02010R1218 — EL — 18.12.2022 — 001.001


Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο

►B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 1218/2010 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 14ης Δεκεμβρίου 2010

για την εφαρμογή του άρθρου 101 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών εξειδίκευσης

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(ΕΕ L 335 της 18.12.2010, σ. 43)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  αριθ.

σελίδα

ημερομηνία

►M1

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2022/2456 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 8ης Δεκεμβρίου 2022

  L 321

3

15.12.2022




▼B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 1218/2010 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 14ης Δεκεμβρίου 2010

για την εφαρμογή του άρθρου 101 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών εξειδίκευσης

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)



Άρθρο 1

Ορισμοί

1.  

Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α) 

ως «συμφωνία εξειδίκευσης» νοείται η συμφωνία μονομερούς εξειδίκευσης ή η συμφωνία αμοιβαίας εξειδίκευσης·

β) 

ως «συμφωνία μονομερούς εξειδίκευσης» νοείται η συμφωνία μεταξύ δύο μερών δραστηριοποιούμενων στην ίδια αγορά προϊόντος, δυνάμει της οποίας ένα από τα συμβαλλόμενα μέρα συμφωνεί να διακόψει εν όλω ή εν μέρει την παραγωγή ορισμένων προϊόντων ή να απέχει από την παραγωγή των εν λόγω προϊόντων και να τα προμηθεύεται από το άλλο συμβαλλόμενο μέρος το οποίο συμφωνεί να παράγει και να προμηθεύει τα προϊόντα αυτά·

γ) 

ως «συμφωνία αμοιβαίας εξειδίκευσης» νοείται η συμφωνία δυνάμει της οποίας δύο ή περισσότερα μέρη δραστηριοποιούμενα στην ίδια αγορά προϊόντων συμφωνούν σε αμοιβαία βάση να διακόψουν ή να απέχουν από την παραγωγή ορισμένων προϊόντων, τα οποία δεν είναι όμοια μεταξύ τους, και να προμηθεύονται τα προϊόντα αυτά από τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη, τα οποία συμφωνούν να τα παράγουν και να τους τα προμηθεύουν·

δ) 

ως «συμφωνία από κοινού παραγωγής» νοείται η συμφωνία δυνάμει της οποίας δύο ή περισσότερα μέρη συμφωνούν να παράγουν από κοινού ορισμένα προϊόντα·

ε) 

ως «συμφωνία» νοείται συμφωνία, απόφαση ένωσης επιχειρήσεων ή εναρμονισμένη πρακτική·

στ) 

ως «προϊόν» νοείται αγαθό ή/και υπηρεσία, σε τελική ή ενδιάμεση μορφή, με εξαίρεση τις υπηρεσίες διανομής και μίσθωσης·

ζ) 

ως «παραγωγή» νοείται η κατασκευή αγαθών ή η προπαρασκευή υπηρεσιών, περιλαμβανομένης της παραγωγής μέσω υπεργολαβίας·

η) 

ως «προπαρασκευή υπηρεσιών» νοείται κάθε δραστηριότητα που προηγείται της παροχής υπηρεσιών σε πελάτες·

θ) 

ως «σχετική αγορά» νοείται η σχετική αγορά προϊόντος και η σχετική γεωγραφική αγορά στην οποία ανήκουν τα προϊόντα της εξειδίκευσης και, επιπλέον, στην περίπτωση που τα προϊόντα εξειδίκευσης αποτελούν ενδιάμεσα προϊόντα χρησιμοποιούμενα αναγκαστικά εν όλω ή εν μέρει από ένα ή περισσότερα μέρη της συμφωνίας για την παραγωγή παρεπόμενων προϊόντων, η σχετική αγορά προϊόντος και η σχετική γεωγραφική αγορά στις οποίες ανήκουν τα παρεπόμενα προϊόντα·

ι) 

ως «προϊόν εξειδίκευσης» νοείται το προϊόν το οποίο παράγεται βάσει συμφωνίας εξειδίκευσης·

ια) 

ως «παρεπόμενο προϊόν» νοείται το προϊόν για το οποίο το προϊόν εξειδίκευσης χρησιμοποιείται ως εισροή από ένα ή περισσότερα συμβαλλόμενα μέρη και το οποίο πωλείται από τα εν λόγω μέρη στην αγορά·

ιβ) 

ως «ανταγωνιζόμενες επιχειρήσεις» νοούνται οι πραγματικοί ή δυνητικοί ανταγωνιστές·

ιγ) 

ως «πραγματικοί ανταγωνιστές» νοούνται οι επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες στην ίδια σχετική αγορά·

ιδ) 

ως «δυνητικοί ανταγωνιστές» νοούνται οι επιχειρήσεις οι οποίες, αν δεν υπήρχε η συμφωνία εξειδίκευσης, κατά πάσα πιθανότητα θα αναλάμβαναν, με ρεαλιστικό σχεδιασμό και όχι ως θεωρητικό ενδεχόμενο, σε περίπτωση μικρής αλλά μόνιμης αύξησης των σχετικών τιμών, εντός ανώτατης περιόδου τριών ετών, τις απαραίτητες συμπληρωματικές επενδύσεις ή άλλο απαραίτητο κόστος μετατροπής προκειμένου να εισέλθουν στη σχετική αγορά·

ιε) 

ως «υποχρέωση αποκλειστικής προμήθειας» νοείται η υποχρέωση μη εφοδιασμού ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, οι οποίες δεν μετέχουν στη συμφωνία, με το προϊόν εξειδίκευσης·

ιστ) 

ως «υποχρέωση αποκλειστικής αγοράς» νοείται η υποχρέωση αγοράς του προϊόντος εξειδίκευσης μόνον από συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας·

ιζ) 

ως «από κοινού» διανομή νοείται εφόσον τα συμβαλλόμενα μέρη:

i) 

διανέμουν τα προϊόντα μέσω κοινής ομάδας, οργάνωσης ή επιχείρησης, ή

ii) 

αναθέσουν σε τρίτο τη διανομή σε αποκλειστική ή μη αποκλειστική βάση, υπό τον όρο ότι ο τρίτος δεν αποτελεί ανταγωνιστική επιχείρηση·

ιη) 

ως «διανομή» νοείται η διανομή, περιλαμβανομένης της πώλησης αγαθών και της παροχής υπηρεσιών.

2.  
Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, οι όροι «επιχείρηση» και «μέρος» συμπεριλαμβάνουν και τις αντίστοιχες συνδεδεμένες επιχειρήσεις.

Ως «συνδεδεμένες επιχειρήσεις» νοούνται:

α) 

οι επιχειρήσεις στις οποίες ένα από τα μέρη της συμφωνίας εξειδίκευσης έχει, άμεσα ή έμμεσα:

i) 

τη δυνατότητα να ασκεί πάνω από το ήμισυ των δικαιωμάτων ψήφου,

ii) 

την εξουσία να διορίζει περισσότερα από τα μισά μέλη του εποπτικού συμβουλίου, του διοικητικού συμβουλίου ή των οργάνων που εκπροσωπούν νόμιμα την επιχείρηση, ή

iii) 

το δικαίωμα να διαχειρίζεται τις υποθέσεις της επιχείρησης·

β) 

οι επιχειρήσεις που έχουν σε σχέση με ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας εξειδίκευσης, άμεσα ή έμμεσα, τα δικαιώματα ή τις εξουσίες που παρατίθενται στο στοιχείο α)·

γ) 

οι επιχειρήσεις στις οποίες μία από τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο β) έχει, άμεσα ή έμμεσα, τα δικαιώματα ή τις εξουσίες που παρατίθενται στο στοιχείο α)·

δ) 

οι επιχειρήσεις στις οποίες ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας εξειδίκευσης έχει, μαζί με μία ή περισσότερες από τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) ή γ), ή στις οποίες δύο ή περισσότερες από τις τελευταίες αυτές επιχειρήσεις, έχουν από κοινού τα δικαιώματα ή τις εξουσίες που παρατίθενται στο στοιχείο α)·

ε) 

οι επιχειρήσεις στις οποίες κατέχουν από κοινού τα δικαιώματα ή τις εξουσίες που παρατίθενται στο στοιχείο α):

i) 

συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας εξειδίκευσης ή αντίστοιχες συνδεδεμένες επιχειρήσεις τους που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ), ή

ii) 

ένα ή περισσότερα συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας εξειδίκευσης ή μία ή περισσότερες συνδεδεμένες επιχειρήσεις τους που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ), και ένα ή περισσότερα τρίτα μέρη.

Άρθρο 2

Απαλλαγή

1.  
Σύμφωνα με το άρθρο 101 παράγραφος 3 της Συνθήκης και με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, το άρθρο 101 παράγραφος 1 της Συνθήκης κηρύσσεται ανεφάρμοστο στις συμφωνίες εξειδίκευσης.

Η παρούσα απαλλαγή εφαρμόζεται στο βαθμό που τέτοιου είδους συμφωνίες περιλαμβάνουν περιορισμούς του ανταγωνισμού που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

2.  
Η απαλλαγή που προβλέπεται στην παράγραφο 1 εφαρμόζεται σε συμφωνίες εξειδίκευσης που περιλαμβάνουν διατάξεις σχετικά με την ανάθεση ή την παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας σε ένα ή περισσότερα από τα συμβαλλόμενα μέρη, υπό την προϋπόθεση ότι οι όροι αυτοί δεν αποτελούν μεν πρωταρχικό αντικείμενο τέτοιων συμφωνιών, αλλά σχετίζονται άμεσα με την εφαρμογή τους και είναι αναγκαίοι γι’ αυτήν.
3.  

Η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 1 εφαρμόζεται στις συμφωνίες εξειδίκευσης όταν:

α) 

τα μέρη αποδέχονται μια υποχρέωση αποκλειστικής αγοράς ή αποκλειστικής προμήθειας, ή

β) 

τα μέρη δεν πωλούν τα προϊόντα εξειδίκευσης ανεξάρτητα, αλλά μεριμνούν για την από κοινού διανομή τους.

Άρθρο 3

Ανώτατο μερίδιο αγοράς

Η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 2 εφαρμόζεται με την προϋπόθεση ότι τα συμβαλλόμενα μέρη διαθέτουν συνδυασμένο μερίδιο αγοράς το οποίο δεν υπερβαίνει το 20 % σε οποιαδήποτε σχετική αγορά.

Άρθρο 4

Περιορισμοί ιδιαίτερης σοβαρότητας

Η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 2 δεν εφαρμόζεται στις συμφωνίες εξειδίκευσης οι οποίες, άμεσα ή έμμεσα, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες που υπόκεινται στον έλεγχο των μερών έχουν ως αντικείμενο κάποιο από τα ακόλουθα:

α) 

τον προκαθορισμό τιμών κατά την πώληση προϊόντων προς τρίτους με εξαίρεση τον προκαθορισμό των τιμών που χρεώνονται σε άμεσους πελάτες στο πλαίσιο από κοινού διανομής·

β) 

τον περιορισμό του όγκου παραγωγής ή πωλήσεων με εξαίρεση:

i) 

τις διατάξεις που αφορούν τη συμφωνηθείσα ποσότητα προϊόντων στο πλαίσιο συμφωνιών μονομερούς ή αμοιβαίας εξειδίκευσης, ή τον καθορισμό της παραγωγικής ικανότητας και του όγκου παραγωγής στο πλαίσιο συμφωνίας από κοινού παραγωγής, και

ii) 

τον καθορισμό στόχων ως προς τις πωλήσεις στο πλαίσιο από κοινού διανομής·

γ) 

τον επιμερισμό των αγορών ή της πελατείας.

Άρθρο 5

Εφαρμογή του ανώτατου ορίου μεριδίου αγοράς

Για την εφαρμογή του ανωτάτου ορίου μεριδίου αγοράς που προβλέπεται στο άρθρο 3 εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α) 

το μερίδιο αγοράς υπολογίζεται με βάση την αξία των πωλήσεων στην αγορά· εάν δεν υπάρχουν στοιχεία για την αξία των πωλήσεων στην αγορά, μπορούν να χρησιμοποιηθούν εκτιμήσεις που βασίζονται σε άλλες αξιόπιστες πληροφορίες της αγοράς, συμπεριλαμβανομένου του όγκου των πωλήσεων στην αγορά, για να υπολογιστεί το μερίδιο αγοράς των συμβαλλομένων μερών·

β) 

το μερίδιο αγοράς υπολογίζεται με βάση στοιχεία που αναφέρονται στο προηγούμενο ημερολογιακό έτος·

γ) 

το μερίδιο αγοράς που κατέχουν οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο στοιχείο ε) επιμερίζεται εξίσου σε κάθε επιχείρηση που έχει τα δικαιώματα και τις εξουσίες που απαριθμούνται στο στοιχείο α) του εν λόγω εδαφίου·

δ) 

εάν το μερίδιο αγοράς που προβλέπεται στο άρθρο 3 δεν υπερβαίνει αρχικά το 20 %, αλλά αργότερα υπερβεί το όριο αυτό όχι όμως το 25 %, η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 2 εξακολουθεί να ισχύει για διάστημα δύο συναπτών ημερολογιακών ετών μετά το έτος κατά το οποίο σημειώθηκε για πρώτη φορά η υπέρβαση του ορίου του 20 %·

ε) 

εάν το μερίδιο αγοράς που αναφέρεται στο άρθρο 3 δεν υπερβαίνει αρχικά το 20 %, αλλά αργότερα υπερβαίνει το 25 %, η απαλλαγή του άρθρου 2 εξακολουθεί να ισχύει για ένα ημερολογιακό έτος μετά το έτος κατά το οποίο σημειώθηκε για πρώτη φορά η υπέρβαση του ορίου του 25 %·

στ) 

οι διατάξεις των στοιχείων δ) και ε) δεν μπορούν να συνδυασθούν κατά τρόπο ώστε το πλεονέκτημά τους να υπερβαίνει τα δύο ημερολογιακά έτη.

Άρθρο 6

Μεταβατική περίοδος

Η απαγόρευση που προβλέπεται στο άρθρο 101 παράγραφος 1 της Συνθήκης δεν εφαρμόζεται κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2011 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2012 σε σχέση με συμφωνίες οι οποίες ισχύουν ήδη στις 31 Δεκεμβρίου 2010 και οι οποίες δεν πληρούν μεν τις προϋποθέσεις απαλλαγής βάσει του παρόντος κανονισμού, αλλά πληρούν τις προϋποθέσεις απαλλαγής βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2658/2000.

Άρθρο 7

Διάρκεια ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την 1 Ιανουαρίου 2011.

▼M1

Η ισχύς του λήγει στις 30 Ιουνίου 2023.

▼B

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.