1989L0106 — EL — 20.11.2003 — 002.001


Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

►B

ΟΔΗΓΊΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 21ης Δεκεμβρίου 1988

για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών όσον αφορά τα προϊόντα του τομέα των δομικών κατασκευών

(89/106/ΕΟΚ)

(ΕΕ L 040, 11.2.1989, p.12)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  No

page

date

►M1

Οδηγία 93/68/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουλίου 1993

  L 220

1

30.8.1993

►M2

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Σεπτεμβρίου 2003

  L 284

1

31.10.2003




▼B

ΟΔΗΓΊΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 21ης Δεκεμβρίου 1988

για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών όσον αφορά τα προϊόντα του τομέα των δομικών κατασκευών

(89/106/ΕΟΚ)



ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 100 Α,

Την πρόταση της Επιτροπής ( 1 ),

Σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ( 2 ),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής ( 3 ),

Εκτιμώντας:

ότι είναι καθήκον των κρατών μελών να βεβαιώνονται ότι, στο έδαφός τους, τα κτίρια και τα έργα πολιτικού μηχανικού σχεδιάζονται και κατασκευάζονται με τρόπο ώστε να μη διακυβεύεται η ασφάλεια των προσώπων, των οικόσιτων ζώων και των αγαθών, τηρουμένων ταυτόχρονα και άλλων βασικών απαιτήσεων προς την κατεύθυνση μιας γενικά καλύτερης ποιότητας ζωής·

ότι στα κράτη μέλη ισχύουν διατάξεις οι οποίες περιλαμβάνουν απαιτήσεις που αφορούν όχι μόνο την ασφάλεια των κτιρίων, αλλά και την υγεία, τη διάρκεια ζωής των έργων, την εξοικονόμηση ενέργειας, την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και οικονομικές και άλλες πλευρές σημαντικές από την άποψη του κοινού συμφέροντος·

ότι οι απαιτήσεις αυτές, που συχνά αποτελούν αντικείμενο εθνικών νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, έχουν άμεση επίδραση στη φύση των χρησιμοποιούμενων προϊόντων του τομέα των δομικών κατασκευών και αντικατοπτρίζονται σε εθνικά πρότυπα, τεχνικές εγκρίσεις και σε άλλες τεχνικές προδιαγραφές και διατάξεις που, λόγω της ανομοιομορφίας τους, παρεμποδίζουν τις συναλλαγές στο εσωτερικό της Κοινότητας·

ότι η Λευκή Βίβλος για την ολοκλήρωση της κοινής αγοράς, που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου 1985, προβλέπει, στην παράγραφο 71, ότι, στα πλαίσια της γενικής πολιτικής, θα δοθεί ιδιαίτερη έμφαση σε ορισμένους τομείς, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο τομέας των δομικών κατασκευών·

ότι η εξάλειψη των τεχνικών εμποδίων στον τομέα των δομικών κατασκευών, στο μέτρο που τα εμπόδια αυτά δεν είναι δυνατό να εξαλειφθούν με την αμοιβαία αναγνώριση της ισοτιμίας μεταξύ κρατών μελών, πρέπει να συμφωνεί με τη νέα προσέγγιση που προβλέπεται στο ψήφισμα του Συμβουλίου της 7ης Μαΐου 1985 ( 4 ), και που συνεπάγεται τον καθορισμό βασικών απαιτήσεων για την ασφάλεια καθώς και άλλων προς την κατεύθυνση μιας γενικά καλύτερης ποιότητας ζωής, χωρίς να υποβιβάζονται τα υπάρχοντα και αιτιολογημένα επίπεδα προστασίας στα κράτη μέλη·

ότι οι βασικές απαιτήσεις συνιστούν ταυτόχρονα γενικά και ειδικά κριτήρια στα οποία πρέπει να ανταποκρίνονται τα δομικά έργα και ότι οι απαιτήσεις αυτές πρέπει να εκλαμβάνονται ως συνεπαγόμενες την υποχρέωση ότι τα εν λόγω έργα ανταποκρίνονται, σε κατάλληλο βαθμό αξιοπιστίας, προς μία, περισσότερες ή όλες τις απαιτήσεις αυτές, αν και εφόσον αυτό προβλέπεται από ρυθμίσεις·

ότι, ως βάση για τα εναρμονισμένα πρότυπα ή άλλες τεχνικές προδιαγραφές σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς και για την κατάρτιση ή τη χορήγηση της ευρωπαϊκής τεχνικής έγκρισης, θα συνταχθούν ερμηνευτικά έγγραφα για να δώσουν συγκεκριμένη μορφή στις βασικές απαιτήσεις σε τεχνικό επίπεδο·

ότι οι βασικές αυτές απαιτήσεις παρέχουν τη βάση για την κατάρτιση εναρμονισμένων προτύπων σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τα προϊόντα του τομέα των δομικών κατασκευών· ότι, για να επιτευχθούν οι καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις για την ενιαία εσωτερική αγορά, για να καταστεί δυνατή η πρόσβαση στην αγορά αυτή, όσο το δυνατόν περισσοτέρων κατασκευαστών, για να εξασφαλιστεί ο μεγαλύτερος δυνατός βαθμός διαφάνειας της αγοράς και για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ενός εναρμονισμένου συστήματος γενικών κανόνων στον τομέα των δομικών κατασκευών, πρέπει να θεσπιστούν εναρμονισμένα πρότυπα στη μεγαλύτερη δυνατή έκταση και όσο το δυνατό γρηγορότερα· ότι τα πρότυπα αυτά καταρτίζονται από ιδιωτικούς οργανισμούς και πρέπει να συνεχίζουν να μην αποτελούν υποχρεωτικά κείμενα· ότι, προς τούτο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης (CEN) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ηλεκτροτεχνικής Τυποποίησης (CENELEC) αναγνωρίζονται αρμόδιες για την έκδοση εναρμονισμένων προτύπων, σύμφωνα με τις γενικές κατευθύνσεις για τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των οργανισμών αυτών, που υπογράφηκαν στις 13 Νοεμβρίου 1984· ότι, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ένα εναρμονισμένο τεχνικό πρότυπο είναι μια τεχνική προδιαγραφή (ευρωπαϊκό πρότυπο ή εναρμονισμένο έγγραφο) το οποίο εκδίδεται από έναν ή από τους δύο αυτούς οργανισμούς, κατόπιν εντολής της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύμφωνα με την οδηγία 83/189/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 28ης Μαρτίου 1983 για την καθιέρωση μια διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών ( 5

ότι ο ειδικός χαρακτήρας των προϊόντων του τομέα των δομικών κατασκευών απαιτεί ακριβή διατύπωση των εναρμονισμένων αυτών προτύπων· ότι είναι συνεπώς απαραίτητο να καταρτιστούν ερμηνευτικά έγγραφα που θα δημιουργούν δεσμούς μεταξύ των εντολών για πρότυπα και των βασικών απαιτήσεων· ότι στα εναρμονισμένα πρότυπα, εκφραζόμενα όσο το δυνατό περισσότερο ως τεχνικές επιδόσεις των προϊόντων, λαμβάνονται υπόψη τα ερμηνευτικά αυτά έγγραφα τα οποία καταρτίζονται σε συνεργασία με τα κράτη μέλη·

ότι τα επίπεδα τεχνικών επιδόσεων και οι απαιτήσεις που τα προϊόντα αυτά πρέπει να πληρούν μελλοντικά στα κράτη μέλη, κατατάσσονται σε κατηγορίες στα ερμηνευτικά έγγραφα και στις εναρμονισμένες τεχνικές προδιαγραφές, προκειμένου να ληφθούν υπόψη τα διαφορετικά επίπεδα βασικών απαιτήσεων για ορισμένα έργα καθώς και οι διαφορετικές συνθήκες που επικρατούν στα κράτη μέλη·

ότι τα εναρμονισμένα πρότυπα θα πρέπει να περιλαμβάνουν κατατάξεις οι οποίες να επιτρέπουν να συνεχίσουν να διατίθενται στην αγορά προϊόντα του τομέα των δομικών κατασκευών, που πληρούν τις βασικές απαιτήσεις και που παράγονται και χρησιμοποιούνται νόμιμα σύμφωνα με τις παραδοσιακές τεχνικές τις βασισμένες στις τοπικές, κλιματολογικές και άλλες συνθήκες·

ότι ένα προϊόν θεωρείται κατάλληλο προς χρήση εφόσον ανταποκρίνεται προς ένα εναρμονισμένο πρότυπο, μια ευρωπαϊκή τεχνική έγκριση ή μια μη εναρμονισμένη τεχνική προδιαγραφή αναγνωρισμένη σε κοινοτικό επίπεδο· ότι, στις περιπτώσεις που τα προϊόντα παρουσιάζουν περιορισμένη σημασία σε σχέση με τις βασικές απαιτήσεις και παρεκκλίνουν από τις υπάρχουσες τεχνικές προδιαγραφές, η καταλληλότητά τους προς χρήση μπορεί να βεβαιώνεται με προσφυγή σε αναγνωρισμένο οργανισμό·

ότι τα προϊόντα που με τον τρόπο αυτό θεωρούνται κατάλληλα αναγνωρίζονται εύκολα από το σήμα ΕΚ· ότι πρέπει να επιτρέπεται η ελεύθερη διακίνησή τους και η ελεύθερη χρήση τους για το σκοπό για τον οποίο προορίζονται, σε όλη την Κοινότητα·

ότι, στην περίπτωση προϊόντων για τα οποία δεν είναι δυνατό να καταρτιστούν ή να προβλεφθούν ευρωπαϊκά πρότυπα μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, ή προϊόντων που αποκλίνουν αισθητά από ένα πρότυπο, η καταλληλότητα των προϊόντων αυτών για χρήση μπορεί να αποδειχθεί προσφεύγοντας σε ευρωπαϊκές τεχνικές εγκρίσεις που χορηγούνται με βάση τις κοινές κατευθυντήριες γραμμές· ότι οι κοινές κατευθυντήριες γραμμές για τη χορήγηση ευρωπαϊκών τεχνικών εγκρίσεων θα εκδοθούν επί τη βάσει των ερμηνευτικών εγγράφων·

ότι, όταν δεν υπάρχουν εναρμονισμένα πρότυπα και ευρωπαϊκές τεχνικές εγκρίσεις, οι εθνικές τεχνικές προδιαγραφές ή άλλες μη εναρμονισμένες τεχνικές προδιαγραφές μπορούν να αναγνωρίζονται ως προδιαγραφές που παρέχουν κατάλληλη βάση για να τεκμαίρεται ότι τηρούνται οι βασικές απαιτήσεις·

ότι είναι αναγκαίο να εξασφαλιστεί η πιστότητα των προϊόντων με τα εναρμονισμένα πρότυπα και τις μη εναρμονισμένες τεχνικές εγκρίσεις που έχουν αναγνωριστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο μέσω διαδικασιών ελέγχου της παραγωγής από τους κατασκευαστές, και διαδικασιών επίβλεψης, αξιολόγησης διά δοκιμών και πιστοποίησης από ανεξάρτητα τρίτα μέρη που έχουν τα κατάλληλα προσόντα, ή από τον ίδιο τον κατασκευαστή·

ότι πρέπει να καθοριστεί ειδική διαδικασία σαν προσωρινό μέτρο για τα προϊόντα για τα οποία δεν υπάρχουν ακόμη πρότυπα ή τεχνικές εγκρίσεις αναγνωρισμένα σε ευρωπαϊκή κλίμακα· ότι η διαδικασία αυτή πρέπει να διευκολύνει την αναγνώριση των αποτελεσμάτων των δοκιμών που εκτελούνται σε άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με τις τεχνικές απαιτήσεις του κράτους προορισμού·

ότι θα πρέπει να συσταθεί Μόνιμη Επιτροπή Τεχνικών Έργων, απαρτιζόμενη από εμπειρογνώμονες που ορίζονται από τα κράτη μέλη, για να επικουρεί την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τα ζητήματα που ανακύπτουν από την υλοποίηση και την πρακτική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας·

ότι η ευθύνη των κρατών μελών για την ασφάλεια, την υγεία και άλλα θέματα που καλύπτουν οι βασικές απαιτήσεις στο έδαφός τους, θα πρέπει να αναγνωρίζεται σε ρήτρα διασφάλισης που να προβλέπει επαρκή μέτρα προστασίας,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:



ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

Πεδίο εφαρμογής — Ορισμοί — Απαιτήσεις — Τεχνικές προδιαγραφές — Ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών

Άρθρο 1

1.  Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα προϊόντα του τομέα των δομικών κατασκευών, στο βαθμό που τα αφορούν οι βασικές απαιτήσεις που ισχύουν για τα δομικά έργα, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1.

2.  Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως «προϊόν του τομέα των δομικών κατασκευών» νοείται κάθε προϊόν το οποίο κατασκευάζεται για να ενσωματωθεί, κατά τρόπο διαρκή, σε δομικά έργα εν γένει, που καλύπτουν τόσο τα κτίρια όσο και τα έργα πολιτικού μηχανικού.

Τα «προϊόντα του τομέα των δομικών κατασκευών» καλούνται στο εξής «προϊόντα», ενώ τα δομικά έργα εν γένει, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα κτίρια και τα έργα πολιτικού μηχανικού, καλούνται στο εξής «έργα».

Άρθρο 2

1.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα προϊόντα που αναφέρει το άρθρο 1, τα οποία κατασκευάζονται για να χρησιμοποιηθούν σε έργα, μπορούν να διατίθενται στην αγορά μόνον εάν είναι κατάλληλα για τη χρήση για την οποία προορίζονται, εάν δηλαδή έχουν χαρακτηριστικά τέτοια ώστε το έργο στο οποίο θα ενσωματωθούν, συναρμολογηθούν, εφαρμοσθούν ή εγκατασταθούν, να μπορεί, εφόσον αυτό έχει ορθώς σχεδιαστεί και κατασκευαστεί, να ικανοποιήσει τις βασικές απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3, όπου και όταν τα εν λόγω έργα διέπονται από ρυθμίσεις που περιέχουν τέτοιες απαιτήσεις.

▼M1

2.  

α) Όταν τα προϊόντα διέπονται από άλλες κοινοτικές οδηγίες οι οποίες αφορούν άλλα θέματα και προβλέπουν τη σήμανση πιστότητας «CE», που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2, η εν λόγω σήμανση υποδηλώνει, την πιστότητα των προϊόντων προς τις απαιτήσεις και των άλλων αυτών οδηγιών·

β) εάν ωστόσο, μία ή περισσότερες από τις οδηγίες αυτές επιτρέπουν στον κατασκευαστή να επιλέξει, στη διάρκεια μεταβατικής περιόδου, το σύστημα που θα εφαρμόζει, η σήμανση «CE» υποδηλώνει την πιστότητα μόνο προς τις διατάξεις των οδηγιών που εφαρμόζει ο κατασκευαστής. Στην περίπτωση αυτή, τα στοιχεία των εν λόγω οδηγιών, όπως έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, πρέπει να αναγράφονται στα έγγραφα, φύλλα ή οδηγίες που απαιτούνται από τις συγκεκριμένες οδηγίες και συνοδεύουν τα προϊόντα.

▼B

3.  Μελλοντική οδηγία η οποία θα αφορά κυρίως άλλα θέματα και, μόνο σε μικρότερη έκταση, τις βασικές απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να περιλαμβάνει διατάξεις οι οποίες θα εξασφαλίζουν ότι ανταποκρίνεται και στις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

4.  Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να προσδιορίζουν, τηρουμένων δεόντως των διατάξεων της συνθήκης, τις απαιτήσεις που θεωρούν απαραίτητες για την εξασφάλιση της προστασίας των εργαζομένων κατά τη χρησιμοποίηση των προϊόντων, με την προϋπόθεση ότι αυτό δεν σημαίνει την τροποποίηση των προϊόντων κατά τρόπο μη προβλεπόμενο στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 3

1.  Οι οριζόμενες βασικές απαιτήσεις που ισχύουν για τα έργα και μπορούν να επηρεάσουν τα τεχνικά χαρακτηριστικά ενός προϊόντος, εκτίθενται ως στόχοι στο παράρτημα Ι. Μπορούν να ισχύουν μία, μερικές ή όλες από τις εν λόγω απαιτήσεις· οι απαιτήσεις αυτές θα πρέπει να πληρούνται επί μια οικονομικώς αποδεκτή διάρκεια ζωής.

2.  Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι τυχόν διαφορές των γεωγραφικών, κλιματολογικών και βιοτικών συνθηκών, όπως επίσης και τα διαφορετικά επίπεδα προστασίας, τα οποία ενδεχομένως υφίστανται σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο, είναι δυνατόν γιά κάθε βασική απαίτηση να ορίζονται, στα έγγραφα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 και στις τεχνικές προδιαγραφές που προβλέπει το άρθρο 4, κατηγορίες επιδόσεων σχετικά με την τηρητέα απαίτηση.

3.  Οι βασικές απαιτήσεις συγκεκριμενοποιούνται με έγγραφα (ερμηνευτικά έγγραφα) με τα οποία δημιουργούνται οι αναγκαίοι δεσμοί μεταξύ των βασικών απαιτήσεων που ορίζει η παράγραφος 1 και των εντολών τυποποίησης, των εντολών περί των κατευθυντηρίων γραμμών για την ευρωπαϊκή τεχνική έγκριση ή την αναγνώριση άλλων τεχνικών προδιαγραφών κατά την έννοια των άρθρων 4 και 5.

Άρθρο 4

1.  Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως «τεχνικές προδιαγραφές», νοούνται τα πρότυπα και οι τεχνικές εγκρίσεις.

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, εναρμονισμένα πρότυπα είναι οι τεχνικές προδιαγραφές που εγκρίνονται από την CEN ή την CENELEC ή και από τους δύο αυτούς οργανισμούς, μετά από εντολή της Επιτροπής σύμφωνα με την οδηγία 83/189/ΕΟΚ, βάσει γνώμης της επιτροπής η οποία αναφέρεται στο άρθρο 19, και σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις που αφορούν τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των δύο αυτών οργανισμών, οι οποίες υπογράφηκαν στις 13 Νοεμβρίου 1984.

▼M1

2.  Τα κράτη μέλη θεωρούν κατάλληλα προς χρήση τα προϊόντα που επιτρέπουν στα έργα στα οποία χρησιμοποιούνται, εφόσον αυτά έχουν σχεδιαστεί και εκτελεστεί ορθά, να πληρούν τις αναφερόμενες στο άρθρο 3 βασικές απαιτήσεις, εάν τα εν λόγω προϊόντα φέρουν τη σήμανση «CE» που υποδηλώνει ότι πληρούν το σύνολο των διατάξεων της παρούσας οδηγίας, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι διαδικασίες για την εκτίμηση της πιστότητας που προβλέπονται στο κεφάλαιο V και η διαδικασία που προβλέπεται στο κεφάλαιο ΙΙΙ. Η σήμανση «CE» πιστοποιεί:

▼B

α) ότι συμφωνούν με τα αντίστοιχα εθνικά πρότυπα τα οποία προέρχονται από τη μεταγραφή των εναρμονισμένων προτύπων σε εθνικό δίκαιο, και ότι οι σχετικές πηγές έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Τα κράτη μέλη δημοσιεύουν τη μνεία των εθνικών αυτών προτύπων·

β) ότι συμφωνούν με την ευρωπαϊκή τεχνική έγκριση, που χορηγείται σύμφωνα με τη διαδικασία του κεφαλαίου ΙΙΙ ή

γ) ότι συμφωνούν με τις εθνικές τεχνικές προδιαγραφές που αναφέρονται στην παράγραφο 3, στο βαθμό που δεν υπάρχουν εναρμονισμένες προδιαγραφές· κατάλογος των εθνικών αυτών προδιαγραφών συντάσσεται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 5 παράγραφος 2.

3.  Τα κράτη μέλη μπορούν να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα κείμενα των εθνικών τεχνικών προδιαγραφών τους, τις οποίες θεωρούν ότι πληρούν τις βασικές απαιτήσεις που αναφέρει το άρθρο 3. Η Επιτροπή διαβιβάζει αυτές τις εθνικές τεχνικές προδιαγραφές στα άλλα κράτη μέλη. Σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 5 παράγραφος 2, κοινοποιεί στα κράτη μέλη τις εθνικές τεχνικές προδιαγραφές οι οποίες τεκμαίρεται ότι πληρούν τις βασικές απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3.

Τη διαδικασία αυτή κινεί και διευθύνει η Επιτροπή, ζητώντας τη γνώμη της επιτροπής που αναφέρεται στο άρθρο 19.

Η μνεία των τεχνικών αυτών προδιαγραφών αποτελεί αντικείμενο δημοσίευσης εκ μέρους των κρατών μελών. Η Επιτροπή τις δημοσιεύει επίσης στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

4.  Όταν ένας κατασκευαστής ή ο εγκατεστημένος στην Κοινότητα αντιπρόσωπός του δεν έχει εφαρμόσει ή έχει εφαρμόσει μόνον εν μέρει τις υπάρχουσες τεχνικές προδιαγραφές που αναφέρονται στην παράγραφο 2, οι οποίες επιβάλλουν, σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 4, να υποβάλλεται το προϊόν για δήλωση πιστότητας όπως ορίζει το παράρτημα ΙΙΙ παράγραφος 2 ii) δεύτερη και τρίτη περίπτωση, τότε εφαρμόζονται οι αντίστοιχες αποφάσεις οι οποίες λαμβάνονται βάσει του άρθρου 13 παράγραφος 4 και του παραρτήματος ΙΙΙ και η καταλληλότης που προϊόντος αυτού προς χρήση, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1, αποδεικνύεται σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει το παράρτημα ΙΙΙ παράγραφος 2 ii) δεύτερη περίπτωση.

5.  Η Επιτροπή, διαβουλευόμενη με την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 19, καταρτίζει, διαχειρίζεται και αναθεωρεί περιοδικά πίνακα προϊόντων που παίζουν ασήμαντο ρόλο όσον αφορά την υγεία και την ασφάλεια, και για τα οποία μια δήλωση του κατασκευαστή περί συμμορφώσεως με τους αναγνωρισμένους τεχνικούς κανόνες («règles de l'art») επιτρέπει τη διάθεσή τους στην αγορά.

▼M1

6.  Η σήμανση «CE» υποδηλώνει ότι τα προϊόντα πληρούν τις απαιτήσεις των παραγράφων 2 και 4. Ο κατασκευαστής ή ο εγκατεστημένος στην Κοινότητα εντολοδόχος του έχει την ευθύνη για την επίθεση της σήμανσης «CE» στο ίδιο το προϊόν, σε στερεωμένη στο προϊόν ετικέτα, στη συσκευασία του ή στα εμπορικά συνοδευτικά έγγραφα.

▼B

Ένα δείγμα της ►M1  σήμανσης CE ◄ περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙΙ, όπου ορίζονται και οι προϋποθέσεις χρησιμοποίησής του.

Τα πρoϊόντα που αναφέρονται στην παράγραφο 5 δεν οφείλουν να φέρουν τη ►M1  σήμανση CE ◄

Άρθρο 5

1.  Όταν ένα κράτος μέλος ή η Επιτροπή θεωρεί ότι τα εναρμονισμένα πρότυπα, ή οι ευρωπαϊκές τεχνικές εγκρίσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β), ή οι εντολές που αναφέρονται στο κεφάλαιο ΙΙ, δεν πληρούν τα άρθρα 2 και 3, το κράτος μέλος ή η Επιτροπή ειδοποιεί την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 19, εκθέτοντας τους σχετικούς λόγους. Η επιτροπή διατυπώνει γνώμη επειγόντως.

Με βάση τη γνώμη της επιτροπής και μετά από διαβουλεύσεις με την επιτροπή που έχει συσταθεί βάσει της οδηγίας 83/189/ΕΟΚ προκειμένου για εναρμονισμένα πρότυπα, η Επιτροπή γνωστοποιεί στα κράτη μέλη αν πρέπει ή όχι να αποσύρουν τα σχετικά πρότυπα ή εγκρίσεις από τις δημοσιεύσεις που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 3.

2.  Μόλις λάβει την ανακοίνωση που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητά τη γνώμη της επιτροπής που αναφέρεται στο άρθρο 19. Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με βάση τη γνώμη της επιτροπής, γνωστοποιεί στα κράτη μέλη κατά πόσο η εν λόγω εθνική τεχνική προδιαγραφή θα πρέπει να τεκμαίρεται ότι πληροί τις βασικές απαιτήσεις και, στην περίπτωση αυτή, δημοσιεύει σχετική μνεία στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Εάν η Επιτροπή ή ένα κράτος μέλος θεωρούν ότι μια τεχνική προδιαγραφή δεν ανταποκρίνεται πλέον στους απαραίτητους όρους για να θεωρείται ότι πληροί τα άρθρα 2 και 3, η Επιτροπή ζητά τη γνώμη της επιτροπής που αναφέρεται στο άρθρο 19. Με βάση τη γνώμη της εν λόγω επιτροπής, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων γνωστοποιεί στα κράτη μέλη εάν η εν λόγω εθνική τεχνική προδιαγραφή θα πρέπει να εξακολουθήσει να τεκμαίρεται ότι πληροί της βασικές απαιτήσεις και, σε περίπτωση αρνητικής απόφασης, εάν η μνεία που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 θα πρέπει να αποσυρθεί.

Άρθρο 6

1.  Τα κράτη μέλη δεν παρεμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία, τη διάθεση στην αγορά ή τη χρήση στο έδαφός τους, των προϊόντων που πληρούν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η χρήση αυτών των προϊόντων, για το σκοπό για τον οποίο προορίζονται, δεν θα παρεμποδίζεται από κανόνες ή προϋποθέσεις που επιβάλλονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς οι οποίοι λειτουργούν ως δημόσια επιχείρηση ή ως δημόσιος οργανισμός βάσει της μονοπωλιακής τους θέσης.

2.  Τα κράτη μέλη επιτρέπουν ωστόσο στο έδαφός τους τη διάθεση στην αγορά προϊόντων τα οποία δεν καλύπτονται από το άρθρο 4 παράγραφος 2, εφόσον πληρούν εθνικές διατάξεις που είναι σύμφωνες με τη συνθήκη και εφόσον δεν ορίζουν άλλως οι ευρωπαϊκές τεχνικές προδιαγραφές που προβλέπονται στα κεφάλαια ΙΙ και ΙΙΙ. Η Επιτροπή και η επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 19 παρακολουθούν και ανασκοπούν τακτικά την εξέλιξη των ευρωπαϊκών τεχνικών προδιαγραφών.

3.  Εάν οι ευρωπαϊκές τεχνικές προδιαγραφές, είτε άμεσα είτε μέσω των ερμηνευτικών εγγράφων για τα οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 3 παράγραφος 3, κάνουν διάκριση κατηγοριών που αντιστοιχούν σε διαφορετικά επίπεδα επιδόσεων, τότε και τα κράτη μέλη, εφόσον επιθυμούν να ορίσουν τηρητέα στό έδαφός τους επίπεδα επιδόσεων, μπορούν να το πράξουν μόνο στα πλαίσια των κατατάξεων που έχουν εγκριθεί σε κοινοτικό επίπεδο και μόνο προσδιορίζοντας μία ή περισσότερες κατηγορίες ή και όλες.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

Εναρμονισμένα πρότυπα

Άρθρο 7

1.  Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ποιότητα των εναρμονισμένων προτύπων για τα σκοπούμενα προϊόντα, τα πρότυπα καταρτίζονται από τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης βάσει εντολών τις οποίες τους δίδει η Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει η οδηγία 83/189/ΕΟΚ και μετά από διαβούλευση με την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 19, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των οργανισμών αυτών, οι οποίες υπογράφηκαν στις 13 Νοεμβρίου 1984.

2.  Τα πρότυπα που καταρτίζονται κατ'αυτό τον τρόπο λαμβανομένων υπόψη των ερμηνευτικών εγγράφων, πρέπει, κατά το δυνατόν, να διατυπώνονται ως απαιτήσεις σχετικά με τις επιδόσεις των προϊόντων.

3.  Μετά την κατάρτιση των προτύπων από τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης, η Επιτροπή δημοσιεύει τα σχετικά στοιχεία στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

Ευρωπαϊκή τεχνική έγκριση

Άρθρο 8

1.  Η ευρωπαϊκή τεχνική έγκριση είναι η ευνοϊκή τεχνική εκτίμηση της καταλληλότητας ενός προϊόντος για μια συγκεκριμένη χρήση· η εν λόγω εκτίμηση βασίζεται στο ότι πληρούνται οι βασικές απαιτήσεις που προβλέπονται για τα έργα στα οποία πρέπει να χρησιμοποιηθεί το προϊόν.

2.  Η ευρωπαϊκή τεχνική έγκριση μπορεί να χορηγείται:

α) σε προϊόντα για τα οποία δεν υπάρχει εναρμονισμένο πρότυπο ούτε αναγνωρισμένο εθνικό πρότυπο ούτε εντολή για την κατάρτιση εναρμονισμένου προτύπου, και για τα οποία η Επιτροπή θεωρεί, μετά από διαβούλευση με την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 19, ότι δεν είναι δυνατόν, τουλάχιστον προς το παρόν, να καταρτιστεί πρότυπο και

β) σε προϊόντα που διαφέρουν σημαντικά από τα εναρμονισμένα ή τα αναγνωρισμένα εθνικά πρότυπα.

Ακόμη και στην περίπτωση που έχει εκδοθεί εντολή για την κατάρτιση εναρμονισμένου προτύπου, το στοιχείο α) δεν αποκλείει τη χορήγηση ευρωπαϊκής τεχνικής έγκρισης για προϊόντα για τα οποία υπάρχουν κατευθυντήριες γραμμές. Αυτή η διάταξη εφαρμόζεται μέχρι την έναρξη ισχύος του εναρμονισμένου προτύπου στα κράτη μέλη.

3.  Σε ειδικές περιπτώσεις, η Επιτροπή, κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 στοιχείο α) και μετά από διαβούλευση με την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 19, δύναται να επιτρέψει τη χορήγηση ευρωπαϊκής τεχνικής έγκρισης για προϊόντα για τα οποία υπάρχει εντολή για την κατάρτιση εναρμονισμένου προτύπου, ή προϊόντα για τα οποία η Επιτροπή διαπίστωσε ότι είναι δυνατόν να καταρτιστεί εναρμονισμένο πρότυπο. Η άδεια για την έγκριση ισχύει επί ορισμένο χρονικό διάστημα.

4.  Η ευρωπαϊκή τεχνική έγκριση χορηγείται κατά κανόνα για πέντε έτη. Η περίοδος αυτή είναι δυνατόν να παραταθεί.

Άρθρο 9

1.  Η ευρωπαϊκή τεχνική έγκριση για ένα προϊόν βασίζεται σε ελέγχους, δοκιμές και αξιολόγηση, βάσει των ερμηνευτικών εγγράφων που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 3 και των κατευθυντηρίων γραμμών που αναφέρονται στο άρθρο 11 και αφορούν αυτό το προϊόν ή την αντίστοιχη ομάδα προϊόντων.

2.  Όταν δεν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν ακόμα κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 11, είναι δυνατόν να χορηγηθεί ευρωπαϊκή τεχνική έγκριση με αναφορά στις σχετικές βασικές απαιτήσεις και τα ερμηνευτικά έγγραφα, όταν η αξιολόγηση του προϊόντος εγκρίνεται από τους οργανισμούς έγκρισης, οι οποίοι ενεργούν από κοινού με τον φορέα που αναφέρεται στο παράρτημα ΙΙ. Αν οι οργανισμοί εγκρισης διαφωνούν μεταξύ τους, το θέμα παραπέμπεται στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 19.

3.  Η ευρωπαϊκή τεχνική έγκριση για ένα προϊόν χορηγείται σε κράτος μέλος, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει το παράρτημα ΙΙ, μετά από αίτηση του κατασκευαστή ή του εγκατεστημένου στην Κοινότητα αντιπροσώπου του.

Άρθρο 10

1.  Κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στα άλλα κράτη μέλη και στην Επιτροπή τα ονόματα και τις διευθύνσεις των οργανισμών που έχει εξουσιοδοτήσει για τη χορήγηση ευρωπαϊκών τεχνικών εγκρίσεων.

2.  Οι οργανισμοί έγκρισης πρέπει να πληρούν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, και ιδίως να είναι σε θέση:

 να εκτιμούν την καταλληλότητα νέων προϊόντων βάσει επιστημονικών και πρακτικών γνώσεων,

 να απαφασίζουν αμερόληπτα, χωρίς να επηρεάζονται από τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων κατασκευαστών ή των αντιπροσώπων τους και

 να κάνουν τη σύνθεση των απόψεων όλων των ενδιαφερομένων μερών με στόχο μια ισόρροπη εκτίμηση.

3.  Ο κατάλογος των οργανισμών που είναι αρμόδιοι για τη χορήγηση των ευρωπαϊκών τεχνικών εγκρίσεων, καθώς και κάθε τροποποίηση του καταλόγου αυτού, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σειρά C.

Άρθρο 11

1.  Η Επιτροπή, κατόπιν διαβουλεύσεων με την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 19, αναθέτει την επεξεργασία κατευθυντήριων γραμμών για την ευρωπαϊκή τεχνική έγκριση, όσον αφορά ένα προϊόν ή μια ομάδα προϊόντων, στον αναφερόμενο στο παράρτημα ΙΙ συλλογικό φορέα των οργανισμών έγκρισης, οι οποίοι καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

2.  Οι κατευθυντήριες γραμμές για την ευρωπαϊκή τεχνική έγκριση προϊόντος ή ομάδας προϊόντων οφείλουν να περιέχουν ιδίως τα εξής:

α) κατάλογο των σχετικών ερμηνευτικών εγγράφων, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 3·

β) τις συγκεκριμένες απαιτήσεις τις οποίες πρέπει να πληροί το προϊόν, κατά την έννοια των βασικών απαιτήσεων του άρθρου 3 παράγραφος 1·

γ) τις διαδικασίες δοκιμής·

δ) τη μέθοδο ανάλυσης και εκτίμησης των αποτελεσμάτων της δοκιμής·

ε) τις διαδικασίες ελέγχου και πιστότητας οι οποίες πρέπει να ανταποκρίνονται στα άρθρα 13, 14 και 15·

στ) τη διάρκεια ισχύος της ευρωπαϊκής τεχνικής έγκρισης.

3.  Οι κατευθυντήριες γραμμές για την ευρωπαϊκή τεχνική έγκριση δημοσιεύονται από τα κράτη μέλη στην οικεία γλώσσα ή στις οικείες γλώσσες τους, μετά από διαβούλευση με την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 19.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Ερμηνευτικά έγγραφα

Άρθρο 12

1.  Η Επιτροπή, αφού ζητήσει τη γνώμη της επιτροπής που αναφέρεται στο άρθρο 19, αναθέτει σε τεχνικές επιτροπές, στις οποίες συμμετέχουν τα κράτη μέλη, την κατάρτιση των ερμηνευτικών εγγράφων που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 3.

2.  Τα ερμηνευτικά έγγραφα:

α) συγκεκριμενοποιούν τις βασικές απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 3 και στο παράρτημα Ι, εναρμονίζοντας τη σχετική ορολογία και τις τεχνικές βάσεις και ορίζοντας κατηγορίες ή επίπεδα για κάθε απαίτηση, εφόσον απαιτείται και εφόσον το επιτρέπει η εκάστοτε κατάσταση των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων·

β) αναφέρουν μεθόδους συσχετισμού αυτών των επιπέδων και κατηγοριών απαιτήσεων με τις τεχνικές προδιαγραφές των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 4, π. χ. μεθόδους υπολογισμού και επαλήθευσης, τεχνικούς κανόνες σχεδιασμού των έργων, κλπ.·

γ) χρησιμεύουν ως βάση αναφοράς για την κατάρτιση εναρμονισμένων προτύπων και κατευθυντήριων γραμμών για την ευρωπαϊκή τεχνική έγκριση και την αποδοχή εθνικών τεχνικών προδιαγραφών σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3.

3.  Η Επιτροπή, αφού ζητήσει τη γνώμη της επιτροπής του άρθρου 19, δημοσιεύει τα ερμηνευτικά έγγραφα στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σειρά C.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

Βεβαίωση πιστότητας

Άρθρο 13

1.  Υπεύθυνοι για τη βεβαίωση ότι το προϊόν συμφωνεί με τις απαιτήσεις μιας τεχνικής προδιαγραφής κατά την έννοια του άρθρου 4, είναι ο κατασκευαστής ή ο εγκατεστημένος στην Κοινότητα αντιπρόσωπός του.

2.  Τα προϊόντα για τα οποία υπάρχει βεβαίωση πιστότητας, τεκμαίρεται ότι ανταποκρίνονται στις τεχνικές προδιαγραφές κατά την έννοια του άρθρου 4. Η πιστότητα διαπιστώνεται μέσω δοκιμής ή άλλων αποδείξεων βάσει των τεχνικών προδιαγραφών, σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ.

3.  Η βεβαίωση της πιστότητας ενός προϊόντος προϋποθέτει:

α) ότι ο κατασκευαστής εφαρμόζει ένα σύστημα ελέγχου της παραγωγής στο εργοστάσιο, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η παραγωγή πληροί τις σχετικές τεχνικές προδιαγραφές ή

β) ότι, πλέον του συστήματος ελέγχου της παραγωγής στο εργοστάσιο, για ορισμένα προϊόντα τα οποία καθορίζονται στις εκάστοτε τεχνικές προδιαγραφές, στην αξιολόγηση και τον έλεγχο της παραγωγής ή του ίδιου του προϊόντος συμμετέχει και ένας αναγνωρισμένος προς το σκοπό αυτό οργανισμός πιστοποίησης.

4.  Η επιλογή των διαδικασιών κατά την έννοια της παραγράφου 3 γίνεται, για ένα συγκεκριμένο προϊόν ή ομάδα προϊόντων, από την Επιτροπή, κατόπιν διαβουλεύσεων με την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 19. Η επιλογή αυτή εξαρτάται από:

α) τη σημασία του ρόλου του προϊόντος σε σχέση με τις βασικές απαιτήσεις, και ιδίως την υγεία και την ασφάλεια·

β) τη φύση του προϊόντος·

γ) την επίπτωση που έχει η δυνατότητα παραλλαγής των χαρακτηριστικών του προϊόντος στη λειτουργικότητα·

δ) την πιθανότητα ελαττωμάτων κατά την κατασκευή του προϊόντος, σύμφωνα με τα στοιχεία που προβλέπονται στο παράρτημα ΙΙΙ.

Κατά την επιλογή αυτή, προτιμάται η εκάστοτε λιγότερο δαπανηρή διαδικασία που ανταποκρίνεται στους όρους ασφαλείας.

Οι εντολές και οι τεχνικές προδιαγραφές ή η δημοσίευσή τους αναφέρουν τη διαδικασία που επιλέγεται με τον τρόπο αυτό.

5.  Αν πρόκειται για παραγωγή μεμονωμένων προϊόντων (μη μαζικής παραγωγής), αρκεί μια δήλωση πιστότητας σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ παράγραφος 2 τρίτη περίπτωση, εκτός αν οι τεχνικές προδιαγραφές ορίζουν διαφορετικά για προϊόντα με ιδιαίτερα σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία και την ασφάλεια.

Άρθρο 14

1.  Οι αναφερόμενες διαδικασίες, λαμβανομένου υπόψη του παραρτήματος ΙΙΙ, οδηγούν:

α) στην περίπτωση του άρθρου 13 παράγραφος 3 στοιχείο α), στην παρουσίαση δήλωσης πιστότητας ενός προϊόντος από τον κατασκευαστή ή τον εγκατεστημένο στην Κοινότητα αντιπρόσωπό του ή

β) στην περίπτωση του άρθρου 13 παράγραφος 3 στοιχείο β), στη χορήγηση πιστοποιητικού πιστότητας ενός συστήματος ελέγχου και παρακολούθησης της παραγωγής ή του ιδίου του προϊόντος από αναγνωρισμένο οργανισμό πιστοποίησης.

Οι λεπτομέρειες εφαρμογής των διαδικασιών βεβαίωσης πιστότητας ρυθμίζονται στο παράρτημα ΙΙΙ.

2.  Η δήλωση πιστότητας του κατασκευαστή ή το πιστοποιητικό πιστότητας παρέχουν στον κατασκευαστή ή στον εγκατεστημένο στην Κοινότητα αντιπρόσωπό του το δικαίωμα να τοποθετούν την αντίστοιχη ►M1  σήμανση CE ◄ στο ίδιο το προϊόν, σε επικολλούμενη ετικέτα, στη συσκευασία ή στα συνοδευτικά εμπορικά έγγραφα. Το υπόδειγμα της ►M1  σήμανσης CE ◄ και οι κανόνες χρησιμοποίησής του στις επιμέρους διαδικασίες βεβαίωσης της πιστότητας περιέχονται στο παράρτημα ΙΙΙ.

Άρθρο 15

1.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την ορθή χρησιμοποίηση της ►M1  σήμανσης CE ◄

▼M1

2.  Με την επιφύλαξη του άρθρου 21:

α) κάθε αντικανονική επίθεση της σήμανσης «CE» που διαπιστώνεται από κράτος μέλος, συνεπάγεται την υποχρέωση για τον κατασκευαστή ή τον εγκατεστημένο στην Κοινότητα εντολοδόχο του να μεριμνήσει για την πιστότητα του σχετικού προϊόντος προς τις προδιαγραφές περί τη σήμανση «CE» και την παύση της παράβασης υπό τους όρους που επιβάλλει αυτό το κράτος μέλος·

β) αν το προϊόν συνεχίζει να μην είναι σύμφωνο προς τις σχετικές προδιαγραφές, το κράτος μέλος οφείλει να λάβει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα ώστε να περιοριστεί ή να απαγορευθεί η διάθεση στην αγορά του συγκεκριμένου προϊόντος ή να εξασφαλιστεί η απόσυρσή του από την αγορά, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 21.

3.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να απαγορεύεται η επίθεση στα προϊόντα ή στη συσκευασία τους σημάνσεων που θα μπορούσαν να παραπλανήσουν τους τρίτους ως προς τη σημασία και τη γραφική απεικόνιση «CE». Οποιαδήποτε άλλη σήμανση μπορεί να επιτίθεται στα δομικά προϊόντα σε ετικέτα στερεωμένη στα προϊόντα στη συσκευασία τους ή στα συνοδευτικά εμπορικά έγγραφα υπό τον όρο ότι δεν καθιστά λιγότερο ευδιάκριτη και ευανάγνωστη τη σήμανση «CE».

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

Ειδικές διαδικασίες

Άρθρο 16

1.  Ελλείψει τεχνικών προδιαγραφών, όπως ορίζονται στο άρθρο 4, για ένα συγκεκριμένο προϊόν, το κράτος μέλος προορισμού θεωρεί, μετά από αίτηση για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ότι το προϊόν αυτό που έχει υποβληθεί σε επιτυχείς δοκιμές και ελέγχους που έχει διεξαγάγει αναγνωρισμένος οργανισμός του κράτους μέλους παραγωγής του προϊόντος, είναι σύμφωνο με τις ισχύουσες εθνικές διατάξεις, εφόσον αυτές οι δοκιμές και οι έλεγχοι έχουν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις μεθόδους που ισχύουν στο κράτος μέλος προορισμού ή με μεθόδους που αναγνωρίζονται ως ισότιμες από αυτό το κράτος μέλος.

2.  Το κράτος μέλος παραγωγής του προϊόντος γνωστοποιεί στο κράτος μέλος προορισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του οποίου πρέπει να γίνουν οι δοκιμές και οι έλεγχοι, τον οργανισμό τον οποίο προτίθεται να αναγνωρίσει για το σκοπό αυτό. Το κράτος μέλος προορισμού και το κράτος μέλος παραγωγής του προϊόντος ανταλλάσσουν κάθε απαραίτητη πληροφορία. Μετά από αυτή την ανταλλαγή πληροφοριών, το κράτος μέλος παραγωγής αναγνωρίζει τον οργανισμό που ορίστηκε με τη διαδικασία αυτή. Εάν ένα κράτος μέλος έχει αμφιβολίες, αιτιολογεί τη θέση του και πληροφορεί σχετικά την Επιτροπή.

3.  Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε οι οριζόμενοι οργανισμοί να αλληλοεπικουρούνται.

4.  Στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος διαπιστώσει ότι ένας αναγνωρισμένος οργανισμός δεν διεξάγει κανονικά και σύμφωνα με τις εθνικές του διατάξεις τις δοκιμές και τους ελέγχους, γνωστοποιεί το γεγονός αυτό στο κράτος μέλος στο οποίο έχει αναγνωρισθεί ο οργανισμός αυτός. Αυτό το κράτος μέλος ενημερώνει μέσα σε εύλογη προθεσμία το κράτος μέλος το οποίο προέβη στη γνωστοποίηση σχετικά με τα μέτρα που έλαβε. Στην περίπτωση που το κράτος μέλος το οποίο προέβη στην γνωστοποίηση δεν θεωρεί τα ληφθέντα μέτρα ως επαρκή, δύναται να απαγορεύει τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση του σχετικού προϊόντος ή να τις εξαρτά από ειδικούς όρους. Το κράτος μέλος αυτό ενημερώνει σχετικά το άλλο κράτος μέλος και την Επιτροπή.

Άρθρο 17

Τα κράτη μέλη προορισμού αποδίδουν στις συντασσόμενες εκθέσεις και στις βεβαιώσεις πιστότητας που χορηγούνται από το κράτος μέλος παραγωγής, σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 16, το ίδιο κύρος όπως στα αντίστοιχα εθνικά έγγραφα.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

Αναγνωρισμένοι οργανισμοί

Άρθρο 18

▼M1

1.  Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη τους οργανισμούς πιστοποίησης και επιθεώρησης και τα εργαστήρια δοκιμών τους οποίους έχουν επιφορτίσει με την εκτέλεση των έργων προς το σκοπό των τεχνικών εγκρίσεων, των βεβαιώσεων πιστότητας, των επιθεωρήσεων και των δοκιμών σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, καθώς και το όνομα και διεύθυνσή τους και τους αριθμούς αναγνώρισης που τους έχουν εκ των προτέρων χορηγηθεί από την Επιτροπή.

Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατάλογο των κοινοποιημένων οργανισμών και εργαστηρίων με τους αριθμούς αναγνώρισής τους καθώς και με τα καθήκοντα για τα προϊόντα για τα οποία έχουν κοινοποιηθεί. Η Επιτροπή φροντίζει για την ενημέρωση του καταλόγου αυτού.

▼B

2.  Οι οργανισμοί πιστοποίησης και ελέγχου καθώς και τα εργαστήρια δοκιμών πρέπει να πληρούν τα κριτήρια που καθορίζονται στο παράρτημα IV.

3.  Τα κράτη μέλη πρέπει να αναφέρουν τα προϊόντα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των οργανισμών και εργαστηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, καθώς και τη φύση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

Μόνιμη Επιτροπή Τεχνικών Έργων

Άρθρο 19

1.  Συγκροτείται Μόνιμη Επιτροπή Τεχνικών Έργων.

2.  Η επιτροπή απαρτίζεται από αντιπροσώπους που ορίζονται από τα κράτη μέλη και προεδρεύεται από αντιπρόσωπο της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινότητων. Κάθε κράτος μέλος ορίζει δύο αντιπροσώπους. Οι αντιπρόσωποι δύνανται να συνοδεύονται από εμπειρογνώμονες.

3.  Η επιτροπή καταρτίζει τον εσωτερικό κανονισμό της.

Άρθρο 20

1.  Η επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 19 εξετάζει, μετά από αίτηση του Προέδρου της ή ενός κράτους μέλους, κάθε ζήτημα που ανακύπτει από την εκτέλεση και την εφαρμογή στην πράξη της παρούσας οδηγίας.

2.  Οι αναγκαίες διατάξεις για:

α) τον καθορισμό κατηγοριών απαιτήσεων, εφόσον δεν συμπεριλαμβάνονται στα ερμηνευτικά έγγραφα και τον καθορισμό της διαδικασίας βεβαίωσης της πιστότητας σε εντολές τυποποίησης σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 και για κατευθυντήριες γραμμές για τις εγκρίσεις σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1·

β) την παροχή οδηγιών για την κατάρτιση ερμηνευτικών εγγράφων σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 και λήψη αποφάσεων σχετικά με τα ερμηνευτικά έγγραφα σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 3·

γ) την αποδοχή των εθνικών τεχνικών προδιαγραφών σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3,

2.  θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία των παραγράφων 3 και 4.

▼M2

3.  Στις περιπτώσεις που γίνεται αναφορά στο παρόν άρθρο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ( 6 ), τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.

Η περίοδος που προβλέπεται από το άρθρο 5, παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται σε τρεις μήνες.

4.  Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΧ

Ρήτρα διασφάλισης

Άρθρο 21

1.  Όταν ένα κράτος μέλος διαπιστώνει ότι ένα προϊόν που είναι σύμφωνο με την παρούσα οδηγία δεν πληροί τις απαιτήσεις των άρθρων 2 και 3, λαμβάνει κάθε κατάλληλο μέτρο για να αποσύρει το εν λόγω προϊόν από την αγορά, για να απαγορεύει τη διάθεσή του ή να περιορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία του.

Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή για τα μέτρα αυτά και αναφέρει τους λόγους της απόφασής του, ιδίως σε περίπτωση που η έλλειψη πιστότητας οφείλεται:

α) σε μη τήρηση των άρθρων 2 και 3, όταν το προϊόν δεν ανταποκρίνεται στις τεχνικές προδιαγραφές που αναφέρονται στο άρθρο 4·

β) σε κακή εφαρμογή των τεχνικών προδιαγραφών που αναφέρονται στο άρθρο 4·

γ) σε ελλείψεις των τεχνικών προδιαγραφών που αναφέρονται στο άρθρο 4.

2.  Η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη το ταχύτερο δυνατό. Όταν, μετά τις διαβουλεύσεις αυτές, η Επιτροπή διαπιστώσει ότι δικαιολογείται η λήψη των μέτρων που αναφέρονται στο σημείο 1, πληροφορεί αμέσως το κράτος μέλος που πήρε την πρωτοβουλία καθώς και τα άλλα κράτη μέλη.

3.  Όταν η απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δικαιολογείται από ελλείψεις των προτύπων ή των τεχνικών προδιαγραφών, η Επιτροπή, ύστερα από διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη, συγκαλεί την επιτροπή του άρθρου 19 καθώς και την επιτροπή της οδηγίας 83/189/ΕΟΚ σε περίπτωση ελλείψεων εναρμονισμένου προτύπου, εντός δύο μηνών εφόσον το κράτος μέλος που πήρε τα μέτρα επιθυμεί να τα διατηρήσει, και κινεί τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2.

4.  Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος παίρνει τα κατάλληλα μέτρα εναντίον εκείνου που έκανε τη δήλωση πιστότητας και πληροφορεί σχετικά την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη.

5.  Η Επιτροπή βεβαιώνεται ότι τα κράτη μέλη έχουν πληροφορηθεί την εξέλιξη και τα αποτελέσματα της διαδικασίας αυτής.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χ

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 22

1.  Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία εντός 30 μηνών από την κοινοποίησή της ( 7 ). Πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

2.  Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων εθνικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 23

Το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 1993, η Επιτροπή θα επανεξετάσει, συμβουλευόμενη την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 19, τη λειτουργικότητα των διαδικασιών που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία και θα υποβάλει, εφόσον χρειάζεται, κατάλληλες προτάσεις για τροποποίηση.

Άρθρο 24

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

Τα προϊόντα του τομέα των δομικών κατασκευών πρέπει να είναι κατάλληλα για δομικά έργα τα οποία (και στο σύνολό τους και στα χωριστά μέρη) εξυπηρετούν τη χρήση για την οποία προορίζονται, παραμένοντας συνάμα οικονομικά και, στη συνάρτηση αυτή, πληρούν τις ακόλουθες βασικές απαιτήσεις, όπου αυτές προβλέπονται. Οι απαιτήσεις αυτές πρέπει υπό κανονικές συνθήκες συντήρησης του έργου, να πληρούνται επί μια οικονομικώς αποδεκτή διάρκεια ζωής. Οι απαιτήσεις, κατά κανόνα, προϋποθέτουν προβλεπτές ενέργειες επί του έργου.

1.   Μηχανική αντοχή και ευστάθεια

Το έργο πρέπει να σχεδιάζεται και να κατασκευάζεται κατά τρόπο ώστε οι μηχανικές φορτίσεις που ενδέχεται να ασκηθούν κατά την κατασκευή και τη χρήση του να μην προκαλούν κανένα από τα ακόλουθα περιστατικά:

α) κατάρρευση της όλης κατασκευής ή μέρους της·

β) μείζονες παραμορφώσεις σε απαράδεκτο βαθμό·

γ) φθορά σε άλλα μέρη του έργου ή σε εξαρτήματα ή σε εγκατεστημένο εξοπλισμό ως αποτέλεσμα σημαντικής παραμόρφωσης της φέρουσας κατασκευής.

δ) φθορά, λόγω κάποιου γεγονότος, η οποία είναι δυσανάλογη σε σχέση με το γενεσιουργό αίτιο.

2.   Πυρασφάλεια

Το δομικό έργο πρέπει να σχεδιάζεται και να κατασκευάζεται κατά τρόπο ώστε σε περίπτωση πυρκαγιάς:

 να θεωρείται ότι διατηρείται, για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, η στατική αντοχή του κτίσματος,

 η γένεση και η εξάπλωση της φωτιάς και του καπνού στο εσωτερικό του έργου να είναι περιορισμένες,

 η εξάπλωση της φωτιάς σε γειτονικά κατασκευαστικά έργα να είναι περιορισμένη,

 να είναι δυνατόν οι ένοικοι να εγκαταλείψουν το έργο ή να διασωθούν με άλλους τρόπους,

 να λαμβάνεται υπόψη η ασφάλεια των ομάδων διάσωσης.

3.   Υγιεινή, υγεία και περιβάλλον

Το δομικό έργο πρέπει να σχεδιάζεται και να κατασκευάζεται κατά τρόπο ώστε η χρήση του να μη συνιστά κίνδυνο για την υγιεινή ή την υγεία των ενοίκων ή των γειτόνων, ιδιαίτερα για έναν από τους ακόλουθους λόγους:

 έκλυση τοξικού αερίου,

 παρουσία επικίνδυνων αιωρούμενων σωματιδίων, ή αερίων στον αέρα,

 εκπομπή επικίνδυνων ακτινοβολιών,

 ρύπανση ή δηλητηρίαση του νερού ή του εδάφους,

 πλημμελής διάθεση των λυμάτων, των καυσαερίων και των στερεών ή υγρών αποβλήτων,

 εμφάνιση υγρασίας σε μέρη του έργου ή σε επιφάνειες στο εσωτερικό του έργου.

4.   Ασφάλεια χρήσης

Το δομικό έργο πρέπει να σχεδιάζεται και να κατασκευάζεται κατά τρόπο ώστε η χρήση του να μη συνεπάγεται απαράδεκτους κινδύνους ατυχημάτων κατά το χειρισμό ή τη λειτουργία του, όπως γλίστρημα, πτώση, σύγκρουση, έγκαυμα, ηλεκτροπληξία, τραυματισμός από έκρηξη.

5.   Προστασία κατά του θορύβου

Το δομικό έργο πρέπει να σχεδιάζεται και να κατασκευάζεται κατά τρόπο ώστε ο θόρυβος που γίνεται αισθητός από τους ενοίκους ή τους γείτονες να διατηρείται σε επίπεδο που να μη θέτει σε κίνδυνο την υγεία και που να επιτρέπει τον ύπνο, την ανάπαυση και την εργασία των προσώπων αυτών υπό ικανοποιητικές συνθήκες.

6.   Εξοικονόμηση ενέργειας και συγκράτηση θερμότητας

Το δομικό έργο, καθώς και οι εγκαταστάσεις θέρμανσης, ψύξης και αερισμού, πρέπει να σχεδιάζονται και να κατασκευάζονται κατά τρόπο ώστε η απαιτούμενη κατανάλωση ενέργειας κατά τη χρησιμοποίηση του έργου να είναι χαμηλή, ανάλογα με τα κλιματικά δεδομένα του τόπου αλλά και τους χρήστες.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΓΚΡΙΣΗ

1. Αίτηση για έγκριση μπορεί να κατατίθεται από έναν κατασκευαστή ή από αντιπρόσωπό του εγκατεστημένο στην Κοινότητα, μόνο σε ένα αναγνωρισμένο για το σκοπό αυτό οργανισμό.

2. Οι οργανισμοί έγκρισης που ορίζονται από τα κράτη μέλη συνιστούν έναν ενιαίο φορέα. Ο εν λόγω φορέας, κατά την εκπλήρωση της αποστολής του, πρέπει να συνεργάζεται στενά με την Επιτροπή, η οποία για σημαντικά θέματα ζητά τη γνώμη της επιτροπής που αναφέρεται στο άρθρο 19. Εάν ένα κράτος μέλος έχει ορίσει περισσότερους από έναν οργανισμούς έγκρισης, τότε ο συντονισμός των οργανισμών αυτών υπάγεται στην αρμοδιότητα του κράτους μέλους· το κράτος μέλος αυτό ορίζει επίσης τον οργανισμό που θα εκπροσωπεί τους υπόλοιπους στα πλαίσια του ενιαίου φορέα.

3. Οι κοινοί κανόνες διαδικασίας για την κατάθεση της αίτησης, την προετοιμασία και τη χορήγηση των εγκρίσεων, εκπονούνται από τον φορέα που συνιστούν οι οριζόμενοι οργανισμοί έγκρισης. Οι κοινοί κανόνες διαδικασίας εγκρίνονται από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων βάσει της γνωμοδότησης της επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 20.

4. Οι οργανισμοί έγκρισης παρέχουν, στα πλαίσια του φορέα τον οποίο συνιστούν, κάθε απαραίτητη αμοιβαία υποστήριξη. Ο φορέας αυτός είναι επίσης υπεύθυνος για το συντονισμό σε συγκεκριμένα θέματα τεχνικών εγκρίσεων. Για το σκοπό αυτό και εφόσον παρίσταται ανάγκη, ο ενιαίος φορέας σχηματίζει υποομάδες.

5. Οι ευρωπαϊκές τεχνικές εγκρίσεις δημοσιεύονται από τους οργανισμούς έγκρισης, οι οποίοι τις κοινοποιούν σε όλους τους άλλους αναγνωρισμένους οργανισμούς. Εάν αναγνωρισμένος οργανισμός έγκρισης το ζητήσει, του παρέχεται πλήρης σειρά των εγγράφων της εγκρίσεως που χορηγήθηκε, προς ενημέρωσή του.

6. Τα έξοδα που προκύπτουν από τη διαδικασία της ευρωπαϊκής τεχνικής έγκρισης βαρύνουν τον αιτούντα σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΙΣΤΟΤΗΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ

1.   ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΠΙΣΤΟΤΗΤΑΣ

Κατά τον καθορισμό των διαδικασιών βεβαίωσης της πιστότητας ενός προϊόντος προς τις τεχνικές προδιαγραφές βάσει του άρθρου 13, πρέπει να χρησιμοποιούνται οι παρακάτω μέθοδοι ελέγχου της πιστότητας. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για ένα σύστημα, καθώς και ο συνδυασμός τους, ρυθμίζονται ανάλογα με τις απαιτήσεις για το εκάστοτε προϊόν ή ομάδα προϊόντων και βάσει των αναφερόμενων στο άρθρο 13 παράγραφοι 3 και 4 κριτηρίων:

α) αρχική δοκιμή τύπου του προϊόντος από τον κατασκευαστή ή από αναγνωρισμένο οργανισμό·

β) τακτικός, βάσει προκαθορισμένου σχεδίου, έλεγχος δειγμάτων λαμβανομένων στο εργοστάσιο από τον κατασκευαστή ή αναγνωρισμένο οργανισμό·

γ) δειγματοληπτική δοκιμή (audit-testing) δειγμάτων λαμβανομένων στην ελεύθερη αγορά, σε εργοτάξιο ή στο εργαστάσιο από τον κατασκευαστή, ή από έναν αναγνωρισμένο οργανισμό·

δ) εξέταση, από τον κατασκευαστή ή αναγνωρισμένο οργανισμό, δειγμάτων λαμβανομένων από παρτίδα που παραδόθηκε ή πρόκειται σύντομα να παραδοθεί·

ε) έλεγχος της παραγωγής στο εργοστάσιο·

στ) αρχική επιθεώρηση του εργοστασίου και του ελέγχου της παραγωγής στο εργοστάσιο από έναν αναγνωρισμένο οργανισμό·

ζ) διαρκής επιθεώρηση, αξιολόγηση και εκτίμηση του ελέγχου της παραγωγής στο εργαστάσιο από έναν αναγνωρισμένο οργανισμό.

Σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, έλεγχος της παραγωγής στο εργοστάσιο σημαίνει συνεχής εσωτερικός έλεγχος της παραγωγής από τον κατασκευαστή. Όλα τα στοιχεία, απαιτήσεις και μέτρα που ακολουθεί ο κατασκευαστής καταγράφονται συστηματικά με τη μορφή γραπτών συμβάσεων και διαδικασιών. Αυτή η καταγραφή του συστήματος ελέγχου της παραγωγής εξασφαλίζει την κοινή κατανόηση της εγγύησης της ποιότητας και επιτρέπει να παρακολουθείται ο βαθμός στον οποίο επιτυγχάνονται τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά του προϊόντος καθώς και η αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος ελέγχου της παραγωγής.

2.   ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΒΕΒΑΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΟΤΗΤΑΣ

Οφείλουν να χρησιμοποιούνται κατά προτίμηση τα κατωτέρω συστήματα βεβαίωσης της πιστότητας:

i) Πιστοποίηση της πιστότητας του προϊόντος από αναγνωρισμένο οργανισμό πιστοποίησης με βάση:

α) (καθήκοντα του κατασκευαστή)

1. τον έλεγχο της παραγωγής στο εργαστάσιο,

2. τον πρόσθετο έλεγχο δειγμάτων λαμβανομένων στο εργοστάσιο, ο οποίος διενεργείται από τον κατασκευαστή βάσει προκαθορισμένου σχεδίου·

β) (καθήκοντα του αναγνωρισμένου οργανισμού)

3. την πρώτη δοκιμή τύπου του προϊόντος,

4. την αρχική επιθεώρηση του εργοστασίου και του ελέγχου της παραγωγής στο εργοστάσιο,

5. τη διαρκή επιθεώρηση, αξιολόγηση και αναγνώριση του ελέγχου της παραγωγής στο εργοστάσιο,

6. ενδεχομένως, τη δειγματοληπτική δοκιμή δειγμάτων λαμβανομένων στην ελεύθερη αγορά, στο εργοστάσιο ή στο εργοτάξιο.

ii) Δήλωση πιστότητας του προϊόντος από τον κατασκευαστή, με βάση:

Πρώτη δυνατότητα:

α) (καθήκοντα του κατασκευαστή)

1. την πρώτη δοκιμή τύπου του προϊόντος,

2. τον έλεγχο της παραγωγής στο εργοστάσιο,

3. ενδεχομένως, τη δοκιμή δειγμάτων λαμβανομένων στο εργοστάσιο βάσει προκαθορισμένου σχεδίου·

β) (καθήκοντα του αναγνωρισμένου οργανισμού)

4. την πιστοποίηση της εγκυρότητας του ελέγχου της παραγωγής στο εργοστάσιο, με βάση:

 την αρχική επιθεώρηση του εργοστασίου και του ελέγχου της παραγωγής στο εργοστάσιο,

 ενδεχομένως, τη συνεχή επιθεώρηση, αξιολόγηση και αναγνώριση του ελέγχου της παραγωγής στο εργοστάσιο.

Δεύτερη δυνατότητα:

1. την αρχική δοκιμή τύπου του προϊόντος από αναγνωρισμένο εργαστήριο,

2. τον έλεγχο της παραγωγής στο εργοστάσιο.

Τρίτη δυνατότητα:

1. την πρώτη δοκιμή τύπου από τον κατασκευαστή,

2. τον έλεγχο της παραγωγής στο εργοστάσιο.

3.   ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΑΡΜΟΔΙΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΒΕΒΑΙΩΣΕΩΝ ΠΙΣΤΟΤΗΤΑΣ

Όσον αφορά τη λειτουργία, οι οργανισμοί που είναι αρμόδιοι για τη χορήγηση βεβαιώσεων διακρίνονται:

i)  σε οργανισμούς πιστοποίησης, δηλαδή αμερόληπτους οργανισμούς, κυβερνητικούς ή μη, οι οποίοι έχουν την κατάλληλη αρμοδιότητα και ευθύνη για την πιστοποίηση της πιστότητας σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες διαδικασίας και διαχείρισης·

ii)  σε οργανισμούς επιθεώρησης, δηλαδή αμερόληπτους οργανισμούς οι οποίοι διαθέτουν την οργάνωση, το προσωπικό, την ικανότητα και την ακεραιότητα που απαιτούνται για τη διεκπεραίωση σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια, εργασιών, όπως αξιολόγηση, πρόταση αποδοχής και επακόλουθος έλεγχος των διαδικασιών ελέγχου της ποιότητας του κατασκευαστή, επιλογή και αξιολόγηση των προϊόντων επιτόπου ή στο εργοστάσιο ή αλλού, σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια·

iii)  σε εργαστήριο δοκιμών, δηλαδή σε εργαστήριο το οποίο μετρά, εξετάζει, δοκιμάζει, βαθμονομεί ή με άλλο τρόπο καθορίζει τα χαρακτηριστικά ή τις επιδόσεις των υλικών ή των προϊόντων.

Στις περιπτώσεις i) και ii) (πρώτη δυνατότητα) της παραγράφου 2, οι τρεις λειτουργίες 3 i) έως 3 iii) είναι δυνατόν να επιτελούνται από έναν και μόνο οργανισμό ή από διαφορετικούς οργανισμούς, οπότε ο οργανισμός επιθεώρησης ή το εργαστήριο δοκιμών τα οποία συμμετέχουν στη διαδικασία της βεβαίωσης της πιστότητας λειτουργούν υπό την αιγίδα του οργανισμού πιστοποίησης.

Τα κριτήρια τα οποία αφορούν την αρμοδιότητα, την αμεροληψία και την ακεραιότητα των οργανισμών πιστοποίησης, επιθεώρησης καθώς και των εργαστηρίων δοκιμών περιέχονται στο παράρτημα IV.

4.    ►M1  ΣΗΜΑΝΣΗΠΙΣΤΟΤΗΤΑΣ CE ◄ , ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΠΙΣΤΟΤΗΤΑΣ ΕΚ, ΔΗΛΩΣΗ ΠΙΣΤΟΤΗΤΑΣ ΕΚ

▼M1

4.1.   Σήμανση πιστότητας «CE»

 η σήμανση πιστότητας «CE» αποτελείται από το ακρωνύμιο «CE» σύμφωνα με την ακόλουθο γραφική απεικόνιση:

 

 σε περίπτωση σμίκρυνσης ή μεγέθυνσης της σήμανσης «CE», πρέπει να διατηρούνται οι αναλογίες που προκύπτουν από την παραπάνω βαθμολογημένη γραφική απεικόνιση.

 Τα διάφορα στοιχεία της σήμανσης «CE» πρέπει να έχουν την ίδια ή σχεδόν την ίδια κατακόρυφη διάσταση, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 5 mm.

 Μετά τη σήμανση πιστότητας «CE», ακολουθούν ο αριθμός αναγνώρισης του οργανισμού που παρεμβαίνει στη φάση του ελέγχου της παραγωγής.

Συμπληρωματικές ενδείξεις

 Η σήμανση «CE» συνοδεύεται από την επωνυμία ή το διακριτικό σήμα του κατασκευαστή, τα δύο τελευταία ψηφία του έτους επίθεσης της σήμανσης «CE», και στις κατάλληλες περιπτώσεις, τον αριθμό της βεβαίωσης πιστότητας ΕΚ, και, κατά περίπτωση, ενδείξεις που επιτρέπουν την αναγνώριση των χαρακτηριστικών του προϊόντος ανάλογα με τις τεχνικές προδιαγραφές.

▼B

4.2.   Πιστοποιητικό πιστότητας ΕΚ

Το πιστοποιητικό πιστότητας ΕΚ περιλαμβάνει, κυρίως, τα ακόλουθα στοιχεία:

 όνομα και διεύθυνση του οργανισμού πιστοποίησης,

 επωνυμία και διεύθυνση του κατασκευαστή ή του εγκατεστημένου στην Κοινότητα αντιπροσώπου του,

 περιγραφή του προϊόντος (τύπος, χαρακτηρισμός, χρήση, κλπ.),

 διατάξεις τις οποίες πληροί το προϊόν,

 ειδικές συνθήκες χρήσης του προϊόντος,

 τον αριθμό του πιστοποιητικού,

 προϋποθέσεις και διάρκεια ισχύος του πιστοποιητικού, ανάλογα με την περίπτωση,

 όνομα και αρμοδιότητα του εξουσιοδοτημένου προσώπου που υπογράφει το πιστοποιητικό.

4.3.   Δήλωση πιστότητας ΕΚ

Η δήλωση πιστότητας ΕΚ περιλαμβάνει κυρίως τα ακόλουθα στοιχεία:

 επωνυμία και διεύθυνση του κατασκευαστή ή του εξουσιοδοτημένου στην Κοινότητα αντιπροσώπου του,

 περιγραφή του προϊόντος (τύπος, χαρακτηρισμός, χρήση, κλπ.),

 διατάξεις τις οποίες πληροί το προϊόν,

 ειδικές συνθήκες χρήσης του προϊόντος,

 όνομα και διεύθυνση του αναγνωρισμένου οργανισμού, ανάλογα με την περίπτωση,

 όνομα και αρμοδιότητα του εξουσιοδοτημένου προσώπου που υπογράφει τη δήλωση εξ ονόματος του κατασκευαστή ή του εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου του.

4.4.

Το πιστοποιητικό και η δήλωση πιστότητας συντάσσονται στην επίσημη γλώσσα ή γλώσσες του κράτους μέλους στο οποίο θα χρησιμοποιηθεί το προϊόν.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙV

ΕΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ, ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ

Τα εργαστήρια δοκιμών, οι οργανισμοί επιθεώρησης και οι οργανισμοί πιστοποίησης που ορίζονται από τα κράτη μέλη πρέπει να πληρούν τουλάχιστον τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

1. επαρκές προσωπικό και απαιτούμενα μέσα και εξοπλισμό,

2. προσωπικό με εμπειρία σε τεχνικά θέματα και επαγγελματική ακεραιότητα,

3. αμεροληψία των υπαλλήλων και του τεχνικού προσωπικού ως προς όλους τους κύκλους, τις ομάδες ή τα πρόσωπα που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με τα προϊόντα του τομέα των δομικών έργων, κατά τη διενέργεια των δοκιμών, την προετοιμασία των εκθέσεων, την έκδοση των πιστοποιητικών και τη διεξαγωγή του ελέγχου,

4. τήρηση του επαγγελματικού απόρρητου από το προσωπικό,

5. ασφάλιση αστικής ευθύνης, εκτός αν η ευθύνη αυτή καλύπτεται από το κράτος σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

Η τήρηση των προϋποθέσεων 1 και 2 ελέγχεται κατά διαστήματα από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών.



( 1 ) ΕΕ αριθ. C 93 της 6. 4. 1987, σ. 1.

( 2 ) ΕΕ αριθ. C 305 της 16. 11. 1987, σ. 74, και

ΕΕ αριθ. C 326 της 19. 12. 1988.

( 3 ) ΕΕ αριθ. C 95 της 11. 4. 1988, σ. 29.

( 4 ) ΕΕ αριθ. C 136 της 4. 6. 1985, σ. 1.

( 5 ) ΕΕ αριθ. L 109 της 26. 4. 1983, σ. 8.

( 6 ) Απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23).

( 7 ) Η παρούσα οδηγία κοινοποιήθηκε στα κράτη μέλη στις 27 Δεκεμβρίου 1988.