1997L0081 — EL — 25.05.1998 — 001.001


Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

►B

ΟΔΗΓΊΑ 97/81/ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Δεκεμβρίου 1997

σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES

(ΕΕ L 014, 20.1.1998, p.9)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  No

page

date

►M1

Οδηγία 98/23/ΕΚ του Συμβουλίου της 7ης Απριλίου 1998 

  L 131

10

5.5.1998




▼B

ΟΔΗΓΊΑ 97/81/ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 15ης Δεκεμβρίου 1997

σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES



ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συμφωνία για την κοινωνική πολιτική, που προσαρτάται στο πρωτόκολλο (αριθ. 14) σχετικά με την κοινωνική πολιτική το οποίο είναι προσαρτημένο στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 2,

την πρόταση της Επιτροπής,

Εκτιμώντας:

(1)

ότι, με βάση το πρωτόκολλο (αριθ. 14) σχετικά με την κοινωνική πολιτική, τα κράτη μέλη, πλην του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας, στο εξής αποκαλούμενα «κράτη μέλη», επιθυμώντας να συνεχίσουν την πορεία που χαράχθηκε με τον Κοινωνικό Χάρτη του 1989, συνήψαν συμφωνία για την κοινωνική πολιτική·

(2)

ότι οι κοινωνικοί εταίροι, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 της συμφωνίας για την κοινωνική πολιτική, μπορούν να ζητούν από κοινού να υλοποιούνται οι συμφωνίες που συνάπτονται σε κοινοτικό επίπεδο με απόφαση του Συμβουλίου που λαμβάνεται μετά από πρόταση της Επιτροπής·

(3)

ότι ο Κοινοτικός Χάρτης των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, στο σημείο 7, προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι «η δημιουργία της εσωτερικής αγοράς πρέπει να οδηγήσει σε βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Η διαδικασία αυτή θα επιτευχθεί με την προσέγγιση των εν λόγω συνθηκών με στόχο την πρόοδο, ιδίως όσον αφορά τις μορφές εργασίας, εκτός της εργασίας αορίστου χρόνου, όπως η εργασία ορισμένου χρόνου, η εργασία με μερική απασχόληση, η προσωρινή εργασία και η εποχιακή εργασία»·

(4)

ότι το Συμβούλιο δεν αποφάσισε επί της προτάσεως οδηγίας σχετικά με ορισμένες σχέσεις εργασίας όσον αφορά τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού ( 1 ), όπως αυτή τροποποιήθηκε ( 2 ), ούτε επί της προτάσεως οδηγίας σχετικά με ορισμένες εργασιακές σχέσεις όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας ( 3

(5)

ότι, στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Έσσεν, υπογραμμίσθηκε η ανάγκη λήψης μέτρων για την προώθηση της απασχόλησης και της ισότητας των ευκαιριών γυναικών και ανδρών και έγινε έκκληση για τη λήψη μέτρων με σκοπό «την αύξηση σε ένταση της απασχόλησης στα πλαίσια της μεγέθυνσης, κυρίως μέσω ελαστικότερης οργάνωσης της εργασίας, η οποία να ικανοποιεί τόσο τις επιθυμίες των εργαζομένων όσο και τις απαιτήσεις του ανταγωνισμού»·

(6)

ότι η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 της συμφωνίας για την κοινωνική πολιτική, διαβουλεύθηκε με τους κοινωνικούς εταίρους για τον ενδεχόμενο προσανατολισμό μιας κοινοτικής δράσης σε θέματα ευελιξίας του χρόνου εργασίας και ασφάλειας των εργαζομένων·

(7)

ότι η Επιτροπή, κρίνοντας μετά τη διαβούλευση αυτή ότι ήταν σκόπιμη η ανάληψη κοινοτικής δράσης, διαβουλεύθηκε εκ νέου με τους κοινωνικούς εταίρους σε κοινοτικό επίπεδο επί του περιεχομένου της μελετώμενης πρότασης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 3 της εν λόγω συμφωνίας·

(8)

ότι οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα [η Ένωση Συνομοσπονδιών Βιομηχανίας και Εργοδοτών της Ευρώπης (UNICE), το Ευρωπαϊκό Κέντρο Δημοσίων Επιχειρήσεων (CEEP) και η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων (CES)] ανακοίνωσαν στην Επιτροπή, με κοινή τους επιστολή, στις 19 Ιουνίου 1996, τη βούλησή τους να κινήσουν τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 4 της συμφωνίας για την κοινωνική πολιτική· ότι ζήτησαν από την Επιτροπή, με κοινή τους επιστολή, στις 12 Μαρτίου 1997, συμπληρωματική προθεσμία τριών μηνών· ότι η Επιτροπή ενέκρινε την προθεσμία αυτή·

(9)

ότι οι εν λόγω επαγγελματικές οργανώσεις συνήψαν, στις 6 Ιουνίου 1997, συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης και διαβίβασαν στην Επιτροπή το κοινό τους αίτημα να υλοποιηθεί αυτή η συμφωνία-πλαίσιο, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 της συμφωνίας για την κοινωνική πολιτική·

(10)

ότι το Συμβούλιο, στο ψήφισμά του της 6ης Δεκεμβρίου 1994, για ορισμένες προοπτικές μιας κοινωνικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης: συμβολή στην οικονομική και κοινωνική σύγκλιση της Ένωσης ( 4 ), κάλεσε τους κοινωνικούς εταίρους να εκμεταλλευθούν τις δυνατότητες σύναψης συμβάσεων, δεδομένου ότι, κατά γενικό κανόνα, γνωρίζουν καλύτερα τα κοινωνικά προβλήματα και την κοινωνική πραγματικότητα·

(11)

ότι η επιθυμία των υπογραφόντων μερών ήταν να συνάψουν συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης, η οποία να περιέχει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την εργασία μερικής απασχόλησης· ότι εξεδήλωσαν τη βούληση να συγκροτήσουν ένα γενικό πλαίσιο για την εξάλειψη των διακρίσεων εις βάρος των εργαζομένων με μερική απασχόληση και να συμβάλουν στην ανάπτυξη δυνατοτήτων για την εργασία μερικής απασχόλησης σε μια αποδεκτή βάση για τους εργοδότες και τους εργαζομένους·

(12)

ότι οι κοινωνικοί εταίροι θέλησαν να προσδώσουν ιδιαίτερη προσοχή στην εργασία μερικής απασχόλησης, επισημαίνοντας ότι είχαν την πρόθεση να εξετάσουν και το ενδεχόμενο παρόμοιων συμφωνιών για άλλες μορφές εργασίας·

(13)

ότι, στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Άμστερνταμ, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέφρασαν ζωηρή ικανοποίηση για τη συμφωνία που συνήφθη από τους κοινωνικούς εταίρους σε θέματα εργασίας μερικής απασχόλησης·

(14)

ότι η προσήκουσα πράξη για την υλοποίηση αυτής της συμφωνίας-πλαισίου είναι μια οδηγία, κατά την έννοια του άρθρου 189 της συνθήκης· ότι η παρούσα οδηγία δεσμεύει συνεπώς τα κράτη μέλη ως προς το αποτέλεσμα που πρέπει να επιτευχθεί, αφήνοντας τον τύπο και τα μέσα στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών·

(15)

ότι, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας και την αρχή της αναλογικότητας, όπως περιέχονται στο άρθρο 3Β της συνθήκης, οι στόχοι της παρούσας οδηγίας δεν μπορούν να ικανοποιηθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται συνεπώς να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο· ότι η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει ό,τι είναι απαραίτητο για την επίτευξη αυτών των στόχων·

(16)

ότι, όσον αφορά τους όρους που χρησιμοποιούνται στη συμφωνία-πλαίσιο χωρίς να προσδιορίζονται επακριβώς, η παρούσα οδηγία αφήνει στα κράτη μέλη τη μέριμνα να παράσχουν σχετικούς ορισμούς σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή/και τις εθνικές πρακτικές, όπως συμβαίνει με άλλες οδηγίες του κοινωνικού τομέα που χρησιμοποιούν παρόμοιους όρους, με την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω ορισμοί δεν θα αντιτίθενται προς το περιεχόμενο της συμφωνίας-πλαισίου·

(17)

ότι η Επιτροπή συνέταξε την πρόταση οδηγίας, σύμφωνα με την ανακοίνωσή της της 14ης Δεκεμβρίου 1993 για την εφαρμογή του πρωτοκόλλου (αριθ. 14) σχετικά με την κοινωνική πολιτική και σύμφωνα με την ανακοίνωσή της της 18ης Σεπτεμβρίου 1996 για την ανάπτυξη του κοινωνικού διαλόγου σε κοινοτικό επίπεδο, λαμβάνοντας υπόψη την αντιπροσωπευτικότητα των υπογραφόντων μερών και τη νομιμότητα των ρητρών της συμφωνίας-πλαισίου·

(18)

ότι η Επιτροπή επεξεργάσθηκε την πρόταση οδηγίας λαμβάνοντας υπόψη της το άρθρο 2 παράγραφος 2 της συμφωνίας για την κοινωνική πολιτική, που προβλέπει ότι η νομοθεσία στον κοινωνικό τομέα αποφεύγει την «επιβολή διοικητικών, οικονομικών και νομικών εξαναγκασμών, οι οποίοι θα παρεμπόδιζαν τη δημιουργία και την ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων»·

(19)

ότι η Επιτροπή, σύμφωνα με την ανακοίνωσή της της 14ης Δεκεμβρίου 1993 για την εφαρμογή του πρωτοκόλλου (αριθ. 14) σχετικά με την κοινωνική πολιτική, ενημέρωσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αποστέλλοντάς του το κείμενο της πρότασης οδηγίας στο οποίο περιλαμβάνεται η συμφωνία-πλαίσιο·

(20)

ότι η Επιτροπή ενημέρωσε επίσης την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή·

(21)

ότι η ρήτρα 6 παράγραφος 1 της συμφωνίας-πλαισίου προβλέπει ότι τα κράτη μέλη ή/και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να διατηρήσουν ή να εισαγάγουν ευνοϊκότερες διατάξεις·

(22)

ότι η ρήτρα 6 παράγραφος 2 της συμφωνίας-πλαισίου προβλέπει ότι η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν μπορεί να δικαιολογήσει οπισθοδρόμηση σε σχέση με την παρούσα κατάσταση σε κάθε κράτος μέλος·

(23)

ότι ο Κοινοτικός Χάρτης των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα του αγώνα κατά των διακρίσεων σε όλες τους τις μορφές, ιδίως δε εκείνων που βασίζονται στο φύλλο, το χρώμα, τη φυλή, τις απόψεις και τις πεποιθήσεις·

(24)

ότι στο άρθρο ΣΤ παράγραφος 2 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ορίζει ότι «η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την ευρωπαϊκή σύμβαση για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου»·

(25)

ότι τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέσουν στους κοινωνικούς εταίρους, έπειτα από κοινό τους αίτημα, την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, με την προϋπόθεση ότι θα λάβουν κάθε απαραίτητο μέτρο που θα τους επιτρέπει να είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να εξασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η παρούσα οδηγία·

(26)

ότι η υλοποίηση της συμφωνίας-πλαισίου συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων που αναφέρονται στο άρθρο 1 της συμφωνίας για την κοινωνική πολιτική,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:



Άρθρο 1

Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην υλοποίηση της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης, η οποία συνήφθη στις 6 Ιουνίου 1997 από τις διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα (UNICE, CEEP, CES) και η οποία περιέχεται στο παράρτημα.

Άρθρο 2

1.  Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 20 Ιανουαρίου 2000 ή διασφαλίζουν το αργότερο μέχρι την ημερομηνία αυτή ότι οι κοινωνικοί εταίροι λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα μέσω συμφωνίας· τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να διασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η παρούσα οδηγία. Πληροφορούν αμέσως σχετικά την Επιτροπή.

Τα κράτη μέλη μπορούν, εάν είναι απαραίτητο, προκειμένου να ληφθούν υπόψη ιδιαίτερες δυσχέρειες ή η υλοποίηση με συλλογική σύμβαση, να διαθέτουν συμπληρωματικό χρονικό διάστημα ενός έτους κατ' ανώτατο όριο.

Οφείλουν να πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή για τα ζητήματα αυτά.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από μια τέτοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομέρειες της αναφοράς αυτής καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

▼M1

1α.  Όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας, η ημερομηνία της 20ής Ιανουαρίου 2000 στην παράγραφο 1 αντικαθίσταται από την ημερομηνία της 7ης Απριλίου 2000.

▼B

2.  Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιαστικών διατάξεων εσωτερικού δικαίου που έχουν θεσπίσει ή που θεσπίζουν στον τομέα που διέπει η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΕΝΩΣΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΩΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΓΟΔΟΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΩΝ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΣΥΜΦΩΝΙΑ-ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΡΙΚΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ

Προοίμιο

Η παρούσα συμφωνία-πλαίσιο αποτελεί μια συμβολή στη συνολική ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση. Η εργασία μερικής απασχόλησης είχε σημαντική επίδραση στην απασχόληση κατά τα τελευταία χρόνια. Για το λόγο αυτό, τα συμβαλλόμενα μέρη της παρούσας συμφωνίας έδωσαν προτεραιότητα στην εν λόγω μορφή εργασίας. Πρόθεση των συμβαλλομένων μερών είναι να εξετάσουν την ανάγκη σύναψης παρόμοιων συμφωνιών και για άλλες ευέλικτες μορφές εργασίας.

Αναγνωρίζοντας την ποικιλομορφία της κατάστασης που ισχύει στα κράτη μέλη και αναγνωρίζοντας ότι η εργασία μερικής απασχόλησης αποτελεί μια μορφή απασχόλησης σε συγκεκριμένους τομείς και δραστηριότητες, η παρούσα συμφωνία θεσπίζει τις γενικές αρχές και ελάχιστες προδιαγραφές σχετικά με την εργασία μερικής απασχόλησης. Καταδεικνύει την ετοιμότητα των κοινωνικών εταίρων να θεσπίσουν ένα γενικό πλαίσιο για την εξάλειψη των διακρίσεων εις βάρος εργαζομένων με μερική απασχόληση και να υποστηρίξουν τη δημιουργία δυνατοτήτων εργασίας μερικής απασχόλησης, σε μια βάση που είναι αποδεκτή τόσο από τους εργοδότες όσο και από τους εργαζόμενους.

Η παρούσα συμφωνία αφορά τις συνθήκες εργασίας των εργαζομένων με μερική απασχόληση, αναγνωρίζοντας ότι θέματα που αφορούν την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση υπάγονται στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Στα πλαίσια της αρχής της μη διάκρισης, τα συμβαλλόμενα μέρη της παρούσας συμφωνίας υπέγραψαν την ευρωπαϊκή δήλωση για την απασχόληση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που συνήλθε το Δεκέμβριο του 1996 στο Δουβλίνο, στην οποία το Συμβούλιο, μεταξύ άλλων, επισημαίνει την ανάγκη να καταστούν τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης πιο φιλικά προς την απασχόληση, «με την ανάπτυξη συστημάτων προστασίας που θα μπορούν να προσαρμοστούν σε νέα πρότυπα εργασίας και να παρέχουν την κατάλληλη προστασία στα άτομα που απασχολούνται με αυτές τις μορφές εργασίας». Τα συμβαλλόμενα μέρη της παρούσας συμφωνίας θεωρούν ότι η δήλωση αυτή πρέπει να εφαρμοστεί στην πράξη.

Οι CES, UNICE και CEEP ζητούν από την Επιτροπή την υποβολή προς το Συμβούλιο της παρούσας συμφωνίας-πλαισίου με την οποία οι προδιαγραφές αυτές, μέσω αποφάσεως, θα καταστούν δεσμευτικές για τα κράτη μέλη που έχουν προσυπογράψει τη συμφωνία για την κοινωνική πολιτική, η οποία έχει προσαρτηθεί στο πρωτόκολλο (αριθ. 14) για την κοινωνική πολιτική, το οποίο προσαρτάται στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Τα συμβαλλόμενα μέρη της παρούσας συμφωνίας κάλεσαν την Επιτροπή, στην πρότασή της για την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας, να ζητήσει από τα κράτη μέλη να εγκρίνουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με την απόφαση του Συμβουλίου εντός δύο ετών το αργότερο από την έκδοση της απόφασης ή να εξασφαλίσει ( 5 ) ότι οι κοινωνικοί εταίροι λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, μέσω συμφωνίας, πριν από το τέλος αυτής της περιόδου. Τα κράτη μέλη μπορούν, εφόσον είναι αναγκαίο, προκειμένου να συνεκτιμηθούν ιδιαίτερες δυσκολίες ή η εφαρμογή μιας συλλογικής σύμβασης, να διαθέτουν ένα συμπληρωματικό έτος, κατ' ανώτατο όριο, για να συμμορφωθούν με την παρούσα διάταξη.

Με κάθε επιφύλαξη όσον αφορά το ρόλο των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τα συμβαλλόμενα μέρη της παρούσας συμφωνίας ζητούν όπως κάθε θέμα που αφορά την ερμηνεία της παρούσας συμφωνίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σε πρώτη φάση, τους κοινοποιείται από την Επιτροπή προς γνωμοδότηση.

Γενικές παρατηρήσεις

1. Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για την κοινωνική πολιτική, που προσαρτάται στο πρωτόκολλο (αριθ. 14) σχετικά με την κοινωνική πολιτική, το οποίο είναι προσαρτημένο στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 3 παράγραφος 4 και το άρθρο 4 παράγραφος 2,

Εκτιμώντας:

2. ότι το άρθρο 4 παράγραφος 2 της συμφωνίας για την κοινωνική πολιτική προβλέπει ότι οι συμφωνίες που συνάπτονται σε κοινοτικό επίπεδο υλοποιούνται όταν το ζητούν από κοινού τα υπογράφοντα μέρη, με απόφαση του Συμβουλίου που λαμβάνεται μετά από πρόταση της Επιτροπής·

3. ότι, στο δεύτερο έγγραφο διαβούλευσης σχετικά με το ελαστικό ωράριο εργασίας και την ασφάλεια των εργαζομένων, η Επιτροπή ανακοινώνει την πρόθεσή της να προτείνει ένα νομικά δεσμευτικό κοινοτικό μέτρο·

4. ότι στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που συνήλθαν στο Έσσεν επισημαίνεται η ανάγκη λήψης μέτρων για την προώθηση της απασχόλησης και των ίσων ευκαιριών για άνδρες και γυναίκες και ζητείται η λήψη μέτρων με στόχο «την αύξηση της πυκνότητας σε απασχόληση της οικονομικής ανάπτυξης, ειδικότερα μέσω μιας πιο ευέλικτης οργάνωσης της εργασίας, που θα πρέπει να ανταποκρίνεται τόσο στις επιθυμίες των εργαζομένων όσο και στις απαιτήσεις του ανταγωνισμού»·

5. ότι τα συμβαλλόμενα μέρη της παρούσας συμφωνίας αποδίδουν σημασία στη λήψη μέτρων για τη διευκόλυνση της πρόσβασης ανδρών και γυναικών σε εργασία μερικής απασχόλησης, προκειμένου να μπορέσουν να προετοιμαστούν για συνταξιοδότηση, για την εναρμόνιση της επαγγελματικής και οικογενειακής τους ζωής και την αξιοποίηση των δυνατοτήτων εκπαίδευσης και κατάρτισης ώστε να βελτιώσουν τις ικανότητες και τις ευκαιρίες σταδιοδρόμησής τους, προς αμοιβαίο όφελος των εργοδοτών και των εργαζομένων, κατά τρόπο που θα συνέβαλε στην ανάπτυξη της επιχείρησης·

6. ότι η παρούσα συμφωνία παραπέμπει στα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους για τη θέσπιση των επιμέρους κανόνων εφαρμογής αυτών των γενικών αρχών καθώς και των ελάχιστων προδιαγραφών και διατάξεων, προκειμένου να συνεκτιμηθεί η κατάσταση σε κάθε κράτος μέλος·

7. ότι η παρούσα συμφωνία λαμβάνει υπόψη την ανάγκη να βελτιωθούν οι απαιτήσεις της κοινωνικής πολιτικής, να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της κοινοτικής οικονομίας και να αποφευχθεί η επιβολή διοικητικών, οικονομικών και νομικών δεσμεύσεων που παρεμποδίζουν τη δημιουργία και την ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων·

8. ότι οι κοινωνικοί εταίροι είναι πλέον αρμόδιοι να εξεύρουν λύσεις ανταποκρινόμενες στις ανάγκες των εργοδοτών και των εργαζομένων και ότι, κατά συνέπεια, πρέπει να τους δοθεί ιδιαίτερος ρόλος στην υλοποίηση και την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας,

ΤΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΣΥΝΗΨΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΣΥΜΦΩΝΙΑ:

Ρήτρα 1:   Στόχος

Στόχος της παρούσας συμφωνίας-πλαισίου είναι:

α) η εξάλειψη των διακρίσεων εις βάρος των εργαζομένων μερικής απασχόλησης και η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας με μερική απασχόληση·

β) η προώθηση της εργασίας με μερική απασχόληση σε εθελοντική βάση και η συμβολή στην ευέλικτη οργάνωση του χρόνου εργασίας, κατά τρόπο που θα λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες των εργοδοτών και των εργαζομένων.

Ρήτρα 2:   Πεδίο εφαρμογής

1. Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται για όλους τους εργαζόμενους με μερική απασχόληση, που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας προσδιοριζόμενη από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος.

2. Τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές ή/και οι κοινωνικοί εταίροι στο αντίστοιχο επίπεδο, σύμφωνα με τις εθνικές εφαρμοζόμενες εργασιακές σχέσεις, μπορούν, για αντικειμενικούς λόγους, να εξαιρέσουν εντελώς ή εν μέρει από τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας εργαζόμενους με μερική απασχόληση που εργάζονται σε ευκαιριακή βάση. Οι εξαιρέσεις αυτές θα πρέπει να επανεξετάζονται περιοδικά, προκειμένου να διαπιστώνεται αν οι αντικειμενικοί λόγοι που συνέτρεχαν για τη θέσπισή τους εξακολουθούν να υφίστανται.

Ρήτρα 3:   Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, νοούνται ως:

1. «Εργαζόμενος με μερική απασχόληση»: ο εργαζόμενος που οι ώρες εργασίας του, υπολογιζόμενες σε εβδομαδιαία βάση ή κατά μέσο όρο για μια περίοδο απασχόλησης ενός έτους, είναι λιγότερες από τις κανονικές ώρες εργασίας ενός συγκρίσιμου εργαζόμενου με πλήρη απασχόληση.

2. «Συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση»: ο εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση που εργάζεται στην ίδια επιχείρηση, έχει την ίδια μορφή σύμβασης ή σχέσης απασχόλησης και εκτελεί τα ίδια ή παρόμοια καθήκοντα, λαμβανομένων υπόψη και άλλων παραγόντων, όπως η αρχαιότητα και η ειδίκευση.

Όταν στην επιχείρηση δεν υπάρχει συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση, η σύγκριση πρέπει να γίνεται με αναφορά στην εκάστοτε εφαρμοστέα συλλογική σύμβαση ή, όπου δεν υφίσταται εφαρμοστέα συλλογική σύμβαση, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές.

Ρήτρα 4:   Αρχή της μη διάκρισης

1. Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με τρόπο λιγότερο ευνοϊκό απ' ό,τι οι συγκρίσιμοι εργαζόμενοι με πλήρη απασχόληση για το λόγο και μόνον ότι εργάζονται με μερική απασχόληση, εκτός και αν η διαφορετική τους μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

2. Όπου κρίνεται αναγκαίο, εφαρμόζεται η αρχή pro rata temporis.

3. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παρούσας ρήτρας ορίζονται από τα κράτη μέλη και/ή τους κοινωνικούς εταίρους, λαμβανομένης υπόψη της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και των εθνικών νομοθεσιών, συλλογικών συμβάσεων και πρακτικών.

4. Εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες, συλλογικές συμβάσεις και πρακτικές, και/ή οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν, όπου κρίνεται αναγκαίο, να εξαρτούν την πρόσβαση σε συγκεκριμένες συνθήκες απασχόλησης από την περίοδο προϋπηρεσίας, το χρόνο που έχει εργαστεί και τα εισοδήματα του εργαζόμενου. Οι προϋποθέσεις πρόσβασης εργαζόμενων με μερική απασχόληση σε συγκεκριμένες συνθήκες εργασίας πρέπει να επανεξετάζονται περιοδικά, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της μη διάκρισης, όπως ορίζεται στη ρήτρα 4.1.

Ρήτρα 5:   Ευκαιρίες για εργασία μερικής απασχόλησης

1. Στα πλαίσια της ρήτρας 1 της παρούσας συμφωνίας και της αρχής της μη διάκρισης μεταξύ εργαζομένων με μερική απασχόληση και εργαζομένων με πλήρη απασχόληση:

α) τα κράτη μέλη μπορούν, ύστερα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή πρακτική, να εντοπίζουν, να αντιμετωπίζουν και, όπου είναι αναγκαίο, να εξαλείφουν εμπόδια νομικής ή διοικητικής φύσης που μπορεί να περιορίσουν τις ευκαιρίες εργασίας μερικής απασχόλησης·

β) οι κοινωνικοί εταίροι, ενεργώντας στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους και μέσω των διαδικασιών που προβλέπουν οι συλλογικές συμβάσεις, πρέπει να εντοπίζουν, να αντιμετωπίζουν και, όπου είναι αναγκαίο, να εξαλείφουν εμπόδια νομικής ή διοικητικής φύσης που μπορεί να περιορίσουν τις ευκαιρίες εργασίας μερικής απασχόλησης.

2. Η άρνηση ενός εργαζόμενου να μεταβεί από εργασία πλήρους απασχόλησης σε εργασία με μερική απασχόληση ή το αντίθετο, δεν πρέπει από μόνη της να συνιστά δικαιολογία απόλυσης, υπό την επιφύλαξη απολύσεων, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες, συλλογικές συμβάσεις και πρακτικές, για άλλους λόγους που μπορεί να προκύψουν από τις λειτουργικές απαιτήσεις της εν λόγω επιχείρησης.

3. Στο μέτρο του δυνατού, οι εργοδότες πρέπει να μελετούν τα ακόλουθα:

α) αιτήματα των εργαζομένων για τη μετάβασή τους από εργασία πλήρους απασχόλησης σε εργασία με μερική απασχόληση που προσφέρεται στα πλαίσια της επιχείρησης·

β) αιτήματα των εργαζομένων για τη μετάβασή τους από εργασία μερικής απασχόλησης σε εργασία πλήρους απασχόλησης ή για την αύξηση του χρόνου εργασίας τους εφόσον υπάρχει δυνατότητα·

γ) παροχή έγκαιρης ενημέρωσης για την ύπαρξη θέσεων εργασίας με πλήρη ή μερική απασχόληση στην επιχείρηση, προκειμένου να διευκολύνονται οι μεταβάσεις από την εργασία πλήρους απασχόλησης στην εργασία με μερική απασχόληση και αντίστροφα·

δ) μέτρα για τη διευκόλυνση της πρόσβασης σε εργασία με μερική απασχόληση σε όλα τα επίπεδα της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων εξειδικευμένων και διοικητικών θέσεων και, όπου ενδείκνυται, διευκόλυνση της πρόσβασης των εργαζομένων με μερική απασχόληση σε επαγγελματική κατάρτιση, για τη βελτίωση των δυνατοτήτων σταδιοδρόμησης και επαγγελματικής τους κινητικότητας·

ε) παροχή κατάλληλης ενημέρωσης για φορείς εκπροσώπησης των εργαζομένων με μερική απασχόληση στην επιχείρηση.

Ρήτρα 6:   Διατάξεις εφαρμογής

1. Τα κράτη μέλη ή/και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να διατηρήσουν ή να εισαγάγουν ευνοϊκότερες διατάξεις από αυτές που προβλέπονται στην παρούσα συμφωνία.

2. Η εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας συμφωνίας δεν μπορεί να δικαιολογήσει οπισθοδρόμηση σε σχέση με το γενικό επίπεδο προστασίας των εργαζομένων στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα συμφωνία, και τούτο υπό την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών ή/και των κοινωνικών εταίρων να εισάγουν, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη της κατάστασης, διαφορετικές νομοθετικές, κανονιστικές ή συμβατικές διατάξεις, και υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής της ρήτρας 5.1, εφόσον τηρείται η αρχή της μη διάκρισης, όπως αναφέρεται στη ρήτρα 4.1.

3. Η παρούσα συμφωνία δεν θίγει το δικαίωμα των κοινωνικών εταίρων να συνάπτουν, στο κατάλληλο επίπεδο, συμπεριλαμβανομένου του ευρωπαϊκού, συμβάσεις με τις οποίες προσαρμόζονται ή/και συμπληρώνονται οι διατάξεις της, κατά τρόπο που να συνεκτιμούνται οι ιδιαίτερες ανάγκες των εν λόγω κοινωνικών εταίρων.

4. Η παρούσα συμφωνία δεν θίγει άλλες πιο εξειδικευμένες κοινοτικές διατάξεις και ιδιαίτερα τις κοινοτικές διατάξεις που αφορούν την ίση μεταχείριση και τις ίσες ευκαιρίες ανδρών και γυναικών.

5. Η πρόληψη και η αντιμετώπιση των διαφορών και καταγγελιών που προκύπτουν από την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας γίνονται σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες, συλλογικές συμβάσεις και πρακτικές.

6. Τα υπογράφοντα μέρη επανεξετάζουν την παρούσα συμφωνία πέντε έτη μετά την ημερομηνία της απόφασης του Συμβουλίου, αν το ζητήσει ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη της παρούσας οδηγίας.



( 1 ) EE C 224 της 8. 9. 1990, σ. 6.

( 2 ) EE C 305 της 5. 12. 1990, σ. 8.

( 3 ) EE C 224 της 8. 9. 1990, σ. 4.

( 4 ) EE C 368 της 23. 12. 1994, σ. 6.

( 5 ) Κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 4 της συμφωνίας για την κοινωνική πολιτική που περιέχεται στη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.