02005R2111 — EL — 26.07.2019 — 003.001


Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο

►B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 2111/2005 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 14ης Δεκεμβρίου 2005

για τη σύσταση κοινοτικού καταλόγου αερομεταφορέων των οποίων απαγορεύεται η λειτουργία στην Κοινότητα και την ενημέρωση των επιβατών αεροπορικών μεταφορών σχετικά με την ταυτότητα του πραγματικού αερομεταφορέα, καθώς και για την κατάργηση του άρθρου 9 της οδηγίας 2004/36/ΕΚ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(ΕΕ L 344 της 27.12.2005, σ. 15)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  αριθ.

σελίδα

ημερομηνία

►M1

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 596/2009 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 18ης Ιουνίου 2009

  L 188

14

18.7.2009

►M2

ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2018/1139 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 4ης Ιουλίου 2018

  L 212

1

22.8.2018

►M3

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/1243 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 20ής Ιουνίου 2019

  L 198

241

25.7.2019




▼B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 2111/2005 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 14ης Δεκεμβρίου 2005

για τη σύσταση κοινοτικού καταλόγου αερομεταφορέων των οποίων απαγορεύεται η λειτουργία στην Κοινότητα και την ενημέρωση των επιβατών αεροπορικών μεταφορών σχετικά με την ταυτότητα του πραγματικού αερομεταφορέα, καθώς και για την κατάργηση του άρθρου 9 της οδηγίας 2004/36/ΕΚ

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)



ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

1.  Ο παρών κανονισμός θεσπίζει διατάξεις:

α) σχετικά με τη σύσταση και τη δημοσίευση κοινοτικού καταλόγου, βασισμένου σε κοινά κριτήρια, των αερομεταφορέων, των οποίων η λειτουργία, για λόγους ασφαλείας, απαγορεύεται στην Κοινότητα

και

β) σχετικά με την ενημέρωση των επιβατών των αεροπορικών μεταφορών για την ταυτότητα του αερομεταφορέα ο οποίος εκτελεί την πτήση στην οποία επιβαίνουν.

2.  Η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού στο αεροδρόμιο του Γιβραλτάρ νοείται με την επιφύλαξη των αντίστοιχων νομικών θέσεων του Βασιλείου της Ισπανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου όσον αφορά την αντιδικία για την κυριαρχία στο έδαφος στο οποίο βρίσκεται το αεροδρόμιο.

3.  Η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού στο αεροδρόμιο του Γιβραλτάρ αναστέλλεται έως ότου τεθούν σε ισχύ οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στην κοινή δήλωση των υπουργών εξωτερικών του Βασιλείου της Ισπανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, της 2ας Δεκεμβρίου 1987. Οι κυβερνήσεις της Ισπανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου ενημερώνουν το Συμβούλιο για αυτή την ημερομηνία θέσης σε ισχύ.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τον σκοπό του παρόντος κανονισμού, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

α) «αερομεταφορέας»: επιχείρηση αερομεταφορών με έγκυρη άδεια εκμετάλλευσης ή ισοδύναμη·

β) «σύμβαση μεταφοράς»: σύμβαση για την παροχή υπηρεσιών αερομεταφορών ή σύμβαση η οποία περιλαμβάνει παροχή των εν λόγω υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης κατά την οποία η μεταφορά αποτελείται από δύο ή περισσότερες πτήσεις που εκτελούνται από τον ίδιο αερομεταφορέα ή διαφορετικούς αερομεταφορείς·

γ) «συμβαλλόμενος για την αεροπορική μεταφορά»: αερομεταφορέας που συνάπτει σύμβαση μεταφοράς με τον επιβάτη, ή, εάν η σύμβαση περιλαμβάνει οργανωμένο ταξίδι, ο συμβαλλόμενος για την αεροπορική μεταφορά είναι ο ταξιδιωτικός πράκτορας. Κάθε πωλητής εισιτηρίου θεωρείται επίσης συμβαλλόμενος για την αεροπορική μεταφορά,

δ) «πωλητής εισιτηρίου»: ο πωλητής αεροπορικού εισιτηρίου ο οποίος μεσολαβεί για τη σύναψη σύμβασης μεταφοράς με επιβάτη, είτε για αυτοτελή πτήση είτε στο πλαίσιο δέσμης, και ο οποίος δεν είναι αερομεταφορέας ή ταξιδιωτικός πράκτορας·

ε) «πραγματικός αερομεταφορέας»: ο αερομεταφορέας ο οποίος εκτελεί ή προτίθεται να εκτελέσει πτήση κατόπιν συμβάσεως μεταφοράς με επιβάτη ή για λογαριασμό άλλου, φυσικού ή νομικού, προσώπου, που έχει σύμβαση μεταφοράς με τον επιβάτη αυτόν·

στ) «εξουσιοδότηση λειτουργίας ή τεχνική άδεια»: κάθε νομοθετική ή διοικητική πράξη κράτους μέλους, η οποία προβλέπει είτε ότι ένας αερομεταφορέας δύναται να παρέχει αεροπορικές υπηρεσίες προς και από τα αεροδρόμιά του είτε ότι ένας αερομεταφορέας δύναται να λειτουργεί στον εναέριο χώρο του είτε ότι ένας αερομεταφορέας δύναται να ασκεί δικαιώματα κυκλοφορίας,

ζ) «απαγόρευση λειτουργίας»: η άρνηση, αναστολή, αφαίρεση ή περιστολή της εξουσιοδότησης λειτουργίας ή της τεχνικής άδειας ενός αερομεταφορέα για λόγους ασφαλείας ή οποιοδήποτε ισοδύναμο μέτρο ασφαλείας σε σχέση με αερομεταφορέα ο οποίος δεν διαθέτει δικαιώματα κυκλοφορίας στην Κοινότητα αλλά του οποίου τα αεροσκάφη μπορούν κατά τα άλλα να λειτουργούν στην Κοινότητας βάσει συμφωνίας μίσθωσης·

η) «οργανωμένο ταξίδι»: οι υπηρεσίες που ορίζει το άρθρο 2 σημείο 1 της οδηγίας 90/314/ΕΟΚ·

θ) «κράτηση»: η κατοχή από τον επιβάτη εισιτηρίου ή άλλου στοιχείου, το οποίο αποδεικνύει ότι η κράτηση έχει γίνει δεκτή και έχει καταγραφεί από τον συμβαλλόμενο για την αεροπορική μεταφορά·

ι) «σχετικά πρότυπα ασφαλείας»: τα διεθνή πρότυπα ασφαλείας που περιέχονται στη σύμβαση του Σικάγου και στα παραρτήματά της, καθώς και, ανάλογα με την περίπτωση, όσα περιέχονται στο σχετικό κοινοτικό δίκαιο.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ

Άρθρο 3

Σύσταση του κοινοτικού καταλόγου

1.  Με στόχο την ενίσχυση της αεροπορικής ασφάλειας, συστήνεται κατάλογος αερομεταφορέων των οποίων απαγορεύεται η λειτουργία στην Κοινότητα (εφεξής αποκαλούμενος «κοινοτικός κατάλογος»). Κάθε κράτος μέλος επιβάλλει, στο έδαφός του, τις απαγορεύσεις λειτουργίας που περιλαμβάνονται στον κοινοτικό κατάλογο σε σχέση με τους αερομεταφορείς που υπόκεινται στις απαγορεύσεις αυτές.

▼M3

2.  Τα κοινά κριτήρια για την επιβολή απαγόρευσης λειτουργίας σε αερομεταφορέα, που βασίζονται στα σχετικά πρότυπα ασφαλείας, καθορίζονται στο παράρτημα (εφεξής «κοινά κριτήρια»).

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 14α, για την τροποποίηση του παραρτήματος, προκειμένου να τροποποιεί τα κοινά κριτήρια, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις.

▼B

3.  Προκειμένου να συσταθεί για πρώτη φορά ο κοινοτικός κατάλογος, κάθε κράτος μέλος, μέχρι τις 16 Φεβρουαρίου 2006, γνωστοποιεί στην Επιτροπή την ταυτότητα των αερομεταφορέων των οποίων απαγορεύεται η λειτουργία στο έδαφός του, μαζί με τους λόγους που οδήγησαν στη θέσπιση τέτοιων απαγορεύσεων και οποιεσδήποτε άλλες σχετικές πληροφορίες. Η Επιτροπή ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη σχετικά με αυτές τις απαγορεύσεις λειτουργίας.

4.  Μέσα σε ένα μήνα από την παραλαβή των πληροφοριών που γνωστοποιούνται από τα κράτη μέλη, η Επιτροπή αποφασίζει, με βάση τα κοινά κριτήρια, σχετικά με την επιβολή απαγόρευσης λειτουργίας στους ενδιαφερόμενους αερομεταφορείς και καταρτίζει τον κοινοτικό κατάλογο αερομεταφορέων των οποίων έχει απαγορευθεί η λειτουργία, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 3.

Άρθρο 4

Ενημέρωση του κοινοτικού καταλόγου

1.  Ο κοινοτικός κατάλογος ενημερώνεται:

α) προκειμένου να απαγορευθεί η λειτουργία αερομεταφορέα και να συμπεριληφθεί αυτός ο αερομεταφορέας στον κοινοτικό κατάλογο με βάση τα κοινά κριτήρια·

β) προκειμένου να αφαιρεθεί αερομεταφορέας από τον κοινοτικό κατάλογο, εάν έχουν επανορθωθεί οι ελλείψεις ασφαλείας ή οι ελλείψεις που οδήγησαν στο γεγονός να συμπεριληφθεί στον κοινοτικό κατάλογο και εάν δεν υπάρχει άλλος λόγος, με βάση τα κοινά κριτήρια, για τη διατήρηση του αερομεταφορέα στον κοινοτικό κατάλογο·

γ) προκειμένου να τροποποιηθούν οι όροι απαγόρευσης λειτουργίας σε αερομεταφορέα ο οποίος περιλαμβάνεται στον κοινοτικό κατάλογο·

2.  Η Επιτροπή, ενεργώντας με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους, αποφασίζει να ενημερώσει τον κοινοτικό κατάλογο αμέσως μόλις αυτό καθίσταται αναγκαίο βάσει της παραγράφου 1, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 3 και με βάση τα κοινά κριτήρια. Τουλάχιστον κάθε τρεις μήνες, η Επιτροπή επαληθεύει κατά πόσον είναι σκόπιμη η ενημέρωση του κοινοτικού καταλόγου.

3.  Κάθε κράτος μέλος και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ασφάλειας της Αεροπορίας διαβιβάζουν στην Επιτροπή όλες τις πληροφορίες που μπορεί να είναι χρήσιμες για την ενημέρωση του κοινοτικού καταλόγου. Η Επιτροπή διαβιβάζει όλες τις σχετικές πληροφορίες στα άλλα κράτη μέλη.

Άρθρο 5

Προσωρινά μέτρα για την ενημέρωση του κοινοτικού καταλόγου

1.  Όταν γίνεται εμφανές ότι η συνέχιση της λειτουργίας ενός αερομεταφορέα στην Κοινότητα ενδέχεται να αποτελεί σοβαρό κίνδυνο ασφαλείας και ότι ο κίνδυνος αυτός δεν έχει αντιμετωπισθεί ικανοποιητικά με επείγοντα μέτρα λαμβανόμενα από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ή τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 η Επιτροπή μπορεί να θεσπίζει προσωρινά τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή γ), σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 2.

2.  Το ταχύτερο δυνατό και το πολύ μέσα σε δέκα εργάσιμες ημέρες, η Επιτροπή παραπέμπει το θέμα στη επιτροπή του άρθρου 15 παράγραφος 1 και αποφασίζει να επιβεβαιώσει, να τροποποιήσει, να άρει ή να επεκτείνει το μέτρο που ελήφθη βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 παράγραφος 3.

Άρθρο 6

Έκτακτα μέτρα

1.  Σε επείγουσες περιπτώσεις, ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να αντιδρούν σε απρόβλεπτο πρόβλημα ασφαλείας, επιβάλλοντας άμεση απαγόρευση λειτουργίας στο έδαφός τους, λαμβάνοντας υπόψη τα κοινά κριτήρια.

2.  Η απόφαση της Επιτροπής να μην συμπεριλάβει έναν αερομεταφορέα στον κοινοτικό κατάλογο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 3 παράγραφος 4 ή του άρθρου 4 παράγραφος 2, δεν εμποδίζει ένα κράτος μέλος να απαγορεύει ή να συνεχίσει να απαγορεύει τη λειτουργία του εν λόγω αερομεταφορέα λόγω προβλήματος ασφαλείας που επηρεάζει ειδικά το συγκεκριμένο κράτος μέλος.

3.  Στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή, η οποία ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη. Στην περίπτωση της παραγράφου 1, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος υποβάλλει αμελλητί αίτηση στην Επιτροπή για ενημέρωση του κοινοτικού καταλόγου, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2.

Άρθρο 7

Δικαίωμα υπεράσπισης

Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι, όταν εκδίδει αποφάσεις κατά το άρθρο 3 παράγραφος 4 ή το άρθρο 4 παράγραφος 2 και το άρθρο 5, παρέχεται στον ενδιαφερόμενο αερομεταφορέα η ευκαιρία να εκφράσει τις απόψεις του, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη για διαδικασία επείγοντος, σε ορισμένες περιπτώσεις.

▼M3

Άρθρο 8

Λεπτομερείς κανόνες

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 14α προκειμένου να συμπληρώνει τον παρόντα κανονισμό θεσπίζοντας λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τις διαδικασίες στις οποίες αναφέρεται το παρόν κεφάλαιο, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την ανάγκη να λαμβάνονται ταχέως οι αποφάσεις όσον αφορά την ενημέρωση του κοινοτικού καταλόγου.

Όταν, στην περίπτωση των μέτρων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, το επιβάλλουν επιτακτικοί λόγοι επείγοντος, η διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 14β εφαρμόζεται στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος άρθρου.

▼B

Άρθρο 9

Δημοσίευση

1.  Ο κοινοτικός κατάλογος και οιαδήποτε τροποποίησή του δημοσιεύονται αμέσως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.  Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για τη διευκόλυνση της πρόσβασης του κοινού στον κοινοτικό κατάλογο, στην πιο πρόσφατη ενημέρωσή του, ιδίως μέσω της χρήσης του Διαδικτύου.

3.  Οι συμβαλλόμενοι για αεροπορικές μεταφορές, οι εθνικές αρχές πολιτικής αεροπορίας, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ασφάλειας της Αεροπορίας και τα αεροδρόμια που βρίσκονται στην επικράτεια των κρατών μελών εφιστούν την προσοχή των επιβατών για τον κοινοτικό κατάλογο, τόσο μέσω των ιστοθέσεών τους, όσο και, όπου αρμόζει, στις εγκαταστάσεις τους.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΤΟΥΣ ΕΠΙΒΑΤΕΣ

Άρθρο 10

Πεδίο εφαρμογής

1.  Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται όσον αφορά την αεροπορική μεταφορά επιβατών, όταν η πτήση αποτελεί μέρος σύμβασης μεταφοράς και η μεταφορά αυτή άρχισε στην Κοινότητα και

α) η αναχώρηση της πτήσης γίνεται από αεροδρόμιο στην επικράτεια κράτους μέλους στην οποία εφαρμόζεται η συνθήκη·

ή

β) η αναχώρηση της πτήσης γίνεται από αεροδρόμιο που βρίσκεται σε τρίτη χώρα προς αεροδρόμιο που βρίσκεται στην επικράτεια κράτους μέλους στην οποία εφαρμόζεται η συνθήκη·

ή

γ) η πτήση αναχωρεί από αεροδρόμιο που βρίσκεται σε τρίτη χώρα και φθάνει σε οποιοδήποτε τέτοιο αεροδρόμιο.

2.  Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται ανεξαρτήτως του εάν η πτήση είναι τακτική ή έκτακτη, και ανεξαρτήτως του εάν η πτήση αποτελεί ή όχι μέρος οργανωμένου ταξιδιού.

3.  Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν θίγουν τα δικαιώματα των επιβατών βάσει της οδηγίας 90/314/ΕΟΚ και βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2299/89.

Άρθρο 11

Ενημέρωση σχετικά με την ταυτότητα του πραγματικού αερομεταφορέα

1.  Κατά την κράτηση, ο συμβαλλόμενος για την αεροπορική μεταφορά ενημερώνει τον επιβάτη σχετικά με την ταυτότητα του πραγματικού αερομεταφορέα ή αερομεταφορέων, ανεξάρτητα με τον τρόπο με τον οποίο έγινε η κράτηση.

2.  Εάν η ταυτότητα του πραγματικού αερομεταφορέα ή αερομεταφορέων δεν είναι ακόμη γνωστή κατά τη στιγμή της κράτησης, ο συμβαλλόμενος για την αεροπορική μεταφορά μεριμνά ώστε ο επιβάτης να πληροφορείται το όνομα ή τα ονόματα του αερομεταφορέα ή των αερομεταφορέων οι οποίοι ενδέχεται να ενεργήσουν ως πραγματικός αερομεταφορέας ή πραγματικοί αερομεταφορείς στην εν λόγω πτήση ή πτήσεις. Στην περίπτωση αυτή, ο συμβαλλόμενος για την αεροπορική μεταφορά εξασφαλίζει ότι ο επιβάτης πληροφορείται την ταυτότητα του πραγματικού αερομεταφορέα ή αερομεταφορέων αμέσως μόλις αυτή προσδιορίζεται.

3.  Οποτεδήποτε αλλάξει η ταυτότητα του πραγματικού αερομεταφορέα ή αερομεταφορέων μετά την κράτηση, ο συμβαλλόμενος για την αεροπορική μεταφορά, ανεξαρτήτως του λόγου της αλλαγής, λαμβάνει αμέσως όλα τα δέοντα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι ο επιβάτης ενημερώνεται για την αλλαγή το ταχύτερο δυνατό. Σε κάθε περίπτωση, οι επιβάτες ενημερώνονται κατά τον έλεγχο αποσκευών ή τη στιγμή της επιβίβασης στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν απαιτείται ο έλεγχος των αποσκευών σε πτήση ανταπόκρισης.

4.  Ο αερομεταφορέας ή ο ταξιδιωτικός πράκτορας, κατά περίπτωση, εξασφαλίζει ότι ο σχετικός συμβαλλόμενος για την αεροπορική μεταφορά πληροφορείται την ταυτότητα του πραγματικού αερομεταφορέα ή αερομεταφορέων αμέσως μόλις αυτή γίνεται γνωστή, ιδίως σε περίπτωση αλλαγής της εν λόγω ταυτότητας.

5.  Εάν ένας πωλητής εισιτηρίου δεν έχει ενημερωθεί για την ταυτότητα του πραγματικού αερομεταφορέα, δεν είναι υπεύθυνος για τη μη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που προβλέπει το παρόν άρθρο.

6.  Η υποχρέωση του συμβαλλόμενου για την αεροπορική μεταφορά να ενημερώνει τους επιβάτες για την ταυτότητα του πραγματικού αερομεταφορέα ή αερομεταφορέων, προσδιορίζονται στους γενικούς όρους πώλησης που διέπουν τη σύμβαση μεταφοράς.

Άρθρο 12

Δικαίωμα σε επιστροφή αντιτίμου ή μεταφορά με άλλη πτήση

1.  Ο παρών κανονισμός δεν επηρεάζει το δικαίωμα επιστροφής αντιτίμου ή μεταφοράς με άλλη πτήση που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 261/2004.

2.  Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 261/2004 δεν εφαρμόζεται και

α) ο πραγματικός αερομεταφορέας το όνομα του οποίου έχει γνωστοποιηθεί στον επιβάτη, έχει συμπεριληφθεί στον κοινοτικό κατάλογο και υπόκειται σε απαγόρευση λειτουργίας η οποία έχει οδηγήσει σε ακύρωση της σχετικής πτήσης ή που θα είχε οδηγήσει σε ακύρωση εάν η σχετική πτήση είχε εκτελεσθεί στην Κοινότητα·

ή

β) ο πραγματικός αερομεταφορέας, το όνομα του οποίου έχει γνωστοποιηθεί στον επιβάτη, έχει αντικατασταθεί από άλλον πραγματικό αερομεταφορέα ο οποίος περιλαμβάνεται στον κοινοτικό κατάλογο και υπόκειται σε απαγόρευση λειτουργίας η οποία έχει οδηγήσει σε ακύρωση της σχετικής πτήσης ή που θα είχε οδηγήσει σε ακύρωση εάν η σχετική πτήση είχε εκτελεσθεί στην Κοινότητα,

ο συμβαλλόμενος για την αεροπορική μεταφορά, ο οποίος μετέχει στη σύμβαση μεταφοράς, παρέχει στον επιβάτη το δικαίωμα επιστροφής αντιτίμου ή μεταφοράς με άλλη πτήση που προβλέπεται στο άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 261/2004, υπό την προϋπόθεση ότι, εάν η πτήση δεν ακυρωθεί, ο επιβάτης έχει επιλέξει να μη χρησιμοποιήσει αυτή την πτήση.

3.  Η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 261/2004.

Άρθρο 13

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση προς τους κανόνες οι οποίοι αναφέρονται στο παρόν κεφάλαιο και θεσπίζουν κυρώσεις για την παραβίαση των εν λόγω κανόνων. Οι κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 14

Ενημέρωση και τροποποίηση

Μέχρι τις 16 Ιανουαρίου 2009, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Η έκθεση συνοδεύεται, εν ανάγκη, από προτάσεις για την τροποποίηση του παρόντος κανονισμού.

▼M3

Άρθρο 14α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.  Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.  Η προβλεπόμενη στο άρθρο 3 παράγραφος 2 και στο άρθρο 8 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 26 Ιουλίου 2019. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.  Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 και στο άρθρο 8 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.  Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου ( 1 ).

5.  Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.  Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 2 και του άρθρου 8 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός ενός μηνός από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται για ένα μήνα κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 14β

Διαδικασία επείγοντος

1.  Οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο αρχίζουν να ισχύουν αμέσως και εφαρμόζονται εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η κοινοποίηση κατ’ εξουσιοδότηση πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους γίνεται χρήση της διαδικασίας επείγοντος.

2.  Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να προβάλουν αντίρρηση για την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 14α παράγραφος 6. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή καταργεί την πράξη αμέσως μόλις της κοινοποιηθεί η περί αντιρρήσεως απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

▼M1

Άρθρο 15

▼M2

1.  Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή («επιτροπή ασφαλείας πτήσεων της ΕΕ»). Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.  Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.  Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

▼M3 —————

▼M1

5.  Η Επιτροπή μπορεί να ζητεί τη γνώμη της επιτροπής για οιοδήποτε άλλο θέμα αφορά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

▼B

Άρθρο 16

Κατάργηση

Το άρθρο 9 της οδηγίας 2004/36/ΕΚ καταργείται.

Άρθρο 17

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα άρθρα 10, 11 και 12 εφαρμόζονται από τις 16ης Ιουλίου 2006 και το άρθρο 13 εφαρμόζεται από τις 16ης Ιανουαρίου 2007.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Κοινά κριτήρια για την εξέταση της απαγόρευσης λειτουργίας για λόγους ασφαλείας σε κοινοτικό επίπεδο

Οι αποφάσεις για δράση σε κοινοτικό επίπεδο λαμβάνονται ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της κάθε μεμονωμένης περίπτωσης. Ανάλογα με τα χαρακτηριστικά κάθε περίπτωσης, ένας αερομεταφορέας ή όλοι οι αερομεταφορείς που είναι πιστοποιημένοι στο ίδιο κράτος θα μπορούσαν να είναι επιλέξιμοι για δράση σε κοινοτικό επίπεδο.

Όταν εξετάζεται αν η απαγόρευση προς ένα αερομεταφορέα θα πρέπει να είναι ολοκληρωτική ή μερική, αξιολογείται κατά πόσον ο αερομεταφορέας πληροί τα σχετικά πρότυπα ασφαλείας, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:

1. Επαληθευμένα στοιχεία σοβαρών ελλείψεων ασφαλείας εκ μέρους του αερομεταφορέα:

 Αναφορές για σοβαρές ελλείψεις ασφαλείας ή μόνιμη αδυναμία του αερομεταφορέα να αντιμετωπίσει ελλείψεις που εντοπίζονται από ελέγχους στο διάδρομο προσγείωσης, οι οποίοι εκτελούνται στο πλαίσιο του προγράμματος αξιολόγησης της ασφάλειας των ξένων αεροσκαφών (SAFA) που έχει γνωστοποιηθεί εκ των προτέρων στον αερομεταφορέα.

 Σοβαρές ελλείψεις ασφαλείας που εντοπίζονται στο πλαίσιο των διατάξεων για τη συλλογή πληροφοριών του άρθρου 3 της οδηγίας 2004/36/ΕΚ σχετικά με την ασφάλεια αεροσκάφους τρίτης χώρας.

 Απαγόρευση λειτουργίας αερομεταφορέα από τρίτη χώρα λόγω τεκμηριωμένων ελλείψεων που συνδέονται με διεθνή πρότυπα ασφαλείας.

 Τεκμηριωμένες πληροφορίες που αφορούν ατυχήματα και σοβαρά περιστατικά, από τις οποίες προκύπτουν λανθάνουσες ελλείψεις συστημικής ασφάλειας.

2. Αδυναμία ή/και απροθυμία του αερομεταφορέα να αντιμετωπίζει ελλείψεις ασφαλείας, όπως καταδεικνύεται από:

 Έλλειψη διαφάνειας ή επαρκούς και έγκαιρης ενημέρωσης εκ μέρους του αερομεταφορέα ως απάντηση σε ερώτημα της αρχής πολιτικής αεροπορίας ενός κράτους μέλους σχετικά με τις παραμέτρους ασφαλείας της λειτουργίας του.

 Ακατάλληλο ή ανεπαρκές πρόγραμμα διορθωτικών μέτρων που υποβάλλεται σε απάντηση σε διαπιστωμένη σοβαρή έλλειψη ασφαλείας.

3. Αδυναμία ή/και απροθυμία των αρχών που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία ενός αερομεταφορέα, να αντιμετωπίζουν ελλείψεις ασφαλείας, όπως καταδεικνύεται από:

 Έλλειψη συνεργασίας με την αρχή πολιτικής αεροπορίας ενός κράτους μέλους εκ μέρους των αρμόδιων αρχών άλλου κράτους, όταν διατυπώνονται ανησυχίες για την ασφάλεια λειτουργίας ενός αερομεταφορέα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας ή έχει πιστοποιηθεί σε αυτό το κράτος.

 Ανεπάρκεια των αρχών που είναι αρμόδιες για τη ρυθμιστική εποπτεία του αερομεταφορέα να εφαρμόζουν και να επιβάλλουν τα σχετικά πρότυπα ασφαλείας. Πρέπει να λαμβάνονται ιδιαιτέρως υπόψη τα ακόλουθα:

 

α) έλεγχοι και συναφή προγράμματα διορθωτικών μέτρων που καταρτίζονται βάσει του γενικού ελεγκτικού προγράμματος εποπτείας ασφαλείας του ICAO ή οποιασδήποτε εφαρμόσιμης διάταξης του κοινοτικού δικαίου·

β) εάν η εξουσιοδότηση λειτουργίας ή η τεχνική άδεια οιουδήποτε αερομεταφορέα υπό την εποπτεία του εν λόγω κράτους, έχει προηγουμένως απορριφθεί ή αφαιρεθεί από άλλο κράτος·

γ) το πιστοποιητικό του αερομεταφορέα δεν έχει εκδοθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους στο οποίο ο αερομεταφορέας έχει το κέντρο των δραστηριοτήτων του.

 Ανεπάρκεια των αρμοδίων αρχών του κράτους στο οποίο είναι νηολογημένο το αεροσκάφος που χρησιμοποιεί ο αερομεταφορέας, να εποπτεύουν το αεροσκάφος που χρησιμοποιεί ο αερομεταφορέας σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση του Σικάγου.



( 1 ) ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.