02010R1093 — EL — 26.06.2021 — 008.001


Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο

►B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 24ης Νοεμβρίου 2010

σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής

(ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  αριθ.

σελίδα

ημερομηνία

►M1

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 1022/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 22ας Οκτωβρίου 2013

  L 287

5

29.10.2013

►M2

ΟΔΗΓΙΑ 2014/17/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 4ης Φεβρουαρίου 2014

  L 60

34

28.2.2014

►M3

ΟΔΗΓΙΑ 2014/59/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 15ης Μαΐου 2014

  L 173

190

12.6.2014

►M4

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 806/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 15ης Ιουλίου 2014

  L 225

1

30.7.2014

 M5

ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2015/2366 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 25ης Νοεμβρίου 2015

  L 337

35

23.12.2015

►M6

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2018/1717ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 14ης Νοεμβρίου 2018

  L 291

1

16.11.2018

►M7

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/2033 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 27ης Νοεμβρίου 2019

  L 314

1

5.12.2019

►M8

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (EE) 2019/2175 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 18ης Δεκεμβρίου 2019

  L 334

1

27.12.2019




▼B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 24ης Νοεμβρίου 2010

σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής



ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

Άρθρο 1

Σύσταση και πεδίο δράσης

1.  
Με τον παρόντα κανονισμό συγκροτείται η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) (εφεξής «Αρχή»).

▼M8

2.  
Η Αρχή ενεργεί στο πλαίσιο των εξουσιών που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό και στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ ( 1 ), της οδηγίας 2009/110/ΕΚ, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ( 2 ), της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ( 3 ), της οδηγίας 2014/49/ΕΕ ( 4 ), της οδηγίας 2014/92/ΕΕ ( 5 ), της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 ( 6 ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και, στον βαθμό που οι πράξεις αυτές εφαρμόζονται σε οικονομικά και χρηματοοικονομικά ιδρύματα και στις αρμόδιες αρχές που τα εποπτεύουν, στο πλαίσιο των σχετικών μερών της οδηγίας 2002/65/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων όλων των οδηγιών, κανονισμών και αποφάσεων που βασίζονται σε αυτές τις πράξεις, και κάθε άλλης νομικά δεσμευτικής πράξης της Ένωσης με την οποία ανατίθενται καθήκοντα στην Αρχή. Η Αρχή ενεργεί επίσης σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου ( 7 ).

Η Αρχή ενεργεί επίσης στο πλαίσιο των εξουσιών που ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό και εντός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 8 ) και του κανονισμού (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 9 ), στον βαθμό που η εν λόγω οδηγία ισχύει για τους φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα και τις αρμόδιες αρχές που τους εποπτεύουν. Για τον σκοπό αυτόν μόνο, η Αρχή εκτελεί τα καθήκοντα που ανατίθενται με οποιαδήποτε νομικά δεσμευτική πράξη της Ένωσης στην Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 10 ) ή στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 11 ). Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων αυτών, η Αρχή διαβουλεύεται με τις εν λόγω Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές και τις τηρεί ενήμερες για τις δραστηριότητές της που αφορούν οποιαδήποτε οντότητα αποτελεί «χρηματοοικονομικό ίδρυμα», όπως ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, ή «συμμετέχοντα στις χρηματοοικονομικές αγορές», όπως ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

3.  
Η Αρχή ενεργεί στο πεδίο των δραστηριοτήτων των πιστωτικών ιδρυμάτων, των χρηματοοικονομικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων, των επιχειρήσεων επενδύσεων, των ιδρυμάτων πληρωμών και των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος, σε σχέση με τα θέματα που δεν εμπίπτουν άμεσα στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, περιλαμβανομένων των θεμάτων εταιρικής διακυβέρνησης, ελέγχου και χρηματοοικονομικών αναφορών, λαμβάνοντας υπόψη βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα και την ενσωμάτωση περιβαλλοντικών, κοινωνικών και σχετικών με τη διακυβέρνηση παραγόντων, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω δράσεις είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση αποτελεσματικής και συνεπούς εφαρμογής των πράξεων αυτών.

▼B

4.  
Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού ισχύουν με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής, ιδίως με βάση τις διατάξεις του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ, για τη διασφάλιση της συμμόρφωση προς το ενωσιακό δίκαιο.

▼M8

5.  

Ο σκοπός της Αρχής είναι να προστατεύει το δημόσιο συμφέρον συμβάλλοντας στη βραχυπρόθεσμη, μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη σταθερότητα και αποτελεσματικότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, προς όφελος της οικονομίας, των πολιτών και των επιχειρήσεων της Ένωσης. Η Αρχή, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων της, συμβάλλει:

▼B

α) 

στη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, διασφαλίζοντας ιδίως υγιή, αποτελεσματική και συνεπή ρύθμιση και εποπτεία,

β) 

στη διασφάλιση της ακεραιότητας, της διαφάνειας, της αποδοτικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοοικονομικών αγορών,

γ) 

στην ενίσχυση του διεθνούς εποπτικού συντονισμού,

δ) 

στην αποτροπή της καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας και στην προαγωγή ισότιμων συνθηκών ανταγωνισμού,

▼M8

ε) 

στη διασφάλιση της δέουσας ρύθμισης και εποπτείας της ανάληψης των πιστωτικών και λοιπών κινδύνων,

στ) 

στην ενίσχυση της προστασίας των πελατών και των καταναλωτών,

▼M8

ζ) 

στην ενίσχυση της εποπτικής σύγκλισης σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά και

η) 

στην πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

▼M8

Γι’ αυτούς τους λόγους, η Αρχή συμβάλλει στη διασφάλιση της συνεπούς, αποδοτικής και αποτελεσματικής εφαρμογής των πράξεων στις οποίες παραπέμπει η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου, να ενισχύει την εποπτική σύγκλιση και να γνωμοδοτεί σύμφωνα με το άρθρο 16α στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

▼B

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με βάση τον παρόντα κανονισμό, η Αρχή αποδίδει ιδιαίτερη προσοχή σε κάθε είδους συστημικό κίνδυνο που προέρχεται από χρηματοοικονομικά ιδρύματα, σε περίπτωση αποτυχίας των οποίων μπορεί να πληγεί η λειτουργία του χρηματοοικονομικού συστήματος ή της πραγματικής οικονομίας.

▼M8

Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Αρχή ενεργεί ανεξάρτητα, αντικειμενικά και με αμερόληπτο και διαφανή τρόπο, προς το συμφέρον της Ένωσης ως συνόλου, τηρώντας παράλληλα την αρχή της αναλογικότητας. Η Αρχή έχει υποχρέωση λογοδοσίας, ενεργεί με ακεραιότητα και διασφαλίζει τη δίκαιη μεταχείριση όλων των ενδιαφερομένων.

▼M8

Το περιεχόμενο και η μορφή των δράσεων και των μέτρων της Αρχής, ιδίως οι κατευθυντήριες γραμμές, οι συστάσεις, οι γνώμες, οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις, τα σχέδια ρυθμιστικών προτύπων και τα σχέδια εκτελεστικών προτύπων τηρούν πλήρως τις εφαρμοστέες νομικές διατάξεις του παρόντος κανονισμού και των πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Εφόσον επιτρέπεται και είναι συναφές βάσει των εν λόγω διατάξεων, οι δράσεις και τα μέτρα της Αρχής λαμβάνουν δεόντως υπόψη, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των εγγενών κινδύνων των δραστηριοτήτων ενός χρηματοοικονομικού ιδρύματος, επιχείρησης, άλλου προσώπου ή χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας, οι οποίοι επηρεάζονται από τις δράσεις και τα μέτρα της Αρχής.

6.  
Η Αρχή συστήνει, ως αναπόσπαστο μέρος της, επιτροπή που την συμβουλεύει με ποιο τρόπο οι δράσεις και τα μέτρα της θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, σε πλήρη συμμόρφωση με τους εφαρμοστέους κανόνες, τις ειδικές διαφορές που επικρατούν στον τομέα, όσον αφορά τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων, τα επιχειρηματικά μοντέλα και τις επιχειρηματικές πρακτικές, καθώς και το μέγεθος των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και αγορών, στον βαθμό που οι παράγοντες αυτοί έχουν σημασία σύμφωνα με τους κανόνες που λαμβάνονται υπόψη.

▼B

Άρθρο 2

Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοοικονομικής Εποπτείας

▼M8

1.  
Η Αρχή αποτελεί μέρος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ). Κύριος στόχος του ΕΣΧΕ είναι να εξασφαλίζεται η κατάλληλη εφαρμογή των κανόνων που ισχύουν για τον χρηματοοικονομικό τομέα, ώστε να διαφυλαχθεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα και για να διασφαλιστεί η εμπιστοσύνη στο χρηματοοικονομικό σύστημα στο σύνολό του και η αποτελεσματική και επαρκής προστασία των πελατών και των καταναλωτών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.

▼B

2.  

Το ΕΣΧΕ αποτελείται από:

α) 

το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), με σκοπό την υλοποίηση των καθηκόντων που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 και τον παρόντα κανονισμό·

β) 

την Αρχή·

γ) 

την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) που θεσπίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 12

δ) 

την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) που θεσπίζει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 13

ε) 

τη Μεικτή Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών (Μεικτή Επιτροπή) με σκοπό την εκτέλεση των καθηκόντων που ορίζονται στα άρθρα 54 έως 57 του παρόντος κανονισμού, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010·

▼M1

στ) 

τις αρμόδιες ή τις εποπτικές αρχές των κρατών μελών όπως προβλέπεται στις ενωσιακές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, περιλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όσον αφορά τα καθήκοντα που της ανατίθενται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

▼B

3.  
Η Αρχή συνεργάζεται τακτικά και στενά με το ΕΣΣΚ, καθώς και με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) μέσω της Μεικτής Επιτροπής, διασφαλίζοντας τη διατομεακή συνέπεια των εργασιών και καταλήγοντας σε κοινές θέσεις στον τομέα της εποπτείας των χρηματοοικονομικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων και σε άλλα διατομεακά θέματα.

▼M8

4.  
Σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), οι συμμετέχοντες στο ΕΣΧΕ συνεργάζονται με εμπιστοσύνη και πλήρη αμοιβαίο σεβασμό, ιδίως προκειμένου να διασφαλίζεται η ροή κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών αναμεταξύ τους και από την Αρχή προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

▼B

5.  
Οι εν λόγω εποπτικές αρχές που συμμετέχουν στο ΕΣΧΕ υποχρεούνται να εποπτεύουν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ένωση, σύμφωνα με τις πράξεις που μνημονεύονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

▼M8

Με την επιφύλαξη των εθνικών αρμοδιοτήτων, οι αναφορές του παρόντος κανονισμού στην εποπτεία περιλαμβάνουν όλες τις σχετικές δραστηριότητες όλων των αρμόδιων αρχών που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

▼M8

Άρθρο 3

Υποχρέωση λογοδοσίας των Αρχών

1.  
Οι αρχές που μνημονεύονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως δ) είναι υπόλογες έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι υπόλογη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο όσον αφορά την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων τα οποία της ανατίθενται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 σύμφωνα με τον προαναφερθέντα κανονισμό.
2.  
Σύμφωνα με το άρθρο 226 ΣΛΕΕ, η Αρχή συνεργάζεται πλήρως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια οποιωνδήποτε ερευνών διεξάγονται δυνάμει του εν λόγω άρθρου.
3.  
Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Αρχής, όπου περιλαμβάνεται η εκτέλεση των καθηκόντων του προέδρου, και διαβιβάζει, έως τις 15 Ιουνίου κάθε έτους, την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Η έκθεση δημοσιοποιείται.
4.  
Κατόπιν αιτήσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο πρόεδρος συμμετέχει σε ακρόαση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τις επιδόσεις της Αρχής. Πραγματοποιείται ακρόαση τουλάχιστον ετησίως. Ο πρόεδρος προβαίνει σε δήλωση ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και απαντά σε οποιεσδήποτε ερωτήσεις των μελών του, όποτε ζητηθεί.
5.  
Ο πρόεδρος υποβάλλει έγγραφη έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες της Αρχής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όποτε ζητηθεί και τουλάχιστον 15 ημέρες πριν προβεί στη δήλωση που προβλέπει η παράγραφος 4.
6.  
Πέρα από τις πληροφορίες που αναφέρονται στα άρθρα 11 έως 18 και στα άρθρα 20 και 33, η έκθεση συμπεριλαμβάνει κάθε σχετική πληροφορία που έχει ζητήσει ad hoc το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
7.  
Η Αρχή απαντά προφορικώς ή γραπτώς στις ερωτήσεις που απευθύνονται στην ίδια από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο εντός πέντε εβδομάδων από την παραλαβή της ερώτησης.
8.  
Κατόπιν αιτήματος, ο πρόεδρος πραγματοποιεί, κεκλεισμένων των θυρών, εμπιστευτικές προφορικές συζητήσεις με τον πρόεδρο, τους αντιπροέδρους και τους συντονιστές της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Όλοι οι συμμετέχοντες τηρούν τις απαιτήσεις περί επαγγελματικού απορρήτου.
9.  
Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων εμπιστευτικότητας που απορρέουν από τη συμμετοχή σε διεθνή φόρουμ, η Αρχή ενημερώνει, κατόπιν αιτήματος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τη συμβολή της στην ενιαία, κοινή, συνεπή και αποτελεσματική εκπροσώπηση των συμφερόντων της Ένωσης στα εν λόγω διεθνή φόρουμ.

▼B

Άρθρο 4

Ορισμοί

Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

▼M8

1) 

«χρηματοοικονομικά ιδρύματα»: κάθε επιχείρηση που υπόκειται σε ρύθμιση και εποπτεία δυνάμει οποιασδήποτε από τις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2·

▼M8

1α) 

«φορέας του χρηματοοικονομικού τομέα»: η «οντότητα» που αναφέρεται στο άρθρο 2 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, η οποία είναι είτε «χρηματοοικονομικό ίδρυμα», όπως ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο 1) ή στο άρθρο 4 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, είτε «συμμετέχων στις χρηματοοικονομικές αγορές», όπως ορίζεται στο άρθρο 4 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010·

▼M8

2) 

«αρμόδιες αρχές»:

i) 

οι αρμόδιες αρχές όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 40) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε ό,τι αφορά ζητήματα που σχετίζονται με τα καθήκοντα που της ανατίθενται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013·

ii) 

όσον αφορά την οδηγία 2002/65/ΕΚ, οι αρχές και οι φορείς που είναι αρμόδιοι να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων με τις απαιτήσεις της εν λόγω οδηγίας·

iii) 

όσον αφορά την οδηγία (ΕΕ) 2015/849, οι αρχές και οι φορείς που εποπτεύουν τους φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα και είναι αρμόδιοι να διασφαλίζουν τη συμμόρφωσή τους με τις απαιτήσεις της εν λόγω οδηγίας·

iv) 

όσον αφορά τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων, οι φορείς που διαχειρίζονται συστήματα εγγύησης καταθέσεων, σύμφωνα με την οδηγία 2014/49/ΕΕ ή, στην περίπτωση που τη λειτουργία του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων διαχειρίζεται ιδιωτική εταιρεία, η δημόσια αρχή που έχει την εποπτεία των συστημάτων αυτών δυνάμει αυτής της οδηγίας και οι οικείες διοικητικές αρχές που αναφέρονται στην εν λόγω οδηγία·

v) 

όσον αφορά την οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 14 ) και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 15 ), οι αρχές εξυγίανσης που διορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης που ιδρύεται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 806/2014, καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή όταν αναλαμβάνουν δράσεις δυνάμει του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία ασκούν διακριτικές εξουσίες ή προβαίνουν σε επιλογές πολιτικής·

vi) 

οι «αρμόδιες αρχές» που αναφέρονται στην οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 16 ), στον κανονισμό (ΕΕ) 2015/751 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 17 ), στην οδηγία (ΕΕ) 2015/2366, στην οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 18 ), και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 19

vii) 

οι «φορείς» και οι «αρχές» που αναφέρονται στο άρθρο 20 της οδηγίας 2008/48/ΕΚ·

▼M7

viii) 

όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 20 ) και την οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 21 ), οι αρμόδιες αρχές όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 5) της εν λόγω οδηγίας.

▼B

Άρθρο 5

Νομικό καθεστώς

1.  
Η Αρχή αποτελεί ενωσιακό φορέα με νομική προσωπικότητα.
2.  
Σε κάθε κράτος μέλος η Αρχή διαθέτει την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται σε νομικά πρόσωπα με βάση την εθνική νομοθεσία. Ειδικότερα, μπορεί να αποκτά ή να διαθέτει ακίνητη και κινητή περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.
3.  
Η Αρχή αντιπροσωπεύεται από τον πρόεδρό της.

Άρθρο 6

Σύνθεση

Η Αρχή αποτελείται από:

1) 

συμβούλιο εποπτών, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 43,

2) 

συμβούλιο διοίκησης, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 47,

3) 

πρόεδρο, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 48,

4) 

εκτελεστικό διευθυντή, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 53,

5) 

συμβούλιο προσφυγών, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που καθορίζονται στο άρθρο 60.

▼M6

Άρθρο 7

Έδρα

Η έδρα της Αρχής βρίσκεται στο Παρίσι της Γαλλίας.

Ο καθορισμός της τοποθεσίας της έδρας της Αρχής δεν επηρεάζει την εκτέλεση από την Αρχή των καθηκόντων και εξουσιών της, την οργάνωση της δομής διακυβέρνησής της, τη λειτουργία της κύριας οργάνωσής της ή την κύρια χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της, επιτρέποντας, κατά περίπτωση, την από κοινού χρήση με τους οργανισμούς της Ένωσης υπηρεσιών διοικητικής στήριξης και υπηρεσιών διαχείρισης εγκαταστάσεων οι οποίες δεν συνδέονται με τις κύριες δραστηριότητες της Αρχής. Έως τις 30 Μαρτίου 2019 και εφεξής κάθε 12 μήνες, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τη συμμόρφωση των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών προς τη συγκεκριμένη απαίτηση.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ

Άρθρο 8

Καθήκοντα και εξουσίες της Αρχής

1.  

Η Αρχή αναλαμβάνει τα ακόλουθα καθήκοντα:

▼M8

α) 

με βάση τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, συμβάλλει στην καθιέρωση κοινών ρυθμιστικών και εποπτικών προτύπων και πρακτικών υψηλής ποιότητας, ιδίως με την ανάπτυξη σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, κατευθυντήριων γραμμών, συστάσεων και άλλων μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των γνωμοδοτήσεων·

αα) 

καταρτίζει και τηρεί ενήμερο ενωσιακό εποπτικό εγχειρίδιο σχετικά με την εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στην Ένωση το οποίο πρέπει να προσδιορίζει εποπτικές βέλτιστες πρακτικές και μεθοδολογίες και διεργασίες υψηλής ποιότητας, λαμβάνει δε υπόψη, μεταξύ άλλων, τις μεταβαλλόμενες επιχειρηματικές πρακτικές και τα επιχειρηματικά μοντέλα, καθώς και το μέγεθος των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και αγορών·

▼M8

αβ) 

καταρτίζει και τηρεί ενήμερο ενωσιακό εγχειρίδιο εξυγίανσης σχετικά με την εξυγίανση των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στην Ένωση το οποίο πρέπει να προσδιορίζει βέλτιστες πρακτικές και υψηλής ποιότητας μεθοδολογίες και διεργασίες εξυγίανσης, λαμβάνοντας υπόψη το έργο του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης και τις μεταβαλλόμενες επιχειρηματικές πρακτικές και επιχειρηματικά μοντέλα, καθώς και το μέγεθος των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και αγορών·

▼M8

β) 

συμβάλλει στη συνεπή εφαρμογή των νομικά δεσμευτικών ενωσιακών πράξεων, ιδίως συμβάλλοντας στη διαμόρφωση κοινής εποπτικής νοοτροπίας, διασφαλίζοντας τη συνεπή, αποδοτική και αποτελεσματική εφαρμογή των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, αποτρέποντας την καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας, προωθώντας και παρακολουθώντας την εποπτική ανεξαρτησία, μεσολαβώντας και επιλύοντας διαφωνίες μεταξύ αρμόδιων αρχών, διασφαλίζοντας αποτελεσματική και συνεπή εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, διασφαλίζοντας τη συνεκτική λειτουργία των σωμάτων εποπτών και λαμβάνοντας μέτρα, μεταξύ άλλων, σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης·

▼M1

γ) 

διευκολύνει την ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ αρμόδιων αρχών·

▼B

δ) 

συνεργάζεται στενά με το ΕΣΣΚ, ιδίως παρέχοντας στο ΕΣΣΚ τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του και διασφαλίζοντας σωστή παρακολούθηση των προειδοποιήσεων και των συστάσεων της ΕΣΣΚ,

▼M8

ε) 

διοργανώνει και διενεργεί αξιολογήσεις των αρμόδιων αρχών από ομοτίμους και, στο πλαίσιο αυτό, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις και εντοπίζει βέλτιστες πρακτικές, με σκοπό την ενίσχυση της συνοχής των εποπτικών αποτελεσμάτων·

στ) 

παρακολουθεί και εκτιμά τις εξελίξεις της αγοράς στον τομέα αρμοδιότητάς της, περιλαμβανομένων, εφόσον ενδείκνυται, των εξελίξεων που αφορούν τις τάσεις της πίστης, ιδίως προς τα νοικοκυριά και τις ΜΜΕ, και τις τάσεις στις καινοτόμες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις εξελίξεις που σχετίζονται με τους περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και τους σχετικούς με τη διακυβέρνηση παράγοντες·

ζ) 

πραγματοποιεί αναλύσεις αγοράς για την ενημέρωση της διαδικασίας απαλλαγής για την Αρχή·

η) 

ενισχύει, κατά περίπτωση, την προστασία των καταθετών, των καταναλωτών και των επενδυτών, ιδίως σε σχέση με τις ελλείψεις σε διασυνοριακό πλαίσιο και λαμβάνοντας υπόψη τους σχετικούς κινδύνους·

▼M1

θ) 

προωθεί τη συνεπή και συνεκτική λειτουργία των σωμάτων εποπτών, την παρακολούθηση, εκτίμηση και μέτρηση του συστημικού κινδύνου, την κατάρτιση και τον συντονισμό σχεδίων διάσωσης και εξυγίανσης, παρέχοντας υψηλού επιπέδου προστασίας των καταθετών και επενδυτών σε ολόκληρη την Ένωση και εκπονώντας μεθόδους για την εξυγίανση υπό κατάρρευση χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και την εκτίμηση της ανάγκης κατάλληλων χρηματοδοτικών μέσων, με σκοπό την προώθηση της συνεργασίας μεταξύ αρμοδίων αρχών που συμμετέχουν στη διαχείριση κρίσεων όσον αφορά τα διασυνοριακά χρηματοοικονομικά ιδρύματα που μπορεί να αποτελέσουν συστημικό κίνδυνο, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 21 έως 26·

▼M8

θα) 

συμβάλλει στη θέσπιση κοινής στρατηγικής της Ένωσης για τα χρηματοοικονομικά δεδομένα·

▼B

ι) 

εκπληρώνει τυχόν άλλα ειδικά καθήκοντα που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό ή σε άλλες νομοθετικές πράξεις,

ια) 

δημοσιεύει στον ιστότοπό της και ενημερώνει σε τακτική βάση πληροφορίες σχετικά με το πεδίο δραστηριοτήτων της, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της, σχετικά με τα καταχωρισμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η εύκολη πρόσβαση του κοινού στην πληροφόρηση,

▼M8

ιαα) 

δημοσιεύει στον ιστότοπό της και ενημερώνει σε τακτική βάση όλα τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα, τις κατευθυντήριες γραμμές, τις συστάσεις και τις ερωτήσεις και απαντήσεις για κάθε νομοθετική πράξη που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, συμπεριλαμβανομένων των επισκοπήσεων που αφορούν την τρέχουσα κατάσταση των εν εξελίξει εργασιών και το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα για την έγκριση των σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων,

▼M1 —————

▼M8

ιβ) 

συμβάλλει στην πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, μεταξύ άλλων με την προώθηση της συνεπούς, αποδοτικής και αποτελεσματικής εφαρμογής των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, αντίστοιχα, όσον αφορά την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

▼M1

1α.  

Κατά την άσκηση των καθηκόντων της σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, η Αρχή:

α) 

κάνει χρήση όλων των εξουσιών που διαθέτει,

▼M8

β) 

λαμβάνοντας υπόψη τον στόχο για κατοχύρωση της ασφάλειας και ευρωστίας των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, λαμβάνει δεόντως υπόψη τους διάφορους τύπους, τα επιχειρηματικά μοντέλα και το μέγεθος των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων· και

▼M8

γ) 

λαμβάνει υπόψη την τεχνολογική καινοτομία, καινοτόμα και βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα, καθώς και την ενσωμάτωση των περιβαλλοντικών, κοινωνικών και των σχετικών με τη διακυβέρνηση παραγόντων.

▼B

2.  

Για να εκπληρώσει τα καθήκοντα που ορίζονται στην παράγραφο 1, η Αρχή διαθέτει τις εξουσίες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και ειδικότερα να:

α) 

καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 10,

β) 

καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 15,

γ) 

εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 16,

▼M8

γα) 

εκδίδει συστάσεις, όπως αναφέρεται στο άρθρο 29α,

▼B

δ) 

εκδίδει συστάσεις σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 17 παράγραφος 3,

▼M8

δα) 

εκδίδει προειδοποιήσεις σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3,

▼B

ε) 

λαμβάνει μεμονωμένες αποφάσεις απευθυνόμενες προς αρμόδιες αρχές στις ειδικές περιπτώσεις που σημειώνονται στα άρθρα 18 παράγραφος 3 και 19 παράγραφος 3,

στ) 

σε περιπτώσεις που αφορούν άμεσα εφαρμόσιμο ενωσιακό δίκαιο, λαμβάνει μεμονωμένες αποφάσεις απευθυνόμενες προς χρηματοοικονομικά ιδρύματα, στις ειδικές περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 6, στο άρθρο 18 παράγραφος 4 και στο άρθρο 19 παράγραφος 4,

▼M8

ζ) 

γνωμοδοτεί προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο ή την Επιτροπή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 16α,

▼M8

ζα) 

εκδίδει απαντήσεις σε ερωτήσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 16β,

ζβ) 

λαμβάνει μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 9γ,

▼B

η) 

συλλέγει τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως προβλέπει το άρθρο 35,

θ) 

αναπτύσσει κοινές μεθοδολογίες εκτίμησης της επίπτωσης των χαρακτηριστικών και των διαδικασιών διανομής των προϊόντων στην οικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων και στην προστασία του καταναλωτή,

ι) 

παρέχει κεντρικά προσπελάσιμη βάση δεδομένων των καταχωρισμένων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στο πεδίο αρμοδιότητάς της όταν προβλέπεται από τις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2.

▼M8

3.  
Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και κατά την άσκηση των εξουσιών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η Αρχή ενεργεί βάσει και εντός των ορίων του νομοθετικού πλαισίου και λαμβάνει δεόντως υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, όποτε είναι σκόπιμο, και της βελτίωσης της νομοθεσίας, περιλαμβανομένων των αποτελεσμάτων αναλύσεων κόστους/οφέλους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Οι ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις που αναφέρονται στα άρθρα 10, 15, 16 και 16α διεξάγονται όσο το δυνατόν ευρύτερα, για να διασφαλιστεί μια προσέγγιση χωρίς αποκλεισμούς προς όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, και παρέχουν εύλογο χρόνο στους συμφεροντούχους για να απαντήσουν. Η Αρχή δημοσιεύει περίληψη της συμβολής των ενδιαφερομένων και επισκόπηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκαν οι πληροφορίες και οι απόψεις που προέκυψαν από τις διαβουλεύσεις, σε σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου και σε σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου.

▼B

Άρθρο 9

Καθήκοντα που σχετίζονται με την προστασία των καταναλωτών και τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες

1.  

Η Αρχή αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο στην προώθηση της διαφάνειας, της απλότητας και της δικαιοσύνης στην αγορά καταναλωτικών χρηματοοικονομικών προϊόντων ή υπηρεσιών σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά, όπου περιλαμβάνονται και τα εξής:

▼M8

α) 

συλλογή, ανάλυση και αναφορά των καταναλωτικών τάσεων, όπως η εξέλιξη του κόστους και των επιβαρύνσεων για χρηματοοικονομικές υπηρεσίες λιανικής και χρηματοοικονομικά προϊόντα λιανικής στα κράτη μέλη,

▼M8

αα) 

διενέργεια ενδελεχών θεματικών αξιολογήσεων της συμπεριφοράς των αγορών, διαμόρφωση κοινής αντίληψης όσον αφορά τις πρακτικές των αγορών με σκοπό τον εντοπισμό δυνητικών προβλημάτων και την ανάλυση των επιπτώσεών τους,

αβ) 

ανάπτυξη δεικτών κινδύνου λιανικής με σκοπό τον έγκαιρο εντοπισμό αιτιών που ενδέχεται να προκαλέσουν βλάβη στους καταναλωτές,

▼B

β) 

ανασκόπηση και συντονισμός της χρηματοοικονομικής κατάρτισης και των εκπαιδευτικών πρωτοβουλιών από τις αρμόδιες αρχές,

γ) 

ανάπτυξη εκπαιδευτικών προτύπων για τον κλάδο,

δ) 

συμβολή στην ανάπτυξη κοινών κανόνων σχετικά με τη δημοσιοποίηση,

▼M8

ε) 

συμβολή στην εξασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά όπου οι καταναλωτές και οι λοιποί χρήστες των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών έχουν ισότιμη πρόσβαση σε χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και χρηματοοικονομικά προϊόντα,

στ) 

προώθηση περαιτέρω εξελίξεων όσον αφορά τη ρύθμιση και την εποπτεία, οι οποίες θα μπορούσαν να διευκολύνουν μια βαθύτερη εναρμόνιση και ολοκλήρωση σε επίπεδο Ένωσης και

ζ) 

συντονισμός των δραστηριοτήτων ανώνυμης έρευνας αγοράς («mystery shopping») των αρμόδιων αρχών, κατά περίπτωση.

▼M8

2.  
Η Αρχή παρακολουθεί τις νέες και τις υφιστάμενες χρηματοοικονομικές δραστηριότητες και μπορεί να θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις με σκοπό την προώθηση της ασφάλειας και της αξιοπιστίας των αγορών, καθώς και τη σύγκλιση και την αποτελεσματικότητα των ρυθμιστικών και εποπτικών πρακτικών.

▼B

3.  
Η Αρχή μπορεί επίσης να εκδίδει προειδοποιήσεις σε περίπτωση που κάποια χρηματοοικονομική δραστηριότητα ενέχει σοβαρή απειλή για τους στόχους που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 5.

▼M8

4.  
Η Αρχή συστήνει, ως αναπόσπαστο οργανωτικό της μέρος, επιτροπή για την προστασία των καταναλωτών και τη χρηματοοικονομική καινοτομία, στην οποία συμμετέχουν όλες οι σχετικές αρμόδιες αρχές και οι αρχές που είναι υπεύθυνες για την προστασία των καταναλωτών, με σκοπό την ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών, την επίτευξη συντονισμένης προσέγγισης όσον αφορά τη ρυθμιστική και εποπτική μεταχείριση των νέων ή καινοτόμων χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων και την παροχή γνωμοδοτήσεων με σκοπό να τις παρουσιάσει η Αρχή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Η Αρχή συνεργάζεται στενά με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 22 ) για την αποφυγή επικαλύψεων, ασυνεπειών και έλλειψη ασφάλειας δικαίου στον τομέα της προστασίας δεδομένων. Η Αρχή μπορεί επίσης να προσκαλεί εθνικές αρχές προστασίας δεδομένων ως παρατηρητές στην επιτροπή.
5.  
Η Αρχή μπορεί προσωρινά να απαγορεύσει ή να περιορίσει την εμπορική προώθηση, διανομή ή πώληση ορισμένων χρηματοοικονομικών προϊόντων, μέσων ή δραστηριοτήτων που ενδέχεται να προκαλέσουν σημαντική οικονομική ζημία στους πελάτες ή τους καταναλωτές ή απειλούν την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης, στις περιπτώσεις που καθορίζονται και υπό τους όρους που θεσπίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, ή, εφόσον απαιτείται, σε περίπτωση κατάστασης έκτακτης ανάγκης, σύμφωνα και με τους όρους που θεσπίζονται στο άρθρο 18.

Η Αρχή επανεξετάζει την απόφαση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ανά τακτά χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον ανά εξάμηνο. Μετά από τουλάχιστον δύο διαδοχικές ανανεώσεις και βάσει κατάλληλης ανάλυσης η οποία στοχεύει στο να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις στον πελάτη ή στον καταναλωτή, η Αρχή δύναται να αποφασίσει σχετικά με την ετήσια ανανέωση της απαγόρευσης.

Τα κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν από την Αρχή να επανεξετάσει την απόφασή της. Σε αυτήν την περίπτωση, η Αρχή αποφασίζει αν θα εμμείνει στην απόφασή της κατά τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 44 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο.

Η Αρχή μπορεί επίσης να εκτιμήσει την ανάγκη απαγόρευσης ή περιορισμού ορισμένων μορφών χρηματοοικονομικής δραστηριότητας ή πρακτικής και, εφόσον χρειαστεί, να ενημερώσει σχετικώς την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές προκειμένου να διευκολύνει τη θέσπιση οιασδήποτε απαγόρευσης ή περιορισμού.

▼M8

Άρθρο 9α

Ειδικά καθήκοντα σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας

1.  

Η Αρχή, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων της, αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο συντονισμού και παρακολούθησης για την προώθηση της ακεραιότητας, της διαφάνειας και της ασφάλειας του χρηματοοικονομικού συστήματος, λαμβάνοντας μέτρα για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στο εν λόγω σύστημα. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, τα μέτρα αυτά δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα απαιτούμενα για την επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού και των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και λαμβάνουν δεόντως υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων, τις επιχειρηματικές πρακτικές, τα επιχειρηματικά μοντέλα και το μέγεθος των φορέων του χρηματοοικονομικού τομέα και των χρηματοοικονομικών αγορών. Στα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνονται:

α) 

συλλογή πληροφοριών από αρμόδιες αρχές σχετικά με τις αδυναμίες που εντοπίζονται κατά τις διαρκείς διαδικασίες εποπτείας και αδειοδότησης στις διεργασίες και τις διαδικασίες, τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης, την καταλληλότητα και τη σκοπιμότητα, την απόκτηση ειδικών συμμετοχών, τα επιχειρηματικά μοντέλα και τις δραστηριότητες των φορέων του χρηματοοικονομικού τομέα για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και τα μέτρα που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές για την αντιμετώπιση των ακόλουθων σημαντικών αδυναμιών που επηρεάζουν μία ή περισσότερες από τις απαιτήσεις των ενωσιακών νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, το άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και το άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 και τυχόν εθνικού νόμου που τους μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο αντίστοιχα, όσον αφορά στην πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας:

i) 

παράβαση ή ενδεχόμενη παράβαση από φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα τέτοιων απαιτήσεων·

ii) 

μη κατάλληλη ή μη αποτελεσματική εφαρμογή από φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα τέτοιων απαιτήσεων ή

iii) 

μη κατάλληλη ή μη αποτελεσματική εφαρμογή από φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα των εσωτερικών πολιτικών και διαδικασιών του για τη συμμόρφωση με τέτοιες απαιτήσεις.

Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στην Αρχή όλες τις εν λόγω πληροφορίες, επιπλέον όσων υποχρεώσεων προβλέπονται βάσει του άρθρου 35 του παρόντος κανονισμού, και την ενημερώνουν σε εύλογο χρόνο όσον αφορά οποιεσδήποτε μεταγενέστερες εξελίξεις σχετικά με τις παρεχόμενες πληροφορίες. Η Αρχή συντονίζεται στενά με τις ενωσιακές μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών (ΜΧΠ), όπως αναφέρεται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849, σεβόμενη παράλληλα το καθεστώς και τις υποχρεώσεις τους και χωρίς περιττές επικαλύψεις.

Οι αρμόδιες αρχές δύνανται, να ανταλλάσσουν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, πρόσθετες πληροφορίες τις οποίες θεωρούν σημαντικές για την πρόληψη και την καταπολέμηση της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, με την κεντρική βάση δεδομένων της παραγράφου 2.

β) 

στενός συντονισμός και, κατά περίπτωση, ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όσον αφορά θέματα που συνδέονται με τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, και με τις αρχές που είναι επιφορτισμένες με το δημόσιο καθήκον εποπτείας των υπόχρεων οντοτήτων που απαριθμούνται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημεία 1) και 2) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, καθώς και με τις ΜΧΠ, σεβόμενη παράλληλα το καθεστώς και τις υποχρεώσεις των ΜΧΠ βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849·

γ) 

ανάπτυξη κοινών κατευθυντήριων γραμμών και προτύπων για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στον χρηματοπιστωτικό τομέα και προώθηση της συνεπούς εφαρμογής τους, ειδικότερα με την κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, σύμφωνα με τις εντολές που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, κατευθυντήριων γραμμών, συστάσεων και άλλων μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των γνωμών, τα οποία βασίζονται στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2·

δ) 

παροχή συνδρομής στις αρμόδιες αρχές, κατόπιν ειδικών αιτημάτων τους·

ε) 

παρακολούθηση των εξελίξεων της αγοράς και αξιολόγηση των τρωτών σημείων και των κινδύνων όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

Έως την 31η Δεκεμβρίου 2020, η Αρχή καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που διευκρινίζουν τον ορισμό των αδυναμιών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο α), συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων καταστάσεων στις οποίες ενδέχεται να προκύψουν αδυναμίες, τον ουσιώδη χαρακτήρα των αδυναμιών και την πρακτική εφαρμογή της συγκέντρωσης πληροφοριών από την Αρχή, καθώς και το είδος των πληροφοριών που θα πρέπει να παρέχονται σύμφωνα μετοπρώτο εδάφιο στοιχείο α). Κατά την κατάρτιση των τεχνικών αυτών προτύπων, η Αρχή εξετάζει τον όγκο των πληροφοριών που πρόκειται να παρασχεθούν και την ανάγκη αποφυγής επικάλυψης. Καθορίζει επίσης ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας και της εμπιστευτικότητας.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό με την θέσπιση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14.

2.  
Η Αρχή δημιουργεί και ενημερώνει κεντρική βάση δεδομένων με τις πληροφορίες που συλλέγονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α). Η Αρχή διασφαλίζει ότι οι εν λόγω πληροφορίες αναλύονται και καθίστανται διαθέσιμες στις αρμόδιες αρχές με βάση την ανάγκη γνώσης τους και με εμπιστευτικό τρόπο. Η Αρχή δύναται επίσης, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, να διαβιβάζει στις εθνικές δικαστικές αρχές και τις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους, σύμφωνα με τους εθνικούς διαδικαστικούς κανόνες, τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει στην κατοχή της και τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ποινική δίωξη. Η Αρχή δύναται επίσης, κατά περίπτωση, να διαβιβάζει αποδεικτικά στοιχεία στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, εφόσον τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία αφορούν αδικήματα για τα οποία η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ασκεί ή θα μπορούσε να ασκήσει αρμοδιότητα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου ( 23 ).
3.  
Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απευθύνουν στην Αρχή αιτιολογημένα αιτήματα για την παροχή πληροφοριών σχετικά με φορείς του χρηματοοικονομικού συστήματος που είναι σημαντικές για τις εποπτικές τους αρχές όσον αφορά την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Η Αρχή αξιολογεί αυτά τα αιτήματα και παρέχει εγκαίρως τις πληροφορίες τις οποίες ζητούν οι αρμόδιες αρχές με βάση την ανάγκη γνώσης τους. Όταν η Αρχή δεν παρέχει τις πληροφορίες που έχουν ζητηθεί, ενημερώνει την αιτούσα αρμόδια αρχή και εξηγεί τους λόγους για τους οποίους δεν τις παρέχει. Η Αρχή ενημερώνει την αρμόδια αρχή ή οποιαδήποτε άλλη αρχή ή ίδρυμα που παρέσχε αρχικώς τις ζητούμενες πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα της αιτούσας αρμόδιας αρχής, την ταυτότητα του συγκεκριμένου φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, τον λόγο για τον οποίο ζητούνται οι πληροφορίες, καθώς και αν έχουν παρασχεθεί οι πληροφορίες ή όχι. Επιπλέον, η Αρχή αναλύει τις πληροφορίες με σκοπό την ανταλλαγή σημαντικών πληροφοριών ιδία πρωτοβουλία με τις αρμόδιες αρχές για τις εποπτικές τους δραστηριότητες όσον αφορά την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Όταν προβαίνει στην ανταλλαγή αυτή, ενημερώνει την αρμόδια αρχή η οποία παρέσχε αρχικώς τις πληροφορίες. Επίσης, διεξάγει ανάλυση σε συνολική βάση για τη γνώμη που καλείται να διατυπώσει σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.

Έως την 31η Δεκεμβρίου 2020, η Αρχή καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που προσδιορίζουν τον τρόπο ανάλυσης των πληροφοριών και διάθεσής τους στις αρμόδιες αρχές με βάση την ανάγκη γνώσης τους και με εμπιστευτικό τρόπο.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό με την θέσπιση των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14.

4.  
Η Αρχή προωθεί τη σύγκλιση των εποπτικών διαδικασιών που αναφέρονται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849, μεταξύ άλλων διεξάγοντας αξιολογήσεις από ομοτίμους και εκδίδοντας συναφείς εκθέσεις και συμπληρωματικά μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 30 του παρόντος κανονισμού. Η Αρχή, κατά τη διενέργεια των εν λόγω αξιολογήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 30 του παρόντος κανονισμού, λαμβάνει υπόψη τις σχετικές εκτιμήσεις, αξιολογήσεις ή εκθέσεις που συντάσσουν διεθνείς οργανισμοί και διακυβερνητικοί φορείς με αρμοδιότητα στον τομέα της πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και την εξαμηνιαία έκθεση της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 και την εθνική εκτίμηση κινδύνου που διενεργείται από κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 7 της εν λόγω οδηγίας.
5.  
Η Αρχή, με τη συμμετοχή των αρμόδιων αρχών, διενεργεί αξιολογήσεις κινδύνου των στρατηγικών, των ικανοτήτων και των πόρων των αρμόδιων αρχών για την αντιμετώπιση των σημαντικότερων αναδυόμενων κινδύνων που συνδέονται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας σε ενωσιακό επίπεδο, όπως προσδιορίζει η υπερεθνική εκτίμηση κινδύνου. Διεξάγει τις εν λόγω εκτιμήσεις κινδύνου προκειμένου, ιδίως, να εκδώσει τη γνώμη που καλείται να διατυπώσει σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849. Η Αρχή διενεργεί εκτιμήσεις κινδύνου με βάση τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της, μεταξύ άλλων τις αξιολογήσεις από ομοτίμους σύμφωνα με το άρθρο 30 του παρόντος κανονισμού, την ανάλυση που πραγματοποίησε, σε συνολική βάση, των πληροφοριών που συνελέγησαν για τους σκοπούς της κεντρικής βάσης δεδομένων σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, καθώς και τις σχετικές αξιολογήσεις, εκτιμήσεις ή εκθέσεις που συντάσσουν διεθνείς οργανισμοί και διακυβερνητικοί φορείς με αρμοδιότητες στον τομέα της πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και την εθνική εκτίμηση κινδύνων από τα κράτη μέλη που καταρτίζεται δυνάμει του άρθρου 7 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849. Η Αρχή καθιστά τις εκτιμήσεις κινδύνου διαθέσιμες σε όλες τις αρμόδιες αρχές.

Για τον σκοπό του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, η Αρχή, μέσω της εσωτερικής επιτροπής που συγκροτείται δυνάμει της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου, αναπτύσσει και εφαρμόζει μεθόδους με στόχο την αντικειμενική αξιολόγηση, καθώς και τον συνεπή έλεγχο υψηλής ποιότητας, των εκτιμήσεων και της εφαρμογής της μεθοδολογίας, καθώς και για να εξασφαλίσει ίσους όρους ανταγωνισμού. Η εν λόγω εσωτερική επιτροπή διενεργεί τον έλεγχο ποιότητας και συνέπειας των αξιολογήσεων κινδύνου. Καταρτίζει τα σχέδια εκτιμήσεων κινδύνου προς έγκριση από το συμβούλιο εποπτών, σύμφωνα με το άρθρο 44.

6.  
Στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν ενδείξεις για παραβάσεις των απαιτήσεων που καθορίζονται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849 από πλευράς των φορέων του χρηματοοικονομικού τομέα και όταν υπάρχει διασυνοριακή διάσταση με τρίτες χώρες, η Αρχή διαδραματίζει ηγετικό ρόλο, συμβάλλοντας στη διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών της Ένωσης και των αρμόδιων αρχών σε τρίτες χώρες, όταν χρειάζεται. Ο ρόλος αυτός της Αρχής δεν θίγει τις τακτικές επαφές των αρμόδιων αρχών με τις αρχές τρίτων χωρών.
7.  
Η Αρχή συγκροτεί μόνιμη εσωτερική επιτροπή για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, με σκοπό τον συντονισμό των μέτρων πρόληψης και καταπολέμησης της χρήσης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και την εκπόνηση, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/847 και την οδηγία (ΕΕ) 2015/849, όλων των σχεδίων αποφάσεων που θα πρέπει να ληφθούν από την Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 44 του παρόντος κανονισμού.
8.  
Η επιτροπή που αναφέρεται στην παράγραφο 7 αποτελείται από εκπροσώπους υψηλού επιπέδου των αρχών και των φορέων όλων των κρατών μελών που είναι αρμόδιοι για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης των φορέων του χρηματοοικονομικού τομέα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/847 και την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 που διαθέτουν εμπειρογνωμοσύνη και εξουσίες λήψης αποφάσεων στον τομέα της πρόληψης της χρήσης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τους σκοπούς της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και από εκπροσώπους υψηλού επιπέδου που διαθέτουν εμπειρογνωμοσύνη στα διάφορα επιχειρηματικά μοντέλα και τις τομεακές ιδιαιτερότητες, της Αρχής, της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) αντίστοιχα. Οι εκπρόσωποι υψηλού επιπέδου της Αρχής και των εν λόγω άλλων Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της επιτροπής αυτής χωρίς δικαίωμα ψήφου. Επιπλέον, η Επιτροπή, το ΕΣΣΚ και το εποπτικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ορίζουν από έναν εκπρόσωπο υψηλού επιπέδου για να συμμετέχει ως παρατηρητής στις συνεδριάσεις της εν λόγω επιτροπής. Ο Πρόεδρος της εν λόγω επιτροπής εκλέγεται από και μεταξύ των μελών της εν λόγω επιτροπής που διαθέτουν δικαίωμα ψήφου.

Κάθε ίδρυμα, αρχή και όργανο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ορίζει αναπληρωματικό εκπρόσωπο από το προσωπικό του, το οποίο μπορεί να αντικαθιστά το τακτικό μέλος σε περίπτωση κωλύματος. Τα κράτη μέλη, όταν περισσότερες από μία αρχές είναι αρμόδιες για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης των φορέων του χρηματοοικονομικού τομέα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 μπορούν να ορίζουν έναν εκπρόσωπο για κάθε αρμόδια αρχή. Ανεξάρτητα από τον αριθμό των αρμόδιων αρχών που εκπροσωπούνται στη συνεδρίαση, κάθε κράτος μέλος διαθέτει μία ψήφο. Η εν λόγω επιτροπή μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές ομάδες εργασίας σχετικά με ειδικές πτυχές των εργασιών της με σκοπό την κατάρτιση σχεδίων αποφάσεων της εν λόγω επιτροπής. Οι εν λόγω ομάδες είναι ανοικτές για συμμετοχή του προσωπικού από όλες τις αρμόδιες αρχές που εκπροσωπούνται στην εν λόγω επιτροπή και από την Αρχή, την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών).

9.  

Η Αρχή, η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) μπορούν ανά πάσα στιγμή να υποβάλλουν γραπτές παρατηρήσεις για κάθε σχέδιο απόφασης της επιτροπής που αναφέρεται στην παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου. Το συμβούλιο εποπτών λαμβάνει δεόντως υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές πριν από τη λήψη της οριστικής του απόφασης. Όταν το σχέδιο απόφασης βασίζεται ή συνδέεται με τις εξουσίες που ανατίθενται στην Αρχή δυνάμει του άρθρου 9β, 17 ή 19 και αφορά:

i) 

χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 ή οποιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές που τα εποπτεύουν, ή

ii) 

συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 ή οποιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές που τους εποπτεύουν.

Η Αρχή δύναται να λάβει την απόφαση μόνο σε συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), στην περίπτωση του στοιχείου α), ή την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), στην περίπτωση του στοιχείου β). Η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) ή η Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) κοινοποιεί τις απόψεις της στην Αρχή εντός 20 ημερών από την ημερομηνία του σχεδίου απόφασης της επιτροπής που αναφέρεται στην παράγραφο 7. Εάν δεν κοινοποιήσουν τις απόψεις τους στην Αρχή εντός 20 ημερών ούτε ζητήσουν δεόντως αιτιολογημένη παράταση για την κοινοποίηση των εν λόγω απόψεων, η συμφωνία τεκμαίρεται.

Άρθρο 9β

Αίτημα διερεύνησης σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας

1.  
Σε θέματα που αφορούν την πρόληψη και την καταπολέμηση της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2015/849, η Αρχή μπορεί, εφόσον έχει ενδείξεις για ουσιώδεις παραβάσεις, να ζητήσει από την αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 4 σημείο 2) σημείο iii): α) να διερευνήσει πιθανές παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου, από φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, και όταν το δίκαιο αυτό αποτελείται από οδηγίες ή παρέχει ρητώς επιλογές στα κράτη μέλη, παραβάσεις της εθνικής νομοθεσίας, καθόσον αποτελεί μεταφορά οδηγιών στο εθνικό δίκαιο ή χρήση των επιλογών που παρέχονται στα κράτη μέλη από το ενωσιακό δίκαιο· και β) να εξετάσει το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων στον εν λόγω φορέα όσον αφορά τις εν λόγω παραβάσεις. Εφόσον είναι αναγκαίο, μπορεί επίσης να ζητήσει από την αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 4 σημείο 2) σημείο iii) να εξετάσει το ενδεχόμενο έκδοσης μεμονωμένης απόφασης που απευθύνεται στον συγκεκριμένο φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, επιβάλλοντάς του υποχρέωση να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, ώστε να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του δυνάμει του άμεσα εφαρμοστέου ενωσιακού δικαίου ή σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, καθόσον αποτελεί μεταφορά οδηγιών στο εθνικό δίκαιο ή χρήση επιλογών που παρέχονται στα κράτη μέλη από το ενωσιακό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένης της παύσης οποιασδήποτε πρακτικής. Τα αιτήματα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο δεν εμποδίζουν τρέχοντα εποπτικά μέτρα της αρμόδιας αρχής στην οποία απευθύνεται το αίτημα.
2.  
Η αρμόδια αρχή συμμορφώνεται με κάθε αίτημα που απευθύνεται σε αυτήν σύμφωνα με την παράγραφο 1 και ενημερώνει την Αρχή το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο εντός 10 εργάσιμων ημερών για τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει για να συμμορφωθεί με το αίτημα αυτό.
3.  
Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ, όταν αρμόδια αρχή δεν ενημερώνει την Αρχή εντός 10 εργάσιμων ημερών για τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει για να συμμορφωθεί με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, εφαρμόζεται το άρθρο 17 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 9γ

Επιστολές μη ανάληψης δράσης

1.  

Η Αρχή λαμβάνει τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν θεωρεί ότι η εφαρμογή μίας από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή οποιωνδήποτε κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών πράξεων που βασίζονται στις εν λόγω νομοθετικές πράξεις ενδέχεται να εγείρει σημαντικά ζητήματα, για έναν από τους ακόλουθους λόγους:

α) 

η Αρχή θεωρεί ότι οι διατάξεις που περιλαμβάνονται σε μια τέτοια πράξη μπορεί να έρχονται σε άμεση αντίθεση με άλλη σχετική πράξη,

β) 

όταν η πράξη είναι μία από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, η απουσία κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών πράξεων που θα συμπλήρωναν ή θα διευκρίνιζαν τη σχετική πράξη θα δημιουργούσε εύλογες αμφιβολίες σχετικά με τις νομικές συνέπειες που απορρέουν από τη νομοθετική πράξη ή την ορθή εφαρμογή της,

γ) 

η απουσία κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 16, θα δημιουργούσε πρακτικές δυσκολίες όσον αφορά την εφαρμογή της σχετικής νομοθετικής πράξης.

2.  
Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η Αρχή απευθύνει λεπτομερή γραπτή αναφορά στις αρμόδιες αρχές και στην Επιτροπή, στην οποία περιγράφει τα ζητήματα που θεωρεί ότι υφίστανται.

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β), η Αρχή γνωμοδοτεί στην Επιτροπή για κάθε ενέργεια την οποία θεωρεί κατάλληλη, με τη μορφή νέας νομοθετικής πρότασης ή πρότασης νέας κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικής πράξης, και σχετικά με τον επείγοντα χαρακτήρα που, κατά την κρίση της Αρχής, αποδίδεται στο ζήτημα. Η Αρχή δημοσιοποιεί τη γνώμη της.

Στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου, η Αρχή αξιολογεί το συντομότερο δυνατόν την ανάγκη να εγκρίνει σχετικές κατευθυντήριες γραμμές ή συστάσεις όπως προβλέπεται στο άρθρο 16.

Η Αρχή ενεργεί με ταχείες διαδικασίες, ιδίως με σκοπό να συμβάλει στην πρόληψη των ζητημάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, όποτε αυτό είναι δυνατόν.

3.  
Εφόσον απαιτείται στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, και εν αναμονή της έγκρισης και της εφαρμογής νέων μέτρων σε συνέχεια των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η Αρχή εκδίδει γνώμες σχετικά με συγκεκριμένες διατάξεις των πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, με σκοπό την προώθηση συνεκτικών, αποδοτικών και αποτελεσματικών πρακτικών εποπτείας και επιβολής, καθώς και της κοινής, ενιαίας και συνεπούς εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου.
4.  
Όταν, βάσει των πληροφοριών που λαμβάνονται, ιδίως από τις αρμόδιες αρχές, η Αρχή θεωρεί ότι οποιαδήποτε από τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή οποιαδήποτε κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστική πράξη που βασίζεται στις εν λόγω νομοθετικές πράξεις εγείρει σημαντικά έκτακτα ζητήματα που αφορούν την εμπιστοσύνη της αγοράς, την προστασία των καταναλωτών, των πελατών ή των επενδυτών, την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή των αγορών βασικών προϊόντων, ή τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης, απευθύνει χωρίς καθυστέρηση επιστολή στις αρμόδιες αρχές και στην Επιτροπή, στην οποία περιγράφει λεπτομερώς τα ζητήματα που θεωρεί ότι υφίστανται. Η Αρχή δύναται να γνωμοδοτεί στην Επιτροπή για κάθε ενέργεια την οποία θεωρεί κατάλληλη, με τη μορφή νέας νομοθετικής πρότασης ή πρότασης νέας κατ’ εξουσιοδότησης ή εκτελεστικής πράξης, και σχετικά με τον επείγοντα χαρακτήρα που, κατά την κρίση της Αρχής, αποδίδεται στο ζήτημα. Η Αρχή δημοσιοποιεί τη γνώμη της.

▼B

Άρθρο 10

Ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα

▼M8

1.  

Οσάκις το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αναθέτουν εξουσίες στην Επιτροπή για τη θέσπιση ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, προκειμένου να διασφαλισθεί η συνεκτική εναρμόνιση στους τομείς που περιγράφονται συγκεκριμένα στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, η Αρχή δύναται να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων. Η Αρχή υποβάλλει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που κατάρτισε στην Επιτροπή προς έγκριση. Ταυτόχρονα, η Αρχή διαβιβάζει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

▼B

Τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα είναι τεχνικής φύσεως, δεν επιβάλλουν στρατηγικές αποφάσεις ή πολιτικές επιλογές και το περιεχόμενό τους περιορίζεται από τις νομοθετικές πράξεις επί των οποίων βασίζονται.

▼M8

Πριν την υποβολή τους στην Επιτροπή, η Αρχή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι πολύ δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και τις επιπτώσεις των εν λόγω σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Αρχή ζητεί επίσης τις συμβουλές της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.

▼M8 —————

▼M8

Εντός τριών μηνών από την παραλαβή σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα το εγκρίνει. Η Επιτροπή ενημερώνει εν ευθέτω χρόνω το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο όταν η έγκριση δεν μπορεί να λάβει χώρα εντός της τρίμηνης περιόδου. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων εν μέρει μόνον ή, εάν το απαιτεί το συμφέρον της Ένωσης, με τροποποιήσεις.

Εφόσον η Επιτροπή προτίθεται να μην εγκρίνει ένα σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου ή να το εγκρίνει εν μέρει ή με τροποποιήσεις, διαβιβάζει και πάλι το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου προς την Αρχή, εξηγώντας γιατί δεν το εγκρίνει ή εξηγώντας τους λόγους των τροποποιήσεών της. Η Επιτροπή διαβιβάζει αντίγραφο της επιστολής της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Εντός έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου με βάση τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής και να το επανυποβάλει στην Επιτροπή υπό μορφή επίσημης γνώμης προς έγκριση. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

▼B

Αν κατά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας των έξι εβδομάδων η Αρχή δεν υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου ή υποβάλει σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που δεν τροποποιήθηκε κατά τρόπο συνεπή προς τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου με τις τροποποιήσεις που θεωρεί συναφείς ή να το απορρίψει.

Η Επιτροπή δεν μπορεί να τροποποιεί το περιεχόμενο σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου της Αρχής χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

▼M8

2.  
Εφόσον η Αρχή δεν υπέβαλε σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου εντός της προθεσμίας που ορίζουν οι νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει ένα τέτοιο σχέδιο εντός νέας προθεσμίας. Η Αρχή ενημερώνει εγκαίρως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή ότι δεν θα τηρήσει τη νέα προθεσμία.

▼B

3.  

Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο με κατ εξουσιοδότηση πράξη και χωρίς σχέδιο της Αρχής, μόνο εφόσον η Αρχή δεν υπέβαλε σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου προς την Επιτροπή εντός της προθεσμίας σύμφωνα με την παράγραφο 2.

▼M8

Η Επιτροπή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και τις επιπτώσεις των εν λόγω σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Επιτροπή ζητεί επίσης τις συμβουλές της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.

▼B

Η Επιτροπή διαβιβάζει πάραυτα το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Η Επιτροπή διαβιβάζει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου της στην Αρχή. Εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου και να το υποβάλει υπό μορφή επίσημης γνώμης στην Επιτροπή. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Εάν μετά την παρέλευση της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο η Αρχή δεν έχει υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο.

Εφόσον η Αρχή υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου εντός της προθεσμίας των έξι εβδομάδων, η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου βάσει των προτεινομένων από την Αρχή τροποποιήσεων ή να εγκρίνει το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο με τις τροπολογίες που κρίνει σκόπιμες. Η Επιτροπή δεν μπορεί να τροποποιήσει το περιεχόμενο του σχεδίου ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που έχει καταρτίσει η Αρχή δίχως εκ των προτέρων συντονισμό με αυτήν, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

▼M8

4.  
Τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα εγκρίνονται με κανονισμούς ή αποφάσεις. Οι λέξεις «ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο» εμφανίζονται στον τίτλο αυτών των κανονισμών και αποφάσεων. Τα πρότυπα αυτά δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αρχίζουν να ισχύουν κατά την ημερομηνία που ορίζεται στις εν λόγω πράξεις.

▼B

Άρθρο 11

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.  
Οι εξουσίες για την έγκριση ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο άρθρο 10 ανατίθενται στην Επιτροπή για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών από τις 16 Δεκεμβρίου 2010. Η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της ανατέθηκαν το αργότερο έξι μήνες πριν από τη λήξη της τετραετίας. Η εξουσιοδότηση παρατείνεται αυτομάτως ή για ίσης διάρκειας περιόδους, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προχωρήσουν σε ανάκλησή της σύμφωνα με το άρθρο 14.
2.  
Μόλις εγκρίνει ένα ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο, η Επιτροπή το κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.
3.  
Η εξουσία έγκρισης ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ανατίθεται στην Επιτροπή με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που ορίζουν τα άρθρα 12 έως 14.

Άρθρο 12

Ανάκληση της εξουσιοδότησης

1.  
Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 10 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο.
2.  
Το θεσμικό όργανο που έχει κινήσει εσωτερική διαδικασία για να αποφασιστεί αν θα ανακληθεί η εξουσιοδότηση προσπαθεί να ενημερώσει το άλλο θεσμικό όργανο και την Επιτροπή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, αναφέροντας τις κατ’ εξουσιοδότηση εξουσίες που θα μπορούσαν να ανακληθούν.
3.  
Η απόφαση περί ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Παράγει αποτελέσματα αμέσως ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται σε αυτήν. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που ισχύουν ήδη. Δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 13

Διατύπωση αντιρρήσεων για τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα

1.  

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώσουν αντιρρήσεις για ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης του ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου που ενέκρινε η Επιτροπή. Με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί κατά τρεις μήνες.

▼M8 —————

▼B

2.  

Εάν, κατά τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο έχουν διατυπώσει αντιρρήσεις για το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο, αυτό δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν.

Το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο μπορεί να δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να τεθεί σε ισχύ προτού λήξει η εν λόγω προθεσμία, αρκεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή για την πρόθεσή τους να μη διατυπώσουν αντιρρήσεις.

3.  
Εάν είτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είτε το Συμβούλιο διατυπώσει αντιρρήσεις για ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1, αυτό δεν τίθεται σε ισχύ. Σύμφωνα με το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο που διατυπώνει τις αντιρρήσεις αιτιολογεί τις αντιρρήσεις του αυτές για το ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο.

Άρθρο 14

Μη έγκριση ή τροποποίηση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων

1.  
Εφόσον η Επιτροπή δεν εγκρίνει σχέδιο ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου ή το τροποποιήσει σύμφωνα με το άρθρο 10, η Επιτροπή ενημερώνει την Αρχή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, προβαίνοντας στη σχετική αιτιολόγηση.
2.  
Όποτε ενδείκνυται, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν να καλέσουν τον αρμόδιο Επίτροπο, μαζί με τον πρόεδρο της Αρχής, εντός μηνός από τη γνωστοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, για ad hoc συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, προκειμένου να παρουσιάσουν και να εξηγήσουν τις διαφορές τους.

Άρθρο 15

Εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα

▼M8

1.  
Όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αναθέτουν εκτελεστικές εξουσίες στην Επιτροπή για τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων με εκτελεστικές πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 291 ΣΛΕΕ, στους τομείς που ορίζονται συγκεκριμένα στις νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, η Αρχή δύναται να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων. Τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα είναι τεχνικής φύσεως, δεν συνεπάγονται στρατηγικές αποφάσεις ή πολιτικές επιλογές, το δε περιεχόμενό τους είναι να καθοριστούν οι όροι εφαρμογής αυτών των πράξεων. Η Αρχή υποβάλλει το σχέδιο εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που κατήρτισε στην Επιτροπή προς έγκριση. Ταυτόχρονα, η Αρχή διαβιβάζει τα εν λόγω τεχνικά πρότυπα προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Πριν από την υποβολή σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή, η Αρχή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και αν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι πολύ δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Αρχή ζητεί επίσης τις συμβουλές της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.

Εντός τριών μηνών από την παραλαβή σχεδίου εκτελεστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα το εγκρίνει. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά έναν μήνα. Η Επιτροπή ενημερώνει εν ευθέτω χρόνω το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ότι η έγκριση δεν μπορεί να λάβει χώρα εντός της τρίμηνης περιόδου. Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου εν μέρει μόνον ή με τροποποιήσεις, εφόσον αυτό απαιτεί το συμφέρον της Ένωσης.

Εφόσον η Επιτροπή προτίθεται να μην εγκρίνει ένα σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου ή προτίθεται να το εγκρίνει εν μέρει ή με τροποποιήσεις, το διαβιβάζει και πάλι προς την Αρχή, εξηγώντας γιατί δεν σκοπεύει να το εγκρίνει ή εξηγώντας τους λόγους των τροποποιήσεών της. Η Επιτροπή διαβιβάζει αντίγραφο της επιστολής της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Εντός έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου με βάση τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής και να το επανυποβάλει στην Επιτροπή υπό μορφή επίσημης γνώμης. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Αν, κατά τη λήξη της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο, η Αρχή δεν έχει υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου ή έχει υποβάλει σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου που δεν τροποποιήθηκε κατά τρόπο συνεπή προς τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της Επιτροπής, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο με τις τροποποιήσεις που θεωρεί συναφείς ή να το απορρίψει.

Η Επιτροπή δεν τροποποιεί το περιεχόμενο σχεδίου εκτελεστικού τεχνικού προτύπου της Αρχής χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

2.  
Όταν η Αρχή δεν υπέβαλε σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου εντός της προθεσμίας που ορίζουν οι νομοθετικές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει ένα τέτοιο σχέδιο εντός νέας χρονικής προθεσμίας. Η Αρχή ενημερώνει εγκαίρως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή ότι δεν θα τηρήσει τη νέα προθεσμία.

▼B

3.  

Η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο με εκτελεστική πράξη και χωρίς σχέδιο της Αρχής μόνο εφόσον η Αρχή δεν υποβάλλει σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου προς την Επιτροπή εντός των προθεσμιών σύμφωνα με την παράγραφο 2.

▼M8

Η Επιτροπή διενεργεί ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων και αναλύει τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες, εκτός και εάν οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι δυσανάλογες σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και την επίπτωση των εν λόγω εκτελεστικών τεχνικών προτύπων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Η Επιτροπή ζητεί επίσης τις συμβουλές της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37.

▼B

Η Επιτροπή διαβιβάζει πάραυτα το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Η Επιτροπή διαβιβάζει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου στην Αρχή. Εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων, η Αρχή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου και να το υποβάλει υπό μορφή επίσημης γνώμης στην Επιτροπή. Η Αρχή διαβιβάζει αντίγραφο της επίσημης γνώμης της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Εάν, κατά τη λήξη της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο, η Αρχή δεν έχει υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει το εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο.

Σε περίπτωση που η Αρχή υποβάλει τροποποιημένο σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου εντός της εν λόγω προθεσμίας των έξι εβδομάδων, η Επιτροπή μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο εκτελεστικού τεχνικού προτύπου βάσει των προτεινομένων από την Αρχή τροποποιήσεων ή να εγκρίνει το εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο με τις τροπολογίες που κρίνει σχετικές.

Η Επιτροπή δεν τροποποιεί το περιεχόμενο του σχεδίου εκτελεστικών τεχνικών προτύπων της Αρχής χωρίς προηγούμενο συντονισμό με την Αρχή, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.

▼M8

4.  
Τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα εγκρίνονται με κανονισμούς ή αποφάσεις. Οι λέξεις «εκτελεστικό τεχνικό πρότυπο» εμφανίζονται στον τίτλο αυτών των κανονισμών ή αποφάσεων. Τα εν λόγω πρότυπα δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αρχίζουν να ισχύουν κατά την ημερομηνία που ορίζεται στις εν λόγω πράξεις.

▼B

Άρθρο 16

Κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις

▼M8

1.  
Για την καθιέρωση συνεπών, αποδοτικών και αποτελεσματικών εποπτικών πρακτικών στο ΕΣΧΕ και την εξασφάλιση της κοινής, ομοιόμορφης και συνεπούς εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, η Αρχή εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές με αποδέκτες όλες τις αρμόδιες αρχές ή όλα τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και εκδίδει συστάσεις με αποδέκτες μία ή περισσότερες αρμόδιες αρχές ή ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

Οι κατευθυντήριες γραμμές και οι συστάσεις εκδίδονται σύμφωνα με τις εξουσιοδοτήσεις που παρέχονται στις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή το παρόν άρθρο.

2.  
Η Αρχή διενεργεί, κατά περίπτωση, ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις που εκδίδει και αναλύει τα συναφή ενδεχόμενα κόστη και οφέλη της έκδοσης τέτοιου είδους κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων. Οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι αναλογικές σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής, τη φύση και την επίπτωση των κατευθυντήριων γραμμών ή των συστάσεων. Η Αρχή ζητεί επίσης, κατά περίπτωση, συμβουλές από την ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37. Η Αρχή, όταν δεν διεξάγει ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις ή δεν ζητεί συμβουλές από την ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων, προβαίνει σε σχετική αιτιολόγηση.

▼M8

2α.  
Οι κατευθυντήριες γραμμές και οι συστάσεις δεν αναφέρονται μόνο σε στοιχεία νομοθετικών πράξεων ούτε τα αναπαράγουν. Πριν να εκδώσει νέα κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση, η Αρχή επανεξετάζει τις υφιστάμενες κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, ώστε να αποφευχθεί τυχόν αλληλεπικάλυψη.

▼B

3.  

Οι αρμόδιες αρχές και τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να συμμορφωθούν με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις.

Εντός δύο μηνών από την έκδοση κατευθυντήριας γραμμής ή σύστασης, κάθε αρμόδια αρχή επιβεβαιώνει εάν προτίθεται να συμμορφωθεί προς την εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. Σε περίπτωση που μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται ή δεν προτίθεται να συμμορφωθεί, ενημερώνει την Αρχή, παραθέτοντας τους λόγους της.

Η Αρχή δημοσιοποιεί το γεγονός ότι αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται ή δεν προτίθεται να συμμορφωθεί προς τη συγκεκριμένη κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. H Αρχή μπορεί επίσης να αποφασίσει, κατά περίπτωση, να δημοσιεύσει τους λόγους που παρασχέθηκαν από την αρμόδια αρχή για τους οποίους δεν συμμορφώνεται με τη συγκεκριμένη κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση. Η αρμόδια αρχή ενημερώνεται εγκαίρως σχετικά με τη δημοσιοποίηση αυτή.

Εφόσον αυτό επιτάσσει η εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή η σύσταση, τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα αναφέρουν κατά τρόπο σαφή και ενδελεχή κατά πόσο συμμορφώθηκαν προς την εν λόγω κατευθυντήρια γραμμή ή σύσταση.

▼M8

4.  
Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 5, η Αρχή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που έχουν εκδοθεί.

▼M8

Άρθρο 16α

Γνωμοδοτήσεις

1.  
Η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, να γνωμοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για όλα τα θέματα που εμπίπτουν στον τομέα της αρμοδιότητάς της.
2.  
Το αίτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να περιλαμβάνει δημόσια διαβούλευση ή τεχνική ανάλυση.
3.  
Όσον αφορά τις εκτιμήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 22 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ οι οποίες, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, απαιτούν διαβούλευση μεταξύ των αρμόδιων αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών, η Αρχή μπορεί, κατόπιν αιτήματος μιας από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές, να εκδώσει και να δημοσιεύσει γνωμοδότηση σχετικά με εκτίμηση του είδους αυτού. Η γνωμοδότηση εκδίδεται άμεσα και σε κάθε περίπτωση πριν από τη λήξη της περιόδου εκτίμησης που αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο.
4.  
Η Αρχή δύναται, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής, να παρέχει τεχνικές συμβουλές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή στους τομείς που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

Άρθρο 16β

Ερωτήσεις και απαντήσεις

1.  
Με την επιφύλαξη της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, μπορεί να υποβάλει ερωτήσεις στην Αρχή σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα της Ένωσης, σχετικά με την πρακτική εφαρμογή ή τη μεταφορά των διατάξεων των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, τις σχετικές κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις, καθώς και τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις που εκδίδονται βάσει των εν λόγω νομοθετικών πράξεων.

Πριν από την υποβολή ερώτησης προς την Αρχή, τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα εξετάζουν εάν θα απευθύνουν πρώτα την ερώτηση στην αρμόδια αρχή τους.

Πριν δημοσιεύσει τις απαντήσεις σε παραδεκτές ερωτήσεις, η Αρχή δύναται να ζητεί περαιτέρω διευκρινίσεις για τις ερωτήσεις που υποβάλλει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο.

2.  
Οι απαντήσεις της Αρχής στις ερωτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν είναι δεσμευτικές. Η απάντηση καθίσταται διαθέσιμη τουλάχιστον στη γλώσσα στην οποία υποβλήθηκε η ερώτηση.
3.  
Η Αρχή δημιουργεί και διατηρεί διαδικτυακό εργαλείο διαθέσιμο στον ιστότοπό της για την υποβολή ερωτήσεων και την έγκαιρη δημοσίευση όλων των ερωτήσεων που ελήφθησαν καθώς και όλων των απαντήσεων σε όλες τις παραδεκτές ερωτήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1, εκτός εάν η δημοσίευση έρχεται σε σύγκρουση με το έννομο συμφέρον των προσώπων αυτών ή συνεπάγεται κινδύνους για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος. Η Αρχή δύναται να απορρίπτει ερωτήσεις που δεν προτίθεται να απαντήσει. Οι ερωτήσεις που απορρίπτονται δημοσιεύονται από την Αρχή στον ιστότοπό της για περίοδο δύο μηνών.
4.  
Τρία μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου, μπορούν να ζητήσουν από το συμβούλιο εποπτών να αποφασίσει δυνάμει του άρθρου 44 εάν θα αντιμετωπίσει το ζήτημα της παραδεκτής ερώτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου στις κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16, να ζητήσει συμβουλές από την ομάδα συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37, να εξετάζει ερωτήσεις και απαντήσεις σε κατάλληλα διαστήματα, να διενεργεί ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις ή να αναλύει τις ενδεχόμενες συναφείς δαπάνες και οφέλη. Οι εν λόγω διαβουλεύσεις και αναλύσεις είναι αναλογικές σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής, τη φύση και τον αντίκτυπο των υπό εξέταση σχεδίων ερωτήσεων και απαντήσεων ή σε σχέση με τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα του θέματος. Σε περίπτωση συμμετοχής της ομάδας συμφεροντούχων που αναφέρεται στο άρθρο 37, υφίσταται καθήκον εμπιστευτικότητας.
5.  
Η Αρχή διαβιβάζει τις ερωτήσεις για τις οποίες απαιτείται ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου στην Επιτροπή. Η Αρχή δημοσιεύει τυχόν απαντήσεις που παρέχει η Επιτροπή.

▼B

Άρθρο 17

Παραβίαση του δικαίου της Ένωσης

1.  
Αν αρμόδια αρχή δεν έχει εφαρμόσει τις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 ή τις έχει εφαρμόσει κατά τρόπο που φαίνεται να παραβιάζει το δίκαιο της Ένωσης, περιλαμβανομένων των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που εγκρίνονται σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15, και ειδικότερα αν παρέλειψε να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση χρηματοοικονομικού ιδρύματος προς τις απαιτήσεις που ορίζουν οι εν λόγω πράξεις, η Αρχή ενεργεί σύμφωνα με τις εξουσίες που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 6 του παρόντος άρθρου.

▼M8

2.  

Κατόπιν αιτήματος μίας ή περισσότερων αρμόδιων αρχών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής ή της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων ή με δική της πρωτοβουλία, μεταξύ άλλων όταν βασίζεται σε τεκμηριωμένες και αιτιολογημένες πληροφορίες από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, και αφού προηγουμένως ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή, η Αρχή περιγράφει πώς προτίθεται να χειριστεί την υπόθεση και, κατά περίπτωση, διερευνά την πιθανολογούμενη παραβίαση ή μη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου.

▼M2

Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 35, η αρμόδια αρχή παρέχει, χωρίς καθυστέρηση, στην Αρχή όλες τις πληροφορίες που η Αρχή θεωρεί αναγκαίες για την έρευνά της, περιλαμβανομένων πληροφοριών ως προς τον τρόπο εφαρμογής, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, των πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

▼M8

Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 35, η Αρχή δύναται, αφού ενημερώσει την οικεία αρμόδια αρχή, να απευθύνει δεόντως τεκμηριωμένο και αιτιολογημένο αίτημα για πληροφορίες απευθείας σε άλλες αρμόδιες αρχές, όποτε το αίτημα για πληροφορίες που υπέβαλε η σχετική αρμόδια αρχή αποδείχτηκε ή κρίνεται ανεπαρκές για τη συγκέντρωση των πληροφοριών που είναι αναγκαίες για τη διερεύνηση των ισχυρισμών σχετικά με παραβίαση ή μη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου.

Ο αποδέκτης του εν λόγω αιτήματος παρέχει στην Αρχή σαφείς, ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

2α.  
Με την επιφύλαξη των εξουσιών που ανατίθενται δυνάμει του παρόντος κανονισμού και πριν από την έκδοση σύστασης όπως ορίζεται στην παράγραφο 3, η Αρχή, όταν το κρίνει σκόπιμο για την αντιμετώπιση παραβίασης του ενωσιακού δικαίου, συνεργάζεται με την οικεία αρμόδια αρχή σε μια προσπάθεια επίτευξης συμφωνίας για τις δράσεις που είναι απαραίτητες ώστε η αρμόδια αρχή να συμμορφωθεί με το ενωσιακό δίκαιο.

▼B

3.  

Το αργότερο εντός διμήνου από την κίνηση της έρευνάς της, η Αρχή μπορεί να απευθύνει στην οικεία αρμόδια αρχή σύσταση όπου ορίζεται η ενέργεια που απαιτείται για τη συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο.

Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της σύστασης, η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί στην Αρχή τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο.

4.  

Εάν η αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με το ενωσιακό δίκαιο εντός μηνός από την παραλαβή της σύστασης της Αρχής, η Επιτροπή μπορεί, αφού ενημερωθεί από την Αρχή ή κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας, να διατυπώσει επίσημη γνώμη απαιτώντας από την αρμόδια αρχή να προβεί στις ενέργειες που απαιτούνται για να συμμορφωθεί με το ενωσιακό δίκαιο. Η επίσημη γνώμη της Επιτροπής λαμβάνει υπόψη τη σύσταση της Αρχής.

Η Επιτροπή εκδίδει την εν λόγω επίσημη γνώμη το αργότερο εντός τριών μηνών από την έγκριση της σύστασης. Η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει αυτό το χρονικό διάστημα κατά ένα μήνα.

Η Αρχή και οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στην Επιτροπή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες.

5.  
Εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της επίσημης γνώμης που αναφέρεται στην παράγραφο 4, η αρμόδια αρχή γνωστοποιεί στην Επιτροπή και την Αρχή τα μέτρα που έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση προς την επίσημη αυτή γνώμη.

▼M8

6.  
Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ, αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την επίσημη γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου εντός του χρονικού διαστήματος που ορίζεται σε αυτήν και εφόσον απαιτείται έγκαιρη αποκατάσταση αυτής της μη συμμόρφωσης, προκειμένου να διατηρηθούν ή να αποκατασταθούν οι ουδέτερες συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά ή να διασφαλιστούν η εύρυθμη λειτουργία και η ακεραιότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, η Αρχή μπορεί, εφόσον οι σχετικές απαιτήσεις των νομοθετικών πράξεων οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού ισχύουν άμεσα για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, ή στο πλαίσιο θεμάτων σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, για τους φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα, να εκδώσει μεμονωμένη απόφαση προς χρηματοοικονομικό ίδρυμα ή άλλον φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, με την οποία θα απαιτεί από αυτόν να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, περιλαμβανομένης της παύσης οποιασδήποτε πρακτικής.

Σε θέματα σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, όταν οι σχετικές απαιτήσεις των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 δεν ισχύουν άμεσα για τους φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα, η Αρχή μπορεί να εκδώσει απόφαση με την οποία θα απαιτεί από την αρμόδια αρχή να συμμορφωθεί με την επίσημη γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου εντός της προθεσμίας που ορίζεται σε αυτή. Αν αρχή δεν συμμορφωθεί με την εν λόγω απόφαση, η Αρχή μπορεί επίσης να εκδώσει απόφαση σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο. Για τον σκοπό αυτόν, η Αρχή εφαρμόζει όλη τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης και όταν η εν λόγω νομοθεσία αποτελείται από οδηγίες, την εθνική νομοθεσία εφόσον μεταφέρουν τις εν λόγω οδηγίες στο εθνικό δίκαιο. Όταν η σχετική ενωσιακή νομοθεσία αποτελείται από κανονισμούς και αυτοί οι κανονισμοί παρέχουν ρητώς επιλογές στα κράτη μέλη, η Αρχή εφαρμόζει και το εθνικό δίκαιο, εφόσον με αυτό ασκούνται οι εν λόγω επιλογές.

Η απόφαση της Αρχής είναι σύμφωνη με την επίσημη γνώμη που εκδόθηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 4.

7.  
Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 6 υπερισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα.

Οι αρμόδιες αρχές, όταν αναλαμβάνουν δράση αναφορικά με θέματα που υπόκεινται σε επίσημη γνώμη δυνάμει της παραγράφου 4 ή σε απόφαση δυνάμει της παραγράφου 6, συμμορφώνονται με την επίσημη γνώμη ή την απόφαση, ανάλογα με την περίπτωση.

▼B

8.  
Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 5, η Αρχή επισημαίνει ποιες εθνικές αρχές και χρηματοοικονομικά ιδρύματα δεν συμμορφώθηκαν προς τις επίσημες γνώμες ή αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 6 του παρόντος άρθρου.

▼M8

Άρθρο 17α

Προστασία των καταγγελλόντων

1.  
Η Αρχή διαθέτει ειδικούς διαύλους καταγγελίας για την παραλαβή και τον χειρισμό πληροφοριών που παρέχονται από καταγγέλλοντα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που προβαίνει σε καταγγελία για πραγματικές ή δυνητικές περιπτώσεις παραβίασης, κατάχρησης ή μη εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου.
2.  
Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που υποβάλλουν καταγγελία μέσω των εν λόγω διαύλων προστατεύονται έναντι αντιποίνων σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 24 ), κατά περίπτωση.
3.  
Η Αρχή διασφαλίζει ότι όλες οι πληροφορίες μπορούν να υποβάλλονται ανώνυμα ή εμπιστευτικά και με ασφάλεια. Όταν η Αρχή θεωρεί ότι οι υποβληθείσες πληροφορίες περιλαμβάνουν αποδείξεις ή σοβαρές ενδείξεις για ουσιώδεις παραβάσεις, παρέχει ανατροφοδότηση στον καταγγέλλοντα.

▼B

Άρθρο 18

Δράση σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης

▼M1

1.  
Σε περίπτωση αντίξοων εξελίξεων, οι οποίες μπορούν να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση, η Αρχή διευκολύνει ενεργά και, όποτε θεωρείται απαραίτητο, συντονίζει τις ενέργειες που αναλαμβάνουν οι σχετικές αρμόδιες εποπτικές αρχές.

Για τη διεκπεραίωση αυτών των καθηκόντων διευκόλυνσης και συντονισμού, η Αρχή ενημερώνεται πλήρως για τις σχετικές εξελίξεις και καλείται να συμμετέχει ως παρατηρητής σε κάθε σχετική συγκέντρωση των σχετικών αρμόδιων εποπτικών αρχών.

▼B

2.  

Το Συμβούλιο μπορεί, σε συνεννόηση με την Επιτροπή και το ΕΣΣΚ, κατά περίπτωση δε και με τις ΕΕΑ, να εκδώσει απόφαση απευθυνόμενη προς την Αρχή, όπου ορίζει την ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, κατόπιν αιτήματος της Αρχής, της Επιτροπής ή του ΕΣΣΚ. Το Συμβούλιο επανεξετάζει την απόφαση αυτή σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα και τουλάχιστον μία φορά το μήνα. Εάν η απόφαση δεν ανανεωθεί κατά τη λήξη της προθεσμίας ενός μήνα, η ισχύς της λήγει αυτομάτως. Το Συμβούλιο μπορεί να δηλώσει τη λήξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης ανά πάσα στιγμή.

Όταν το ΕΣΣΚ ή η Αρχή κρίνει ότι επίκειται κατάσταση έκτακτης ανάγκης, εκδίδουν εμπιστευτική σύσταση απευθυνόμενη στο Συμβούλιο και του υποβάλλουν εκτίμηση της κατάστασης. Το Συμβούλιο εκτιμά στη συνέχεια την ανάγκη σύγκλησης συνόδου. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, τηρείται η δέουσα εμπιστευτικότητα.

Εάν το Συμβούλιο διαπιστώσει ότι συντρέχει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενημερώνει δεόντως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή χωρίς καθυστέρηση.

▼M8

3.  
Αν το Συμβούλιο έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον η συντονισμένη δράση από αρμόδιες αρχές είναι αναγκαία για να αντιμετωπιστούν αντίξοες εξελίξεις που ενδέχεται να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης ή την προστασία των πελατών και των καταναλωτών, η Αρχή δύναται να εκδίδει μεμονωμένες αποφάσεις με τις οποίες ζητείται από τις αρμόδιες αρχές να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, για να αντιμετωπιστούν οι εξελίξεις αυτές, διασφαλίζοντας ότι τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και οι αρμόδιες αρχές πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στις εν λόγω νομοθετικές πράξεις.

▼B

4.  
Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ, αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την απόφαση της Αρχής που αναφέρεται στην παράγραφο 3 εντός της προθεσμίας που ορίζει η εν λόγω απόφαση, η Αρχή μπορεί, αν οι συναφείς απαιτήσεις που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, καθώς και σε ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που θεσπίζονται σύμφωνα με τις πράξεις αυτές, ισχύουν άμεσα για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, να λάβει μεμονωμένη απόφαση την οποία απευθύνει προς χρηματοοικονομικό ίδρυμα, με την οποία απαιτεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία, περιλαμβανομένης της παύσης κάθε πρακτικής. Τούτο ισχύει μόνο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αρμόδια αρχή δεν εφαρμόζει τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, καθώς και τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που θεσπίζονται σύμφωνα με τις πράξεις αυτές, ή τις εφαρμόζει κατά τρόπο που φαίνεται να συνιστά κατάφωρη παράβαση των εν λόγω πράξεων, καθώς και όποτε απαιτείται κατεπείγουσα θεραπεία για την αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας και της ακεραιότητας των χρηματοοικονομικών αγορών ή της σταθερότητας του συνόλου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης.
5.  

Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 υπερισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης που είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα.

Κάθε ενέργεια εκ μέρους των αρμοδίων αρχών αναφορικά με ζητήματα τα οποία υπόκεινται σε απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή 4 πρέπει να είναι συμβατή με τις εν λόγω αποφάσεις.

Άρθρο 19

Επίλυση διαφωνιών μεταξύ αρμόδιων αρχών σε διασυνοριακές καταστάσεις

▼M8

1.  

Στις περιπτώσεις που προσδιορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και με την επιφύλαξη των εξουσιών που ορίζονται στο άρθρο 17, η Αρχή μπορεί να επικουρεί τις αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία ακολουθώντας τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 4 του παρόντος άρθρου σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες δύο περιπτώσεις:

α) 

κατόπιν αιτήματος μίας ή περισσότερων από τις οικείες αρμόδιες αρχές, εάν μια αρμόδια αρχή διαφωνεί με τη διαδικασία ή το περιεχόμενο πράξης, προτεινόμενης πράξης ή αδράνειας από άλλη αρμόδια αρχή·

β) 

στις περιπτώσεις που οι νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 προβλέπουν ότι η Αρχή μπορεί να επικουρεί με δική της πρωτοβουλία όταν, με βάση αντικειμενικούς λόγους, μπορεί να προσδιοριστεί διαφωνία μεταξύ αρμόδιων αρχών.

Στις περιπτώσεις που οι νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 απαιτούν τη λήψη κοινής απόφασης από τις αρμόδιες αρχές και όταν, σύμφωνα με τις εν λόγω πράξεις, η Αρχή μπορεί να επικουρεί με δική της πρωτοβουλία στην επίτευξη συμφωνίας σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 4 του παρόντος άρθρου τις οικείες αρμόδιες αρχές, η διαφωνία τεκμαίρεται αν δεν υπάρξει κοινή απόφαση των εν λόγω αρχών εντός των προθεσμιών που ορίζονται στις εν λόγω πράξεις.

▼M8

1α.  

Οι οικείες αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν αμελλητί στην Αρχή ότι δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) 

όταν στις ενωσιακές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 προβλέπεται προθεσμία για την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών και επέρχεται ένα από τα ακόλουθα:

i) 

η προθεσμία έχει λήξει· ή

ii) 

τουλάχιστον δύο οικείες αρμόδιες αρχές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει διαφωνία, βάσει αντικειμενικών λόγων·

β) 

όταν, στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, δεν έχει προβλεφθεί προθεσμία για την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών και επέρχεται ένα από τα ακόλουθα:

i) 

τουλάχιστον δύο οικείες αρμόδιες αρχές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει διαφωνία, βάσει αντικειμενικών λόγων· ή

ii) 

έχει παρέλθει διάστημα δύο μηνών από την ημερομηνία παραλαβής από αρμόδια αρχή αιτήματος άλλης αρμόδιας αρχής για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων με σκοπό τη συμμόρφωση με τις εν λόγω πράξεις και η αρμόδια αρχή στην οποία απευθύνεται το αίτημα δεν έχει εκδώσει ακόμη απόφαση η οποία να ικανοποιεί το αίτημα.

1β.  
Ο πρόεδρος κρίνει κατά πόσον η Αρχή πρέπει να ενεργήσει σύμφωνα με την παράγραφο 1. Όταν η παρέμβαση πραγματοποιείται με πρωτοβουλία της Αρχής, η Αρχή γνωστοποιεί στις οικείες αρμόδιες αρχές την απόφασή της σχετικά με την παρέμβαση.

Έως ότου εκδοθεί η απόφαση της Αρχής σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 44 παράγραφος 3α, στις περιπτώσεις στις οποίες οι νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 απαιτούν τη λήψη κοινής απόφασης, όλες οι αρμόδιες αρχές που εμπλέκονται στην κοινή απόφαση αναβάλλουν τις ατομικές αποφάσεις τους. Εφόσον η Αρχή αποφασίσει να ενεργήσει, όλες οι αρμόδιες αρχές που εμπλέκονται στην κοινή απόφαση αναβάλλουν τη λήψη των αποφάσεών τους έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου.

▼B

2.  
Η Αρχή ορίζει χρονικό όριο για το συμβιβασμό των αρμόδιων αρχών, λαμβάνοντας υπόψη οποιαδήποτε συναφή χρονικά διαστήματα τυχόν ορίζονται στις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, καθώς και την πολυπλοκότητα και τον επείγοντα χαρακτήρα του ζητήματος. Στο στάδιο αυτό η Αρχή ενεργεί ως μεσολαβητής.
3.  
►M8  Εάν οι οικείες αρμόδιες αρχές δεν καταλήξουν σε συμφωνία κατά τη διάρκεια της φάσης συμβιβασμού που αναφέρεται στην παράγραφο 2, η Αρχή μπορεί να λάβει απόφαση απαιτώντας από τις εν λόγω αρχές να λάβουν συγκεκριμένα μέτρα ή να μην προβούν σε συγκεκριμένες ενέργειες για την επίλυση του θέματος, και να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση προς το ενωσιακό δίκαιο. Η απόφαση της Αρχής είναι δεσμευτική για τις οικείες αρμόδιες αρχές. Η απόφαση της Αρχής μπορεί να επιβάλει στις αρμόδιες αρχές να ανακαλέσουν ή να τροποποιήσουν μια απόφαση που εξέδωσαν ή να κάνουν χρήση των εξουσιών που διαθέτουν βάσει της σχετικής νομοθεσίας της Ένωσης. ◄

▼M8

3α.  
Η Αρχή ενημερώνει τις οικείες αρμόδιες αρχές σχετικά με την ολοκλήρωση των διαδικασιών βάσει των παραγράφων 2 και 3, κοινοποιώντας τους ταυτόχρονα, κατά περίπτωση, την απόφαση που έλαβε βάσει της παραγράφου 3.

▼M8

4.  
Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 258 ΣΛΕΕ, αν μια αρμόδια αρχή δεν συμμορφωθεί με την απόφαση της Αρχής και ως εκ τούτου δεν διασφαλίσει τη συμμόρφωση χρηματοοικονομικού ιδρύματος ή, στο πλαίσιο θεμάτων που συνδέονται με την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα με τις απαιτήσεις που ισχύουν άμεσα για αυτόν σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, η Αρχή μπορεί να εκδώσει μεμονωμένη απόφαση που απευθύνεται στο εν λόγω χρηματοοικονομικό ίδρυμα ή τον εν λόγω φορέα του χρηματοοικονομικού τομέα, με την οποία θα απαιτεί να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία, περιλαμβανομένης της παύσης οποιασδήποτε πρακτικής.

Σε θέματα σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, η Αρχή μπορεί επίσης να εκδώσει απόφαση σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, όταν οι σχετικές απαιτήσεις των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 δεν ισχύουν άμεσα για τους φορείς του χρηματοοικονομικού τομέα. Για τον σκοπό αυτόν, η Αρχή εφαρμόζει όλη τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία και όταν η εν λόγω ενωσιακή νομοθεσία αποτελείται από οδηγίες, την εθνική νομοθεσία στον βαθμό που μεταφέρει τις εν λόγω οδηγίες στο εθνικό δίκαιο. Όταν η σχετική ενωσιακή νομοθεσία αποτελείται από κανονισμούς και αυτοί οι κανονισμοί παρέχουν ρητώς επιλογές στα κράτη μέλη, η Αρχή εφαρμόζει και το εθνικό δίκαιο στο βαθμό που έχουν ασκηθεί οι επιλογές αυτές.

▼B

5.  
Οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 υπερισχύουν οποιασδήποτε προγενέστερης απόφασης είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές για το ίδιο θέμα. Κάθε ενέργεια εκ μέρους των αρμόδιων αρχών αναφορικά με γεγονότα τα οποία υπόκεινται σε απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή 4 πρέπει να είναι συμβατή με τις εν λόγω αποφάσεις.
6.  
Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 50 παράγραφος 2, ο πρόεδρος της Αρχής αναφέρει τη φύση και τον τύπο των διαφωνιών μεταξύ των αρμόδιων αρχών, τις συμφωνίες που επιτεύχθηκαν και την απόφαση που ελήφθη για τη διευθέτηση του θέματος.

Άρθρο 20

Επίλυση διαφωνιών μεταξύ αρμόδιων αρχών σε διατομεακό επίπεδο

Σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 19 και του άρθρου 56, η Μεικτή Επιτροπή επιλύει τις διατομεακές διαφωνίες που μπορεί να προκύψουν μεταξύ αρμόδιων αρχών, όπως ορίζει το άρθρο 4 σημείο 2 του παρόντος κανονισμού, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 αντίστοιχα.

▼M1

Άρθρο 20α

Σύγκλιση των διεργασιών εποπτικού ελέγχου

Η Αρχή προωθεί, εντός του πεδίου των εξουσιών της, τη σύγκλιση του εποπτικού ελέγχου και της διεργασίας αξιολόγησης σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ με σκοπό τη δημιουργία ισχυρών εποπτικών προτύπων στην Ένωση.

▼B

Άρθρο 21

Σώματα εποπτών

▼M8

1.  
Η Αρχή προωθεί και παρακολουθεί, εντός του πεδίου των εξουσιών της, την αποδοτική, αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία των σωμάτων εποπτών, όπου αυτά θεσπίζονται με νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, και ενισχύει τη συνέπεια και τη συνοχή στην εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου στα σώματα εποπτών. Με στόχο τη σύγκλιση των βέλτιστων πρακτικών εποπτείας, η Αρχή προωθεί κοινά εποπτικά σχέδια και κοινούς ελέγχους και το προσωπικό της Αρχής έχει πλήρη δικαιώματα συμμετοχής στα σώματα εποπτών και, ως εκ τούτου, δύναται να συμμετέχει στις δραστηριότητες των σωμάτων εποπτών, μεταξύ άλλων, σε επιτόπιους ελέγχους, που διενεργούνται από κοινού από δύο ή περισσότερες αρμόδιες αρχές.

▼M1

2.  

Η Αρχή αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο όσον αφορά τη διασφάλιση της συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εποπτών για τα διασυνοριακά χρηματοοικονομικά ιδρύματα σε ολόκληρη την Ένωση, λαμβάνοντας υπόψη τον συστημικό κίνδυνο που εγκυμονούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα που αναφέρονται στο άρθρο 23, και, κατά περίπτωση, συγκαλεί συνεδρίαση του σώματος.

▼B

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου και της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Αρχή θεωρείται «αρμόδια αρχή» κατά την έννοια της συναφούς νομοθεσίας.

Η Αρχή μπορεί:

α) 

να συγκεντρώνει και να ανταλλάσσει όλες τις σχετικές πληροφορίες σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές, προκειμένου να διευκολύνει το έργο του σώματος και να θεσπίσει και να διαχειριστεί ένα κεντρικό σύστημα ώστε οι πληροφορίες αυτές να διατίθενται στις αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν στο σώμα,

▼M8

β) 

να δρομολογεί και να συντονίζει προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 32 για να εκτιμά την αντοχή των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, ιδίως τον συστημικό κίνδυνο που εγκυμονούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 23, υπό αντίξοες εξελίξεις της αγοράς, καθώς και να αξιολογεί το ενδεχόμενο αύξησης του συστημικού κινδύνου υπό συνθήκες πίεσης, εξασφαλίζοντας για τις εν λόγω προσομοιώσεις την εφαρμογή όσο το δυνατόν συνεκτικότερης μεθοδολογίας σε εθνικό επίπεδο και, όταν κρίνεται σκόπιμο, να απευθύνει σύσταση στην αρμόδια αρχή για διόρθωση των προβλημάτων που εντοπίζονται κατά την προσομοίωση ακραίων καταστάσεων, μεταξύ άλλων για τη διεξαγωγή ειδικών εκτιμήσεων. Μπορεί να συστήνει στις αρμόδιες αρχές να διεξάγουν επιτόπιες επιθεωρήσεις και να συμμετέχει σε τέτοιου είδους επιτόπιες επιθεωρήσεις, ώστε να εξασφαλίζεται η συγκρισιμότητα και η αξιοπιστία των μεθόδων, των πρακτικών και των αποτελεσμάτων των εκτιμήσεων σε επίπεδο Ένωσης,

▼B

γ) 

να προωθεί αποτελεσματικές και αποδοτικές εποπτικές δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η αξιολόγηση των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται ή μπορεί να εκτεθούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως καθορίζονται στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης ή προκύπτουν υπό συνθήκες πίεσης,

δ) 

να επιβλέπει, σύμφωνα με τα καθήκοντα και τις εξουσίες που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, τα καθήκοντα που εκτελούν οι αρμόδιες αρχές και

ε) 

να ζητά την πραγματοποίηση περαιτέρω διαβουλεύσεων εντός ενός σώματος σε περίπτωση που θεωρεί ότι η απόφαση θα είχε ως αποτέλεσμα την εσφαλμένη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου ή δεν θα συνέβαλλε στην επίτευξη του στόχου της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών. Μπορεί ακόμη να απαιτεί από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας να προγραμματίζει συνεδρίαση του σώματος ή να προσθέτει θέματα στην ημερήσια διάταξη της συνεδρίασης.

▼M8

3.  
Η Αρχή μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, σύμφωνα με τις εξουσιοδοτήσεις των νομοθετικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15, για να διασφαλίζει ενιαίους όρους εφαρμογής σε σχέση με τις διατάξεις που αφορούν την επιχειρησιακή λειτουργία των σωμάτων εποπτών. Η Αρχή μπορεί να θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 16, με στόχο την προώθηση της σύγκλισης της εποπτικής λειτουργίας και των βέλτιστων πρακτικών που έχουν εγκριθεί από τα σώματα εποπτών.

▼B

4.  
Η Αρχή αναλαμβάνει ρόλο νομικά δεσμευτικής διαμεσολάβησης για να επιλύει διαφορές μεταξύ των αρμόδιων αρχών, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 19. Η Αρχή μπορεί να λάβει αποφάσεις εποπτείας που εφαρμόζονται άμεσα στο σχετικό ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 19.

Άρθρο 22

▼M8

Γενικές διατάξεις περί συστημικών κινδύνων

▼B

1.  

Η Αρχή εξετάζει δεόντως τον συστημικό κίνδυνο, ο οποίος ορίζεται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010. Αντιμετωπίζει οποιονδήποτε κίνδυνο διατάραξης των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που:

α) 

προκαλείται από την ανεπάρκεια του συνόλου ή μερών του χρηματοοικονομικού συστήματος και

β) 

ενδέχεται να έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά και στην πραγματική οικονομία.

Η Αρχή λαμβάνει υπόψη, στις περιπτώσεις όπου κρίνεται σκόπιμο, την παρακολούθηση και εκτίμηση του συστημικού κινδύνου που διενεργείται από το ΕΣΣΚ και την Αρχή και ανταποκρίνεται στις προειδοποιήσεις και στις συστάσεις του ΕΣΣΚ σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010.

▼M1

1α.  
Τουλάχιστον μία φορά ετησίως η Αρχή αποφασίζει τη σκοπιμότητα διενέργειας σε επίπεδο Ένωσης αξιολογήσεων της αντοχής των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 32, και ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή για τους λόγους της απόφασής της. Όταν διενεργούνται τέτοιες αξιολογήσεις σε επίπεδο Ένωσης και η Αρχή κρίνει ότι είναι σκόπιμο, δημοσιοποιεί τα αποτελέσματα καθενός από τα συμμετέχοντα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

▼M8

2.  

Η Αρχή, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ και σύμφωνα με το άρθρο 23, αναπτύσσει κοινή δέσμη ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών (πίνακας κινδύνου) για τον εντοπισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου.

▼B

Η Αρχή αναπτύσσει επίσης έναν κατάλληλο μηχανισμό δοκιμασίας υπό συνθήκες πίεσης για να διευκολύνει τον εντοπισμό των ιδρυμάτων τα οποία ίσως εγκυμονούν συστημικό κίνδυνο. Τα ιδρύματα αυτά θα υπόκεινται σε ενισχυμένη εποπτεία και, όποτε απαιτείται, στις διαδικασίες διάσωσης και εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 25.

3.  

Με την επιφύλαξη των πράξεων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή καταρτίζει, εφόσον απαιτείται, πρόσθετες κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, ώστε να λαμβάνεται υπόψη ο συστημικός κίνδυνος που εγκυμονούν.

Η Αρχή διασφαλίζει ότι ο συστημικός κίνδυνος που εγκυμονούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα λαμβάνεται υπόψη κατά την κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στους τομείς που ορίζονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

▼M8

4.  
Κατόπιν αιτήματος μίας ή περισσότερων αρμόδιων αρχών, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής, ή ιδία πρωτοβουλία, η Αρχή μπορεί να ερευνά συγκεκριμένο είδος χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ή συγκεκριμένο είδος προϊόντων ή συγκεκριμένη μορφή συμπεριφοράς, προκειμένου να αξιολογεί δυνητικές απειλές κατά της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος ή της προστασίας των πελατών ή των καταναλωτών.

Σε συνέχεια της έρευνας που διεξάγεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, το συμβούλιο εποπτών δύναται να προβαίνει στη διατύπωση κατάλληλων συστάσεων για ανάληψη δράσης προς τις οικείες αρμόδιες αρχές.

Για τους σκοπούς αυτούς, η Αρχή μπορεί να κάνει χρήση των εξουσιών που της ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 35.

▼B

5.  
Η Μεικτή Επιτροπή φροντίζει για τον συνολικό και διατομεακό συντονισμό των δραστηριοτήτων που εκτελούνται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Άρθρο 23

Προσδιορισμός και μέτρηση του συστημικού κινδύνου

▼M8

1.  
Η Αρχή, σε συνεννόηση με το ΕΣΣΚ, αναπτύσσει κριτήρια για τον προσδιορισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου, καθώς και κατάλληλο μηχανισμό δοκιμασίας υπό συνθήκες πίεσης, που περιλαμβάνει αξιολόγηση του ενδεχόμενου αύξησης, υπό συνθήκες πίεσης, του συστημικού κινδύνου που εγκυμονούν ή στον οποίο εκτίθενται τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένου του συστημικού κινδύνου που σχετίζεται με το περιβάλλον. Τα χρηματοοικονομικά αυτά ιδρύματα τα οποία ίσως εγκυμονούν συστημικό κίνδυνο υπόκεινται σε ενισχυμένη εποπτεία και, όποτε απαιτείται, στις διαδικασίες διάσωσης και εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 25.

▼B

2.  
Κατά την ανάπτυξη των κριτηρίων για τον προσδιορισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου που εγκυμονούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, η Αρχή λαμβάνει πλήρως υπόψη τις σχετικές διεθνείς προσεγγίσεις, περιλαμβανομένων των προσεγγίσεων του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών.

Άρθρο 24

Αδιάλειπτη ικανότητα αντιμετώπισης συστημικών κινδύνων

1.  
Η Αρχή διασφαλίζει ότι διαθέτει εξειδικευμένη και αδιάλειπτη ικανότητα αποτελεσματικής αντιμετώπισης της επέλευσης των συστημικών κινδύνων, όπως αναφέρονται στα άρθρα 22 και 23, ιδίως όσον αφορά ιδρύματα που εγκυμονούν συστημικό κίνδυνο.
2.  
Η Αρχή εκτελεί τα καθήκοντα που της ανατίθενται δυνάμει του παρόντος κανονισμού και της νομοθεσίας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και συμβάλλει στη διασφάλιση συνεκτικού και συντονισμένου μηχανισμού διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων στην Ένωση.

Άρθρο 25

Διαδικασίες διάσωσης και εξυγίανσης

▼M1

1.  
Η Αρχή συμβάλλει και μετέχει ενεργώς στην ανάπτυξη και τον συντονισμό αποτελεσματικών, συνεκτικών και επικαιροποιημένων σχεδίων διάσωσης και εξυγίανσης για χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Η Αρχή συμβάλλει επίσης, όπου προβλέπεται στις ενωσιακές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, στην ανάπτυξη διαδικασιών για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και προληπτικών μέτρων για την ελαχιστοποίηση του συστημικού αντικτύπου ενδεχόμενων καταρρεύσεων.

▼M4

1α.  
Η Αρχή μπορεί να διοργανώνει και να διεξάγει αξιολογήσεις από ομοτίμους της ανταλλαγής πληροφοριών και των κοινών δραστηριοτήτων του Συμβουλίου Εξυγίανσης που αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και των εθνικών αρχών εξυγίανσης των κρατών μελών που δεν συμμετέχουν στον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης για την εξυγίανση διασυνοριακών ομίλων, με στόχο να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα και η συνέπεια των αποτελεσμάτων. Προς τον σκοπό αυτόν, η Αρχή αναπτύσσει μεθόδους που θα καταστήσουν δυνατή την αντικειμενική εκτίμηση και τη σύγκριση.

▼B

2.  
Η Αρχή μπορεί να εντοπίζει βέλτιστες πρακτικές με σκοπό τη διευκόλυνση της εξυγίανσης ιδρυμάτων υπό κατάρρευση και, ιδίως, διασυνοριακών ομίλων, κατά τρόπους με τους οποίους η κατάρρευση να μην γίνεται μεταδοτική, μεριμνώντας ώστε να είναι διαθέσιμα κατάλληλα εργαλεία, μεταξύ των οποίων επαρκείς πόροι, και να επιτρέπουν την εξυγίανση του ιδρύματος ή του ομίλου κατά τρόπο εύρυθμο, οικονομικά αποδοτικό και έγκαιρο.
3.  
Η Αρχή μπορεί να αναπτύσσει ρυθμιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα όπως ορίζεται ειδικότερα στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 10 έως 15 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 26

Ευρωπαϊκό σύστημα συστημάτων εγγύησης καταθέσεων

1.  
Η Αρχή συμβάλλει στην ενίσχυση του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών συστημάτων εγγύησης καταθέσεων, ενεργώντας στο πλαίσιο των εξουσιών που της εκχωρούνται από τον παρόντα κανονισμό, προκειμένου να διασφαλίσει την ορθή εφαρμογή της οδηγίας 94/19/ΕΚ, αποσκοπώντας στη διασφάλιση της επαρκούς χρηματοδότησης των εθνικών συστημάτων εγγύησης καταθέσεων από συνεισφορές χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, περιλαμβανομένων και εκείνων των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που έχουν συσταθεί και συγκεντρώνουν καταθέσεις εντός της Ένωσης, η έδρα των οποίων όμως βρίσκεται εκτός αυτής, όπως προβλέπει η οδηγία 94/19/ΕΚ, και αποσκοπώντας ότι τα εθνικά συστήματα εγγύησης καταθέσεων διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας σε όλους τους καταθέτες σε εναρμονισμένο πλαίσιο σε ολόκληρη την Ένωση, με αποτέλεσμα ο σταθεροποιητικός εγγυητικός ρόλος των συστημάτων αμοιβαίων εγγυήσεων να παραμένει ανέπαφος, υπό την προϋπόθεση ότι συμμορφώνονται προς τη νομοθεσία της Ένωσης.
2.  
Το άρθρο 16 που αναφέρεται στις εξουσίες της Αρχής για τη θέσπιση κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων εφαρμόζεται για τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων.
3.  
Η Αρχή μπορεί να αναπτύσσει ρυθμιστικά και εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα όπως ορίζεται ειδικότερα στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 10 έως 15.
4.  
Κατά την επανεξέταση του παρόντος κανονισμού που προβλέπεται στο άρθρο 81 εξετάζεται ιδίως η σύγκλιση του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών συστημάτων εγγύησης καταθέσεων.

Άρθρο 27

Ευρωπαϊκό σύστημα ρυθμίσεων για την εξυγίανση και τη χρηματοδότηση τραπεζών

1.  
Η Αρχή συμβάλλει στην ανάπτυξη μεθόδων για την εξυγίανση χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που καταρρέουν, ιδίως εκείνων που ίσως εγκυμονούν συστημικό κίνδυνο, κατά τρόπους με τους οποίους η κατάρρευση να μην γίνεται μεταδοτική, οι οποίοι να τους επιτρέπει να εκκαθαρίζονται με τακτικό και έγκαιρο τρόπο και οι οποίοι να περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση, τους επιβεβλημένους συνεκτικούς και εύρωστους μηχανισμούς χρηματοδότησης.

▼M1

2.  

Η Αρχή αξιολογεί την ανάγκη για σύστημα συνεκτικών, εύρωστων και αξιόπιστων μηχανισμών χρηματοδότησης, με τα ενδεδειγμένα μέσα χρηματοδότησης που να συνδέονται με ένα σύνολο συντονισμένων ρυθμίσεων διαχείρισης κρίσεων.

▼B

Η Αρχή συμβάλλει στις εργασίες για ζητήματα εξασφάλισης ίσων όρων ανταγωνισμού και για ζητήματα σωρευτικών επιπτώσεων τυχόν συστημάτων εισφορών και συνεισφορών επί χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων τα οποία ίσως καθιερωθούν με στόχο τη δίκαιη κατανομή επιβαρύνσεων και κινήτρων για να αποτραπεί ο συστημικός κίνδυνος, ως τμήμα ενός συνεκτικού και αξιόπιστου πλαισίου εξυγίανσης.

▼M8 —————

▼B

Άρθρο 28

Ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων

1.  
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, με τη συναίνεση του εξουσιοδοτουμένου, να αναθέτουν καθήκοντα και αρμοδιότητες στην Αρχή ή άλλες αρμόδιες αρχές. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν ειδικές ρυθμίσεις σχετικά με την ανάθεση αρμοδιοτήτων προς τις οποίες πρέπει να επέρχεται συμμόρφωση πριν οι αρμόδιες αρχές τους συμμετάσχουν στις σχετικές συμφωνίες ανάθεσης και μπορούν να περιορίσουν το εύρος της ανάθεσης σε ό,τι είναι απαραίτητο για την αποτελεσματική εποπτεία των διασυνοριακών χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ή ομάδων.
2.  
Η Αρχή παροτρύνει και διευκολύνει την ανάθεση καθηκόντων και αρμοδιοτήτων μεταξύ αρμόδιων αρχών, εντοπίζοντας τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες που μπορούν να ανατεθούν ή να ασκηθούν από κοινού, καθώς επίσης και προωθώντας βέλτιστες πρακτικές.
3.  
Η ανάθεση αρμοδιοτήτων οδηγεί στην ανακατανομή των αρμοδιοτήτων που καθορίζονται στις πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2. Το δίκαιο της εξουσιοδοτούμενης αρχής διέπει τη διαδικασία, την επιβολή και τον διοικητικό και δικαστικό έλεγχο σχετικά με τις ανατεθείσες αρμοδιότητες.
4.  

Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την Αρχή σχετικά με συμφωνίες ανάθεσης στις οποίες προτίθενται να συμμετάσχουν. Οι συμφωνίες αρχίζουν να ισχύουν από αυτές το νωρίτερο ένα μήνα από την ενημέρωση της Αρχής.

Εντός μηνός από την ενημέρωση, η Αρχή μπορεί να εκφέρει γνώμη για τη σκοπούμενη συμφωνία.

Η Αρχή δημοσιεύει, χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα μέσα, κάθε συμφωνία ανάθεσης που συνάπτεται από τις αρμόδιες αρχές, προκειμένου να διασφαλιστεί η σωστή ενημέρωση όλων των ενδιαφερόμενων μερών.

Άρθρο 29

Κοινή εποπτική νοοτροπία

1.  

Η Αρχή παίζει ενεργό ρόλο στην οικοδόμηση κοινής ενωσιακής εποπτικής νοοτροπίας και συνεπών εποπτικών πρακτικών, καθώς και στη διασφάλιση ομοιόμορφων διαδικασιών και συνεπών προσεγγίσεων σε όλη την Ένωση. Η Αρχή προβαίνει, τουλάχιστον, στις ακόλουθες ενέργειες:

α) 

γνωμοδοτεί στις αρμόδιες αρχές,

▼M8

αα) 

καθορίζει τις στρατηγικές εποπτικές προτεραιότητες της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 29α,

αβ) 

συγκροτεί ομάδες συντονισμού σύμφωνα με το άρθρο 45β για την προώθηση της εποπτικής σύγκλισης και τον προσδιορισμό των βέλτιστων πρακτικών,

▼M8

β) 

προάγει την αποτελεσματική διμερή και πολυμερή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών όσον αφορά όλα τα σχετικά ζητήματα, μεταξύ άλλων την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο και τις επιθέσεις στον κυβερνοχώρο, τηρώντας πλήρως τις ισχύουσες διατάξεις για την εμπιστευτικότητα και την προστασία των δεδομένων που προβλέπουν οι συναφείς ενωσιακές νομοθετικές πράξεις,

▼B

γ) 

συμβάλλει στην κατάρτιση ομοιόμορφων εποπτικών προτύπων υψηλής ποιότητας, περιλαμβανομένων των προτύπων υποβολής εκθέσεων και των διεθνών λογιστικών προτύπων, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3,

δ) 

επανεξετάζει την εφαρμογή των συναφών ρυθμιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που εκδόθηκαν από την Επιτροπή, καθώς και των κατευθυντήριων γραμμών και των συστάσεων που εξέδωσε η Αρχή, και προτείνει τροποποιήσεις, αν κρίνει σκόπιμο, και

▼M8

ε) 

καταρτίζει τομεακά και διατομεακά προγράμματα κατάρτισης, μεταξύ άλλων όσον αφορά την τεχνολογική καινοτομία, διευκολύνει τις ανταλλαγές προσωπικού και ενθαρρύνει τις αρμόδιες αρχές να εντείνουν τη χρήση προγραμμάτων αποσπάσεων και άλλων εργαλείων, και

▼M8

στ) 

θεσπίζει σύστημα παρακολούθησης για την εκτίμηση των σοβαρών περιβαλλοντικών, κοινωνικών και σχετικών με τη διακυβέρνηση κινδύνων, λαμβάνοντας υπόψη τη συμφωνία του Παρισιού για τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή.

▼M8

2.  
Η Αρχή μπορεί, κατά περίπτωση, να αναπτύξει νέα πρακτικά μέσα και εργαλεία σύγκλισης για την προαγωγή κοινών εποπτικών προσεγγίσεων και πρακτικών.

Με σκοπό την ανάπτυξη κοινής εποπτικής νοοτροπίας, η Αρχή καταρτίζει και τηρεί ενήμερο ενωσιακό εποπτικό εγχειρίδιο σχετικά με την εποπτεία των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στην Ένωση, το οποίο λαμβάνει δεόντως υπόψη τον χαρακτήρα, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων, τις επιχειρηματικές πρακτικές, τα επιχειρηματικά μοντέλα και το μέγεθος των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και αγορών. Η Αρχή επίσης καταρτίζει και τηρεί ενήμερο ενωσιακό εγχειρίδιο εξυγίανσης για την εξυγίανση χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων στην Ένωση, το οποίο λαμβάνει δεόντως υπόψη τον χαρακτήρα, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των κινδύνων, τις επιχειρηματικές πρακτικές, τα επιχειρηματικά μοντέλα και το μέγεθος των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και αγορών. Τόσο το ενωσιακό εποπτικό εγχειρίδιο όσο και το ενωσιακό εγχειρίδιο εξυγίανσης καθορίζουν βέλτιστες πρακτικές και προσδιορίζουν υψηλής ποιότητας μεθοδολογίες και διεργασίες.

Όταν κρίνεται σκόπιμο, η Αρχή διενεργεί ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τις γνωμοδοτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) και τα εργαλεία και τα μέσα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο. Αναλύει επίσης, όταν κρίνεται σκόπιμο, τα ενδεχόμενα συναφή κόστη και τις ωφέλειες. Οι διαβουλεύσεις και αναλύσεις αυτές είναι αναλογικές σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής, τη φύση και τις επιπτώσεις των γνωμών ή των εργαλείων και των μέσων. Η Αρχή ζητεί επίσης, όταν κρίνεται σκόπιμο, συμβουλές από την οικεία ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων όπως αναφέρεται στο άρθρο 37.

▼M8

Άρθρο 29α

Στρατηγικές εποπτικές προτεραιότητες της Ένωσης

Μετά από συζήτηση στο συμβούλιο εποπτών και λαμβάνοντας υπόψη τις συνεισφορές που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές, τις τρέχουσες εργασίες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και τις αναλύσεις, τις προειδοποιήσεις και τις συστάσεις που δημοσιεύονται από το ΕΣΣΚ, η Αρχή προσδιορίζει, τουλάχιστον ανά τριετία έως τις 31 Μαρτίου, μέχρι δύο προτεραιότητες ενωσιακής εμβέλειας, οι οποίες αντικατοπτρίζουν τις μελλοντικές εξελίξεις και τάσεις. Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τις εν λόγω προτεραιότητες κατά την κατάρτιση των προγραμμάτων εργασίας τους και ενημερώνουν την Αρχή σχετικά. Η Αρχή συζητά τις σχετικές δραστηριότητες των αρμόδιων αρχών το επόμενο έτος και συνάγει συμπεράσματα. Η Αρχή συζητά πιθανές επακόλουθες ενέργειες που μπορούν να περιλαμβάνουν κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις προς τις αρμόδιες αρχές και αξιολογήσεις από ομοτίμους στον αντίστοιχο τομέα.

Οι προτεραιότητες ενωσιακής εμβέλειας που καθορίζει η Αρχή δεν εμποδίζουν τις αρμόδιες αρχές να εφαρμόζουν τις δικές τους βέλτιστες πρακτικές, ενεργώντας με βάση τις δικές τους πρόσθετες προτεραιότητες και εξελίξεις, και να λαμβάνουν υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες.

▼M8

Άρθρο 30

Αξιολογήσεις αρμόδιων αρχών από ομοτίμους

1.  
Η Αρχή διεξάγει περιοδικά αξιολογήσεις ορισμένων ή όλων των δραστηριοτήτων των αρμόδιων αρχών από ομοτίμους, με σκοπό την περαιτέρω βελτίωση της συνέπειας και της αποτελεσματικότητας στα αποτελέσματα των εποπτικών ελέγχων. Προς τον σκοπό αυτόν, η Αρχή αναπτύσσει μεθόδους που θα καταστήσουν δυνατή την αντικειμενική εκτίμηση και τη σύγκριση μεταξύ των αρμόδιων αρχών που εξετάζονται. Κατά τον σχεδιασμό και την πραγματοποίηση αξιολογήσεων από ομοτίμους, λαμβάνονται υπόψη υπάρχουσες πληροφορίες και οι αξιολογήσεις που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί σχετικά με την οικεία αρμόδια αρχή, συμπεριλαμβανομένων τυχόν συναφών πληροφοριών που παρέχονται στην Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 35 και κάθε συναφούς πληροφορίας από τους συμφεροντούχους.
2.  
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η Αρχή συστήνει ad hoc επιτροπές αξιολόγησης από ομοτίμους, αποτελούμενες από προσωπικό της Αρχής και μέλη των αρμόδιων αρχών. Η προεδρία των επιτροπών αξιολόγησης από ομοτίμους ασκείται από μέλος του προσωπικού της Αρχής. Ο πρόεδρος, κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης για συμμετοχή, προτείνει τον πρόεδρο και τα μέλη επιτροπής αξιολόγησης από ομοτίμους, που εγκρίνονται από το συμβούλιο εποπτών. Η πρόταση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί εκτός εάν, εντός 10 ημερών από την πρόταση του προέδρου, το συμβούλιο εποπτών εκδώσει απορριπτική απόφαση.
3.  

Η αξιολόγηση από ομοτίμους περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αξιολόγηση των ακόλουθων στοιχείων, χωρίς όμως να περιορίζεται σε αυτά:

α) 

της επάρκειας των πόρων, του βαθμού ανεξαρτησίας και των ρυθμίσεων διακυβέρνησης της αρμόδιας αρχής, ιδίως όσον αφορά την αποτελεσματική εφαρμογή των νομοθετικών πράξεων της Ένωσης που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και της ικανότητας αντίδρασης στις εξελίξεις της αγοράς·

β) 

της αποτελεσματικότητας και του βαθμού σύγκλισης που επιτεύχθηκε στην εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου και στην εποπτική πρακτική, περιλαμβανομένων των ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, των κατευθυντήριων γραμμών και των συστάσεων που εκδόθηκαν σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 16, και του βαθμού στον οποίο η εποπτική πρακτική επιτυγχάνει τους στόχους που ορίζονται από το ενωσιακό δίκαιο·

γ) 

της εφαρμογής των βέλτιστων πρακτικών που ανέπτυξαν οι αρμόδιες αρχές και τις οποίες θα μπορούσαν να υιοθετήσουν επωφελώς και άλλες αρμόδιες αρχές·

δ) 

της αποτελεσματικότητας και του βαθμού σύγκλισης που επιτεύχθηκε όσον αφορά την επιβολή των διατάξεων που θεσπίσθηκαν κατά την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου, περιλαμβανομένων των διοικητικών κυρώσεων και άλλων διοικητικών μέτρων που επιβλήθηκαν κατά των υπεύθυνων προσώπων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις εν λόγω διατάξεις.

4.  
Η Αρχή εκδίδει έκθεση με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης από ομοτίμους. Η εν λόγω έκθεση αξιολόγησης από ομοτίμους εκπονείται από την επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους και εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 3α. Κατά τη σύνταξη της έκθεσης αυτής, η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους διαβουλεύεται με το συμβούλιο διοίκησης, προκειμένου να διατηρηθεί η συνέπεια με άλλες εκθέσεις αξιολόγησης από ομοτίμους και να διασφαλιστούν ίσοι όροι. Το συμβούλιο διοίκησης αξιολογεί ιδίως αν έχει εφαρμοστεί με τον ίδιο τρόπο η μεθοδολογία. Στην εν λόγω έκθεση επεξηγούνται και υποδεικνύονται τα μέτρα επακολούθησης που κρίνονται ενδεδειγμένα, αναλογικά και αναγκαία ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης από ομοτίμους. Τα εν λόγω μέτρα επακολούθησης μπορούν να διατυπωθούν υπό μορφή κατευθυντήριων γραμμών και συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 16 και γνωμών σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 1 στοιχείο α).

Σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3, οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να συμμορφώνονται με τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που εκδίδονται.

Κατά την κατάρτιση σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων ή σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 15 ή κατευθυντήριων γραμμών ή συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 16, η Αρχή λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα της αξιολόγησης από ομοτίμους παράλληλα με οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες έχει λάβει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, προκειμένου να διασφαλίσει τη σύγκλιση εποπτικών πρακτικών ύψιστης ποιότητας.

5.  
Η Αρχή υποβάλλει γνώμη στην Επιτροπή όποτε, έχοντας υπόψη το αποτέλεσμα της αξιολόγησης από ομοτίμους ή οποιαδήποτε άλλη πληροφορία έχει λάβει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, θεωρεί ότι θα ήταν αναγκαία περαιτέρω εναρμόνιση των κανόνων της Ένωσης που εφαρμόζονται στα χρηματοοικονομικά ιδρύματα ή στις αρμόδιες αρχές από ενωσιακή άποψη.
6.  
Η Αρχή καταρτίζει έκθεση επακολούθησης μετά την παρέλευση δύο ετών από τη δημοσίευση της έκθεσης αξιολόγησης από ομότιμους. Την έκθεση επακολούθησης συντάσσει η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους και εγκρίνει το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 3α. Κατά τη σύνταξη της έκθεσης αυτής, η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους διαβουλεύεται με το συμβούλιο διοίκησης, με σκοπό να διατηρηθεί η συνέπεια με άλλες εκθέσεις παρακολούθησης. Η έκθεση επακολούθησης περιλαμβάνει εκτίμηση, μεταξύ άλλων, της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας των ενεργειών στις οποίες προέβησαν οι αρμόδιες αρχές που υπόκεινται σε αξιολόγηση από ομοτίμους ανταποκρινόμενες στα μέτρα επακολούθησης που περιέχονταν στην έκθεση αξιολόγησης από ομότιμους.
7.  
Η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές που υπόκεινται στην αξιολόγηση από ομοτίμους, προσδιορίζει τα αιτιολογημένα κύρια ευρήματα της αξιολόγησης από ομοτίμους. Η Αρχή δημοσιοποιεί τα αιτιολογημένα κύρια πορίσματα της αξιολόγησης από ομοτίμους και της έκθεσης παρακολούθησης που αναφέρεται στην παράγραφο 6. Σε περίπτωση που τα αιτιολογημένα κύρια ευρήματα της Αρχής διαφέρουν από αυτά που έχει προσδιορίσει η επιτροπή αξιολόγησης από ομοτίμους, η Αρχή διαβιβάζει, σε εμπιστευτική βάση, τα ευρήματα της επιτροπής αξιολόγησης από ομοτίμους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Όταν η αρμόδια αρχή που υπόκειται στην αξιολόγηση από ομοτίμους ανησυχεί ότι η δημοσίευση των αιτιολογημένων κύριων ευρημάτων της Αρχής θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος, έχει τη δυνατότητα να παραπέμψει το θέμα στο συμβούλιο εποπτών. Το συμβούλιο εποπτών δύναται να αποφασίσει να μην δημοσιεύσει τα εν λόγω αποσπάσματα.
8.  
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, το συμβούλιο διοίκησης υποβάλλει πρόταση προγράμματος εργασίας για τις αξιολογήσεις από ομοτίμους όσον αφορά τα επόμενα δύο έτη, η οποία λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τα διδάγματα από τις προηγούμενες διαδικασίες αξιολόγησης από ομοτίμους και τις συζητήσεις των ομάδων συντονισμού που αναφέρονται στο άρθρο 45β. Το σχέδιο εργασίας για τις αξιολογήσεις από ομοτίμους αποτελεί χωριστό τμήμα του ετήσιου και πολυετούς προγράμματος εργασίας. Το σχέδιο δημοσιοποιείται. Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης ή απρόβλεπτων γεγονότων, η Αρχή μπορεί να αποφασίσει τη διενέργεια πρόσθετων αξιολογήσεων από ομοτίμους.

▼B

Άρθρο 31

Λειτουργία συντονισμού

▼M8

1.  
Η Αρχή διαδραματίζει γενικό συντονιστικό ρόλο μεταξύ των αρμόδιων εθνικών αρχών, ιδίως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αντίξοες εξελίξεις ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ένωση.
2.  

Η Αρχή προάγει τη συντονισμένη ενωσιακή απόκριση, μεταξύ άλλων με:

▼B

α) 

τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών,

▼M1

β) 

τον καθορισμό του πεδίου και την επαλήθευση όπου κρίνεται σκόπιμο της αξιοπιστίας των πληροφοριών που πρέπει να τεθούν στη διάθεση όλων των ενδιαφερόμενων αρμόδιων αρχών·

▼B

γ) 

την ανάληψη μη δεσμευτικού ρόλου μεσολαβητή κατόπιν αιτήματος των αρμόδιων αρχών ή κατόπιν ίδιας πρωτοβουλίας, με την επιφύλαξη του άρθρου 19,

▼M1

δ) 

την ενημέρωση του ΕΣΣΚ, του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με κάθε δυνητική κατάσταση έκτακτης ανάγκης, χωρίς καθυστέρηση·

▼M8

ε) 

τη λήψη κατάλληλων μέτρων στην περίπτωση εξελίξεων που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών, με σκοπό τον συντονισμό των ενεργειών που αναλαμβάνονται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές,

▼M8

εα) 

τη λήψη κατάλληλων μέτρων για τον συντονισμό των δράσεων που αναλαμβάνονται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές με σκοπό τη διευκόλυνση της εισόδου στην αγορά φορέων ή προϊόντων που βασίζονται στην τεχνολογική καινοτομία,

▼M1

στ) 

τη συγκέντρωση των πληροφοριών που προέρχονται από τις αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 35, στο πλαίσιο των κανονιστικών υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων που ισχύουν για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Η αρχή ανταλλάσσει τις πληροφορίες αυτές με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.

▼M8

3.  
Προκειμένου να συμβάλει στην καθιέρωση κοινής ευρωπαϊκής προσέγγισης όσον αφορά την τεχνολογική καινοτομία, η Αρχή προωθεί την εποπτική σύγκλιση, με την υποστήριξη, κατά περίπτωση, της επιτροπής για την προστασία των καταναλωτών και τη χρηματοοικονομική καινοτομία, διευκολύνοντας την είσοδο στην αγορά φορέων ή προϊόντων που βασίζονται στην τεχνολογική καινοτομία, ιδίως μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών. Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, η Αρχή μπορεί να θεσπίζει κατευθυντήριες γραμμές ή συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 16.

Άρθρο 31α

Ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την καταλληλότητα και την εντιμότητα

Η Αρχή, από κοινού με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), δημιουργούν σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με την εκτίμηση της καταλληλότητας και της εντιμότητας των κατόχων ειδικών συμμετοχών, των διευθυντών και των βασικών αρμοδίων των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

▼B

Άρθρο 32

▼M8

Εκτίμηση των εξελίξεων της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων

1.  
Η Αρχή παρακολουθεί και εκτιμά τις εξελίξεις της αγοράς στον τομέα της αρμοδιότητάς της και, αν κρίνει σκόπιμο, ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), το ΕΣΣΚ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τις συναφείς μικροπροληπτικές τάσεις, τους ενδεχόμενους κινδύνους και τα τρωτά σημεία. Η Αρχή περιλαμβάνει στις εκτιμήσεις της ανάλυση των αγορών εντός των οποίων λειτουργούν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και εκτίμηση των επιπτώσεων των πιθανών εξελίξεων της αγοράς στα ιδρύματα αυτά.
2.  

Η Αρχή προωθεί και συντονίζει σε επίπεδο Ένωσης εκτιμήσεις της αντοχής των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων σε αντίξοες εξελίξεις της αγοράς. Προς τον σκοπό αυτόν αναπτύσσει:

α) 

κοινές μεθοδολογίες εκτίμησης της επίπτωσης οικονομικών σεναρίων στη χρηματοοικονομική θέση ενός χρηματοοικονομικού ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τους κινδύνους που απορρέουν από δυσμενείς περιβαλλοντικές εξελίξεις·

▼M8

αα) 

κοινές μεθοδολογίες για τον προσδιορισμό των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που πρέπει να περιλαμβάνονται στις εκτιμήσεις σε επίπεδο Ένωσης·

▼M1

β) 

κοινές προσεγγίσεις για την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εν λόγω εκτιμήσεων για την αντοχή των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων·

▼M8

γ) 

κοινές μεθοδολογίες εκτίμησης της επίπτωσης συγκεκριμένων προϊόντων ή διαδικασιών διανομής σε κάποιο χρηματοοικονομικό ίδρυμα·

δ) 

κοινές μεθοδολογίες για την εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων για τις ανάγκες των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων· και

▼M8

ε) 

κοινές μεθοδολογίες για την εκτίμηση της επίπτωσης των περιβαλλοντικών κινδύνων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, η Αρχή συνεργάζεται με το ΕΣΣΚ.

▼M8

3.  

Με την επιφύλαξη των καθηκόντων του ΕΣΣΚ, τα οποία ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, η Αρχή διαβιβάζει, τουλάχιστον μια φορά το έτος ή και συχνότερα, όταν κρίνει σκόπιμο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο ΕΣΣΚ, εκτιμήσεις τάσεων, δυνητικών κινδύνων και τρωτών σημείων στον τομέα αρμοδιότητάς της, σε συνδυασμό με τον πίνακα κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

▼B

Σε αυτές τις εκτιμήσεις η Αρχή περιλαμβάνει κατάταξη των σημαντικότερων κινδύνων και τρωτών σημείων και, αν κρίνει σκόπιμο, συνιστά προληπτικές ή διορθωτικές ενέργειες.

▼M1

3α.  
Για τους σκοπούς της διενέργειας των σε επίπεδο Ένωσης αξιολογήσεων της αντοχής των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η Αρχή μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 35 και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται σε αυτό, να ζητήσει πληροφορίες απευθείας από τα εν λόγω χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Μπορεί επίσης να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές να διεξαγάγουν ειδικές ανασκοπήσεις. Μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές να διεξαγάγουν επιτόπιες επιθεωρήσεις, και μπορεί να συμμετάσχει σε αυτές τις επιτόπιες επιθεωρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 21, και υπό τους όρους αυτού, για να εξασφαλιστεί η συγκρισιμότητα και η αξιοπιστία των μεθόδων, πρακτικών και αποτελεσμάτων.

▼M8

3β.  
Η Αρχή μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές να απαιτούν από τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα να υποβάλλουν σε ανεξάρτητο λογιστικό έλεγχο τις πληροφορίες που αυτά πρέπει να παρέχουν κατά την παράγραφο 3α.

▼B

4.  
Η Αρχή διασφαλίζει επαρκή κάλυψη των διατομεακών εξελίξεων, κινδύνων και τρωτών σημείων, συνεργαζόμενη στενά με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) μέσω της Μεικτής Επιτροπής.

▼M8

Άρθρο 33

Διεθνείς σχέσεις συμπεριλαμβανομένης της ισοδυναμίας

1.  
Με την επιφύλαξη των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών και των ενωσιακών θεσμικών οργάνων, η Αρχή μπορεί να αναπτύσσει επαφές και να συνάπτει διοικητικές ρυθμίσεις με ρυθμιστικές αρχές, εποπτικές αρχές και, κατά περίπτωση, αρχές εξυγίανσης, διεθνείς οργανισμούς και τους διοικητικούς φορείς τρίτων χωρών. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν δημιουργούν νομικές υποχρεώσεις στην Ένωση και τα κράτη μέλη της, ούτε αποτρέπουν τα κράτη μέλη και τις αρμόδιες αρχές τους από τη σύναψη διμερών ή πολυμερών ρυθμίσεων με αυτές τις τρίτες χώρες.

Εάν μια τρίτη χώρα, σύμφωνα με την ισχύουσα κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που θεσπίστηκε από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, περιλαμβάνεται στον κατάλογο χωρών που παρουσιάζουν στρατηγικές ανεπάρκειες στα εθνικά τους συστήματα για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι οποίες συνεπάγονται σημαντικές απειλές για το χρηματοοικονομικό σύστημα της Ένωσης, η Αρχή δεν συνάπτει διοικητικές ρυθμίσεις με τις ρυθμιστικές αρχές, τις εποπτικές αρχές και, κατά περίπτωση, τις αρχές εξυγίανσης της εν λόγω τρίτης χώρας. Αυτό δεν αποκλείει άλλες μορφές συνεργασίας μεταξύ της Αρχής και των αντίστοιχων αρχών των τρίτων χωρών, με σκοπό τη μείωση των απειλών για το χρηματοοικονομικό σύστημα της Ένωσης.

2.  
Η Αρχή επικουρεί την Επιτροπή στην εκπόνηση αποφάσεων ισοδυναμίας όσον αφορά ρυθμιστικά καθεστώτα και καθεστώτα εποπτείας σε τρίτες χώρες κατόπιν συγκεκριμένου αιτήματος της Επιτροπής για παροχή συμβουλών ή εφόσον απαιτείται από τις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.
3.  
Η Αρχή παρακολουθεί, με ιδιαίτερη έμφαση στις επιπτώσεις τους στη χρηματοοικονομική σταθερότητα, την ακεραιότητα της αγοράς, την προστασία των επενδυτών ή τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, τις σχετικές ρυθμιστικές και, κατά περίπτωση, τις εξελίξεις σε επίπεδο εξυγίανσης, καθώς και τις πρακτικές επιβολής και τις εξελίξεις της αγοράς σε τρίτες χώρες, στον βαθμό που αφορούν τις αξιολογήσεις ισοδυναμίας βάσει επικινδυνότητας, για τις οποίες έχουν εκδοθεί αποφάσεις ισοδυναμίας από την Επιτροπή σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

Επιπλέον, επαληθεύει αν εξακολουθούν να πληρούνται τα κριτήρια, βάσει των οποίων έχουν ληφθεί οι εν λόγω αποφάσεις ισοδυναμίας, και οποιεσδήποτε προϋποθέσεις που καθορίζονται σε αυτές.

Η Αρχή μπορεί να συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των τρίτων χωρών. Η Αρχή υποβάλλει εμπιστευτική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, καθώς και στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), στην οποία συνοψίζονται τα ευρήματά της που προκύπτουν από την παρακολούθηση όλων των ισοδύναμων τρίτων χωρών. Η έκθεση επικεντρώνεται ιδίως στις επιπτώσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, την ακεραιότητα της αγοράς, την προστασία των επενδυτών ή τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Όταν η Αρχή εντοπίζει σχετικές εξελίξεις όσον αφορά τις πρακτικές ρύθμισης, εποπτείας ή, κατά περίπτωση, εξυγίανσης, ή επιβολής στις τρίτες χώρες που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, οι οποίες ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στη χρηματοοικονομική σταθερότητα της Ένωσης ή ενός ή περισσότερων κρατών μελών της, στην ακεραιότητα της αγοράς, στην προστασία των επενδυτών ή στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή σε εμπιστευτική βάση και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

4.  

Με την επιφύλαξη των ειδικών απαιτήσεων που προβλέπονται στις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και με την επιφύλαξη των όρων της δεύτερης περιόδου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Αρχή συνεργάζεται όταν είναι δυνατό με τις σχετικές αρμόδιες αρχές και κατά περίπτωση επίσης με τις αρχές εξυγίανσης τρίτων χωρών των οποίων τα ρυθμιστικά και εποπτικά καθεστώτα έχουν αναγνωριστεί ως ισοδύναμα. Καταρχήν, η εν λόγω συνεργασία λαμβάνει χώρα βάσει των διοικητικών ρυθμίσεων οι οποίες συνάπτονται με τις σχετικές αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών. Κατά τη διαπραγμάτευση τέτοιου είδους διοικητικών ρυθμίσεων, η Αρχή περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με τα εξής:

α) 

τους μηχανισμούς που παρέχουν τη δυνατότητα στην Αρχή να λαμβάνει συναφείς πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με το ρυθμιστικό καθεστώς, την εποπτική προσέγγιση, τις συναφείς εξελίξεις της αγοράς και τυχόν μεταβολές οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν την απόφαση περί ισοδυναμίας·

β) 

στον βαθμό που είναι αναγκαίο ώστε να δοθεί συνέχεια σε τέτοιου είδους αποφάσεις περί ισοδυναμίας, τις διαδικασίες σχετικά με τον συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των επιτόπιων επιθεωρήσεων, όπου απαιτείται.

Η Αρχή ενημερώνει την Επιτροπή όταν αρμόδια αρχή τρίτης χώρας αρνείται να συνάψει τέτοιου είδους διοικητικές ρυθμίσεις ή αρνείται να συνεργαστεί αποτελεσματικά.

5.  
Η Αρχή μπορεί να καταρτίσει πρότυπες διοικητικές ρυθμίσεις, με σκοπό την καθιέρωση συνεπών, αποδοτικών και αποτελεσματικών εποπτικών πρακτικών εντός της Ένωσης και την ενίσχυση του διεθνούς εποπτικού συντονισμού. Οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να ακολουθήσουν τέτοιου είδους πρότυπες ρυθμίσεις.

Στην έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 5, η Αρχή περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τις διοικητικές ρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί με εποπτικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς ή διοικήσεις τρίτων χωρών, τη συνδρομή της Αρχής προς την Επιτροπή για την προετοιμασία αποφάσεων ισοδυναμίας και σχετικά με την παρακολούθηση από την Αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

6.  
Στο πλαίσιο των εξουσιών της δυνάμει του παρόντος κανονισμού και των νομοθετικών πράξεων οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, η Αρχή συμβάλλει στην ενιαία, κοινή, συνεπή και αποτελεσματική εκπροσώπηση των συμφερόντων της Ένωσης στα διεθνή φόρουμ.

▼M8 —————

▼B

Άρθρο 35

Συγκέντρωση πληροφοριών

▼M1

1.  
Μετά από αίτημα της Αρχής, οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στην Αρχή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες με ειδικώς προσδιορισμένους μορφοτύπους προς εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές διαθέτουν νόμιμη πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες. Οι πληροφορίες είναι ακριβείς, συνεκτικές, πλήρεις και επίκαιρες.
2.  
Η Αρχή μπορεί επίσης να ζητήσει να της παρέχονται πληροφορίες ανά τακτά διαστήματα και με ειδικώς προσδιορισμένους μορφοτύπους ή μέσω συγκρίσιμων προτύπων που έχει εγκρίνει η Αρχή. Οι αιτήσεις αυτές υποβάλλονται, όπου είναι δυνατόν, χρησιμοποιώντας ενιαίους μορφοτύπους υποβολής στοιχείων.
3.  
Σε δεόντως αιτιολογημένη αίτηση εκ μέρους αρμόδιας αρχής, η Αρχή παρέχει οιαδήποτε πληροφορία είναι απαραίτητη για να δώσει στην αρμόδια αρχή τη δυνατότητα να εκπληρώσει τα καθήκοντά της, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις περί επαγγελματικής εχεμύθειας που ορίζει η τομεακή νομοθεσία και το άρθρο 70 του παρόντος κανονισμού.

▼B

4.  
Πριν ζητήσει πληροφορίες σύμφωνα με το παρόν άρθρο και για να αποφύγει την επικάλυψη των υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων, η Αρχή λαμβάνει υπόψη όλα τα υφιστάμενα σχετικά στατιστικά στοιχεία που παράγονται και διανέμονται από το Ευρωπαϊκό Στατιστικό Σύστημα και το ευρωπαϊκό σύστημα κεντρικών τραπεζών.
5.  
Αν οι πληροφορίες δεν είναι διαθέσιμες ή αν δεν καταστούν διαθέσιμες από τις αρμόδιες αρχές εγκαίρως, η Αρχή μπορεί να απευθύνει δεόντως τεκμηριωμένο και αιτιολογημένο αίτημα σε άλλες εποπτικές αρχές, στο αρμόδιο για τα οικονομικά υπουργείο, αν έχει στη διάθεσή του δεδομένα προληπτικής εποπτείας, στην εθνική κεντρική τράπεζα ή στη στατιστική υπηρεσία του σχετικού κράτους μέλους.

▼M1

6.  

Όταν δεν διατίθενται πλήρεις ή ακριβείς πληροφορίες ή δεν τίθενται εγκαίρως στη διάθεση των ενδιαφερομένων δυνάμει των παραγράφων 1 ή 5, η Αρχή μπορεί να ζητήσει πληροφορίες, με δεόντως τεκμηριωμένο και αιτιολογημένο αίτημα, απευθείας από:

α) 

οικεία χρηματοοικονομικά ιδρύματα·

β) 

εταιρείες συμμετοχών ή υποκαταστήματα οικείου χρηματοοικονομικού ιδρύματος·

γ) 

μη ρυθμιζόμενους επιχειρησιακούς φορείς εντός ενός χρηματοοικονομικού ομίλου ή ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων που είναι σημαντικοί για τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες των οικείων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων.

Οι αποδέκτες αυτής της αίτησης χορηγούν αμέσως και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην Αρχή σαφείς, ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες.

▼B

Η Αρχή ενημερώνει τις σχετικές αρμόδιες αρχές όσον αφορά τις αιτήσεις, σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο και την παράγραφο 5.

Κατόπιν αιτήματος της Αρχής, οι αρμόδιες αρχές βοηθούν την Αρχή στη συγκέντρωση των πληροφοριών.

7.  
Η Αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες έλαβε στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου μόνο για να εκπληρώσει τα καθήκοντα που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό.

▼M1

7α.  
Όταν οι αποδέκτες αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο 6 δεν παρέχουν σαφείς, ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες αμέσως, η Αρχή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις περιπτώσεις που είναι δυνατόν και ενημερώνει τις σχετικές αρχές των οικείων κρατών μελών τα οποία, με την επιφύλαξη της εθνικής νομοθεσίας, συνεργάζονται με την Αρχή με σκοπό να εξασφαλισθεί πλήρης πρόσβαση στις πληροφορίες και σε οιαδήποτε έγγραφα βάσης, βιβλία ή αρχεία στα οποία έχουν νόμιμη πρόσβαση οι αποδέκτες για να επαληθεύσουν τις πληροφορίες.

▼B

Άρθρο 36

Σχέσεις με το ΕΣΣΚ

1.  
Η Αρχή συνεργάζεται στενά και σε τακτική βάση με το ΕΣΣΚ.
2.  
Η Αρχή παρέχει στο ΕΣΣΚ κατά τακτά διαστήματα και εγκαίρως τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων του. Όλα τα δεδομένα που είναι απαραίτητα για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, τα οποία όμως δεν υπάρχουν σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, παρέχονται, χωρίς χρονοτριβή, στο ΕΣΣΚ μετά από αιτιολογημένο αίτημα, όπως καθορίζεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010. Η Αρχή, σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ, θεσπίζει τις κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες για τη διαβίβαση των εμπιστευτικών πληροφοριών, ιδίως πληροφοριών που αφορούν μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

▼M8 —————

▼M8

4.  
Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ που απευθύνεται προς την Αρχή, η Αρχή συζητεί την εν λόγω προειδοποίηση ή σύσταση κατά την επόμενη συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών ή, κατά περίπτωση, νωρίτερα, για να εκτιμήσει τις επιπτώσεις της εν λόγω προειδοποίησης ή σύστασης στην εκπλήρωση των καθηκόντων της και τη συνέχεια που πρέπει ενδεχομένως να δοθεί.

Με τη συναφή διαδικασία λήψης αποφάσεων, λαμβάνει απόφαση σχετικά με οποιαδήποτε ληπτέα μέτρα με βάση τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό για τον χειρισμό των θεμάτων που ορίζονται στις προειδοποιήσεις και συστάσεις.

Αν η Αρχή δεν δώσει συνέχεια σε προειδοποίηση ή σύσταση, αναφέρει στο ΕΣΣΚ τους σχετικούς λόγους. Το ΕΣΣΚ ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010. Το ΕΣΣΚ ενημερώνει επίσης σχετικά το Συμβούλιο.

5.  
Αμέσως μετά τη λήψη προειδοποίησης ή σύστασης από το ΕΣΣΚ που απευθύνεται προς αρμόδια αρχή, η Αρχή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, χρησιμοποιεί τις εξουσίες που της παρέχονται με τον παρόντα κανονισμό προκειμένου να εξασφαλίσει ότι θα υπάρξει εγκαίρως επακολούθηση.

Αν ο αποδέκτης δεν προτίθεται να ακολουθήσει τη σύσταση του ΕΣΣΚ, ενημερώνει το συμβούλιο εποπτών και συζητεί με αυτό τους λόγους για τους οποίους δεν λαμβάνει μέτρα.

Όταν η αρμόδια αρχή ενημερώνει, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το ΕΣΣΚ για τις ενέργειες στις οποίες προέβη ως απάντηση σε σύσταση του ΕΣΣΚ, λαμβάνει δεόντως υπόψη τις απόψεις του συμβουλίου εποπτών.

▼M8 —————

▼B

Άρθρο 37

Ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων

1.  
Προκειμένου να διευκολυνθεί η διεξαγωγή της διαβούλευσης με συμφεροντούχους τομέων σχετικών με τα καθήκοντα της Αρχής, συγκροτείται ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων. Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων γνωμοδοτεί σχετικά με τις ενέργειες που αναλαμβάνονται με βάση το άρθρα 10 έως 15 όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα και, στον βαθμό που αυτές δεν αφορούν μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, το άρθρο 16 όσον αφορά τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις. Εάν χρειάζεται να αναληφθεί δράση επειγόντως και η διαβούλευση καθίσταται ανέφικτη, η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων ενημερώνεται όσο το δυνατόν συντομότερα.

▼M1

Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων συνεδριάζει ιδία πρωτοβουλία όποτε κρίνεται αναγκαίο, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον τέσσερις φορές το χρόνο.

▼M8

2.  

Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων αποτελείται από 30 μέλη. Τα εν λόγω μέλη απαρτίζονται από:

α) 

13 μέλη που εκπροσωπούν, στη σωστή αναλογία, τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στην Ένωση, τρία από τα οποία εκπροσωπούν συνεργατικές τράπεζες και τράπεζες αποταμίευσης·

β) 

13 μέλη που εκπροσωπούν τους εκπροσώπους των υπαλλήλων των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που λειτουργούν στην Ένωση, τους καταναλωτές, τους χρήστες τραπεζικών υπηρεσιών και τους αντιπροσώπους των ΜΜΕ· και

γ) 

τέσσερις ανεξάρτητους διακεκριμένους πανεπιστημιακούς.

3.  
Τα μέλη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων ορίζονται από το συμβούλιο εποπτών, μετά από ανοικτή και διαφανή διαδικασία επιλογής. Στο μέτρο του δυνατού, κατά τη λήψη της απόφασής του το συμβούλιο εποπτών διασφαλίζει τη δέουσα συνεκτίμηση της ποικιλομορφίας του τραπεζικού τομέα, τη γεωγραφική ισορροπία και την ισορροπία των φύλων, καθώς και την εκπροσώπηση των συμφεροντούχων από ολόκληρη την Ένωση. Τα μέλη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων επιλέγονται σύμφωνα με τα προσόντα, τις δεξιότητες, τις σχετικές γνώσεις και την αποδεδειγμένη πείρα τους.

▼M8

3α.  
Τα μέλη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων εκλέγουν πρόεδρο μεταξύ των μελών της. Η θητεία του προέδρου διαρκεί δύο έτη.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να καλέσει τον πρόεδρο της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων να προβεί σε δήλωση ενώπιόν του και να απαντήσει σε τυχόν ερωτήσεις των βουλευτών του, όποτε του ζητηθεί.

▼M8

4.  

Η Αρχή παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, υπό την αίρεση του επαγγελματικού απορρήτου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 70 του παρόντος κανονισμού, και διασφαλίζει επαρκή γραμματειακή υποστήριξη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων. Καθιερώνεται επαρκής αποζημίωση για τα μέλη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που εκπροσωπούν μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, εξαιρουμένων των εκπροσώπων του κλάδου. Η αποζημίωση αυτή λαμβάνει υπόψη το προπαρασκευαστικό και το μετέπειτα έργο των μελών και είναι τουλάχιστον ισοδύναμη με τα ποσοστά επιστροφής δαπανών που καταβάλλονται στους υπαλλήλους, σύμφωνα με τον Τίτλο V Κεφάλαιο 1 Τμήμα 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου ( 25 ) (κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης). Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων μπορεί να συγκροτήσει ομάδες εργασίας για τεχνικά θέματα. Η θητεία των μελών της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων διαρκεί τέσσερα έτη και τη λήξη της ακολουθεί νέα διαδικασία επιλογής.

▼B

Τα μέλη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων μπορούν να υπηρετήσουν επί δυο διαδοχικές θητείες.

▼M8

5.  
Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων μπορεί να υποβάλλει στην Αρχή συμβουλές για οποιοδήποτε θέμα σχετικό με τα καθήκοντα της Αρχής, με ιδιαίτερη έμφαση στα καθήκοντα που ορίζονται στα άρθρα 10 έως 16, 29, 30 και 32.

Όταν τα μέλη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε συμβουλή, το ένα τρίτο των μελών της ή τα μέλη που εκπροσωπούν μια ομάδα συμφεροντούχων επιτρέπεται να εκδώσουν χωριστή συμβουλή.

Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων, η ομάδα συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, η ομάδα συμφεροντούχων ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων και η ομάδα συμφεροντούχων ταμείων επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών μπορούν να εκδίδουν κοινές συμβουλές για ζητήματα που σχετίζονται με το έργο των ΕΕΑ σύμφωνα με το άρθρο 56 σχετικά με κοινές θέσεις και κοινές πράξεις.

▼B

6.  
Η ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων εγκρίνει τον εσωτερικό της κανονισμό με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών της.

▼M8

7.  
Η Αρχή δημοσιοποιεί τις συμβουλές της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων, τη χωριστή συμβουλή των μελών της και τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεών της, καθώς και πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο ελήφθησαν υπόψη οι συμβουλές και τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων.

▼B

Άρθρο 38

Διασφαλίσεις

1.  
Η Αρχή διασφαλίζει ότι καμία απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει των άρθρων 18 ή 19 δεν έρχεται με οιονδήποτε τρόπο σε σύγκρουση με τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες κρατών μελών.
2.  

Αν κράτος μέλος θεωρήσει ότι η απόφαση που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 3 προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες, μπορεί να γνωστοποιήσει στην Αρχή και στην Επιτροπή εντός δύο εβδομάδων από τη γνωστοποίηση της απόφασης της Αρχής στην αρμόδια αρχή ότι η απόφαση δεν θα τεθεί σε εφαρμογή από την αρμόδια αρχή.

Στη γνωστοποίησή του, το κράτος μέλος εξηγεί σαφώς και ειδικώς γιατί και πώς η απόφαση προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες.

Σε περίπτωση τέτοιας γνωστοποίησης, η απόφαση της Αρχής αναστέλλεται.

Εντός ενός μηνός από τη γνωστοποίηση του κράτους μέλους, η Αρχή ενημερώνει το κράτος μέλος εάν εμμένει στην απόφασή της ή εάν την τροποποιεί ή την ανακαλεί. Εάν η Αρχή εμμείνει στην απόφασή της ή την τροποποιήσει, δηλώνει ότι δεν θίγονται οι δημοσιονομικές αρμοδιότητες.

Αν η Αρχή εμμείνει στην απόφασή της, το Συμβούλιο αποφασίζει, με πλειοψηφία των εκπεφρασμένων ψήφων, σε μία από τις συνόδους του, το αργότερο εντός δύο μηνών μετά την ενημέρωση του κράτους μέλους από την Αρχή, όπως αναφέρεται στο τέταρτο εδάφιο, αν η απόφαση της Αρχής εξακολουθεί να ισχύει.

Σε περίπτωση που το Συμβούλιο, αφού εξετάσει το θέμα, δεν αποφασίσει να διατηρήσει την απόφαση της Αρχής, σύμφωνα με το πέμπτο εδάφιο, η απόφαση της Αρχής παύει να ισχύει.

3.  

Αν κράτος μέλος θεωρήσει ότι απόφαση που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 18 παράγραφος 3 προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες, μπορεί να γνωστοποιήσει στην Αρχή, στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο, εντός τριών εργάσιμων ημερών από τη γνωστοποίηση της απόφασης της Αρχής στην αρμόδια αρχή, ότι η απόφαση δεν θα τεθεί σε εφαρμογή από την αρμόδια αρχή.

Στη γνωστοποίησή του, το κράτος μέλος εξηγεί σαφώς και ειδικώς γιατί και πώς η απόφαση προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες.

Σε περίπτωση τέτοιας γνωστοποίησης, η απόφαση της Αρχής αναστέλλεται.

Το Συμβούλιο συγκαλεί σύνοδο, εντός δέκα εργάσιμων ημερών, και αποφασίζει, με απλή πλειοψηφία των μελών του, αν η απόφαση της Αρχής ανακαλείται.

Εφόσον το Συμβούλιο, αφού εξετάσει το θέμα, δεν αποφασίσει να ανακαλέσει την απόφαση της Αρχής σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο, η αναστολή της απόφασης της Αρχής παύει να ισχύει.

4.  

Όταν το Συμβούλιο έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 να μην ανακαλέσει απόφαση της Αρχής που ελήφθη δυνάμει του άρθρου 18 παράγραφος 3, το δε ενδιαφερόμενο κράτος μέλος θεωρεί ακόμη ότι η απόφαση της Αρχής προσκρούει στις δημοσιονομικές του αρμοδιότητες, το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να ενημερώσει την Επιτροπή και την Αρχή και να ζητήσει από το Συμβούλιο να επανεξετάσει το θέμα. Το εν λόγω κράτος μέλος εκθέτει σαφώς τους λόγους για τους οποίους διαφωνεί με την απόφαση του Συμβουλίου.

Εντός προθεσμίας τεσσάρων εβδομάδων από την ενημέρωση στην οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, το Συμβούλιο επιβεβαιώνει την αρχική του απόφαση ή λαμβάνει νέα απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3.

Η προθεσμία των τεσσάρων εβδομάδων μπορεί να παραταθεί κατά τέσσερις επιπλέον εβδομάδες από το Συμβούλιο, εφόσον το απαιτούν οι ιδιαίτερες περιστάσεις της περίπτωσης.

5.  
Κάθε κατάχρηση του παρόντος άρθρου, ιδίως σε σχέση με απόφαση της Αρχής η οποία δεν έχει σημαντικό ή υλικό δημοσιονομικό αντίκτυπο, απαγορεύεται ως ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

▼M8

Άρθρο 39

Διαδικασίες λήψης αποφάσεων

1.  
Η Αρχή ενεργεί σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 6 του παρόντος άρθρου όταν εκδίδει αποφάσεις δυνάμει των άρθρων 17, 18 και 19.
2.  
Η Αρχή ενημερώνει κάθε αποδέκτη απόφασης στην επίσημη γλώσσα του σχετικά με την πρόθεσή της να εκδώσει την απόφαση, τάσσοντας προθεσμία εντός της οποίας ο αποδέκτης μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις του για το αντικείμενο της απόφασης, λαμβανόμενου πλήρως υπόψη του επείγοντος χαρακτήρα, της πολυπλοκότητας και των ενδεχόμενων συνεπειών του θέματος. Ο αποδέκτης μπορεί να εκφράσει τις απόψεις του στην επίσημη γλώσσα του. Η διάταξη που θεσπίζεται στην πρώτη περίοδο της παρούσας παραγράφου εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στις συστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 3.
3.  
Οι αποφάσεις της Αρχής αναφέρουν τους λόγους στους οποίους βασίζονται.
4.  
Οι αποδέκτες των αποφάσεων της Αρχής ενημερώνονται σχετικά με τα διαθέσιμα μέσα προσφυγής που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.
5.  
Εάν η Αρχή έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 3 ή 4, επανεξετάζει την εν λόγω απόφαση σε ενδεδειγμένα χρονικά διαστήματα.
6.  
Οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 17, 18 ή 19 δημοσιοποιούνται. Η δημοσιοποίηση γνωστοποιεί την ταυτότητα της οικείας αρμόδιας αρχής ή του οικείου χρηματοοικονομικού ιδρύματος και το βασικό περιεχόμενο της απόφασης, εκτός εάν η εν λόγω δημοσιοποίηση αντίκειται στο έννομο συμφέρον των εν λόγω χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ή στην προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους ή θα μπορούσε να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή τη σταθερότητα ολόκληρου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ένωσης.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΟΡΓΑΝΩΣΗ



ΕΝΟΤΗΤΑ 1

Συμβούλιο εποπτών

Άρθρο 40

Σύνθεση

1.  

Το συμβούλιο εποπτών συγκροτείται από:

▼M8

α) 

τον πρόεδρο,

▼B

β) 

τον επικεφαλής της εθνικής δημόσιας αρχής που είναι αρμόδια για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων σε κάθε κράτος μέλος, ο οποίος συμμετέχει αυτοπροσώπως στις συνεδριάσεις τουλάχιστον δύο φορές ετησίως,

γ) 

έναν εκπρόσωπο της Επιτροπής, χωρίς δικαίωμα ψήφου,

▼M1

δ) 

έναν εκπρόσωπο που ορίζεται από το εποπτικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, χωρίς δικαίωμα ψήφου·

▼B

ε) 

έναν εκπρόσωπο του ΕΣΣΚ, χωρίς δικαίωμα ψήφου,

στ) 

έναν εκπρόσωπο καθεμιάς από τις άλλες δυο Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

2.  
Το συμβούλιο εποπτών συγκαλεί συνεδριάσεις με την ομάδα τραπεζικών συμφεροντούχων τουλάχιστον δύο φορές ετησίως.
3.  
Κάθε αρμόδια αρχή είναι υπεύθυνη για τον ορισμό ενός αναπληρωματικού μέλους υψηλού επιπέδου από αυτήν, το οποίο μπορεί να αντικαθιστά το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), σε περίπτωση που το πρόσωπο αυτό κωλύεται να παραστεί.
4.  
Αν η αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) δεν είναι κεντρική τράπεζα, το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στο στοιχείο αυτό μπορεί να αποφασίσει να συνοδεύεται από έναν εκπρόσωπο της κεντρικής τράπεζας του κράτους μέλους, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

▼M1

4α.  
Σε συζητήσεις που δεν αφορούν μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 44 παράγραφος 4, ο εκπρόσωπος που ορίζεται από το εποπτικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μπορεί να συνοδεύεται από εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με εμπειρογνωμοσύνη σε καθήκοντα κεντρικών τραπεζών.

▼B

5.  
Σε κράτη μέλη με πλείονες αρχές αρμόδιες για την εποπτεία σύμφωνα με τον κανονισμό αυτόν, οι εν λόγω αρχές συμφωνούν για κοινό αντιπρόσωπο. Ωστόσο, όταν το συμβούλιο εποπτών συζητεί θέμα που δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες της εθνικής αρχής που εκπροσωπείται από το μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), το εν λόγω μέλος μπορεί να συνοδεύεται από εκπρόσωπο της σχετικής εθνικής αρχής, χωρίς δικαίωμα ψήφου.
6.  
Προκειμένου να ενεργεί στο πλαίσιο της οδηγίας 94/19/ΕΚ, το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) δύναται, κατά περίπτωση, να συνοδεύεται από εκπρόσωπο των αρμόδιων φορέων οι οποίοι διαχειρίζονται συστήματα εγγύησης καταθέσεων σε κάθε κράτος μέλος, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

▼M3

Προκειμένου να ενεργεί στο πλαίσιο της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) δύναται, κατά περίπτωση, να συνοδεύεται από εκπρόσωπο της αρχής εξυγίανσης σε κάθε κράτος μέλος, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

▼M4

Προκειμένου να ενεργεί στο πλαίσιο του άρθρου της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ο πρόεδρος του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης παρίσταται ως παρατηρητής στο συμβούλιο εποπτών.

▼B

7.  

Το συμβούλιο εποπτών μπορεί να αποφασίσει να δεχτεί παρατηρητές.

Ο εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

▼M8

8.  
Εάν η εθνική δημόσια αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) δεν είναι υπεύθυνη για την επιβολή των κανόνων προστασίας των καταναλωτών, το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στο εν λόγω στοιχείο μπορεί να αποφασίσει να καλέσει εκπρόσωπο της αρχής προστασίας καταναλωτών του κράτους μέλους, χωρίς δικαίωμα ψήφου. Εάν σε ένα κράτος μέλος, πλείονες αρχές είναι συναρμόδιες για την προστασία των καταναλωτών, οι εν λόγω αρχές συμφωνούν για κοινό αντιπρόσωπο.

▼M8

Άρθρο 41

Εσωτερικές επιτροπές

1.  
Το συμβούλιο εποπτών, με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του προέδρου, μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές επιτροπές για συγκεκριμένα καθήκοντα που του ανατίθενται. Το συμβούλιο εποπτών, κατόπιν αιτήματος του συμβουλίου διοίκησης ή του προέδρου, μπορεί να συγκροτεί εσωτερικές επιτροπές για συγκεκριμένα καθήκοντα που ανατίθενται στο συμβούλιο διοίκησης. Το συμβούλιο εποπτών μπορεί να προβλέπει την ανάθεση ορισμένων σαφώς καθορισμένων καθηκόντων και αποφάσεων σε εσωτερικές επιτροπές, στο συμβούλιο διοίκησης ή στον πρόεδρο.
2.  
Για τους σκοπούς του άρθρου 17 και με την επιφύλαξη του ρόλου της επιτροπής που αναφέρεται στο άρθρο 9α παράγραφος 7, ο πρόεδρος προτείνει απόφαση για τη σύγκληση ανεξάρτητης ομάδας, η οποία εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών. Η ανεξάρτητη ομάδα αποτελείται από τον πρόεδρο και έξι άλλα μέλη, τα οποία προτείνονται από τον πρόεδρο κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης συμμετοχής. Τα άλλα έξι μέλη δεν είναι εκπρόσωποι της αρμόδιας αρχής που πιθανολογείται ότι παραβίασε το ενωσιακό δίκαιο και δεν έχουν κανένα συμφέρον επί του θέματος ούτε άμεσους δεσμούς με την οικεία αρμόδια αρχή.

Κάθε μέλος της ομάδας διαθέτει μία ψήφο.

Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη.

3.  
Για τους σκοπούς του άρθρου 19 και με την επιφύλαξη του ρόλου της επιτροπής που αναφέρεται στο άρθρο 9α παράγραφος 7, ο πρόεδρος προτείνει απόφαση για τη σύγκληση ανεξάρτητης ομάδας, η οποία εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών. Η ανεξάρτητη ομάδα αποτελείται από τον πρόεδρο και έξι άλλα μέλη, τα οποία προτείνονται από τον πρόεδρο κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης συμμετοχής. Τα άλλα έξι μέλη δεν είναι εκπρόσωποι των αρμόδιων αρχών που είναι μέρη της διαφωνίας και δεν έχουν κανένα συμφέρον στο ζήτημα ούτε άμεσους δεσμούς με τις οικείες αρμόδιες αρχές.

Κάθε μέλος της ομάδας διαθέτει μία ψήφο.

Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη.

4.  
Για τους σκοπούς της διεξαγωγής της έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 22 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο, ο πρόεδρος δύναται να προτείνει απόφαση για την έναρξη της έρευνας και απόφαση για τη σύγκληση ανεξάρτητης ομάδας, πρόταση που πρέπει να εγκριθεί από το συμβούλιο εποπτών. Η ανεξάρτητη ομάδα αποτελείται από τον πρόεδρο και έξι άλλα μέλη, τα οποία προτείνονται από τον πρόεδρο κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο διοίκησης και κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης συμμετοχής.

Κάθε μέλος της ομάδας διαθέτει μία ψήφο.

Οι αποφάσεις της ανεξάρτητης ομάδας εγκρίνονται όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον τέσσερα μέλη.

5.  
Οι επιτροπές που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου ή ο πρόεδρος προτείνουν αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 17 ή του άρθρου 19, με εξαίρεση τα θέματα που αφορούν την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, για οριστική έγκριση από το συμβούλιο εποπτών. Η επιτροπή που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου υποβάλλει στο συμβούλιο εποπτών το αποτέλεσμα της έρευνας που διεξάγεται σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 4 πρώτο εδάφιο.
6.  
Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό των ανεξάρτητων ομάδων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

Άρθρο 42

Ανεξαρτησία του συμβουλίου εποπτών

1.  
Κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που τους ανατίθενται βάσει του παρόντος κανονισμού, τα μέλη του συμβουλίου εποπτών ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά, αποκλειστικά προς το συμφέρον της Ένωσης συνολικά και ούτε ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.
2.  
Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οργανισμοί της Ένωσης και οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του συμβουλίου εποπτών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
3.  
Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών, ο πρόεδρος, καθώς και οι εκπρόσωποι και οι παρατηρητές που συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών χωρίς δικαίωμα ψήφου, δηλώνουν, πριν από τις συνεδριάσεις αυτές, με ακριβή και πλήρη τρόπο την απουσία ή την ύπαρξη κάθε συμφέροντος που ενδέχεται να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους σε σχέση με οποιαδήποτε σημεία της ημερήσιας διάταξης, και απέχουν από τη συμμετοχή στη συζήτηση και την ψηφοφορία των εν λόγω σημείων.
4.  
Το συμβούλιο εποπτών καθορίζει στον εσωτερικό κανονισμό του, τις πρακτικές ρυθμίσεις για τον κανόνα της δήλωσης συμφερόντων που αναφέρεται στην παράγραφο 3 και για την πρόληψη και τη διαχείριση της σύγκρουσης συμφερόντων.

▼B

Άρθρο 43

Καθήκοντα

▼M8

1.  
Το συμβούλιο εποπτών καθοδηγεί το έργο της Αρχής και είναι υπεύθυνο για τη λήψη των αποφάσεων που αναφέρονται στο κεφάλαιο ΙΙ. Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τις γνώμες, τις συστάσεις, τις κατευθυντήριες γραμμές και τις αποφάσεις της Αρχής και εκδίδει τις συμβουλές που αναφέρονται στο κεφάλαιο II, βάσει πρότασης της οικείας εσωτερικής επιτροπής ή ομάδας, του προέδρου ή του συμβουλίου διοίκησης, κατά περίπτωση.

▼M8 —————

▼B

4.  

Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει, πριν τις 30 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους, βάσει πρότασης του συμβουλίου διοίκησης, το πρόγραμμα εργασίας της Αρχής για το επόμενο έτος και το διαβιβάζει προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Το πρόγραμμα εργασίας εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας για τον προϋπολογισμό και δημοσιοποιείται.

▼M8

5.  
Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει, βάσει πρότασης του συμβουλίου διοίκησης, την ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Αρχής, όπου περιλαμβάνεται και η εκτέλεση των καθηκόντων του προέδρου, και διαβιβάζει την εν λόγω έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή ως τις 15 Ιουνίου κάθε έτους. Η έκθεση δημοσιοποιείται.

▼B

6.  

Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει το πολυετές πρόγραμμα εργασίας της Αρχής και το διαβιβάζει προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Το πολυετές πρόγραμμα εργασίας εγκρίνεται με την επιφύλαξη της ετήσιας διαδικασίας για τον προϋπολογισμό και δημοσιοποιείται.

7.  
Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει τον προϋπολογισμό σύμφωνα με το άρθρο 63.

▼M8

8.  
Το συμβούλιο εποπτών ασκεί πειθαρχικό έλεγχο στον πρόεδρο και τον εκτελεστικό διευθυντή. Μπορεί να απαλλάσσει τον εκτελεστικό διευθυντή από τα καθήκοντά του, σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 5.

▼M8

Άρθρο 43α

Διαφάνεια των αποφάσεων που εγκρίνονται από το συμβούλιο εποπτών

Με την επιφύλαξη του άρθρου 70, εντός έξι εβδομάδων από τη συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών, η Αρχή διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τουλάχιστον, πλήρη και ουσιαστικά πρακτικά των εργασιών της εν λόγω συνεδρίασης τα οποία καθιστούν δυνατή την πλήρη κατανόηση των συζητήσεων, συμπεριλαμβανομένου ενός σχολιασμένου καταλόγου των αποφάσεων. Τα πρακτικά αυτά δεν αποτυπώνουν τις συζητήσεις του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στο άρθρο 75 παράγραφος 3 ή στις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

▼B

Άρθρο 44

Λήψη αποφάσεων

▼M8

1.  
Οι αποφάσεις του συμβουλίου εποπτών λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των μελών του. Κάθε μέλος με δικαίωμα ψήφου διαθέτει μία ψήφο.

Όσον αφορά τις πράξεις που ορίζονται στα άρθρα 10 έως 16 του παρόντος κανονισμού και τα μέτρα και τις αποφάσεις που εκδίδονται βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 5 τρίτο εδάφιο του παρόντος κανονισμού και του Κεφαλαίου VΙ του παρόντος κανονισμού και κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, το συμβούλιο εποπτών λαμβάνει αποφάσεις με ειδική πλειοψηφία των μελών του, όπως ορίζεται στο άρθρο 16 παράγραφος 4 ΣΕΕ και στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου αριθ. 36 σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον την απλή πλειοψηφία των παρόντων στην ψηφοφορία μελών από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που είναι συμμετέχοντα κράτη μέλη, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 («συμμετέχοντα κράτη μέλη») και την απλή πλειοψηφία των παρόντων στην ψηφοφορία μελών από τις αρμόδιες αρχές κρατών μελών που δεν είναι συμμετέχοντα κράτη μέλη, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 («μη συμμετέχοντα κράτη μέλη»).

Ο πρόεδρος δεν ψηφίζει για τις αποφάσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο.

Όσον αφορά τη σύνθεση των ειδικών ομάδων σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφοι 2, 3 και 4, και τα μέλη της επιτροπής αξιολόγησης από ομοτίμους που αναφέρεται στο άρθρο 30 παράγραφος 2, το συμβούλιο εποπτών, όταν εξετάζει τις προτάσεις του προέδρου του, επιδιώκει τη συναίνεση. Εάν δεν επιτευχθεί συναίνεση, οι αποφάσεις του συμβουλίου εποπτών λαμβάνονται με την πλειοψηφία των τριών τετάρτων των μελών του που έχουν δικαίωμα ψήφου. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο.

Όσον αφορά τις αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 18 παράγραφοι 3 και 4, και κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, το συμβούλιο εποπτών λαμβάνει αποφάσεις με απλή πλειοψηφία των μελών του με δικαίωμα ψήφου, που περιλαμβάνει απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών και απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των μη συμμετεχόντων κρατών μελών.

▼B

2.  
Οι συνεδριάσεις του συμβουλίου εποπτών συγκαλούνται από τον πρόεδρο, με ίδια πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του ενός τρίτου των μελών του, και προεδρεύονται από τον πρόεδρο.
3.  
Το συμβούλιο εποπτών εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

▼M8

3α.  
Όσον αφορά τις αποφάσεις σύμφωνα με το άρθρο 30, το συμβούλιο εποπτών ψηφίζει με γραπτή διαδικασία για τις προτεινόμενες αποφάσεις. Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου διαθέτουν οκτώ εργάσιμες ημέρες για να ψηφίσουν. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο. Η προτεινόμενη απόφαση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί εφόσον δεν αντιταχθεί απλή πλειοψηφία των μελών του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου. Οι αποχές δεν υπολογίζονται ούτε ως έγκριση ούτε ως αντίρρηση και δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του αριθμού των ψηφισάντων. Εάν τρία μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου διατυπώσουν αντίρρηση στη γραπτή διαδικασία, το σχέδιο απόφασης συζητείται και η σχετική απόφαση λαμβάνεται από το συμβούλιο εποπτών σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.
3β.  
Όσον αφορά τις αποφάσεις σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 19 το συμβούλιο εποπτών ψηφίζει επί των προτεινόμενων αποφάσεων με γραπτή διαδικασία. Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου διαθέτουν οκτώ εργάσιμες ημέρες για να ψηφίσουν. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο. Η προτεινόμενη απόφαση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί εκτός εάν η απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών ή η απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές μη συμμετεχόντων κρατών μελών αντιτίθεται σε αυτήν. Οι αποχές δεν υπολογίζονται ούτε ως έγκριση ούτε ως αντίρρηση και δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του αριθμού των ψηφισάντων. Εάν τρία μέλη με δικαίωμα ψήφου του συμβουλίου εποπτών υποβάλουν ένσταση κατά της γραπτής διαδικασίας, το σχέδιο απόφασης εξετάζεται από το συμβούλιο εποπτών και μπορεί να εγκριθεί με απλή πλειοψηφία των μελών με δικαίωμα ψήφου του συμβουλίου εποπτών, η οποία περιλαμβάνει την απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών και απλή πλειοψηφία των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των μη συμμετεχόντων κρατών μελών.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, από την ημερομηνία κατά την οποία τέσσερα το πολύ μέλη με δικαίωμα ψήφου είναι από αρμόδιες αρχές μη συμμετεχόντων κρατών μελών, η προτεινόμενη απόφαση εγκρίνεται με απλή πλειοψηφία των μελών του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου, η οποία περιλαμβάνει μία τουλάχιστον ψήφο των μελών του από τις αρμόδιες αρχές των μη συμμετεχόντων κρατών μελών.

▼M8

4.  
Τα μέλη χωρίς δικαίωμα ψήφου και οι παρατηρητές δεν παρακολουθούν οποιεσδήποτε συζητήσεις του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στο άρθρο 75 παράγραφος 3 ή στις νομοθετικές πράξεις οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στον εκτελεστικό διευθυντή και στον εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που ορίζεται από το εποπτικό της συμβούλιο.

4α.  
Ο πρόεδρος της Αρχής έχει το προνόμιο να ζητεί τη διεξαγωγή ψηφοφορίας ανά πάσα στιγμή. Με την επιφύλαξη της εν λόγω εξουσίας και της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών λήψης αποφάσεων της Αρχής, το συμβούλιο εποπτών της Αρχής επιδιώκει την επίτευξη συναίνεσης κατά τη λήψη των αποφάσεών του.

▼B



ΕΝΟΤΗΤΑ 2

Συμβούλιο διοίκησης

▼M8

Άρθρο 45

Σύνθεση

1.  
Το συμβούλιο διοίκησης συγκροτείται από τον πρόεδρο και έξι μέλη του συμβουλίου εποπτών, που εκλέγονται από τα μέλη του συμβουλίου εποπτών με δικαίωμα ψήφου.

Εκτός από τον πρόεδρο, για κάθε μέλος του συμβουλίου διοίκησης υπάρχει ένα αναπληρωματικό μέλος, το οποίο μπορεί να το αντικαθιστά, αν κωλύεται να παραστεί.

2.  
Η θητεία των μελών που εκλέγονται από το συμβούλιο εποπτών διαρκεί δυόμισι έτη. Η θητεία αυτή μπορεί να ανανεωθεί άπαξ. Η σύνθεση του συμβουλίου διοίκησης είναι ισόρροπη και αναλογική και αντικατοπτρίζει την Ένωση στο σύνολό της. Το συμβούλιο διοίκησης περιλαμβάνει τουλάχιστον δύο εκπροσώπους από μη συμμετέχοντα κράτη μέλη. Οι εντολές αλληλεπικαλύπτονται και εφαρμόζεται ρύθμιση εκ περιτροπής.
3.  
Οι συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης συγκαλούνται από τον πρόεδρο με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος ενός εκ των μελών του, και προεδρεύονται από τον πρόεδρο. Το συμβούλιο διοίκησης συνέρχεται πριν από κάθε συνεδρίαση του συμβουλίου εποπτών και όσο συχνά το συμβούλιο διοίκησης το κρίνει απαραίτητο. Συνέρχεται τουλάχιστον πέντε φορές τον χρόνο.
4.  
Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης μπορούν, με την επιφύλαξη του εσωτερικού κανονισμού, να επικουρούνται από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες. Οι συμμετέχοντες χωρίς δικαίωμα ψήφου δεν παρίστανται σε οποιεσδήποτε συζητήσεις του συμβουλίου διοίκησης όσον αφορά μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

▼M8

Άρθρο 45α

Λήψη αποφάσεων

1.  
Οι αποφάσεις του συμβουλίου διοίκησης εγκρίνονται με απλή πλειοψηφία των μελών του, ενώ επιδιώκεται η επίτευξη συναίνεσης. Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο. Ο πρόεδρος είναι μέλος με δικαίωμα ψήφου.
2.  
Ο εκτελεστικός διευθυντής και ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης χωρίς δικαίωμα ψήφου. Ο εκπρόσωπος της Επιτροπής έχει δικαίωμα ψήφου για τα θέματα που αναφέρονται στο άρθρο 63.
3.  
Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

Άρθρο 45β

Ομάδες συντονισμού

1.  
Το συμβούλιο διοίκησης μπορεί να συγκροτεί ομάδες συντονισμού με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος αρμόδιας αρχής για συγκεκριμένα θέματα για τα οποία ενδέχεται να απαιτείται συντονισμός λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες εξελίξεις της αγοράς. Το συμβούλιο διοίκησης συγκροτεί ομάδες συντονισμού για συγκεκριμένα θέματα κατόπιν αιτήματος πέντε μελών του συμβουλίου εποπτών.
2.  
Όλες οι αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις ομάδες συντονισμού και παρέχουν σε αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 35, τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να μπορούν να ασκούν τα συντονιστικά καθήκοντά τους σύμφωνα με την εντολή τους. Το έργο των ομάδων συντονισμού βασίζεται στις πληροφορίες που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές και σε τυχόν ευρήματα που προσδιορίζονται από την Αρχή.
3.  
Η προεδρία των ομάδων ασκείται από μέλος του συμβουλίου διοίκησης. Κάθε χρόνο, το αντίστοιχο μέλος του συμβουλίου διοίκησης που είναι υπεύθυνο για την ομάδα συντονισμού υποβάλλει έκθεση στο συμβούλιο εποπτών σχετικά με τα κύρια στοιχεία των συζητήσεων και των ευρημάτων και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, υποβάλλει πρόταση για κανονιστική παρακολούθηση ή αξιολόγηση από ομοτίμους στον αντίστοιχο τομέα. Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην Αρχή τον τρόπο με τον οποίο έλαβαν υπόψη τις εργασίες των ομάδων συντονισμού στις δραστηριότητές τους.
4.  
Κατά την παρακολούθηση των εξελίξεων της αγοράς που ενδέχεται να βρίσκονται στο επίκεντρο των συντονιστικών ομάδων, η Αρχή μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 35 να παράσχουν τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες ώστε να μπορέσει η Αρχή να διαδραματίσει τον ρόλο της όσον αφορά την παρακολούθηση.

▼M8

Άρθρο 46

Ανεξαρτησία του συμβουλίου διοίκησης

Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά προς το αποκλειστικό συμφέρον της Ένωσης συνολικά και δεν επιτρέπεται να ζητούν ή να δέχονται οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης και οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν επιδιώκουν να επηρεάσουν τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

▼B

Άρθρο 47

Καθήκοντα

1.  
Το συμβούλιο διοίκησης εξασφαλίζει ότι η Αρχή εκπληρώνει την αποστολή της και εκτελεί τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.
2.  
Το συμβούλιο διοίκησης προτείνει στο συμβούλιο εποπτών ετήσιο και πολυετές πρόγραμμα εργασίας προς έγκριση.
3.  
Το συμβούλιο διοίκησης ασκεί τις σχετικές με τον προϋπολογισμό εξουσίες του σύμφωνα με τα άρθρα 63 και 64.

▼M8

3α.  
Το συμβούλιο διοίκησης μπορεί να εξετάζει, να γνωμοδοτεί και να διατυπώνει προτάσεις για όλα τα θέματα πλην των καθηκόντωνπου προβλέπονται στα άρθρα 9α, 9β, 30, καθώς και τα άρθρα 17 και 19 για θέματα που αφορούν την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοοικονομικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.

▼M1

4.  
Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει το σχέδιο πολιτικής προσωπικού της αρχής και, σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 2, τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή του Κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

▼B

5.  
Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει τις ειδικές διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 72.

▼M8

6.  
Το συμβούλιο διοίκησης υποβάλλει στο συμβούλιο εποπτών προς έγκριση ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Αρχής, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τα καθήκοντα του προέδρου.

▼B

7.  
Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.

▼M8

8.  
Το συμβούλιο διοίκησης διορίζει και παύει τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών, σύμφωνα με το άρθρο 58 παράγραφοι 3 και 5, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την πρόταση του συμβουλίου εποπτών.

▼M8

9.  
Τα μέλη του συμβουλίου διοίκησης δημοσιοποιούν όλες τις διεξαχθείσες συνεδριάσεις και κάθε προσφερθείσα φιλοξενία. Οι δαπάνες καταχωρίζονται δημοσίως σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

▼B



ΕΝΟΤΗΤΑ 3

Πρόεδρος

Άρθρο 48

Διορισμός και καθήκοντα

1.  

Η Αρχή εκπροσωπείται από τον πρόεδρο, ο οποίος είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης.

▼M8

Ο πρόεδρος είναι υπεύθυνος για την προετοιμασία των εργασιών του συμβουλίου εποπτών, μεταξύ άλλων για τον καθορισμό της ημερήσιας διάταξης προς έγκριση από το συμβούλιο εποπτών, για τη σύγκληση των συνεδριάσεων και την κατάθεση των θεμάτων για λήψη απόφασης, και προεδρεύει των συνεδριάσεων του συμβουλίου εποπτών.

Ο πρόεδρος είναι υπεύθυνος για τον καθορισμό της ημερήσιας διάταξης του συμβουλίου διοίκησης, η οποία εγκρίνεται από αυτό και προεδρεύει των συνεδριάσεών του.

Ο πρόεδρος μπορεί να καλεί το συμβούλιο διοίκησης να εξετάσει το ενδεχόμενο σύστασης ομάδας συντονισμού σύμφωνα με το άρθρο 45β.

2.  
Ο πρόεδρος επιλέγεται με βάση τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις του για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και τις αγορές και την πείρα του σχετικά με τη χρηματοοικονομική εποπτεία και ρύθμιση, κατόπιν ανοικτής πρόσκλησης υποβολής υποψηφιοτήτων η οποία τηρεί την αρχή της ισόρροπης εκπροσώπησης των φύλων και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το συμβούλιο εποπτών συντάσσει κατάλογο επικρατέστερων υποψηφίων που διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα για τη θέση του προέδρου, επικουρούμενο από την Επιτροπή. Βάσει του καταλόγου των επικρατέστερων υποψηφίων, το Συμβούλιο εκδίδει απόφαση για τον διορισμό του προέδρου, κατόπιν επιβεβαίωσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Αν ο πρόεδρος δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 49 ή έχει κριθεί ένοχος σοβαρού παραπτώματος, το Συμβούλιο μπορεί, κατόπιν πρότασης της Επιτροπής που έχει εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, να εκδώσει απόφαση για παύση του από τα καθήκοντά του.

Επίσης το συμβούλιο εποπτών εκλέγει, μεταξύ των μελών του, αντιπρόεδρο, που ασκεί τις λειτουργίες του προέδρου όταν ο τελευταίος απουσιάζει. Ο αντιπρόεδρος αυτός δεν εκλέγεται μεταξύ των μελών του συμβουλίου διοίκησης.

▼B

3.  
Η θητεία του προέδρου είναι πενταετής και άπαξ ανανεώσιμη.
4.  

Κατά το εννεάμηνο που προηγείται της λήξης της πενταετούς θητείας του προέδρου, το συμβούλιο εποπτών αποτιμά:

α) 

τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κατά την πρώτη θητεία και τον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκαν,

β) 

τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της Αρχής για τα επόμενα έτη.

▼M8

Για τους σκοπούς της αξιολόγησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, τα καθήκοντα του προέδρου ασκούνται από τον αντιπρόεδρο.

Το Συμβούλιο, κατόπιν πρότασης του συμβουλίου εποπτών και επικουρούμενο από την Επιτροπή και λαμβάνοντας υπόψη την αποτίμηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, μπορεί να παρατείνει τη θητεία του προέδρου άπαξ.

5.  
Ο πρόεδρος μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μόνο για σοβαρούς λόγους. Στην εν λόγω απαλλαγή μπορεί να προβεί μόνο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατόπιν απόφασης του Συμβουλίου, η οποία εκδίδεται κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο εποπτών.

▼B

Άρθρο 49

▼M8

Ανεξαρτησία του προέδρου

Με την επιφύλαξη του ρόλου του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά τα καθήκοντα του προέδρου, ο πρόεδρος δεν επιτρέπεται να ζητεί ούτε να δέχεται οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

▼B

Ούτε τα κράτη μέλη, ούτε τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης ή οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τον πρόεδρο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 68, ο πρόεδρος, μετά την έξοδό του από την υπηρεσία, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

▼M8

Άρθρο 49α

Δαπάνες

Ο πρόεδρος δημοσιοποιεί όλες τις συνεδριάσεις που διεξήχθησαν με εξωτερικούς ενδιαφερομένους εντός δύο εβδομάδων από τη συνεδρίαση και την προσφερθείσα φιλοξενία. Οι δαπάνες καταχωρίζονται δημοσίως σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

▼M8 —————

▼B



ΕΝΟΤΗΤΑ 4

Εκτελεστικός διευθυντής

Άρθρο 51

Διορισμός

1.  
Την Αρχή διοικεί εκτελεστικός διευθυντής, ο οποίος είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας πλήρους απασχόλησης.
2.  
Ο εκτελεστικός διευθυντής διορίζεται από το συμβούλιο εποπτών, μετά από επιβεβαίωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με κριτήρια τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις του για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και αγορές και την εμπειρία του σχετικά με τη χρηματοοικονομική εποπτεία και ρύθμιση, καθώς και τη διευθυντική πείρα του, μετά από ανοικτή διαδικασία επιλογής.
3.  
Η θητεία του εκτελεστικού διευθυντή είναι πενταετής και άπαξ ανανεώσιμη.
4.  

Κατά το εννεάμηνο που προηγείται της λήξης της θητείας του εκτελεστικού διευθυντή, το συμβούλιο εποπτών αποτιμά ιδίως:

α) 

τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κατά την πρώτη θητεία και τον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκαν,

β) 

τα καθήκοντα και τις απαιτήσεις της Αρχής για τα επόμενα έτη.

Λαμβάνοντας υπόψη την αποτίμηση στην οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο, το συμβούλιο εποπτών μπορεί να παρατείνει τη θητεία του εκτελεστικού διευθυντή άπαξ.

5.  
Ο εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μόνο με απόφαση του συμβουλίου εποπτών.

Άρθρο 52

Ανεξαρτησία

Με την επιφύλαξη αντιστοίχως των ρόλων του συμβουλίου διοίκησης και του συμβουλίου εποπτών όσον αφορά τα καθήκοντα του εκτελεστικού διευθυντή, ο εκτελεστικός διευθυντής δεν επιτρέπεται να ζητεί ή να λαμβάνει οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή τους οργανισμούς της Ένωσης, από την κυβέρνηση οποιουδήποτε κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα.

Ούτε τα κράτη μέλη, ούτε τα θεσμικά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης ή οποιοσδήποτε άλλος δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάσουν τον εκτελεστικό διευθυντή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης που αναφέρεται στο άρθρο 68, ο εκτελεστικός διευθυντής, μετά την έξοδό του από την υπηρεσία, εξακολουθεί να δεσμεύεται από την υποχρέωση να συμπεριφέρεται με ακεραιότητα και διακριτικότητα σε σχέση με την αποδοχή ορισμένων θέσεων και ευεργετημάτων.

▼M1

Άρθρο 52α

Δαπάνες

Ο εκτελεστικός διευθυντής δημοσιοποιεί τις διεξαχθείσες συνεδριάσεις και την προσφερθείσα φιλοξενία. Οι δαπάνες καταχωρούνται δημοσίως σύμφωνα με τον Κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

▼B

Άρθρο 53

Καθήκοντα

1.  
Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για τη διοίκηση της Αρχής και προετοιμάζει το έργο του συμβουλίου διοίκησης.
2.  
Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση του ετήσιου προγράμματος εργασίας της Αρχής υπό την καθοδήγηση του συμβουλίου εποπτών και υπό τον έλεγχο του συμβουλίου διοίκησης.
3.  
Ο εκτελεστικός διευθυντής λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, ιδίως την έκδοση εσωτερικών διοικητικών εντολών και τη δημοσίευση ανακοινώσεων, για να διασφαλίσει τη λειτουργία της Αρχής σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.
4.  
Ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει πολυετές πρόγραμμα εργασίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 47 παράγραφος 2.
5.  
Κάθε έτος, ως τις 30 Ιουνίου, ο εκτελεστικός διευθυντής προετοιμάζει πρόγραμμα εργασίας για το επόμενο έτος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 47 παράγραφος 2.
6.  
Ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει προσχέδιο προϋπολογισμού της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 63, και εκτελεί τον προϋπολογισμό της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 64.
7.  
Κάθε έτος, ο εκτελεστικός διευθυντής συντάσσει σχέδιο έκθεσης που περιλαμβάνει μία ενότητα για τις ρυθμιστικές και εποπτικές δραστηριότητες της Αρχής και μία ενότητα για θέματα χρηματοοικονομικής και διοικητικής φύσης.
8.  
Όσον αφορά το προσωπικό της Αρχής, ο εκτελεστικός διευθυντής ασκεί τις εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 68 και διαχειρίζεται τα θέματα προσωπικού.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΚΟΙΝΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΕΠΟΠΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ



ΕΝΟΤΗΤΑ 1

Μεικτή Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών

Άρθρο 54

Σύσταση

1.  
Συγκροτείται Μεικτή Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών.

▼M8

2.  

Η Μεικτή Επιτροπή αποτελεί φόρουμ στο οποίο η Αρχή συνεργάζεται τακτικά και στενά, για να διασφαλίζει διατομεακή συνέπεια, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τις τομεακές ιδιαιτερότητες, με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), συγκεκριμένα όσον αφορά:

— 
τους χρηματοοικονομικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και, όταν απαιτείται από το ενωσιακό δίκαιο, την εποπτική ενοποίηση,

▼B

— 
τη λογιστική και τους ελέγχους,
— 
τις μικροπροληπτικές αναλύσεις διατομεακών εξελίξεων, κινδύνων και τρωτών σημείων για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα,
— 
τα επενδυτικά προϊόντα για μικροεπενδυτές,

▼M8

— 
την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο,
— 
την ανταλλαγή πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών με το ΕΣΣΚ και τις άλλες ΕΕΑ,

▼M8

— 
τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες λιανικής και ζητήματα προστασίας των καταναλωτών και των επενδυτών και
— 
τις συμβουλές της επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 6.
2α.  
Η Μεικτή Επιτροπή μπορεί να επικουρεί την Επιτροπή στην αξιολόγηση των προϋποθέσεων και των τεχνικών προδιαγραφών και διαδικασιών για την εξασφάλιση ασφαλούς και αποτελεσματικής διασύνδεσης των κεντρικών αυτοματοποιημένων μηχανισμών σύμφωνα με την έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 32α παράγραφος 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, καθώς και στην αποτελεσματική διασύνδεση των εθνικών μητρώων σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία.

▼M8

3.  
Η Μεικτή επιτροπή διαθέτει αποκλειστικό προσωπικό που παρέχεται από τις ΕΕΑ, το οποίο λειτουργεί ως μόνιμη γραμματεία. Η Αρχή διαθέτει επαρκείς πόρους για τις διοικητικές δαπάνες, τις δαπάνες υποδομής και τις λειτουργικές δαπάνες.

▼B

4.  
Σε περίπτωση που ένα χρηματοοικονομικό ίδρυμα εμπλέκεται σε διαφορετικούς τομείς, η Μεικτή Επιτροπή επιλύει τις διαφορές σύμφωνα με το άρθρο 56.

Άρθρο 55

Σύνθεση

1.  
Η Μεικτή Επιτροπή αποτελείται από τους προέδρους των ΕΕΑ και, ανάλογα με την περίπτωση, τον πρόεδρο οποιασδήποτε υποεπιτροπής συγκροτούμενης βάσει του άρθρου 57.
2.  
Στις συνεδριάσεις της Μεικτής Επιτροπής, καθώς και οποιωνδήποτε υποεπιτροπών που αναφέρονται στο άρθρο 57, προσκαλούνται ως παρατηρητές ο εκτελεστικός διευθυντής, ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής και το ΕΣΣΚ.

▼M8

3.  
Ο πρόεδρος της Μεικτής Επιτροπής ορίζεται ετησίως εκ περιτροπής μεταξύ των προέδρων των ΕΕΑ. Ο πρόεδρος της Μεικτής Επιτροπής είναι ο δεύτερος αντιπρόεδρος του ΕΣΣΚ.

▼B

4.  

Η Μεικτή Επιτροπή εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό της. Ο κανονισμός αυτός μπορεί να ορίζει επιπλέον συμμετέχοντες στις συνεδριάσεις της Μεικτής Επιτροπής.

▼M8

Η Μεικτή Επιτροπή συνέρχεται τουλάχιστον μία φορά το τρίμηνο.

▼M8

5.  
Ο πρόεδρος της Αρχής ενημερώνει τακτικά το συμβούλιο εποπτών σχετικά με τις θέσεις που λαμβάνονται στις συνεδριάσεις της Μεικτής Επιτροπής.

▼M8

Άρθρο 56

Κοινές θέσεις και κοινές πράξεις

Εφόσον είναι αναγκαίο, στο πλαίσιο των καθηκόντων της που ορίζονται στο κεφάλαιο II του παρόντος κανονισμού και ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ, η Αρχή επιδιώκει να καταλήξει με συναίνεση σε κοινές θέσεις, ανάλογα με την περίπτωση, με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών).

Αν απαιτείται από την ενωσιακή νομοθεσία, τα μέτρα βάσει των άρθρων 10 έως 16 και οι αποφάσεις βάσει των άρθρων 17, 18 και 19 του παρόντος κανονισμού που αφορούν την εφαρμογή της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και κάθε άλλης νομοθετικής πράξης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού και που εμπίπτουν επίσης στο πεδίο αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) ή της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών), εγκρίνονται παράλληλα, ανάλογα με την περίπτωση, από την Αρχή, την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών).

Άρθρο 57

Υποεπιτροπές

1.  
Η Μεικτή Επιτροπή μπορεί να συγκροτεί υποεπιτροπές με σκοπό την προετοιμασία σχεδίων κοινών θέσεων και κοινών πράξεων για λογαριασμό της Μεικτής Επιτροπής.
2.  
Κάθε υποεπιτροπή συγκροτείται από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 55 παράγραφος 1 και από έναν υψηλόβαθμο εκπρόσωπο από κάθε κράτος μέλος, προερχόμενο από το εν ενεργεία προσωπικό της οικείας αρμόδιας αρχής.
3.  
Κάθε υποεπιτροπή εκλέγει πρόεδρο μεταξύ των εκπροσώπων των σχετικών αρμόδιων αρχών, ο οποίος είναι επίσης παρατηρητής στη Μεικτή Επιτροπή.
4.  
Για τους σκοπούς του άρθρου 56, συστήνεται υποεπιτροπή χρηματοοικονομικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων στη Μεικτή Επιτροπή.
5.  
Η Μεικτή Επιτροπή δημοσιοποιεί στον ιστότοπό της όλες τις υποεπιτροπές που έχουν συσταθεί, συμπεριλαμβανομένων των αρμοδιοτήτων τους και καταλόγου των μελών τους με τα αντίστοιχα καθήκοντά τους στην υποεπιτροπή.

▼B



ΕΝΟΤΗΤΑ 2

Συμβούλιο προσφυγών

Άρθρο 58

Σύνθεση και λειτουργία

▼M8

1.  
Συγκροτείται συμβούλιο προσφυγών των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών.
2.  

Το συμβούλιο προσφυγών αποτελείται από έξι τακτικά και έξι αναπληρωματικά μέλη, τα οποία είναι πρόσωπα υψίστης εντιμότητας με αποδεδειγμένο ιστορικό σχετικών γνώσεων της ενωσιακής νομοθεσίας και διεθνούς επαγγελματικής πείρας, αρκούντως υψηλού επιπέδου στους τομείς των τραπεζικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών, των επαγγελματικών συντάξεων, των αγορών κινητών αξιών ή άλλων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, αποκλειομένων του εν ενεργεία προσωπικού των αρμόδιων αρχών ή άλλων εθνικών ή ενωσιακών θεσμικών οργάνων ή οργανισμών που συμμετέχουν στις δραστηριότητες της Αρχής και των μελών της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων. Τα μέλη και οι αναπληρωτές είναι υπήκοοι κράτους μέλους και έχουν άριστη γνώση τουλάχιστον δύο επίσημων γλωσσών της Ένωσης. Το συμβούλιο προσφυγών διαθέτει επαρκή νομική πείρα, ώστε να παράσχει εμπεριστατωμένες νομικές συμβουλές όσον αφορά τη νομιμότητα, συμπεριλαμβανομένης της αναλογικότητας, της άσκησης των εξουσιών της Αρχής.

▼B

Το συμβούλιο προσφυγών ορίζει τον πρόεδρό του.

▼M8

3.  
Το συμβούλιο διοίκησης της Αρχής ορίζει δυο μέλη του συμβουλίου προσφυγών και δύο αναπληρωματικά μέλη από πίνακα επικρατέστερων υποψηφίων τον οποίο προτείνει η Επιτροπή, μετά από δημόσια πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και μετά από διαβούλευση με το συμβούλιο εποπτών.

Αφού λάβει τον κατάλογο επικρατέστερων υποψηφιοτήτων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να καλέσει τα υποψήφια μέλη και αναπληρωματικά μέλη να προβούν σε δήλωση ενώπιον του και να απαντήσουν σε τυχόν ερωτήσεις των βουλευτών του.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να καλεί τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών να προβούν σε δήλωση ενώπιόν του και να απαντήσουν σε τυχόν ερωτήσεις των βουλευτών του, όποτε αυτό ζητηθεί, με εξαίρεση τις δηλώσεις, ερωτήσεις ή απαντήσεις που αφορούν μεμονωμένες υποθέσεις για τις οποίες έχει ληφθεί απόφαση από το συμβούλιο προσφυγών ή που εκκρεμούν ενώπιόν του.

▼B

4.  
Η θητεία των μελών του συμβουλίου προσφυγών διαρκεί πέντε έτη. Η θητεία αυτή μπορεί να ανανεωθεί άπαξ.
5.  
Δεν είναι δυνατόν να παυθεί κατά τη διάρκεια της θητείας του μέλος του συμβουλίου προσφυγών το οποίο ορίστηκε από το συμβούλιο διοίκησης της Αρχής, εκτός αν κριθεί ένοχος για σοβαρό παράπτωμα και το συμβούλιο διοίκησης λάβει σχετική απόφαση, αφού προηγουμένως διαβουλευτεί με το συμβούλιο εποπτών.
6.  
Οι αποφάσεις του συμβουλίου προσφυγών λαμβάνονται με πλειοψηφία τουλάχιστον τεσσάρων από τα έξι μέλη του. Εάν η απόφαση κατά της οποίας ασκείται προσφυγή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η αποφασιστική πλειοψηφία περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα από τα δύο μέλη του συμβουλίου προσφυγών που όρισε η Αρχή.
7.  
Το συμβούλιο προσφυγών συγκαλείται από τον πρόεδρό του όποτε παραστεί ανάγκη.
8.  
Οι ΕΕΑ διασφαλίζουν επαρκή επιχειρησιακή και γραμματειακή υποστήριξη του συμβουλίου προσφυγών μέσω της Μεικτής Επιτροπής.

Άρθρο 59

Ανεξαρτησία και αμεροληψία

1.  
Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών είναι ανεξάρτητα κατά τη λήψη των αποφάσεών τους. Δεν δεσμεύονται από οποιεσδήποτε οδηγίες. Δεν επιτρέπεται να εκτελούν άλλα καθήκοντα σε σχέση με την Αρχή, το συμβούλιο διοίκησής της ή το συμβούλιο εποπτών της.

▼M8

2.  
Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών και το προσωπικό της Αρχής που παρέχει επιχειρησιακή και γραμματειακή υποστήριξη δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε εκδίκαση προσφυγής στην οποία έχουν προσωπικό συμφέρον ή στην οποία είχαν προηγουμένως παρέμβει ως αντιπρόσωποι ενός από τους διαδίκους ή εάν συνέπραξαν στην απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή.

▼B

3.  
Εάν μέλος του συμβουλίου προσφυγών κρίνει ότι κάποιο άλλο μέλος δεν πρέπει να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε εκδίκαση προσφυγής για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, ενημερώνει σχετικά το συμβούλιο προσφυγών.
4.  

Οποιοδήποτε μέρος της εκδίκασης προσφυγής μπορεί να υποβάλει ένσταση κατά της συμμετοχής μέλους του συμβουλίου προσφυγών για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ή αν υπάρχουν υποψίες για μεροληπτική στάση.

Καμμία ένσταση δεν μπορεί να βασίζεται στην εθνικότητα μελών, ούτε είναι παραδεκτή αν, έχοντας επίγνωση του λόγου ένστασης, το μέρος της εκδίκασης της προσφυγής προέβη παρ’ όλα αυτά σε άλλο διαδικαστικό βήμα, πέραν της ένστασης όσον αφορά τη σύνθεση του συμβουλίου προσφυγών.

5.  

Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει για τα ληπτέα μέτρα στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2 χωρίς τη συμμετοχή του υπόψη μέλους.

Για τη λήψη της εν λόγω απόφασης, το υπόψη μέλος αντικαθίσταται στο συμβούλιο προσφυγών από το αναπληρωματικό μέλος του. Εάν το αναπληρωματικό μέλος βρίσκεται σε παρόμοια κατάσταση, ο πρόεδρος της Αρχής ορίζει ως αντικαταστάτη κάποιο από τα διαθέσιμα αναπληρωματικά μέλη.

6.  

Τα μέλη του συμβουλίου προσφυγών δεσμεύονται να ενεργούν ανεξάρτητα και υπέρ του δημόσιου συμφέροντος.

Για τον σκοπό αυτόν, υποβάλλουν δήλωση δεσμεύσεων και δήλωση συμφερόντων, όπου δηλώνουν είτε την απουσία κάθε συμφέροντος που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους, είτε κάθε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει την ανεξαρτησία τους.

Οι δηλώσεις αυτές πραγματοποιούνται δημοσίως, ετησίως και είναι έγγραφες.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

Άρθρο 60

Προσφυγές

1.  
Οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, περιλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών, μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά απόφασης της Αρχής που προβλέπεται στα άρθρα 17, 18 και 19 και οποιασδήποτε άλλης απόφασης που ελήφθη από την Αρχή σύμφωνα με τις ενωσιακές πράξεις στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, η οποία απευθύνεται στο εν λόγω πρόσωπο, ή κατά απόφασης η οποία, παρότι έχει τη μορφή απόφασης απευθυνόμενης προς κάποιο άλλο πρόσωπο, αφορά άμεσα και μεμονωμένα το εν λόγω πρόσωπο.

▼M8

2.  
Η προσφυγή, συνοδευόμενη από αιτιολογικό υπόμνημα, υποβάλλεται εγγράφως στην Αρχή εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης στον ενδιαφερόμενο ή, ελλείψει κοινοποίησης, από την ημέρα κατά την οποία η Αρχή δημοσίευσε την απόφασή της.

Το συμβούλιο προσφυγών αποφασίζει επί της προσφυγής εντός τριών μηνών από την άσκησή της.

▼B

3.  

Προσφυγή που ασκείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Ωστόσο, το συμβούλιο προσφυγών μπορεί να αναστείλει την εφαρμογή της προσβαλλόμενης απόφασης, εάν κρίνει ότι το απαιτούν οι περιστάσεις.

4.  
Εφόσον η προσφυγή είναι παραδεκτή, το συμβούλιο προσφυγών εξετάζει αν είναι βάσιμη. Καλεί τους διαδίκους να υποβάλουν, εντός καθορισμένης προθεσμίας, παρατηρήσεις επί των δικών του κοινοποιήσεων ή επί των ανακοινώσεων που προέρχονται από τους λοιπούς διαδίκους. Οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να διατυπώσουν τις απόψεις τους προφορικά.
5.  
Το συμβούλιο προσφυγών μπορεί είτε να επιβεβαιώσει την απόφαση που έλαβε το αρμόδιο όργανο της Αρχής, είτε να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο όργανο της Αρχής. Το όργανο αυτό δεσμεύεται από την απόφαση του συμβουλίου προσφυγών και το όργανο αυτό εγκρίνει τροποποιημένη απόφαση για τη σχετική υπόθεση.
6.  
Το συμβούλιο προσφυγών εγκρίνει και δημοσιοποιεί τον εσωτερικό κανονισμό του.
7.  
Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από το συμβούλιο προσφυγών είναι αιτιολογημένες και δημοσιοποιούνται από την Αρχή.

▼M8

Άρθρο 60α

Υπέρβαση αρμοδιότητας από την Αρχή

Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να αποστέλλει αιτιολογημένη συμβουλή στην Επιτροπή, εάν το πρόσωπο αυτό είναι της γνώμης ότι η Αρχή έχει υπερβεί την αρμοδιότητά της, ενεργώντας μη συμφώνως με την αρχή της αναλογικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 5, όταν ενεργεί σύμφωνα με τα άρθρα 16 και 16β, και αυτό αφορά άμεσα και ατομικά το εν λόγω πρόσωπο.

▼B

Άρθρο 61

Προσφυγές ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1.  
Είναι δυνατή η προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 263 της ΣΛΕΕ, κατά απόφασης του συμβουλίου προσφυγών ή, σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου προσφυγών, της Αρχής.
2.  
Τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, καθώς και οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, μπορούν να κινήσουν διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά αποφάσεων της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 263 της ΣΛΕΕ.
3.  
Σε περίπτωση που η Αρχή έχει υποχρέωση να ενεργήσει και δεν λαμβάνει απόφαση, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή επί παραλείψει ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 265 της ΣΛΕΕ.
4.  
Η Αρχή υποχρεούται να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφώνεται με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 62

Προϋπολογισμός της Αρχής

▼M8

1.  

Τα έσοδα της Αρχής, η οποία είναι ευρωπαϊκός οργανισμός σύμφωνα με το άρθρο 70 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 26 ) («δημοσιονομικός κανονισμός»), συνίστανται συγκεκριμένα σε οποιονδήποτε συνδυασμό των εξής:

▼B

α) 

υποχρεωτικές εισφορές των εθνικών δημόσιων αρχών οι οποίες είναι αρμόδιες για την εποπτεία χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, οι οποίες καταβάλλονται σύμφωνα με τύπο που βασίζεται στη στάθμιση των ψήφων ως έχει στο άρθρο 3 παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, το άρθρο 3 παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις θα συνεχίσει να εφαρμόζεται πέραν της προβλεπόμενης προθεσμίας της 31ης Οκτωβρίου 2014,

β) 

επιχορήγηση από την Ένωση, που εγγράφεται στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τμήμα «Επιτροπή»),

γ) 

τυχόν τέλη που καταβάλλονται στην Αρχή στις περιπτώσεις που ορίζονται στις σχετικές πράξεις του δικαίου της Ένωσης,

▼M8

δ) 

τυχόν εθελοντικές συνεισφορές κρατών μελών ή παρατηρητών,

ε) 

συμφωνημένες χρεώσεις για δημοσιεύσεις, δραστηριότητες κατάρτισης και άλλες υπηρεσίες που παρέχονται από την Αρχή, εφόσον αυτές έχουν ζητηθεί ειδικά από μία ή περισσότερες αρμόδιες αρχές.

Τυχόν εθελοντικές συνεισφορές κρατών μελών ή παρατηρητών που αναφέρονται στο στοιχείο δ) του πρώτου εδαφίου δεν γίνονται δεκτές, εάν η εν λόγω αποδοχή θα έθετε εν αμφιβόλω την ανεξαρτησία και την αμεροληψία της Αρχής. Οι εθελοντικές συνεισφορές που συνιστούν αποζημίωση για το κόστος των καθηκόντων που ανατίθενται από αρμόδια αρχή στην Αρχή δεν θεωρείται ότι εγείρουν αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία της τελευταίας.

▼B

2.  
Οι δαπάνες της Αρχής περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τις δαπάνες προσωπικού, τις αμοιβές, τις διοικητικές δαπάνες, τις δαπάνες υποδομής, τις δαπάνες επαγγελματικής επιμόρφωσης και τις λειτουργικές δαπάνες.
3.  
Τα έσοδα και οι δαπάνες ισοσκελίζονται.
4.  
Για κάθε οικονομικό έτος, που αντιστοιχεί στο ημερολογιακό έτος, για όλα τα έσοδα και τις δαπάνες της Αρχής πραγματοποιούνται προβλέψεις που εμφανίζονται στον προϋπολογισμό της Αρχής.

▼M8

Άρθρο 63

Κατάρτιση του προϋπολογισμού

1.  
Κάθε έτος, ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει προσωρινό σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού της Αρχής για τα επόμενα τρία οικονομικά έτη, στο οποίο παρουσιάζονται οι προβλέψεις εσόδων και δαπανών, καθώς και πληροφορίες σχετικά με το προσωπικό, με βάση τον ετήσιο και τον πολυετή προγραμματισμό της Αρχής, και το διαβιβάζει στο συμβούλιο διοίκησης και στο συμβούλιο εποπτών, μαζί με το οργανόγραμμα.
2.  
Το συμβούλιο εποπτών, βάσει του σχεδίου που έχει εγκριθεί από το συμβούλιο διοίκησης, εγκρίνει το σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού για τα επόμενα τρία οικονομικά έτη.
3.  
Το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού διαβιβάζεται από το συμβούλιο διοίκησης στην Επιτροπή, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, καθώς και στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο έως τις 31 Ιανουαρίου.
4.  
Λαμβανομένου υπόψη του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού, η Επιτροπή εγγράφει στο σχέδιο του προϋπολογισμού της Ένωσης τις προβλέψεις που κρίνει αναγκαίες για το οργανόγραμμα και το ποσό της εξισορροπητικής συνεισφοράς που θα βαρύνει τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης σύμφωνα με τα άρθρα 313 και 314 ΣΛΕΕ.
5.  
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εγκρίνουν το οργανόγραμμα για την Αρχή. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εγκρίνουν τις πιστώσεις για την εξισορροπητική συνεισφορά προς την Αρχή.
6.  
Ο προϋπολογισμός της Αρχής εγκρίνεται από το συμβούλιο εποπτών. Καθίσταται οριστικός μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης. Εφόσον κριθεί αναγκαίο, αναπροσαρμόζεται δεόντως.
7.  
Το συμβούλιο διοίκησης γνωστοποιεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο την πρόθεσή του να εκτελέσει έργο που μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού του, ιδίως όταν πρόκειται για έργο σχετικό με ακίνητα, όπως μίσθωση ή αγορά κτιρίων.
8.  
Με την επιφύλαξη των άρθρων 266 και 267 του δημοσιονομικού κανονισμού, απαιτείται έγκριση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο οποιουδήποτε έργου μπορεί να έχει σημαντικές δημοσιονομικές ή μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού της Αρχής, ιδίως όταν πρόκειται για έργο σχετικό με ακίνητα, όπως μίσθωση ή αγορά κτιρίων, συμπεριλαμβανομένων των ρητρών διακοπής.

Άρθρο 64

Εκτέλεση και έλεγχος του προϋπολογισμού

1.  
Ο εκτελεστικός διευθυντής ασκεί καθήκοντα διατάκτη και εκτελεί τον ετήσιο προϋπολογισμό της Αρχής.
2.  
Ο υπόλογος της Αρχής αποστέλλει τους προσωρινούς λογαριασμούς της στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέχρι την 1η Μαρτίου του επόμενου έτους. Το άρθρο 70 δεν εμποδίζει την Αρχή να παρέχει στο Ελεγκτικό Συνέδριο οποιεσδήποτε πληροφορίες ζητούνται από το Ελεγκτικό Συνέδριο και οι οποίες εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του.
3.  
Ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει στον υπόλογο της Επιτροπής μέχρι την 1η Μαρτίου του επόμενου έτους τα απαιτούμενα λογιστικά στοιχεία που απαιτούνται για την ενοποίηση, με τον τρόπο και τη μορφή που έχει οριστεί από τον υπόλογο της Επιτροπής.
4.  
Επίσης, ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει, μέχρι τις 31 Μαρτίου του επόμενου έτους, την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση στα μέλη του συμβουλίου εποπτών, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
5.  
Αφού λάβει τις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου σχετικά με τους προσωρινούς λογαριασμούς της Αρχής σύμφωνα με το άρθρο 246 του δημοσιονομικού κανονισμού, ο υπόλογος της Αρχής καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς της Αρχής. Ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει τους εν λόγω λογαριασμούς στο συμβούλιο εποπτών, το οποίο διατυπώνει γνώμη επί των λογαριασμών αυτών.
6.  
Ο υπόλογος της Αρχής διαβιβάζει, μέχρι την 1η Ιουλίου του επόμενου έτους, τους οριστικούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τη γνώμη του συμβουλίου εποπτών, στον υπόλογο της Επιτροπής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και το Ελεγκτικό Συνέδριο.

Ο υπόλογος της Αρχής αποστέλλει επίσης στον υπόλογο της Επιτροπής, έως την 15η Ιουνίου κάθε έτους, δέσμη εκθέσεων που έχει καταρτίσει, σε τυποποιημένη μορφή σύμφωνα με τα όσα έχει ορίσει ο υπόλογος της Επιτροπής για λόγους ενοποίησης.

7.  
Οι οριστικοί λογαριασμοί δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έως τις 15 Νοεμβρίου του επόμενου έτους.
8.  
Μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου, ο εκτελεστικός διευθυντής αποστέλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση επί των παρατηρήσεων του τελευταίου επίσης και διαβιβάζει αντίγραφο της εν λόγω απάντησης στο συμβούλιο διοίκησης και στην Επιτροπή.
9.  
Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από αίτημα του τελευταίου και όπως προβλέπεται στο άρθρο 261 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού, κάθε στοιχείο που απαιτείται για την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας απαλλαγής για το υπόψη οικονομικό έτος.
10.  
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έπειτα από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, χορηγεί, πριν από τις 15 Μαΐου του έτους Ν + 2, απαλλαγή στην Αρχή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους Ν.
11.  
Η Αρχή διατυπώνει αιτιολογημένη γνώμη για τη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και κάθε άλλη παρατήρηση που διατυπώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά τη διαδικασία απαλλαγής.

Άρθρο 65

Δημοσιονομικοί κανόνες

Οι δημοσιονομικοί κανόνες που ισχύουν για την Αρχή εγκρίνονται από το συμβούλιο διοίκησης μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή. Οι εν λόγω κανόνες δεν επιτρέπεται να αποκλίνουν από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2019/715 της Επιτροπής ( 27 ) εκτός εάν αυτό απαιτούν οι συγκεκριμένες ανάγκες για τη λειτουργία της Αρχής και μόνο με την προηγούμενη συμφωνία της Επιτροπής.

▼B

Άρθρο 66

Μέτρα για την καταπολέμηση της απάτης

▼M8

1.  
Για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης πράξης, εφαρμόζεται στην Αρχή χωρίς κανένα περιορισμό ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 28 ).

▼B

2.  
Η Αρχή προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF και θεσπίζει αμέσως τις κατάλληλες διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται στο σύνολο του προσωπικού της Αρχής.
3.  
Οι αποφάσεις και οι συμφωνίες χρηματοδότησης, καθώς και οι πράξεις εφαρμογής που απορρέουν από αυτές, προβλέπουν ρητά ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο και η OLAF μπορούν να διεξάγουν, εφόσον είναι αναγκαίο, επιτόπιους ελέγχους στους δικαιούχους πόρων που έχουν εκταμιευθεί από την Αρχή, καθώς και στο προσωπικό που είναι αρμόδιο για τη χορήγηση των εν λόγω πόρων.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 67

Προνόμια και ασυλίες

Για την Αρχή και το προσωπικό της ισχύει το πρωτόκολλο (αριθ. 7) περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ΣΛΕΕ.

Άρθρο 68

Προσωπικό

1.  
Για το προσωπικό της Αρχής, περιλαμβανομένου του εκτελεστικού διευθυντή και του προέδρου της, ισχύουν ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως, το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό και οι κανόνες που θέσπισαν από κοινού τα θεσμικά όργανα της Ένωσης για την εφαρμογή των ανωτέρω πράξεων.
2.  
Το συμβούλιο διοίκησης, σε συμφωνία με την Επιτροπή, θεσπίζει τα αναγκαία μέτρα εφαρμογής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 110 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.
3.  
Όσον αφορά το προσωπικό της, η Αρχή ασκεί τις εξουσίες που παρέχουν στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης και στην αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων αρχή το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.
4.  
Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει διατάξεις που επιτρέπουν την απόσπαση στην Αρχή εθνικών εμπειρογνωμόνων από κράτη μέλη.

Άρθρο 69

Ευθύνη της Αρχής

1.  
Στην περίπτωση της εξωσυμβατικής ευθύνης, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, η Αρχή αποκαθιστά τις ζημίες που προξενεί η ίδια ή το προσωπικό της κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να εκδικάζει κάθε διαφορά που αφορά την αποκατάσταση τέτοιων ζημιών.
2.  
Η προσωπική οικονομική και πειθαρχική ευθύνη του προσωπικού της Αρχής έναντι της Αρχής διέπεται από τις σχετικές διατάξεις που ισχύουν για το προσωπικό της Αρχής.

Άρθρο 70

Υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου

▼M8

1.  
Τα μέλη του συμβουλίου εποπτών και όλα τα μέλη του προσωπικού της Αρχής, περιλαμβανομένων υπαλλήλων από κράτη μέλη οι οποίοι έχουν αποσπαστεί προσωρινά και λοιπών προσώπων που εκτελούν καθήκοντα για την Αρχή βάσει συμβάσεως, υπόκεινται στις απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 339 ΣΛΕΕ και τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας της Ένωσης, ακόμη και μετά την παύση των καθηκόντων τους.

▼B

2.  

Με την επιφύλαξη περιπτώσεων που διέπονται από το ποινικό δίκαιο, καμία εμπιστευτική πληροφορία που λαμβάνουν πρόσωπα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή υπό οποιαδήποτε μορφή, παρά μόνο σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, έτσι ώστε να μην είναι δυνατή η αναγνώριση μεμονωμένων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων.

▼M8

Η υποχρέωση που απορρέει από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν εμποδίζει την Αρχή και τις αρμόδιες αρχές να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες για την επιβολή των νομοθετικών πράξεων οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και ειδικότερα για νομικές διαδικασίες σχετικές με την έκδοση αποφάσεων.

▼M8

2α.  
Το συμβούλιο διοίκησης και το συμβούλιο εποπτών εξασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα που παρέχουν, άμεσα ή έμμεσα, σε μόνιμη βάση ή περιστασιακά, οποιαδήποτε υπηρεσία σχετική με τα καθήκοντα της Αρχής, συμπεριλαμβανομένων υπαλλήλων και άλλων προσώπων που εξουσιοδοτούνται από το συμβούλιο διοίκησης και το συμβούλιο εποπτών ή διορίζονται από τις αρμόδιες αρχές για τον σκοπό αυτόν, υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου, ισοδύναμες με εκείνες των παραγράφων 1 και 2.

Οι ίδιες απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου ισχύουν επίσης για τους παρατηρητές που παρίστανται στις συνεδριάσεις του συμβουλίου διοίκησης και του συμβουλίου εποπτών και οι οποίοι λαμβάνουν μέρος στις δραστηριότητες της Αρχής.

▼M8

3.  
Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εμποδίζουν την Αρχή να ανταλλάσσει πληροφορίες με αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και με τη λοιπή ενωσιακή νομοθεσία που ισχύει για τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

Οι πληροφορίες αυτές υπόκεινται στους όρους για το επαγγελματικό απόρρητο που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2. Στον εσωτερικό κανονισμό της η Αρχή ορίζει τις πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή των κανόνων εμπιστευτικότητας που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

4.  
Η Αρχή εφαρμόζει την απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/444 της Επιτροπής ( 29 ).

Άρθρο 71

Προστασία δεδομένων

Ο παρών κανονισμός ισχύει με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών αναφορικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 ή των υποχρεώσεων της Αρχής αναφορικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 30 ) κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της.

▼B

Άρθρο 72

Πρόσβαση σε έγγραφα

1.  
Για τα έγγραφα που έχει στην κατοχή της η Αρχή ισχύει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

▼M8

2.  
Το συμβούλιο διοίκησης εγκρίνει πρακτικά μέτρα για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

▼B

3.  
Οι αποφάσεις που λαμβάνει η Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 επιδέχονται καταγγελίας στο διαμεσολαβητή ή προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά από προσφυγή στο συμβούλιο προσφυγών, εφόσον αυτή προβλέπεται, υπό τους όρους των άρθρων 228 και 263 ΣΛΕΕ αντιστοίχως.

Άρθρο 73

Γλωσσικό καθεστώς

1.  
Για την Αρχή ισχύει ο κανονισμός αριθ. 1 του Συμβουλίου περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος ( 31 ).
2.  
Το συμβούλιο διοίκησης αποφασίζει σχετικά με το γλωσσικό καθεστώς που εφαρμόζεται στην Αρχή.
3.  
Οι μεταφραστικές υπηρεσίες που απαιτούνται για τη λειτουργία της Αρχής παρέχονται από το Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 74

Συμφωνία για την έδρα

▼M8

Οι αναγκαίες ρυθμίσεις σχετικά με τη στέγαση της Αρχής στο κράτος μέλος όπου εδρεύει και σχετικά με τις εγκαταστάσεις που πρέπει να θέσει στη διάθεσή της το εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που ισχύουν στο εν λόγω κράτος μέλος για το προσωπικό της Αρχής και τα μέλη των οικογενειών τους ορίζονται σε συμφωνία για την έδρα μεταξύ της Αρχής και του εν λόγω κράτους μέλους, η οποία συνάπτεται μετά τη λήψη της έγκρισης του συμβουλίου διοίκησης.

▼B

Το εν λόγω κράτος μέλος εξασφαλίζει τις βέλτιστες δυνατές συνθήκες για την καλή λειτουργία της Αρχής, περιλαμβανομένων της πολύγλωσσης και με ευρωπαϊκό προσανατολισμό εκπαίδευσης και των κατάλληλων δρομολογίων των μέσων μεταφοράς

Άρθρο 75

Συμμετοχή τρίτων χωρών

1.  
Η συμμετοχή στο έργο της Αρχής είναι ανοικτή σε τρίτες χώρες που έχουν συνάψει με την Ένωση συμφωνίες με τις οποίες έχουν υιοθετήσει και εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης στους τομείς αρμοδιότητας της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2.
2.  
Η Αρχή μπορεί να συνεργάζεται με τις τρίτες χώρες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οι οποίες εφαρμόζουν νομοθεσία αναγνωρισμένη ως ισοδύναμη στους τομείς αρμοδιότητας της Αρχής στους οποίους παραπέμπει το άρθρο 1 παράγραφος 2, όπως προβλέπεται σε διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει η Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 216 της ΣΛΕΕ.
3.  
Με βάση τις σχετικές διατάξεις των συμφωνιών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, επέρχονται ρυθμίσεις οι οποίες εξειδικεύουν, ιδίως, τη φύση, το πεδίο εφαρμογής και τις διαδικαστικές πτυχές της συμμετοχής των χωρών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στο έργο της Αρχής, συμπεριλαμβανομένων των προβλέψεων σχετικά με την οικονομική συμμετοχή και το προσωπικό. Μπορούν να προβλέπουν εκπροσώπηση, ως παρατηρητών, στο συμβούλιο εποπτών, αλλά διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω χώρες δεν παρίστανται σε οποιεσδήποτε συζητήσεις αφορούν μεμονωμένα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, παρά μόνο αν υπάρχει άμεσο συμφέρον.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

▼M8

Άρθρο 76

Σχέση με την επιτροπή ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας

Η Αρχή θεωρείται ο νόμιμος διάδοχος της επιτροπής ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας (ΕΕΑΤΕ). Έως την ημερομηνία σύστασης της Αρχής, όλα τα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις και όλες οι εκκρεμείς δράσεις της ΕΕΑΤΕ μεταφέρονται αυτομάτως στην Αρχή. Η ΕΕΑΤΕ συντάσσει κατάσταση στην οποία εμφαίνεται η κατάσταση ενεργητικού και παθητικού της κατά την ημερομηνία της μεταφοράς αυτής. Η εν λόγω κατάσταση ελέγχεται και εγκρίνεται από την ΕΕΑΤΕ και από την Επιτροπή.

▼B

Άρθρο 77

Μεταβατικές διατάξεις για το προσωπικό

1.  
Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 68, όλες οι συμβάσεις απασχόλησης και συμφωνίες αποσπάσεων που συνάπτονται από την ΕΕΑΤΕ ή τη γραμματεία της και οι οποίες ισχύουν την 1η Ιανουαρίου 2011 θα εξακολουθήσουν να ισχύουν μέχρι την ημερομηνία λήξης τους. Η παράτασή τους δεν είναι δυνατή.
2.  

Σε όλα τα μέλη του προσωπικού με σύμβαση στα οποία παραπέμπει η παράγραφος 1 θα προταθεί η δυνατότητα σύναψης σύμβασης έκτακτου υπαλλήλου σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο α) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό για τους διάφορους βαθμούς που προβλέπονται στο οργανόγραμμα της Αρχής.

Μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων αρχή θα διοργανώσει εσωτερική επιλογή περιορισμένη στο προσωπικό που έχει συμβάσεις με την ΕΕΑΤΕ ή τη γραμματεία της, προκειμένου να ελεγχθούν η ικανότητα, η αποδοτικότητα και η ακεραιότητα του προσωπικού που πρόκειται να προσληφθεί. Η εσωτερική διαδικασία επιλογής λαμβάνει πλήρως υπόψη τις δεξιότητες και την εμπειρία των ατόμων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους πριν από την πρόσληψη.

3.  
Ανάλογα με το είδος και το επίπεδο των προς επιτέλεση λειτουργιών, στους επιτυχόντες θα προταθούν συμβάσεις έκτακτου υπαλλήλου, διάρκειας αντίστοιχης τουλάχιστον του χρόνου που υπολείπεται βάσει της προηγούμενης σύμβασης.
4.  
Για τα μέλη του προσωπικού με προηγούμενες συμβάσεις τα οποία θα επιλέξουν να μην υποβάλουν αίτηση για πρόσληψή τους ως εκτάκτων υπαλλήλων ή στα οποία δεν θα προταθούν συμβάσεις έκτακτου υπαλλήλου σύμφωνα με την παράγραφο 2, εξακολουθούν να ισχύουν το σχετικό εθνικό δίκαιο για τις συμβάσεις εργασίας και άλλες συναφείς πράξεις.

Άρθρο 78

Εθνικές διατάξεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις κατάλληλες να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 79

Τροποποιήσεις

Η απόφαση αριθ. 716/2009/ΕΚ τροποποιείται καθώς η ΕΕΑΤΕ διαγράφεται από τον κατάλογο δικαιούχων της ενότητας Β του παραρτήματος της εν λόγω απόφασης.

Άρθρο 80

Κατάργηση

Η απόφαση 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής για τη σύσταση της ΕΕΑΤΕ καταργείται από την 1η Ιανουαρίου 2011.

Άρθρο 81

Επανεξέταση

▼M8

1.  

Έως την 31η Δεκεμβρίου 2021 και ανά τριετία στη συνέχεια, η Επιτροπή δημοσιεύει γενική έκθεση σχετικά με την πείρα που αποκτήθηκε ως αποτέλεσμα της λειτουργίας της Αρχής και των διαδικασιών που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Η έκθεση αξιολογεί μεταξύ άλλων:

α) 

την αποτελεσματικότητα και τον βαθμό σύγκλισης των πρακτικών εποπτείας που έχει επιτευχθεί από τις αρμόδιες αρχές:

i) 

την ανεξαρτησία των αρμόδιων αρχών και τη σύγκλιση ως προς πρότυπα ισοδύναμα προς την εταιρική διακυβέρνηση,

▼B

ii) 

την αμεροληψία, την αντικειμενικότητα και την αυτονομία της Αρχής,

β) 

τη λειτουργία των σωμάτων εποπτών,

γ) 

την πρόοδο που έχει σημειωθεί προς σύγκλιση στα πεδία της πρόληψης, διαχείρισης και επίλυσης κρίσεων, περιλαμβανομένων των ενωσιακών μηχανισμών χρηματοδότησης,

δ) 

τον ρόλο της Αρχής όσον αφορά τον συστημικό κίνδυνο,

ε) 

την εφαρμογή της ρήτρας διασφάλισης του άρθρου 38,

στ) 

την εφαρμογή του δεσμευτικού μεσολαβητικού ρόλου που θεσπίζει το άρθρο 19,

▼M8

ζ) 

τη λειτουργία της Μεικτής Επιτροπής,

η) 

τα εμπόδια ή τις επιπτώσεις στην εποπτική ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 8.

▼B

2.  

Στην έκθεση στην οποία παραπέμπει η παράγραφος 1 εξετάζεται επίσης εάν:

α) 

ενδείκνυται να συνεχισθεί η χωριστή εποπτεία τραπεζών, ασφαλίσεων, επαγγελματικών συντάξεων, κινητών αξιών και χρηματοοικονομικών αγορών,

β) 

ενδείκνυται η άσκηση προληπτικής εποπτείας και η εποπτεία της επιχειρηματικής δραστηριότητας να διενεργούνται χωριστά ή από τον ίδιο επόπτη,

γ) 

ενδείκνυται να απλοποιηθεί και να ενισχυθεί η αρχιτεκτονική του ΕΣΧΕ για να αυξηθεί η συνοχή μεταξύ του μακροεπιπέδου και του μικροεπιπέδου και μεταξύ των ΕΕΑ,

δ) 

η εξέλιξη του ΕΣΧΕ συμβαδίζει αρμονικά με τις παγκόσμιες εξελίξεις,

ε) 

υπάρχει επαρκής πολυμορφία και αριστεία εντός του ΕΣΧΕ,

στ) 

υπάρχει επαρκής λογοδοσία και διαφάνεια σχετικά με τις απαιτήσεις δημοσιότητας,

ζ) 

οι πόροι της Αρχής επαρκούν για την επιτέλεση των καθηκόντων της,

η) 

ενδείκνυται να διατηρηθεί η έδρα της Αρχής ή να μεταφερθούν οι ΕΕΑ σε ενιαία έδρα προκειμένου να αναβαθμιστεί ο μεταξύ τους συντονισμός.

▼M8

2α.  
Στο πλαίσιο της γενικής έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με όλες τις σχετικές αρχές και τα ενδιαφερόμενα μέρη, διενεργεί ολοκληρωμένη αξιολόγηση σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 9γ.
2β.  
Στο πλαίσιο της γενικής έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με όλες τις σχετικές αρμόδιες αρχές και τα ενδιαφερόμενα μέρη, διενεργεί ολοκληρωμένη αξιολόγηση σχετικά με την εφαρμογή, τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα των ειδικών καθηκόντων σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που ανατίθενται στην Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2, το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο ιβ), και τα άρθρα 9α, 9β, 17 και 19 του παρόντος κανονισμού. Στο πλαίσιο της αξιολόγησής της, η Επιτροπή αναλύει την αλληλεπίδραση μεταξύ των εν λόγω καθηκόντων και των καθηκόντων που ανατίθενται στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), καθώς και τον πρακτικό χαρακτήρα, από νομική άποψη, των εξουσιών της Αρχής, στον βαθμό που παρέχουν στην Αρχή τη δυνατότητα να βασίζει τις ενέργειές της στην εθνική νομοθεσία που μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο οδηγίες ή επιλογές άσκησης. Επιπλέον, η Επιτροπή, βάσει συνολικής ανάλυσης κόστους και οφέλους, καθώς και σύμφωνα με τον στόχο της διασφάλισης της συνέπειας, της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας, διερευνά διεξοδικά τη δυνατότητα ανάθεσης ειδικών καθηκόντων για την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σε υφιστάμενο ή νέο ειδικό οργανισμό ενωσιακής εμβέλειας.

▼M1

3.  
Όσον αφορά το ζήτημα της άμεσης εποπτείας χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων ή υποδομών πανευρωπαϊκής εμβέλειας και λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις της αγοράς, τη σταθερότητα της εσωτερικής αγοράς και τη συνοχή της Ένωσης συνολικά, η Επιτροπή συντάσσει ετήσια έκθεση για τη σκοπιμότητα της ανάθεσης στην Αρχή περισσότερων εποπτικών αρμοδιοτήτων στον τομέα αυτόν.

▼B

4.  
Η έκθεση, με συνοδευτικές προτάσεις, εάν υπάρχουν, υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

▼M1

Άρθρο 81α

Επανεξέταση των κανόνων ψηφοφορίας

Από την ημερομηνία κατά την οποία ο αριθμός των μη συμμετεχόντων κρατών μελών φτάνει τα τέσσερα, η Επιτροπή επανεξετάζει τους κανόνες ψηφοφορίας που περιγράφονται στα άρθρα 41 και 44 και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τη λειτουργία των κανόνων αυτών, λαμβάνοντας υπόψη την κτηθείσα πείρα από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

▼B

Άρθρο 82

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2011, με εξαίρεση το άρθρο 76 και το άρθρο 77 παράγραφοι 1 και 2, τα οποία εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος.

Η Αρχή ιδρύεται την 1η Ιανουαρίου 2011.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.



( 1 ) Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 133 της 22.5.2008, σ. 66).

( 2 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

( 3 ) Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

( 4 ) Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149).

( 5 ) Οδηγία 2014/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, για τη συγκρισιμότητα των τελών που συνδέονται με λογαριασμούς πληρωμών, την αλλαγή λογαριασμού πληρωμών και την πρόσβαση σε λογαριασμούς πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 214).

( 6 ) Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ, 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 35).

( 7 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

( 8 ) Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).

( 9 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, περί στοιχείων που συνοδεύουν τις μεταφορές χρηματικών ποσών και περί κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1781/2006 (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 1).

( 10 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48).

( 11 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

( 12 ) Βλέπε σελίδα 48 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

( 13 ) Βλέπε σελίδα 84 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.

( 14 ) Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

( 15 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 225 της 30.7.2014, σ. 1).

( 16 ) Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/EE και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 60 της 28.2.2014, σ. 34).

( 17 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2015/751 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2015, σχετικά με τις διατραπεζικές προμήθειες για πράξεις πληρωμών με κάρτες (ΕΕ L 123 της 19.5.2015, σ. 1).

( 18 ) Οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, την τροποποίηση των οδηγιών 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2000/46/ΕΚ (ΕΕ L 267 της 10.10.2009, σ. 7).

( 19 ) Κανονισμός (EE) αριθ. 260/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, σχετικά με την καθιέρωση τεχνικών απαιτήσεων και επιχειρηματικών κανόνων για τις μεταφορές πίστωσης και τις άμεσες χρεώσεις σε ευρώ και με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 924/2009 (ΕΕ L 94 της 30.3.2012, σ. 22).

( 20 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014 (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 1).

( 21 ) Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 64).

( 22 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

( 23 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ L 283 της 31.10.2017, σ. 1).

( 24 ) Οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης (ΕΕ L 305 της 26.11.2019, σ. 17.)

( 25 ) ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.

( 26 ) Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1).

( 27 ) Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2019/715 της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2018, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού-πλαισίου για τους οργανισμούς που δημιουργούνται δυνάμει της ΣΛΕΕ και της Συνθήκης Ευρατόμ και αναφέρονται στο άρθρο 70 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 122 της 10.5.2019, σ. 1).

( 28 ) Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).

( 29 ) Απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/444 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2015, σχετικά με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ (ΕΕ L 72 της 17.3.2015, σ. 53).

( 30 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).

( 31 ) ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385.