής απόφασης της οικείας αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του χρηματοοικονομικού αντισυμβαλλόμενου, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι κάτωθι προϋποθέσεις:

α) 

οι διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου των αντισυμβαλλομένων είναι δεόντως ορθές, εύρωστες και συνεπείς με το επίπεδο πολυπλοκότητας της συναλλαγής παραγώγων·

β) 

δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο πρακτικό ή νομικό εμπόδιο στην άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων μεταξύ των αντισυμβαλλομένων.

Η οικεία αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του χρηματοοικονομικού αντισυμβαλλόμενου κοινοποιεί κάθε τέτοια απόφαση στην αρμόδια αρχή του άρθρου 10 παράγραφος 5. Η εξαίρεση είναι έγκυρη εκτός αν η αρμόδια αρχή προς την οποία έγινε η κοινοποίηση θεωρεί ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στα στοιχεία α) ή β) του πρώτου εδαφίου. Αν υπάρξει διαφωνία μεταξύ των αρμόδιων αρχών, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να βοηθήσει τις εν λόγω αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία στο πλαίσιο των εξουσιών της που προβλέπονται από το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

11.  
Ο αντισυμβαλλόμενος στη συναλλαγή εντός ομίλου ο οποίος εξαιρέθηκε από την απαίτηση που θεσπίζεται στην παράγραφο 3 δημοσιοποιεί τις πληροφορίες σχετικά με την εξαίρεση.

Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ οιαδήποτε απόφαση έχει εγκριθεί δυνάμει των παραγράφων 6, 8 ή 10, ή οιαδήποτε κοινοποίηση έχει λάβει δυνάμει των παραγράφων 7, 9 ή 10, και παρέχει στην ΕΑΚΑΑ λεπτομερή στοιχεία σχετικά με την αντίστοιχη συναλλαγή εντός ομίλου.

12.  
Οι υποχρεώσεις που περιγράφονται στις παραγράφους 1 ως 11 εφαρμόζονται σε συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που έχουν συναφθεί ανάμεσα σε οντότητες τρίτων χωρών οι οποίες θα υπέκειντο στις υποχρεώσεις αυτές αν ήταν εγκατεστημένες στην Ένωση, με την προϋπόθεση ότι οι συμβάσεις αυτές έχουν άμεσο, ουσιαστικό και προβλέψιμο αντίκτυπο εντός της Ένωσης ή σε περίπτωση που τέτοια υποχρέωση είναι απαραίτητη ή ενδείκνυται για να αποφευχθεί η προσπάθεια παράκαμψης οποιασδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.
13.  
Η ΕΑΚΑΑ παρακολουθεί τακτικά τη δραστηριότητα σε παράγωγα που δεν είναι επιλέξιμα για εκκαθάριση, προκειμένου να εντοπίζει περιπτώσεις όπου μια συγκεκριμένη κατηγορία παραγώγων μπορεί να ενέχει συστημικό κίνδυνο και να αποτρέπει καταχρηστικές επιλογές του ευνοϊκότερου ρυθμιστικού καθεστώτος μεταξύ εκκαθαριζόμενων και μη εκκαθαριζόμενων συναλλαγών σε παράγωγα. Ειδικότερα η ΕΑΚΑΑ, μετά από διαβούλευση με το ΕΣΣΚ, αναλαμβάνει δράσεις σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 ή επανεξετάζει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αφορούν τις απαιτήσεις παροχής περιθωρίου ασφαλείας που θεσπίζονται στην παράγραφο 14 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 41.
14.  

Προκειμένου να εξασφαλίσει τη συνεπή εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων που αφορούν:

α) 

τις διαδικασίες και ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

β) 

τις συνθήκες της αγοράς που παρακωλύουν την αποτίμηση με βάση αγοραίες αξίες και τα κριτήρια για τη χρήση αποτίμησης βάσει υποδείγματος θεωρητικών τιμών η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 2·

γ) 

τα στοιχεία των συναλλαγών εντός ομίλου που εξαιρέθηκαν, τα οποία πρέπει να συμπεριληφθούν στην κοινοποίηση που αναφέρεται στις παραγράφους 7, 9 και 10·

δ) 

τα λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τις συναλλαγές εντός ομίλου που εξαιρέθηκαν τα οποία προβλέπονται στην παράγραφο 11·

ε) 

τις συμβάσεις οι οποίες θεωρείται ότι έχουν άμεσο, ουσιαστικό και προβλέψιμο αντίκτυπο εντός της Ένωσης ή τις περιπτώσεις όπου είναι απαραίτητο ή ενδείκνυται να αποφευχθεί η παράκαμψη οποιασδήποτε από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 12.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2012.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼M10

15.  

Για την εξασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, οι ΕΕΑ καταρτίζουν κοινά σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που διευκρινίζουν τα εξής:

▼M12

α) 

τις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου, περιλαμβανομένων των επιπέδων και του είδους της πρόσθετης ασφάλειας, καθώς και των ρυθμίσεων διαχωρισμού που απαιτούνται που αναφέρονται στην παράγραφο 3·

▼M12

αα) 

τις εποπτικές διαδικασίες για την εξασφάλιση της αρχικής και διαρκούς επικύρωσης των εν λόγω διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου·

▼M10

β) 

τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούν οι αντισυμβαλλόμενοι και οι ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές κατά την εφαρμογή εξαιρέσεων βάσει των παραγράφων 6 έως 10·

γ) 

τα ισχύοντα κριτήρια των παραγράφων 5 έως 10, με ειδική αναφορά στο τι πρέπει να θεωρείται ως πρακτικό ή νομικό εμπόδιο στην άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων μεταξύ των αντισυμβαλλομένων.

Όσον αφορά συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων οι οποίες συνάπτονται από οντότητες καλυμμένων ομολόγων σε σχέση με καλυμμένο ομόλογο ή από οντότητα ειδικού σκοπού για τιτλοποίηση σε σχέση με τιτλοποίηση κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού και οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 παράγραφος 5 του παρόντος κανονισμού και τις απαιτήσεις του άρθρου 18, και των άρθρων 19 έως 22 ή 23 έως 26 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2402 [κανονισμός περί τιτλοποιήσεων], για να καθοριστεί το απαιτούμενο επίπεδο και είδος της πρόσθετης ασφάλειας λαμβάνονται υπόψη οποιαδήποτε εμπόδια προκύπτουν κατά την ανταλλαγή πρόσθετης ασφάλειας όσον αφορά τις υφιστάμενες συμβάσεις εξασφάλισης στο πλαίσιο του καλυμμένου ομολόγου ή της τιτλοποίησης.

▼M12

Οι ΕΕΑ υποβάλλουν τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων, εξαιρουμένων εκείνων που αναφέρονται στο στοιχείο αα) πρώτο εδάφιο, στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουλίου 2018.

Η ΕΑΤ, σε συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ και την ΕΑΑΕΣ, υποβάλλει στην Επιτροπή τα σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο στοιχείο αα) πρώτο εδάφιο έως τις 18 Ιουνίου 2020.

▼M10

Ανάλογα με τη νομική φύση του αντισυμβαλλομένου, ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 ή (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼B

Άρθρο 12

Κυρώσεις

1.  
Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες για την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης των κανόνων του παρόντος τίτλου και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζεται η εφαρμογή τους. Οι κυρώσεις αυτές περιλαμβάνουν τουλάχιστον διοικητικά πρόστιμα. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.
2.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των χρηματοοικονομικών και, ενδεχομένως, των μη χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων δημοσιοποιούν κάθε κύρωση που έχει επιβληθεί για παραβάσεις των άρθρων 4, 5 και 7 έως 11, εκτός εάν η δημοσιοποίηση αυτή ενδέχεται να διαταράξει σοβαρά τις χρηματοπιστωτικές αγορές ή να προκαλέσει δυσανάλογη ζημία στα ενδιαφερόμενα μέρη. Τα κράτη μέλη δημοσιεύουν τακτικές εκθέσεις αξιολόγησης για την αποτελεσματικότητα των εφαρμοζόμενων κανόνων επιβολής κυρώσεων. Η γνωστοποίηση και δημοσίευση αυτή δεν περιλαμβάνει προσωπικά δεδομένα κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχείο α) της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

Έως τις 17 Φεβρουαρίου 2013, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τους κανόνες που προβλέπονται στην παράγραφο 1. Κοινοποιούν χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

3.  
Η παράβαση των κανόνων που ορίζονται στον παρόντα τίτλο δεν επηρεάζει την ισχύ των συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων ούτε τη δυνατότητα των συμβαλλομένων να επιβάλλουν την εφαρμογή των όρων των συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων. Η παράβαση των κανόνων που ορίζονται στον παρόντα τίτλο δεν γεννά δικαίωμα αποζημίωσης από συμβαλλόμενο μέρος σε σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων.

Άρθρο 13

Μηχανισμοί για την αποφυγή αλληλεπικαλυπτόμενων ή αλληλοσυγκρουόμενων ρυθμίσεων

1.  
Η ΕΑΚΑΑ συντρέχει την Επιτροπή στην παρακολούθηση και την υποβολή εκθέσεων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή διεθνώς των αρχών που ορίζονται στα άρθρα 4, 9, 10 και 11, ιδίως όσον αφορά τυχόν αλληλεπικαλυπτόμενες ή αλληλοσυγκρουόμενες απαιτήσεις για τους συμμετέχοντες στην αγορά, και υποβάλλουν συστάσεις για ενδεχόμενες ενέργειες.
2.  

Η Επιτροπή δύναται να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις με τις οποίες δηλώνει ότι οι νομοθετικές και εποπτικές ρυθμίσεις καθώς και οι ρυθμίσεις επιβολής της νομοθεσίας τρίτης χώρας:

α) 

ισοδυναμούν με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό δυνάμει των άρθρων 4, 9, 10 και 11·

β) 

εξασφαλίζουν προστασία του επαγγελματικού απορρήτου ισοδύναμη με τις ρυθμίσεις του παρόντος κανονισμού και

γ) 

εφαρμόζονται και επιβάλλονται αποτελεσματικά και με δίκαιο και μη στρεβλωτικό τρόπο ώστε να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική εποπτεία και εφαρμογή των κανόνων στην εν λόγω τρίτη χώρα.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 86 παράγραφος 2.

3.  
Η εκτελεστική πράξη περί ισοδυναμίας, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2, σημαίνει ότι για τους αντισυμβαλλομένους που προβαίνουν σε συναλλαγή η οποία υπόκειται στον παρόντα κανονισμό θα θεωρείται πως έχουν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που περιγράφονται στα άρθρα 4, 9, 10 και 11 εφόσον ένας τουλάχιστον αντισυμβαλλόμενος είναι εγκατεστημένος στην εν λόγω τρίτη χώρα.
4.  
Η Επιτροπή, σε συνεργασία με την ΕΑΚΑΑ, παρακολουθεί την εκ μέρους τρίτων χωρών, για τις οποίες έχει εκδοθεί εκτελεστική πράξη σχετικά με την ισοδυναμία, αποτελεσματική εφαρμογή των απαιτήσεων που ισοδυναμούν με αυτές που καθορίζονται στα άρθρα 4, 9, 10 και 11 και υποβάλλει τακτικά, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Σε περίπτωση που η έκθεση αποκαλύπτει ανεπαρκή ή ασυνεπή εφαρμογή των απαιτήσεων περί ισοδυναμίας από αρχές της τρίτης χώρας, η Επιτροπή, εντός 30 ημερολογιακών ημερών μετά την παρουσίαση της έκθεσης, παύει να αναγνωρίζει ως ισοδύναμο το νομικό πλαίσιο της εν λόγω τρίτης χώρας. Σε περίπτωση που αποσυρθεί εκτελεστική πράξη περί ισοδυναμίας, οι αντισυμβαλλόμενοι υπόκεινται εκ νέου αυτομάτως σε όλες τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

▼M16

Άρθρο 13α

Τροποποιήσεις συμβάσεων παλαιού τύπου με σκοπό την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων δεικτών αναφοράς

1.  
Οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν τις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 3, τις οποίες έχουν θεσπίσει στις 13 Φεβρουαρίου 2021, όσον αφορά συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και οι οποίες έχουν συναφθεί ή ανανεωθεί πριν από την ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να ισχύει η υποχρέωση ύπαρξης διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3, εφόσον, μετά τις 13 Φεβρουαρίου 2021, οι συμβάσεις αυτές τροποποιούνται ή ανανεώνονται στη συνέχεια με αποκλειστικό σκοπό την αντικατάσταση ενός δείκτη αναφοράς ή τη θέσπιση εφεδρικής διάταξης σε σχέση με οποιονδήποτε δείκτη αναφοράς που αναφέρεται στην εν λόγω σύμβαση.
2.  
Οι συμβάσεις που έχουν συναφθεί ή ανανεωθεί πριν από την ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να παράγει αποτελέσματα η υποχρέωση εκκαθάρισης σύμφωνα με το άρθρο 4 και οι οποίες, μετά τις 13 Φεβρουαρίου 2021, τροποποιούνται ή ανανεώνονται στη συνέχεια με αποκλειστικό σκοπό την αντικατάσταση ενός δείκτη αναφοράς ή τη θέσπιση εφεδρικής διάταξης σε σχέση με οποιονδήποτε δείκτη αναφοράς που αναφέρεται στην εν λόγω σύμβαση, δεν υπόκεινται, για τον λόγο αυτό, στην υποχρέωση εκκαθάρισης που αναφέρεται στο άρθρο 4.
3.  

Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται μόνο σε συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων των οποίων η τροποποίηση ή ανανέωση:

α) 

είναι αναγκαία για την υποκατάσταση δείκτη αναφοράς στο πλαίσιο μεταρρυθμίσεων δεικτών αναφοράς·

β) 

δεν μεταβάλλει την οικονομική ουσία ή τον παράγοντα κινδύνου που αντιπροσωπεύει η αναφορά σε δείκτη στην εν λόγω σύμβαση· και

γ) 

δεν περιλαμβάνει άλλες αλλαγές σε νομικό όρο της εν λόγω σύμβασης ο οποίος δεν σχετίζεται με τον αναφερόμενο δείκτη αναφοράς και, ως εκ τούτου, ενδέχεται να τροποποιήσει τη σύμβαση κατά τρόπο που να απαιτεί ουσιαστικά τη θεώρησή της ως νέας σύμβασης.

▼B



ΤΙΤΛΟΣ III

ΑΔΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Όροι και διαδικασίες για την άδεια λειτουργίας κεντρικού αντισυμβαλλομένου

Άρθρο 14

Άδεια λειτουργίας κεντρικού αντισυμβαλλομένου

1.  
Σε περίπτωση που νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ένωση σκοπεύει να παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υποβάλλει αίτηση για άδεια λειτουργίας στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος («αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή»), σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 17.
2.  
Μόλις χορηγηθεί σύμφωνα με το άρθρο 17, η εν λόγω άδεια ισχύει για ολόκληρο το έδαφος της Ένωσης.
3.  
Η άδεια λειτουργίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 χορηγείται μόνο για δραστηριότητες που συνδέονται με την εκκαθάριση και διευκρινίζει τις υπηρεσίες και τις δραστηριότητες τις οποίες επιτρέπεται να παρέχει ή να ασκεί ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, συμπεριλαμβανομένων των κατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων που καλύπτονται από παρόμοια άδεια.
4.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος πληροί ανά πάσα στιγμή τους αναγκαίους όρους χορήγησης της άδειας λειτουργίας.

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κοινοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στις αρμόδιες αρχές κάθε ουσιαστική μεταβολή που επηρεάζει τους όρους χορήγησης της άδειας λειτουργίας.

5.  
Η άδεια λειτουργίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίσουν ή να συνεχίσουν να εφαρμόζουν πρόσθετες απαιτήσεις όσον αφορά τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός τους, περιλαμβανομένων ορισμένων απαιτήσεων για αδειοδότηση σύμφωνα με την οδηγία 2006/48/ΕΚ.

Άρθρο 15

Επέκταση δραστηριοτήτων και υπηρεσιών

1.  
Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ο οποίος επιθυμεί να επεκτείνει τις δραστηριότητές του σε πρόσθετες υπηρεσίες ή δραστηριότητες, που δεν καλύπτονται από την αρχική άδεια λειτουργίας, υποβάλλει αίτηση επέκτασης στην αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή. Η παροχή υπηρεσιών εκκαθάρισης για τις οποίες δεν έχει ήδη λάβει άδεια ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θεωρείται να είναι επέκταση της άδειας αυτής.

Η επέκταση της άδειας λειτουργίας χορηγείται σύμφωνα με τη διαδικασία που θεσπίζεται στο άρθρο 17.

2.  
Σε περίπτωση που κεντρικός αντισυμβαλλόμενος επιθυμεί να επεκτείνει τις δραστηριότητές του σε άλλο κράτος μέλος από εκείνο στο οποίο είναι εγκατεστημένος, η αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή ειδοποιεί αμέσως την αρμόδια αρχή αυτού του άλλου κράτους μέλους.

▼M14

3.  
Προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ, σε συνεργασία με το ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όπου καθορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι πρόσθετες υπηρεσίες ή δραστηριότητες στις οποίες ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος επιθυμεί να επεκταθεί δεν καλύπτονται από την αρχική άδεια λειτουργίας και, συνεπώς, απαιτείται επέκταση της άδειας λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, και η διευκρίνιση της διαδικασίας με την οποία ζητείται η γνώμη του σώματος που συγκροτείται σύμφωνα με το άρθρο 18 σχετικά με το αν πληρούνται ή όχι οι εν λόγω προϋποθέσεις.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 2 Ιανουαρίου 2021.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼B

Άρθρο 16

Απαιτήσεις κεφαλαίου

1.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατέχει πάγιο και διαθέσιμο αρχικό κεφάλαιο ύψους τουλάχιστον 7,5 εκατομμυρίων ευρώ.
2.  
Το κεφάλαιο κεντρικού αντισυμβαλλομένου, περιλαμβανομένων των αδιανέμητων κερδών και των αποθεματικών, είναι ανάλογο του κινδύνου που απορρέει από τις δραστηριότητες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Επαρκεί ανά πάσα στιγμή για τη διασφάλιση εύτακτου τερματισμού της λειτουργίας ή αναδιάρθρωσης των δραστηριοτήτων, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, όπως και για την επαρκή προστασία του κεντρικού αντισυμβαλλομένου έναντι πιστωτικών κινδύνων, κινδύνων αντισυμβαλλομένου, κινδύνων αγοράς, λειτουργικών κινδύνων, νομικών κινδύνων και επιχειρηματικών κινδύνων που δεν καλύπτονται ήδη από συγκεκριμένους χρηματοοικονομικούς πόρους όπως αναφέρεται στα άρθρα 41 ως 44.
3.  
Για την εξασφάλιση συνέπειας στην εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με το ΕΣΚΤ και μετά από διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, αναπτύσσει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων που να διευκρινίζουν απαιτήσεις σε σχέση με το κεφάλαιο, τα αδιανέμητα κέρδη και τα αποθεματικά του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2012.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 17

Διαδικασία χορήγησης και άρνησης άδειας λειτουργίας

1.  
Ο αιτών κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υποβάλλει αίτηση για χορήγηση άδειας στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος.
2.  
Ο αιτών κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρέχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε να πεισθεί η αρμόδια αρχή ότι αυτός έχει προβεί, κατά τη στιγμή χορήγησης της άδειας λειτουργίας, όλες τις αναγκαίες ρυθμίσεις για να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Η αρμόδια αρχή διαβιβάζει αμέσως όλες τις πληροφορίες που λαμβάνει από τον αιτούντα κεντρικό αντισυμβαλλόμενο στην ΕΑΚΑΑ και το σώμα που αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1.

▼M14

3.  
Εντός 30 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης, η αρμόδια αρχή εκτιμά αν η αίτηση είναι πλήρης. Εάν η αίτηση δεν είναι πλήρης, η αρμόδια αρχή ορίζει προθεσμία εντός της οποίας ο αιτών κεντρικός αντισυμβαλλόμενος οφείλει να παράσχει τις πρόσθετες πληροφορίες. Μόλις παραλάβει τις εν λόγω πρόσθετες πληροφορίες, η αρμόδια αρχή τις διαβιβάζει αμέσως στην ΕΑΚΑΑ και στο σώμα που έχει συγκροτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1. Όταν εκτιμήσει ότι μια αίτηση είναι πλήρης, η αρμόδια αρχή ενημερώνει καταλλήλως τον αιτούντα κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, τα μέλη του σώματος και την ΕΑΚΑΑ.

▼B

4.  
Η αρμόδια αρχή χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνον εάν έχει πεισθεί απολύτως ότι ο αιτών κεντρικός αντισυμβαλλόμενος πληροί όλες τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ανακοινώνεται ως σύστημα σύμφωνα με την οδηγία 98/26/ΕΚ.

Η αρμόδια για τον αντισυμβαλλόμενο αρχή εξετάζει δεόντως τη γνώμη στην οποία καταλήγει το σώμα σύμφωνα με το άρθρο 19. Εάν η αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή δεν συμφωνεί με θετική γνώμη του σώματος, η απόφασή της περιέχει πλήρη αιτιολόγηση και παρέχει επεξήγηση κάθε τυχόν σημαντικής απόκλισης από την εν λόγω θετική γνώμη του.

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν λαμβάνει άδεια λειτουργίας στις περιπτώσεις κατά τις οποίες όλα τα μέλη του σώματος, εξαιρουμένων των αρχών του κράτους μέλους εγκατάστασης του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου, καταλήξουν σε κοινή γνώμη με αμοιβαία συμφωνία, δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 1, βάσει της οποίας ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν λαμβάνει άδεια λειτουργίας. Η γνώμη αυτή υποβάλλεται γραπτώς και περιέχει πλήρη και λεπτομερή αιτιολόγηση των λόγων για τους οποίους το σώμα θεωρεί ότι δεν πληρούνται οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού ή άλλης νομοθεσίας της Ένωσης.

Εφόσον δεν επιτευχθεί κοινή γνώμη με αμοιβαία συμφωνία, όπως προβλέπεται στο τρίτο εδάφιο, και εφόσον η πλειοψηφία των δύο τρίτων του σώματος έχει εκφέρει αρνητική γνώμη, οποιαδήποτε από τις οικείες αρμόδιες αρχές, βασιζόμενη στην πλειοψηφία των δύο τρίτων του σώματος, μπορεί, εντός 30 ημερολογιακών ημερών από την έκδοση της αρνητικής γνώμης, να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Η αρνητική απόφαση που προβλέπεται στο τέταρτο εδάφιο αναφέρει γραπτώς την πλήρη και λεπτομερή αιτιολόγηση των λόγων για τους οποίους τα οικεία μέλη του σώματος θεωρούν ότι δεν πληρούνται οι απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού ή άλλης νομοθεσίας της Ένωσης. Στην περίπτωση αυτή, η αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή αναβάλλει την απόφαση για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και αναμένει την απόφαση για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας που μπορεί να λάβει η ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Η αρμόδια αρχή λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΚΑΑ. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΚΑΑ μετά την παρέλευση της προθεσμίας 30 ημερών που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο.

Εφόσον όλα τα μέλη του σώματος, εξαιρουμένων των αρχών του κράτος μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, καταλήξουν σε κοινή γνώμη με αμοιβαία συμφωνία με βάση το άρθρο 19 παράγραφος 1, ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν θα λάβει άδεια λειτουργίας, η αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διαβιβάζει την απόφαση στις υπόλοιπες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.

5.  
Η ΕΑΚΑΑ ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 σε περίπτωση που η αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή δεν έχει εφαρμόσει τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού ή τις έχει εφαρμόσει με τρόπο που φαίνεται ότι αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης.

Η ΕΑΚΑΑ δύναται να ερευνήσει πιθανή παραβίαση ή μη εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης ύστερα από αίτηση οιουδήποτε μέλους του σώματος ή με δική της πρωτοβουλία, αφού ενημερώσει την αρμόδια για τον αντισυμβαλλόμενο αρχή.

6.  
Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, καμία πράξη μέλους του σώματος δεν εισαγάγει, έμμεσα ή άμεσα, διακρίσεις κατά κράτους μέλους ή ομάδας κρατών μελών ως τόπου παροχής υπηρεσιών εκκαθάρισης σε οποιοδήποτε νόμισμα.
7.  
Εντός έξι μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης, η αρμόδια αρχή ενημερώνει εγγράφως τον αιτούντα κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, με πλήρη αιτιολόγηση, αν έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας ή όχι.

Άρθρο 18

Σώματα

▼M14

1.  
Εντός τριάντα ημερολογιακών ημερών από την υποβολή πλήρους αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 17, η αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή συγκροτεί σώμα, το οποίο διευθύνει και του οποίου προεδρεύει, προκειμένου να διευκολυνθεί η εκπλήρωση των καθηκόντων που αναφέρονται στα άρθρα 15, 17, 30, 31, 32, 35, 49, 51 και 54.

▼B

2.  

Το σώμα απαρτίζεται από:

▼M14

α) 

τον πρόεδρο ή οποιοδήποτε από τα ανεξάρτητα μέλη της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που αναφέρονται στο άρθρο 24α παράγραφος 2 στοιχεία α) και β)·

▼B

β) 

την αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή·

▼M14

γ) 

τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των εκκαθαριστικών μελών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου τα οποία είναι εγκατεστημένα στα τρία κράτη μέλη με τις υψηλότερες εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 42 του παρόντος κανονισμού, επί συνολικής βάσεως για περίοδο ενός έτους, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της ΕΚΤ στο πλαίσιο των καθηκόντων που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων στο πλαίσιο του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού, τα οποία της έχουν ανατεθεί με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου ( 15

▼M14

γα) 

τις αρμόδιες αρχές εποπτείας εκκαθαριστικών μελών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, πέραν αυτών που αναφέρονται στο στοιχείο γ), εφόσον παρέχεται συγκατάθεση από την αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή. Οι εν λόγω αρμόδιες αρχές ζητούν τη συγκατάθεση της αρμόδιας για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχής για να συμμετάσχουν στο σώμα, αιτιολογώντας το αίτημα με βάση την εκτίμηση του αντίκτυπου που δύναται να έχει η χρηματοοικονομική δυσχέρεια ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα του αντίστοιχου κράτους μέλους τους. Στην περίπτωση που δεν κάνει δεκτό το αίτημα, η αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή παρέχει γραπτώς πλήρη και αναλυτική σχετική αιτιολόγηση·

▼B

δ) 

τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των τόπων διαπραγμάτευσης που εξυπηρετούνται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

ε) 

τις αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους με τους οποίους έχουν καθιερωθεί ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας·

στ) 

τις αρμόδιες αρχές που έχουν υπό την εποπτεία τους κεντρικά αποθετήρια τίτλων με τα οποία είναι συνδεδεμένος ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος·

ζ) 

όσα μέλη του ΕΣΚΤ είναι υπεύθυνα για την επίβλεψη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και όσα μέλη του ΕΣΚΤ είναι υπεύθυνα για την επίβλεψη των κεντρικών αντισυμβαλλομένων με τους οποίους έχουν καθιερωθεί ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας·

η) 

τις κεντρικές τράπεζες που εκδίδουν τα πιο σχετικά νομίσματα της Ένωσης ως προς τα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκκαθαρίζονται·

▼M14

θ) 

τις κεντρικές τράπεζες έκδοσης των νομισμάτων της Ένωσης των χρηματοπιστωτικών μέσων που εκκαθαρίζονται ή πρόκειται να εκκαθαριστούν από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, εκτός αυτών που αναφέρονται στο στοιχείο η), εφόσον παρέχεται συγκατάθεση από την αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή. Οι εν λόγω κεντρικές τράπεζες έκδοσης ζητούν τη συγκατάθεση της αρμόδιας για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχής για να συμμετάσχουν στο σώμα, αιτιολογώντας το αίτημα με βάση την εκτίμηση του αντίκτυπου που θα μπορούσε να έχει η χρηματοοικονομική δυσχέρεια ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου στο αντίστοιχο νόμισμα που εκδίδουν. Στην περίπτωση που δεν κάνει δεκτό το αίτημα, η αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή παρέχει γραπτώς πλήρη και αναλυτική σχετική αιτιολόγηση.

Η αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή δημοσιεύει στον δικτυακό της τόπο κατάλογο των μελών του σώματος. Ο εν λόγω κατάλογος επικαιροποιείται, από την αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά από κάθε αλλαγή στη σύνθεση του σώματος. Η αρχή αυτή κοινοποιεί τον εν λόγω κατάλογο στην ΕΑΚΑΑ μέσα σε 30 ημερολογιακές μέρες από τη συγκρότηση του σώματος ή από μια αλλαγή στη σύνθεσή του. Μετά την παραλαβή της κοινοποίησης από την αρμόδια για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους αρχή, η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον δικτυακό της τόπο, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τον κατάλογο μελών του σώματος.

▼B

3.  
Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους που δεν είναι μέλος του σώματος δύναται να ζητεί από το σώμα κάθε πληροφορία που την ενδιαφέρει προς εκτέλεση των εποπτικών της καθηκόντων.
4.  

Το σώμα, υπό την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των αρμοδίων αρχών δυνάμει του παρόντος κανονισμού, διασφαλίζει:

α) 

την κατάρτιση της γνώμης που προβλέπεται στο άρθρο 19·

β) 

την ανταλλαγή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των αιτημάτων παροχής πληροφοριών βάσει του άρθρου 84·

γ) 

συμφωνία για την εκούσια ανάθεση καθηκόντων στα μέλη της·

δ) 

τον συντονισμό των προγραμμάτων εποπτικών ελέγχων, βάσει της αξιολόγησης κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και

ε) 

τον καθορισμό διαδικασιών και την κατάρτιση σχεδίων απρόοπτων γεγονότων για την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 24.

▼M14

Για να διευκολυνθεί η εκπλήρωση των καθηκόντων που ανατίθενται στα σώματα δυνάμει του πρώτου εδαφίου, τα μέλη του σώματος που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δικαιούνται να συμβάλουν στον καθορισμό της ημερήσιας διάταξης των συνεδριάσεων του σώματος, ιδίως με την προσθήκη σημείων στην ημερήσια διάταξη μιας συνεδρίασης.

▼B

5.  
Η συγκρότηση και η λειτουργία του σώματος βασίζεται σε γραπτή συμφωνία μεταξύ όλων των μελών του.

▼M14

Στη συμφωνία αυτή καθορίζονται οι πρακτικές ρυθμίσεις λειτουργίας του σώματος, που περιλαμβάνουν λεπτομερείς κανόνες σχετικά με:

i) 

τις διαδικασίες ψηφοφορίας, όπως προβλέπονται στο άρθρο 19 παράγραφος 3·

ii) 

τις διαδικασίες καθορισμού της ημερήσιας διάταξης των συνεδριάσεων του σώματος·

iii) 

τη συχνότητα των συνεδριάσεων του σώματος·

iv) 

τη μορφή και το εύρος των πληροφοριών που θα παρέχει η αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή στα μέλη του σώματος, ιδίως σε ό,τι αφορά τις πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 4·

v) 

τις κατάλληλες ελάχιστες προθεσμίες για την αξιολόγηση των σχετικών εγγράφων από τα μέλη του σώματος·

vi) 

τους τρόπους επικοινωνίας μεταξύ των μελών του σώματος.

Η συμφωνία μπορεί επίσης να καθορίζει τα καθήκοντα που ανατίθενται στην αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή ή σε άλλο μέλος του σώματος.

6.  
Προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνεπής και συνεκτική λειτουργία των σωμάτων στο σύνολο της Ένωσης, η ΕΑΚΑΑ, σε συνεργασία με το ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που καθορίζουν τους όρους υπό τους οποίους τα νομίσματα της Ένωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο η) πρέπει να θεωρούνται ως τα πλέον σχετικά και τις λεπτομέρειες των πρακτικών ρυθμίσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 5.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 2 Ιανουαρίου 2021.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼B

Άρθρο 19

Γνώμη του σώματος

1.  
Εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με το άρθρο 17, η αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή διενεργεί αξιολόγηση του κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και υποβάλλει έκθεση στο σώμα.

Εντός 30 ημερολογιακών ημερών από την παραλαβή της, και με βάση τα πορίσματα της έκθεσης αυτής, το σώμα καταλήγει σε κοινή γνώμη σχετικά με το κατά πόσον ο αιτών κεντρικός αντισυμβαλλόμενος συμμορφώνεται με όλες τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 17 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο και εάν δεν καταλήξει σε κοινή γνώμη, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, το σώμα, εντός της ίδιας χρονικής περιόδου, εγκρίνει πλειοψηφική γνώμη.

▼M14

1α.  
Σε περίπτωση που το σώμα γνωμοδοτήσει σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε μέλους του σώματος και μετά την έγκριση από την πλειοψηφία του σώματος σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, μια τέτοια γνώμη μπορεί να περιλαμβάνει, πέρα από τον προσδιορισμό του ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος συμμορφώνεται με τον παρόντα κανονισμό, συστάσεις που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση αδυναμιών στη διαχείριση κινδύνων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και τη βελτίωση της αντοχής του.

Αν το σώμα μπορεί να γνωμοδοτήσει, οποιαδήποτε κεντρική τράπεζα έκδοσης, η οποία είναι μέλος του σώματος σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχεία η) και θ), μπορεί να εκδίδει συστάσεις σχετικά με το νόμισμα που εκδίδει.

▼B

2.  
Η ΕΑΚΑΑ διευκολύνει την έκδοση της κοινής γνώμης σύμφωνα με τον γενικό συντονιστικό της ρόλο δυνάμει του άρθρου 31 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼M14

3.  
Η πλειοψηφική γνώμη του σώματος εγκρίνεται με απλή πλειοψηφία των μελών του.

Για σώματα με δώδεκα ή λιγότερα μέλη, έως δύο μέλη του σώματος που ανήκουν στο ίδιο κράτος μέλος διαθέτουν ψήφο και κάθε μέλος με δικαίωμα ψήφου διαθέτει μία μόνο ψήφο. Όσον αφορά τα σώματα με περισσότερα από δώδεκα μέλη, έως τρία μέλη που ανήκουν στο ίδιο κράτος μέλος διαθέτουν ψήφο και κάθε μέλος με δικαίωμα ψήφου διαθέτει μία μόνο ψήφο.

Όταν η ΕΚΤ είναι μέλος του σώματος, δυνάμει του άρθρου 18 παράγραφος 2 στοιχεία γ) και η), διαθέτει δύο ψήφους.

Τα μέλη του σώματος που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχεία α), γα) και θ) δεν έχουν δικαίωμα ψήφου για τις γνώμες του σώματος.

▼M14

4.  
Με την επιφύλαξη της διαδικασίας που ορίζεται στο άρθρο 17, η αρμόδια αρχή λαμβάνει δεόντως υπόψη τη γνώμη στην οποία έχει καταλήξει το σώμα σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένων πιθανών συστάσεων που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση αδυναμιών στη διαχείριση κινδύνων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και τη βελτίωση της αντοχής του. Σε περίπτωση που η αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή δεν συμφωνεί με μια γνώμη του σώματος, συμπεριλαμβανομένων τυχόν συστάσεων που περιέχει οι οποίες αποσκοπούν στην αντιμετώπιση αδυναμιών στις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου και στη βελτίωση της αντοχής του, η απόφασή της περιέχει πλήρη αιτιολόγηση και παρέχει επεξήγηση κάθε τυχόν σημαντικής απόκλισης από την εν λόγω γνώμη ή τις εν λόγω συστάσεις.

▼B

Άρθρο 20

Ανάκληση αδείας

1.  

Με την επιφύλαξη του άρθρου 22 παράγραφος 3, η αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή ανακαλεί την άδεια σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος:

α) 

δεν έχει κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός 12 μηνών, παραιτείται ρητώς από αυτήν ή δεν έχει παράσχει υπηρεσίες ούτε έχει ασκήσει δραστηριότητες κατά το προηγούμενο εξάμηνο·

β) 

έλαβε άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο·

γ) 

δεν πληροί πλέον τους όρους βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδεια και δεν πραγματοποίησε τις διορθωτικές ενέργειες που ζήτησε η αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή μέσα σε ορισμένο χρονικό πλαίσιο·

δ) 

έχει διαπράξει σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις οποιασδήποτε από τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

2.  
Αν η αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή θεωρεί ότι συντρέχει μία από τις περιστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ενημερώνει αναλόγως εντός πέντε εργάσιμων ημερών την ΕΑΚΑΑ και τα μέλη του σώματος.
3.  
Η αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή διαβουλεύεται με τα μέλη του σώματος σχετικά με την αναγκαιότητα να ανακληθεί η άδεια του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκτός εάν η απόφαση αυτή χρειάζεται να ληφθεί επειγόντως.
4.  
Οποιοδήποτε μέλος του σώματος δύναται, ανά πάσα στιγμή, να ζητήσει από την αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή να εξετάσει κατά πόσον ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εξακολουθεί να πληροί τους όρους βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδεια.
5.  
Η αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή δύναται να περιορίσει την ανάκληση σε συγκεκριμένη υπηρεσία, δραστηριότητα ή κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων.
6.  
Η αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή αποστέλλει στην ΕΑΚΑΑ και στα μέλη του σώματος την πλήρως αιτιολογημένη απόφασή της, η οποία λαμβάνει υπόψη τις ενδεχόμενες επιφυλάξεις των μελών του σώματος.
7.  
Η απόφαση για ανάκληση της άδειας ισχύει σε ολόκληρη την Ένωση.

Άρθρο 21

Επανεξέταση και αξιολόγηση

▼M14

1.  
Με την επιφύλαξη του ρόλου του σώματος, οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 22 επανεξετάζουν τις ρυθμίσεις, τις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που εφαρμόζονται από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους ώστε να συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό και αξιολογούν τους κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον των χρηματοπιστωτικών και λειτουργικών κινδύνων στους οποίους εκτίθενται ή ενδέχεται να εκτεθούν οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι.

▼B

2.  
Η επανεξέταση και η αξιολόγηση που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καλύπτουν όλες τις απαιτήσεις για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, οι οποίες αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό.

▼M14

3.  
Οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν τη συχνότητα και το βάθος της επανεξέτασης και της αξιολόγησης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη το μέγεθος, τη συστημική σπουδαιότητα, τη φύση, την κλίμακα, την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων και την αλληλεπίδραση του υπό εξέταση κεντρικού αντισυμβαλλομένου με άλλες δομές της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Η επανεξέταση και αξιολόγηση επικαιροποιούνται τουλάχιστον σε ετήσια βάση.

Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι υπόκεινται σε επιτόπιες επιθεωρήσεις. Κατόπιν αιτήματος της ΕΑΚΑΑ, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καλούν το προσωπικό της ΕΑΚΑΑ να συμμετέχει σε αυτές τις επιτόπιες επιθεωρήσεις.

Η αρμόδια αρχή μπορεί να διαβιβάζει στην ΕΑΚΑΑ τυχόν πληροφορίες που λαμβάνει από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατά τη διάρκεια ή σε σχέση με επιτόπιες επιθεωρήσεις.

▼B

4.  
Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν το σώμα τακτικά και τουλάχιστον μία φορά ετησίως, σχετικά με τα αποτελέσματα της επανεξέτασης και της αξιολόγησης όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένων τυχόν διορθωτικών ενεργειών ή κυρώσεων.
5.  
Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που δεν πληρούν τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού να προβεί εγκαίρως στις απαραίτητες ενέργειες ή να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να αντιμετωπισθεί η κατάσταση.

▼M14

6.  
Έως τις 2 Ιανουαρίου 2021, για να διασφαλιστεί η συνέπεια ως προς τη μορφή, τη συχνότητα και το βάθος της επανεξέτασης που πραγματοποιούν οι εθνικές αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η ΕΑΚΑΑ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, προκειμένου να προσδιορίσει περαιτέρω, κατά τρόπο κατάλληλο προς το μέγεθος, τη δομή και την εσωτερική οργάνωση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και τη φύση, το πεδίο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους, τις κοινές διαδικασίες και μεθοδολογίες για τη διαδικασία εποπτικής επανεξέτασης και αξιολόγησης που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 και στην παράγραφο 3 πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Εποπτεία και επίβλεψη των κεντρικών αντισυμβαλλομένων

Άρθρο 22

Αρμόδια αρχή

1.  
Κάθε κράτος μέλος ορίζει την αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εκτέλεση των καθηκόντων που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό όσον αφορά την άδεια λειτουργίας και την εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός του, και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ.

Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος ορίζει περισσότερες της μίας αρμόδιες αρχές, προσδιορίζει σαφώς τους αντίστοιχους ρόλους και ορίζει μία και μόνη αρχή ως υπεύθυνη για τον συντονισμό της συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών με την Επιτροπή, την ΕΑΚΑΑ, τις άλλες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, την ΕΑΤ και τα σχετικά μέλη του ΕΣΚΤ σύμφωνα με τα άρθρα 23, 24, 83 και 84.

2.  
Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι η αρμόδια αρχή διαθέτει τις εξουσίες εποπτείας και έρευνας που είναι αναγκαίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της.
3.  
Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει τη δυνατότητα λήψης ή επιβολής κατάλληλων διοικητικών μέτρων, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, κατά των φυσικών ή νομικών προσώπων υπεύθυνων για μη συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό.

Τα μέτρα αυτά θα είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά και δύνανται να περιλαμβάνουν αίτηση πραγματοποίησης διορθωτικών ενεργειών μέσα σε ορισμένο χρονικό πλαίσιο.

4.  
Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον δικτυακό της τόπο κατάλογο των αρμοδίων αρχών που έχουν οριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Συνεργασία

Άρθρο 23

Συνεργασία μεταξύ αρχών

1.  
Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά μεταξύ τους, με την ΕΑΚΑΑ, και, εν ανάγκη, με το ΕΣΚΤ.
2.  
Κατά την άσκηση των γενικών καθηκόντων τους, οι αρμόδιες αρχές εκτιμούν δεόντως τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών τους στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε όλα τα άλλα σχετικά κράτη μέλη και, ιδίως, τις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης που αναφέρονται στο άρθρο 24, βάσει των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες τη δεδομένη στιγμή.

▼M14

Άρθρο 23α

Εποπτική συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών και της ΕΑΚΑΑ σε σχέση με τους αδειοδοτημένους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους

1.  
Η ΕΑΚΑΑ επιτελεί συντονιστικό ρόλο μεταξύ των αρμόδιων αρχών και μεταξύ των σωμάτων, με στόχο τη διαμόρφωση κοινής εποπτικής νοοτροπίας και συνεπών εποπτικών πρακτικών που εξασφαλίζουν ομοιόμορφες διαδικασίες και συνεπείς προσεγγίσεις και ενισχύουν τη συνέπεια των αποτελεσμάτων της εποπτείας, ιδίως σε ό,τι αφορά τους τομείς της εποπτείας που έχουν διασυνοριακή διάσταση ή πιθανό διασυνοριακό αντίκτυπο.
2.  
Οι αρμόδιες αρχές υποβάλλουν τα σχέδια αποφάσεών τους στην ΕΑΚΑΑ προτού εγκρίνουν οποιαδήποτε πράξη ή οποιοδήποτε μέτρο δυνάμει των άρθρων 7, 8, 14, 15, 29 έως 33, 35, 36 και 54.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να υποβάλουν σχέδια αποφάσεων στην ΕΑΚΑΑ προτού εγκρίνουν οποιαδήποτε άλλη πράξη ή μέτρο σύμφωνα με τα καθήκοντά τους βάσει του άρθρου 22 παράγραφος 1.

3.  
Εντός 20 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή σχεδίου απόφασης που έχει υποβληθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 όσον αφορά ένα συγκεκριμένο άρθρο, η ΕΑΚΑΑ γνωμοδοτεί σχετικά με το εν λόγω σχέδιο απόφασης προς την αρμόδια αρχή, όταν είναι αναγκαίο για την προώθηση της συνεπούς και συνεκτικής εφαρμογής του εν λόγω άρθρου.

Όταν το σχέδιο απόφασης που υποβάλλεται στην ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με την παράγραφο 2 παρουσιάζει έλλειψη σύγκλισης ή συνοχής ως προς την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η ΕΑΚΑΑ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές ή συστάσεις για να προωθήσει την απαραίτητη συνέπεια ή συνοχή στην εφαρμογή του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.  
Όταν η ΕΑΚΑΑ εκδίδει γνώμη σύμφωνα με την παράγραφο 3, η αρμόδια αρχή τη λαμβάνει δεόντως υπόψη και ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ για κάθε επακόλουθη ενέργεια ή παράλειψη ενέργειας εν προκειμένω. Εάν η αρμόδια αρχή δεν συμφωνεί με γνώμη της ΕΑΚΑΑ, υποβάλλει σχόλια στην ΕΑΚΑΑ σχετικά με κάθε σημαντική απόκλιση από την εν λόγω γνώμη.

▼M14

Άρθρο 24

Καταστάσεις έκτακτης ανάγκης

Η αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχή ή οποιαδήποτε άλλη σχετική αρχή ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ, το σώμα, τα οικεία μέλη του ΕΣΚΤ και τις λοιπές οικείες αρχές, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σχετικά με οποιαδήποτε κατάσταση έκτακτης ανάγκης που αφορά κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, μεταξύ άλλων για τις εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η οποία ενδέχεται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη ρευστότητα της αγοράς, στη διαβίβαση της νομισματικής πολιτικής, στην ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών ή στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε κάποιο από τα κράτη μέλη όπου είναι εγκατεστημένος ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή κάποιο από τα εκκαθαριστικά του μέλη.

▼M14



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3Α

Εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους

Άρθρο 24α

Εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους

1.  
Η ΕΑΚΑΑ συγκροτεί μόνιμη εσωτερική επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 41 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 για τους σκοπούς της κατάρτισης σχεδίων αποφάσεων προς έγκριση από το συμβούλιο εποπτών και της εκτέλεσης των καθηκόντων που καθορίζονται στις παραγράφους 7, 9 και 10 του παρόντος άρθρου («εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους»).
2.  

H εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους αποτελείται από:

α) 

τον πρόεδρο, με δικαίωμα ψήφου,

β) 

δύο ανεξάρτητα μέλη, με δικαίωμα ψήφου,

γ) 

τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που αναφέρονται στο άρθρο 22 του παρόντος κανονισμού με αδειοδοτημένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, με δικαίωμα ψήφου· όταν ένα κράτος μέλος έχει ορίσει περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές, καθεμία από τις ορισθείσες αρμόδιες αρχές του συγκεκριμένου κράτους μέλους μπορεί να αποφασίσει να διορίσει έναν εκπρόσωπο για τους σκοπούς της συμμετοχής δυνάμει του παρόντος στοιχείου· ωστόσο, για τις διαδικασίες ψηφοφορίας που ορίζονται στο άρθρο 24γ, οι εκπρόσωποι του αντίστοιχου κράτους μέλους λογίζονται συνολικά ως ένα μέλος με δικαίωμα ψήφου.

δ) 

οι ακόλουθες εκδοτικές κεντρικές τράπεζες:

i) 

όταν η συνεδρίαση της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους αφορά κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών, σε σχέση με την κατάρτιση του συνόλου των αποφάσεων που αφορούν τα αναφερόμενα στην παράγραφο 10 του παρόντος άρθρου άρθρα σχετικά με κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 2 και το άρθρο 25 παράγραφος 2α, τις κεντρικές τράπεζες έκδοσης που αναφέρονται άρθρο 25 παράγραφος 3 στοιχείο στ) οι οποίες έχουν ζητήσει να συμμετάσχουν ως μέλη στην εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, χωρίς δικαίωμα ψήφου,

ii) 

όταν η συνεδρίαση της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους αφορά κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14, στο πλαίσιο των συζητήσεων που αφορούν την παράγραφο 7 στοιχείο β) και στοιχείο γ) σημείο iv) του παρόντος άρθρου, τις κεντρικές τράπεζες έκδοσης των νομισμάτων της Ένωσης των χρηματοπιστωτικών μέσων που εκκαθαρίζονται από αδειοδοτημένους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, οι οποίες έχουν ζητήσει να συμμετάσχουν ως μέλη στην εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Η ιδιότητα του μέλους για τους σκοπούς των σημείων i) και ii) παραχωρείται αυτόματα κατόπιν έγγραφου αιτήματος που απευθύνεται άπαξ στον πρόεδρο.

3.  
Ο πρόεδρος μπορεί να προσκαλεί ως παρατηρητές στις συνεδριάσεις της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, όπου κρίνεται σκόπιμο και αναγκαίο, μέλη των σωμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 18.
4.  
Οι συνεδριάσεις της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους συγκαλούνται από τον πρόεδρό της, με ίδια πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος ενός εκ των μελών της που διαθέτουν δικαίωμα ψήφου. Η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους συνέρχεται τουλάχιστον πέντε φορές τον χρόνο.
5.  
Ο πρόεδρος και τα ανεξάρτητα μέλη της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους είναι ανεξάρτητοι επαγγελματίες πλήρους απασχόλησης. Διορίζονται από το συμβούλιο εποπτών με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τη γνώση των ζητημάτων εκκαθάρισης, των μετασυναλλακτικών ζητημάτων, ζητημάτων προληπτικής εποπτείας και χρηματοοικονομικών ζητημάτων, καθώς και την πείρα σχετικά με την εποπτεία και τη ρύθμιση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, μετά από ανοικτή διαδικασία επιλογής.

Πριν από τον διορισμό του προέδρου και των ανεξαρτήτων μελών της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, και έως έναν μήνα μετά την επιλογή από το συμβούλιο εποπτών το οποίο υποβάλει τον κατάλογο των προκριθέντων υποψηφίων τηρώντας την ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από ακρόαση των επιλεγμένων υποψηφίων, τους εγκρίνει ή τους απορρίπτει.

Σε περίπτωση που ο πρόεδρος ή οποιοδήποτε από τα ανεξάρτητα μέλη της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις άσκησης των καθηκόντων του ή εάν έχει κριθεί ένοχος σοβαρού παραπτώματος, το Συμβούλιο μπορεί, κατόπιν πρότασης της Επιτροπής που έχει εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, να εκδώσει εκτελεστική απόφαση για την παύση του από τα καθήκοντά του. Το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορεί να ενημερώνει την Επιτροπή ότι θεωρεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την παύση του προέδρου ή ενός από τα ανεξάρτητα μέλη εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους από τα καθήκοντά του και η Επιτροπή ανταποκρίνεται στην ενημέρωση αυτή.

Η θητεία του προέδρου και των ανεξάρτητων μελών της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους είναι πενταετής και άπαξ ανανεώσιμη.

6.  
Ο πρόεδρος και τα ανεξάρτητα μέλη της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους δεν κατέχουν άλλη θέση σε εθνικό, ενωσιακό ή διεθνές επίπεδο. Ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά αποκλειστικά προς το συμφέρον της Ένωσης συνολικά και ούτε ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλον δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Ούτε τα κράτη μέλη, ούτε τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης, ούτε κανένας άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τον πρόεδρο ή τα ανεξάρτητα μέλη της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 68 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, ο πρόεδρος και τα ανεξάρτητα μέλη της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, μετά την αποχώρησή τους από την υπηρεσία, εξακολουθούν να δεσμεύονται από την υποχρέωση να συμπεριφέρονται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων ή ευεργετημάτων.

7.  

Σε ό,τι αφορά τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους οι οποίοι είναι αδειοδοτημένοι ή αιτούνται χορήγηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 του παρόντος κανονισμού, η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους καταρτίζει, για τον σκοπό του άρθρου 23α παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, αποφάσεις και εκτελεί τα καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΑΚΑΑ στο άρθρο 23α παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού και όσα παρατίθενται στα εξής στοιχεία:

α) 

πραγματοποιεί, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, ανάλυση από ομοτίμους για τις εποπτικές δραστηριότητες όλων των αρμόδιων αρχών σε σχέση με την αδειοδότηση και την εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων σύμφωνα με το άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010,

▼M15

β) 

δρομολογεί, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, και συντονίζει σε επίπεδο Ένωσης εκτιμήσεις της αντοχής των κεντρικών αντισυμβαλλομένων σε αντίξοες εξελίξεις της αγοράς, κατά το άρθρο 32 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, λαμβάνοντας υπόψη, όπου είναι δυνατόν, τη συγκεντρωτική επίδραση των ρυθμίσεων ανάκαμψης και εξυγίανσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης·

▼M14

γ) 

προωθεί την τακτική ανταλλαγή πληροφοριών και συζήτηση μεταξύ των αρμόδιων αρχών που έχουν οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού σχετικά με:

i) 

συναφείς εποπτικές δραστηριότητες και αποφάσεις που έχουν εγκριθεί από τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 22 κατά την άσκηση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό σχετικά με την αδειοδότηση και την εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός τους,

ii) 

σχέδια αποφάσεων που υποβάλλονται στην ΕΑΚΑΑ από αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 23α παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

iii) 

σχέδια αποφάσεων που υποβάλλονται στην ΕΑΚΑΑ από αρμόδια αρχή προαιρετικά σύμφωνα με το άρθρο 23α παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο,

iv) 

σχετικές εξελίξεις στην αγορά, συμπεριλαμβανομένων των καταστάσεων ή γεγονότων που επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν την προληπτική ή τη χρηματοπιστωτική ευρωστία ή την αντοχή των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 ή των εκκαθαριστικών μελών τους,

δ) 

ενημερώνεται σχετικά με όλες τις γνώμες και τις συστάσεις που εγκρίνουν τα σώματα δυνάμει του άρθρου 19 του παρόντος κανονισμού και πραγματοποιεί σχετική συζήτηση, προκειμένου να συμβάλει στη συνεπή και συνεκτική λειτουργία των σωμάτων και να προωθήσει τη συνεπή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού μεταξύ τους.

Για τους σκοπούς των στοιχείων α) έως δ) του πρώτου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στην ΕΑΚΑΑ κάθε σχετική πληροφορία και τεκμηρίωση χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

8.  
Σε περίπτωση που από τις δραστηριότητες ή την ανταλλαγή που αναφέρονται στην παράγραφο 7 στοιχεία α) έως δ) προκύψει έλλειψη σύγκλισης και συνοχής ως προς την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, η ΕΑΚΑΑ εκδίδει τις απαραίτητες κατευθυντήριες γραμμές ή συστάσεις δυνάμει του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 ή γνωμοδοτεί δυνάμει του άρθρου 29 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Σε περίπτωση που, με την αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 7 στοιχείο β), διαπιστωθούν αδυναμίες στην αντοχή ενός ή περισσότερων κεντρικών αντισυμβαλλομένων, η ΕΑΚΑΑ εκδίδει τις αναγκαίες συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
9.  

Επιπλέον, η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους δύναται:

α) 

βάσει των δραστηριοτήτων της σύμφωνα με την παράγραφο 7 στοιχεία α) έως δ), να ζητήσει από το συμβούλιο εποπτών να εξετάσει εάν απαιτείται η ΕΑΚΑΑ να εγκρίνει κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και γνώμες προκειμένου να αντιμετωπιστούν ελλείψεις σύγκλισης και συνοχής στην εφαρμογή του παρόντος κανονισμού μεταξύ αρμόδιων αρχών και σωμάτων. Το συμβούλιο εποπτών εξετάζει δεόντως αυτά τα αιτήματα και ανταποκρίνεται με τον κατάλληλο τρόπο,

β) 

να υποβάλει στο συμβούλιο εποπτών γνώμες για αποφάσεις που πρόκειται να ληφθούν σύμφωνα με το άρθρο 44 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, με εξαίρεση τις αποφάσεις που αναφέρονται στα άρθρα 17 και 19 του εν λόγω κανονισμού, σχετικά με τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 22 του παρόντος κανονισμού.

10.  
Η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, σε ό,τι αφορά κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών, καταρτίζει σχέδια αποφάσεων που πρόκειται να υποβληθούν από το συμβούλιο εποπτών και εκτελεί τα καθήκοντα που ανατίθενται στην ΕΑΚΑΑ στα άρθρα 25, 25α, 25β, 25στ έως 25ιζ και στο άρθρο 85 παράγραφος 6.
11.  
Η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, σε ό,τι αφορά κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών, κοινοποιεί στο σώμα για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών του άρθρου 5γ τις ημερήσιες διατάξεις των συνεδριάσεών της πριν πραγματοποιηθούν, τα πρακτικά των συνεδριάσεών της, τα ολοκληρωμένα σχέδια αποφάσεων που υποβάλλει στο συμβούλιο εποπτών και τις τελικές αποφάσεις που εγκρίνει το συμβούλιο εποπτών.
12.  

Η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους υποστηρίζεται από αποκλειστικό προσωπικό της ΕΑΚΑΑ που διαθέτει επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία προκειμένου να:

α) 

προετοιμάζει τις συνεδριάσεις της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους,

β) 

πραγματοποιεί τις αναλύσεις που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους,

γ) 

υποστηρίζει την εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους σε διοικητικό επίπεδο στο πλαίσιο της διεθνούς συνεργασίας της.

13.  
Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η ΕΑΚΑΑ εξασφαλίζει τον διαρθρωτικό διαχωρισμό μεταξύ της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και άλλων καθηκόντων που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 24β

Διαβούλευση με τις κεντρικές τράπεζες έκδοσης

1.  
Σε ό,τι αφορά τις αποφάσεις που πρόκειται να ληφθούν δυνάμει των άρθρων 41, 44, 46, 50 και 54 σχετικά με κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 2, η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους διαβουλεύεται με τις κεντρικές τράπεζες έκδοσης που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 3 στοιχείο στ). Κάθε κεντρική τράπεζα έκδοσης μπορεί να ανταποκριθεί. Οι απαντήσεις λαμβάνονται εντός 10 εργάσιμων ημερών από τη διαβίβαση του σχεδίου απόφασης. Σε επείγουσες καταστάσεις, το διάστημα που αναφέρεται ανωτέρω δεν υπερβαίνει τις 24 ώρες. Σε περίπτωση που μια κεντρική τράπεζα έκδοσης προτείνει τροποποιήσεις ή διατυπώσει αντιρρήσεις για τα σχέδια αποφάσεων δυνάμει των άρθρων 41, 44, 46, 50 και 54, παρέχει γραπτώς πλήρη και λεπτομερή αιτιολόγηση. Μόλις ολοκληρωθεί η περίοδος διαβούλευσης, η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους εξετάζει δεόντως τις τροποποιήσεις που έχουν προτείνει οι κεντρικές τράπεζες έκδοσης.
2.  
Σε περίπτωση που η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους δεν αποτυπώνει στο σχέδιο απόφασής της τις τροποποιήσεις που έχουν προταθεί από κεντρική τράπεζα έκδοσης, ενημερώνει γραπτώς την εν λόγω κεντρική τράπεζα έκδοσης αναφέροντας τους λόγους για τους οποίους δεν τις έλαβε υπόψη και παρέχοντας εξηγήσεις για τις τυχόν αποκλίσεις από τις εν λόγω τροποποιήσεις. Η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους υποβάλλει στο συμβούλιο εποπτών τις τροποποιήσεις που προτείνουν οι κεντρικές τράπεζες έκδοσης, εξηγώντας για τους λόγους για τους οποίους δεν τις έλαβε υπόψη, μαζί με το σχέδιο απόφασής της.
3.  
Σε ό,τι αφορά τις αποφάσεις που πρόκειται να ληφθούν δυνάμει των άρθρων 25 παράγραφος 2γ και 85 παράγραφος 6, η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους επιζητεί τη συμφωνία των κεντρικών τραπεζών έκδοσης που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 3 στοιχείο στ) για ζητήματα που αφορούν τα νομίσματα που εκδίδουν. Θεωρείται ότι κάθε κεντρική τράπεζα έκδοσης συμφωνεί, εκτός εάν προτείνει τροποποιήσεις ή εκφράσει αντιρρήσεις εντός 10 εργάσιμων ημερών από τη διαβίβαση του σχεδίου απόφασης. Σε περίπτωση που μια κεντρική τράπεζα έκδοσης προτείνει τροποποιήσεις ή προβάλει αντιρρήσεις για σχέδιο απόφασης, παρέχει γραπτώς πλήρη και λεπτομερή αιτιολόγηση. Σε περίπτωση που κεντρική τράπεζα έκδοσης προτείνει τροποποιήσεις σχετικά με ζητήματα που αφορούν το νόμισμα που εκδίδει, η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους μπορεί να υποβάλει στο συμβούλιο εποπτών μόνο το σχέδιο απόφασης όπως έχει τροποποιηθεί ως προς τα συγκεκριμένα ζητήματα. Σε περίπτωση που κεντρική τράπεζα έκδοσης προβάλει αντιρρήσεις σχετικά με ζητήματα που αφορούν το νόμισμα που εκδίδει, η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους δεν συμπεριλαμβάνει τα ζητήματα αυτά στο σχέδιο απόφασης που υποβάλλει προς έγκριση στο συμβούλιο εποπτών.

Άρθρο 24γ

Λήψη αποφάσεων στην εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους

Η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους λαμβάνει τις αποφάσεις της με απλή πλειοψηφία των μελών της που διαθέτουν δικαίωμα ψήφου. Σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του προέδρου.

Άρθρο 24δ

Λήψη αποφάσεων στο συμβούλιο εποπτών

Όταν η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους υποβάλλει σχέδια αποφάσεων στο συμβούλιο εποπτών δυνάμει του άρθρου 25 παράγραφοι 2, 2α, 2β, 2γ και 5, του άρθρου 25ιστ, του άρθρου 85 παράγραφος 6 και του άρθρου 89 παράγραφος 3β του παρόντος κανονισμού, και επιπλέον μόνο για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 2 σύμφωνα με τα άρθρα 41, 44, 46, 50 και 54 του παρόντος κανονισμού, το συμβούλιο εποπτών αποφασίζει επί των σχεδίων αυτών σύμφωνα με το άρθρο 44 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 εντός 10 εργάσιμων ημερών.

Όταν η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους υποβάλλει σχέδια αποφάσεων στο συμβούλιο εποπτών δυνάμει άρθρων εκτός αυτών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, το συμβούλιο εποπτών αποφασίζει για τα εν λόγω σχέδια αποφάσεων σύμφωνα με το άρθρο 44 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 εντός τριών εργάσιμων ημερών.

Άρθρο 24ε

Λογοδοσία

1.  
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορεί να καλέσει τον πρόεδρο και τα ανεξάρτητα μέλη της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους να προβούν σε δήλωση, σεβόμενο πλήρως την ανεξαρτησία τους. Ο πρόεδρος και τα ανεξάρτητα μέλη προβαίνουν στη δήλωση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και απαντούν σε οποιεσδήποτε ερωτήσεις των βουλευτών του, όποτε ζητηθεί.
2.  
Ο πρόεδρος και τα ανεξάρτητα μέλη της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους υποβάλλουν γραπτή έκθεση σχετικά με τις κύριες δραστηριότητες της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, όποτε ζητηθεί, και τουλάχιστον δεκαπέντε ημέρες προτού προβούν στη δήλωση κατά την παράγραφο 1.
3.  
Ο πρόεδρος και τα ανεξάρτητα μέλη αναφέρουν κάθε σχετική πληροφορία που ζητεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε ad hoc και εμπιστευτική βάση. Η εν λόγω έκθεση δεν καλύπτει τις εμπιστευτικές πληροφορίες σχετικά με επιμέρους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Σχέσεις με τρίτες χώρες

Άρθρο 25

Αναγνώριση κεντρικού αντισυμβαλλομένου τρίτης χώρας

▼M14

1.  
Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα δύναται να παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης σε εκκαθαριστικά μέλη ή τόπους διαπραγμάτευσης που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση μόνον εάν ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι αναγνωρισμένος από την ΕΑΚΑΑ.

▼B

2.  

Η ΕΑΚΑΑ, μετά από διαβούλευση με τις αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 3, μπορεί να αναγνωρίζει κεντρικό αντισυμβαλλόμενο εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα ο οποίος έχει ζητήσει την αναγνώριση αυτή για την παροχή ορισμένων υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων εκκαθάρισης, εφόσον:

α) 

η Επιτροπή έχει εκδώσει εκτελεστική πράξη σύμφωνα με την παράγραφο 6·

β) 

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει λάβει άδεια λειτουργίας στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα και υπόκειται σε αποτελεσματική εποπτεία και πλαίσιο επιβολής που εξασφαλίζουν πλήρη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που εφαρμόζονται σε αυτή την τρίτη χώρα·

γ) 

έχουν καθιερωθεί ρυθμίσεις συνεργασίας, σύμφωνα με την παράγραφο 7·

▼M5

δ) 

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι εγκατεστημένος ή έχει άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή, σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 16 ), σε τρίτη χώρα η οποία δεν χαρακτηρίζεται από στρατηγικές ανεπάρκειες όσον αφορά στο εθνικό καθεστώς καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας οι οποίες συνεπάγονται σημαντικές απειλές για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης·

▼M14

ε) 

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν έχει προσδιοριστεί ότι είναι ή ότι είναι πιθανόν να καταστεί συστημικά σημαντικός σύμφωνα με την παράγραφο 2α και, επομένως, είναι κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 1.

2α.  

Η ΕΑΚΑΑ, κατόπιν διαβούλευσης με το ΕΣΣΚ και τις κεντρικές τράπεζες έκδοσης που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο στ), προσδιορίζει εάν ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας είναι ή είναι πιθανόν να καταστεί συστημικά σημαντικός για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη της (κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2), λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α) 

τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου στην Ένωση, και εκτός της Ένωσης στον βαθμό που οι επιχειρηματικές του δραστηριότητες μπορεί να έχουν συστημικό αντίκτυπο στην Ένωση ή σε ένα ή περισσότερα από τα κράτη μέλη της, συμπεριλαμβανομένων των εξής:

i) 

η αξία, με συνολικούς όρους και σε κάθε νόμισμα της Ένωσης, των συναλλαγών που εκκαθαρίζονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ή της συνολικής έκθεσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που ασχολείται με δραστηριότητες εκκαθάρισης προς τα εκκαθαριστικά μέλη του και, στον βαθμό που οι πληροφορίες είναι διαθέσιμες, τους πελάτες και τους έμμεσους πελάτες τους που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση, μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις που έχουν χαρακτηριστεί από κράτη μέλη ως άλλα συστημικά σημαντικά ιδρύματα (O-SII) σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, και

ii) 

το προφίλ κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε ό,τι αφορά, μεταξύ άλλων, το νομικό, λειτουργικό και επιχειρηματικό κίνδυνο,

β) 

την επίδραση που θα είχε η πτώχευση ή μια διατάραξη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου:

i) 

στις χρηματοοικονομικές αγορές, μεταξύ άλλων στη ρευστότητα των αγορών που εξυπηρετεί·

ii) 

στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα·

iii) 

στο ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα· ή

iv) 

στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη της,

γ) 

τη διάρθρωση των εκκαθαριστικών μελών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένης, στον βαθμό που οι πληροφορίες είναι διαθέσιμες, της διάρθρωσης του δικτύου πελατών και έμμεσων πελατών των εκκαθαριστικών μελών, που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση,

δ) 

τον βαθμό στον οποίο υπάρχουν εναλλακτικές υπηρεσίες εκκαθάρισης που παρέχονται από άλλους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους σε χρηματοπιστωτικά μέσα που εκφράζονται σε νομίσματα της Ένωσης για εκκαθαριστικά μέλη, και στον βαθμό που οι πληροφορίες είναι διαθέσιμες, τους πελάτες και τους έμμεσους πελάτες τους που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση,

ε) 

τη σχέση, τις αλληλεξαρτήσεις και άλλες αλληλεπιδράσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου με τις υπόλοιπες υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών, με άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και το ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα στον βαθμό που αυτό ενδέχεται να επηρεάζει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη της.

Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξη, σύμφωνα με το άρθρο 82, για να προσδιορίσει περαιτέρω τα κριτήρια που καθορίζονται στο πρώτο εδάφιο μέχρι τις 2 Ιανουαρίου 2021.

Με την επιφύλαξη του αποτελέσματος της διαδικασίας αναγνώρισης, η ΕΑΚΑΑ, αφού διενεργήσει την αξιολόγηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, ενημερώνει τον αιτούντα κεντρικό αντισυμβαλλόμενο εάν θεωρείται κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 1 ή όχι εντός 30 εργάσιμων ημερών αφού προσδιοριστεί ότι η αίτηση του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλομένου είναι πλήρης σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4.

2β.  

Όταν η ΕΑΚΑΑ προσδιορίζει ότι ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι ή είναι πιθανόν να καταστεί συστημικά σημαντικός (κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2) σύμφωνα με την παράγραφο 2α, αναγνωρίζει τον εν λόγω κεντρικό αντισυμβαλλόμενο προκειμένου να παρέχει ορισμένες εκκαθαριστικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες μόνον όταν, επιπλέον των όρων που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως δ), πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

α) 

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος συμμορφώνεται, τη στιγμή της αναγνώρισης, και στη συνέχεια σε συνεχή βάση, με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 16 καθώς και στους τίτλους IV και V. Σε ό,τι αφορά τη συμμόρφωση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου με τα άρθρα 41, 44, 46, 50 και 54, η ΕΑΚΑΑ διαβουλεύεται με τις κεντρικές τράπεζες έκδοσης που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο στ) σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο άρθρο 24β παράγραφος 1. H ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 25α, τον βαθμό στον οποίο η συμμόρφωση ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου με τις εν λόγω απαιτήσεις καλύπτεται από τη συμμόρφωσή του με τις συγκρίσιμες απαιτήσεις που εφαρμόζονται στην τρίτη χώρα,

β) 

οι κεντρικές τράπεζες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο στ) έχουν παράσχει στην ΕΑΚΑΑ γραπτή επιβεβαίωση, εντός 30 εργάσιμων ημερών από τη στιγμή που έχει προσδιοριστεί ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας δεν είναι κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 1 σύμφωνα με την παράγραφο 2α ή κατόπιν της επανεξέτασης της παραγράφου 5, ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος συμμορφώνεται με τις ακόλουθες απαιτήσεις που ενδέχεται να έχουν επιβάλει οι εν λόγω κεντρικές τράπεζες έκδοσης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους που αφορούν τη νομισματική πολιτική:

i) 

υποβολή οποιωνδήποτε πληροφοριών ενδέχεται να απαιτεί η κεντρική τράπεζα έκδοσης κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματός της, όταν οι πληροφορίες αυτές δεν έχουν ληφθεί με άλλον τρόπο από την ΕΑΚΑΑ,

ii) 

πλήρης και δέουσα συνεργασία με την κεντρική τράπεζα έκδοσης στο πλαίσιο της αξιολόγησης της αντοχής του κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε αρνητικές εξελίξεις της αγοράς, η οποία πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 25β παράγραφος 3,

iii) 

άνοιγμα ή κοινοποίηση της πρόθεσης για άνοιγμα, σύμφωνα με τα σχετικά κριτήρια πρόσβασης και τις σχετικές απαιτήσεις, λογαριασμού καταθέσεων μίας ημέρας στην κεντρική τράπεζα έκδοσης,

iv) 

συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που επιβάλλει σε έκτακτες περιστάσεις η κεντρική τράπεζα έκδοσης, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της για την αντιμετώπιση συστημικών κινδύνων ρευστότητας που επηρεάζουν τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής ή την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών, και αφορούν τον έλεγχο κινδύνου ρευστότητας, τις απαιτήσεις περιθωρίου ασφαλείας, την παροχή ασφαλείας, τις ρυθμίσεις διακανονισμού ή τις ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας.

Οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο σημείο iv) διασφαλίζουν την αποδοτικότητα, την ευρωστία και την αντοχή των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και ευθυγραμμίζονται με τις απαιτήσεις του άρθρου 16 και των τίτλων IV και V του παρόντος κανονισμού.

Η εφαρμογή των απαιτήσεων που αναφέρονται στο σημείο iv) αποτελεί προϋπόθεση για την αναγνώριση για περιορισμένο χρονικό διάστημα έως και έξι μηνών. Σε περίπτωση που κατά τη λήξη αυτού του διαστήματος η κεντρική τράπεζα θεωρεί ότι η έκτακτη περίσταση εξακολουθεί να υφίσταται, η εφαρμογή των απαιτήσεων για την αναγνώριση μπορεί να παρατείνεται άπαξ για επιπλέον χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες.

Πριν την επιβολή ή την παράταση εφαρμογής των απαιτήσεων που αναφέρονται στο σημείο iv), η κεντρική τράπεζα έκδοσης ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ, τις άλλες κεντρικές τράπεζες έκδοσης που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο στ) και τα μέλη του σώματος για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών και εξηγεί πώς οι απαιτήσεις που προτίθεται να επιβάλει διαφυλάσσουν την αποτελεσματικότητα, την ευρωστία και την αντοχή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, αιτιολογώντας την αναγκαιότητα και τον αναλογικό χαρακτήρα των απαιτήσεων προκειμένου να διασφαλιστεί η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής ή η ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών σε σχέση με το νόμισμα που εκδίδει. Η ΕΑΚΑΑ γνωμοδοτεί προς την κεντρική τράπεζα έκδοσης, εντός 10 εργάσιμων ημερών από τη διαβίβαση του σχεδίου των απαιτήσεων ή του σχεδίου παράτασης. Σε επείγουσες καταστάσεις, το διάστημα που αναφέρεται ανωτέρω δεν υπερβαίνει τις 24 ώρες. Στη γνώμη της η ΕΑΚΑΑ εξετάζει ιδίως τις συνέπειες των απαιτήσεων που επιβάλλονται για την αποτελεσματικότητα, την ευρωστία και την αντοχή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Οι άλλες κεντρικές τράπεζες έκδοσης που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο στ) μπορούν να υποβάλουν γνώμη εντός της ίδιας προθεσμίας. Μόλις ολοκληρωθεί η περίοδος διαβούλευσης, η κεντρική τράπεζα έκδοσης εξετάζει δεόντως τις τροποποιήσεις που προτείνονται στις γνώμες της ΕΑΚΑΑ ή των κεντρικών τραπεζών έκδοσης που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 3 στοιχείο στ).

Η κεντρική τράπεζα έκδοσης ενημερώνει επίσης το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο προτού παρατείνει την εφαρμογή των απαιτήσεων που αναφέρονται στο σημείο iv).

Η κεντρική τράπεζα έκδοσης συνεργάζεται και ανταλλάσσει πληροφορίες σε συνεχή βάση με την ΕΑΚΑΑ και τις άλλες κεντρικές τράπεζες έκδοσης που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο στ) σε σχέση με τις προσωρινές απαιτήσεις που αναφέρονται στο σημείο iv), ιδίως σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση των συστημικών κινδύνων ρευστότητας και τις συνέπειες των επιβληθεισών απαιτήσεων για την αποτελεσματικότητα, την ευρωστία και την αντοχή του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Όταν κεντρική τράπεζα έκδοσης επιβάλλει οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο παρόν στοιχείο μετά από αναγνώριση κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατηγορίας 2, η συμμόρφωση με κάθε τέτοια απαίτηση θεωρείται προϋπόθεση αναγνώρισης, και οι κεντρικές τράπεζες έκδοσης παρέχουν στην ΕΑΚΑΑ γραπτή επιβεβαίωση, εντός 90 εργάσιμων ημερών, ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος συμμορφώνεται με την απαίτηση.

Όταν κεντρική τράπεζα έκδοσης δεν έχει παράσχει γραπτή επιβεβαίωση στην ΕΑΚΑΑ εντός της προθεσμίας, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να θεωρεί την εν λόγω απαίτηση ως εκπληρωμένη·

γ) 

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει παράσχει στην ΕΑΚΑΑ:

i) 

γραπτή δήλωση, υπογεγραμμένη από τον νόμιμο εκπρόσωπό του, με την οποία δηλώνεται η άνευ όρων συγκατάθεση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου να:

— 
παράσχει εντός τριών εργάσιμων ημερών μετά τη γνωστοποίηση αιτήματος από την ΕΑΚΑΑ οποιαδήποτε έγγραφα, αρχεία, πληροφορίες και δεδομένα που τηρούνται από τον εν λόγω κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κατά τον χρόνο γνωστοποίησης του αιτήματος, και
— 
να επιτρέψει στην ΕΑΚΑΑ να έχει πρόσβαση σε κάθε επαγγελματικό χώρο του κεντρικού αντισυμβαλλομένου,
ii) 

αιτιολογημένη νομική γνώμη από ανεξάρτητο νομικό εμπειρογνώμονα, η οποία επιβεβαιώνει ότι η εκφρασθείσα συγκατάθεση είναι έγκυρη και εκτελεστή δυνάμει των οικείων εφαρμοστέων νόμων,

δ) 

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει εφαρμόσει όλα τα αναγκαία μέτρα και έχει θεσπίσει όλες τις αναγκαίες διαδικασίες για να εξασφαλίσει την αποτελεσματική συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα στοιχεία α) και γ),

ε) 

η Επιτροπή δεν έχει εκδώσει εκτελεστική πράξη σύμφωνα με την παράγραφο 2γ.

2γ.  

Η ΕΑΚΑΑ μπορεί, μετά από διαβούλευση με το ΕΣΣΚ και σε συμφωνία με τις κεντρικές τράπεζες έκδοσης που αναφέρονται στο στοιχείο στ) της παραγράφου 3, σύμφωνα με το άρθρο 24β παράγραφος 3 και ανάλογα με τον βαθμό της συστημικής σημασίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, σύμφωνα με την παράγραφο 2α του παρόντος άρθρου, να καταλήξει, βάσει πλήρως αιτιολογημένης αξιολόγησης, στο συμπέρασμα ότι ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή ορισμένες από τις υπηρεσίες εκκαθάρισής του είναι τέτοιας ουσιώδους συστημικής σημασίας ώστε αυτός δεν θα πρέπει να αναγνωριστεί όσον αφορά την παροχή ορισμένων εκκαθαριστικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων. Η συμφωνία μιας κεντρικής τράπεζας έκδοσης αφορά μόνο το νόμισμα το οποίο εκδίδει και όχι τη σύσταση που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου. Στην αξιολόγησή της, η ΕΑΚΑΑ προβαίνει επίσης στα εξής:

α) 

εξηγεί πώς η συμμόρφωση με τους όρους που τίθενται στην παράγραφο 2β δεν θα αντιμετωπίσει επαρκώς τον κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσότερων από τα κράτη μέλη της,

β) 

περιγράφει τα χαρακτηριστικά των εκκαθαριστικών υπηρεσιών που παρέχονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων ρευστότητας και φυσικού διακανονισμού που συνδέονται με την παροχή αυτών των υπηρεσιών,

γ) 

παρέχει ποσοτική τεχνική αξιολόγηση του κόστους και του οφέλους, καθώς και των επιπτώσεων μιας απόφασης μη αναγνώρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου όσον αφορά την παροχή ορισμένων εκκαθαριστικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων, λαμβάνοντας υπόψη τα εξής:

i) 

την ύπαρξη πιθανών εναλλακτικών υποκατάστατων για την παροχή των σχετικών εκκαθαριστικών υπηρεσιών στα οικεία νομίσματα στα εκκαθαριστικά μέλη, και στον βαθμό που οι πληροφορίες είναι διαθέσιμες, στους πελάτες τους και στους έμμεσους πελάτες τους που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση,

ii) 

τις πιθανές συνέπειες της υπαγωγής των εκκρεμών συμβάσεων που τηρούνται στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο στο πεδίο εφαρμογής της εκτελεστικής πράξης·

Βάσει της αξιολόγησής της, η ΕΑΚΑΑ συνιστά στην Επιτροπή να εκδώσει εκτελεστική πράξη που να επιβεβαιώνει ότι ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν θα πρέπει να αναγνωριστεί όσον αφορά την παροχή ορισμένων εκκαθαριστικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων.

Η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της τουλάχιστον 30 εργάσιμες ημέρες για να αξιολογήσει τη σύσταση της ΕΑΚΑΑ.

Μετά την υποβολή της σύστασης που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, η Επιτροπή δύναται ως μέτρο ύστατης λύσης να εκδώσει εκτελεστική πράξη, η οποία θα ορίζει:

α) 

ότι μετά την περίοδο προσαρμογής που ορίζεται από την Επιτροπή σύμφωνα με το στοιχείο β) του παρόντος εδαφίου, ορισμένες ή όλες οι εκκαθαριστικές υπηρεσίες του εν λόγω κεντρικού αντισυμβαλλόμενου τρίτης χώρας μπορούν να παρέχονται στα εκκαθαριστικά μέλη και τους τόπους διαπραγμάτευσης που έχουν εγκατασταθεί στην Ένωση από αυτόν τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο μόνον αφού του έχει δοθεί άδεια να το πράξει σύμφωνα με το άρθρο 14,

β) 

κατάλληλη περίοδο προσαρμογής για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, τα εκκαθαριστικά μέλη του και τους πελάτες τους. Η περίοδος προσαρμογής δεν υπερβαίνει τα δύο έτη και μπορεί να παραταθεί μόνο μία φορά για πρόσθετη περίοδο έξι μηνών, όταν εξακολουθούν να συντρέχουν οι λόγοι χορήγησης περιόδου προσαρμογής,

γ) 

τους όρους υπό τους οποίους ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να εξακολουθήσει να παρέχει ορισμένες εκκαθαριστικές υπηρεσίες και δραστηριότητες κατά την περίοδο προσαρμογής που αναφέρεται στο στοιχείο β),

δ) 

τυχόν μέτρα που θα ληφθούν κατά τη διάρκεια της περιόδου προσαρμογής, προκειμένου να περιοριστεί το δυνητικό κόστος για τα εκκαθαριστικά μέλη και τους πελάτες τους, ιδίως εκείνους που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση.

Κατά τον προσδιορισμό των υπηρεσιών και της περιόδου προσαρμογής που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του τετάρτου εδαφίου, η Επιτροπή εξετάζει:

α) 

τα χαρακτηριστικά των υπηρεσιών που προσφέρονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και τη δυνατότητα υποκατάστασής τους,

β) 

αν και σε ποιο βαθμό θα συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής της εκτελεστικής πράξης εκκρεμείς εκκαθαρισμένες συναλλαγές, λαμβάνοντας υπόψη τις νομικές και οικονομικές συνέπειες αυτής της συμπερίληψης,

γ) 

τις πιθανές επιπτώσεις ως προς το κόστος για τα εκκαθαριστικά μέλη και, όταν είναι διαθέσιμες οι εν λόγω πληροφορίες, τους πελάτες τους, ιδίως αυτούς που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση.

Η εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 86 παράγραφος 2.

▼M14

3.  

Κατά την εκτίμηση του κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) έως δ), η ΕΑΚΑΑ διαβουλεύεται με:

▼B

α) 

την αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους στο οποίο ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρέχει ή σκοπεύει να παράσχει υπηρεσίες εκκαθάρισης και το οποίο έχει επιλέξει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος·

β) 

τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των εκκαθαριστικών μελών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου τα οποία είναι εγκατεστημένα στα τρία κράτη μέλη τα οποία πραγματοποιούν ή θα πραγματοποιούν κατά τις προβλέψεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου τις υψηλότερες εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 42, αθροιστικά για περίοδο ενός έτους·

γ) 

τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των τόπων διαπραγμάτευσης που βρίσκονται στην Ένωση και που εξυπηρετούνται ή πρόκειται να εξυπηρετούνται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

δ) 

τις αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση και με τους οποίους έχουν καθιερωθεί ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας·

ε) 

τα σχετικά μέλη του ΕΣΚΤ από τα κράτη μέλη στα οποία ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρέχει ή σκοπεύει να παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης και τα σχετικά μέλη του ΕΣΚΤ που είναι υπεύθυνα για την επίβλεψη των κεντρικών αντισυμβαλλομένων με τους οποίους έχουν καθιερωθεί ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας·

▼M14

στ) 

τις κεντρικές τράπεζες έκδοσης όλων των νομισμάτων της Ένωσης ως προς τα χρηματοπιστωτικά μέσα που εκκαθαρίζονται ή πρόκειται να εκκαθαριστούν από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

▼B

4.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 υποβάλλει την αίτησή του στην ΕΑΚΑΑ.

▼M14

Ο αιτών κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρέχει στην ΕΑΚΑΑ όλες τις αναγκαίες για την αναγνώρισή του πληροφορίες. Εντός 30 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή, η ΕΑΚΑΑ εκτιμά εάν η αίτηση είναι πλήρης. Εάν η αίτηση δεν είναι πλήρης, η ΕΑΚΑΑ ορίζει προθεσμία εντός της οποίας ο αιτών κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρέχει πρόσθετες πληροφορίες. Η ΕΑΚΑΑ διαβιβάζει αμέσως όλες τις πληροφορίες που λαμβάνει από τον αιτούντα κεντρικό αντισυμβαλλόμενο στο σώμα για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών.

Η απόφαση αναγνώρισης βασίζεται στις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 1 και στις παραγράφους 2 και 2β στοιχεία α) έως δ) για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους της κατηγορίας 2 και είναι ανεξάρτητη από ενδεχόμενη αξιολόγηση που λαμβάνεται ως βάση για την απόφαση περί ισοδυναμίας του άρθρου 13 παράγραφος 3. Εντός 180 εργάσιμων ημερών από την απόφαση ότι η αίτηση είναι πλήρης σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει εγγράφως και πλήρως αιτιολογημένα τον αιτούντα κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αν χορηγείται άδεια λειτουργίας ή όχι.

Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον δικτυακό της τόπο κατάλογο των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν αναγνωριστεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, αναφέροντας την κατάταξή τους ως κεντρικών αντισυμβαλλομένων κατηγορίας 1 ή κατηγορίας 2.

5.  

Η ΕΑΚΑΑ, μετά από διαβούλευση με τις αρχές και τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 3, επανεξετάζει την αναγνώριση ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου που είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα:

α) 

εάν ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος σκοπεύει να επεκτείνει ή να μειώσει το εύρος των δραστηριοτήτων και των υπηρεσιών του στην Ένωση, περίπτωση κατά την οποία ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ σχετικά υποβάλλοντας όλες τις αναγκαίες πληροφορίες· και

β) 

σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον κάθε πέντε έτη.

Η επανεξέταση αυτή διενεργείται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4.

Όταν, μετά από την επανεξέταση του πρώτου εδαφίου, η ΕΑΚΑΑ κρίνει ότι ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας, ο οποίος έχει κατηγοριοποιηθεί ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 1, θα πρέπει να κατηγοριοποιηθεί ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2, η ΕΑΚΑΑ καθορίζει κατάλληλη περίοδο προσαρμογής που δεν υπερβαίνει τους δεκαοκτώ μήνες, εντός της οποίας ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος πρέπει να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2β. Η ΕΑΚΑΑ δύναται να παρατείνει την εν λόγω περίοδο προσαρμογής κατά έξι επιπλέον μήνες κατ' ανώτατο όριο, μετά από αιτιολογημένο αίτημα του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου ή αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των εκκαθαριστικών μελών, όταν η επέκταση αυτή δικαιολογείται από εξαιρετικές περιστάσεις και από τις επιπτώσεις για τα εκκαθαριστικά μέλη που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση.

6.  

Η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει εκτελεστική πράξη βάσει του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011, με την οποία ορίζεται ότι:

α) 

οι νομικές και εποπτικές ρυθμίσεις μιας τρίτης χώρας εξασφαλίζουν ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που αδειοδοτήθηκε στην εν λόγω τρίτη χώρα συμμορφώνεται σε συνεχή βάση με τις νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις που είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στον τίτλο IV του παρόντος κανονισμού,

β) 

οι εν λόγω κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι υπόκεινται σε αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή στην εν λόγω τρίτη χώρα σε συνεχή βάση,

γ) 

το νομικό πλαίσιο της εν λόγω τρίτης χώρας προβλέπει αποτελεσματικό σύστημα ισοδυναμίας για την αναγνώριση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που είναι αδειοδοτημένοι δυνάμει νομικών καθεστώτων τρίτων χωρών.

Η Επιτροπή μπορεί να εξαρτήσει την εφαρμογή της εκτελεστικής πράξης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο από την αποτελεσματική εκπλήρωση οποιασδήποτε απαίτησης που καθορίζεται εκεί από τρίτη χώρα σε συνεχή βάση, και από την ικανότητα της ΕΑΚΑΑ να ασκεί αποτελεσματικά τις αρμοδιότητές της όσον αφορά τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών που αναγνωρίζονται βάσει των παραγράφων 2 και 2β ή όσον αφορά την παρακολούθηση που αναφέρεται στην παράγραφο 6β, μεταξύ άλλων μέσω της συμφωνίας και της εφαρμογής των ρυθμίσεων συνεργασίας που αναφέρονται στην παράγραφο 7.

▼M14

6α.  
Η Επιτροπή δύναται να εκδώσει κατ' εξουσιοδότηση πράξη, σύμφωνα με το άρθρο 82, για να προσδιορίσει περαιτέρω τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 6 στοιχεία α), β) και γ).
6β.  

Η ΕΑΚΑΑ παρακολουθεί τις ρυθμιστικές και εποπτικές εξελίξεις στις τρίτες χώρες για τις οποίες έχουν εκδοθεί εκτελεστικές πράξεις δυνάμει της παραγράφου 6.

Όταν η ΕΑΚΑΑ εντοπίζει οποιαδήποτε ρυθμιστική ή εποπτική εξέλιξη στις εν λόγω τρίτες χώρες που μπορεί να έχει αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη της, ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και τα μέλη του σώματος για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών που αναφέρεται στο άρθρο 25γ χωρίς καθυστέρηση. Όλες οι σχετικές πληροφορίες αντιμετωπίζονται ως εμπιστευτικές.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει εμπιστευτική έκθεση στην Επιτροπή και στα μέλη του σώματος για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών που αναφέρεται στο άρθρο 25γ όσον αφορά τις ρυθμιστικές και εποπτικές εξελίξεις στις τρίτες χώρες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σε ετήσια βάση.

▼M14

7.  

Η ΕΑΚΑΑ προβαίνει σε αποτελεσματικές ρυθμίσεις συνεργασίας με τις σχετικές αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών των οποίων το νομοθετικό και εποπτικό πλαίσιο έχει αναγνωριστεί ως ισοδύναμο με τον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με την παράγραφο 6. Οι σχετικές ρυθμίσεις προσδιορίζουν τουλάχιστον:

α) 

τον μηχανισμό ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της ΕΑΚΑΑ, των κεντρικών τραπεζών έκδοσης που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο στ) και των αρμόδιων αρχών των σχετικών τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε όλες τις πληροφορίες που ζητεί η ΕΑΚΑΑ σχετικά με κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε τρίτες χώρες, όπως τις σημαντικές αλλαγές στα μοντέλα και τις παραμέτρους κινδύνου, την επέκταση των δραστηριοτήτων και των υπηρεσιών κεντρικού αντισυμβαλλομένου, τις αλλαγές στη δομή του λογαριασμού πελάτη και στη χρήση συστημάτων πληρωμών που επηρεάζουν ουσιαστικά την Ένωση·

▼B

β) 

τον μηχανισμό άμεσης ειδοποίησης της ΕΑΚΑΑ σε περίπτωση που αρμόδια αρχή τρίτης χώρας κρίνει ότι κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τον οποίο εποπτεύει έχει παραβεί τους όρους της άδειας λειτουργίας του ή άλλη νομοθεσία στην οποία υπάγεται·

γ) 

τον μηχανισμό άμεσης ειδοποίησης της ΕΑΚΑΑ από αρμόδια αρχή τρίτης χώρας όταν σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τον οποίο εποπτεύει χορηγείται το δικαίωμα να παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης σε εκκαθαριστικά μέλη ή πελάτες εγκατεστημένους στην Ένωση·

▼M14

δ) 

τις διαδικασίες που αφορούν τον συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων, που περιλαμβάνουν τη συμφωνία των αρχών της τρίτης χώρας να επιτρέπονται οι έρευνες και οι επιτόπιες επιθεωρήσεις, σύμφωνα με τα άρθρα 25ζ και 25η, αντιστοίχως·

▼M14

ε) 

τις αναγκαίες διαδικασίες για την αποτελεσματική παρακολούθηση των ρυθμιστικών και εποπτικών εξελίξεων σε τρίτη χώρα·

στ) 

τις διαδικασίες για τις αρχές τρίτης χώρας που αποσκοπούν στη διασφάλιση της αποτελεσματικής επιβολής των αποφάσεων που εκδίδονται από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με τα άρθρα 25β, 25στ έως 25ιγ, 25ιστ και 25ιζ·

ζ) 

τις διαδικασίες για τις αρχές τρίτης χώρας για την ενημέρωση της ΕΑΚΑΑ, του σώματος της ΕΑΚΑΑ για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών που αναφέρεται στο άρθρο 25γ και των κεντρικών τραπεζών έκδοσης που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο στ) χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σχετικά με οποιαδήποτε κατάσταση έκτακτης ανάγκης που αφορά τον αναγνωρισμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, μεταξύ άλλων για τις εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η οποία ενδέχεται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη ρευστότητα και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ένωση ή σε ένα από τα κράτη μέλη της, καθώς και τις διαδικασίες και τα σχέδια απρόοπτων γεγονότων για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων·

η) 

τη συγκατάθεση των αρχών της τρίτης χώρας για την περαιτέρω κοινοποίηση των πληροφοριών που έχουν παράσχει στην ΕΑΚΑΑ στο πλαίσιο των ρυθμίσεων συνεργασίας με τις αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 3 και τα μέλη του σώματος της ΕΑΚΑΑ για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών, με την επιφύλαξη της τήρησης των απαιτήσεων του επαγγελματικού απορρήτου που ορίζονται στο άρθρο 83.

Σε περίπτωση που η ΕΑΚΑΑ θεωρήσει ότι η αρμόδια αρχή τρίτης χώρας δεν εφαρμόζει οποιαδήποτε από τις διατάξεις που ορίζονται σε ρύθμιση συνεργασίας, η οποία έχει θεσπιστεί σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, ενημερώνει την Επιτροπή για το συγκεκριμένο ζήτημα, εμπιστευτικά και χωρίς καθυστέρηση. Σε αυτή την περίπτωση, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει την επανεξέταση της εκτελεστικής πράξης που έχει εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 6.

▼B

8.  
Για τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθοριστούν οι πληροφορίες που παρέχει ο αιτών κεντρικός αντισυμβαλλόμενος στην ΕΑΚΑΑ όταν υποβάλλει αίτηση αναγνώρισης.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2012.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼M14

Άρθρο 25α

Συγκρίσιμη συμμόρφωση

1.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2β στοιχείο α) μπορεί να υποβάλει αιτιολογημένο αίτημα να αξιολογήσει η ΕΑΚΑΑ κατά πόσον κατά τη συμμόρφωσή του με το εφαρμοστέο πλαίσιο τρίτης χώρας, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων της εκτελεστικής πράξης που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 6, ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να θεωρηθεί ότι πληροί τις απαιτήσεις συμμόρφωσης που ορίζονται στο άρθρο 16 και στους τίτλους IV και V. Η ΕΑΚΑΑ διαβιβάζει αμέσως το αίτημα στο σώμα της ΕΑΚΑΑ για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών.
2.  
Το αίτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 παρέχει την πραγματική βάση για τη διαπίστωση της συγκρισιμότητας, και τους λόγους για τους οποίους η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που εφαρμόζονται στην τρίτη χώρα πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 16 και στους τίτλους IV και V.
3.  

Προκειμένου να εξασφαλίσει ότι η αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 λαμβάνει πραγματικά υπόψη τους κανονιστικούς στόχους των απαιτήσεων που ορίζονται στο άρθρο 16 και στους τίτλους IV και V και τα συμφέροντα της Ένωσης, συνολικά, η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξη για να προσδιορίσει τα ακόλουθα:

α) 

τα ελάχιστα προς αξιολόγηση στοιχεία για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου,

β) 

τους τρόπους και τους όρους διενέργειας της αξιολόγησης.

Η Επιτροπή εκδίδει την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 82 έως τις 2 Ιανουαρίου 2021.

Άρθρο 25β

Συνεχής συμμόρφωση με τους όρους για αναγνώριση

1.  
Η ΕΑΚΑΑ είναι υπεύθυνη για την εκτέλεση των καθηκόντων που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό για την εποπτεία, σε συνεχή βάση, της συμμόρφωσης των αναγνωρισμένων κεντρικών αντισυμβαλλομένων κατηγορίας 2 με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 2β στοιχείο α). Σε ό,τι αφορά τις αποφάσεις κατά τα άρθρα 41, 44, 46, 50 και 54, η ΕΑΚΑΑ διαβουλεύεται με τις κεντρικές τράπεζες έκδοσης που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 3 στοιχείο στ) σύμφωνα με το άρθρο 24β παράγραφος 1.

Η ΕΑΚΑΑ απαιτεί επιβεβαίωση από κάθε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κατηγορίας 2, τουλάχιστον επί ετήσιας βάσης, ότι οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 2β στοιχεία α), γ) και δ) εξακολουθούν να πληρούνται.

Όταν μια κεντρική τράπεζα έκδοσης που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 3 στοιχείο στ) θεωρεί ότι κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 δεν πληροί πλέον τον όρο που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2β στοιχείο β), ειδοποιεί αμέσως την ΕΑΚΑΑ.

2.  
Αν κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 δεν παρέχει στην ΕΑΚΑΑ την επιβεβαίωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο, ή αν η ΕΑΚΑΑ λάβει ειδοποίηση κατά το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θεωρείται ότι δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις αναγνώρισης σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2β και εφαρμόζεται η διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 25ιστ παράγραφοι 2, 3 και 4.
3.  
Η ΕΑΚΑΑ, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, διενεργεί εκτιμήσεις της αντοχής των αναγνωρισμένων κεντρικών αντισυμβαλλομένων κατηγορίας 2 σε αντίξοες εξελίξεις της αγοράς, σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, σε συντονισμό με τις εκτιμήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο β) του άρθρου 24α παράγραφος 7. Οι κεντρικές τράπεζες έκδοσης που αναφέρονται στο στοιχείο στ) του άρθρου 25 παράγραφος 3 μπορούν να συμβάλουν στις εν λόγω εκτιμήσεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους που αφορούν τη νομισματική πολιτική. Κατά τη διενέργεια αυτών των εκτιμήσεων, η ΕΑΚΑΑ συνυπολογίζει τουλάχιστον τους οικονομικούς και τους επιχειρησιακούς κινδύνους, και διασφαλίζει τη συνοχή με τις εκτιμήσεις της αντοχής των κεντρικών αντισυμβαλλομένων της Ένωσης που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 24α παράγραφος 7 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 25γ

Σώμα για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών

1.  
Η ΕΑΚΑΑ συγκροτεί σώμα για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών, με σκοπό τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών.
2.  

Το σώμα απαρτίζεται από:

α) 

τον πρόεδρο της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, ο οποίος προεδρεύει του σώματος,

β) 

τα δύο ανεξάρτητα μέλη της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους,

γ) 

τις αναφερόμενες στο άρθρο 22 αρμόδιες αρχές, στα κράτη μέλη στα οποία έχουν οριστεί ως αρμόδιες περισσότερες από μία αρχές σύμφωνα με το άρθρο 22, οι εν λόγω αρχές συμφωνούν για έναν κοινό αντιπρόσωπο,

δ) 

τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των εκκαθαριστικών μελών που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση,

ε) 

τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των τόπων διαπραγμάτευσης που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση και εξυπηρετούνται ή πρόκειται να εξυπηρετηθούν από τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους,

στ) 

τις αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν κεντρικά αποθετήρια τίτλων εγκατεστημένα στην Ένωση, με τα οποία οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι είναι συνδεδεμένοι ή προτίθενται να συνδεθούν,

ζ) 

τα μέλη του ΕΣΚΤ.

3.  
Τα μέλη του σώματος δύνανται να ζητούν να συζητήσει η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους συγκεκριμένα θέματα σε σχέση με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα. Το εν λόγω αίτημα υποβάλλεται γραπτώς και περιλαμβάνει λεπτομερή αιτιολόγησή του. Η εποπτική επιτροπή για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους εξετάζει δεόντως αυτά τα αιτήματα και παρέχει κατάλληλη απάντηση.
4.  
Η συγκρότηση και η λειτουργία του σώματος βασίζεται σε γραπτή συμφωνία μεταξύ όλων των μελών του. Η υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 83 εφαρμόζεται σε όλα τα μέλη του σώματος.

Άρθρο 25δ

Τέλη

1.  

Η ΕΑΚΑΑ επιβάλλει τα ακόλουθα τέλη στους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους που είναι εγκατεστημένοι σε τρίτη χώρα σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει της παραγράφου 3:

α) 

τέλη που συνδέονται με τις αιτήσεις αναγνώρισης δυνάμει του άρθρου 25,

β) 

ετήσια τέλη που συνδέονται με τα καθήκοντα της ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, σε ό,τι αφορά τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που έχουν αναγνωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 25.

2.  
Τα τέλη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι αναλογικά προς τον κύκλο εργασιών του οικείου κεντρικού αντισυμβαλλομένου και καλύπτουν όλες τις δαπάνες στις οποίες υποβάλλεται η ΕΑΚΑΑ για την αναγνώριση και την άσκηση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.
3.  

Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξη, σύμφωνα με το άρθρο 82, προκειμένου να προσδιορίσει περαιτέρω τα ακόλουθα:

α) 

τα είδη των τελών,

β) 

τα θέματα για τα οποία οφείλονται τέλη,

γ) 

το ποσό των τελών,

δ) 

τον τρόπο καταβολής των τελών από τις ακόλουθες οντότητες:

i) 

κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ο οποίος υποβάλλει αίτηση για αναγνώριση,

ii) 

αναγνωρισμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που έχει κατηγοριοποιηθεί ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2,

iii) 

αναγνωρισμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που έχει κατηγοριοποιηθεί ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2, σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2β.

Άρθρο 25ε

Άσκηση των εξουσιών που αναφέρονται στα άρθρα 25στ έως 25η

Οι εξουσίες που ανατίθενται στην ΕΑΚΑΑ ή σε οποιονδήποτε υπάλληλο της ΕΑΚΑΑ ή άλλο εξουσιοδοτημένο από αυτή πρόσωπο δυνάμει των άρθρων 25στ έως 25η δεν ασκούνται για να απαιτηθεί η γνωστοποίηση πληροφοριών ή εγγράφων που υπόκεινται σε νομικό επαγγελματικό προνόμιο.

Άρθρο 25στ

Αίτηση παροχής πληροφοριών

1.  
Η ΕΑΚΑΑ δύναται με απλή αίτηση ή με απόφαση να ζητήσει από αναγνωρισμένους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και σχετιζόμενους με αυτούς τρίτους, στους οποίους οι εν λόγω κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι έχουν αναθέσει επιχειρησιακές λειτουργίες ή δραστηριότητες, να παράσχουν κάθε πληροφορία που είναι αναγκαία ώστε η ΕΑΚΑΑ να μπορέσει να εκτελέσει τα καθήκοντά της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.
2.  

Κατά τη διαβίβαση απλής αίτησης για παροχή πληροφοριών δυνάμει της παραγράφου 1, η ΕΑΚΑΑ αναφέρει όλα τα ακόλουθα:

α) 

την παραπομπή στο παρόν άρθρο ως νομική βάση της αίτησης,

β) 

τον σκοπό της αίτησης,

γ) 

τις απαιτούμενες πληροφορίες,

δ) 

το χρονικό όριο για την παροχή των πληροφοριών,

ε) 

πληροφορεί το πρόσωπο από το οποίο ζητούνται οι πληροφορίες ότι δεν υφίσταται υποχρέωση παροχής πληροφοριών, αλλά ότι στην περίπτωση εκούσιας απάντησης στην αίτηση οι παρεχόμενες πληροφορίες δεν πρέπει να είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές,

στ) 

το πρόστιμο που προβλέπεται στο άρθρο 25ι σε συνδυασμό με το παράρτημα III τμήμα V στοιχείο α), στην περίπτωση που οι απαντήσεις στα υποβληθέντα ερωτήματα είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές.

3.  

Όταν απαιτεί την παροχή των πληροφοριών αυτών σύμφωνα με την παράγραφο 1 με απόφαση, η ΕΑΚΑΑ αναφέρει όλα τα ακόλουθα:

α) 

την παραπομπή στο παρόν άρθρο ως νομική βάση της αίτησης,

β) 

τον σκοπό της αίτησης,

γ) 

τις απαιτούμενες πληροφορίες,

δ) 

το χρονικό όριο για την παροχή των πληροφοριών,

ε) 

τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 25ια, στην περίπτωση ελλιπούς παροχής των απαιτούμενων πληροφοριών,

στ) 

το πρόστιμο που προβλέπεται στο άρθρο 25ι σε συνδυασμό με το παράρτημα III τμήμα V στοιχείο α), αν οι αιτηθείσες πληροφορίες δεν παρεσχέθησαν, ή στην περίπτωση που οι απαντήσεις στα υποβληθέντα ερωτήματα είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές και

ζ) 

το δικαίωμα για προσβολή της απόφασης ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών της ΕΑΚΑΑ και για υποβολή αίτησης επανεξέτασης της απόφασης από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Δικαστήριο») σύμφωνα με τα άρθρα 60 και 61 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.  
Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή οι εκπρόσωποί τους και, στην περίπτωση νομικών προσώπων ή ενώσεων χωρίς νομική προσωπικότητα, τα εξουσιοδοτημένα από τον νόμο ή από το καταστατικό τους πρόσωπα που τους εκπροσωπούν παρέχουν τις ζητούμενες πληροφορίες. Τις πληροφορίες είναι δυνατόν να παρέχουν δεόντως εξουσιοδοτημένοι δικηγόροι εξ ονόματος των πελατών τους. Οι τελευταίοι εξακολουθούν να ευθύνονται πλήρως για την παροχή ανακριβών, ελλιπών ή παραπλανητικών πληροφοριών.
5.  
Η ΕΑΚΑΑ αποστέλλει αμελλητί αντίγραφο της απλής αίτησης ή της απόφασής της στην αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας όπου κατοικούν ή είναι εγκατεστημένα τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και τα οποία σχετίζονται με την αίτηση πληροφοριών.

Άρθρο 25ζ

Γενικές έρευνες

1.  

Για την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να διεξάγει τις αναγκαίες έρευνες επί κεντρικών αντισυμβαλλομένων κατηγορίας 2 και σχετιζόμενων με αυτούς τρίτων, στους οποίους οι εν λόγω κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι έχουν αναθέσει επιχειρησιακές λειτουργίες, υπηρεσίες ή δραστηριότητες. Για αυτόν τον σκοπό, οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ έχουν την εξουσία:

α) 

να εξετάζουν οποιαδήποτε αρχεία, δεδομένα, διαδικασίες και κάθε άλλο υλικό συναφές με την εκτέλεση των καθηκόντων της, ανεξαρτήτως του μέσου στο οποίο αποθηκεύονται,

β) 

να λαμβάνουν ή να αποκτούν πιστοποιημένα αντίγραφα ή αποσπάσματα από αυτά τα αρχεία, τα δεδομένα, τις διαδικασίες και άλλο υλικό,

γ) 

να καλούν και να ζητούν από κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 2 ή τους εκπροσώπους τους ή τα μέλη του προσωπικού τους προφορικές ή γραπτές εξηγήσεις σχετικά με γεγονότα ή έγγραφα που αφορούν το αντικείμενο και τον σκοπό της επιθεώρησης και να καταγράφουν τις απαντήσεις,

δ) 

να εξετάζουν κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συναινεί να ερωτηθεί με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας,

ε) 

να ζητούν αρχεία τηλεφωνικών κλήσεων και διαβίβασης δεδομένων.

Οι κεντρικές τράπεζες έκδοσης που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 3 στοιχείο στ) δύνανται, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος προς την ΕΑΚΑΑ, να συμμετέχουν στις εν λόγω έρευνες, σε περίπτωση που οι έρευνες αυτές κρίνονται σημαντικές για την άσκηση των καθηκόντων τους που αφορούν τη νομισματική πολιτική.

Το σώμα για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών που αναφέρεται στο άρθρο 25γ ενημερώνεται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση για κάθε εύρημα που μπορεί να είναι χρήσιμο για την εκτέλεση των καθηκόντων του.

2.  
Οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται από την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς των ερευνών κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 ασκούν τις εξουσίες τους επιδεικνύοντας έγγραφη εξουσιοδότηση που ορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας. Στην εν λόγω εξουσιοδότηση επισημαίνονται, επίσης, οι περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 25ια, σε περίπτωση που τα απαιτούμενα αρχεία, δεδομένα, διαδικασίες ή άλλο υλικό, ή οι απαντήσεις σε ερωτήσεις που υποβάλλονται σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 2 δεν παρέχονται ή είναι ελλιπείς, καθώς και τα πρόστιμα που προβλέπονται στο άρθρο 25ι σε συνδυασμό με το παράρτημα III τμήμα V στοιχείο β), σε περίπτωση που οι απαντήσεις στις ερωτήσεις που υποβάλλονται σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 2 είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές.
3.  
Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι κατηγορίας 2 υποβάλλονται σε έρευνες που κινούνται βάσει απόφασης της ΕΑΚΑΑ. Η απόφαση προσδιορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας, τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 25ια του παρόντος κανονισμού, τα ένδικα μέσα που διατίθενται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, καθώς και το δικαίωμα επανεξέτασης της απόφασης από το Δικαστήριο.
4.  
Προτού ενημερώσει τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατηγορίας 2, η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει την αρμόδια αρχή τρίτης χώρας, στην οποία πρόκειται να διεξαχθεί η έρευνα, σχετικά με την έρευνα και την ταυτότητα των εξουσιοδοτημένων προσώπων. Οι υπάλληλοι της αρμόδιας αρχής τρίτης χώρας δύνανται, κατόπιν αιτήματος της ΕΑΚΑΑ, να επικουρούν τα εν λόγω εξουσιοδοτημένα πρόσωπα στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Υπάλληλοι της αρμόδιας αρχής τρίτης χώρας δύνανται επίσης να παρίστανται στις έρευνες. Οι έρευνες σε τρίτη χώρα σύμφωνα με το παρόν άρθρο διεξάγονται σύμφωνα με τις ρυθμίσεις συνεργασίας που έχουν θεσπιστεί με την αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας.

Άρθρο 25η

Επιτόπιες επιθεωρήσεις

1.  
Για την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να διεξαγάγει όλες τις αναγκαίες επιτόπιες επιθεωρήσεις σε οποιονδήποτε επαγγελματικό χώρο, έκταση ή ιδιοκτησία κεντρικών αντισυμβαλλομένων κατηγορίας 2 και σχετιζόμενων με αυτούς τρίτων, στους οποίους οι εν λόγω κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι έχουν αναθέσει επιχειρησιακές λειτουργίες, υπηρεσίες ή δραστηριότητες.

Οι αναφερόμενες στο άρθρο 25 παράγραφος 3 στοιχείο στ) κεντρικές τράπεζες έκδοσης μπορούν να υποβάλουν αιτιολογημένο αίτημα στην ΕΑΚΑΑ να συμμετάσχουν στις εν λόγω επιτόπιες επιθεωρήσεις, όταν αυτές είναι συναφείς προς την εκτέλεση των οικείων καθηκόντων νομισματικής πολιτικής.

Το σώμα για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών που αναφέρεται στο άρθρο 25γ ενημερώνεται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση για κάθε εύρημα που μπορεί να είναι χρήσιμο για την εκτέλεση των καθηκόντων του.

2.  
Οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης μπορούν να εισέρχονται σε οιονδήποτε επαγγελματικό ή άλλο χώρο των νομικών προσώπων για τα οποία έχει εκδοθεί απόφαση επιθεώρησης από την ΕΑΚΑΑ, διαθέτουν δε όλες τις εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 25ζ παράγραφος 1. Διαθέτουν επίσης την εξουσία να σφραγίζουν οιεσδήποτε επαγγελματικές εγκαταστάσεις και βιβλία ή αρχεία κατά την περίοδο της επιθεώρησης και στην έκταση που είναι αναγκαίο για αυτή.
3.  
Σε εύθετο χρόνο πριν από την επιθεώρηση, η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει για την επιθεώρηση τη σχετική αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας στην οποία πρόκειται να πραγματοποιηθεί η επιθεώρηση. Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να διεξαγάγει την επιτόπια επιθεώρηση, αφού ενημερώσει τη σχετική αρμόδια αρχή τρίτης χώρας, χωρίς να ειδοποιείται προηγουμένως ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, όταν αυτό απαιτείται για την ορθή διεξαγωγή και την αποτελεσματικότητα της επιθεώρησης. Οι έρευνες σε τρίτη χώρα σύμφωνα με το παρόν άρθρο διεξάγονται σύμφωνα με τις ρυθμίσεις συνεργασίας που έχουν θεσπιστεί με την αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας.

Οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης ασκούν τις εξουσίες τους επιδεικνύοντας έγγραφη εξουσιοδότηση που ορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της επιθεώρησης, καθώς και τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 25ια, εφόσον τα οικεία πρόσωπα δεν δέχονται την επιθεώρηση.

4.  
Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι κατηγορίας 2 υποβάλλονται σε επιτόπιες επιθεωρήσεις που διατάσσονται με απόφαση της ΕΑΚΑΑ. Η απόφαση προσδιορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της επιθεώρησης, καθορίζει την προγραμματισμένη ημερομηνία έναρξής της και αναφέρει τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 25ια, τα ένδικα μέσα που προσφέρονται στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, καθώς και το δικαίωμα επανεξέτασης της απόφασης από το Δικαστήριο.
5.  
Υπάλληλοι της αρμόδιας αρχής της τρίτης χώρας όπου πρόκειται να πραγματοποιηθεί η επιθεώρηση, καθώς και εκείνοι που εξουσιοδοτούνται ή ορίζονται από αυτή, δύνανται να επικουρούν ενεργά, κατόπιν αιτήματος της ΕΑΚΑΑ, τους υπαλλήλους και άλλα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται από την ΕΑΚΑΑ. Υπάλληλοι της σχετικής αρμόδιας αρχής τρίτης χώρας δύνανται, επίσης, να παρίστανται στις επιτόπιες επιθεωρήσεις.
6.  
Η ΕΑΚΑΑ μπορεί, επίσης, να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών να εκτελέσουν εκ μέρους της ειδικά ερευνητικά καθήκοντα και να πραγματοποιήσουν επιτόπιες επιθεωρήσεις, όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 25ζ παράγραφος 1.
7.  
Στην περίπτωση που οι υπάλληλοι και άλλα συνοδεύοντα πρόσωπα, εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ, διαπιστώσουν ότι κάποιο πρόσωπο αντιτίθεται σε επιθεώρηση που έχει διαταχθεί σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η οικεία αρμόδια αρχή τρίτης χώρας δύναται, μετά από αίτημα της ΕΑΚΑΑ, να τους παράσχει την αναγκαία συνδρομή, αιτούμενη, αν χρειαστεί, τη συνδρομή της αστυνομίας ή ισότιμης αρχής επιβολής του νόμου, ώστε να τους επιτρέψει να πραγματοποιήσουν την επιτόπια επιθεώρησή τους.

▼C4

Άρθρο 25θ

Κανόνες σχετικά με τη διαδικασία λήψης εποπτικών μέτρων και επιβολής προστίμων

▼M14

1.  
Εάν, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού, η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει σοβαρές ενδείξεις πιθανής ύπαρξης περιστατικών δυνάμενων να συνιστούν διάπραξη μίας ή περισσότερων από τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα III, διορίζει ανεξάρτητο πραγματογνώμονα εντός της ΕΑΚΑΑ προκειμένου να ερευνήσει το θέμα. Ο διορισμένος πραγματογνώμονας δεν πρέπει να συμμετέχει ούτε να έχει συμμετάσχει άμεσα ή έμμεσα στην αναγνώριση ή στη διαδικασία εποπτείας του σχετικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ασκεί δε τα καθήκοντά του ανεξάρτητα από την ΕΑΚΑΑ.
2.  
Ο πραγματογνώμονας ερευνά τις εικαζόμενες παραβάσεις, λαμβάνοντας υπ' όψιν οιεσδήποτε παρατηρήσεις διατυπώσουν τα υπό έρευνα πρόσωπα, και υποβάλλει πλήρη φάκελο με τα πορίσματά του στην ΕΑΚΑΑ.

Για την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο πραγματογνώμονας δύναται να ασκεί το δικαίωμα υποβολής αιτήματος για παροχή πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 25στ και να διενεργεί έρευνες και επιτόπιες επιθεωρήσεις σύμφωνα με τα άρθρα 25ζ και 25η. Κατά την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών, ο πραγματογνώμονας τηρεί τις διατάξεις του άρθρου 25ε.

Κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ο πραγματογνώμονας έχει πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα και τις πληροφορίες που συλλέγει η ΕΑΚΑΑ κατά τις δραστηριότητές της.

3.  
Κατά την ολοκλήρωση της έρευνας και πριν από την υποβολή του φακέλου των πορισμάτων του στην ΕΑΚΑΑ, ο πραγματογνώμονας δίνει στα υπό έρευνα πρόσωπα τη δυνατότητα ακρόασης σχετικά με τα ζητήματα που ερευνώνται. Ο πραγματογνώμονας βασίζει τα πορίσματά του μόνο σε γεγονότα για τα οποία οι ενδιαφερόμενοι είχαν την ευκαιρία να διατυπώσουν παρατηρήσεις.

Κατά τη διεξαγωγή των ερευνών σύμφωνα με το παρόν άρθρο, διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα της υπεράσπισης των προσώπων που αφορά η έρευνα.

4.  
Όταν υποβάλλει τον φάκελο των πορισμάτων του στην ΕΑΚΑΑ, ο πραγματογνώμονας ενημερώνει σχετικώς τα υπό έρευνα πρόσωπα. Τα πρόσωπα αυτά έχουν δικαίωμα να αποκτούν γνώση του φακέλου, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος άλλων προσώπων για προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους. Το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο δεν επεκτείνεται στις εμπιστευτικές πληροφορίες ή στα προπαρασκευαστικά έγγραφα εσωτερικής χρήσης της ΕΑΚΑΑ.
5.  
Βάσει του φακέλου που περιέχει τα πορίσματα του πραγματογνώμονα και, εφόσον ζητηθεί από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, κατόπιν ακρόασης των υπό έρευνα προσώπων σύμφωνα με το άρθρο 25ιβ, η ΕΑΚΑΑ αποφαίνεται αν τα υπό έρευνα πρόσωπα έχουν διαπράξει μία ή περισσότερες από τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα III και, σε περίπτωση που αποφανθεί ότι έχει διαπραχθεί παράβαση, λαμβάνει εποπτικό μέτρο σύμφωνα με το άρθρο 25ιζ και επιβάλλει πρόστιμο σύμφωνα με το άρθρο 25ι.
6.  
Ο πραγματογνώμονας δεν συμμετέχει στις συσκέψεις της ΕΑΚΑΑ ούτε παρεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΑΚΑΑ.
7.  
►C4  Η Επιτροπή εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 82, για να διευκρινίσει περαιτέρω τους κανόνες για τη διαδικασία άσκησης του δικαιώματος επιβολής προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών, συμπεριλαμβανομένων διατάξεων σχετικά με το δικαίωμα της υπεράσπισης, διατάξεων περί χρονικών ορίων και διατάξεων για την είσπραξη προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών, καθώς και των προθεσμιών για την επιβολή και την εκτέλεση των ποινών. ◄
8.  
Εάν η ΕΑΚΑΑ, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού, διαπιστώσει σοβαρές ενδείξεις πιθανής ύπαρξης περιστατικών, για τα οποία γνωρίζει ότι μπορεί να συνιστούν έγκλημα υπό το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο τρίτης χώρας, παραπέμπει την υπόθεση στις ενδεδειγμένες αρχές για έρευνα και πιθανή ποινική δίωξη. Επιπροσθέτως, η ΕΑΚΑΑ δεν επιβάλλει πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές, εάν γνωρίζει ότι προγενέστερη αθώωση ή καταδίκη βάσει πανομοιότυπων περιστατικών ή βάσει περιστατικών που είναι κατ' ουσία τα ίδια έχει ήδη αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου κατόπιν ποινικής διαδικασίας βάσει του εθνικού δικαίου.

▼C4

Άρθρο 25ι

Πρόστιμα

▼M14

1.  
Εάν, σύμφωνα με το άρθρο 25θ παράγραφο 5, η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει ότι ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει διαπράξει, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, μία από τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα III, εκδίδει απόφαση για την επιβολή προστίμου, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

Θεωρείται ότι έχει διαπραχθεί εκ προθέσεως παράβαση από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, εάν η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει αντικειμενικούς παράγοντες που αποδεικνύουν ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή η ανώτερη διοίκησή του ενήργησαν εσκεμμένως προς διάπραξη της παράβασης.

2.  
Τα βασικά ποσά των προστίμων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι μέχρι το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκομίστηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν εξαιτίας της παραβίασης, εφόσον μπορούν να καθοριστούν, ή έως το 10 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών, όπως ορίζεται στο σχετικό δίκαιο της Ένωσης, ενός νομικού προσώπου κατά την προηγούμενη οικονομική χρήση.
3.  
Τα βασικά ποσά που ορίζονται στην παράγραφο 2 προσαρμόζονται, εφόσον απαιτείται, λαμβανομένων υπόψη των επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών παραγόντων σύμφωνα με τους σχετικούς συντελεστές του παραρτήματος IV.

Οι σχετικοί επιβαρυντικοί συντελεστές εφαρμόζονται έκαστος με τη σειρά του στο βασικό ποσό. Εάν εφαρμόζονται περισσότεροι του ενός επιβαρυντικοί συντελεστές, η διαφορά ανάμεσα στο βασικό ποσό και το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή εκάστου επιμέρους επιβαρυντικού συντελεστή προστίθεται στο βασικό ποσό.

Οι σχετικοί ελαφρυντικοί συντελεστές εφαρμόζονται έκαστος με τη σειρά του στο βασικό ποσό. Εάν εφαρμόζονται περισσότεροι του ενός ελαφρυντικοί συντελεστές, η διαφορά ανάμεσα στο βασικό ποσό και το ποσό που απορρέει από την εφαρμογή εκάστου επιμέρους ελαφρυντικού συντελεστή αφαιρείται από το βασικό ποσό.

4.  
Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 2 και 3, το ύψος του προστίμου δεν υπερβαίνει το 20 % του ετήσιου κύκλου εργασιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατά την προηγούμενη οικονομική χρήση, όταν όμως ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει επωφεληθεί οικονομικά άμεσα ή έμμεσα από την παράβαση, το ύψος του προστίμου πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσο με αυτό το όφελος.

Εφόσον η πράξη ή παράλειψη ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου συνιστά περισσότερες από μία εκ των παραβάσεων που αναφέρονται στο παράρτημα III, επιβάλλεται μόνο το ανώτερο πρόστιμο, το οποίο υπολογίζεται βάσει των παραγράφων 2 και 3 και αφορά μία εκ των εν λόγω παραβάσεων.

Άρθρο 25ια

Περιοδικές χρηματικές ποινές

1.  

Η ΕΑΚΑΑ επιβάλλει, με απόφαση, περιοδικές χρηματικές ποινές, προκειμένου να υποχρεώσει:

α) 

έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κατηγορίας 2 να τερματίσει κάποια παράβαση, κατ' εφαρμογή αποφάσεως που έχει ληφθεί δυνάμει του άρθρου 25ιζ παράγραφος 1 στοιχείο α),

β) 

πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο 25στ παράγραφος 1 να παράσχει πλήρεις πληροφορίες, οι οποίες έχουν ζητηθεί με απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 25στ,

γ) 

έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο κατηγορίας 2:

i) 

να υποβληθεί σε έρευνα και ειδικότερα να παράσχει πλήρη αρχεία, δεδομένα, διαδικασίες ή οποιοδήποτε άλλο απαιτούμενο υλικό, και να συμπληρώσει και να διορθώσει άλλες πληροφορίες που παρέχονται κατά τη διάρκεια έρευνας που έχει κινηθεί με απόφαση δυνάμει του άρθρου 25ζ· ή

ii) 

να υποβληθεί σε επιτόπια επιθεώρηση που έχει διαταχθεί με απόφαση δυνάμει του άρθρου 25η.

2.  
Η περιοδική χρηματική ποινή είναι αποτελεσματική και αναλογική. Το ποσό της περιοδικής χρηματικής ποινής επιβάλλεται για κάθε μέρα καθυστέρησης.
3.  
Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2, το ποσό των περιοδικών χρηματικών ποινών ανέρχεται στο 3 % του μέσου όρου του ημερήσιου κύκλου εργασιών κατά την προηγούμενη οικονομική χρήση ή, στην περίπτωση φυσικών προσώπων, στο 2 % του μέσου όρου του ημερήσιου εισοδήματος κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Υπολογίζεται από την ημέρα που ορίζεται στην απόφαση επιβολής της περιοδικής χρηματικής ποινής.
4.  
Η περιοδική χρηματική ποινή επιβάλλεται για μέγιστη περίοδο έξι μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης της ΕΑΚΑΑ. Μετά το πέρας της περιόδου αυτής, η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει το μέτρο.

Άρθρο 25ιβ

Ακρόαση ενδιαφερομένων

1.  
Πριν από τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης επιβολής προστίμου ή περιοδικής χρηματικής ποινής δυνάμει των άρθρων 25ι και 25ια, η ΕΑΚΑΑ παρέχει τη δυνατότητα ακρόασης σχετικά με τα πορίσματά της στα πρόσωπα που υπόκεινται σε πειθαρχικές διαδικασίες. Η ΕΑΚΑΑ θεμελιώνει τις αποφάσεις της μόνο στα πορίσματα επί των οποίων δόθηκε η δυνατότητα στα πρόσωπα που υπόκεινται σε πειθαρχικές διαδικασίες να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους.

Το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν ισχύει όταν απαιτούνται επείγουσες ενέργειες προκειμένου να προληφθεί σημαντική και επικείμενη ζημία στο χρηματοοικονομικό σύστημα. Σε αυτή την περίπτωση, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να εκδίδει προσωρινή απόφαση και να παρέχει στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα τη δυνατότητα ακρόασης το συντομότερο δυνατό μετά τη λήψη της απόφασής της.

2.  
Κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας, διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα της υπεράσπισης των προσώπων που υπόκεινται σε πειθαρχικές διαδικασίες. Αυτά έχουν το δικαίωμα να αποκτούν πρόσβαση στον φάκελο της ΕΑΚΑΑ, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος άλλων προσώπων για την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους. Το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο δεν επεκτείνεται στις εμπιστευτικές πληροφορίες ή στα προπαρασκευαστικά έγγραφα εσωτερικής χρήσης της ΕΑΚΑΑ.

Άρθρο 25ιγ

Κοινοποίηση, φύση, επιβολή και κατανομή των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών

1.  
Η ΕΑΚΑΑ δημοσιοποιεί κάθε πρόστιμο και περιοδική χρηματική ποινή που έχει επιβληθεί σύμφωνα με τα άρθρα 25ι και 25ια του παρόντος κανονισμού, εκτός εάν η δημοσιοποίηση αυτή θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τις χρηματοπιστωτικές αγορές ή θα προκαλούσε δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα μέρη. Η κοινοποίηση αυτή δεν περιλαμβάνει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.
2.  
Τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές που επιβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 25ι και 25ια είναι διοικητικής φύσης.
3.  
Στις περιπτώσεις που η ΕΑΚΑΑ αποφασίζει να μην επιβάλει πρόστιμα ή χρηματικές ποινές, ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και τις σχετικές αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών και εκθέτει τους λόγους για την απόφασή της.
4.  
Τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές που επιβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 25ι και 25ια είναι εκτελεστά.

Την αναγκαστική εκτέλεση διέπουν οι κανόνες της πολιτικής δικονομίας που ισχύουν στο κράτος μέλος ή στην τρίτη χώρα όπου λαμβάνει χώρα η εκτέλεση.

5.  
Τα ποσά των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών διοχετεύονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 25ιδ

Επανεξέταση από το Δικαστήριο

Το Δικαστήριο διαθέτει απεριόριστη δικαιοδοσία για την επανεξέταση των αποφάσεων με τις οποίες η ΕΑΚΑΑ επιβάλλει πρόστιμο ή περιοδική χρηματική ποινή. Δύναται να ακυρώσει, να μειώσει ή να επαυξήσει το πρόστιμο ή την περιοδική χρηματική ποινή που έχει επιβληθεί.

Άρθρο 25ιε

Τροποποιήσεις του παραρτήματος IV

Προκειμένου να λαμβάνει υπόψη τις εξελίξεις των χρηματοπιστωτικών αγορών, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει πράξεις κατ' εξουσιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 82, όσον αφορά μέτρα για την τροποποίηση του παραρτήματος IV.

Άρθρο 25ιστ

Ανάκληση αναγνώρισης

1.  

Χωρίς να θίγεται το άρθρο 25ιζ και με την επιφύλαξη των ακόλουθων παραγράφων, η ΕΑΚΑΑ, μετά από διαβούλευση με τις αρχές και τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 3, ανακαλεί απόφαση αναγνώρισης που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 25, όταν:

α) 

ο σχετικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν έχει κάνει χρήση της αναγνώρισης εντός έξι μηνών, παραιτείται ρητώς από αυτή ή έπαυσε να ασκεί δραστηριότητες για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών,

β) 

ο σχετικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος απέκτησε την αναγνώριση με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,

γ) 

ο σχετικός κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει διαπράξει σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις οποιασδήποτε από τις προϋποθέσεις αναγνώρισης κατά το άρθρο 25 ή δεν συμμορφώνεται πλέον με οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις αυτές και σε οποιαδήποτε από τις καταστάσεις αυτές δεν έλαβε τα διορθωτικά μέτρα που ζήτησε η ΕΑΚΑΑ εντός καταλλήλου χρονικού πλαισίου διάρκειας έως και έξι μηνών,

δ) 

η ΕΑΚΑΑ δεν είναι σε θέση να ασκήσει αποτελεσματικά τις αρμοδιότητές της δυνάμει του παρόντος κανονισμού επί του σχετικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, λόγω της παράλειψης της αρχής της τρίτης χώρας που είναι αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να παράσχει στην ΕΑΚΑΑ όλες τις σχετικές πληροφορίες ή να συνεργαστεί με την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 7,

ε) 

η εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 6 ανακαλείται ή αναστέλλεται ή δεν πληρούται πλέον οποιοσδήποτε από τους όρους που συνδέονται με αυτή.

Η ΕΑΚΑΑ δύναται να περιορίσει την ανάκληση της αναγνώρισης σε συγκεκριμένη υπηρεσία, δραστηριότητα ή κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων.

Κατά τον καθορισμό της ημερομηνίας έναρξης των αποτελεσμάτων της απόφασης ανάκλησης της αναγνώρισης, η ΕΑΚΑΑ επιδιώκει να ελαχιστοποιήσει τη δυνητική διατάραξη της αγοράς και προβλέπει κατάλληλη περίοδο προσαρμογής, η οποία δεν υπερβαίνει τα δύο έτη.

2.  
Πριν από την ανάκληση της αναγνώρισης σύμφωνα με το στοιχείο γ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τη δυνατότητα εφαρμογής μέτρων βάσει του άρθρου 25ιζ παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ).

Εάν η ΕΑΚΑΑ κρίνει ότι δεν έχουν ληφθεί διορθωτικά μέτρα εντός του καθορισμένου χρονικού πλαισίου διάρκειας έως και έξι μηνών σύμφωνα με το στοιχείο γ) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή εάν τα μέτρα που έχουν ληφθεί δεν είναι κατάλληλα και μετά από διαβούλευση με τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 3, η ΕΑΚΑΑ ανακαλεί την απόφαση αναγνώρισης.

3.  
Η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τη σχετική αρμόδια αρχή της οικείας τρίτης χώρας για την απόφαση ανάκλησης της αναγνώρισης αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου.
4.  
Οποιαδήποτε από τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 3, οι οποίες θεωρούν ότι πληρούται μία από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, μπορεί να ζητήσει από την ΕΑΚΑΑ να εξετάσει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την ανάκληση της αναγνώρισης ενός αναγνωρισμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή της αναγνώρισης συγκεκριμένης υπηρεσίας, δραστηριότητας ή κατηγορίας χρηματοπιστωτικού μέσου. Σε περίπτωση που η ΕΑΚΑΑ αποφασίσει να μην ανακαλέσει την αναγνώριση του σχετικού κεντρικού αντισυμβαλλομένου, οφείλει να παράσχει πλήρη αιτιολόγηση στην αιτούσα αρχή.

▼C4

Άρθρο 25ιζ

Εποπτικά Μέτρα από την ΕΑΚΑΑ

▼M14

1.  

Εάν, σύμφωνα με το άρθρο 25θ παράγραφος 5, η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει ότι κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 έχει διαπράξει μία από τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα III, λαμβάνει μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες αποφάσεις:

α) 

απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να τερματίσει την παράβαση,

β) 

επιβάλλει πρόστιμα δυνάμει του άρθρου 25ι,

γ) 

εκδίδει ανακοινώσεις,

δ) 

ανακαλεί την αναγνώριση κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή συγκεκριμένης υπηρεσίας, δραστηριότητας ή κατηγορίας χρηματοπιστωτικών μέσων, δυνάμει του άρθρου 25ιστ.

2.  

Όταν λαμβάνει τις κατά την παράγραφο 1 αποφάσεις, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τη φύση και τη βαρύτητα της παράβασης, συνεκτιμώντας:

α) 

τη διάρκεια και τη συχνότητα της παράβασης,

β) 

το κατά πόσον η παράβαση έχει αποκαλύψει σοβαρές ή συστημικές αδυναμίες στις διαδικασίες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή στα συστήματα διαχείρισής του ή στους εσωτερικούς ελέγχους του,

γ) 

εάν ένα οικονομικό έγκλημα προκλήθηκε, διευκολύνθηκε ή μπορεί κατ' άλλο τρόπο να συσχετιστεί με την παράβαση,

δ) 

το κατά πόσον η παράβαση διεπράχθη εκ προθέσεως ή εξ αμελείας.

3.  
Η ΕΑΚΑΑ κοινοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κάθε απόφαση που ελήφθη βάσει της παραγράφου 1 στον ενδιαφερόμενο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και την ανακοινώνει στις σχετικές αρμόδιες αρχές των οικείων τρίτων χωρών και στην Επιτροπή. Δημοσιοποιεί κάθε τέτοια απόφαση στον ιστότοπό της, εντός 10 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία λήψης της απόφασης.

Κατά τη δημοσιοποίηση της απόφασής της, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η ΕΑΚΑΑ κοινοποιεί επίσης δημοσίως το δικαίωμα του σχετικού αρχείου καταγραφής συναλλαγών να ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης αυτής, το γεγονός, κατά περίπτωση, ότι η προσφυγή αυτή έχει ασκηθεί, προσδιορίζοντας ότι η εν λόγω προσφυγή δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, καθώς και ότι το όργανο εξέτασης προσφυγών της ΕΑΚΑΑ είναι δυνατόν να αναστείλει την εφαρμογή της προσβαλλόμενης απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼B



ΤΙΤΛΟΣ IV

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥΣ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥΣ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Οργανωτικές απαιτήσεις

Άρθρο 26

Γενικές διατάξεις

1.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διαθέτει άρτιο πλαίσιο διακυβέρνησης, που περιλαμβάνει σαφή οργανωτική δομή με ευκρινείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί, καθώς και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων ορθών διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών.
2.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες οι οποίες είναι επαρκώς αποτελεσματικές ώστε να εξασφαλίζεται συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένης της συμμόρφωσης των διοικητικών στελεχών και των υπαλλήλων του με όλες τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.
3.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διατηρεί και εφαρμόζει οργανωτική δομή η οποία διασφαλίζει τη συνέχεια και την εύρυθμη λειτουργία κατά την παροχή των υπηρεσιών και την άσκηση των δραστηριοτήτων του. Χρησιμοποιεί κατάλληλα και ανάλογα συστήματα, πόρους και διαδικασίες.
4.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διατηρεί σαφή διαχωρισμό μεταξύ των γραμμών αναφοράς σε σχέση με τη διαχείριση κινδύνου, αφενός, και όσον αφορά τις άλλες εργασίες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, αφετέρου.
5.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υιοθετεί, εφαρμόζει και διατηρεί πολιτική αποδοχών η οποία προωθεί την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων και η οποία δεν δημιουργεί κίνητρα χαλάρωσης των προτύπων κινδύνου.
6.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διατηρεί συστήματα τεχνολογίας των πληροφοριών κατάλληλα για τη διαχείριση της πολυπλοκότητας, της ποικιλίας και των ειδών των παρεχόμενων υπηρεσιών και των ασκούμενων δραστηριοτήτων, ούτως ώστε να κατοχυρώνονται υψηλά επίπεδα ασφαλείας, καθώς και η ακεραιότητα και η εμπιστευτικότητα των διατηρούμενων πληροφοριών.
7.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θέτει δωρεάν στη διάθεση του κοινού τις ρυθμίσεις διακυβέρνησής του, τους κανόνες που διέπουν τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και τα κριτήρια αποδοχής εκκαθαριστικών μελών.
8.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υπόκειται σε συχνούς και ανεξάρτητους ελέγχους. Τα αποτελέσματα των εν λόγω ελέγχων γνωστοποιούνται στο συμβούλιο και τίθενται στη διάθεση της αρμόδιας αρχής.
9.  
Για να εξασφαλιστεί συνεπής εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ, μετά από διαβούλευση με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων που να διευκρινίζουν το ελάχιστο περιεχόμενο των κανόνων και των ρυθμίσεων διακυβέρνησης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 8.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2012.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 27

Ανώτατα διοικητικά στελέχη και το συμβούλιο

1.  
Τα ανώτατα διοικητικά στελέχη κεντρικού αντισυμβαλλόμενου διαθέτουν επαρκή καλή φήμη και επαρκή πείρα ώστε να διασφαλίζεται η χρηστή και συνετή διαχείριση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.
2.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διαθέτει συμβούλιο. Τουλάχιστον το ένα τρίτο, και όχι λιγότερα από δύο, από τα μέλη του συμβουλίου κεντρικού αντισυμβαλλομένου είναι ανεξάρτητα. Οι εκπρόσωποι των πελατών των εκκαθαριστικών μελών προσκαλούνται στις συνεδριάσεις του συμβουλίου για ζητήματα που σχετίζονται με τα άρθρα 38 και 39. Η αμοιβή των ανεξάρτητων και των λοιπών μη εκτελεστικών μελών του συμβουλίου δεν συνδέεται με τις επιχειρηματικές επιδόσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Τα μέλη του συμβουλίου κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένων των ανεξάρτητων μελών του, διαθέτουν επαρκή καλή φήμη και κατάλληλη πείρα στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, τη διαχείριση κινδύνου και τις υπηρεσίες εκκαθάρισης.

3.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος καθορίζει σαφώς τους ρόλους και τις αρμοδιότητες του συμβουλίου και θέτει στη διάθεση της αρμόδιας αρχής και των ελεγκτών τα πρακτικά των συνεδριάσεων του συμβουλίου.

Άρθρο 28

Επιτροπή κινδύνου

1.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος συγκροτεί επιτροπή κινδύνου, η οποία απαρτίζεται από εκπροσώπους των εκκαθαριστικών μελών του, από ανεξάρτητα μέλη του συμβουλίου και από εκπροσώπους των πελατών του. Η επιτροπή κινδύνου δύναται να καλεί υπαλλήλους του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και εξωτερικούς ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες να παρίστανται σε συνεδριάσεις της, χωρίς δικαίωμα ψήφου. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αιτηθούν να παρίστανται σε συνεδριάσεις της επιτροπής κινδύνου, χωρίς δικαίωμα ψήφου, και να τους παρέχεται η δέουσα ενημέρωση για τις δραστηριότητες και αποφάσεις της επιτροπής κινδύνου. Οι συμβουλές της επιτροπής κινδύνου είναι ανεξάρτητες από οιαδήποτε άμεση επιρροή από τη διοίκηση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Καμιά από τις ομάδες εκπροσώπων δεν διαθέτει πλειοψηφία στην επιτροπή κινδύνου.
2.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος καθορίζει σαφώς την εντολή, τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης για την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της, τις λειτουργικές διαδικασίες, τα κριτήρια αποδοχής των μελών και τον μηχανισμό εκλογής των μελών της επιτροπής κινδύνου. Οι ρυθμίσεις διακυβέρνησης δημοσιοποιούνται και προβλέπουν, τουλάχιστον, ότι στην επιτροπή κινδύνου προεδρεύει ανεξάρτητο μέλος του συμβουλίου, ότι η επιτροπή κινδύνου αναφέρεται απ’ ευθείας στο συμβούλιο και ότι πραγματοποιεί τακτικές συνεδριάσεις.

▼M15

3.  
Η επιτροπή κινδύνου συμβουλεύει το συμβούλιο όσον αφορά κάθε ρύθμιση η οποία ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στη διαχείριση κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όπως είναι μια σημαντική αλλαγή στο μοντέλο κινδύνου που εφαρμόζει, οι διαδικασίες σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης, τα κριτήρια αποδοχής εκκαθαριστικών μελών, η εκκαθάριση νέων κατηγοριών μέσων ή η εξωτερική ανάθεση καθηκόντων. Η επιτροπή κινδύνου ενημερώνει το συμβούλιο εγκαίρως για κάθε νέο κίνδυνο που επηρεάζει την ανθεκτικότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Δεν απαιτείται παροχή συμβουλών από την επιτροπή κινδύνου για τις καθημερινές εργασίες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Καταβάλλονται εύλογες προσπάθειες για διαβούλευση με την επιτροπή κινδύνου όσον αφορά εξελίξεις που επιδρούν στη διαχείριση κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τις εξελίξεις σχετικά με ανοίγματα των εκκαθαριστικών μελών έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και τις αλληλεξαρτήσεις με άλλους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους.

▼B

4.  
Υπό την επιφύλαξη του δικαιώματος των αρμοδίων αρχών να ενημερώνονται δεόντως, τα μέλη της επιτροπής κινδύνου δεσμεύονται από υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας. Εάν ο πρόεδρος της επιτροπής κινδύνου διαπιστώσει ότι ένα μέλος βρίσκεται σε κατάσταση πραγματικής ή δυνητικής σύγκρουσης συμφερόντων σε συγκεκριμένο θέμα, δεν επιτρέπεται στο εν λόγω μέλος να ψηφίσει επί του θέματος αυτού.

▼M15

5.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ενημερώνει πάραυτα την αρμόδια αρχή και την επιτροπή κινδύνου σχετικά με κάθε απόφαση στην οποία το συμβούλιο αποφασίζει να μην ακολουθήσει τις συμβουλές της επιτροπής κινδύνου, και αιτιολογεί την απόφαση αυτή. Η επιτροπή κινδύνου ή οποιοδήποτε μέλος της επιτροπής κινδύνου μπορεί να ενημερώνει την αρμόδια αρχή για περιπτώσεις στις οποίες θεωρεί ότι οι συμβουλές της επιτροπής κινδύνου δεν έχουν ακολουθηθεί.

▼B

Άρθρο 29

Τήρηση αρχείων

1.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διατηρεί, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών, όλα τα αρχεία που αφορούν τις παρασχεθείσες υπηρεσίες και τις ασκηθείσες δραστηριότητες, ούτως ώστε η αρμόδια αρχή να είναι σε θέση να παρακολουθεί τη συμμόρφωση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου προς τον παρόντα κανονισμό.
2.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διατηρεί, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών από τη λήξη μιας σύμβασης, όλες τις πληροφορίες για όλες τις συμβάσεις που έχει διεκπεραιώσει. Οι εν λόγω πληροφορίες καθιστούν δυνατό τουλάχιστον τον προσδιορισμό των αρχικών όρων μιας συναλλαγής, πριν αυτή εκκαθαρισθεί από τον σχετικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.
3.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θέτει στη διάθεση της αρμόδιας αρχής, της ΕΑΚΑΑ και των σχετικών μελών του ΕΣΚΤ, κατόπιν αιτήματος, τα αρχεία και τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, καθώς και όλες τις πληροφορίες σχετικά με τις θέσεις των συμβάσεων που εκκαθαρίστηκαν, ανεξαρτήτως του τόπου όπου εκτελέστηκαν οι συναλλαγές.
4.  
Προκειμένου να εξασφαλίσει τη συνεπή εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ αναπτύσσει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων που να διευκρινίζουν τις λεπτομέρειες όσον αφορά τα αρχεία και τις πληροφορίες που πρέπει να διατηρούνται, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 έως 3.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2012.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

5.  
Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίοι όροι εφαρμογής των παραγράφων 1 και 2, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό του μορφότυπου των αρχείων και των πληροφοριών που πρέπει να διατηρούνται.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2012.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 30

Μέτοχοι και μέλη με ειδικές συμμετοχές

1.  
Η αρμόδια αρχή δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο εκτός εάν της γνωστοποιηθεί η ταυτότητα των μετόχων ή των μελών, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για άμεσους ή έμμεσους, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που κατέχουν ειδικές συμμετοχές, καθώς και το ύψος των εν λόγω ειδικών συμμετοχών.
2.  
Η αρμόδια αρχή αρνείται να χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, εάν δεν έχει πεισθεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή των μελών που κατέχουν ειδικές συμμετοχές στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλιστεί χρηστή και συνετή διαχείριση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.
3.  
Εάν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η αρμόδια αρχή χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνον εφόσον οι δεσμοί αυτοί δεν παρεμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της αρμόδιας αρχής.
4.  
Σε περίπτωση που τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ασκούν επιρροή η οποία είναι δυνατόν να αποβεί εις βάρος της χρηστής και συνετής διαχείρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η αρμόδια αρχή λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να τερματιστεί αυτή η κατάσταση, στα οποία μπορεί να περιλαμβάνεται η ανάκληση της άδειας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.
5.  
Η αρμόδια αρχή αρνείται να χορηγήσει άδεια λειτουργίας, εάν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας που διέπουν ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διατηρεί στενούς δεσμούς, ή οι δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή τους, παρεμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της αρμόδιας αρχής.

Άρθρο 31

Ενημέρωση των αρμόδιων αρχών

1.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κοινοποιεί στην αρμόδια για αυτόν αρχή κάθε μεταβολή στη διοίκησή του και παρέχει στην αρμόδια αρχή όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εκτιμήσει τη συμμόρφωση με το άρθρο 27 παράγραφος 1 και με το άρθρο 27 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο.

Σε περίπτωση που η συμπεριφορά μέλους του συμβουλίου είναι δυνατόν να αποβεί εις βάρος της χρηστής και συνετής διαχείρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η αρμόδια αρχή λαμβάνει κατάλληλα μέτρα, τα οποία δύναται να περιλαμβάνουν απομάκρυνση του εν λόγω μέλους από το συμβούλιο.

2.  
Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (ο υποψήφιος αγοραστής), το οποίο, μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, την ειδική συμμετοχή σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει το10 %, το 20 %, το 30 % ή το 50 % ή ώστε ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση (η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής), κατ’ αρχήν απευθύνει κοινοποίηση εγγράφως στην αρμόδια για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο στον οποίο επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή είτε να αυξήσει την ειδική συμμετοχή του αρχή, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής, καθώς και τις σχετικές πληροφορίες, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 32 παράγραφος 4.

Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αποφάσισε να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο (ο υποψήφιος πωλητής), κατ’ αρχάς απευθύνει κοινοποίηση εγγράφως στην αρμόδια αρχή, προσδιορίζοντας το ύψος της εν λόγω συμμετοχής του. Το εν λόγω πρόσωπο απευθύνει, ομοίως, κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές, εάν αποφασίσει να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από το 10 %, το 20 %, το 30 % ή το 50 % ή τόσο ώστε ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να παύσει να είναι θυγατρική του εν λόγω προσώπου.

Η αρμόδια αρχή, πάραυτα και, σε κάθε περίπτωση, εντός δύο εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο και των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 3, γνωστοποιεί εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή ή πωλητή ότι τις παρέλαβε.

Η αρμόδια αρχή διαθέτει μέγιστη προθεσμία 60 εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων που απαιτείται να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση βάσει του καταλόγου του άρθρου 32 παράγραφος 4 (η περίοδος αξιολόγησης), προκειμένου να διενεργήσουν την αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 (η αξιολόγηση).

Η αρμόδια αρχή ενημερώνει τον υποψήφιο αγοραστή ή πωλητή, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.

3.  
Η αρμόδια αρχή δύναται, εάν είναι αναγκαίο, κατά την περίοδο αξιολόγησης αλλά όχι αργότερα από την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα αυτής, να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες οι οποίες είναι αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το αίτημα υποβάλλεται εγγράφως και διευκρινίζει τα αναγκαία συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία.

Η περίοδος αξιολόγησης διακόπτεται κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από την αρμόδια αρχή και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή. Η διακοπή δεν υπερβαίνει τις 20 εργάσιμες ημέρες. Η αρμόδια αρχή έχει τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλλει περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται διακοπή της περιόδου αξιολόγησης.

4.  

Η αρμόδια αρχή μπορεί να παρατείνει τη διακοπή που αναφέρεται στην παράγραφο 3 δεύτερο εδάφιο, έως 30 εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής ή πωλητής:

α) 

είτε είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο εκτός της Ένωσης·

β) 

είτε είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο σε εποπτεία δυνάμει του παρόντος κανονισμού ή της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, της οδηγίας 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18ης Ιουνίου 1992 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής ( 17 ), ή των οδηγιών 2002/83/ΕΚ, 2003/41/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2005/68/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ ή 2011/61/ΕΕ.

5.  
Εάν η αρμόδια αρχή, μόλις ολοκληρώσει την αξιολόγηση, αποφασίσει να αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, χωρίς να υπερβεί την περίοδο αξιολόγησης, ενημερώνει εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο εργασίμων ημερών αναφέροντας τους λόγους αυτής της απόφασης. Η αρμόδια αρχή απευθύνει στο σώμα το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 18 ανάλογη κοινοποίηση. Υπό την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου, η δέουσα αιτιολόγηση της απόφασης μπορεί να δημοσιοποιείται κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή. Ωστόσο, τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέπουν στην αρμόδια αρχή να προβαίνει στην εν λόγω δημοσιοποίηση άνευ αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή.
6.  
Εάν η αρμόδια αρχή δεν αντιταχθεί στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής εντός της περιόδου αξιολόγησης, τότε η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.
7.  
Η αρμόδια αρχή δύναται να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και, εάν χρειάζεται, να την παρατείνει.
8.  
Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν απαιτήσεις για την κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή, και την έγκριση από αυτήν, άμεσης ή έμμεσης απόκτησης δικαιωμάτων ψήφου ή κεφαλαίου αυστηρότερες από τις προβλεπόμενες στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 32

Αξιολόγηση

1.  

Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 31 παράγραφος 2 και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 31 παράγραφος 3, η αρμόδια αρχή, προκειμένου να διασφαλίσει τη χρηστή και συνετή διοίκηση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου για τον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και την ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής, από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση όλα τα ακόλουθα:

α) 

την εντιμότητα και την οικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή·

β) 

την εντιμότητα και την πείρα οιουδήποτε ατόμου θα διευθύνει τις δραστηριότητες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής·

γ) 

το κατά πόσον ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θα είναι σε θέση να συμμορφώνεται και θα εξακολουθεί να συμμορφώνεται με τον παρόντα κανονισμό·

δ) 

το κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ, ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.

Όταν αξιολογεί τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, η αρμόδια αρχή δίνει ιδιαίτερη προσοχή στο είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται να ασκηθούν από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, για τον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής.

Όταν αξιολογεί την ικανότητα συμμόρφωσης του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου με τον παρόντα κανονισμό, η αρμόδια αρχή δίνει ιδιαίτερη προσοχή στο κατά πόσον ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος διαθέτει τέτοια δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ αυτών.

▼M14

Για την αξιολόγηση της αρμόδιας αρχής όσον αφορά την κοινοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 31 παράγραφος 2 και τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 31 παράγραφος 3, εκδίδεται γνώμη από το σώμα σύμφωνα με το άρθρο 19.

▼B

2.  
Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι’ αυτό, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 1, ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάστηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις.
3.  
Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που αποκτάται, ούτε επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να εξετάζουν την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.
4.  
Τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν κατάλογο που διευκρινίζει τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες υποβάλλονται στις αρμόδιες αρχές κατά τη στιγμή της κοινοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 31 παράγραφος 2. Οι απαιτούμενες πληροφορίες είναι ανάλογες και προσαρμόζονται στη φύση του υποψηφίου αγοραστή και της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με την προληπτική αξιολόγηση.
5.  
Παρά το άρθρο 31 παράγραφοι 2, 3 και 4, εάν κοινοποιηθούν στην αρμόδια αρχή δύο ή περισσότερες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στον ίδιο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, η αρμόδια αρχή αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αγοραστές χωρίς διακρίσεις.
6.  

Οι σχετικές αρμόδιες αρχές, κατά την αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής, συνεργάζονται μεταξύ τους, εάν ο υποψήφιος αγοραστής είναι:

α) 

άλλος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων, διαχειριστής αγοράς, διαχειριστής συστήματος διακανονισμού αξιογράφων, εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ ή ΔΟΕΕ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος·

β) 

η μητρική επιχείρηση άλλου κεντρικού αντισυμβαλλομένου, πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής επιχείρησης, αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιχείρησης επενδύσεων, διαχειριστή αγοράς, διαχειριστή συστήματος διακανονισμού αξιογράφων, εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ ή ΔΟΕΕ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος·

γ) 

φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει άλλον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων, διαχειριστή αγοράς, διαχειριστή συστήματος διακανονισμού αξιόγραφων, εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ ή ΔΟΕΕ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος.

7.  
Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εκατέρωθεν, κάθε ουσιαστική ή σχετική πληροφορία για την αξιολόγηση της απόκτησης. Οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν εκατέρωθεν, κατόπιν αιτήματος, κάθε σχετική πληροφορία και διαβιβάζουν, με δική τους πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες. Στην απόφαση της αρμόδιας αρχής που έχει εκδώσει την άδεια λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, για τον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, πρέπει να επισημαίνονται τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες εξέφρασε η αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για τον υποψήφιο αγοραστή.

Άρθρο 33

Σύγκρουση συμφερόντων

1.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διατηρεί και εφαρμόζει αποτελεσματικές γραπτές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις, προκειμένου να εντοπίζει και να διαχειρίζεται πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ του ιδίου, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών στελεχών και των υπαλλήλων του ή κάθε προσώπου που συνδέεται μαζί τους με σχέση άμεσου ή έμμεσου ελέγχου ή με άμεσους ή έμμεσους στενούς δεσμούς, και των εκκαθαριστικών μελών του ή των πελατών τους που είναι γνωστοί στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Διατηρεί και εφαρμόζει κατάλληλες διαδικασίες με σκοπό την επίλυση πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων.
2.  
Εάν οι οργανωτικές ή διοικητικές ρυθμίσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου για τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων δεν επαρκούν για να εξασφαλιστεί, με εύλογη βεβαιότητα, η πρόληψη των κίνδυνων να επηρεαστούν αρνητικά τα συμφέροντα εκκαθαριστικού μέλους ή πελάτη, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος γνωστοποιεί σαφώς στο εκκαθαριστικό μέλος τη γενική φύση ή τις πηγές συγκρούσεων συμφερόντων, προτού δεχτεί νέες συναλλαγές από το εν λόγω εκκαθαριστικό μέλος. Εάν ο πελάτης είναι γνωστός στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ενημερώνει τον πελάτη και το εκκαθαριστικό μέλος του οποίου είναι πελάτης ο ενδιαφερόμενος.
3.  
Σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι μητρική ή θυγατρική επιχείρηση, οι γραπτές ρυθμίσεις λαμβάνουν επίσης υπόψη οιεσδήποτε περιστάσεις, τις οποίες γνωρίζει ή θα έπρεπε να γνωρίζει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, και οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν σύγκρουση συμφερόντων ως αποτέλεσμα της δομής και των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων άλλων επιχειρήσεων με τις οποίες έχει σχέση μητρικής ή θυγατρικής επιχείρησης.
4.  

Οι γραπτές ρυθμίσεις που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α) 

τις περιστάσεις που συνιστούν ή μπορούν να προκαλέσουν σύγκρουση συμφερόντων, συνεπαγόμενη ουσιαστικό κίνδυνο ζημίας των συμφερόντων ενός ή περισσοτέρων εκκαθαριστικών μελών ή πελατών·

β) 

τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται και τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για τη διαχείριση της σύγκρουσης αυτής.

5.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο, προκειμένου να αποφευχθεί η κατάχρηση των πληροφοριών που διατηρούνται στα συστήματά του, και αποφεύγει τη χρήση των εν λόγω πληροφοριών για άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Φυσικό πρόσωπο που έχει στενή σχέση με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή νομικό πρόσωπο που έχει σχέση μητρικής ή θυγατρικής επιχείρησης με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, δεν χρησιμοποιεί για εμπορικούς σκοπούς εμπιστευτικές πληροφορίες που καταγράφηκαν στον εν λόγω κεντρικό αντισυμβαλλόμενο χωρίς τη γραπτή συγκατάθεση από τον πελάτη στον οποίο ανήκουν οι εμπιστευτικές πληροφορίες αυτές.

Άρθρο 34

Αδιάλειπτη λειτουργία

1.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διαμορφώνει, εφαρμόζει και διατηρεί κατάλληλη πολιτική αδιάλειπτης λειτουργίας και σχέδιο αποκατάστασης λειτουργίας μετά από καταστροφή, με σκοπό να διασφαλίσει τη διατήρηση των λειτουργιών του, την έγκαιρη αποκατάσταση των εργασιών και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Το εν λόγω σχέδιο προβλέπει τουλάχιστον την αποκατάσταση όλων των συναλλαγών κατά τη στιγμή της διακοπής, ώστε να είναι σε θέση ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να εξακολουθήσει να λειτουργεί με ασφάλεια και να ολοκληρώσει τον διακανονισμό στην καθορισμένη ημερομηνία.
2.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θεσπίζει, εφαρμόζει και διατηρεί μια κατάλληλη διαδικασία που εξασφαλίζει τον έγκαιρο και εύρυθμο διακανονισμό ή τη μεταφορά των περιουσιακών στοιχείων και των θέσεων των πελατών και των εκκαθαριστικών μελών σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λόγω απόφασης δυνάμει του άρθρου 20.
3.  
Για να εξασφαλιστεί συνεπής εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ, μετά από διαβούλευση με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων που να διευκρινίζουν το ελάχιστο περιεχόμενο και τις απαιτήσεις της πολιτικής για αδιάλειπτη λειτουργία και του σχεδίου αποκατάστασης μετά από καταστροφή.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2012.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 35

Εξωτερική ανάθεση

1.  

Εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προβαίνει σε εξωτερική ανάθεση επιχειρησιακών λειτουργιών, υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων, παραμένει εξ ολοκλήρου υπεύθυνος για την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεών του βάσει του παρόντος κανονισμού και διασφαλίζει ανά πάσα στιγμή ότι:

α) 

η εξωτερική ανάθεση δεν έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση της ευθύνης του·

β) 

δεν αλλοιώνονται η σχέση και οι υποχρεώσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου έναντι των εκκαθαριστικών μελών του ή, ενδεχομένως, έναντι των πελατών τους·

γ) 

δεν μεταβάλλονται ουσιαστικά οι όροι χορήγησης άδειας λειτουργίας στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

δ) 

η εξωτερική ανάθεση δεν εμποδίζει την άσκηση των καθηκόντων εποπτείας και επίβλεψης, συμπεριλαμβανομένης της επιτόπιας πρόσβασης για την απόκτηση σχετικών πληροφοριών που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων αυτών·

ε) 

η εξωτερική ανάθεση δεν έχει ως αποτέλεσμα να στερηθεί ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τα αναγκαία συστήματα και μέσα ελέγχου προκειμένου να διαχειρίζεται τους κινδύνους που αντιμετωπίζει·

στ) 

ο πάροχος υπηρεσιών εφαρμόζει ισοδύναμες απαιτήσεις αδιάλειπτης λειτουργίας με εκείνες που υποχρεούται να πληροί ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό·

ζ) 

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διατηρεί την αναγκαία εμπειρογνωμοσύνη και τους αναγκαίους πόρους προκειμένου να αξιολογεί την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και την οργανωτική και κεφαλαιακή επάρκεια του παρόχου υπηρεσιών, καθώς και την ικανότητα να εποπτεύει αποτελεσματικά τα ανατεθέντα καθήκοντα και να διαχειρίζεται τους κινδύνους που συνδέονται με την εξωτερική ανάθεση, και εποπτεύει τα εν λόγω καθήκοντα και να διαχειρίζεται αυτούς τους κινδύνους σε διαρκή βάση·

η) 

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει άμεση πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τα ανατεθέντα καθήκοντα·

θ) 

ο πάροχος υπηρεσιών συνεργάζεται με την αρμόδια αρχή όσον αφορά τις ανατεθείσες δραστηριότητες·

ι) 

ο πάροχος υπηρεσιών προστατεύει τις εμπιστευτικές πληροφορίες που αφορούν τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή τα εκκαθαριστικά μέλη και τους πελάτες του ή, εάν ο πάροχος υπηρεσιών είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα, βεβαιώνεται ότι τα πρότυπα προστασίας δεδομένων της εν λόγω τρίτης χώρας, ή τα οριζόμενα στη συμφωνία μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών, είναι συγκρίσιμα προς τα πρότυπα προστασίας δεδομένων που ισχύουν στην Ένωση.

▼M14

Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι δεν αναθέτουν εξωτερικά μείζονες δραστηριότητες που συνδέονται με τη διαχείριση κινδύνων εκτός εάν η αρμόδια αρχή εγκρίνει παρόμοια εξωτερική ανάθεση. Για την απόφαση της αρμόδιας αρχής εκδίδεται γνώμη του σώματος σύμφωνα με το άρθρο 19.

▼B

2.  
Η αρμόδια αρχή απαιτεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να κατανέμει και να καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του, και εκείνα του παρόχου υπηρεσιών, σαφώς σε γραπτή συμφωνία.
3.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θέτει στη διάθεση της αρμόδιας αρχής, κατόπιν αιτήματος, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, ώστε η αρμόδια αρχή να είναι σε θέση να αξιολογήσει τη συμμόρφωση της εκτέλεσης των ανατεθέντων καθηκόντων προς τον παρόντα κανονισμό.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Κανόνες άσκησης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων

Άρθρο 36

Γενικές διατάξεις

1.  
Όταν παρέχει υπηρεσίες στα εκκαθαριστικά μέλη του και, ενδεχομένως, στους πελάτες τους, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ενεργεί με εντιμότητα και επαγγελματισμό, ώστε να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των συγκεκριμένων εκκαθαριστικών μελών και πελατών, και να ασκεί υγιή διαχείριση των κινδύνων.
2.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διαθέτει προσιτούς, διαφανείς και δίκαιους κανόνες για τον γρήγορο χειρισμό των παραπόνων.

Άρθρο 37

Απαιτήσεις συμμετοχής

1.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος καθορίζει, ενδεχομένως ανά τύπο προϊόντος που εκκαθαρίζεται, τις κατηγορίες επιλέξιμων εκκαθαριστικών μελών και τα κριτήρια αποδοχής, λαμβάνοντας υπόψη του τις συμβουλές της επιτροπής κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 3. Τα εν λόγω κριτήρια είναι διαφανή, αντικειμενικά και χωρίς διακρίσεις, ούτως ώστε να διασφαλίζεται ισότιμη και ανοικτή πρόσβαση στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και να κατοχυρώνεται ότι τα εκκαθαριστικά μέλη διαθέτουν επαρκείς χρηματοοικονομικούς πόρους και επιχειρησιακή ικανότητα για να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Κριτήρια που περιορίζουν την πρόσβαση επιτρέπονται μόνον στον βαθμό που αποσκοπούν στον έλεγχο του κινδύνου για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.
2.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διασφαλίζει ότι η εφαρμογή των κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πληρούται επί συνεχούς βάσεως, διαθέτει δε εγκαίρως πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες για την αξιολόγηση αυτή. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προβαίνει, τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο, σε συνολική επανεξέταση της συμμόρφωσης των εκκαθαριστικών μελών του προς το παρόν άρθρο.

▼M15

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ενημερώνει την αρμόδια αρχή για κάθε σημαντική αρνητική εξέλιξη που αφορά το προφίλ κινδύνου οιουδήποτε εκ των εκκαθαριστικών μελών του η οποία διαπιστώνεται στο πλαίσιο της αξιολόγησης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ή οιασδήποτε άλλης αξιολόγησης με παρεμφερές συμπέρασμα, συμπεριλαμβανομένης τυχόν αύξησης του κινδύνου που επιφέρει οιοδήποτε από τα εκκαθαριστικά μέλη του στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, για την οποία ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θεωρεί ότι μπορεί να ενεργοποιήσει διαδικασία αθέτησης υποχρέωσης.

▼B

3.  
Τα εκκαθαριστικά μέλη που εκκαθαρίζουν συναλλαγές για λογαριασμό των πελατών τους διαθέτουν τους αναγκαίους επιπρόσθετους χρηματοοικονομικούς πόρους και την επιχειρησιακή ικανότητα για την άσκηση αυτής της δραστηριότητας. Οι κανόνες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου για τα εκκαθαριστικά μέλη τού επιτρέπουν να συγκεντρώνει τις σχετικές βασικές πληροφορίες για τη διαπίστωση, τον έλεγχο και τη διαχείριση συναφών συγκεντρώσεων κινδύνου που σχετίζονται με την παροχή υπηρεσιών σε πελάτες. Τα εκκαθαριστικά μέλη ενημερώνουν, κατόπιν αιτήματος, τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σχετικά με τα κριτήρια και τις ρυθμίσεις που εφαρμόζουν προκειμένου να επιτρέπουν την πρόσβαση των πελατών τους στις υπηρεσίες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Την ευθύνη για την εξασφάλιση της εκ μέρους των πελατών τήρησης των υποχρεώσεών τους φέρουν τα εκκαθαριστικά μέλη.
4.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διαθέτει αντικειμενικές και διαφανείς διαδικασίες για την αναστολή και την ομαλή αποχώρηση των εκκαθαριστικών μελών τα οποία δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1.
5.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δύναται να αρνηθεί την πρόσβαση εκκαθαριστικών μελών, τα οποία πληρούν τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1, μόνον κατόπιν δέουσας γραπτής αιτιολόγησης και βάσει συνολικής ανάλυσης κινδύνου.
6.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δύναται να επιβάλλει ειδικές επιπρόσθετες υποχρεώσεις στα εκκαθαριστικά του μέλη, όπως τη συμμετοχή σε δημοπρασίες θέσεων υπερήμερου εκκαθαριστικού μέλους. Οι εν λόγω επιπρόσθετες υποχρεώσεις είναι ανάλογες με τον κίνδυνο που αναλαμβάνει το εκκαθαριστικό μέλος και δεν περιορίζει τη συμμετοχή σε ορισμένες κατηγορίες εκκαθαριστικών μελών.

Άρθρο 38

Διαφάνεια

1.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος και τα εκκαθαριστικά μέλη του δημοσιοποιούν τις τιμές και τα τέλη που σχετίζονται με τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Δημοσιοποιούν τις τιμές και τα τέλη κάθε παρεχόμενης υπηρεσίας χωριστά, συμπεριλαμβανομένων των εκπτώσεων και των επιστροφών, καθώς και τους όρους παροχής του οφέλους των εν λόγω μειώσεων. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος επιτρέπει στα εκκαθαριστικά μέλη του και, αναλόγως με την περίπτωση, στους πελάτες τους, χωριστή πρόσβαση στις διάφορες παρεχόμενες υπηρεσίες.

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τηρεί χωριστούς λογαριασμούς εξόδων και εσόδων σχετικά με τις παρεχόμενες υπηρεσίες και γνωστοποιεί αυτές τις πληροφορίες στην αρμόδια αρχή.

2.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κοινοποιεί στα εκκαθαριστικά μέλη και στους πελάτες τους συναφείς κινδύνους των παρεχόμενων υπηρεσιών.
3.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κοινοποιεί στα εκκαθαριστικά μέλη του και στην αρμόδια αρχή τις πληροφορίες για τις τιμές που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της έκθεσής του προς τα εκκαθαριστικά μέλη στο τέλος της ημέρας.

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δημοσιοποιεί τον όγκο των συναλλαγών που εκκαθαρίστηκαν για κάθε κατηγορία μέσων από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε συγκεντρωτική βάση.

4.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δημοσιοποιεί τις λειτουργικές και τεχνικές απαιτήσεις που αφορούν τα πρωτόκολλα επικοινωνίας, τα οποία καλύπτουν τους μορφότυπους περιεχομένου και μηνύματος που χρησιμοποιεί στην επικοινωνία του με τρίτους, συμπεριλαμβανομένων των λειτουργικών και τεχνικών προδιαγραφών που αναφέρονται στο άρθρο 7.
5.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δημοσιοποιεί τυχόν παραβιάσεις εκ μέρους των εκκαθαριστικών μελών των κριτηρίων που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 και τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, εκτός αν η αρμόδια αρχή θεωρήσει, αφού έλθει σε διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, ότι η δημοσιοποίησή τους θα συνιστούσε απειλή για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη της αγοράς ή θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τις χρηματοπιστωτικές αγορές ή θα προκαλούσε δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα μέρη.

▼M12

6.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρέχει στα εκκαθαριστικά μέλη του ένα εργαλείο προσομοίωσης που τους επιτρέπει να καθορίσουν το ποσό του πρόσθετου αρχικού περιθωρίου σε ακαθάριστη βάση που μπορεί να απαιτήσει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατά την εκκαθάριση μιας νέας συναλλαγής. Το εργαλείο αυτό είναι προσπελάσιμο μόνο βάσει ασφαλούς πρόσβασης και τα αποτελέσματα της προσομοίωσης δεν είναι δεσμευτικά.
7.  

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρέχει στα εκκαθαριστικά μέλη του πληροφορίες σχετικά με τα μοντέλα αρχικού περιθωρίου που χρησιμοποιεί. Οι πληροφορίες:

α) 

εξηγούν σαφώς τον σχεδιασμό του μοντέλου αρχικού περιθωρίου και τον τρόπο λειτουργίας του·

β) 

περιγράφουν σαφώς τις βασικές παραδοχές και τους περιορισμούς του μοντέλου αρχικού περιθωρίου και τις περιστάσεις υπό τις οποίες οι εν λόγω υποθέσεις δεν ισχύουν πλέον·

γ) 

είναι τεκμηριωμένες.

▼M15

8.  
Τα εκκαθαριστικά μέλη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ενημερώνουν σαφώς τους υφιστάμενους και τους δυνητικούς πελάτες τους ως προς τις δυνητικές ζημίες ή άλλες δαπάνες που μπορεί να επωμιστούν ως αποτέλεσμα της εφαρμογής των διαδικασιών διαχείρισης αθέτησης υποχρέωσης και των ρυθμίσεων για την κατανομή ζημιών και θέσεων δυνάμει των κανόνων λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, καθώς και για το είδος της αποζημίωσης που μπορεί να λάβουν, λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 48 παράγραφος 7. Στους πελάτες παρέχονται επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες, ώστε να διασφαλίζεται ότι κατανοούν τη χειρότερη περίπτωση ζημιών ή άλλων δαπανών που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν, εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αναλάβει μέτρα ανάκαμψης.

▼B

Άρθρο 39

Διαχωρισμός και δυνατότητα μεταφοράς

1.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τηρεί χωριστά αρχεία και λογαριασμούς που του επιτρέπουν, ανά πάσα στιγμή και χωρίς καθυστέρηση, να διακρίνει στους λογαριασμούς που τηρούνται σε αυτόν τα περιουσιακά στοιχεία και τις θέσεις που κρατούνται για λογαριασμό εκκαθαριστικού μέλους από τα περιουσιακά στοιχεία και τις θέσεις που κρατούνται για λογαριασμό οποιουδήποτε άλλου εκκαθαριστικού μέλους, καθώς και από τα δικά του περιουσιακά στοιχεία.
2.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προσφέρεται να τηρεί χωριστά αρχεία και λογαριασμούς που δίνουν τη δυνατότητα σε κάθε εκκαθαριστικό μέλος να διακρίνει σε λογαριασμούς στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τα περιουσιακά στοιχεία και τις θέσεις του εν λόγω εκκαθαριστικού μέλους από εκείνα που κρατούνται για λογαριασμό των πελατών του («συλλογικός διαχωρισμός πελατών»).
3.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προσφέρεται να τηρεί χωριστά αρχεία και λογαριασμούς που δίνουν τη δυνατότητα σε κάθε εκκαθαριστικό μέλος να διακρίνει σε λογαριασμούς με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τα περιουσιακά στοιχεία και τις θέσεις που κρατούνται για λογαριασμό ενός πελάτη από εκείνα που κρατούνται για λογαριασμό άλλων πελατών («διαχωρισμός ανά πελάτη»). Κατόπιν αιτήματός τους, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προσφέρει στα εκκαθαριστικά μέλη τη δυνατότητα να ανοίγουν περισσότερους λογαριασμούς στο όνομά τους ή για τους πελάτες τους.
4.  
Το εκκαθαριστικό μέλος τηρεί χωριστά αρχεία και λογαριασμούς που του επιτρέπουν να διακρίνει τόσο στους λογαριασμούς που τηρεί στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο όσο και στους δικούς του λογαριασμούς τα περιουσιακά του στοιχεία και θέσεις από τα περιουσιακά στοιχεία και θέσεις που τηρούνται για λογαριασμό των πελατών του στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.
5.  
Το εκκαθαριστικό μέλος προσφέρει στους πελάτες του τουλάχιστον τη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στον συλλογικό διαχωρισμό πελατών (omnibus) και τον διαχωρισμό ανά πελάτη και τους ενημερώνει σχετικά με το κόστος και το αναφερόμενα στην παράγραφο 7 επίπεδο προστασίας που συνδέονται με κάθε μία από τις δυνατότητες αυτές. Ο πελάτης επιβεβαιώνει γραπτώς την επιλογή του.
6.  
Εάν ένας πελάτης επιλέξει διαχωρισμό ανά πελάτη, κάθε περιθώριο ασφαλείας που υπερβαίνει την υποχρέωση του πελάτη γνωστοποιείται επίσης στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και διακρίνεται από τα περιθώρια ασφαλείας των λοιπών πελατών ή των λοιπών εκκαθαριστικών μελών, και δεν εκτίθεται σε ζημίες που συνδέονται με θέσεις καταγεγραμμένες σε άλλο λογαριασμό.
7.  
Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι και τα εκκαθαριστικά μέλη δημοσιοποιούν το επίπεδο προστασίας και το κόστος που συνδέονται με τα διάφορα επίπεδα διαχωρισμού που παρέχουν, και προσφέρουν τις υπηρεσίες αυτές υπό εύλογους εμπορικούς όρους. Οι λεπτομέρειες για τα διάφορα επίπεδα διαχωρισμού περιλαμβάνουν περιγραφή των κυριότερων νομικών συνεπειών του κάθε προσφερόμενου επιπέδου διαχωρισμού, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών για τον εφαρμοστέο νόμο περί φερεγγυότητας των αντίστοιχων περιοχών δικαιοδοσίας.
8.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει δικαίωμα χρήσης όσον αφορά τα περιθώρια ασφαλείας ή τις εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης που έχει συγκεντρώσει μέσω ρυθμίσεων παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Ιουνίου 2002 για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας ( 18 ) με την προϋπόθεση ότι η χρήση των ρυθμίσεων αυτών προβλέπεται στους κανόνες λειτουργίας του. Το εκκαθαριστικό μέλος επιβεβαιώνει εγγράφως ότι αποδέχεται τους κανόνες λειτουργίας. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δημοσιοποιεί αυτό το δικαίωμα χρήσης, το οποίο ασκείται σύμφωνα με το άρθρο 47.
9.  

Η απαίτηση να διακρίνονται τα περιουσιακά στοιχεία και οι θέσεις που τηρούνται σε λογαριασμούς του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου ικανοποιείται εφόσον:

α) 

τα περιουσιακά στοιχεία και οι θέσεις καταγράφονται σε χωριστούς λογαριασμούς·

β) 

αποτρέπεται ο συμψηφισμός θέσεων που έχουν καταγραφεί σε χωριστούς λογαριασμούς·

γ) 

τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία καλύπτουν τις θέσεις που έχουν καταγραφεί σε έναν λογαριασμό δεν εκτίθενται σε ζημίες οι οποίες συνδέονται με θέσεις που έχουν καταγραφεί σε άλλο λογαριασμό.

10.  
Τα περιουσιακά στοιχεία αφορούν την ασφάλεια που κρατείται για την κάλυψη θέσεων, και περιλαμβάνεται το δικαίωμα μεταφοράς περιουσιακών στοιχείων ισοδύναμων προς την ασφάλεια αυτή ή του προϊόντος της ρευστοποίησης οποιασδήποτε ασφάλειας, αλλά δεν περιλαμβάνονται οι εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης.

▼M12

11.  
Οι εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών περί αφερεγγυότητας δεν εμποδίζουν τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφοι 5, 6 και 7 για τα περιουσιακά στοιχεία και τις θέσεις που καταγράφονται στους λογαριασμούς οι οποίοι αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 5 του παρόντος άρθρου.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας

Άρθρο 40

Διαχείριση έκθεσης

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προβαίνει σε μέτρηση και εκτίμηση της έκθεσής του σε κίνδυνο ρευστότητας και της πιστωτικής έκθεσής του έναντι κάθε εκκαθαριστικού μέλους και, ενδεχομένως, άλλου κεντρικού αντισυμβαλλομένου με τον οποίο έχει προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας, σε σχεδόν πραγματικό χρόνο. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διαθέτει πρόσβαση, εγκαίρως και χωρίς διακρίσεις, σε σχετικές πηγές καθορισμού τιμών, ώστε να είναι σε θέση να μετρά αποτελεσματικά την έκθεσή του. Αυτό γίνεται στη βάση ενός εύλογου κόστους.

Άρθρο 41

Απαιτήσεις περιθωρίου ασφαλείας

1.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, προκειμένου να περιορίσει την πιστωτική του έκθεση, επιβάλλει, ζητεί και συγκεντρώνει περιθώρια ασφαλείας από τα εκκαθαριστικά μέλη του, και, ενδεχομένως, από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους με τους οποίους έχει προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας. Τα εν λόγω περιθώρια ασφαλείας επαρκούν επίσης για την κάλυψη της υπολογιζόμενης από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο δυνητικής έκθεσης μέχρι τη ρευστοποίηση των σχετικών θέσεων. Επαρκούν για την κάλυψη των ζημιών που προκύπτουν από τουλάχιστον 99 % των μεταβολών της έκθεσης, σε κατάλληλο χρονικό ορίζοντα, και διασφαλίζουν ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος καλύπτει πλήρως την έκθεσή του σε όλα τα εκκαθαριστικά μέλη του και, ενδεχομένως, στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους με τους οποίους έχει προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας, τουλάχιστον επί καθημερινής βάσεως. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παρακολουθεί τακτικά και, εφόσον απαιτείται, αναθεωρεί το επίπεδο των περιθωρίων ασφαλείας έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς, λαμβάνοντας υπόψη ενδεχόμενες επιπτώσεις αυτής της αναθεώρησης στην ενίσχυση του οικονομικού κύκλου.
2.  
Κατά τον καθορισμό των απαιτήσεών του για περιθώρια ασφαλείας, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εφαρμόζει μοντέλα και παραμέτρους που συλλαμβάνουν τα χαρακτηριστικά κινδύνου των προϊόντων που εκκαθαρίζονται και λαμβάνουν υπόψη το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της συλλογής των περιθωρίων ασφαλείας, την ρευστότητα της αγοράς και την πιθανότητα αλλαγών καθ’ όλη τη διάρκεια της συναλλαγής. Τα μοντέλα και οι παράμετροι επικυρώνονται από την αρμόδια αρχή και αποτελούν αντικείμενο γνώμης σύμφωνα με το άρθρο 19.
3.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ζητεί και συγκεντρώνει περιθώρια ασφαλείας, σε ενδοημερήσια βάση, τουλάχιστον όταν σημειώνεται υπέρβαση προκαθορισμένων κατωφλίων.
4.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ζητεί και συγκεντρώνει περιθώρια ασφαλείας που είναι κατάλληλα για την κάλυψη του κινδύνου που απορρέει από τις θέσεις που έχουν καταγραφεί σε κάθε λογαριασμό που τηρείται σύμφωνα με το άρθρο 39 σχετικά με συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά μέσα. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να υπολογίζει τα περιθώρια ασφαλείας όσον αφορά ένα χαρτοφυλάκιο χρηματοπιστωτικών μέσων, υπό την προϋπόθεση ότι η μέθοδος που χρησιμοποιεί είναι συνετή και βάσιμη.
5.  
Προκειμένου να εξασφαλιστεί συνεπής εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ, κατόπιν διαβούλευσης με το ΕΣΚΤ, αναπτύσσει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων που να διευκρινίζουν το κατάλληλο ποσοστό και τους χρονικούς ορίζοντες για την περίοδο ρευστοποίησης και τον υπολογισμό της ιστορικής μεταβλητότητας, όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1, που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τις διάφορες κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων, λαμβανομένων υπόψη του στόχου για τον περιορισμό της κινήσεων ενίσχυσης του οικονομικού κύκλου και των όρων υπό τους οποίους μπορούν να εφαρμόζονται οι πρακτικές καθορισμού περιθωρίου βάσει χαρτοφυλακίου που αναφέρονται στην παράγραφο 4.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2012.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 42

Κεφάλαιο εκκαθάρισης

1.  
Προκειμένου να μειώσει περαιτέρω την πιστωτική του έκθεση στα εκκαθαριστικά του μέλη, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διατηρεί προχρηματοδοτημένο κεφάλαιο εκκαθάρισης για την κάλυψη των ζημιών που υπερβαίνουν τις απώλειες οι οποίες πρέπει να καλυφθούν από απαιτήσεις περιθωρίου ασφαλείας σύμφωνα με το άρθρο 41 και οι οποίες προκύπτουν από την αθέτηση υποχρέωσης, συμπεριλαμβανομένης της κίνησης διαδικασίας αφερεγγυότητας, ενός ή περισσοτέρων εκκαθαριστικών μελών.

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος καθορίζει ένα ελάχιστο ποσό κάτω από το οποίο δεν είναι δυνατόν σε καμία περίπτωση να μειωθεί το κεφάλαιο εκκαθάρισης.

2.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος καθορίζει το ελάχιστο ύψος των εισφορών στο κεφάλαιο εκκαθάρισης και τα κριτήρια για τον υπολογισμό των εισφορών των επιμέρους εκκαθαριστικών μελών. Οι εισφορές είναι ανάλογες με την έκθεση εκάστου εκκαθαριστικού μέλους.
3.  
Το κεφάλαιο εκκαθάρισης κατ’ ελάχιστον επιτρέπει στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να αντιμετωπίσει, υπό ακραίες αλλά εύλογες συνθήκες αγοράς, την αθέτηση υποχρέωσης από το εκκαθαριστικό μέλος έναντι του οποίου έχει τη μεγαλύτερη έκθεση ή από το δεύτερο και το τρίτο μεγαλύτερο εκκαθαριστικό μέλος, εάν το άθροισμα της έκθεσής τους είναι μεγαλύτερο. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος καταρτίζει σενάρια ακραίων αλλά εύλογων συνθηκών αγοράς. Τα σενάρια περιλαμβάνουν τις περιόδους με τις μεγαλύτερες διακυμάνσεις που έχουν σημειωθεί στις αγορές στις οποίες παρέχει τις υπηρεσίες του ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος και μια σειρά πιθανών μελλοντικών σεναρίων. Πρέπει να λαμβάνουν υπόψη αιφνίδιες πωλήσεις χρηματοοικονομικών πόρων και ταχεία πτώση της ρευστότητας της αγοράς.
4.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δύναται να συστήσει περισσότερα από ένα κεφάλαιο εκκαθάρισης για τις διάφορες κατηγορίες χρηματοδοτικών μέσων που εκκαθαρίζει.
5.  
Προκειμένου να εξασφαλιστεί συνεπής εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ, σε στενή συνεργασία με το ΕΣΚΤ και κατόπιν διαβούλευσης με την ΕΑΤ, αναπτύσσει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων για να αποσαφηνισθεί το πλαίσιο καθορισμού των ακραίων αλλά εύλογων συνθηκών αγοράς που αναφέρονται στην παράγραφο 3, το οποίο θα πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τον προσδιορισμό του μεγέθους του κεφαλαίου εκκαθάρισης και των λοιπών χρηματοοικονομικών πόρων που αναφέρονται στο άρθρο 43.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2012.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 43

Λοιποί χρηματοοικονομικοί πόροι

1.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διατηρεί επαρκείς διαθέσιμους προχρηματοδοτημένους χρηματοοικονομικούς πόρους για την κάλυψη δυνητικών ζημιών οι οποίες υπερβαίνουν τις ζημίες που καλύπτονται από τις απαιτήσεις περιθωρίου ασφαλείας, όπως αναφέρονται στο άρθρο 41, και από το κεφάλαιο εκκαθάρισης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 42. Αυτοί οι προχρηματοδοτημένοι χρηματοοικονομικοί πόροι περιλαμβάνουν ειδικούς πόρους του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, είναι ελεύθερα διαθέσιμοι στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και δεν χρησιμοποιούνται για την εκπλήρωση των απαιτήσεων κεφαλαίου δυνάμει του άρθρου 16.
2.  
Το κεφάλαιο εκκαθάρισης, που προβλέπεται στο άρθρο 42, καθώς και οι άλλοι χρηματοοικονομικοί πόροι, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, δίνουν ανά πάσα στιγμή στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τη δυνατότητα να αντιμετωπίζει την αθέτηση υποχρέωσης από τα δύο τουλάχιστον εκκαθαριστικά μέλη έναντι των οποίων έχει τη μεγαλύτερη έκθεση υπό ακραίες αλλά εύλογες συνθήκες αγοράς.
3.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ζητήσει από μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη να παράσχουν επιπρόσθετα κεφάλαια, σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης από άλλο εκκαθαριστικό μέλος. Τα εκκαθαριστικά μέλη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου έχουν περιορισμένη έκθεση έναντι του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Άρθρο 44

Έλεγχοι κινδύνου ρευστότητας

1.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διαθέτει ανά πάσα στιγμή πρόσβαση σε επαρκή ρευστότητα προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του και να ασκεί τις δραστηριότητές του. Προς τον σκοπό αυτόν, εξασφαλίζει τις αναγκαίες πιστώσεις ή παρεμφερείς ρυθμίσεις για την κάλυψη των αναγκών του σε ρευστότητα, σε περίπτωση που οι χρηματοοικονομικοί πόροι που βρίσκονται στη διάθεσή του δεν είναι άμεσα διαθέσιμοι. Το εκκαθαριστικό μέλος και η μητρική ή θυγατρική επιχείρηση του εν λόγω εκκαθαριστικού μέλους δεν παρέχουν συνολικά περισσότερο από το 25 % των πιστώσεων τις οποίες χρειάζεται ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος.

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υπολογίζει σε καθημερινή βάση τις δυνητικές του ανάγκες σε ρευστότητα. Λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο ρευστότητας που προκύπτει από την αθέτηση υποχρέωσης των δύο τουλάχιστον εκκαθαριστικών μελών έναντι των οποίων έχει τη μεγαλύτερη έκθεση.

2.  
Για να εξασφαλιστεί συνεπής εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ, μετά από διαβούλευση με τις σχετικές αρχές και τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων που να διευκρινίζουν το πλαίσιο διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας στον οποίο οφείλει να ανταπεξέλθει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2012.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 45

Γραμμές άμυνας σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης

1.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος χρησιμοποιεί για την κάλυψη των ζημιών τα περιθώρια ασφαλείας που έχουν παρασχεθεί από το υπερήμερο εκκαθαριστικό μέλος, πριν από άλλους χρηματοοικονομικούς πόρους.
2.  
Σε περίπτωση που τα περιθώρια ασφαλείας τα οποία έχουν παρασχεθεί από το υπερήμερο εκκαθαριστικό μέλος δεν επαρκούν για την κάλυψη των ζημιών που υφίσταται ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, για να καλύψει τις εν λόγω ζημίες, χρησιμοποιεί την εισφορά του υπερήμερου μέλους στο κεφάλαιο εκκαθάρισης.
3.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος χρησιμοποιεί τις εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης των μη υπερήμερων εκκαθαριστικών μελών και οποιουσδήποτε άλλους χρηματοοικονομικούς πόρους που αναφέρονται στο άρθρο 43 παράγραφος 1 μόνον αφού έχει εξαντλήσει τις εισφορές του υπερήμερου εκκαθαριστικού μέλους.
4.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος χρησιμοποιεί ειδικούς ίδιους πόρους πριν χρησιμοποιήσει τις εισφορές των εκκαθαριστικών μελών, που δεν έχουν αθετήσει υποχρέωση, στο κεφάλαιο εκκαθάρισης. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν χρησιμοποιεί τα περιθώρια ασφαλείας που έχουν παρασχεθεί από μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη για την κάλυψη των ζημιών που προκύπτουν από την αθέτηση υποχρέωσης άλλου εκκαθαριστικού μέλους.
5.  
Για να εξασφαλιστεί συνεπής εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ, μετά από διαβούλευση με τις σχετικές αρμόδιες αρχές και τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων που να διευκρινίζουν τη μέθοδο για τον υπολογισμό και τη διατήρηση του ποσού των ιδίων πόρων του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου προς χρήση, σύμφωνα με την παράγραφο 4.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2012.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼M15

Άρθρο 45α

Προσωρινοί περιορισμοί στην περίπτωση σημαντικού γεγονότος μη σχετιζόμενου με αθέτηση υποχρέωσης

1.  

Στην περίπτωση σημαντικού γεγονότος μη σχετιζόμενου με αθέτηση υποχρέωσης όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 9) του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η αρμόδια αρχή μπορεί να ζητήσει από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να μην προβεί σε καμία από τις ακόλουθες ενέργειες για περίοδο που καθορίζεται από την αρμόδια αρχή και δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε έτη:

α) 

διανομή μερίσματος ή αμετάκλητη δέσμευση για διανομή μερίσματος, εξαιρουμένων των δικαιωμάτων σε μερίσματα που αναφέρονται ειδικά στον κανονισμό (ΕΕ) 2021/23 ως μορφή αποζημίωσης·

β) 

επαναγορά κοινών μετοχών·

γ) 

δημιουργία υποχρέωσης για την καταβολή μεταβλητών αποδοχών όπως ορίζει η πολιτική αποδοχών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου δυνάμει του άρθρου 26 παράγραφος 5 του παρόντος κανονισμού, προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών ή αποζημιώσεων διακοπής της εργασιακής σχέσης προς τα ανώτατα διοικητικά στελέχη όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 29) του παρόντος κανονισμού.

Η αρμόδια αρχή δεν απαγορεύει από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να αναλάβει οιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος είναι νομικά υποχρεωμένος να αναλάβει την εν λόγω ενέργεια και η υποχρέωση προηγείται χρονικά των γεγονότων δυνάμει του πρώτου εδαφίου.

2.  
Η αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίσει την απαλλαγή από τους περιορισμούς της παραγράφου 1 όταν κρίνει ότι η απαλλαγή από τους εν λόγω περιορισμούς δεν θα μειώσει την ποσότητα ή τη διαθεσιμότητα των ιδίων πόρων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ειδικά των ιδίων πόρων που διατίθενται για χρήση ως μέτρο ανάκαμψης.
3.  
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει έως τις 12 Φεβρουαρίου 2022 σχέδιο κατευθυντήριων γραμμών κατά το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 στις οποίες θα προσδιορίζονται περαιτέρω οι περιστάσεις υπό τις οποίες η αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτήσει από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο να μην αναλάβει καμία από τις ενέργειες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

▼B

Άρθρο 46

Απαιτήσεις παροχής ασφαλείας

1.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δέχεται άκρως ρευστοποιήσιμες ασφάλειες, με ελάχιστο πιστωτικό κίνδυνο και κίνδυνο αγοράς, για την κάλυψη της αρχικής και συνεχιζόμενης έκθεσής του έναντι των εκκαθαριστικών μελών του. Για μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλόμενους, κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δύναται να δεχτεί τραπεζικές εγγυήσεις, υπολογίζοντας τις εγγυήσεις αυτές ως έκθεση του έναντι τράπεζας η οποία είναι εκκαθαριστικό μέλος. Εφαρμόζει κατάλληλους συντελεστές αποκοπής για την αποτίμηση της αξίας, που αντικατοπτρίζουν το ενδεχόμενο να υποχωρήσει η αξία τους κατά το διάστημα μεταξύ της τελευταίας αναπροσαρμογής τους και της στιγμής κατά την οποία μπορεί εύλογα να θεωρηθεί ότι έχουν ρευστοποιηθεί. Λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο ρευστότητας που προκύπτει από την αθέτηση υποχρέωσης ενός συμμετέχοντος στην αγορά και τον κίνδυνο συγκέντρωσης σε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία που μπορεί να προκύψει κατά τον καθορισμό των αποδεκτών ασφαλειών και των σχετικών συντελεστών αποκοπής.
2.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να δέχεται, ως ασφάλεια για την κάλυψη των απαιτήσεων περιθωρίου ασφαλείας, όπου ενδείκνυται και είναι συνετό, το υποκείμενο της σύμβασης παραγώγων ή το χρηματοπιστωτικό μέσο από όπου προέρχεται η έκθεση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.
3.  

Για να εξασφαλιστεί συνεπής εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΤ, το ΕΣΣΚ και το ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων τα οποία διευκρινίζουν:

α) 

το είδος της ασφάλειας που θα μπορούσε να θεωρηθεί άκρως ρευστοποιήσιμη, όπως μετρητά, χρυσός, κρατικά και υψηλής ποιότητας εταιρικά ομόλογα και καλυμμένα ομόλογα·

β) 

τους συντελεστές αποκοπής που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και

γ) 

τους όρους υπό τους οποίους εμπορικές τραπεζικές εγγυήσεις μπορούν να θεωρούνται αποδεκτές ως ασφάλειες, σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2012.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 47

Επενδυτική πολιτική

1.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος επενδύει τους χρηματοοικονομικούς πόρους του μόνον σε μετρητά ή σε άκρως ρευστοποιήσιμα χρηματοπιστωτικά μέσα με ελάχιστο κίνδυνο αγοράς και πιστωτικό κίνδυνο. Οι επενδύσεις κεντρικού αντισυμβαλλόμενου είναι ταχέως ρευστοποιήσιμες, με ελάχιστες δυσμενείς επιπτώσεις στις τιμές.
2.  
Το ποσό του κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένων των αδιανέμητων κερδών και των αποθεματικών του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου που δεν επενδύονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, δεν λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς του άρθρου 16 παράγραφος 2 ή του άρθρου 45 παράγραφος 4.
3.  
Τα χρηματοπιστωτικά μέσα που παρέχονται ως περιθώρια ασφαλείας ή ως εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης κατατίθενται, εφόσον είναι διαθέσιμα, σε διαχειριστές συστημάτων διακανονισμού αξιόγραφων που διασφαλίζουν την πλήρη προστασία των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων. Εναλλακτικά μπορεί να χρησιμοποιούνται άλλες ρυθμίσεις υψηλής ασφάλειας σε εγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
4.  
Τα ταμειακά διαθέσιμα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου τηρούνται μέσω άκρως ασφαλών διευθετήσεων με εγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή, εναλλακτικά, μέσω της χρησιμοποίησης των πάγιων καταθετικών διευκολύνσεων των κεντρικών τραπεζών ή μέσω άλλων συγκρίσιμων τρόπων που παρέχονται από τις κεντρικές τράπεζες.
5.  
Όταν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος καταθέτει περιουσιακά στοιχεία σε τρίτο πρόσωπο, εξασφαλίζει ότι τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν σε εκκαθαριστικά μέλη ταυτοποιούνται χωριστά από τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και από τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στο εν λόγω τρίτο πρόσωπο, μέσω λογαριασμών με διακριτές ονομασίες στα βιβλία του τρίτου προσώπου ή μέσω άλλων ισοδύναμων μέτρων που επιτυγχάνουν το ίδιο επίπεδο προστασίας. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διαθέτει άμεση πρόσβαση στα χρηματοπιστωτικά μέσα, όταν απαιτείται.
6.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν επενδύει το κεφάλαιό του ή τα ποσά που προκύπτουν από τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 41, 42, 43 ή 44 σε δικές του κινητές αξίες ούτε σε κινητές αξίες της μητρικής επιχείρησης ή της θυγατρικής του.
7.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος λαμβάνει υπόψη τη συνολική του έκθεση πιστωτικού κινδύνου σε μεμονωμένους οφειλέτες, όταν λαμβάνει τις επενδυτικές αποφάσεις του, και μεριμνά ώστε η συνολική του έκθεση σε κίνδυνο έναντι οιουδήποτε μεμονωμένου οφειλέτη να παραμένει εντός αποδεκτών ορίων συγκέντρωσης.
8.  
Προκειμένου να εξασφαλιστεί συνεπής εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ, κατόπιν διαβούλευσης με την ΕΑΤ και τον ΕΣΚΤ, αναπτύσσει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων που να διευκρινίζουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα που μπορούν να θεωρηθούν άκρως ρευστοποιήσιμα με ελάχιστο πιστωτικό κίνδυνο και κίνδυνο αγοράς, που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τις άκρως ασφαλείς διευθετήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 και τα όρια συγκέντρωσης που αναφέρονται στην παράγραφο 7.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2012.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 48

Διαδικασίες που προβλέπονται σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης

1.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προβλέπει λεπτομερείς διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται σε περίπτωση που ένα εκκαθαριστικό μέλος δεν συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις συμμετοχής του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που προβλέπονται στο άρθρο 37, εντός των προθεσμιών και σύμφωνα με τις διαδικασίες που έχουν καθοριστεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος καθορίζει λεπτομερώς τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται σε περίπτωση που η αθέτηση υποχρέωσης εκκαθαριστικού μέλους δεν κηρύσσεται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Οι εν λόγω διαδικασίες επανεξετάζονται κατ’ έτος.
2.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προβαίνει σε άμεσες ενέργειες για τον περιορισμό των ζημιών και των πιέσεων στη ρευστότητα που προκύπτουν από αθετήσεις υποχρεώσεων και διασφαλίζει ότι το κλείσιμο των θέσεων οιουδήποτε εκκαθαριστικού μέλους δεν προκαλεί αναστάτωση στις εργασίες του, ούτε εκθέτει τα μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη σε ζημίες τις οποίες δεν μπορούν να προβλέψουν ή να ελέγξουν.
3.  
Εφόσον κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θεωρεί ότι το εκκαθαριστικό μέλος δεν θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις μελλοντικές του υποχρεώσεις ενημερώνει πάραυτα την αρμόδια αρχή πριν κηρυχθούν ή εκκινήσουν οι διαδικασίες που προβλέπονται σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης. Η αρμόδια αρχή διαβιβάζει πάραυτα τις πληροφορίες αυτές στην ΕΑΚΑΑ, στα σχετικά μέλη του ΕΣΚΤ και στην αρχή που είναι αρμόδια για την εποπτεία του εκκαθαριστικού μέλους που αθετεί υποχρέωση.
4.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εξασφαλίζει ότι οι διαδικασίες που προβλέπονται σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης είναι εκτελεστές. Λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο, προκειμένου να διασφαλίσει ότι διαθέτει εξουσία εκ του νόμου για τη ρευστοποίηση των κατά κυριότητα κατεχόμενων θέσεων του εκκαθαριστικού μέλους που αθετεί υποχρέωση και για τη μεταφορά ή ρευστοποίηση των θέσεων των πελατών του εκκαθαριστικού μέλους που αθετεί υποχρέωση.
5.  
Εφόσον τα περιουσιακά στοιχεία και οι θέσεις είναι καταγεγραμμένα στα αρχεία και τους λογαριασμούς κεντρικού αντισυμβαλλομένου ως τηρούμενα για λογαριασμό πελατών εκκαθαριστικού μέλους που αθετεί υποχρέωση σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 2, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, τουλάχιστον, δεσμεύεται συμβατικά να κινεί τις διαδικασίες για να μεταφερθούν τα περιουσιακά στοιχεία και οι θέσεις που τηρούνται από το εκκαθαριστικό μέλος που αθετεί υποχρέωση για λογαριασμό των πελατών του σε άλλο εκκαθαριστικό μέλος που ορίζεται από όλους τους πελάτες αυτούς, κατ’ αίτησή τους και χωρίς τη συγκατάθεση του εκκαθαριστικού μέλους που αθετεί υποχρέωση. Αυτό το άλλο εκκαθαριστικό μέλος υποχρεούται να δεχθεί τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία και θέσεις μόνον εφόσον έχει συνάψει προηγουμένως συμβατική σχέση με τους πελάτες, αναλαμβάνοντας μέσω αυτής σχετική δέσμευση. Εάν για οποιονδήποτε λόγο η μεταφορά σε αυτό το άλλο εκκαθαριστικό μέλος δεν πραγματοποιηθεί εντός της προκαθορισμένης περιόδου μεταφοράς που προσδιορίζεται στους κανόνες λειτουργίας του, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να προβεί σε όλες τις ενέργειες που επιτρέπονται δυνάμει των κανόνων του για να διαχειριστεί ενεργά τους κινδύνους του σε σχέση με τις θέσεις αυτές μέσω, μεταξύ άλλων, της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων και των θέσεων που τηρούνται από το εκκαθαριστικό μέλος που αθετεί υποχρέωση για λογαριασμό των πελατών του.
6.  
Εφόσον τα περιουσιακά στοιχεία και οι θέσεις είναι καταγεγραμμένα στα αρχεία και τους λογαριασμούς κεντρικού αντισυμβαλλομένου ως τηρούμενα για λογαριασμό πελάτη εκκαθαριστικού μέλους που αθετεί υποχρέωση σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 3, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, τουλάχιστον, δεσμεύεται συμβατικά να κινεί τις διαδικασίες για να μεταφερθούν τα περιουσιακά στοιχεία και οι θέσεις που τηρούνται από το εκκαθαριστικό μέλος που αθετεί υποχρέωση για λογαριασμό του πελάτη σε άλλο εκκαθαριστικό μέλος που ορίζεται από τον πελάτη, κατ’ αίτησή του και χωρίς τη συγκατάθεση του εκκαθαριστικού μέλους που αθετεί υποχρέωση. Αυτό το άλλο εκκαθαριστικό μέλος υποχρεούται να δεχθεί τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία και τις θέσεις μόνον εφόσον έχει συνάψει προηγουμένως συμβατική σχέση με τον πελάτη, αναλαμβάνοντας μέσω αυτής σχετική δέσμευση. Εάν για οποιονδήποτε λόγο η μεταφορά σε αυτό το άλλο εκκαθαριστικό μέλος δεν πραγματοποιηθεί εντός της προκαθορισμένης περιόδου μεταφοράς που προσδιορίζεται στους κανόνες λειτουργίας του, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να προβεί σε όλες τις ενέργειες που επιτρέπονται δυνάμει των κανόνων του για να διαχειριστεί ενεργά τους κινδύνους του σε σχέση με τις θέσεις αυτές μέσω, μεταξύ άλλων, της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων και των θέσεων που τηρούνται από το εκκαθαριστικό μέλος που αθετεί υποχρέωση για λογαριασμό του πελάτη.
7.  
Η ασφάλεια των πελατών που διακρίνεται σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφοι 2 και 3 χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την κάλυψη των θέσεων που τηρούνται για λογαριασμό τους. Τυχόν υπόλοιπο οφειλόμενο από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο επιστρέφεται αμελλητί στους εν λόγω πελάτες μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας διαχείρισης αθέτησης υποχρέωσης εκκαθαριστικού μέλους, εφόσον οι πελάτες είναι γνωστοί στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ή, εάν δεν είναι γνωστοί σε αυτόν, στο εκκαθαριστικό μέλος για λογαριασμό των πελατών του.

Άρθρο 49

Επανεξέταση μοντέλων, έλεγχοι αντοχής σε ακραίες συνθήκες και απολογιστικοί έλεγχοι

▼M14

1.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος επανεξετάζει τακτικά τα μοντέλα και τις παραμέτρους που εφαρμόζονται για τον υπολογισμό των απαιτήσεών του για περιθώρια ασφαλείας, των εισφορών στο κεφάλαιο εκκαθάρισης, των απαιτήσεων παροχής ασφάλειας και άλλων μηχανισμών ελέγχου κινδύνων. Υποβάλλει τα μοντέλα σε αυστηρούς και συχνούς ελέγχους αντοχής σε ακραίες συνθήκες, προκειμένου να αξιολογήσει την ανθεκτικότητά τους σε ακραίες, αλλά εύλογες συνθήκες αγοράς και εκτελεί απολογιστικούς ελέγχους, προκειμένου να αξιολογήσει την αξιοπιστία της μεθοδολογίας που εφαρμόστηκε. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος λαμβάνει ανεξάρτητη επικύρωση και ενημερώνει την αρμόδια για αυτόν αρχή και την ΕΑΚΑΑ για τα αποτελέσματα των δοκιμών που πραγματοποιήθηκαν και λαμβάνει την επικύρωσή τους σύμφωνα με τις παραγράφους 1α, 1β, 1γ, 1δ και 1ε, προτού προβεί σε οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή των μοντέλων και των παραμέτρων.

Για τα μοντέλα και τις παραμέτρους που εφαρμόζονται καθώς και για οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή τους, εκδίδεται γνώμη από το σώμα, σύμφωνα με τις ακόλουθες παραγράφους.

Η ΕΑΚΑΑ εξασφαλίζει ότι οι πληροφορίες σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων αντοχής σε ακραίες συνθήκες διαβιβάζονται στις ΕΕΑ, στο ΕΣΚΤ και στο Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης, προκειμένου να τους επιτραπεί να εκτιμήσουν την έκθεση των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων στην αθέτηση υποχρεώσεων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων.

▼M14

1α.  
Όταν ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προτίθεται να προβεί σε οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή στα μοντέλα και τις παραμέτρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, αιτείται στην αρμόδια αρχή και την ΕΑΚΑΑ την επικύρωση της εν λόγω αλλαγής. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εσωκλείει ανεξάρτητη επικύρωση της προβλεπόμενης αλλαγής στις αιτήσεις του. Η αρμόδια αρχή και η ΕΑΚΑΑ βεβαιώνουν εκάστη την παραλαβή της πλήρους αίτησης στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.
1β.  
Εντός 50 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή των πλήρων αιτήσεων, η αρμόδια αρχή και η ΕΑΚΑΑ, διενεργούν εκάστη αξιολόγηση της σημαντικής αλλαγής και υποβάλλουν τις εκθέσεις τους στο σώμα που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 18.
1γ.  
Εντός 30 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή των εκθέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1β, το σώμα γνωμοδοτεί με πλειοψηφία σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3. Με την επιφύλαξη της προσωρινής έγκρισης σύμφωνα με την παράγραφο 1ε, η αρμόδια αρχή δεν εκδίδει απόφαση με την οποία επικυρώνει ή αρνείται να επικυρώσει σημαντικές αλλαγές στα μοντέλα και τις παραμέτρους προτού το σώμα να εκδώσει την εν λόγω γνωμοδότηση, εκτός εάν το σώμα δεν την εκδώσει εντός της προθεσμίας.
1δ.  
Εντός 90 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή των αιτήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1α, η αρμόδια αρχή και η ΕΑΚΑΑ, ενημερώνουν εκάστη εγγράφως τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και η μία την άλλη, συμπεριλαμβανομένης πλήρους αιτιολόγησης, εάν έχει χορηγηθεί η επικύρωση ή όχι.
1ε.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν μπορεί να προβεί σε οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή στα μοντέλα και τις παραμέτρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 προτού λάβει τις επικυρώσεις από την αρμόδια αρχή του και από την ΕΑΚΑΑ. Η αρμόδια αρχή, σε συμφωνία με την ΕΑΚΑΑ, μπορεί να επιτρέψει την προσωρινή έγκριση σημαντικής αλλαγής των εν λόγω μοντέλων ή παραμέτρων, πριν από τις επικυρώσεις τους, εφόσον αυτό δικαιολογείται δεόντως.

▼B

2.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ελέγχει τακτικά τις βασικές πτυχές των διαδικασιών του σε περίπτωση αθέτησης υποχρεώσεων και λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο, προκειμένου να διασφαλίσει ότι όλα τα εκκαθαριστικά μέλη τις κατανοούν και έχουν προβλέψει κατάλληλες ρυθμίσεις για να αντιμετωπίσουν γεγονότα αθέτησης υποχρεώσεων.
3.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δημοσιοποιεί βασικές πληροφορίες σχετικά με το μοντέλο διαχείρισης κινδύνου που εφαρμόζει και τις υποθέσεις που δέχεται κατά την εκτέλεση των ελέγχων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.
4.  

Προκειμένου να διασφαλιστεί συνεπής εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΤ, άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές και τα μέλη του ΕΣΣΚ, καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων που διευκρινίζουν:

α) 

το είδος των ελέγχων που πρέπει να διενεργούνται για τις διάφορες κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων και χαρτοφυλακίων·

β) 

τη συμμετοχή των εκκαθαριστικών μελών ή άλλων μερών στους ελέγχους·

γ) 

τη συχνότητα των ελέγχων·

δ) 

τους χρονικούς ορίζοντες των ελέγχων·

ε) 

τις βασικές πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2012.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼M14

5.  
Προκειμένου να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΤ, άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές και τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που ορίζουν τους όρους υπό τους οποίους οι αλλαγές των μοντέλων και παραμέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι σημαντικές.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 2 Ιανουαρίου 2021.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼B

Άρθρο 50

Διακανονισμός

1.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος χρησιμοποιεί, εφόσον είναι πραγματοποιήσιμο και διαθέσιμο, χρήμα κεντρικής τράπεζας για τον διακανονισμό των συναλλαγών του. Αν δεν χρησιμοποιηθεί χρήμα κεντρικής τράπεζας, λαμβάνονται μέτρα για τον αυστηρό περιορισμό των κινδύνων ταμειακού διακανονισμού.
2.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δηλώνει σαφώς τις υποχρεώσεις του όσον αφορά τις παραδόσεις χρηματοπιστωτικών μέσων, αναφέροντας συγκεκριμένα αν έχει υποχρέωση να προβεί σε παράδοση ή παραλαβή χρηματοπιστωτικού μέσου ή αν αποζημιώνει συμμετέχοντες για ζημίες που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διαδικασία παράδοσης.
3.  
Σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει υποχρέωση να προβεί σε παραδόσεις ή παραλαβές χρηματοπιστωτικών μέσων, εξαλείφει τον κίνδυνο κεφαλαίου, με την προσφυγή, όσο το δυνατόν, σε μηχανισμούς «παράδοσης με την πληρωμή» (delivery versus payment).

▼M1



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Υπολογισμοί και υποβολή εκθέσεων για τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

Άρθρο 50α

Υπολογισμός του KCCP

►C1  1.  
Για τους σκοπούς του άρθρου 308 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26η Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων ( 19 ), ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υπολογίζει το KCCP  ◄ ως ορίζεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου για όλες τις συμβάσεις και τις συναλλαγές που εκκαθαρίζει για όλα τα εκκαθαριστικά μέλη του που καλύπτονται από το δεδομένο κεφάλαιο εκκαθάρισης.

▼M13

2.  

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υπολογίζει το υποθετικό κεφάλαιο ως εξής:

image

όπου:

KCCP

=

το υποθετικό κεφάλαιο,

i

=

ο δείκτης ο οποίος δηλώνει το εκκαθαριστικό μέλος,

EADi

=

το ποσό του ανοίγματος του CCP έναντι του εκκαθαριστικού μέλους i, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών του εκκαθαριστικού μέλους με τον CCP, των συναλλαγών πελατών τις οποίες εγγυάται το εκκαθαριστικό μέλος και της αξίας όλων των εξασφαλίσεων που διατηρούνται από τον CCP, συμπεριλαμβανομένης της προκαταβεβλημένης συνεισφοράς του εκκαθαριστικού μέλους στο κεφάλαιο εκκαθάρισης, έναντι των εν λόγω συναλλαγών, σύμφωνα με την αποτίμηση στο τέλος της κανονιστικής ημερομηνίας υποβολής αναφορών πριν από την ανταλλαγή του περιθωρίου που απαιτείται κατά την τελική απαίτηση περιθωρίου της εν λόγω ημέρας,

RW

=

συντελεστής στάθμισης κινδύνου 20 % και

δείκτης κεφαλαίου

=

8 %.

▼M1

3.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αναλαμβάνει τον υπολογισμό που απαιτείται δυνάμει της παραγράφου 2 τουλάχιστον μία φορά το τρίμηνο ή συχνότερα εάν απαιτείται από τις αρμόδιες αρχές των εκκαθαριστικών μελών του που είναι ιδρύματα.
4.  

Η ΕΑΤ αναπτύσσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τα ακόλουθα στοιχεία για τους σκοπούς της παραγράφου 3:

α) 

τη συχνότητα και τις ημερομηνίες υπολογισμού που ορίζεται στην παράγραφο 2,

β) 

τις καταστάσεις στις οποίες η αρμόδια αρχή ενός ιδρύματος που ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος μπορεί να απαιτεί υψηλότερη συχνότητα υπολογισμού και κοινοποίησης από αυτήν που αναφέρεται στο στοιχείο α).

Η ΕΑΤ υποβάλλει το εν λόγω σχέδιο εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

▼M13

Άρθρο 50β

Γενικοί κανόνες για τον υπολογισμό του KCCP

Για τον υπολογισμό του KCCP που αναφέρεται στο άρθρο 50α παράγραφος 2, ισχύουν οι ακόλουθες διατάξεις:

α) 

οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι υπολογίζουν την αξία των ανοιγμάτων που έχουν έναντι των εκκαθαριστικών μελών τους ως εξής:

i) 

για ανοίγματα που προκύπτουν από συμβάσεις και συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 301 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι υπολογίζουν την αξία σύμφωνα με τη μέθοδο που ορίζεται στο τρίτο μέρος τίτλος II κεφάλαιο 6 τμήμα 3 του εν λόγω κανονισμού χρησιμοποιώντας περίοδο περιθωρίου κινδύνου 10 εργάσιμων ημερών,

ii) 

για ανοίγματα που προκύπτουν από συμβάσεις και συναλλαγές που αναφέρονται στο άρθρο 301 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι υπολογίζουν την αξία (EADi) σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

EADi = max{EBRMi – IMi – DFi; 0}

όπου:

EADi

=

η αξία ανοίγματος,

I

=

ο δείκτης ο οποίος δηλώνει το εκκαθαριστικό μέλος,

EBRMi

=

η αξία του ανοίγματος πριν από τη μείωση του κινδύνου, η οποία ισούται με την αξία του ανοίγματος του κεντρικού αντισυμβαλλομένου έναντι του εκκαθαριστικού μέλους i που προκύπτει από όλες τις συμβάσεις και τις συναλλαγές με το εν λόγω εκκαθαριστικό μέλος, υπολογιζόμενη χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η εξασφάλιση που παρέχεται από το εν λόγω εκκαθαριστικό μέλος,

IMi

=

το αρχικό περιθώριο που παρέχεται στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο από το εκκαθαριστικό μέλος i,

DFi

=

η προκαταβεβλημένη συνεισφορά του εκκαθαριστικού μέλους i στο κεφάλαιο εκκαθάρισης.

Όλες οι τιμές στον τύπο αυτό αφορούν την αποτίμηση στο τέλος της ημέρας πριν από την ανταλλαγή του περιθωρίου που απαιτείται κατά την τελική απαίτηση περιθωρίου της εν λόγω ημέρας,

iii) 

για τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 301 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο τρίτη περίοδος του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι υπολογίζουν την αξία των συναλλαγών που αναφέρονται στην πρώτη περίοδο του εν λόγω εδαφίου σύμφωνα με τον τύπο που αναφέρεται στο σημείο ii) του στοιχείου α) του παρόντος άρθρου και καθορίζουν την EBRMi σύμφωνα με το τρίτο μέρος τίτλος V του εν λόγω κανονισμού,

β) 

για τα ιδρύματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τα συμψηφιστικά σύνολα είναι τα ίδια με αυτά που ορίζονται στο άρθρο 272 σημείο 4) του εν λόγω κανονισμού,

γ) 

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που έχει ανοίγματα έναντι ενός ή περισσοτέρων κεντρικών αντισυμβαλλομένων αντιμετωπίζει τα εν λόγω ανοίγματα σαν να ήταν ανοίγματα έναντι εκκαθαριστικών μελών και συμπεριλαμβάνει τυχόν περιθώρια ή προκαταβεβλημένες συνεισφορές που εισπράττει από τους εν λόγω κεντρικούς αντισυμβαλλομένους στον υπολογισμό του KCCP,

δ) 

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που διαθέτει δεσμευτική συμβατική ρύθμιση με τα εκκαθαριστικά μέλη του η οποία του επιτρέπει να χρησιμοποιεί το σύνολο ή μέρος του αρχικού περιθωρίου που εισπράττει από τα εκκαθαριστικά μέλη του σαν να ήταν προκαταβεβλημένες συνεισφορές, θεωρεί το εν λόγω αρχικό περιθώριο ως προκαταβεβλημένες συνεισφορές για τους σκοπούς του υπολογισμού κατά την παράγραφο 1 και όχι ως αρχικό περιθώριο,

ε) 

όταν η εξασφάλιση διατηρείται σε λογαριασμό που περιέχει περισσότερα από ένα είδη συμβάσεων και συναλλαγών που αναφέρονται στο άρθρο 301 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι κατανέμουν το αρχικό περιθώριο που παρέχεται από τα εκκαθαριστικά μέλη ή τους πελάτες τους, κατά περίπτωση, κατ' αναλογία προς τις EAD των αντίστοιχων ειδών συμβάσεων και συναλλαγών που υπολογίζονται σύμφωνα με το στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη στον υπολογισμό το αρχικό περιθώριο,

στ) 

οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που έχουν περισσότερα από ένα κεφάλαια εκκαθάρισης προβαίνουν στον υπολογισμό για κάθε κεφάλαιο εκκαθάρισης χωριστά,

ζ) 

όταν ένα εκκαθαριστικό μέλος παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης σε πελάτες, και οι συναλλαγές και εξασφαλίσεις των πελατών του εκκαθαριστικού μέλους διατηρούνται σε υπολογαριασμούς που είναι χωριστοί από εκείνους των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του εκκαθαριστικού μέλους, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι προβαίνουν στον υπολογισμό της EADi για κάθε υπολογαριασμό χωριστά και υπολογίζουν τη συνολική EADi του εκκαθαριστικού μέλους ως το άθροισμα των EAD των υπολογαριασμών των πελατών και της EAD του υπολογαριασμού για τις ίδιες επιχειρηματικές δραστηριότητες του εκκαθαριστικού μέλους,

η) 

για τους σκοπούς του στοιχείου στ), όταν το DFi δεν διαχωρίζεται μεταξύ των υπολογαριασμών των πελατών και των υπολογαριασμών για τις ίδιες επιχειρηματικές δραστηριότητες του εκκαθαριστικού μέλους, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι κατανέμουν το DFi ανά υπολογαριασμό σύμφωνα με το αντίστοιχο κλάσμα που αντιπροσωπεύει το αρχικό περιθώριο του εν λόγω υπολογαριασμού σε σχέση με το συνολικό αρχικό περιθώριο το οποίο έχει παρασχεθεί από το εκκαθαριστικό μέλος ή για λογαριασμό του εκκαθαριστικού μέλους,

θ) 

οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι δεν προβαίνουν στον υπολογισμό σύμφωνα με το άρθρο 50α παράγραφος 2 σε περίπτωση που το κεφάλαιο εκκαθάρισης καλύπτει μόνο συναλλαγές σε μετρητά.

Για τους σκοπούς του σημείο ii) του στοιχείου α) του παρόντος άρθρου, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος χρησιμοποιεί τη μέθοδο που προσδιορίζεται στο άρθρο 223 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 με τις εποπτικές προσαρμογές μεταβλητότητας που ορίζονται στο άρθρο 224 του εν λόγω κανονισμού για τον υπολογισμό της αξίας ανοίγματος.

▼M1

Άρθρο 50γ

Κοινοποίηση πληροφοριών

1.  

Για τους σκοπούς του άρθρου 308 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κοινοποιεί τις κατωτέρω πληροφορίες σε όσα εκκαθαριστικά μέλη του είναι ιδρύματα και στις αρμόδιες αρχές τους:

α) 

το υποθετικό κεφάλαιο (KCCP),

β) 

το άθροισμα των προχρηματοδοτούμενων εισφορών (DFCM),

γ) 

το ποσό των προχρηματοδοτούμενων χρηματοοικονομικών πόρων που απαιτείται να χρησιμοποιήσει —βάσει νόμου ή δυνάμει συμβατικής ρύθμισης με τα εκκαθαριστικά μέλη— για να καλύψει τις ζημίες που οφείλονται στην αθέτηση ενός ή περισσότερων εκ των εκκαθαριστικών μελών του πριν να χρησιμοποιήσει τις εισφορές των υπόλοιπων εκκαθαριστικών μελών στο κεφάλαιο εκκαθάρισης (DFCCP).

▼M13 —————

▼C1

▼C1

Αν ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει περισσότερα από ένα ταμεία εκκαθάρισης, κοινοποιεί τις πληροφορίες που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο για κάθε ταμείο εκκαθάρισης χωριστά.

▼M1

2.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος γνωστοποιεί τα ανωτέρω στοιχεία στα εκκαθαριστικά μέλη του που είναι ιδρύματα τουλάχιστον μία φορά το τρίμηνο ή συχνότερα εάν απαιτείται από τις αρμόδιες αρχές των εν λόγω εκκαθαριστικών μελών.
3.  

Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα εξής:

α) 

τον ενιαίο μορφότυπο για τους σκοπούς της κοινοποίησης που ορίζεται στην παράγραφο 1,

β) 

τη συχνότητα και τις ημερομηνίες της κοινοποίησης που ορίζεται στην παράγραφο 2,

γ) 

τις καταστάσεις στις οποίες η αρμόδια αρχή ενός ιδρύματος που ενεργεί ως εκκαθαριστικό μέλος μπορεί να απαιτεί υψηλότερη συχνότητα κοινοποίησης από αυτήν που αναφέρεται στο στοιχείο β).

Η ΕΑΤ υποβάλλει το εν λόγω σχέδιο εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 50δ

Υπολογισμός ειδικών στοιχείων που κοινοποιούνται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο

Για τους σκοπούς του άρθρου 50γ, ισχύουν τα ακόλουθα:

α) 

εάν οι κανόνες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου προβλέπουν ότι χρησιμοποιεί ένα μέρος ή το σύνολο των χρηματοοικονομικών του πόρων παράλληλα με τις προχρηματοδοτούμενες εισφορές των εκκαθαριστικών μελών του κατά τρόπο που καθιστά τους πόρους αυτούς ισοδύναμους με προχρηματοδοτούμενες εισφορές εκκαθαριστικού μέλους ως προς τον τρόπο με τον οποίο απορροφούν τις ζημίες που υφίσταται ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος σε περίπτωση αθέτησης ή αφερεγγυότητας ενός ή περισσοτέρων εκ των εκκαθαριστικών μελών του, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προσθέτει το αντίστοιχο ποσό των πόρων αυτών στο DFCM,

β) 
εάν οι κανόνες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου προβλέπουν ότι χρησιμοποιεί ένα μέρος ή το σύνολο των χρηματοοικονομικών πόρων του για να καλύψει τις ζημίες που οφείλονται στην αθέτηση ενός ή περισσότερων εκ των εκκαθαριστικών μελών του αφού εξαντλήσει το κεφάλαιο εκκαθάρισής του, αλλά πριν να απαιτήσει τις συμβατικά δεσμευμένες εισφορές των εκκαθαριστικών μελών του, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προσθέτει το αντίστοιχο ποσό των εν λόγω πρόσθετων χρηματοοικονομικών πόρων

image

στο συνολικό ποσό των προχρηματοδοτούμενων εισφορών (DF) ως εξής:

image

.

▼M13 —————

▼B



ΤΙΤΛΟΣ V

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΔΙΑΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ

Άρθρο 51

Ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας

1.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας με άλλον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, εφόσον πληρούνται οι απαιτήσεις των άρθρων 52, 53 και 54.
2.  
Όταν καθορίζονται ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας με άλλον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, με σκοπό την παροχή υπηρεσιών σε συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διαθέτει πρόσβαση χωρίς διακρίσεις τόσο στα δεδομένα που χρειάζεται για την άσκηση των καθηκόντων του από αυτόν τον συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης, στο μέτρο που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος πληροί τις λειτουργικές και τεχνικές απαιτήσεις που καθορίζονται από τον τόπο διαπραγμάτευσης, όσο και στο αντίστοιχο σύστημα διακανονισμού.
3.  
Η καθιέρωση ρύθμισης διαλειτουργικότητας ή η πρόσβαση σε ροή δεδομένων ή σε σύστημα διακανονισμού, όπως αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, απορρίπτονται ή περιορίζονται, άμεσα ή έμμεσα, μόνον για να ελέγχονται τυχόν κίνδυνοι που απορρέουν από την εν λόγω ρύθμιση ή πρόσβαση.

Άρθρο 52

Διαχείριση κινδύνου

1.  

Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που προβαίνουν σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας:

α) 

εφαρμόζουν κατάλληλες πολιτικές, διαδικασίες και συστήματα, προκειμένου να εντοπίζουν, να παρακολουθούν και να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τους κινδύνους που απορρέουν από τις ρυθμίσεις, ούτως ώστε να είναι σε θέση να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους εγκαίρως·

β) 

συμφωνούν για τα αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, συμπεριλαμβανομένου του εφαρμοστέου δικαίου που διέπει τις σχέσεις τους·

γ) 

εντοπίζουν, παρακολουθούν και διαχειρίζονται αποτελεσματικά τους πιστωτικούς κινδύνους και τους κινδύνους ρευστότητας, ούτως ώστε η αθέτηση υποχρέωσης από εκκαθαριστικό μέλος ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου να μην έχει επίδραση σε άλλον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο με τον οποίο συνδέεται διαλειτουργικά·

δ) 

εντοπίζουν, παρακολουθούν και αντιμετωπίζουν ενδεχόμενες αλληλεξαρτήσεις και συσχετίσεις που απορρέουν από τις ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας, οι οποίες μπορεί να επηρεάσουν τους πιστωτικούς κινδύνους και τους κινδύνους ρευστότητας που συνδέονται με το βαθμό συγκέντρωσης των εκκαθαριστικών μελών και τους ενοποιημένους χρηματοοικονομικούς πόρους.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β) του πρώτου εδαφίου, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι χρησιμοποιούν τους ίδιους κανόνες όσον αφορά τη χρονική στιγμή της εισαγωγής των εντολών μεταβίβασης στα αντίστοιχα συστήματά τους και τη χρονική στιγμή του αμετάκλητου, όπως αναφέρεται αναλόγως στην οδηγία 98/26/ΕΚ.

Για τους σκοπούς του στοιχείου γ) του πρώτου εδαφίου, στους όρους των ρυθμίσεων περιγράφεται συνοπτικά η διαδικασία για τη διαχείριση των συνεπειών από την αθέτηση υποχρέωσης, σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης από έναν από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, με τον οποίο υπάρχουν ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας.

Για τους σκοπούς του στοιχείου δ) του πρώτου εδαφίου, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι εφαρμόζουν αυστηρούς ελέγχους όσον αφορά την επαναχρησιμοποίηση των ασφαλειών των εκκαθαριστικών μελών, στο πλαίσιο των ρυθμίσεων, εφόσον αυτή επιτρέπεται από τις αρμόδιες αρχές τους. Στις ρυθμίσεις περιγράφεται συνοπτικά πώς έχουν αντιμετωπιστεί οι εν λόγω κίνδυνοι, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης για επαρκή κάλυψη και περιορισμό της μετάδοσης των κινδύνων.

2.  
Σε περίπτωση που τα μοντέλα διαχείρισης κινδύνου τα οποία χρησιμοποιούν οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι για την κάλυψη της έκθεσής τους έναντι των εκκαθαριστικών μελών τους ή της αμοιβαίας έκθεσής τους διαφέρουν, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι εντοπίζουν τις διαφορές αυτές, αξιολογούν τους κινδύνους που ενδέχεται να προκύψουν από αυτές και λαμβάνουν μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της εξασφάλισης επιπρόσθετων χρηματοοικονομικών πόρων, τα οποία περιορίζουν τις επιπτώσεις τους στις ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας, καθώς και τις δυνητικές συνέπειές τους ως προς τους κινδύνους μετάδοσης, και διασφαλίζουν ότι οι διαφορές αυτές δεν έχουν επίδραση στην ικανότητα εκάστου κεντρικού αντισυμβαλλομένου να διαχειρίζεται τις συνέπειες από την αθέτηση υποχρέωσης εκκαθαριστικού μέλους.
3.  
Οποιαδήποτε σχετικά έξοδα δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 βαρύνουν τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που ζητεί τη διαλειτουργικότητα ή την πρόσβαση, εκτός εάν συμφωνηθεί διαφορετικά μεταξύ των μερών.

Άρθρο 53

Παροχή περιθωρίων ασφαλείας μεταξύ κεντρικών αντισυμβαλλομένων

1.  
Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διακρίνει στους λογαριασμούς τα περιουσιακά στοιχεία και τις θέσεις που τηρούνται για λογαριασμό των κεντρικών αντισυμβαλλομένων με τους οποίους έχει προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας.
2.  
Εάν κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που προβαίνει σε ρύθμιση διαλειτουργικότητας με άλλον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο παρέχει αρχικά περιθώρια ασφαλείας στον εν λόγω κεντρικό αντισυμβαλλόμενο μόνο δυνάμει ρυθμίσεων παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, ο αποδέκτης κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν έχει δικαίωμα χρήσης επί των περιθωρίων ασφαλείας που παρέχει ο άλλος κεντρικός συμβαλλόμενος.
3.  
Οι ασφάλειες που λαμβάνονται με τη μορφή χρηματοπιστωτικών μέσων κατατίθενται σε διαχειριστές συστημάτων διακανονισμού αξιόγραφων που κοινοποιούνται δυνάμει της οδηγίας 98/26/ΕΚ.
4.  
Τα περιουσιακά στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 είναι διαθέσιμα στον αποδέκτη κεντρικό αντισυμβαλλόμενο μόνο στην περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που έχει παράσχει την ασφάλεια στο πλαίσιο ρύθμισης διαλειτουργικότητας.
5.  
Σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που έχει λάβει την ασφάλεια στο πλαίσιο ρύθμισης διαλειτουργικότητας, η ασφάλεια που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 επιστρέφεται αμέσως στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που την έχει παραχωρήσει.

Άρθρο 54

Έγκριση των ρυθμίσεων διαλειτουργικότητας

1.  
Οι ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας υπόκεινται στην προηγούμενη έγκριση από τις αρμόδιες αρχές των εμπλεκόμενων κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 17.
2.  
Οι αρμόδιες αρχές δίδουν έγκριση για τις ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας μόνον εφόσον οι εμπλεκόμενοι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι έχουν λάβει άδεια εκκαθάρισης βάσει του άρθρου 17 ή έχουν αναγνωρισθεί δυνάμει του άρθρου 25 ή έχουν λάβει άδεια βάσει ήδη υφιστάμενου εθνικού καθεστώτος χορήγησης αδειών για τουλάχιστον τριετή περίοδο, εφόσον πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 52, και εφόσον οι τεχνικές προϋποθέσεις για την εκκαθάριση των συναλλαγών, βάσει των όρων των ρυθμίσεων, επιτρέπουν την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, και εφόσον οι ρυθμίσεις δεν υπονομεύουν την αποτελεσματικότητα της εποπτείας.
3.  
Εάν η αρμόδια αρχή κρίνει ότι δεν πληρούνται οι απαιτήσεις της παραγράφου 2, εξηγεί εγγράφως, στις άλλες αρμόδιες αρχές και στους σχετικούς κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, τις εκτιμήσεις της για τους κινδύνους. Ενημερώνει επίσης την ΕΑΚΑΑ, η οποία εκδίδει γνώμη σχετικά με το βάσιμο των εκτιμήσεων για τους κινδύνους ως αιτιολόγηση της άρνησης να εγκρίνει τη ρύθμιση διαλειτουργικότητας. Η γνώμη της ΕΑΚΑΑ τίθεται στη διάθεση όλων των εμπλεκόμενων κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Εάν η γνώμη της ΕΑΚΑΑ διαφέρει από την αξιολόγηση της σχετικής αρμόδιας αρχής, η εν λόγω αρμόδια αρχή επανεξετάζει τη θέση της, λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη της ΕΑΚΑΑ.
4.  
Έως τις 31ης Δεκεμβρίου 2012 η ΕΑΚΑΑ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές ή συστάσεις, προκειμένου να καταρτίζονται συνεπείς, αποδοτικές και αποτελεσματικές αξιολογήσεις των ρυθμίσεων διαλειτουργικότητας, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια αυτών των κατευθυντήριων γραμμών ή συστάσεων μετά από διαβούλευση με τα μέλη του ΕΣΚΤ.



ΤΙΤΛΟΣ VI

ΕΓΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΕΙΩΝ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Όροι και διαδικασίες για την εγγραφή αρχείου καταγραφής συναλλαγών

Άρθρο 55

Καταχώριση αρχείου καταγραφής συναλλαγών

1.  
Τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών καταχωρίζονται στην ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς του άρθρου 9.
2.  
Προκειμένου να είναι επιλέξιμο για καταχώριση σύμφωνα με το παρόν άρθρο, το αρχείο καταγραφής συναλλαγών πρέπει να είναι νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ένωση και να πληροί τις απαιτήσεις του τίτλου VII.
3.  
Η καταχώριση του αρχείου καταγραφής συναλλαγών ισχύει για ολόκληρο το έδαφος της Ένωσης.
4.  
Το καταχωρισμένο αρχείο καταγραφής συναλλαγών πληροί ανά πάσα στιγμή τους όρους καταχώρισης. Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών κοινοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στην ΕΑΚΑΑ κάθε ουσιαστική μεταβολή στους όρους καταχώρισης.

Άρθρο 56

Αίτηση καταχώρισης

▼M12

1.  

Για τους σκοπούς του άρθρου 55 παράγραφος 1, τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών υποβάλλουν στην ΕΑΚΑ ένα από τα ακόλουθα στοιχεία:

α) 

αίτηση καταχώρισης·

β) 

αίτηση επέκτασης της καταχώρισης, εάν το αρχείο καταγραφής συναλλαγών είναι ήδη καταχωρισμένο δυνάμει του κεφαλαίου ΙΙΙ του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365.

▼B

2.  
Η ΕΑΚΑΑ εκτιμά αν η αίτηση είναι πλήρης, εντός 20 εργασίμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης.

Εάν η αίτηση δεν είναι πλήρης, η ΕΑΚΑΑ ορίζει προθεσμία εντός της οποίας το αρχείο καταγραφής συναλλαγών οφείλει να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες.

Η ΕΑΚΑΑ, αφού κρίνει ότι η αίτηση είναι πλήρης, αποστέλλει σχετική κοινοποίηση στο αρχείο καταγραφής συναλλαγών.

▼M12

3.  

Προκειμένου να διασφαλίσει τη συνεπή εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό:

α) 

των λεπτομερών στοιχείων της αίτησης καταχώρισης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α)·

β) 

των λεπτομερών στοιχείων της απλουστευμένης αίτησης επέκτασης της καταχώρισης η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β).

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.  

Για να διασφαλιστούν ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της παραγράφου 1, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό:

α) 

του μορφότυπου της αίτησης καταχώρισης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α)·

β) 

του μορφότυπου της αίτησης επέκτασης της καταχώρισης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β).

Σε συνάρτηση με το πρώτο εδάφιο στοιχείο β), η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει απλουστευμένο μορφότυπο.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼B

Άρθρο 57

Κοινοποίηση και διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές πριν από την καταχώριση

1.  
Αν ένα αρχείο καταγραφής συναλλαγών που υποβάλλει αίτηση καταχώρισης αποτελεί οντότητα εγκεκριμένη ή καταχωρισμένη από αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο, η ΕΑΚΑΑ ειδοποιεί χωρίς αναίτια καθυστέρηση την εν λόγω αρμόδια αρχή και διαβουλεύεται μαζί της προτού προβεί στην καταχώριση του αρχείου καταγραφής συναλλαγών.
2.  
Η ΕΑΚΑΑ και η οικεία αρμόδια αρχή ανταλλάσσουν κάθε πληροφορία που είναι αναγκαία για την εγγραφή του αρχείου καταγραφής συναλλαγών καθώς και για την εποπτεία της συμμόρφωσης της οντότητας με τους όρους της καταχώρισης ή αδειοδότησής της στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένη.

Άρθρο 58

Εξέταση της αίτησης

1.  
Η ΕΑΚΑΑ, εντός 40 εργασίμων ημερών από την κοινοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 56 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο, εξετάζει την αίτηση καταχώρισης με βάση τη συμμόρφωση του αρχείου καταγραφής συναλλαγών προς τις απαιτήσεις των άρθρων 78 έως 81 και λαμβάνει πλήρως αιτιολογημένη απόφαση για την καταχώριση ή την άρνηση της καταχώρισης.
2.  
Η απόφαση που εκδίδεται από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με την παράγραφο 1 παράγει αποτελέσματα την πέμπτη εργάσιμη μέρα από τη λήψη της.

Άρθρο 59

Κοινοποίηση των σχετικών με την κοινοποίηση αποφάσεων της ΕΑΚΑΑ

1.  
Όταν η ΕΑΚΑΑ λάβει απόφαση καταχώρισης απόφαση άρνησης καταχώρισης ή απόφαση ανάκλησης καταχώρισης, την κοινοποιεί στο αρχείο καταγραφής συναλλαγών, εντός πέντε εργάσιμων ημερών, συνοδευόμενη από πλήρη αιτιολόγηση της απόφασής της.

Η ΕΑΚΑΑ ειδοποιεί χωρίς αναίτια καθυστέρηση την οικεία αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 57 παράγραφος 1 σχετικά με την απόφασή της.

2.  
Η ΕΑΚΑΑ γνωστοποιεί στην Επιτροπή κάθε απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με την παράγραφο 1.
3.  
Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον δικτυακό της τόπο κατάλογο των αρχείων καταγραφής συναλλαγών που έχουν καταχωρηθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Ο κατάλογος αυτός ενημερώνεται εντός πέντε εργασίμων ημερών από τη λήψη απόφασης σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Άρθρο 60

Άσκηση των εξουσιών δυνάμει των άρθρων 61 έως 63

Οι εξουσίες που ανατίθενται στην ΕΑΚΑΑ ή οιονδήποτε υπάλληλο της ΕΑΚΑΑ ή άλλο εξουσιοδοτημένο από αυτήν πρόσωπο δυνάμει των άρθρων 61 έως 63 δεν ασκούνται για να απαιτηθεί η γνωστοποίηση πληροφοριών ή εγγράφων που υπόκεινται σε νομικό επαγγελματικό προνόμιο.

Άρθρο 61

Αίτηση παροχής πληροφοριών

1.  
Η ΕΑΚΑΑ δύναται με απλή αίτηση ή με απόφαση να ζητήσει, από αρχεία καταγραφής συναλλαγών και σχετιζόμενους με αυτά τρίτους, στους οποίους τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών ανέθεσαν λειτουργικά καθήκοντα ή δραστηριότητες, να παράσχουν κάθε πληροφορία που είναι αναγκαία για την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.
2.  

Κατά τη διαβίβαση απλής αίτησης για παροχή πληροφοριών δυνάμει της παραγράφου 1, η ΕΑΚΑΑ:

α) 

παραπέμπει στο παρόν άρθρο ως νομική βάση της αίτησης·

β) 

δηλώνει τον σκοπό της αίτησης·

γ) 

προσδιορίζει τις απαιτούμενες πληροφορίες·

δ) 

καθορίζει χρονικό όριο εντός του οποίου πρέπει να παρασχεθούν οι πληροφορίες·

ε) 

πληροφορεί το πρόσωπο από το οποίο ζητούνται οι πληροφορίες ότι δεν είναι υποχρεωμένο να παράσχει τις πληροφορίες, αλλά σε περίπτωση εκούσιας απάντησης στην αίτηση, οι παρεχόμενες πληροφορίες δεν πρέπει να είναι ανακριβείς και παραπλανητικές και

στ) 

επισημαίνει το πρόστιμο που προβλέπεται στο άρθρο 65 σε συνδυασμό με το παράρτημα Ι τμήμα IV στοιχείο α) σε περίπτωση που οι απαντήσεις στα υποβληθέντα ερωτήματα είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές.

3.  

Όταν ζητεί την παροχή πληροφοριών στο πλαίσιο της παραγράφου 1 με απόφαση, η ΕΑΚΑΑ:

α) 

παραπέμπει στο παρόν άρθρο ως νομική βάση της αίτησης·

β) 

δηλώνει τον σκοπό της αίτησης·

γ) 

προσδιορίζει τις απαιτούμενες πληροφορίες·

δ) 

καθορίζει χρονικό όριο εντός του οποίου πρέπει να παρασχεθούν οι πληροφορίες·

ε) 

επισημαίνει τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 66 στην περίπτωση ελλιπούς παροχής των απαιτούμενων πληροφοριών·

στ) 

επισημαίνει το πρόστιμο που προβλέπεται στο άρθρο 65 σε συνδυασμό με το παράρτημα Ι ενότητα IV στοιχείο α) σε περίπτωση που οι απαντήσεις στα υποβληθέντα ερωτήματα είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές και

ζ) 

αναφέρει το δικαίωμα για προσβολή της απόφασης ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών της ΕΑΚΑΑ και για υποβολή αίτησης επανεξέτασης της απόφασης από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Δικαστήριο») σύμφωνα με τα άρθρα 60 και 61 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4.  
Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή οι εκπρόσωποί τους και, στην περίπτωση νομικών προσώπων ή ενώσεων χωρίς νομική προσωπικότητα, τα εξουσιοδοτημένα από το νόμο ή από το καταστατικό τους πρόσωπα που τους εκπροσωπούν παρέχουν τις ζητούμενες πληροφορίες. Τις πληροφορίες είναι δυνατόν να παρέχουν δεόντως εξουσιοδοτημένοι δικηγόροι εξ ονόματος των πελατών τους. Οι τελευταίοι εξακολουθούν να ευθύνονται πλήρως για την παροχή ανακριβών, ελλιπών ή παραπλανητικών πληροφοριών.
5.  
Η ΕΑΚΑΑ αποστέλλει αμελλητί αντίγραφο της απλής αίτησης ή της απόφασής της στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο κατοικούν ή είναι εγκατεστημένα τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και τα οποία σχετίζονται με την αίτηση πληροφοριών.

Άρθρο 62

Γενικές έρευνες

1.  

Για την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να διεξάγει τις αναγκαίες έρευνες προσώπων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 61 παράγραφος 1. Για αυτό το σκοπό, οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ έχουν την εξουσία:

α) 

να εξετάζουν οποιαδήποτε αρχεία, δεδομένα, διαδικασίες και κάθε άλλο υλικό συναφές με την εκτέλεση των καθηκόντων της, ανεξαρτήτως του μέσου στο οποίο αποθηκεύονται·

β) 

να λαμβάνουν ή να αποκτούν πιστοποιημένα αντίγραφα ή αποσπάσματα από αυτά τα αρχεία, τα δεδομένα, τις διαδικασίες και άλλο υλικό·

γ) 

να καλούν και να ζητούν από οποιοδήποτε πρόσωπο αναφερόμενο στο άρθρο 61 παράγραφος 1 ή τους εκπροσώπους ή τα μέλη του προσωπικού του προφορικές ή γραπτές εξηγήσεις σχετικά με γεγονότα ή έγγραφα που αφορούν το αντικείμενο και τον σκοπό της επιθεώρησης και να καταγράφουν τις απαντήσεις·

δ) 

να εξετάζουν κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συναινεί να ερωτηθεί με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας·

ε) 

να ζητούν αρχεία τηλεφωνικών κλήσεων και διαβίβασης δεδομένων.

2.  
Οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται από την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς των ερευνών κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 ασκούν τις εξουσίες τους επιδεικνύοντας έγγραφη εξουσιοδότηση που ορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας. Στην εν λόγω εξουσιοδότηση επισημαίνονται επίσης οι περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 66 σε περίπτωση που τα απαιτούμενα αρχεία, δεδομένα, διαδικασίες ή άλλο υλικό, ή οι απαντήσεις σε ερωτήσεις που υποβάλλονται στα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 61 παράγραφος 1 δεν παρέχονται ή είναι ελλιπείς, καθώς και τα πρόστιμα που προβλέπονται στο άρθρο 65 σε συνδυασμό με το παράρτημα Ι ενότητα ΙV στοιχείο β), σε περίπτωση που οι απαντήσεις στις ερωτήσεις που υποβάλλονται στα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 61 παράγραφος 1 είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές.
3.  
Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 61 παράγραφος 1 υποβάλλονται σε έρευνες που κινούνται βάσει απόφασης της ΕΑΚΑΑ. Η απόφαση προσδιορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας, τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 66, τα ένδικα μέσα που διατίθενται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, καθώς και το δικαίωμα επανεξέτασης της απόφασης από το Δικαστήριο.
4.  
Εγκαίρως πριν από την έρευνα, η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο πρόκειται να διεξαχθεί η έρευνα σχετικά με την έρευνα και την ταυτότητα των εξουσιοδοτημένων προσώπων. Οι υπάλληλοι της αρμόδιας αρχής επικουρούν, κατόπιν αιτήματος της ΕΑΚΑΑ, τα εν λόγω εξουσιοδοτημένα πρόσωπα στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Υπάλληλοι της αρμόδιας αρχής δύνανται επίσης να παρίστανται στις έρευνες, κατόπιν αιτήματος.

▼M12

5.  
Εάν ένα αίτημα παροχής αρχείων τηλεφωνικών κλήσεων ή διαβίβασης δεδομένων όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο ε) προϋποθέτει μια αρμόδια εθνική αρχή να έχει άδεια εκ μέρους των δικαστικών αρχών σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, η ΕΑΚΑΑ ζητεί επίσης την εν λόγω άδεια. Η ΕΑΚΑΑ μπορεί επίσης να ζητεί την εν λόγω άδεια ως προληπτικό μέτρο.

▼B

6.  
Όταν ζητείται άδεια στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 5, η εθνική δικαστική αρχή ελέγχει τη γνησιότητα της απόφασης της ΕΑΚΑΑ, καθώς και κατά πόσον τα σχεδιαζόμενα μέτρα καταναγκασμού δεν είναι ούτε αυθαίρετα ούτε υπερβολικά σε σχέση με το αντικείμενο των ερευνών. Κατά τον έλεγχο της αναλογικότητας των εν λόγω μέτρων καταναγκασμού, η εθνική δικαστική αρχή μπορεί να ζητήσει από την ΕΑΚΑΑ λεπτομερείς εξηγήσεις, ιδίως όσον αφορά τους λόγους που έχει η ΕΑΚΑΑ να υποπτεύεται ότι έχει διαπραχθεί παράβαση του παρόντος κανονισμού, καθώς και τη σοβαρότητα της εικαζόμενης παράβασης και τη φύση της συμμετοχής του προσώπου στο οποίο επιβάλλονται τα μέτρα καταναγκασμού. Ωστόσο, η εθνική δικαστική αρχή δεν μπορεί να επανεξετάζει την αναγκαιότητα διεξαγωγής της έρευνας, ούτε να ζητήσει να της παρασχεθούν οι πληροφορίες του φακέλου της ΕΑΚΑΑ. Η νομιμότητα της απόφασης της ΕΑΚΑΑ υπόκειται αποκλειστικά σε επανεξέταση από το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 63

Επιτόπιες επιθεωρήσεις

▼M12

1.  
Για την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να διεξάγει όλες τις αναγκαίες επιτόπιες επιθεωρήσεις σε οιονδήποτε επαγγελματικό χώρο, έκταση ή ιδιοκτησία των νομικών προσώπων κατά το άρθρο 61 παράγραφος 1. Οσάκις απαιτείται για την ορθή διεξαγωγή και την αποτελεσματικότητα των επιθεωρήσεων, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να διεξάγει την επιτόπια επιθεώρηση χωρίς προειδοποίηση.
2.  
Οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης μπορούν να εισέρχονται σε οιονδήποτε επαγγελματικό χώρο, έκταση ή ιδιοκτησία των νομικών προσώπων για τα οποία έχει εκδοθεί απόφαση έρευνας από την ΕΑΚΑΑ, διαθέτουν δε όλες τις εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 62 παράγραφος 1. Διαθέτουν επίσης την εξουσία να σφραγίζουν οιουσδήποτε επαγγελματικούς χώρους και βιβλία ή αρχεία κατά την περίοδο της επιθεώρησης και στην έκταση που είναι αναγκαίο για αυτήν.

▼B

3.  
Οι υπάλληλοι και άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ για τη διεξαγωγή επιτόπιας επιθεώρησης ασκούν τις εξουσίες τους επιδεικνύοντας έγγραφη εξουσιοδότηση που ορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της επιθεώρησης, καθώς και τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 66, εφόσον τα οικεία πρόσωπα δεν δέχονται την επιθεώρηση. Εγκαίρως πριν από την επιθεώρηση, η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει για την επιθεώρηση την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου πρόκειται να πραγματοποιηθεί η επιθεώρηση.
4.  
Τα κατά το άρθρο 61 παράγραφος 1 πρόσωπα υποβάλλονται σε επιτόπιες επιθεωρήσεις που διατάσσονται με απόφαση της ΕΑΚΑΑ. Η απόφαση προσδιορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της επιθεώρησης, καθορίζει την προγραμματισμένη ημερομηνία έναρξής της και αναφέρει τις περιοδικές χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 66, τα ένδικα μέσα που προσφέρονται στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, καθώς και το δικαίωμα επανεξέτασης της απόφασης από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει αυτές τις αποφάσεις έπειτα από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου πρόκειται να πραγματοποιηθεί η επιθεώρηση.
5.  
Υπάλληλοι της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους όπου πρόκειται να πραγματοποιηθεί η επιθεώρηση, καθώς και εκείνοι που εξουσιοδοτούνται ή ορίζονται από αυτήν, επικουρούν ενεργά, κατόπιν αιτήματος της ΕΑΚΑΑ, τους υπαλλήλους και άλλα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται από την ΕΑΚΑΑ. Για τον σκοπό αυτό, διαθέτουν τις εξουσίες που ορίζονται στην παράγραφο 2. Υπάλληλοι της αρμόδιας αρχής του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους δύνανται επίσης, κατόπιν αιτήσεως, να παρίστανται στις επιτόπιες επιθεωρήσεις.
6.  
Η ΕΑΚΑΑ μπορεί επίσης να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να εκτελέσουν εκ μέρους της ειδικά ερευνητικά καθήκοντα και να πραγματοποιήσουν επιτόπιες επιθεωρήσεις, όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 62 παράγραφος 1. Για τον σκοπό αυτό, οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τις ίδιες εξουσίες με την ΕΑΚΑΑ, όπως ορίζονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 62 παράγραφος 1.
7.  
Εάν οι υπάλληλοι και άλλα εξουσιοδοτημένα από την ΕΑΚΑΑ πρόσωπα που τους συνοδεύουν διαπιστώσουν ότι κάποιο πρόσωπο αντιτίθεται σε επιθεώρηση που έχει διαταχθεί σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους τούς παρέχει την αναγκαία συνδρομή, ζητώντας, κατά περίπτωση, τη συνδρομή της αστυνομίας ή ισότιμης αρχής επιβολής του νόμου, ούτως ώστε να τους επιτρέψει να πραγματοποιήσουν την επιτόπια επιθεώρησή τους.

▼M12

8.  
Εάν για την επιτόπια επιθεώρηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή για τη συνδρομή που προβλέπεται στην παράγραφο 7 η εθνική αρμόδια αρχή υποχρεούται να έχει άδεια από δικαστική αρχή σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες, η ΕΑΚΑΑ ζητεί επίσης την εν λόγω άδεια. Η ΕΑΚΑΑ μπορεί επίσης να ζητεί την άδεια αυτή ως προληπτικό μέτρο.

▼B

9.  
Όταν ζητείται η άδεια που αναφέρεται στην παράγραφο 8, η εθνική δικαστική αρχή ελέγχει τη γνησιότητα της απόφασης της ΕΑΚΑΑ, καθώς και κατά πόσον τα σχεδιαζόμενα μέτρα καταναγκασμού δεν είναι ούτε αυθαίρετα ούτε υπερβολικά σε σχέση με το αντικείμενο του ελέγχου. Κατά τον έλεγχο της αναλογικότητας των εν λόγω μέτρων καταναγκασμού, η εθνική δικαστική αρχή μπορεί να ζητήσει από την ΕΑΚΑΑ λεπτομερείς εξηγήσεις. Το εν λόγω αίτημα παροχής λεπτομερών εξηγήσεων μπορεί να αφορά ιδίως τους λόγους που έχει η ΕΑΚΑΑ να υποπτεύεται ότι έχει διαπραχθεί παράβαση του παρόντος κανονισμού, καθώς και τη σοβαρότητα της εικαζόμενης παράβασης και τη φύσης της συμμετοχής των οικείων προσώπων στα οποία επιβάλλονται τα μέτρα καταναγκασμού. Ωστόσο, η εθνική δικαστική αρχή δεν μπορεί να επανεξετάσει την αναγκαιότητα του ελέγχου ούτε να ζητήσει την προσκόμιση των στοιχείων του φακέλου της ΕΑΚΑΑ. Η νομιμότητα της απόφασης της ΕΑΚΑΑ υπόκειται αποκλειστικά σε επανεξέταση από το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 64

Κανόνες σχετικά με τη διαδικασία λήψης εποπτικών μέτρων και επιβολής προστίμων

1.  
Εάν, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού, η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει σοβαρές ενδείξεις πιθανής ύπαρξης περιστατικών δυνάμενων να συνιστούν διάπραξη μίας ή περισσότερων από τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι, διορίζει ανεξάρτητο πραγματογνώμονα εντός της ΕΑΚΑΑ προκειμένου να ερευνήσει το θέμα. Ο διορισμένος πραγματογνώμονας δεν πρέπει να συμμετέχει ούτε να έχει συμμετάσχει άμεσα ή έμμεσα στην εποπτεία ή στη διαδικασία καταχώρισης του σχετικού αρχείου καταγραφής συναλλαγών, ασκεί δε τα καθήκοντά του ανεξάρτητα από την ΕΑΚΑΑ.
2.  
Ο πραγματογνώμονας ερευνά τις εικαζόμενες παραβάσεις, λαμβάνοντας υπ' όψιν οιεσδήποτε παρατηρήσεις διατυπώσουν τα υπό έρευνα πρόσωπα, και υποβάλλει πλήρη φάκελο με τα πορίσματά του στην ΕΑΚΑΑ.

Για την εκτέλεση των καθηκόντων του, ο πραγματογνώμονας δύναται να ασκεί το δικαίωμα υποβολής αιτήματος για παροχή πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 61 και να διενεργεί έρευνες και επιτόπιες επιθεωρήσεις σύμφωνα με τα άρθρα 62 και 63. Κατά την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών, ο πραγματογνώμονας τηρεί τις διατάξεις του άρθρου 60.

Κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ο πραγματογνώμονας έχει πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα και τις πληροφορίες που συλλέγει η ΕΑΚΑΑ κατά τις εποπτικές δραστηριότητές της.

3.  
Κατά την ολοκλήρωση της έρευνας και πριν από την υποβολή του φακέλου των πορισμάτων του στην ΕΑΚΑΑ, ο πραγματογνώμονας δίνει στα υπό έρευνα πρόσωπα τη δυνατότητα ακρόασης σχετικά με τα ζητήματα που ερευνώνται. Ο πραγματογνώμονας βασίζει τα πορίσματά του μόνο σε γεγονότα για τα οποία οι ενδιαφερόμενοι είχαν την ευκαιρία να διατυπώσουν παρατηρήσεις.

Κατά τη διεξαγωγή των ερευνών σύμφωνα με το παρόν άρθρο, διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα της υπεράσπισης των προσώπων που αφορά η έρευνα.

▼M12

4.  
Όταν υποβάλλει τον φάκελο των πορισμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στην ΕΑΚΑΑ, ο πραγματογνώμονας ενημερώνει τα υπό έρευνα πρόσωπα. Τα εν λόγω πρόσωπα έχουν το δικαίωμα να αποκτούν πρόσβαση στον φάκελο, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος άλλων προσώπων για την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους. Το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο δεν επεκτείνεται σε εμπιστευτικές πληροφορίες ή στα προπαρασκευαστικά έγγραφα εσωτερικής χρήσης της ΕΑΚΑΑ.

▼B

5.  
Βάσει του φακέλου που περιέχει τα πορίσματα του πραγματογνώμονα και, εφόσον ζητηθεί από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, κατόπιν ακρόασης των υπό έρευνα προσώπων σύμφωνα με το άρθρο 67, η ΕΑΚΑΑ αποφαίνεται εάν τα υπό έρευνα πρόσωπα έχουν διαπράξει μια ή περισσότερες από τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι και, σε περίπτωση που αποφανθεί ότι έχει διαπραχθεί παράβαση, λαμβάνει εποπτικό μέτρο σύμφωνα με το άρθρο 73 και επιβάλλει πρόστιμο σύμφωνα με το άρθρο 65.
6.  
Ο πραγματογνώμονας δεν συμμετέχει στις συσκέψεις της ΕΑΚΑΑ ούτε παρεμβαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της ΕΑΚΑΑ.
7.  
►C2  Η Επιτροπή θεσπίζει περαιτέρω κανόνες για τη διαδικασία άσκησης του δικαιώματος επιβολής προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών, συμπεριλαμβανομένων διατάξεων σχετικά με το δικαίωμα της υπεράσπισης, διατάξεων περί χρονικών ορίων και διατάξεων για την είσπραξη προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών, θεσπίζει δε λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τις προθεσμίες για την επιβολή και την εκτέλεση των ποινών. ◄

Οι κανόνες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εγκρίνονται με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 82.

▼M12

8.  
Εάν η ΕΑΚΑΑ, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού, διαπιστώσει σοβαρές ενδείξεις πιθανής ύπαρξης περιστατικών τα οποία γνωρίζει ότι είναι δυνάμενα να συνιστούν ποινικό αδίκημα βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, παραπέμπει την υπόθεση στις σχετικές εθνικές αρχές, προκειμένου να διερευνηθεί και ενδεχομένως να ασκηθεί ποινική δίωξη. Επιπροσθέτως, η ΕΑΚΑΑ δεν επιβάλλει πρόστιμα ή περιοδικές χρηματικές ποινές, εάν γνωρίζει ότι προγενέστερη αθώωση ή καταδίκη βάσει πανομοιότυπων περιστατικών ή βάσει περιστατικών που είναι κατ' ουσία τα ίδια έχει ήδη αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου κατόπιν ποινικής διαδικασίας βάσει του εθνικού δικαίου.

▼B

Άρθρο 65

Πρόστιμο

1.  
Εάν, σύμφωνα με το άρθρο 64 παράγραφος 5, η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει ότι αρχείο καταγραφής συναλλαγών έχει διαπράξει, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, μία από τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι, εκδίδει απόφαση για την επιβολή προστίμου σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

Θεωρείται ότι έχει διαπραχθεί εκ προθέσεως παράβαση από αρχείο καταγραφής συναλλαγών εάν η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει αντικειμενικούς παράγοντες που αποδεικνύουν ότι το αρχείο καταγραφής συναλλαγών ή η ανώτερη διοίκησή του ενήργησαν εσκεμμένως προς διάπραξη της παράβασης.

2.  

Τα βασικά ποσά των προστίμων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνονται μεταξύ των κατωτέρω ορίων:

α) 

για τις παραβάσεις που αναφέρονται στο παράρτημα Ι τμήμα Ι στοιχείο γ) και στο παράρτημα Ι τμήμα ΙΙ στοιχεία γ) έως ζ) και θ) καθώς και στο παράρτημα Ι τμήμα ΙΙΙ στοιχεία α) και β), το ύψος των προστίμων είναι τουλάχιστον 10 000 ευρώ και δεν υπερβαίνει τα ►M12  200 000 EUR ◄ ·

▼M12

β) 

για τις παραβάσεις που αναφέρονται στο παράρτημα Ι τμήμα Ι στοιχεία α), β) και δ) έως ια) και στο παράρτημα Ι τμήμα ΙΙ στοιχεία α), β) και η), το ύψος των προστίμων είναι τουλάχιστον 5 000 EUR και δεν υπερβαίνει τα 100 000 EUR·

▼M12

γ) 

για τις παραβάσεις που αναφέρονται στο παράρτημα Ι τμήμα IV, το ύψος των προστίμων είναι τουλάχιστον 5 000 EUR και δεν υπερβαίνει τα 10 000 EUR.

▼B

Προκειμένου να αποφασίσει αν το βασικό ύψος των προστίμων θα βρίσκεται στο κατώτατο, στο μέσο ή το ανώτατο σημείο των ορίων που θεσπίζονται στην πρώτη υποπαράγραφο, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τον ετήσιο κύκλο εργασιών του προηγούμενου οικονομικού έτους του εν λόγω αρχείου καταγραφής συναλλαγών. Το βασικό ποσό φθάνει το κατώτατο σημείο του ορίου για τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών με ετήσιο κύκλο εργασιών μικρότερο του ενός εκατομμυρίου ευρώ, το μέσο σημείο του ορίου για τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών με ετήσιο κύκλο εργασιών μεταξύ ενός και πέντε εκατομμυρίων ευρώ και το ανώτατο σημείο του ορίου για τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των πέντε εκατομμυρίων ευρώ.

3.  
Τα βασικά ποσά που ορίζονται στην παράγραφο 2 προσαρμόζονται, εφόσον απαιτείται, λαμβανομένων υπόψη των επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών παραγόντων σύμφωνα με τους σχετικούς συντελεστές του παραρτήματος ΙΙ.

Οι σχετικοί επιβαρυντικοί συντελεστές εφαρμόζονται έκαστος με τη σειρά του στο βασικό ποσό. Εάν εφαρμόζονται περισσότεροι του ενός επιβαρυντικοί συντελεστές, η διαφορά ανάμεσα στο βασικό ποσό και το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή εκάστου επί μέρους επιβαρυντικού συντελεστή προστίθεται στο βασικό ποσό.

Οι σχετικοί ελαφρυντικοί συντελεστές εφαρμόζονται έκαστος με τη σειρά του στο βασικό ποσό. Εάν εφαρμόζονται περισσότεροι του ενός ελαφρυντικοί συντελεστές, η διαφορά ανάμεσα στο βασικό ποσό και το ποσό που απορρέει από την εφαρμογή εκάστου επί μέρους ελαφρυντικού συντελεστή αφαιρείται από το βασικό ποσό.

4.  
Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 2 και 3, το ύψος του προστίμου δεν υπερβαίνει το 20 % του ετήσιου κύκλου εργασιών του εκάστοτε αρχείου καταγραφής συναλλαγών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, όταν όμως το εν λόγω αρχείο έχει επωφεληθεί οικονομικά άμεσα ή έμμεσα από την παράβαση, το ύψος του προστίμου πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσο με αυτό το όφελος.

Εφόσον η πράξη ή παράλειψη ενός αρχείου καταγραφής συναλλαγών συνιστά περισσότερες από μια εκ των παραβάσεων που αναφέρονται στο παράρτημα Ι, επιβάλλεται μόνο το ανώτερο πρόστιμο το οποίο υπολογίζεται βάσει των παραγράφων 2 και 3 και αφορά μία εκ των εν λόγω παραβάσεων.

Άρθρο 66

Περιοδικές χρηματικές ποινές

1.  

Η ΕΑΚΑΑ επιβάλλει, με απόφαση, περιοδικές χρηματικές ποινές, προκειμένου να υποχρεώσει:

α) 

ένα αρχείο καταγραφής συναλλαγών να τερματίσει κάποια παράβαση, κατ' εφαρμογή αποφάσεως που έχει ληφθεί δυνάμει του άρθρου 73 παράγραφος 1 στοιχείο α)· ή

β) 

πρόσωπο στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 61 παράγραφος 1:

i) 

να παράσχει πλήρεις πληροφορίες οι οποίες έχουν ζητηθεί με απόφαση δυνάμει του άρθρου 61·

ii) 

να υποβληθεί σε έρευνα και ειδικότερα να παράσχει πλήρη αρχεία, δεδομένα, διαδικασίες ή οιοδήποτε άλλο απαιτούμενο υλικό, και να συμπληρώσει και να διορθώσει άλλες πληροφορίες που παρέχονται κατά τη διάρκεια έρευνας που έχει κινηθεί με απόφαση δυνάμει του άρθρου 62· ή

iii) 

να υποβληθεί σε επιτόπια επιθεώρηση που έχει διαταχθεί με απόφαση δυνάμει του άρθρου 63.

2.  
Η περιοδική χρηματική ποινή είναι αποτελεσματική και αναλογική. Το ποσό της περιοδικής χρηματικής ποινής επιβάλλεται για κάθε μέρα καθυστέρησης.
3.  
Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2, το ποσό των περιοδικών χρηματικών ποινών ανέρχεται στο 3 % του μέσου όρου του ημερήσιου κύκλου εργασιών κατά την προηγούμενη οικονομική χρήση ή, στην περίπτωση φυσικών προσώπων, στο 2 % του μέσου όρου του ημερήσιου εισοδήματος κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Υπολογίζεται από την ημέρα που ορίζεται στην απόφαση επιβολής της περιοδικής χρηματικής ποινής.
4.  
Η περιοδική χρηματική ποινή επιβάλλεται για μέγιστη περίοδο έξι μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης της ΕΑΚΑΑ. Μετά το πέρας της περιόδου αυτής, η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει το μέτρο.

Άρθρο 67

Ακρόαση των ενδιαφερόμενων προσώπων

▼M12

1.  
Πριν από τη λήψη οιασδήποτε απόφασης δυνάμει του άρθρου 73 παράγραφος 1 και περί περιοδικής χρηματικής ποινής δυνάμει του άρθρου 66 παράγραφος 1, η ΕΑΚΑΑ παρέχει τη δυνατότητα ακρόασης σχετικά με τα πορίσματά της στα πρόσωπα που υπόκεινται σε πειθαρχικές διαδικασίες. Η ΕΑΚΑΑ θεμελιώνει τις αποφάσεις της μόνο στα πορίσματα για τα οποία δόθηκε η δυνατότητα στα πρόσωπα που υπόκεινται σε πειθαρχικές διαδικασίες να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους.

►C3  Το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν ισχύει για τις αποφάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 73 παράγραφος 1 σημεία α), γ) και δ) εάν απαιτείται επείγουσα δράση για την αποτροπή σημαντικής και επικείμενης ζημίας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα ή για την αποτροπή σημαντικής και επικείμενης ζημίας στην ακεραιότητα, τη διαφάνεια, την αποτελεσματικότητα και την εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, συμπεριλαμβανομένης της σταθερότητας ή της ορθότητας των στοιχείων που παρέχονται στο αρχείο καταγραφής συναλλαγών. ◄ Σε αυτήν την περίπτωση, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να εκδίδει προσωρινή απόφαση και να παρέχει στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα τη δυνατότητα ακρόασης το συντομότερο δυνατό μετά τη λήψη της απόφασής της.

▼B

2.  
Κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας, διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα της υπεράσπισης των προσώπων που υπόκεινται σε πειθαρχικές διαδικασίες. Αυτά έχουν το δικαίωμα να αποκτούν πρόσβαση στο φάκελο της ΕΑΚΑΑ, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος άλλων προσώπων για την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους. Το δικαίωμα πρόσβασης στο φάκελο δεν επεκτείνεται στις εμπιστευτικές πληροφορίες ή στα προπαρασκευαστικά έγγραφα εσωτερικής χρήσης της ΕΑΚΑΑ.

Άρθρο 68

Κοινοποίηση, φύση, επιβολή και κατανομή των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών

1.  
Η ΕΑΚΑΑ δημοσιοποιεί κάθε πρόστιμο και περιοδική χρηματική ποινή που έχει επιβληθεί σύμφωνα με τα άρθρα 65 και 66, εκτός εάν η δημοσιοποίηση αυτή θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τις χρηματοπιστωτικές αγορές ή θα προκαλούσε δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα μέρη. Η κοινοποίηση αυτή δεν περιλαμβάνει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.
2.  
Τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές που επιβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 65 και 66 είναι διοικητικής φύσεως.
3.  
Στις περιπτώσεις που η ΕΑΚΑΑ αποφασίζει να μην επιβάλει πρόστιμα ή χρηματικές ποινές, ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και εκθέτει τους λόγους για την απόφασή της.
4.  
Τα πρόστιμα και οι περιοδικές χρηματικές ποινές που επιβάλλονται σύμφωνα με τα άρθρα 65 και 66 είναι εκτελεστά.

Η αναγκαστική εκτέλεση διέπεται από τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας που ισχύει στο κράτος στου οποίου την επικράτεια διενεργείται. Ο εκτελεστήριος τύπος προσάπτεται στην απόφαση, χωρίς καμία άλλη τυπική διαδικασία πέραν της επαλήθευσης της γνησιότητας της απόφασης, από την αρχή που ορίζει η κυβέρνηση εκάστου κράτους μέλους για τον σκοπό αυτό και την οποία γνωστοποιεί στην ΕΑΚΑΑ και στο Δικαστήριο.

Εφόσον οι τυπικές διαδικασίες έχουν τηρηθεί κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, αυτός δύναται να επισπεύσει την αναγκαστική εκτέλεση κατά το εθνικό δίκαιο, αποτεινόμενος απευθείας στον αρμόδιο φορέα.

Η αναγκαστική εκτέλεση αναστέλλεται μόνο με απόφαση του Δικαστηρίου. Τα δικαστήρια όμως του οικείου κράτους μέλους είναι αρμόδια για την εκδίκαση υποθέσεων σχετικά με αντιρρήσεις που αφορούν την κανονικότητα της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης.

5.  
Τα ποσά των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών διοχετεύονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 69

Επανεξέταση από το Δικαστήριο

Το Δικαστήριο διαθέτει απεριόριστη δικαιοδοσία για την επανεξέταση των αποφάσεων με τις οποίες η ΕΑΚΑΑ επιβάλλει πρόστιμο ή περιοδική χρηματική ποινή. Δύναται να ακυρώσει, να μειώσει ή να επαυξήσει το πρόστιμο ή την περιοδική χρηματική ποινή που έχει επιβληθεί.

Άρθρο 70

Τροποποίηση του παραρτήματος ΙΙ

Προκειμένου να λαμβάνει υπόψη τις εξελίξεις των χρηματοπιστωτικών αγορών, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 82, όσον αφορά μέτρα για την τροποποίηση του παραρτήματος ΙΙ.

Άρθρο 71

Ανάκληση καταχώρισης

1.  

Με την επιφύλαξη του άρθρου 73, η ΕΑΚΑΑ ανακαλεί την καταχώρηση αρχείου καταγραφής συναλλαγών σε περίπτωση που το αρχείο καταγραφής συναλλαγών:

α) 

παραιτείται ρητά από την καταχώρηση ή δεν έχει παράσχει υπηρεσίες κατά τους προηγούμενους έξι μήνες·

β) 

επέτυχε την καταχώρηση με ψευδείς δηλώσεις ή με άλλο παράτυπο μέσο·

γ) 

δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις με βάση τις οποίες έγινε δεκτή η καταχώρισή του.

2.  
Η ΕΑΚΑΑ ειδοποιεί χωρίς αναίτια καθυστέρηση την οικεία αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 57 παράγραφος 1 σχετικά με την απόφασή της για ανάκληση της εγγραφής αρχείου καταγραφής συναλλαγών.
3.  
Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους στο οποίο παρέχει τις υπηρεσίες του και ασκεί τις δραστηριότητές του το αρχείο καταγραφής συναλλαγών και η οποία κρίνει ότι πληρούται ένας από τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, μπορεί να ζητήσει από την ΕΑΚΑΑ να εξετάσει αν πληρούνται οι όροι για την ανάκληση της καταχώρισης του σχετικού αρχείου καταγραφής συναλλαγών. Σε περίπτωση που η ΕΑΚΑΑ αποφασίσει να μην ανακαλέσει την καταχώρηση του αρχείου καταγραφής συναλλαγών, αιτιολογεί πλήρως την απόφασή της.
4.  
Η αρμόδια αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 3 είναι η αρχή που ορίζεται δυνάμει του άρθρου 22.

Άρθρο 72

Τέλη εποπτείας

1.  
Η ΕΑΚΑΑ επιβάλλει τέλη στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και σύμφωνα με τις πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση που εκδίδονται δυνάμει της παραγράφου 3. Τα τέλη αυτά καλύπτουν πλήρως τις αναγκαίες δαπάνες τις ΕΑΚΑΑ όσον αφορά την καταχώρηση και εποπτεία των αρχείων καταγραφής συναλλαγών και την αντιστάθμιση κάθε δαπάνης στην οποία είναι δυνατόν να υποβληθούν οι αρμόδιες αρχές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ιδίως ως αποτέλεσμα οποιασδήποτε ανάθεσης καθηκόντων σύμφωνα με το άρθρο 74.

▼M12

2.  
Το ύψος κάθε τέλους που επιβάλλεται σε αρχείο καταγραφής συναλλαγών καλύπτει όλες τις εύλογες διοικητικές δαπάνες της ΕΑΚΑΑ σχετικά με την καταχώρισή του και τις δραστηριότητες εποπτείας της ΕΑΚΑΑ και είναι ανάλογο προς τον κύκλο εργασιών του εν λόγω αρχείου καταγραφής συναλλαγών και τον τύπο της καταχώρισης και της εποπτείας που ασκείται από την ΕΑΚΑΑ.

▼B

3.  
Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, σύμφωνα με το άρθρο 82, για να ορίσει περαιτέρω το είδος των τελών, τα θέματα για τα οποία επιβάλλονται τέλη, το ύψος τους και τον τρόπο καταβολής τους.

Άρθρο 73

Εποπτικά μέτρα από την ΕΑΚΑΑ

1.  

Εάν, σύμφωνα με το άρθρο 64 παράγραφος 5, η ΕΑΚΑΑ διαπιστώσει ότι αρχείο καταγραφής συναλλαγών έχει διαπράξει μία από τις παραβάσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι, εκδίδει μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες αποφάσεις:

α) 

απαιτώντας από το αρχείο καταγραφής συναλλαγών να τερματίσει την παράβαση·

β) 

επιβάλλοντας πρόστιμα, δυνάμει του άρθρου 65·

γ) 

εκδίδοντας ανακοινώσεις·

δ) 

ως ύστατο μέτρο, ανακαλώντας την καταχώρηση του αρχείου καταγραφής συναλλαγών.

2.  

Όταν λαμβάνει τις κατά την παράγραφο 1 αποφάσεις, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει υπόψη τη φύση και τη βαρύτητα της παράβασης, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια:

α) 

τη διάρκεια και τη συχνότητα της παράβασης·

β) 

το κατά πόσον η παράβαση έχει αποκαλύψει σοβαρές ή συστημικές αδυναμίες στις διαδικασίες της επιχείρησης ή στα συστήματα διαχείρισης της ή στους εσωτερικούς ελέγχους της·

γ) 

αν ένα οικονομικό έγκλημα προκλήθηκε, διευκολύνθηκε ή μπορεί κατ’ άλλο τρόπο να συσχετιστεί με την παράβαση·

δ) 

το κατά πόσον η παράβαση διεπράχθη εκ προθέσεως ή εξ αμελείας.

3.  
Η ΕΑΚΑΑ κοινοποιεί χωρίς αναίτια καθυστέρηση κάθε απόφαση που ελήφθη βάσει της παραγράφου 1 στο ενδιαφερόμενο αρχείο καταγραφής συναλλαγών και την ανακοινώνει στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και στην Επιτροπή. Δημοσιοποιεί κάθε τέτοια απόφαση στον ιστότοπό της, εντός 10 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία λήψης της απόφασης.

Κατά τη δημοσιοποίηση της απόφασής της, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η ΕΑΚΑΑ κοινοποιεί επίσης δημοσίως το δικαίωμα του σχετικού αρχείου καταγραφής συναλλαγών να ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης αυτής, το γεγονός, κατά περίπτωση, ότι η προσφυγή αυτή έχει ασκηθεί, προσδιορίζοντας ότι η εν λόγω προσφυγή δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, καθώς και ότι το όργανο εξέτασης προσφυγών της ΕΑΚΑΑ είναι δυνατόν να αναστείλει την εφαρμογή της προσβαλλόμενης απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Άρθρο 74

Ανάθεση καθηκόντων από την ΕΑΚΑΑ στις αρμόδιες αρχές

1.  
Εφόσον κρίνεται αναγκαίο για την ορθή εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων, η ΕΑΚΑΑ δύναται να αναθέσει συγκεκριμένα εποπτικά καθήκοντα στην αρμόδια αρχή κράτους μέλους, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που εξέδωσε η ΕΑΚΑΑ δυνάμει του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010. Αυτά τα συγκεκριμένα εποπτικά καθήκοντα μπορούν ιδίως να περιλαμβάνουν την αρμοδιότητα διεκπεραίωσης αιτημάτων για παροχή πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 61, καθώς και διεξαγωγής ερευνών και επιτόπιων επιθεωρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 62 και 63 παράγραφος 6.
2.  

Πριν από την ανάθεση καθήκοντος η ΕΑΚΑΑ διαβουλεύεται με τη σχετική αρμόδια αρχή. Η εν λόγω διαβούλευση αφορά:

α) 

το πεδίο εφαρμογής του ανατιθέμενου καθήκοντος·

β) 

το χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης του καθήκοντος και

γ) 

τη διαβίβαση των απαραίτητων πληροφοριών από και προς την ΕΑΚΑΑ.

3.  
Σύμφωνα με τον κανονισμό περί τελών που εξέδωσε η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 72 παράγραφος 3, η ΕΑΚΑΑ επιστρέφει στην αρμόδια αρχή κάθε δαπάνη στην οποία ενδέχεται να υποβληθεί κατά την εκτέλεση ανατεθέντων καθηκόντων.
4.  
Η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει την απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα. Η ανάθεση μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή.
5.  
Η ανάθεση καθηκόντων δεν αίρει την ευθύνη της ΕΑΚΑΑ και δεν περιορίζει την ικανότητα της ΕΑΚΑΑ να διεξάγει και να επιβλέπει την ανατεθείσα δραστηριότητα. Οι δυνάμει του παρόντος κανονισμού εποπτικές εξουσίες, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων καταχώρισης των τελικών εκτιμήσεων και των επακόλουθων αποφάσεων σχετικά με παραβάσεις, δεν αποτελούν αντικείμενο ανάθεσης.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Σχέσεις με τρίτες χώρες

Άρθρο 75

Ισοδυναμία και διεθνείς συμφωνίες

1.  

Η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει εκτελεστική πράξη σύμφωνα με την οποία οι νομοθετικές και εποπτικές ρυθμίσεις τρίτης χώρας πρέπει να εξασφαλίζουν ότι:

α) 

τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών που λαμβάνουν άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα πληρούν νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις ισοδύναμες προς αυτές του παρόντος κανονισμού·

β) 

υπάρχει επί διαρκούς βάσεως αποτελεσματική εποπτεία και επιβολή του νόμου όσον αφορά τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών στην εν λόγω τρίτη χώρα και

γ) 

υπάρχουν εγγυήσεις όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου που αναλαμβάνουν οι αρχές σε συνεργασία με τρίτα μέρη, οι οποίες είναι τουλάχιστον ισοδύναμες προς τις προβλεπόμενες στον παρόντα κανονισμό.

Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 86 παράγραφος 2.

2.  
Όταν είναι σκόπιμο, και οπωσδήποτε μετά την έκδοση εκτελεστικής πράξης όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή υποβάλλει στο Συμβούλιο συστάσεις για τη διαπραγμάτευση διεθνών συμφωνιών με τις σχετικές τρίτες χώρες όσον αφορά την αμοιβαία πρόσβαση και ανταλλαγή πληροφοριών για τις συμβάσεις παραγώγων που τηρούνται σε αρχεία καταγραφής συναλλαγών εγκατεστημένα στη συγκεκριμένη τρίτη χώρα, κατά τρόπο που να εξασφαλίζει ότι οι αρχές της Ένωσης, περιλαμβανομένης της ΕΑΚΑΑ, έχουν άμεση και διαρκή πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων τους.
3.  

Μετά τη σύναψη των συμφωνιών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, και σύμφωνα με αυτές, η ΕΑΚΑΑ προβαίνει σε ρυθμίσεις συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές των σχετικών τρίτων χωρών. Οι εν λόγω ρυθμίσεις προσδιορίζουν τουλάχιστον:

α) 

τον μηχανισμό ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αφενός, της ΕΑΚΑΑ και κάθε άλλης αρχής της Ένωσης που ασκεί αρμοδιότητες σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και, αφετέρου, των οικείων αρμόδιων αρχών των συγκεκριμένων τρίτων χωρών και

β) 

τις διαδικασίες συντονισμού των εποπτικών δραστηριοτήτων.

4.  
Η ΕΑΚΑΑ εφαρμόζει τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001, όσον αφορά τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα.

Άρθρο 76

Ρυθμίσεις συνεργασίας

Οι σχετικές αρχές τρίτων χωρών που δεν έχουν αρχείο καταγραφής συναλλαγών εγκατεστημένο στην επικράτειά τους μπορούν να απευθυνθούν στην ΕΑΚΑΑ με στόχο μια ρύθμιση συνεργασίας για την πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με συμβάσεις παραγώγων που τηρούνται σε αρχεία καταγραφής συναλλαγών της Ένωσης.

Η ΕΑΚΑΑ δύναται να προβεί σε ρυθμίσεις συνεργασίας με τις εν λόγω σχετικές αρχές όσον αφορά την πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με συμβάσεις παραγώγων που τηρούνται σε αρχεία καταγραφής συναλλαγών της Ένωσης, τις οποίες οι εν λόγω αρχές χρειάζονται προκειμένου να ανταποκριθούν στις αντίστοιχες ευθύνες και εντολές τους, υπό τον όρο ότι υπάρχουν εγγυήσεις για το επαγγελματικό απόρρητο, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας του επιχειρηματικού απορρήτου που αναλαμβάνουν οι αρχές σε συνεργασία με τρίτα μέρη.

▼M12

Άρθρο 76α

Αμοιβαία άμεση πρόσβαση στα δεδομένα

1.  
Εάν είναι αναγκαίο για την άσκηση των καθηκόντων τους, οι αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, στις οποίες είναι εγκατεστημένα ένα ή περισσότερα αρχεία καταγραφής συναλλαγών, έχουν άμεση πρόσβαση σε πληροφορίες στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση, υπό την προϋπόθεση ότι η Επιτροπή έχει εκδώσει προς τούτο εκτελεστική πράξη σύμφωνα με την παράγραφο 2.
2.  

Με την υποβολή αίτησης από τις αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις, σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 86 παράγραφος 2, που ορίζουν αν το νομικό πλαίσιο της τρίτης χώρας της αιτούσας αρχής πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών που είναι εγκατεστημένα στην εν λόγω τρίτη χώρα είναι δεόντως αδειοδοτημένα·

β) 

υπάρχει συνεχώς αποτελεσματική εποπτεία και αποτελεσματική επιβολή του νόμου όσον αφορά τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών στην εν λόγω τρίτη χώρα·

γ) 

υπάρχουν εγγυήσεις όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας των επιχειρηματικών απορρήτων που γνωστοποιούνται σε τρίτους από τις αρχές, και οι εγγυήσεις αυτές είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με εκείνες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό·

δ) 

τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην τρίτη χώρα υπέχουν νομικά δεσμευτική και εκτελεστή υποχρέωση να παρέχουν στις οντότητες του άρθρου 81 παράγραφος 3 απευθείας και άμεση πρόσβαση στα δεδομένα.

▼B

Άρθρο 77

Αναγνώριση των αρχείων καταγραφής συναλλαγών

1.  
Ένα αρχείο καταγραφής συναλλαγών εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα μπορεί να παρέχει υπηρεσίες και δραστηριότητες σε οντότητες εγκατεστημένες στην Ένωση για τους σκοπούς του άρθρου 9 μόνο μετά την αναγνώρισή του από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με την παράγραφο 2.
2.  

Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 υποβάλλει στην ΕΑΚΑΑ αίτηση αναγνώρισης συνοδευόμενη από όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, οι οποίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις πληροφορίες που απαιτούνται ώστε να εξακριβωθεί κατά πόσον το αρχείο καταγραφής πληροφοριών έχει λάβει άδεια λειτουργίας και υπόκειται σε αποτελεσματική εποπτεία σε τρίτη χώρα:

α) 

ως προς την οποία η Επιτροπή έχει αναγνωρίσει, μέσω εκτελεστικής πράξης βάσει του άρθρου 75 παράγραφος 1, ότι διαθέτει ισοδύναμο και εκτελεστό κανονιστικό και εποπτικό πλαίσιο·

β) 

η οποία έχει συνάψει διεθνή συμφωνία με την Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 75 παράγραφος 2 και

γ) 

η οποία έχει εκκινήσει ρυθμίσεις συνεργασίας σύμφωνα με το άρθρο 75 παράγραφος 3, που εξασφαλίζουν ότι οι αρχές της Ένωσης, περιλαμβανομένης της ΕΑΚΑΑ, έχουν άμεση και διαρκή πρόσβαση σε όλες τις αναγκαίες πληροφορίες.

Εντός 30 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης, η ΕΑΚΑΑ εκτιμά αν η αίτηση είναι πλήρης. Εάν η αίτηση δεν είναι πλήρης, η ΕΑΚΑΑ ορίζει προθεσμία εντός της οποίας το αιτούν αρχείο καταγραφής συναλλαγών οφείλει να παράσχει τις πρόσθετες πληροφορίες.

Εντός 180 εργάσιμων ημερών από την υποβολή πλήρους αίτησης, η ΕΑΚΑΑ ενημερώνει εγγράφως και πλήρως αιτιολογημένα το αιτούν αρχείο καταγραφής συναλλαγών εάν χορηγείται άδεια λειτουργίας ή όχι.

Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον ιστότοπό της κατάλογο των αρχείων καταγραφής συναλλαγών που έχουν καταχωρισθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.



ΤΙΤΛΟΣ VII

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΑΡΧΕΙΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ

Άρθρο 78

Γενικές απαιτήσεις

1.  
Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών διαθέτει άρτιο πλαίσιο διακυβέρνησης, που περιλαμβάνει σαφή οργανωτική δομή με σαφώς καθορισμένες, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, καθώς και κατάλληλους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων ορθών διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών, που εμποδίζουν κάθε δημοσιοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών.
2.  
Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών διατηρεί και εφαρμόζει αποτελεσματικές γραπτές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις προκειμένου να εντοπίζει και να διαχειρίζεται πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων σχετικά με τα διοικητικά στελέχη και τους υπαλλήλους του ή κάθε πρόσωπο που συνδέεται μαζί τους, άμεσα ή έμμεσα, με σχέση στενών δεσμών.
3.  
Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών εφαρμόζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες, επαρκείς για να εξασφαλίζεται η συμμόρφωσή του, συμπεριλαμβανομένης της συμμόρφωσης των διοικητικών στελεχών και των υπαλλήλων του, με όλες τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.
4.  
Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών διατηρεί και εφαρμόζει κατάλληλη οργανωτική δομή, ώστε να διασφαλίζεται η συνέχεια και η εύρυθμη λειτουργία του αρχείου καταγραφής συναλλαγών κατά την παροχή των υπηρεσιών και την άσκηση των δραστηριοτήτων του. Χρησιμοποιεί κατάλληλα και ανάλογα συστήματα, πόρους και διαδικασίες.
5.  
Εάν το αρχείο καταγραφής συναλλαγών προσφέρει επικουρικές υπηρεσίες, όπως επιβεβαίωση συναλλαγών, αντιστοίχηση συναλλαγών, εξυπηρέτηση πιστωτικών γεγονότων, υπηρεσίες ελέγχου της συμφωνίας χαρτοφυλακίου ή συμπίεσης χαρτοφυλακίου, το εν λόγω αρχείο καταγραφής συναλλαγών διατηρεί τις επικουρικές υπηρεσίες αυτές λειτουργικά διαχωρισμένες από τη λειτουργία του αρχείου καταγραφής συναλλαγών για την κεντρική συγκέντρωση και τήρηση αρχείων σχετικά με παράγωγα.
6.  
Τα ανώτατα διοικητικά στελέχη και τα μέλη του συμβουλίου του αρχείου καταγραφής συναλλαγών διαθέτουν επαρκή καλή φήμη και πείρα ώστε να διασφαλίζεται η χρηστή και συνετή διαχείριση του αρχείου καταγραφής συναλλαγών.
7.  
Σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις που υπόκεινται στην υποχρέωση αναφοράς δυνάμει του άρθρου 9, το αρχείο καταγραφής συναλλαγών διαθέτει αντικειμενικές προϋποθέσεις πρόσβασης και συμμετοχής, χωρίς διακρίσεις, οι οποίες δημοσιοποιούνται. Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών παρέχει στους παρόχους υπηρεσιών πρόσβαση χωρίς διακρίσεις στις πληροφορίες που τηρούνται σε αυτό, με την προϋπόθεση ότι οι αντίστοιχοι αντισυμβαλλόμενοι έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους. Κριτήρια που περιορίζουν την πρόσβαση επιτρέπονται μόνον στον βαθμό που αποσκοπούν στον έλεγχο του κινδύνου απώλειας των δεδομένων τα οποία διατηρεί το αρχείο καταγραφής συναλλαγών.
8.  
Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών δημοσιοποιεί τις σχετικές τιμές και τέλη για τις υπηρεσίες που παρέχονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Δημοσιοποιεί τις τιμές και τα τέλη για κάθε υπηρεσία χωριστά, συμπεριλαμβανομένων των εκπτώσεων και των επιστροφών, καθώς και τους όρους παροχής του οφέλους των εν λόγω μειώσεων. Επιτρέπει χωριστή πρόσβαση των οντοτήτων που αναφέρουν σε αυτό στις διάφορες υπηρεσίες. Οι τιμές και τα τέλη που χρεώνονται από το αρχείο καταγραφής συναλλαγών αποτελούν συνάρτηση του κόστους.

▼M12

9.  

Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών θεσπίζει τις ακόλουθες διαδικασίες και πολιτικές:

α) 

διαδικασίες για την αποτελεσματική συμφωνία των δεδομένων μεταξύ των αρχείων καταγραφής συναλλαγών·

β) 

διαδικασίες για την επαλήθευση της πληρότητας και της ορθότητας των αναφερόμενων δεδομένων ·

γ) 

πολιτικές για την ομαλή μεταφορά δεδομένων σε άλλα αρχεία καταγραφής συναλλαγών, εφόσον το ζητήσουν οι αντισυμβαλλόμενοι ή οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που αναφέρονται στο άρθρο 9 ή όπου είναι άλλως αναγκαίο.

10.  

Προκειμένου να διασφαλίσει τη συνεπή εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό:

α) 

των διαδικασιών για τη συμφωνία των δεδομένων μεταξύ των αρχείων καταγραφής συναλλαγών·

β) 

των διαδικασιών που πρέπει να εφαρμόσει το αρχείο καταγραφής συναλλαγών για να επαληθεύσει τη συμμόρφωση του αναφέροντος αντισυμβαλλομένου ή του φορέα υποβολής στοιχείων με τις απαιτήσεις αναφοράς και να επαληθεύσει την πληρότητα και την ορθότητα των δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 9.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼B

Άρθρο 79

Λειτουργική αξιοπιστία

1.  
Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών εντοπίζει τις πηγές του λειτουργικού κινδύνου και τις ελαχιστοποιεί, με την ανάπτυξη κατάλληλων συστημάτων, ελέγχων και διαδικασιών. Τα συστήματα αυτά είναι αξιόπιστα και ασφαλή, και διαθέτουν επαρκή χωρητικότητα για τον χειρισμό των λαμβανομένων πληροφοριών.
2.  
Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών διαμορφώνει, εφαρμόζει και διατηρεί κατάλληλη πολιτική αδιάλειπτης λειτουργίας και σχέδιο αποκατάστασης λειτουργίας μετά από καταστροφή, με σκοπό να διασφαλίσει τη διατήρηση των λειτουργιών του, την έγκαιρη αποκατάσταση των εργασιών και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του αρχείου καταγραφής συναλλαγών. Το σχέδιο αυτό προβλέπει τουλάχιστον την εγκατάσταση εφεδρικών μέσων τήρησης αρχείου.
3.  
Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών του οποίου ανακλήθηκε η καταχώριση εξασφαλίζει την ομαλή αντικατάστασή του, συμπεριλαμβανομένης της μεταφοράς δεδομένων σε άλλα αρχεία καταγραφής συναλλαγών και της μεταφοράς των ροών αναφοράς σε άλλα αρχεία καταγραφής συναλλαγών.

Άρθρο 80

Διαφύλαξη και καταγραφή

1.  
Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών διασφαλίζει την εμπιστευτικότητα, την ακεραιότητα και την προστασία των πληροφοριών που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 9.
2.  
Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών μπορεί να χρησιμοποιεί τα δεδομένα που λαμβάνει σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό για εμπορικούς σκοπούς μόνο εάν οι σχετικοί αντισυμβαλλόμενοι έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους.
3.  
Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών καταγράφει πάραυτα τις πληροφορίες τις οποίες λαμβάνει δυνάμει του άρθρου 9 και τις διατηρεί τουλάχιστον επί δεκαετία από τη λήξη των σχετικών συμβάσεων. Χρησιμοποιεί ταχείες και αποδοτικές διαδικασίες τήρησης αρχείου για την τεκμηρίωση των αλλαγών στις καταγεγραμμένες πληροφορίες.
4.  
Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών υπολογίζει τις θέσεις ανά κατηγορία παραγώγων και ανά αναφέρουσα οντότητα, με βάση τις λεπτομέρειες των συμβάσεων παραγώγων οι οποίες αναφέρονται σε αυτό σύμφωνα με το άρθρο 9.
5.  
Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών επιτρέπει στα μέρη μιας σύμβασης να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που αφορούν τη σύμβαση και να τις διορθώνουν εγκαίρως.

▼M12

5α.  
Κατόπιν αίτησης, το αρχείο καταγραφής συναλλαγών παρέχει πρόσβαση στις πληροφορίες που υποβάλλονται εξ ονόματός τους στους αντισυμβαλλομένους που δεν υποχρεούνται να αναφέρουν τα λεπτομερή στοιχεία των συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων τους σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφοι 1α έως 1δ και στους αντισυμβαλλομένους και τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που έχουν αναθέσει σε τρίτους την από μέρους τους υποχρέωση αναφοράς σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1στ.

▼B

6.  
Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για να αποφεύγεται η κακή χρήση των πληροφοριών που διατηρεί στα συστήματά του.

Φυσικό πρόσωπο που συνδέεται στενά με το αρχείο καταγραφής συναλλαγών ή νομικό πρόσωπο που έχει σχέση μητρικής ή θυγατρικής επιχείρησης με το αρχείο καταγραφής συναλλαγών δεν χρησιμοποιούν για εμπορική χρήση τις εμπιστευτικές πληροφορίες που καταγράφονται σε ένα αρχείο καταγραφής συναλλαγών.

Άρθρο 81

Διαφάνεια και διαθεσιμότητα των δεδομένων

1.  
Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών δημοσιεύει, τακτικά και με εύκολα προσβάσιμο τρόπο, τις συνολικές θέσεις ανά κατηγορία παραγώγων για τις συμβάσεις οι οποίες του αναφέρονται.
2.  
Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών συγκεντρώνει και διατηρεί δεδομένα και εξασφαλίζει ότι οι οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 διαθέτουν απευθείας και άμεση πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες σχετικά με τις συμβάσεις παραγώγων τις οποίες χρειάζονται για να εκπληρώσουν τις αντίστοιχες υποχρεώσεις και εντολές τους.

▼M7

3.  

Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών θέτει τις αναγκαίες πληροφορίες στη διάθεση των ακόλουθων οντοτήτων προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα να εκπληρώσουν τις αντίστοιχες υποχρεώσεις και εντολές τους:

α) 

ΕΑΚΑΑ·

β) 

ΕΑΤ·

γ) 

ΕΑΑΕΣ·

δ) 

ΕΣΣΚ·

ε) 

αρμόδια αρχή ασκούσα την εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν πρόσβαση στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών·

στ) 

αρμόδια αρχή που εποπτεύει τους τόπους διαπραγμάτευσης των αναφερόμενων συναλλαγών·

ζ) 

σχετικά μέλη του ΕΣΚΤ, μεταξύ άλλων η ΕΚΤ κατά την άσκηση των καθηκόντων της στο πλαίσιο ενιαίου εποπτικού μηχανισμού σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου ( 20

η) 

σχετικές αρχές τρίτης χώρας που έχει συνάψει διεθνή συμφωνία με την Ένωση όπως μνημονεύεται στο άρθρο 75·

θ) 

εποπτικές αρχές οριζόμενες κατά το άρθρο 4 της οδηγίας 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 21

ι) 

αρμόδιες αρχές κινητών αξιών και αγορών της Ένωσης των οποίων οι αντίστοιχες εποπτικές αρμοδιότητες και εντολές καλύπτουν τις συμβάσεις, τις αγορές, τους συμμετέχοντες και τα υποκείμενα στοιχεία που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού·

ια) 

σχετικές αρχές τρίτης χώρας που έχει συνάψει συμφωνία συνεργασίας με την ΕΑΚΑΑ όπως αναφέρεται στο άρθρο 76·

ιβ) 

Οργανισμός Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 713/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 22

ιγ) 

αρχές εξυγίανσης που καθορίζονται στο άρθρο 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 23

ιδ) 

Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης συσταθέν διά του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014·

ιε) 

αρμόδιες αρχές ή αρμόδιες εθνικές αρχές όπως ορίζονται στους κανονισμούς (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 και (ΕΕ) αριθ. 909/2014 και στις οδηγίες 2003/41/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ, και εποπτικές αρχές κατά την έννοια της οδηγίας 2009/138/ΕΚ·

ιστ) 

αρμόδιες αρχές που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 5 του παρόντος κανονισμού·

▼M12

ιζ) 

των οικείων αρχών τρίτης χώρας σε σχέση με την οποία έχει εκδοθεί εκτελεστική πράξη δυνάμει του άρθρου 76α·

▼M15

ιζ) 

αρχές εξυγίανσης που ορίζονται βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23.

▼M4

Τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών διαβιβάζουν δεδομένα στις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ( 24 ).

▼B

4.  
Η ΕΑΚΑΑ ανταλλάσσει με τις άλλες σχετικές αρχές της Ένωσης τις αναγκαίες πληροφορίες για την άσκηση των καθηκόντων τους.

▼M12

5.  

Για να εξασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η ΕΑΚΑΑ, έπειτα από διαβούλευση με τα μέλη του ΕΣΚΤ, καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων για τη διευκρίνιση των εξής:

α) 

των πληροφοριών που πρέπει να δημοσιεύονται ή να διατίθενται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 3·

β) 

της συχνότητας δημοσίευσης των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

γ) 

των επιχειρησιακών προτύπων που απαιτούνται για τη συγκέντρωση και τη σύγκριση δεδομένων μεταξύ των αρχείων καταγραφής συναλλαγών και για την πρόσβαση των οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στις εν λόγω πληροφορίες·

δ) 

των όρων και προϋποθέσεων, των ρυθμίσεων και της απαιτούμενης τεκμηρίωσης βάσει της οποίας τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών παρέχουν πρόσβαση στις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 18 Ιουνίου 2020.

Κατά την εκπόνηση των εν λόγω σχεδίων κανονιστικών τεχνικών προτύπων, η ΕΑΚΑΑ μεριμνά ώστε η δημοσίευση των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 να μην αποκαλύπτει την ταυτότητα οποιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους σε οποιαδήποτε σύμβαση.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώσει τον παρόντα κανονισμό εγκρίνοντας τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼B

Άρθρο 82

Άσκηση των ανατιθέμενων αρμοδιοτήτων

1.  
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

▼M14

2.  
Η εξουσία έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 6, στο άρθρο 4 παράγραφος 3α, στο άρθρο 25 παράγραφος 2α, στο άρθρο 25 παράγραφος 6α, στο άρθρο 25α παράγραφος 3, στο άρθρο 25δ παράγραφος 3, στο άρθρο 25θ παράγραφος 7, στο άρθρο 25ιε, στο άρθρο 64 παράγραφος 7, στο άρθρο 70, στο άρθρο 72 παράγραφος 3 και στο άρθρο 85 παράγραφος 2 ανατίθεται στην Επιτροπή επ' αόριστον.
3.  
Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 6, στο άρθρο 4 παράγραφος 3, στο άρθρο 25 παράγραφος 2α, στο άρθρο 25 παράγραφος 6α, στο άρθρο 25α παράγραφος 3, στο άρθρο 25δ παράγραφος 3, στο άρθρο 25θ παράγραφος 7, στο άρθρο 25ιε, στο άρθρο 64 παράγραφος 7, στο άρθρο 70, στο άρθρο 72 παράγραφος 3 και στο άρθρο 85 παράγραφος 2 μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.
4.  
Πριν από την έκδοση μιας κατ' εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή επιδιώκει τη διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ και διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζει κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

▼M12

5.  
Μόλις εκδώσει μια κατ' εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

▼M14

6.  
Οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 6, το άρθρο 4 παράγραφος 3α, το άρθρο 25 παράγραφος 2α, το άρθρο 25 παράγραφος 6α, το άρθρο 25α παράγραφος 3, το άρθρο 25δ παράγραφος 3, το άρθρο 25θ παράγραφος 7, το άρθρο 25ιε, το άρθρο 64 παράγραφος 7, το άρθρο 70, το άρθρο 72 παράγραφος 3 και το άρθρο 85 παράγραφος 2 τίθενται σε ισχύ μόνον εφόσον το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δεν διατύπωσαν αντιρρήσεις εντός τριών μηνών από την κοινοποίηση της πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εφόσον, πριν από τη λήξη αυτής της προθεσμίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημέρωσαν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η περίοδος αυτή παρατείνεται κατά τρεις μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

▼B



ΤΙΤΛΟΣ VΙΙΙ

ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 83

Επαγγελματικό απόρρητο

1.  
Η υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου ισχύει για όλα τα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητες για λογαριασμό των αρμόδιων αρχών οι οποίες ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 22 και οι αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 81 παράγραφος 2, της ΕΑΚΑΑ, ή των εντεταλμένων από τις αρμόδιες αρχές ή την ΕΑΚΑΑ ελεγκτών και εμπειρογνωμόνων. Καμία εμπιστευτική πληροφορία που περιέρχεται στα πρόσωπα αυτά κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθεί σε κανένα απολύτως πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνον υπό συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή που να μην επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας συγκεκριμένου κεντρικού αντισυμβαλλομένου, αρχείου καταγραφής συναλλαγών ή άλλου προσώπου, υπό την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στην ποινική ή φορολογική νομοθεσία ή στις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.
2.  
Σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή βρίσκεται υπό αναγκαστική εκκαθάριση, οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δεν αφορούν τρίτους μπορούν να κοινολογούνται στο πλαίσιο διαδικασιών αστικού ή εμπορικού δικαίου, εφόσον αυτό απαιτείται για τη διεξαγωγή της διαδικασίας.
3.  
Με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στην ποινική ή φορολογική νομοθεσία, οι αρμόδιες αρχές, η ΕΑΚΑΑ, οι φορείς και τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα εκτός των αρμοδίων αρχών που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες δυνάμει του παρόντος κανονισμού, μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν μόνον κατά την εκτέλεση των καθηκόντων και για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, προκειμένου περί των αρμόδιων αρχών, εντός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ή, προκειμένου περί των λοιπών αρχών, φορέων και φυσικών ή νομικών προσώπων, για τον σκοπό για τον οποίο τους δόθηκαν οι σχετικές πληροφορίες ή στο πλαίσιο των διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών που σχετίζονται άμεσα με την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών, ή και τα δύο. Εφόσον υπάρχει η συγκατάθεση της ΕΑΚΑΑ, της αρμόδιας αρχής ή άλλης αρχή, φορέα ή προσώπου που διαβιβάζει τις πληροφορίες, η αρχή που λαμβάνει τις πληροφορίες μπορεί να τις χρησιμοποιήσει για άλλους μη εμπορικούς σκοπούς.
4.  
Οιεσδήποτε εμπιστευτικές πληροφορίες λαμβάνονται, ανταλλάσσονται ή διαβιβάζονται βάσει του παρόντος κανονισμού υπόκεινται στους όρους περί επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπονται στις παραγράφους 1, 2 και 3. Ωστόσο, οι όροι αυτοί δεν εμποδίζουν την ΕΑΚΑΑ, τις αρμόδιες αρχές και τις οικείες κεντρικές τράπεζες να ανταλλάσσουν ή να διαβιβάζουν εμπιστευτικές πληροφορίες σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και με τη λοιπή νομοθεσία που εφαρμόζεται σε επιχειρήσεις επενδύσεων, πιστωτικά ιδρύματα, συνταξιοδοτικά ταμεία, ΟΣΕΚΑ, ΔΟΕΕ, ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές, ασφαλιστικές επιχειρήσεις, οργανωμένες αγορές ή διαχειριστές αγοράς, ή διαφορετικά, με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής ή άλλης αρχής ή του φορέα ή του φυσικού ή του νομικού προσώπου που κοινοποίησε τις πληροφορίες.
5.  
Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 δεν εμποδίζουν τις αρμόδιες αρχές να ανταλλάσσουν ή να διαβιβάζουν, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δεν έχουν ληφθεί από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους.

Άρθρο 84

Ανταλλαγή πληροφοριών

1.  
Οι αρμόδιες αρχές, η ΕΑΚΑΑ και άλλες σχετικές αρχές ανταλλάσσουν μεταξύ τους χωρίς αναίτια καθυστέρηση τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
2.  
Οι αρμόδιες αρχές, η ΕΑΚΑΑ, άλλες σχετικές αρχές και άλλοι φορείς ή φυσικά ή νομικά πρόσωπα που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού τις χρησιμοποιούν μόνον κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.
3.  
Οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν πληροφορίες στα σχετικά μέλη του ΕΣΚΤ, όταν οι πληροφορίες αυτές απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων τους.



ΤΙΤΛΟΣ ΙΧ

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 85

Εκθέσεις και επανεξέταση

▼M12

1.  
Έως τις 18 Ιουνίου 2024 η Επιτροπή αξιολογεί την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και καταρτίζει γενική έκθεση. Η Επιτροπή υποβάλλει την έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από ενδεδειγμένες προτάσεις.

▼M12

1α.  

Έως τις 17 Ιουνίου 2023 η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με τα εξής:

α) 

τον αντίκτυπο του κανονισμού (ΕΕ) 2019/834 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 25 ) στο επίπεδο εκκαθάρισης από τους χρηματοοικονομικούς και τους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους και την κατανομή της εκκαθάρισης εντός κάθε είδους μη χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων, ιδίως όσον αφορά τους χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλόμενους που έχουν περιορισμένο όγκο δραστηριότητας σε αγορές εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και όσον αφορά την καταλληλότητα των κατωφλίων εκκαθάρισης που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 4·

β) 

τον αντίκτυπο του κανονισμού (ΕΕ) 2019/834 στην ποιότητα και προσβασιμότητα των δεδομένων που αναφέρονται στα αρχεία καταγραφής συναλλαγών καθώς και την ποιότητα των πληροφοριών που διατίθενται από αρχεία καταγραφής συναλλαγών·

γ) 

τις αλλαγές στο πλαίσιο υποβολής αναφορών, μεταξύ άλλων την ανάληψη και εφαρμογή κατ' εξουσιοδότηση καθηκόντων αναφοράς όπως καθορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1α και ειδικότερα τον αντίκτυπό της στον φόρτο υποβολής αναφοράς για μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλόμενους που δεν υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης·

δ) 

την προσβασιμότητα των υπηρεσιών εκκαθάρισης, ειδικότερα κατά πόσον η απαίτηση παροχής υπηρεσιών εκκαθάρισης, άμεσα ή έμμεσα, με δίκαιους, εύλογους, αμερόληπτους και διαφανείς εμπορικούς όρους όπως αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3α έχει διευκολύνει αποτελεσματικά την πρόσβαση στην εκκαθάριση.

▼M12

2.  
Έως τις 18 Ιουνίου 2020, και στη συνέχεια κάθε 12 μήνες έως την τελική παράταση που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο, η Επιτροπή εκπονεί έκθεση στην οποία αξιολογείται κατά πόσον έχουν αναπτυχθεί βιώσιμες τεχνικές λύσεις για τη μεταφορά από τους μηχανισμούς συνταξιοδοτικών καθεστώτων χρηματικών και μη χρηματικών ασφαλειών, ως περιθωρίων διαφορών αποτίμησης και η ανάγκη λήψης μέτρων για τη διευκόλυνση αυτών των βιώσιμων τεχνικών λύσεων.

Η ΕΑΚΑΑ, έως τις 18 Δεκεμβρίου 2019 και, στη συνέχεια, κάθε 12 μήνες έως την τελική παράταση που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο, σε συνεργασία με την ΕΑΑΕΣ, την ΕΑΤ και το ΕΣΣΚ, υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή για την αξιολόγηση των εξής:

α) 

κατά πόσον οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι, τα εκκαθαριστικά μέλη και οι μηχανισμοί συνταξιοδοτικών καθεστώτων έχουν καταβάλει τη δέουσα προσπάθεια και έχουν αναπτύξει βιώσιμες τεχνικές λύσεις που διευκολύνουν τη συμμετοχή των μηχανισμών αυτών στον κεντρικό συμψηφισμό με την καταχώριση χρηματικών και μη χρηματικών ασφαλειών ως περιθωρίων διαφορών αποτίμησης, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων των λύσεων αυτών στη ρευστότητα και στην ενίσχυση των κυκλικών τάσεων της αγοράς και των δυνητικών νομικών και άλλων επιπλοκών τους·

β) 

του όγκου και της φύσης της δραστηριότητας των μηχανισμών συνταξιοδοτικών καθεστώτων σε αγορές εκκαθαριζόμενων και μη εκκαθαριζόμενων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων ανά κατηγορία περιουσιακών στοιχείων και κάθε σχετικού συστημικού κινδύνου για το χρηματοπιστωτικό σύστημα·

γ) 

των συνεπειών εκπλήρωσης από τους μηχανισμούς συνταξιοδοτικών καθεστώτων της απαίτησης εκκαθάρισης όσον αφορά τις επενδυτικές τους στρατηγικές, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε μετατόπισης των ταμειακών διαθεσίμων τους και της κατανομής μη χρηματικών περιουσιακών στοιχείων·

δ) 

των συνεπειών των κατωφλίων εκκαθάρισης που προσδιορίζονται δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 4 στοιχείο β) για τους μηχανισμούς συνταξιοδοτικών καθεστώτων·

ε) 

των επιπτώσεων άλλων νομικών απαιτήσεων στις διαφορές κόστους μεταξύ εκκαθαρισμένων και μη εκκαθαρισμένων συναλλαγών εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, περιλαμβανομένων των απαιτήσεων περιθωρίου για μη εκκαθαρισμένα παράγωγα και του υπολογισμού του δείκτη μόχλευσης σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

στ) 

αν χρειάζονται περαιτέρω μέτρα για να διευκολυνθεί μια λύση εκκαθάρισης για τους μηχανισμούς συνταξιοδοτικών καθεστώτων.

Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με το άρθρο 82 για την παράταση της διετούς περιόδου του άρθρου 89 παράγραφος 1 δύο φορές, για ένα έτος κάθε φορά, εφόσον διαπιστώσει ότι δεν έχει αναπτυχθεί βιώσιμη τεχνική λύση και ότι οι δυσμενείς συνέπειες των κεντρικά εκκαθαρισμένων συμβάσεων παραγώγων επί των συνταξιοδοτικών παροχών των μελλοντικών συνταξιούχων παραμένουν αμετάβλητες.

Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι, τα εκκαθαριστικά μέλη και οι μηχανισμοί συνταξιοδοτικών καθεστώτων καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να συμβάλλουν στην ανάπτυξη βιώσιμων τεχνικών λύσεων, οι οποίες θα διευκολύνουν την εκκαθάριση των συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων από τους μηχανισμούς αυτούς.

Η Επιτροπή συγκροτεί ομάδα εμπειρογνωμόνων αποτελούμενη από εκπροσώπους των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, των εκκαθαριστικών μελών, των μηχανισμών συνταξιοδοτικών καθεστώτων και άλλων ενδιαφερόμενων μερών σε αυτές τις βιώσιμες τεχνικές λύσεις, προκειμένου να παρακολουθεί τις προσπάθειές τους και να αξιολογεί την πρόοδο που έχει σημειωθεί στην ανάπτυξη βιώσιμων τεχνικών λύσεων, οι οποίες θα διευκολύνουν την εκκαθάριση των συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων από τους μηχανισμούς συνταξιοδοτικών καθεστώτων, μεταξύ άλλων τη μεταφορά από τους μηχανισμούς αυτούς χρηματικών και μη χρηματικών ασφαλειών, ως περιθωρίων διαφορών αποτίμησης. Η εν λόγω ομάδα εμπειρογνωμόνων συνεδριάζει τουλάχιστον κάθε έξι μήνες. Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις προσπάθειες που καταβάλλονται από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, τα εκκαθαριστικά μέλη και τους μηχανισμούς συνταξιοδοτικών καθεστώτων κατά τη σύνταξη των εκθέσεών της σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

3.  

Έως τις 18 Δεκεμβρίου 2020 η Επιτροπή εκπονεί έκθεση στην οποία αξιολογείται:

α) 

κατά πόσον η υποχρέωση αναφοράς συναλλαγών δυνάμει του άρθρου 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και δυνάμει του παρόντος κανονισμού δημιουργεί επανάληψη της υποχρέωσης αναφοράς συναλλαγών για μη εξωχρηματιστηριακά παράγωγα και κατά πόσον η αναφορά μη εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών θα μπορούσε να μειωθεί ή να απλοποιηθεί για όλους τους αντισυμβαλλόμενους χωρίς αδικαιολόγητη απώλεια πληροφοριών·

β) 

η αναγκαιότητα και η σκοπιμότητα ευθυγράμμισης της υποχρέωσης διαπραγμάτευσης για τα παράγωγα δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 με τις τροποποιήσεις που επέρχονται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2019/834 με την υποχρέωση εκκαθάρισης για τα παράγωγα, ιδίως το εύρος των οντοτήτων που υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης·

γ) 

κατά πόσον τυχόν συναλλαγές που απορρέουν άμεσα από υπηρεσίες μετασυναλλακτικού περιορισμού του κινδύνου, συμπεριλαμβανομένης της συμπίεσης χαρτοφυλακίου, θα πρέπει να εξαιρούνται από την υποχρέωση εκκαθάρισης που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, λαμβάνοντας υπόψη τον βαθμό στον οποίο αυτές οι συναλλαγές μετριάζουν τους κινδύνους, ιδίως τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου και τον λειτουργικό κίνδυνο, τη δυνατότητα παράκαμψης της υποχρέωσης εκκαθάρισης και το δυνητικό αντικίνητρο σε κεντρική εκκαθάριση.

Η Επιτροπή υποβάλλει την έκθεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από ενδεδειγμένες προτάσεις.

▼M12

3α.  

Έως τις 18 Μαΐου 2020, η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή. Η έκθεση αυτή αξιολογεί:

α) 

τη συνέπεια των απαιτήσεων αναφοράς για μη εξωχρηματιστηριακά παράγωγα βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και βάσει του άρθρου 9 του παρόντος κανονισμού, όσον αφορά τόσο τα λεπτομερή στοιχεία των συμβάσεων παραγώγων που πρέπει να αναφερθούν όσο και την πρόσβαση σε δεδομένα από τις σχετικές οντότητες και το κατά πόσο οι εν λόγω απαιτήσεις θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν·

β) 

τη δυνατότητα περαιτέρω απλούστευσης των αλυσίδων αναφοράς για όλους τους αντισυμβαλλομένους, συμπεριλαμβανομένων όλων των έμμεσων πελατών, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη για έγκαιρη αναφορά και λαμβάνοντας υπόψη τα μέτρα που εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού και το άρθρο 30 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

γ) 

την ευθυγράμμιση της υποχρέωσης διαπραγμάτευσης για τα παράγωγα δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 με τις τροποποιήσεις που επέρχονται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2019/834 με την υποχρέωση εκκαθάρισης για τα παράγωγα, ιδίως το εύρος των οντοτήτων που υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης·

δ) 

σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, κατά πόσον τυχόν συναλλαγές που απορρέουν άμεσα από υπηρεσίες μετασυναλλακτικού περιορισμού του κινδύνου, συμπεριλαμβανομένης της συμπίεσης χαρτοφυλακίου, θα πρέπει να εξαιρούνται από την υποχρέωση εκκαθάρισης που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1· αυτή η έκθεση:

i) 

διερευνά τη συμπίεση χαρτοφυλακίου και άλλες διαθέσιμες υπηρεσίες μετασυναλλακτικού περιορισμού του κινδύνου που δεν επιφέρουν διαμόρφωση τιμών και μειώνουν τους μη αγοραίους κινδύνους χαρτοφυλακίων παραγώγων χωρίς μεταβολή του κινδύνου αγοράς των χαρτοφυλακίων, όπως η εξισορρόπηση συναλλαγών·

ii) 

εξηγεί τους σκοπούς και τη λειτουργία τέτοιων υπηρεσιών μετασυναλλακτικού περιορισμού του κινδύνου, τον βαθμό στον οποίο μετριάζουν τον κίνδυνο, ιδίως τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου και τον λειτουργικό κίνδυνο, και αξιολογεί την ανάγκη εκκαθάρισης τέτοιων συναλλαγών, ή εξαίρεσής τους από την εκκαθάριση, προκειμένου να υπάρχει διαχείριση του συστημικού κινδύνου· και

iii) 

αξιολογεί σε ποιον βαθμό κάθε εξαίρεση από την υποχρέωση εκκαθάρισης τέτοιων υπηρεσιών αποθαρρύνει την κεντρική εκκαθάριση και μπορεί να οδηγήσει τους αντισυμβαλλομένους σε παράκαμψη της υποχρέωσης εκκαθάρισης·

ε) 

κατά πόσον ο κατάλογος των χρηματοοικονομικών μέσων που θεωρούνται άκρως ρευστοποιήσιμα με ελάχιστο πιστωτικό κίνδυνο αγοράς και πιστωτικό κίνδυνο, σύμφωνα με το άρθρο 47, θα μπορούσε να επεκταθεί και κατά πόσον ο εν λόγω κατάλογος θα μπορούσε να συμπεριλάβει ένα ή περισσότερα αμοιβαία κεφάλαια της χρηματαγοράς που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 2017/1131 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ( 26 ).

▼B

4.  
Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη και την ΕΑΚΑΑ, και αφού ζητήσει αξιολόγηση από το ΕΣΣΚ, καταρτίζει ετήσια έκθεση, όπου αξιολογεί τους πιθανούς συστημικούς κινδύνους και τις συνέπειες στο κόστος από τις ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας.

Η έκθεση επικεντρώνεται τουλάχιστον στον αριθμό και την πολυπλοκότητα των εν λόγω ρυθμίσεων, καθώς και στην επάρκεια των συστημάτων και των μοντέλων διαχείρισης κινδύνου. Η Επιτροπή υποβάλλει την έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από ενδεδειγμένες προτάσεις.

Το ΕΣΣΚ παρέχει στην Επιτροπή την αξιολόγησή του σχετικά με τις πιθανές συνέπειες των ρυθμίσεων διαλειτουργικότητας στους συστημικούς κινδύνους.

5.  
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ετήσια έκθεση σχετικά με τις επιβαλλόμενες από τις αρμόδιες αρχές κυρώσεις, περιλαμβανομένων των εποπτικών μέτρων, των προστίμων και των περιοδικών χρηματικών ποινών.

▼M14

6.  
Η ΕΑΚΑΑ, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ και σε συμφωνία, κατά το άρθρο 24β παράγραφος 3, με τις κεντρικές τράπεζες έκδοσης όλων των νομισμάτων της Ένωσης των χρηματοπιστωτικών μέσων που εκκαθαρίζονται ή πρόκειται να εκκαθαρίζονται από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών στους οποίους απευθύνεται η εκτελεστική πράξη που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 25 παράγραφος 2γ, υποβάλλει έκθεση στην Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω εκτελεστικής πράξης, αξιολογώντας ιδίως κατά πόσον μετριάζεται επαρκώς ο κίνδυνος για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός από τα κράτη μέλη της. Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει την έκθεσή της στην Επιτροπή εντός 12 μηνών από το πέρας της περιόδου προσαρμογής που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2γ τέταρτο εδάφιο στοιχείο β). Η συμφωνία μιας κεντρικής τράπεζας έκδοσης αφορά μόνο το νόμισμα το οποίο εκδίδει και όχι την έκθεση στο σύνολό της.

Εντός 12 μηνών από τη διαβίβαση της έκθεσης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της εν λόγω εκτελεστικής πράξης. Η Επιτροπή υποβάλλει την έκθεσή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από ενδεδειγμένες προτάσεις.

7.  

Έως τις 2 Ιανουαρίου 2023, η Επιτροπή συντάσσει έκθεση αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας:

α) 

των καθηκόντων της ΕΑΚΑΑ, ιδίως της εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, για την προώθηση της σύγκλισης και της συνοχής της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού μεταξύ των αρμόδιων αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 22 και των σωμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 18,

β) 

του πλαισίου για την αναγνώριση και την εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών,

γ) 

του πλαισίου διασφάλισης ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 14 καθώς και μεταξύ των εξουσιοδοτημένων κεντρικών αντισυμβαλλομένων και των κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών που αναγνωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 25,

δ) 

της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΕΑΚΑΑ, των αρμόδιων αρχών και των κεντρικών τραπεζών έκδοσης.

Η Επιτροπή υποβάλλει την έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από ενδεδειγμένες προτάσεις.

▼B

Άρθρο 86

Διαδικασία επιτροπής

1.  
Η Επιτροπή επικουρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών που συστάθηκε με την απόφαση 2001/528/ΕΚ της Επιτροπής ( 27 ). Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.
2.  
Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

▼M12

3.  
Όποτε γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού.

▼B

Άρθρο 87

Τροποποίηση της οδηγίας 98/26/ΕΚ

1.  

Στο άρθρο 9 παράγραφος 1 της οδηγίας 98/26/ΕΚ, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Όταν διαχειριστής συστήματος έχει παράσχει ασφάλεια σε άλλον διαχειριστή συστήματος σε συνάρτηση με διαλειτουργικό σύστημα, τα δικαιώματα του παρέχοντος διαχειριστή συστήματος επί της εν λόγω ασφάλειας δεν θίγονται από διαδικασία αφερεγγυότητας έναντι του λαμβάνοντος διαχειριστή συστήματος.».

2.  
Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν τις απαιτούμενες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παράγραφο 1 το αργότερο μέχρι τις 17 Αυγούστου 2014. Ενημερώνουν αμέσως σχετικά την Επιτροπή.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην οδηγία 98/26/ΕΚ ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη έκδοσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής αυτής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 88

Ιστότοποι

1.  

Η ΕΑΚΑΑ διατηρεί ιστότοπο που παρέχει τις εξής λεπτομέρειες:

α) 

συμβάσεις που είναι επιλέξιμες για την υποχρέωση εκκαθάρισης βάσει του άρθρου 5·

β) 

ποινές που έχουν επιβληθεί για παραβάσεις των άρθρων 4, 5 και 7 έως 11·

γ) 

κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που έχουν την άδεια να προσφέρουν υπηρεσίες ή δραστηριότητες εντός της Ένωσης και είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση, καθώς και τις υπηρεσίες ή δραστηριότητες που έχουν την άδεια να παρέχουν ή να ασκούν, συμπεριλαμβανομένων των κατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων που καλύπτονται από την άδειά τους·

δ) 

ποινές που επιβάλλονται για παραβάσεις των τίτλων IV και V·

ε) 

κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που έχουν άδεια να προσφέρουν υπηρεσίες ή δραστηριότητες εντός της Ένωσης και που είναι εγκατεστημένοι σε τρίτη χώρα, καθώς και τις υπηρεσίες ή δραστηριότητες που έχουν την άδεια να παρέχουν ή να ασκούν, συμπεριλαμβανομένων των κατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων που καλύπτονται από την άδειά τους·

στ) 

αρχεία καταγραφής συναλλαγών που έχουν την άδεια να προσφέρουν υπηρεσίες ή να ασκούν δραστηριότητες εντός της Ένωσης·

ζ) 

ποινές και τα πρόστιμα που έχουν επιβληθεί βάσει των άρθρων 65 και 66·

η) 

το δημόσιο μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 6.

2.  
Για τους σκοπούς των στοιχείων β), γ) και δ) της παραγράφου 1, οι αρμόδιες αρχές διατηρούν ιστότοπους συνδεδεμένους με τον ιστότοπο της ΕΑΚΑΑ.
3.  
Όλοι οι ιστότοποι που αναφέρονται στο παρόν άρθρο είναι ανοικτοί στο κοινό και ενημερώνονται τακτικά, παρέχουν δε πληροφορίες με σαφήνεια.

Άρθρο 89

Μεταβατικές διατάξεις

▼M12

1.  
Έως τις 18 Ιουνίου 2021, η υποχρέωση εκκαθάρισης που αναφέρεται στο άρθρο 4 δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων για τις οποίες μπορεί να μετρηθεί αντικειμενικά ότι μειώνουν τους επενδυτικούς κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την χρηματοοικονομική φερεγγυότητα των μηχανισμών συνταξιοδοτικών καθεστώτων, και στις οντότητες που έχουν συσταθεί για να παρέχουν αποζημίωση σε μέλη των μηχανισμών αυτών σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής.

Η υποχρέωση εκκαθάρισης που αναφέρεται στο άρθρο 4 δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων όπως αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου οι οποίες έχουν συναφθεί από μηχανισμούς συνταξιοδοτικών καθεστώτων ανάμεσα από 17 Αυγούστου 2018 έως τις 16 Ιουνίου 2019.

▼B

Οι συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, οι οποίες διαφορετικά θα υπέκειντο στην υποχρέωση εκκαθάρισης σύμφωνα με το άρθρο 4 και οι οποίες συνήφθησαν από αυτές τις οντότητες κατά την περίοδο αυτή, υπόκεινται στις απαιτήσεις του άρθρου 11.

2.  
Σε σχέση με τους μηχανισμούς συνταξιοδοτικών καθεστώτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 σημείο 10 στοιχεία γ) και δ), η εξαίρεση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου χορηγείται από την οικεία αρχή που είναι αρμόδια για τους τύπους οντοτήτων ή τους τύπους μηχανισμών. Μόλις παραλάβει την αίτηση, η αρμόδια αρχή ειδοποιεί την ΕΑΚΑΑ και την ΕΑΑΕΣ. Εντός 30 ημερολογιακών ημερών από την παραλαβή της ειδοποίησης η ΕΑΚΑΑ, κατόπιν διαβούλευσης με την ΕΑΑΕΣ, εκδίδει γνώμη με την οποία αξιολογεί τη συμμόρφωση του τύπου οντοτήτων ή του τύπου μηχανισμών με το άρθρο 2 σημείο 10 στοιχείο γ) ή δ), καθώς και τους λόγους που αιτιολογούν την εξαίρεση λόγω των δυσχερειών να τηρηθούν οι απαιτήσεις κάλυψης του περιθωρίου διαφορών αποτίμησης. Η αρμόδια αρχή χορηγεί την εξαίρεση μόνον σε περίπτωση που πεισθεί απόλυτα ότι ο τύπος οντοτήτων ή ο τύπος μηχανισμών συμμορφώνεται με το άρθρο 2 σημείο 10 στοιχείο γ) ή δ) και ότι συναντούν δυσχέρειες να τηρήσουν τις απαιτήσεις κάλυψης του περιθωρίου διαφορών αποτίμησης. Η αρμόδια αρχή λαμβάνει απόφαση εντός δέκα εργάσιμων ημερών μετά την παραλαβή της γνώμης της ΕΑΚΑΑ, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την γνώμη αυτή. Εάν η αρμόδια αρχή δεν συμφωνεί με την γνώμη της ΕΑΚΑΑ, η απόφασή της περιέχει πλήρη αιτιολόγηση και παρέχει επεξήγηση κάθε τυχόν σημαντικής απόκλισης από τη γνώμη αυτή.

Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον ιστότοπό της κατάλογο των τύπων οντοτήτων και τύπων μηχανισμών που προβλέπονται στο άρθρο 2 σημείο 10 στοιχεία γ) και δ), στους οποίους χορηγήθηκε εξαίρεση σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο. Για να ενισχύσει περαιτέρω τη συνεκτικότητα των αποτελεσμάτων της εποπτείας, η ΕΑΚΑΑ διενεργεί επανεξέταση από ομολόγους για τις οντότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο σε ετήσια βάση σύμφωνα με το άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

3.  
Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ο οποίος έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος εγκατάστασής του για την παροχή υπηρεσιών εκκαθάρισης, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους πριν εγκρίνει η Επιτροπή όλα τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα σύμφωνα με τα άρθρα 4, 5, 8, έως 11, 16, 18, 25, 26, 29, 34, 41, 42, 44, 45, 46, 47, 49, 56 και 81, υποβάλλει αίτηση χορήγησης άδειας δυνάμει του άρθρου 14 για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού εντός έξι μηνών από έναρξη ισχύος όλων των κανονιστικών τεχνικών προτύπων, δυνάμει των άρθρων 16, 25, 26, 29, 34, 41, 42, 44, 45, 47 και 49.

Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα, ο οποίος έχει αναγνωριστεί για να παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης σε κράτος μέλος σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους πριν εγκρίνει η Επιτροπή όλα τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα σύμφωνα με τα άρθρα 16, 26, 29, 34, 41, 42, 44, 45, 47 και 49, υποβάλλει αίτηση αναγνώρισης δυνάμει του άρθρου 25 για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού εντός έξι μηνών από την έναρξη ισχύος όλων των κανονιστικών τεχνικών προτύπων, δυνάμει των άρθρων 16, 26, 29, 34, 41, 42, 44, 45, 47 και 49.

▼M14

3α.  
Η ΕΑΚΑΑ δεν ασκεί τις εξουσίες της δυνάμει του άρθρου 25 παράγραφοι 2α, 2β και 2γ έως την ημερομηνία έναρξης ισχύος της κατ' εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2α δεύτερο εδάφιο και στο άρθρο 25α παράγραφος 3 και, σε σχέση με τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους για τους οποίους η ΕΑΚΑΑ δεν έχει εκδώσει απόφαση περί αναγνωρίσεως σύμφωνα με το άρθρο 25 πριν από την 1η Ιανουαρίου 2020, έως την ημερομηνία έναρξης ισχύος της σχετικής εκτελεστικής πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 6.
3β.  
Η ΕΑΚΑΑ συγκροτεί και διαχειρίζεται σώμα σύμφωνα με το άρθρο 25γ, για όλους τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που έχουν αναγνωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 25 πριν από την 1η Ιανουαρίου 2020 εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της κατ' εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2α δεύτερο εδάφιο.
3γ.  
Η ΕΑΚΑΑ επανεξετάζει τις αποφάσεις αναγνώρισης που εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 25 παράγραφος 1 πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων του άρθρου 25 παράγραφος 2α δεύτερο εδάφιο και του άρθρου 25α παράγραφος 3 εντός δεκαοκτώ μηνών από την ημερομηνία έναρξη ισχύος της κατ' εξουσιοδότηση πράξης που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 2α δεύτερο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 5.

Όταν, μετά από την επανεξέταση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, η ΕΑΚΑΑ κρίνει ότι ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που έχει αναγνωριστεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 2020 θα πρέπει να καταταγεί στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους της κατηγορίας 2, σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2α, η ΕΑΚΑΑ καθορίζει κατάλληλη περίοδο προσαρμογής που δεν υπερβαίνει τους δεκαοκτώ μήνες, εντός της οποίας ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος πρέπει να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25 παράγραφος 2β. Η ΕΑΚΑΑ δύναται να παρατείνει την περίοδο προσαρμογής κατά έξι επιπλέον μήνες κατ' ανώτατο όριο, μετά από αιτιολογημένο αίτημα του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου ή οποιασδήποτε από τις αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των εκκαθαριστικών μελών που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση, όταν η επέκταση αυτή δικαιολογείται από εξαιρετικές περιστάσεις και από τις επιπτώσεις για τα εκκαθαριστικά μέλη που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση.

▼B

4.  
Έως ότου ληφθεί απόφαση δυνάμει του παρόντος κανονισμού σχετικά με τη χορήγηση άδειας σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή την αναγνώρισή του, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι αντίστοιχοι εθνικοί κανόνες περί χορήγησης άδειας και αναγνώρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος συνεχίζει να εποπτεύεται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εγκατάστασης ή αναγνώρισής του.
5.  
Όταν αρμόδια αρχή έχει χορηγήσει άδεια σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο για την εκκαθάριση δεδομένης κατηγορίας παραγώγων σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους πριν εγκρίνει η Επιτροπή όλα τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα σύμφωνα με τα άρθρα 16, 26, 29, 34, 41, 42, 45, 47 και 49, η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους γνωστοποιεί στην ΕΑΚΑΑ τη χορήγηση της άδειας εντός ενός μηνός από την έναρξη ισχύος των κανονιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1.

Όταν αρμόδια αρχή έχει αναγνωρίσει κεντρικό αντισυμβαλλόμενο εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα για την παροχή υπηρεσιών εκκαθάρισης σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους πριν εγκρίνει η Επιτροπή όλα τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα σύμφωνα με τα άρθρα 16, 26, 29, 34, 41, 42, 45, 47 και 49, η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους γνωστοποιεί στην ΕΑΚΑΑ την αναγνώριση αυτή εντός ενός μηνός από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των κανονιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1.

▼M13

5α.  

Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου που προβλέπεται στο άρθρο 497 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο περιλαμβάνει στις πληροφορίες που υποβάλλει σύμφωνα με το άρθρο 50γ παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού το συνολικό ποσό του αρχικού περιθωρίου, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 140) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, το οποίο έχει εισπράξει από τα εκκαθαριστικά μέλη του, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν έχει κεφάλαιο εκκαθάρισης,

β) 

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν διαθέτει δεσμευτική συμφωνία με τα εκκαθαριστικά μέλη του η οποία να του επιτρέπει να χρησιμοποιεί το σύνολο ή μέρος του αρχικού περιθωρίου που εισπράττει από τα εν λόγω εκκαθαριστικά μέλη σαν να ήταν προκαταβεβλημένες συνεισφορές.

▼B

6.  
Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών που έλαβε άδεια ή εγγράφηκε στο κράτος μέλος εγκατάστασής του προκειμένου να συγκεντρώνει και να τηρεί τα αρχεία παραγώγων σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους πριν εγκρίνει η Επιτροπή όλα τα κανονιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα σύμφωνα με τα άρθρα 9, 56 και 81, υποβάλλει αίτηση εγγραφής δυνάμει του άρθρου 55 εντός έξι μηνών από την έναρξη ισχύος των εν λόγω κανονιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων.

Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών που είναι εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα και έλαβε άδεια να συγκεντρώνει και να τηρεί τα αρχεία παραγώγων κράτους μέλους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους πριν εγκρίνει η Επιτροπή όλα τα κανονιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα σύμφωνα με τα άρθρα 9, 56 και 81, υποβάλλει αίτηση αναγνώρισης δυνάμει του άρθρου 77 εντός έξι μηνών από την έναρξη ισχύος των εν λόγω κανονιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων.

7.  
Έως ότου ληφθεί απόφαση δυνάμει του παρόντος κανονισμού σχετικά με την εγγραφή ή την αναγνώριση του αρχείου καταγραφής συναλλαγών, εξακολουθούν να ισχύουν οι αντίστοιχοι εθνικοί κανόνες περί χορήγησης άδειας, εγγραφής και αναγνώρισης των αρχείων καταγραφής συναλλαγών και το αρχείο καταγραφής συναλλαγών συνεχίζει να εποπτεύεται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εγκατάστασης ή αναγνώρισής του.
8.  
Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών που έλαβε άδεια ή αναγνωρίστηκε στο κράτος μέλος εγκατάστασής του προκειμένου να συγκεντρώνει και να τηρεί τα αρχεία παραγώγων σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους πριν εγκρίνει η Επιτροπή όλα τα κανονιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα σύμφωνα με τα άρθρα 56 και 81, μπορεί να χρησιμοποιείται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αναφοράς δυνάμει του άρθρου 9 έως ότου ληφθεί απόφαση σχετικά με την εγγραφή του αρχείου καταγραφής συναλλαγών σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Το αρχείο καταγραφής συναλλαγών που είναι εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα και έλαβε άδεια προκειμένου να συγκεντρώνει και να τηρεί τα αρχεία παραγώγων σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία κράτους μέλους πριν εγκρίνει η Επιτροπή όλα τα κανονιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα σύμφωνα με τα άρθρα 56 και 81, μπορεί να χρησιμοποιείται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αναφοράς δυνάμει του άρθρου 9 έως ότου ληφθεί απόφαση σχετικά με την αναγνώριση του αρχείου καταγραφής συναλλαγών σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

9.  
Παρά το άρθρο 81 παράγραφος 3 στοιχείο στ), εφόσον δεν υφίσταται διεθνής συμφωνία μεταξύ τρίτης χώρας και της Ένωσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 75, το αρχείο καταγραφής συναλλαγών μπορεί να θέτει τις αναγκαίες πληροφορίες στη διάθεση των σχετικών αρχών της συγκεκριμένης τρίτης χώρας έως τις 17 Αυγούστου 2013, υπό την προϋπόθεση ότι τις κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ.

▼M14

Άρθρο 90

Προσωπικό και πόροι της ΕΑΚΑΑ

Έως τις 2 Ιανουαρίου 2022, η ΕΑΚΑΑ προβαίνει σε αποτίμηση των αναγκών σε προσωπικό και πόρους τις οποίες συνεπάγεται η ανάληψη των εξουσιών και καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

▼B

Άρθρο 91

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Κατάλογος των παραβάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 65 παράγραφος 1

I. 

Παραβάσεις που αφορούν οργανωτικές απαιτήσεις ή συγκρούσεις συμφερόντων:

α) 

αρχείο καταγραφής συναλλαγών παραβαίνει το άρθρο 78 παράγραφος 1 όταν δεν διαθέτει άρτιο πλαίσιο διακυβέρνησης, που περιλαμβάνει σαφή οργανωτική δομή με ευκρινείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, καθώς και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων ορθών διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών, που εμποδίζουν τη δημοσιοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών·

β) 

αρχείο καταγραφής συναλλαγών παραβαίνει το άρθρο 78 παράγραφος 2 εάν δεν τηρεί ή εφαρμόζει αποτελεσματικές γραπτές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις, προκειμένου να εντοπίζει και να διαχειρίζεται πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των διοικητικών στελεχών, των υπαλλήλων του και κάθε προσώπου που συνδέεται μαζί τους, άμεσα ή έμμεσα, με σχέση στενών δεσμών·

γ) 

αρχείο καταγραφής συναλλαγών παραβαίνει το άρθρο 78 παράγραφος 3 εάν δεν εφαρμόζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες, επαρκείς για να εξασφαλίζεται η συμμόρφωσή του, συμπεριλαμβανομένης της συμμόρφωσης των διοικητικών στελεχών και των υπαλλήλων του, με όλες τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού·

δ) 

αρχείο καταγραφής συναλλαγών παραβαίνει το άρθρο 78 παράγραφος 4 εάν δεν τηρεί ή εφαρμόζει κατάλληλη οργανωτική δομή, ώστε να διασφαλίζονται η συνέχεια και η εύρυθμη λειτουργία του αρχείου καταγραφής συναλλαγών κατά την παροχή των υπηρεσιών και την άσκηση των δραστηριοτήτων του·

ε) 

αρχείο καταγραφής συναλλαγών παραβαίνει το άρθρο 78 παράγραφος 5 εάν δεν διαχωρίζει λειτουργικά τις επικουρικές υπηρεσίες του από το καθήκον του για κεντρική συγκέντρωση και τήρηση των αρχείων παραγώγων·

στ) 

αρχείο καταγραφής συναλλαγών παραβαίνει το άρθρο 78 παράγραφος 6 εάν δεν μεριμνά ώστε τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του και τα μέλη του συμβουλίου να διαθέτουν τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας και πείρας για να διασφαλίζεται η χρηστή και συνετή διαχείριση του αρχείου καταγραφής συναλλαγών·

ζ) 

αρχείο καταγραφής συναλλαγών παραβαίνει το άρθρο 78 παράγραφος 7 εάν δεν προβλέπει αντικειμενικές προϋποθέσεις πρόσβασης και συμμετοχής, χωρίς διακρίσεις, οι οποίες δημοσιοποιούνται, όσον αφορά τους παρόχους υπηρεσιών και τις επιχειρήσεις που υπόκεινται στην υποχρέωση αναφοράς δυνάμει του άρθρου 9·

η) 

αρχείο καταγραφής συναλλαγών παραβαίνει το άρθρο 78 παράγραφος 8 εάν δεν δημοσιοποιεί τις τιμές και τα τέλη για τις υπηρεσίες που παρέχονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, εάν δεν επιτρέπει στις κοινοποιούσες οντότητες χωριστή πρόσβαση στις διάφορες υπηρεσίες ή εάν χρεώνει τιμές και τέλη που δεν σχετίζονται με το κόστος;

▼M12

θ) 

το αρχείο καταγραφής συναλλαγών παραβαίνει το άρθρο 78 παράγραφος 9 στοιχείο α) λόγω μη θέσπισης κατάλληλων διαδικασιών για τον έλεγχο της αποτελεσματικής συμφωνίας των δεδομένων μεταξύ των αρχείων καταγραφής συναλλαγών·

ι) 

το αρχείο καταγραφής συναλλαγών παραβαίνει το άρθρο 78 παράγραφος 9 στοιχείο β) λόγω μη θέσπισης κατάλληλων διαδικασιών προκειμένου να επαληθεύεται η πληρότητα και η ορθότητα των υποβαλλόμενων δεδομένων ·

ια) 

το αρχείο καταγραφής συναλλαγών παραβαίνει το άρθρο 78 παράγραφος 9 στοιχείο γ) λόγω μη θέσπισης κατάλληλων πολιτικών για την ομαλή μεταφορά δεδομένων σε άλλα αρχεία καταγραφής συναλλαγών εφόσον ζητηθεί από τους αντισυμβαλλομένους και τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που αναφέρονται στο άρθρο 9 ή εάν αυτό είναι αναγκαίο για οιονδήποτε άλλο λόγο.

▼B

II. 

Παραβάσεις που αφορούν λειτουργικές απαιτήσεις:

α) 

αρχείο καταγραφής συναλλαγών παραβαίνει το άρθρο 79 παράγραφος 1 εάν δεν εντοπίζει πηγές λειτουργικού κινδύνου ή δεν ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο, με την ανάπτυξη κατάλληλων συστημάτων, ελέγχων και διαδικασιών·

β) 

αρχείο καταγραφής συναλλαγών παραβαίνει το άρθρο 79 παράγραφος 2 εάν δεν διαμορφώνει, εφαρμόζει και διατηρεί κατάλληλη πολιτική αδιάλειπτης λειτουργίας και σχέδιο αποκατάστασης λειτουργίας μετά από καταστροφή, με σκοπό να διασφαλίσει τη διατήρηση των λειτουργιών του, την έγκαιρη αποκατάσταση των εργασιών και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του αρχείου καταγραφής συναλλαγών·

γ) 

αρχείο καταγραφής συναλλαγών παραβαίνει το άρθρο 80 παράγραφος 1 εάν δεν διασφαλίζει την εμπιστευτικότητα, την ακεραιότητα ή την προστασία των πληροφοριών που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 9·

δ) 

αρχείο καταγραφής συναλλαγών παραβαίνει το άρθρο 80 παράγραφος 2 εάν χρησιμοποιεί τα δεδομένα που λαμβάνει σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό για εμπορικούς σκοπούς χωρίς οι σχετικοί αντισυμβαλλόμενοι να έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους·

ε) 

αρχείο καταγραφής συναλλαγών παραβαίνει το άρθρο 80 παράγραφος 3 εάν δεν καταγράφει πάραυτα τις πληροφορίες τις οποίες λαμβάνει δυνάμει του άρθρου 9, ή εάν δεν τις διατηρεί τουλάχιστον επί δεκαετία από τη λήξη των σχετικών συμβάσεων, ή εάν δεν χρησιμοποιεί ταχείες και αποδοτικές διαδικασίες τήρησης αρχείου για την τεκμηρίωση των αλλαγών στις καταγεγραμμένες πληροφορίες·

στ) 

αρχείο καταγραφής συναλλαγών παραβαίνει το άρθρο 80 παράγραφος 4 εάν δεν υπολογίζει τις θέσεις ανά κατηγορία παραγώγων και ανά κοινοποιούσα οντότητα, με βάση τις λεπτομέρειες των συμβάσεων παραγώγων οι οποίες αναφέρονται σύμφωνα με το άρθρο 9·

ζ) 

αρχείο καταγραφής συναλλαγών παραβαίνει το άρθρο 80 παράγραφος 5 εάν δεν επιτρέπει στα μέρη μιας σύμβασης να έχουν έγκαιρη πρόσβαση στις πληροφορίες που αφορούν τη σύμβαση αυτή και να τις διορθώνουν·

η) 

αρχείο καταγραφής συναλλαγών παραβαίνει το άρθρο 80 παράγραφος 6 εάν δεν λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για να αποφεύγεται η κακή χρήση των πληροφοριών που διατηρεί στα συστήματά του.

III. 

Παραβάσεις που αφορούν τη διαφάνεια και τη διαθεσιμότητα των πληροφοριών:

α) 

αρχείο καταγραφής συναλλαγών παραβαίνει το άρθρο 81 παράγραφος 1 εάν δεν δημοσιεύει τακτικά και με προσβάσιμο τρόπο συνολικές θέσεις ανά κατηγορία παραγώγων για τις συμβάσεις οι οποίες του κοινοποιούνται·

β) 

αρχείο καταγραφής συναλλαγών παραβαίνει το άρθρο 81 παράγραφος 2 εάν δεν παρέχει στις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 81 παράγραφος 3 απευθείας και άμεση πρόσβαση στις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τις συμβάσεις παραγώγων ώστε να μπορούν να εκπληρώσουν τις αντίστοιχες υποχρεώσεις και εντολές τους.

IV. 

Παραβάσεις που αφορούν εμπόδια στις εποπτικές δραστηριότητες:

α) 

αρχείο καταγραφής συναλλαγών παραβαίνει το άρθρο 61 παράγραφος 1 εάν παράσχει ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες ως απάντηση σε απλή αίτηση πληροφοριών της ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 2 ή ως απάντηση σε απόφαση της ΕΑΚΑΑ με την οποία ζητούνται πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 3·

β) 

αρχείο καταγραφής συναλλαγών παρέχει ανακριβείς ή παραπλανητικές απαντήσεις στις ερωτήσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο γ)·

γ) 

αρχείο καταγραφής συναλλαγών δεν συμμορφώνεται εγκαίρως με εποπτικό μέτρο που έχει εγκρίνει η ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 73·

▼M12

δ) 

το αρχείο καταγραφής συναλλαγών παραβαίνει το άρθρο 55 παράγραφος 4 λόγω μη κοινοποίησης στην ΕΑΚΑΑ σε εύθετο χρόνο τυχόν ουσιωδών αλλαγών στους όρους καταχώρισής του.

▼B




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Κατάλογος των συντελεστών που συνδέονται με επιβαρυντικούς ή ελαφρυντικούς παράγοντες για την εφαρμογή του άρθρου 65 παράγραφος 3

Οι ακόλουθοι συντελεστές εφαρμόζονται, σωρευτικά, στα βασικά ποσά που αναφέρονται στο άρθρο 65 παράγραφος 2:

I. 

Συντελεστές προσαρμογής που συνδέονται με επιβαρυντικούς παράγοντες:

α) 

εάν η παράβαση έχει διαπραχθεί κατ’ επανάληψη, για κάθε φορά που επαναλαμβάνεται, εφαρμόζεται πρόσθετος συντελεστής 1,1·

β) 

εάν η παράβαση έχει διαπραχθεί για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών, εφαρμόζεται συντελεστής 1,5·

γ) 

εάν η παράβαση αποκάλυψε συστημικές αδυναμίες στην οργάνωση του αρχείου καταγραφής συναλλαγών, ιδίως δε στις διαδικασίες του, στα συστήματα διαχείρισης ή στους εσωτερικούς ελέγχους, εφαρμόζεται συντελεστής 2,2·

δ) 

εάν η παράβαση έχει αρνητικές συνέπειες στην ποιότητα των τηρούμενων δεδομένων, εφαρμόζεται συντελεστής 1,5·

ε) 

εάν η παράβαση έχει διαπραχθεί εκ προθέσεως, εφαρμόζεται συντελεστής 2·

στ) 

εάν δεν έχουν ληφθεί διορθωτικά μέτρα μετά τον εντοπισμό της παράβασης, εφαρμόζεται συντελεστής 1,7·

ζ) 

εάν τα ανώτατα διοικητικά στελέχη του αρχείου καταγραφής συναλλαγών δεν συνεργάστηκε με την ΕΑΚΑΑ στη διεξαγωγή των ερευνών της, εφαρμόζεται συντελεστής προσαρμογής 1,5.

II. 

Συντελεστές προσαρμογής που συνδέονται με ελαφρυντικούς παράγοντες:

α) 

εάν η παράβαση διεπράχθη για διάστημα μικρότερο των 10 εργάσιμων ημερών, εφαρμόζεται συντελεστής 0,9·

β) 

εάν τα ανώτατα διοικητικά στελέχη του αρχείου καταγραφής συναλλαγών μπορούν να αποδείξουν ότι έλαβαν όλα τα απαιτούμενα μέτρα για την αποφυγή της παράβασης, εφαρμόζεται συντελεστής 0,7·

γ) 

εάν το αρχείο καταγραφής συναλλαγών ενημέρωσε την ΕΑΚΑΑ για την παράβαση με ταχύτητα, αποτελεσματικότητα και πληρότητα, εφαρμόζεται συντελεστής 0,4·

δ) 

εάν το αρχείο καταγραφής συναλλαγών έλαβε εθελοντικά μέτρα ώστε να εξασφαλισθεί ότι παρόμοια παράβαση δεν θα μπορεί να διαπραχθεί στο μέλλον, εφαρμόζεται συντελεστής προσαρμογής 0,6.

▼M14




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Κατάλογος των παραβάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 25ι παράγραφος 1

I. 

Παραβάσεις που αφορούν κεφαλαιακές απαιτήσεις:

α) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 16 παράγραφος 1 εάν δεν κατέχει πάγιο και διαθέσιμο αρχικό κεφάλαιο ύψους τουλάχιστον 7,5 εκατομμυρίων EUR,

β) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας παραβαίνει το άρθρο 16 παράγραφος 2 εάν δεν διαθέτει κεφάλαιο, περιλαμβανομένων των αδιανέμητων κερδών και των αποθεματικών, το οποίο είναι ανάλογο του κινδύνου που απορρέει από τις δραστηριότητές του και επαρκεί ανά πάσα στιγμή για τη διασφάλιση εύτακτου τερματισμού της λειτουργίας ή αναδιάρθρωσης των δραστηριοτήτων αυτών, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, όπως και για την επαρκή προστασία του κεντρικού αντισυμβαλλομένου έναντι πιστωτικών κινδύνων, κινδύνων αντισυμβαλλομένου, κινδύνων αγοράς, λειτουργικών κινδύνων, νομικών κινδύνων και επιχειρηματικών κινδύνων που δεν καλύπτονται ήδη από συγκεκριμένους χρηματοοικονομικούς πόρους, όπως αναφέρεται στα άρθρα 41 έως 44.

II. 

Παραβάσεις που αφορούν οργανωτικές απαιτήσεις ή συγκρούσεις συμφερόντων:

α) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 26 παράγραφος 1 εάν δεν διαθέτει άρτιο πλαίσιο διακυβέρνησης που περιλαμβάνει σαφή οργανωτική δομή με ευκρινείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί, καθώς και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, περιλαμβανομένων ορθών διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών,

β) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 26 παράγραφος 2 εάν δεν εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες επαρκώς αποτελεσματικές ώστε να εξασφαλίζεται συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένης της συμμόρφωσης των διοικητικών στελεχών και των υπαλλήλων του,

γ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 26 παράγραφος 3 εάν δεν διατηρεί ή εφαρμόζει οργανωτική δομή η οποία διασφαλίζει τη συνέχεια και την εύρυθμη λειτουργία κατά την παροχή των υπηρεσιών και την άσκηση των δραστηριοτήτων του ή εάν δεν χρησιμοποιεί κατάλληλα και ανάλογα συστήματα, πόρους ή διαδικασίες,

δ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 26 παράγραφος 4 εάν δεν διατηρεί σαφή διαχωρισμό μεταξύ των γραμμών αναφοράς σε σχέση με τη διαχείριση κινδύνου, αφενός, και όσον αφορά άλλες εργασίες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, αφετέρου,

ε) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 26 παράγραφος 5 εάν δεν υιοθετεί, εφαρμόζει και διατηρεί πολιτική αποδοχών η οποία προωθεί την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων και η οποία δεν δημιουργεί κίνητρα χαλάρωσης των προτύπων κινδύνου,

στ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 26 παράγραφος 6 εάν δεν διατηρεί συστήματα τεχνολογίας των πληροφοριών κατάλληλα για τη διαχείριση της πολυπλοκότητας, της ποικιλίας και των ειδών των παρεχόμενων υπηρεσιών και των ασκούμενων δραστηριοτήτων, ώστε να κατοχυρώνονται υψηλά επίπεδα ασφαλείας, καθώς και η ακεραιότητα και η εμπιστευτικότητα των διατηρούμενων πληροφοριών,

ζ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 26 παράγραφος 7 εάν δεν θέτει δωρεάν στη διάθεση του κοινού τις ρυθμίσεις διακυβέρνησής του, τους κανόνες που διέπουν τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή τα κριτήρια αποδοχής εκκαθαριστικών μελών,

η) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 26 παράγραφος 8 εάν δεν υπόκειται σε συχνούς και ανεξάρτητους ελέγχους ή εάν δεν γνωστοποιεί τα αποτελέσματα των εν λόγω ελέγχων στο συμβούλιο ή δεν θέτει τα αποτελέσματα αυτά στη διάθεση της ΕΑΚΑΑ,

θ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 27 παράγραφος 1 ή το άρθρο 27 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο εάν δεν μεριμνά ώστε τα ανώτατα διοικητικά στελέχη του και τα μέλη του συμβουλίου να διαθέτουν επαρκή καλή φήμη και πείρα ώστε να διασφαλίζεται η χρηστή και συνετή διαχείριση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου,

ι) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 27 παράγραφος 2 εάν δεν διασφαλίζει ότι τουλάχιστον το ένα τρίτο, και όχι λιγότερα από δύο, από τα μέλη του συμβουλίου κεντρικού αντισυμβαλλομένου είναι ανεξάρτητα, ή εάν δεν προσκαλούνται οι εκπρόσωποι των πελατών των εκκαθαριστικών μελών στις συνεδριάσεις του συμβουλίου για ζητήματα που σχετίζονται με τα άρθρα 38 και 39, ή εάν η αμοιβή των ανεξάρτητων και των λοιπών μη εκτελεστικών μελών του συμβουλίου συνδέεται με τις επιχειρηματικές επιδόσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου,

ια) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 27 παράγραφος 3 εάν δεν καθορίζει σαφώς τους ρόλους και τις αρμοδιότητες του συμβουλίου ή εάν δεν θέτει στη διάθεση της ΕΑΚΑΑ ή των ελεγκτών τα πρακτικά των συνεδριάσεων του συμβουλίου,

ιβ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 28 παράγραφος 1 εάν δεν συγκροτεί επιτροπή κινδύνου, ή εάν η εν λόγω επιτροπή κινδύνου δεν απαρτίζεται από εκπροσώπους των εκκαθαριστικών μελών του, από ανεξάρτητα μέλη του συμβουλίου και από εκπροσώπους των πελατών του, ή εάν η επιτροπή κινδύνου συγκροτείται κατά τρόπο ώστε μια από τις εν λόγω ομάδες εκπροσώπων να διαθέτει πλειοψηφία στην επιτροπή κινδύνου, ή εάν δεν ενημερώνει δεόντως την ΕΑΚΑΑ για τις δραστηριότητες και αποφάσεις της επιτροπής κινδύνου, σε περίπτωση που η ΕΑΚΑΑ έχει ζητήσει να της παρέχεται η δέουσα ενημέρωση,

ιγ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 28 παράγραφος 2 εάν δεν καθορίζει σαφώς την εντολή, τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης για την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της, τις λειτουργικές διαδικασίες, τα κριτήρια αποδοχής των μελών ή τον μηχανισμό εκλογής των μελών της επιτροπής κινδύνου, ή εάν δεν δημοσιοποιεί τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης, ή εάν δεν προβλέπει ότι στην επιτροπή κινδύνου προεδρεύει ανεξάρτητο μέλος του συμβουλίου και ότι η επιτροπή κινδύνου αναφέρεται απευθείας στο συμβούλιο και πραγματοποιεί τακτικές συνεδριάσεις,

ιδ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 28 παράγραφος 3 εάν δεν παρέχει τη δυνατότητα στην επιτροπή κινδύνου να συμβουλεύει το συμβούλιο όσον αφορά κάθε ρύθμιση η οποία ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στη διαχείριση κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ή εάν δεν καταβάλλει εύλογες προσπάθειες για διαβούλευση με την επιτροπή κινδύνου όσον αφορά εξελίξεις που επιδρούν στη διαχείριση κινδύνου σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης,

ιε) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 28 παράγραφος 5 εάν δεν ενημερώνει πάραυτα την ΕΑΚΑΑ σχετικά με κάθε απόφαση όπου το συμβούλιο αποφασίζει να μην ακολουθήσει τις συμβουλές της επιτροπής κινδύνου,

ιστ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 29 παράγραφος 1 εάν δεν διατηρεί όλα τα αρχεία που αφορούν τις παρασχεθείσες υπηρεσίες και τις ασκηθείσες δραστηριότητες από τον εν λόγω κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών, τα οποία απαιτούνται ώστε να είναι σε θέση η ΕΑΚΑΑ να παρακολουθεί τη συμμόρφωση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου προς τον παρόντα κανονισμό,

ιζ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 29 παράγραφος 2 εάν δεν διατηρεί, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών από τη λήξη μιας σύμβασης, όλες τις πληροφορίες για όλες τις συμβάσεις που έχει διεκπεραιώσει, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό των αρχικών όρων μιας συναλλαγής, πριν αυτή εκκαθαριστεί από τον σχετικό κεντρικό αντισυμβαλλόμενο,

ιη) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 29 παράγραφος 3 εάν δεν θέτει στη διάθεση της ΕΑΚΑΑ και των σχετικών μελών του ΕΣΚΤ, κατόπιν αιτήματος, τα αρχεία και τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 29 παράγραφοι 1 και 2, ή όλες τις πληροφορίες σχετικά με τις θέσεις των συμβάσεων που εκκαθαρίστηκαν, ανεξαρτήτως του τόπου όπου εκτελέστηκαν οι συναλλαγές,

ιθ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 30 παράγραφος 1 εάν δεν γνωστοποιηθεί στην ΕΑΚΑΑ -ή η γνωστοποίηση είναι ψευδής ή ελλιπής- η ταυτότητα των μετόχων ή των μελών του, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για άμεσους ή έμμεσους, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που κατέχουν ειδικές συμμετοχές, ή το ύψος των εν λόγω ειδικών συμμετοχών,

κ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 30 παράγραφος 4 εάν επιτρέπει στα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 30 παράγραφος 1 να ασκούν επιρροή η οποία είναι δυνατόν να αποβεί εις βάρος της χρηστής και συνετής διαχείρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου,

κα) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 31 παράγραφος 1 εάν δεν κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ -ή η κοινοποίηση είναι ψευδής ή ελλιπής- κάθε μεταβολή στη διοίκησή του ή δεν παρέχει στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εκτιμήσει τη συμμόρφωση με το άρθρο 27 παράγραφος 1 ή με το άρθρο 27 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο,

κβ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 33 παράγραφος 1 εάν δεν διατηρεί ή εφαρμόζει αποτελεσματικές γραπτές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις, προκειμένου να εντοπίζει ή να διαχειρίζεται πιθανή σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ του ιδίου, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών στελεχών και των υπαλλήλων του ή κάθε προσώπου που συνδέεται μαζί τους με σχέση άμεσου ή έμμεσου ελέγχου ή με άμεσους ή έμμεσους στενούς δεσμούς, και των εκκαθαριστικών μελών του ή των πελατών τους που είναι γνωστοί στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ή εάν δεν διατηρεί ή εφαρμόζει κατάλληλες διαδικασίες με σκοπό την επίλυση πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων,

κγ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 33 παράγραφος 2 εάν δεν γνωστοποιεί σαφώς, στο εκκαθαριστικό μέλος ή σε ενδιαφερόμενο πελάτη του εν λόγω εκκαθαριστικού μέλους ο οποίος είναι γνωστός στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, τη γενική φύση ή τις πηγές συγκρούσεων συμφερόντων, προτού δεχτεί νέες συναλλαγές από το εν λόγω εκκαθαριστικό μέλος, εάν οι οργανωτικές ή διοικητικές ρυθμίσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου για τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων δεν επαρκούν για να εξασφαλιστεί, με εύλογη βεβαιότητα, η πρόληψη των κίνδυνων να επηρεαστούν αρνητικά τα συμφέροντα εκκαθαριστικού μέλους ή πελάτη,

κδ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 33 παράγραφος 3 εάν οι γραπτές ρυθμίσεις του δεν λαμβάνουν υπόψη οποιεσδήποτε περιστάσεις, τις οποίες γνωρίζει ή θα έπρεπε να γνωρίζει, και οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν σύγκρουση συμφερόντων ως αποτέλεσμα της δομής και των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων άλλων επιχειρήσεων με τις οποίες έχει σχέση μητρικής ή θυγατρικής επιχείρησης,

κε) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 33 παράγραφος 5 εάν δεν λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο, προκειμένου να αποφευχθεί η κατάχρηση των πληροφοριών που διατηρούνται στα συστήματά του, ή δεν αποφεύγει τη χρήση των εν λόγω πληροφοριών για άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες, ή τη χρήση για εμπορικούς σκοπούς, από φυσικό πρόσωπο που έχει στενή σχέση με έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή νομικό πρόσωπο που έχει σχέση μητρικής ή θυγατρικής επιχείρησης με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, εμπιστευτικών πληροφοριών που καταγράφηκαν στον εν λόγω κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση από τον πελάτη στον οποίο ανήκουν οι εμπιστευτικές πληροφορίες αυτές,

κστ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 36 παράγραφος 1 εάν δεν ενεργεί με εντιμότητα και επαγγελματισμό, ώστε να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των εκκαθαριστικών μελών του και των πελατών τους,

κζ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 36 παράγραφος 2 εάν δεν διαθέτει προσιτούς, διαφανείς και δίκαιους κανόνες για τον γρήγορο χειρισμό των παραπόνων,

κη) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 37 παράγραφος 1 ή 2 εάν χρησιμοποιεί, σε συνεχή βάση, μεροληπτικά, αδιαφανή ή υποκειμενικά κριτήρια αποδοχής, ή εάν δεν διασφαλίζει διαφορετικά ισότιμη και ανοικτή πρόσβαση στον εν λόγω κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, σε συνεχή βάση, ή εάν δεν κατοχυρώνει, σε συνεχή βάση, ότι τα εκκαθαριστικά μέλη του διαθέτουν επαρκείς χρηματοοικονομικούς πόρους και επιχειρησιακή ικανότητα για να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή στον συγκεκριμένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ή εάν δεν προβαίνει σε συνολική επανεξέταση της συμμόρφωσης των εκκαθαριστικών μελών του, σε ετήσια βάση,

κθ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 37 παράγραφος 4 εάν δεν διαθέτει αντικειμενικές και διαφανείς διαδικασίες για την αναστολή και την ομαλή αποχώρηση των εκκαθαριστικών μελών τα οποία δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 1,

λ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 37 παράγραφος 5 εάν αρνηθεί την πρόσβαση εκκαθαριστικού μέλους, το οποίο πληροί τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 1, χωρίς δέουσα γραπτή αιτιολόγηση της άρνησης και βάσει συνολικής ανάλυσης κινδύνου,

λα) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 38 παράγραφος 1 εάν δεν επιτρέπει στους πελάτες των εκκαθαριστικών μελών του χωριστή πρόσβαση στις διάφορες παρεχόμενες υπηρεσίες,

λβ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 39 παράγραφος 7 εάν δεν προσφέρει τα διάφορα επίπεδα διαχωρισμού, που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο, υπό εύλογους εμπορικούς όρους.

III. 

Παραβάσεις που αφορούν λειτουργικές απαιτήσεις:

α) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 34 παράγραφος 1 εάν δεν διαμορφώνει, εφαρμόζει και διατηρεί κατάλληλη πολιτική αδιάλειπτης λειτουργίας και σχέδιο αποκατάστασης λειτουργίας μετά από καταστροφή, με σκοπό να διασφαλίσει τη διατήρηση των λειτουργιών του, την έγκαιρη αποκατάσταση των εργασιών και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η οποία επιτρέπει τουλάχιστον την αποκατάσταση όλων των συναλλαγών κατά τη στιγμή της διακοπής, ώστε να είναι σε θέση ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να εξακολουθήσει να λειτουργεί με ασφάλεια και να ολοκληρώσει τον διακανονισμό στην καθορισμένη ημερομηνία,

β) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 34 παράγραφος 2 εάν δεν θεσπίζει, εφαρμόζει και διατηρεί μια κατάλληλη διαδικασία με σκοπό να εξασφαλίζει τον έγκαιρο και εύρυθμο διακανονισμό ή τη μεταφορά των περιουσιακών στοιχείων και των θέσεων των πελατών και των εκκαθαριστικών μελών, σε περίπτωση ανάκλησης της αναγνώρισης λόγω απόφασης δυνάμει του άρθρου 25,

γ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 35 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο εάν αναθέτει εξωτερικά μείζονες δραστηριότητες που συνδέονται με τη διαχείριση κινδύνων του χωρίς την έγκριση της ΕΑΚΑΑ,

δ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 39 παράγραφος 1 εάν δεν τηρεί χωριστά αρχεία και λογαριασμούς που του επιτρέπουν, ανά πάσα στιγμή και χωρίς καθυστέρηση, να διακρίνει στους λογαριασμούς που τηρούνται σε αυτόν τα περιουσιακά στοιχεία και τις θέσεις που κρατούνται για λογαριασμό εκκαθαριστικού μέλους από τα περιουσιακά στοιχεία και τις θέσεις που κρατούνται για λογαριασμό οποιουδήποτε άλλου εκκαθαριστικού μέλους, καθώς και από τα δικά του περιουσιακά στοιχεία,

ε) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 39 παράγραφος 2 εάν δεν προσφέρεται να τηρεί, ή δεν τηρεί όταν του έχει ζητηθεί, χωριστά αρχεία και λογαριασμούς που δίνουν τη δυνατότητα σε κάθε εκκαθαριστικό μέλος να διακρίνει, σε λογαριασμούς στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, τα περιουσιακά στοιχεία και τις θέσεις του εν λόγω εκκαθαριστικού μέλους από εκείνα που κρατούνται για λογαριασμό των πελατών του,

στ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 39 παράγραφος 3 εάν δεν προσφέρεται να τηρεί, ή δεν τηρεί όταν του έχει ζητηθεί, χωριστά αρχεία και λογαριασμούς που δίνουν τη δυνατότητα σε κάθε εκκαθαριστικό μέλος να διακρίνει, σε λογαριασμούς με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, τα περιουσιακά στοιχεία και τις θέσεις που κρατούνται για λογαριασμό ενός πελάτη από εκείνα που κρατούνται για λογαριασμό άλλων πελατών, ή εάν δεν προσφέρει στα εκκαθαριστικά μέλη τη δυνατότητα να ανοίγουν περισσότερους λογαριασμούς στο όνομά τους για τους πελάτες τους, κατόπιν αιτήματος,

ζ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 40 εάν δεν προβαίνει σε μέτρηση και εκτίμηση της έκθεσής του σε κίνδυνο ρευστότητας και της πιστωτικής έκθεσής του έναντι κάθε εκκαθαριστικού μέλους και, ενδεχομένως, άλλου κεντρικού αντισυμβαλλομένου με τον οποίο έχει προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας, σε σχεδόν πραγματικό χρόνο, ή εάν δεν διαθέτει πρόσβαση σε σχετικές πηγές καθορισμού τιμών, ώστε να είναι σε θέση να μετρά αποτελεσματικά τα ανοίγματά του, σε βάση εύλογου κόστους,

η) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 41 παράγραφος 1 εάν, προκειμένου να περιορίσει την πιστωτική του έκθεση, δεν επιβάλλει, ζητεί ή συγκεντρώνει περιθώρια ασφαλείας από τα εκκαθαριστικά μέλη του ή, ενδεχομένως, από τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους με τους οποίους έχει προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας, ή εάν επιβάλλει, ζητεί ή συγκεντρώνει περιθώρια ασφαλείας που δεν επαρκούν για την κάλυψη δυνητικών ανοιγμάτων τα οποία ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, υπολογίζει να παρουσιαστούν μέχρι τη ρευστοποίηση των σχετικών θέσεων, ή για την κάλυψη των ζημιών που προκύπτουν από τουλάχιστον 99 % των μεταβολών των ανοιγμάτων, σε κατάλληλο χρονικό ορίζοντα, ή δεν επαρκούν για να διασφαλιστεί ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος καλύπτει πλήρως τα ανοίγματά του με όλα τα εκκαθαριστικά μέλη του και, ενδεχομένως, με τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους με τους οποίους έχει προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας, τουλάχιστον επί καθημερινής βάσεως, ή, εφόσον απαιτείται, για να ληφθούν υπόψη ενδεχόμενες φιλοκυκλικές επιπτώσεις,

θ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 41 παράγραφος 2 εάν, κατά τον καθορισμό των απαιτήσεών του για περιθώρια ασφαλείας, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν εφαρμόζει μοντέλα και παραμέτρους που συλλαμβάνουν τα χαρακτηριστικά κινδύνου των προϊόντων που εκκαθαρίζονται, λαμβάνοντας υπόψη το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της συλλογής των περιθωρίων ασφαλείας, τη ρευστότητα της αγοράς και την πιθανότητα αλλαγών καθ' όλη τη διάρκεια της συναλλαγής,

ι) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 41 παράγραφος 3 εάν δεν ζητεί και συγκεντρώνει περιθώρια ασφαλείας, σε ενδοημερήσια βάση, τουλάχιστον όταν σημειώνεται υπέρβαση προκαθορισμένων κατωφλίων,

ια) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 42 παράγραφος 3 εάν δεν διατηρεί τουλάχιστον κεφάλαιο εκκαθάρισης το οποίο του επιτρέπει να αντιμετωπίσει, υπό ακραίες αλλά εύλογες συνθήκες αγοράς, την αθέτηση υποχρέωσης από το εκκαθαριστικό μέλος έναντι του οποίου έχει τα μεγαλύτερα ανοίγματα ή από το δεύτερο και το τρίτο μεγαλύτερο εκκαθαριστικό μέλος, εάν το άθροισμα των ανοιγμάτων τους είναι μεγαλύτερο, ή εάν καταρτίζει σενάρια που δεν περιλαμβάνουν τις περιόδους με τις μεγαλύτερες διακυμάνσεις που έχουν σημειωθεί στις αγορές στις οποίες παρέχει τις υπηρεσίες του ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, και μια σειρά πιθανών μελλοντικών σεναρίων, τα οποία να λαμβάνουν υπόψη αιφνίδιες πωλήσεις χρηματοοικονομικών πόρων και γρήγορες μειώσεις της ρευστότητας της αγοράς,

ιβ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 43 παράγραφος 2 εάν το κεφάλαιο εκκαθάρισής του, που αναφέρεται στο άρθρο 42, και οι άλλοι χρηματοοικονομικοί του πόροι, που αναφέρονται στο άρθρο 43 παράγραφος 1, δεν του παρέχουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει την αθέτηση υποχρέωσης από τα δύο εκκαθαριστικά μέλη έναντι των οποίων έχει τα μεγαλύτερα ανοίγματα, υπό ακραίες αλλά εύλογες συνθήκες αγοράς,

ιγ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 44 παράγραφος 1 εάν δεν διαθέτει ανά πάσα στιγμή πρόσβαση σε επαρκή ρευστότητα, προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του και να ασκεί δραστηριότητες, ή εάν δεν υπολογίζει σε καθημερινή βάση τις δυνητικές του ανάγκες σε ρευστότητα,

ιδ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 45 παράγραφοι 1, 2 και 3 εάν δεν χρησιμοποιεί, για την κάλυψη των ζημιών, τα περιθώρια ασφαλείας που έχουν παρασχεθεί από το υπερήμερο εκκαθαριστικό μέλος, πριν από άλλους χρηματοοικονομικούς πόρους,

ιε) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 45 παράγραφος 4 εάν δεν χρησιμοποιεί ειδικούς ίδιους πόρους προτού χρησιμοποιήσει τις εισφορές των εκκαθαριστικών μελών, που δεν έχουν αθετήσει υποχρέωση, στο κεφάλαιο εκκαθάρισης,

ιστ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 46 παράγραφος 1 εάν δέχεται οτιδήποτε άλλο εκτός από άκρως ρευστοποιήσιμες ασφάλειες, με ελάχιστο πιστωτικό κίνδυνο και κίνδυνο αγοράς, για την κάλυψη του αρχικού και συνεχιζόμενου ανοίγματός του έναντι των εκκαθαριστικών μελών του, όπου δεν επιτρέπονται άλλες ασφάλειες, σύμφωνα με την κατ' εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 3,

ιζ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 47 παράγραφος 1 εάν επενδύει τους χρηματοοικονομικούς πόρους του σε άλλα μέσα εκτός από μετρητά ή άκρως ρευστοποιήσιμα χρηματοπιστωτικά μέσα, με ελάχιστο κίνδυνο αγοράς και πιστωτικό κίνδυνο, και ταχέως ρευστοποιήσιμες επενδύσεις, με ελάχιστες δυσμενείς επιπτώσεις στις τιμές,

ιη) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 47 παράγραφος 3 εάν δεν καταθέτει τα χρηματοπιστωτικά μέσα που παρέχονται ως περιθώρια ασφαλείας ή ως εισφορές στο κεφάλαιο εκκαθάρισης σε διαχειριστές συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων που διασφαλίζουν την πλήρη προστασία των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων, εφόσον είναι διαθέσιμα, ή εάν δεν χρησιμοποιεί άλλες ρυθμίσεις υψηλής ασφάλειας σε εγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα,

ιθ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 47 παράγραφος 4 εάν τα ταμειακά διαθέσιμά του τηρούνται με άλλον τρόπο πλην μέσω άκρως ασφαλών διευθετήσεων με εγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή μέσω της χρησιμοποίησης πάγιων καταθετικών διευκολύνσεων των κεντρικών τραπεζών ή μέσω άλλων συγκρίσιμων τρόπων που παρέχονται από τις κεντρικές τράπεζες,

κ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 47 παράγραφος 5 εάν καταθέτει περιουσιακά στοιχεία σε τρίτο πρόσωπο, χωρίς να εξασφαλίζει ότι τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στα εκκαθαριστικά μέλη ταυτοποιούνται χωριστά από τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και από τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στο εν λόγω τρίτο πρόσωπο, μέσω λογαριασμών με διακριτές ονομασίες στα βιβλία του τρίτου προσώπου ή μέσω άλλων ισοδύναμων μέτρων που επιτυγχάνουν το ίδιο επίπεδο προστασίας, ή εάν δεν διαθέτει άμεση πρόσβαση στα χρηματοπιστωτικά μέσα, όταν απαιτείται,

κα) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 47 παράγραφος 6 εάν επενδύει το κεφάλαιό του ή τα ποσά που προκύπτουν από τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 41 έως 44 σε δικές του κινητές αξίες ή σε κινητές αξίες της μητρικής επιχείρησης ή της θυγατρικής του,

κβ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 48 παράγραφος 1 εάν δεν προβλέπει λεπτομερείς διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται σε περίπτωση που ένα εκκαθαριστικό μέλος δεν συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις συμμετοχής που προβλέπονται στο άρθρο 37, εντός των προθεσμιών και σύμφωνα με τις διαδικασίες που έχουν καθοριστεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ή εάν δεν καθορίζει λεπτομερώς τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται σε περίπτωση που η αθέτηση υποχρέωσης εκκαθαριστικού μέλους δεν κηρύσσεται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ή εάν δεν επανεξετάζει τις εν λόγω διαδικασίες ετησίως,

κγ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 48 παράγραφος 2 εάν δεν προβαίνει σε άμεσες ενέργειες για τον περιορισμό των ζημιών και των πιέσεων στη ρευστότητα που προκύπτουν από αθετήσεις υποχρεώσεων από εκκαθαριστικό μέλος, και δεν διασφαλίζει ότι το κλείσιμο των θέσεων οποιουδήποτε εκκαθαριστικού μέλους δεν προκαλεί αναστάτωση στις εργασίες του, ούτε εκθέτει τα μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη σε ζημίες τις οποίες δεν μπορούν να προβλέψουν ή να ελέγξουν,

κδ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 48 παράγραφος 3 εάν δεν ενημερώσει πάραυτα την ΕΑΚΑΑ, προτού κηρυχθούν ή εκκινήσουν οι διαδικασίες που προβλέπονται σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης,

κε) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 48 παράγραφος 4 εάν δεν εξασφαλίζει ότι οι διαδικασίες που προβλέπονται σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης είναι εκτελεστές, και δεν λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο, προκειμένου να διασφαλίσει ότι διαθέτει εξουσία εκ του νόμου για τη ρευστοποίηση των κατά κυριότητα κατεχόμενων θέσεων του υπερήμερου εκκαθαριστικού μέλους και για τη μεταφορά ή ρευστοποίηση των θέσεων των πελατών του εκκαθαριστικού μέλους που αθετεί υποχρέωση,

κστ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 49 παράγραφος 1 εάν δεν επανεξετάζει τακτικά τα μοντέλα και τις παραμέτρους που εφαρμόζονται για τον υπολογισμό των απαιτήσεών του για περιθώρια ασφαλείας, των εισφορών στο κεφάλαιο εκκαθάρισης, των απαιτήσεων παροχής ασφάλειας ή άλλων μηχανισμών ελέγχου κινδύνων, και εάν δεν υποβάλλει τα μοντέλα σε αυστηρές και συχνές προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων, προκειμένου να αξιολογήσει την ανθεκτικότητά τους σε ακραίες, αλλά εύλογες συνθήκες αγοράς ή δεν εκτελεί απολογιστικούς ελέγχους, προκειμένου να αξιολογήσει την αξιοπιστία της μεθοδολογίας που εφαρμόστηκε, ή εάν δεν λαμβάνει ανεξάρτητη επικύρωση, ή εάν δεν ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ για τα αποτελέσματα των δοκιμών που πραγματοποιήθηκαν ή δεν λαμβάνει την επικύρωση της ΕΑΚΑΑ, πριν προβεί σε οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή των μοντέλων και των παραμέτρων όταν η ΕΑΚΑΑ δεν έχει επιτρέψει την προσωρινή εφαρμογή της εν λόγω αλλαγής πριν την επικύρωσή της,

κζ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 49 παράγραφος 2 εάν δεν ελέγχει τακτικά τις βασικές πτυχές των διαδικασιών του σε περίπτωση αθέτησης υποχρεώσεων, ή εάν δεν λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο, προκειμένου να διασφαλίσει ότι όλα τα εκκαθαριστικά μέλη τις κατανοούν και έχουν προβλέψει κατάλληλες ρυθμίσεις για να αντιμετωπίσουν γεγονότα αθέτησης υποχρεώσεων,

κη) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 50 παράγραφος 1 εάν δεν χρησιμοποιεί, εφόσον είναι πραγματοποιήσιμο και διαθέσιμο, χρήμα κεντρικής τράπεζας για τον διακανονισμό των συναλλαγών του, ή εάν δεν λαμβάνει μέτρα για τον αυστηρό περιορισμό των κινδύνων ταμειακού διακανονισμού, εάν δεν χρησιμοποιείται χρήμα κεντρικής τράπεζας,

κθ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 50 παράγραφος 3 εάν δεν εξαλείφει τους κινδύνους κεφαλαίου, με την προσφυγή, όσο το δυνατόν, σε μηχανισμούς «παράδοσης με την πληρωμή», σε περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει υποχρέωση να προβεί σε παραδόσεις ή παραλαβές χρηματοπιστωτικών μέσων,

λ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 50α ή το άρθρο 50β εάν δεν υπολογίζει το KCCP ως ορίζεται στα εν λόγω άρθρα ή εάν δεν τηρεί τους κανόνες για τον υπολογισμό του KCCP, που προβλέπονται στο άρθρο 50α παράγραφος 2 και στα άρθρα 50β και 50δ,

λα) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 50α παράγραφος 3 εάν υπολογίζει το KCCP λιγότερο από μία φορά το τρίμηνο ή λιγότερο συχνά από όσο απαιτείται από την ΕΑΚΑΑ, σύμφωνα με το άρθρο 50α παράγραφος 3,

λβ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 51 παράγραφος 2 εάν δεν διαθέτει πρόσβαση χωρίς διακρίσεις, τόσο στα δεδομένα που χρειάζεται για την άσκηση των καθηκόντων του από έναν τόπο διαπραγμάτευσης, στο μέτρο που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος πληροί τις λειτουργικές και τεχνικές απαιτήσεις που καθορίζονται από τον τόπο διαπραγμάτευσης, όσο και στο αντίστοιχο σύστημα διακανονισμού,

λγ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 52 παράγραφος 1 εάν προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας, χωρίς να πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στα στοιχεία α) έως δ) της εν λόγω παραγράφου,

λδ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 53 παράγραφος 1 εάν δεν διακρίνει στους λογαριασμούς τα περιουσιακά στοιχεία και τις θέσεις που τηρούνται για λογαριασμό άλλου κεντρικού αντισυμβαλλομένου με τον οποίο έχει προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας,

λε) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 54 παράγραφος 1 εάν προβεί σε ρυθμίσεις διαλειτουργικότητας χωρίς την προηγούμενη έγκριση της ΕΑΚΑΑ.

IV. 

Παραβάσεις που αφορούν τη διαφάνεια και τη διαθεσιμότητα των πληροφοριών:

α) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 38 παράγραφος 1 εάν δεν δημοσιοποιεί τις τιμές και τα τέλη για κάθε υπηρεσία χωριστά, συμπεριλαμβανομένων των εκπτώσεων και των επιστροφών, καθώς και τους όρους παροχής του οφέλους των εν λόγω μειώσεων,

β) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 38 παράγραφος 1 εάν δεν γνωστοποιεί τις πληροφορίες για τα έξοδα και τα έσοδα σχετικά με τις υπηρεσίες του στην ΕΑΚΑΑ,

γ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 38 παράγραφος 2 εάν δεν κοινοποιεί στα εκκαθαριστικά μέλη του και στους πελάτες τους τούς συναφείς κινδύνους των παρεχόμενων υπηρεσιών,

δ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 38 παράγραφος 3 εάν δεν κοινοποιεί στα εκκαθαριστικά μέλη του ή στην ΕΑΚΑΑ τις πληροφορίες για τις τιμές που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των ανοιγμάτων του έναντι των εκκαθαριστικών μελών στο τέλος της ημέρας, ή εάν δεν δημοσιοποιεί τον όγκο των συναλλαγών που εκκαθαρίστηκαν για κάθε μέσο από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε συγκεντρωτική βάση,

ε) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 38 παράγραφος 4 εάν δεν δημοσιοποιεί τις λειτουργικές και τεχνικές απαιτήσεις που αφορούν τα πρωτόκολλα επικοινωνίας, τα οποία καλύπτουν τους μορφοτύπους περιεχομένου και μηνύματος που χρησιμοποιεί στην επικοινωνία του με τρίτους, συμπεριλαμβανομένων των λειτουργικών και τεχνικών προδιαγραφών που αναφέρονται στο άρθρο 7,

στ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 38 παράγραφος 5 εάν δεν δημοσιοποιεί τυχόν παραβιάσεις, από πλευράς των εκκαθαριστικών μελών, των κριτηρίων που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 ή των απαιτήσεων που θεσπίζονται στο άρθρο 38 παράγραφος 1, εκτός αν η ΕΑΚΑΑ θεωρήσει ότι η δημοσιοποίησή τους θα συνιστούσε απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την εμπιστοσύνη της αγοράς, ή θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τις χρηματοπιστωτικές αγορές, ή θα προκαλούσε δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα μέρη,

ζ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 38 παράγραφος 6 εάν δεν παρέχει στα εκκαθαριστικά μέλη του ένα εργαλείο προσομοίωσης που να τους επιτρέπει να καθορίσουν το ποσό του πρόσθετου αρχικού περιθωρίου σε ακαθάριστη βάση που μπορεί να απαιτήσει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατά την εκκαθάριση μιας νέας συναλλαγής ή εάν καθιστά το εν λόγω εργαλείο προσπελάσιμο βάσει μη ασφαλούς πρόσβασης.

η) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 38 παράγραφος 7 εάν δεν παρέχει στα εκκαθαριστικά μέλη του πληροφορίες σχετικά με τα μοντέλα αρχικού περιθωρίου που χρησιμοποιεί όπως εκτίθεται λεπτομερώς στα στοιχεία α), β) και γ) της εν λόγω παραγράφου.

θ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 39 παράγραφος 7 εάν δεν δημοσιοποιεί το επίπεδο προστασίας και το κόστος που συνδέονται με τα διάφορα επίπεδα διαχωρισμού που παρέχει,

ι) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 49 παράγραφος 3 εάν δεν δημοσιοποιεί βασικές πλευρές σχετικά με το μοντέλο διαχείρισης κινδύνου που εφαρμόζει ή τις υποθέσεις που δέχεται κατά την εκτέλεση των ελέγχων που αναφέρονται στο άρθρο 49 παράγραφος 1,

ια) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 50 παράγραφος 2 εάν δεν δηλώνει σαφώς τις υποχρεώσεις του όσον αφορά τις παραδόσεις χρηματοπιστωτικών μέσων, αναφέροντας συγκεκριμένα αν έχει υποχρέωση να προβεί σε παράδοση ή παραλαβή χρηματοπιστωτικού μέσου ή αν αποζημιώνει συμμετέχοντες για ζημίες που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διαδικασία παράδοσης,

ιβ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 50γ παράγραφος 1 εάν δεν κοινοποιεί τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 50γ παράγραφος 1 στοιχεία α) έως ε) στα εκκαθαριστικά μέλη του που είναι ιδρύματα ή στις αρμόδιες αρχές τους,

ιγ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 παραβαίνει το άρθρο 50γ παράγραφος 2 εάν γνωστοποιεί τα στοιχεία στα εκκαθαριστικά μέλη του που είναι ιδρύματα λιγότερο από μία φορά το τρίμηνο ή λιγότερο συχνά από όσο απαιτείται από την ΕΑΚΑΑ, σύμφωνα με το άρθρο 50γ παράγραφος 2.

V. 

Παραβάσεις που αφορούν εμπόδια στις εποπτικές δραστηριότητες:

α) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παραβαίνει το άρθρο 25στ εάν δεν παράσχει πληροφορίες ως απάντηση σε απόφαση με την οποία ζητούνται πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 25στ παράγραφος 3, ή εάν παράσχει ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες ως απάντηση σε απλή αίτηση πληροφοριών της ΕΑΚΑΑ, σύμφωνα με το άρθρο 25στ παράγραφος 2 ή ως απάντηση σε απόφαση της ΕΑΚΑΑ, με την οποία ζητούνται πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 25στ παράγραφος 3,

β) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή οι εκπρόσωποί του παρέχουν ανακριβείς ή παραπλανητικές απαντήσεις στις ερωτήσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 25ζ παράγραφος 1 στοιχείο γ),

γ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος παραβαίνει το άρθρο 25ζ παράγραφος 1 στοιχείο ε) εάν δεν συμμορφώνεται με αίτημα της ΕΑΚΑΑ για παροχή αρχείων τηλεφωνικών κλήσεων ή για διαβίβαση δεδομένων,

δ) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 δεν συμμορφώνεται εγκαίρως με εποπτικό μέτρο το οποίο απαιτείται βάσει απόφασης που έχει εκδοθεί από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 25ιζ,

ε) 

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος κατηγορίας 2 δεν υποβάλλεται σε επιτόπια επιθεώρηση η οποία απαιτείται βάσει απόφασης επιθεώρησης που έχει εκδοθεί από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 25η.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Κατάλογος των συντελεστών που συνδέονται με επιβαρυντικούς ή ελαφρυντικούς παράγοντες για την εφαρμογή του άρθρου 25ι παράγραφος 3

Οι ακόλουθοι συντελεστές εφαρμόζονται, σωρευτικά, στα βασικά ποσά που αναφέρονται στο άρθρο 25ι παράγραφος 2:

I. 

Συντελεστές προσαρμογής που συνδέονται με επιβαρυντικούς παράγοντες:

α) 

εάν η παράβαση έχει διαπραχθεί κατ' επανάληψη, για κάθε φορά που επαναλαμβάνεται, εφαρμόζεται πρόσθετος συντελεστής 1,1 ,

β) 

εάν η παράβαση έχει διαπραχθεί για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών, εφαρμόζεται συντελεστής 1,5 ,

γ) 

εάν η παράβαση αποκάλυψε συστημικές αδυναμίες στην οργάνωση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ιδίως δε στις διαδικασίες, στα συστήματα διαχείρισης ή στους εσωτερικούς ελέγχους του, εφαρμόζεται συντελεστής 2,2 ,

δ) 

εάν η παράβαση έχει αρνητικές συνέπειες στην ποιότητα των δραστηριοτήτων και των υπηρεσιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εφαρμόζεται συντελεστής 1,5 ,

ε) 

εάν η παράβαση έχει διαπραχθεί εκ προθέσεως, εφαρμόζεται συντελεστής 2,

στ) 

εάν δεν έχουν ληφθεί διορθωτικά μέτρα μετά τον εντοπισμό της παράβασης, εφαρμόζεται συντελεστής 1,7 ,

ζ) 

εάν τα ανώτατα διοικητικά στελέχη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου δεν έχουν συνεργαστεί με την ΕΑΚΑΑ στη διεξαγωγή των ερευνών της, εφαρμόζεται συντελεστής 1,5 .

II. 

Συντελεστές προσαρμογής που συνδέονται με ελαφρυντικούς παράγοντες:

α) 

εάν η παράβαση διεπράχθη για διάστημα μικρότερο των 10 εργάσιμων ημερών, εφαρμόζεται συντελεστής 0,9 ,

β) 

εάν τα ανώτατα διοικητικά στελέχη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου μπορούν να αποδείξουν ότι έλαβαν όλα τα απαιτούμενα μέτρα για την αποφυγή της παράβασης, εφαρμόζεται συντελεστής 0,7 ,

γ) 

εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ενημέρωσε την ΕΑΚΑΑ για την παράβαση με ταχύτητα, αποτελεσματικότητα και πληρότητα, εφαρμόζεται συντελεστής 0,4 ,

δ) 

εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έλαβε εθελοντικά μέτρα ώστε να εξασφαλιστεί ότι παρόμοια παράβαση δεν θα μπορεί να διαπραχθεί στο μέλλον, εφαρμόζεται συντελεστής 0,6 .



( 1 ) Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

( 2 ) Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (EE L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

( 3 ) Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).

( 4 ) Οδηγία (ΕΕ) 2016/2341 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2016, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΙΕΣΠ) (ΕΕ L 354 της 23.12.2016, σ. 37).

( 5 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 1).

( 6 ) ΕΕ L 35 της 11.2.2003, σ. 1.

( 7 ) ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38.

( 8 ) ΕΕ L 372 της 31.12.1986, σ. 1.

( 9 ) ΕΕ L 222 της 14.8.1978, σ. 11.

( 10 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2017/2402 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με τη θέσπιση γενικού πλαισίου για την τιτλοποίηση και σχετικά με τη δημιουργία ειδικού πλαισίου για απλή, διαφανή και τυποποιημένη τιτλοποίηση και σχετικά με την τροποποίηση των οδηγιών 2009/65/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ και 2011/61/ΕΕ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 347 της 28.12.2017, σ. 35).

( 11 ) Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

( 12 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2021/23. του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων, και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και (ΕΕ) 2015/2365 και των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2014/59/ΕΕ και (ΕΕ) 2017/1132 (ΕΕ L 022 της 22.1.2021, σ. 1).·

( 13 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).

( 14 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, περί διαφάνειας των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και επαναχρησιμοποίησης, και περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 1).

( 15 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

( 16 ) Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).

( 17 ) ΕΕ L 228 της 11.8.1992, σ. 1.

( 18 ) ΕΕ L 168 της 27.6.2002, σ. 43.

( 19 ) ΕΕ L 176, 27.6.2013, σ. 1.

( 20 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

( 21 ) Οδηγία 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τις δημόσιες προσφορές εξαγοράς (ΕΕ L 142 της 30.4.2004, σ. 12).

( 22 ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 713/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για την ίδρυση Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας (ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 1).

( 23 ) Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

( 24 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).

( 25 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2019/834 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 σε σχέση με την υποχρέωση εκκαθάρισης, την αναστολή της υποχρέωσης εκκαθάρισης, τις απαιτήσεις αναφοράς, τις τεχνικές μείωσης κινδύνου για συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, την καταχώριση και την εποπτεία των αρχείων καταγραφής συναλλαγών και τις απαιτήσεις για αρχεία καταγραφής (ΕΕ L 141 της 28.5.2019, σ. 42).

( 26 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1131 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για τα αμοιβαία κεφάλαια της χρηματαγοράς (ΕΕ L 169 της 30.6.2017, σ. 8).

( 27 ) ΕΕ L 191 της 13.7.2001, σ. 45.