16.5.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 132/11


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΫΟΥΣΑΣ ΑΡΧΉΣ ΤΗΣ ΕΖΕΣ

αριθ. 521/12/COL

της 19ης Δεκεμβρίου 2012

για την περάτωση της επίσημης διαδικασίας έρευνας που κινήθηκε με την απόφαση αριθ. 363/11/COL σχετικά με κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε σε τρεις ισλανδικές επενδυτικές τράπεζες μέσω αναπροσαρμοσμένων δανείων με προτιμησιακούς όρους (Ισλανδία)

Η ΕΠΟΠΤΕΥΟΥΣΑ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΖΕΣ (εφεξής «η Αρχή»),

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (εφεξής «η συμφωνία για τον ΕΟΧ»), και ιδίως το άρθρο 61 και το πρωτόκολλο 26,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τη συμφωνία μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου (εφεξής «η συμφωνία περί Εποπτείας και Δικαστηρίου»), και ιδίως το άρθρο 24,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ το πρωτόκολλο 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου («πρωτόκολλο 3»), και ιδίως το άρθρο 1 παράγραφος 3 του μέρους Ι, καθώς και το άρθρο 4 παράγραφος 4 και το άρθρο 6 του μέρους ΙΙ,

ΑΦΟΥ ΚΑΛΕΣΕ τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις (1) και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

1.   Διαδικασία

(1)

Με επιστολή της 22ας Ιουνίου 2010, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ («η Αρχή») έλαβε καταγγελία από την ισλανδική εταιρεία χαρτοφυλακίου H.F. Verðbréf hf. στην οποία προβαλλόταν ο ισχυρισμός ότι το ισλανδικό Δημόσιο Ταμείο είχε χορηγήσει, τον Μάρτιο του 2009, παράνομη κρατική ενίσχυση στις επενδυτικές τράπεζες Saga Capital και VBS, μετατρέποντας το βραχυπρόθεσμο χρέος τους στην Κεντρική Τράπεζα της Ισλανδίας (εφεξής «CBI») σε μακροπρόθεσμα δάνεια με ευνοϊκούς όρους. Η επιστολή ελήφθη και πρωτοκολλήθηκε από την Αρχή στις 7 Ιουλίου 2010 (έγγρ. αναφ. αριθ. 563424).

(2)

Αφού έλαβε τις σχετικές πληροφορίες από τις ισλανδικές αρχές και αφού εξέτασε την υπόθεση με αυτές, σε συνεδρίαση η οποία πραγματοποιήθηκε στις 6 Ιουνίου 2011 (2), η Αρχή αποφάσισε, με την απόφαση αριθ. 363/11/COL, της 23ης Νοεμβρίου 2011, να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης σε τρεις ισλανδικές επενδυτικές τράπεζες μέσω αναπροσαρμοσμένων δανείων με προτιμησιακούς όρους (3). Με την απόφαση αυτή, η Αρχή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Με επιστολή της 21ης Φεβρουαρίου 2012 (έγγρ. αναφ. αριθ. 625875), οι ισλανδικές αρχές υπέβαλαν παρατηρήσεις σχετικά με την απόφαση αριθ. 363/11/COL της Αρχής.

(3)

Τον Ιούνιο του 2012, η Αρχή έλαβε πληροφορίες από την καταγγέλλουσα, H.F. Verðbréf hf., όσον αφορά τη διαδικασία εκκαθάρισης της Saga Capital hf. (έγγρ. αναφ. αριθ. 641907). Η Αρχή έλαβε επίσης πληροφορίες σχετικά με το θέμα αυτό από άλλες πηγές και παρακολούθησε εκ του σύνεγγυς τη διαδικασία εκκαθάρισης των επενδυτικών τραπεζών τις οποίες αφορούσε η απόφαση αριθ. 363/11/COL.

2.   Περιγραφή των μέτρων

2.1.   Τα δάνεια έναντι ενεχύρου και ο μηχανισμός δανεισμού χρεογράφων της CBI

(4)

Τα μέτρα που είχαν υποβληθεί σε προκαταρκτική αξιολόγηση στην απόφαση αριθ. 363/11/COL της Αρχής συνδέονται με τα δάνεια έναντι ενεχύρου και τον μηχανισμό δανεισμού χρεογράφων της CBI. H CBI, ως κεντρική τράπεζα και ύστατος δανειστής και σύμφωνα με τη νομισματική πολιτική άλλων κεντρικών τραπεζών, παρέσχε βραχυπρόθεσμες πιστωτικές διευκολύνσεις σε χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις υπό τη μορφή δάνεια έναντι ενεχύρου (4), σύμφωνα με τις διατάξεις των σχετικών κανόνων της CBI. Το 2007 και το 2008, τα δάνεια έναντι ενεχύρου αυξήθηκαν σταθερά και η CBI κατέστη η κυριότερη πηγή ρευστότητας των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. Τη στιγμή της χρηματοοικονομικής κατάρρευσης των τριών ισλανδικών εμπορικών τραπεζών, τον Οκτώβριο του 2008, η CBI είχε αποκτήσει σημαντικές απαιτήσεις έναντι των εγχώριων χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, οι οποίες καλύπτονταν με διάφορα είδη εγγυήσεων.

(5)

Λόγω της κατάρρευσης των τραπεζών, η αξία των εγγυήσεων μειώθηκε, και κατέστη σαφές ότι η CBI είχε υποστεί ζημίες λόγω των επισφαλών εγγυήσεων. Αφού έλαβε την έγκριση του Κοινοβουλίου, το Δημόσιο Ταμείο και η CBI συνήψαν συμφωνία τον Ιανουάριο του 2009, σύμφωνα με την οποία η CBI εκχωρούσε στο υπουργείο οικονομικών μέρος των πιστώσεών της σε δάνεια έναντι ενεχύρου έναντι των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, καθώς και τους υποκείμενους τίτλους. Τον Φεβρουάριο του 2010, το υπουργείο και η CBI συμφώνησαν ότι οι πιστώσεις που είχαν προηγουμένως εκχωρηθεί από την CBI στο υπουργείο θα έπρεπε να μεταφερθούν, στις 31 Δεκεμβρίου 2009, με μειωμένη τιμή στην Eignarhaldsfélag Seðlabanka Íslands (ESÍ), μια νεοϊδρυθείσα εταιρεία χαρτοφυλακίου της CBI.

(6)

Η υπηρεσία διαχείρισης του δημόσιου χρέους (GDM), υπό τη διοίκηση της CBI, παρέχει δανειοδοτικές διευκολύνσεις σε ειδικούς διαπραγματευτές κρατικών χρεογράφων. Σκοπός του δανεισμού βάσει των εν λόγω τίτλων του Δημοσίου είναι να βελτιωθεί η λειτουργία της αγοράς και να διατηρηθεί η ρευστότητα στην αγορά για τις σειρές ομολόγων που δημιουργεί η GDM. Οι τίτλοι που γίνονται δεκτοί από την υπηρεσία GDM ως εγγύηση των ομολόγων και γραμματίων του Δημοσίου αποτελούν όλοι κρατικά ομόλογα και ενυπόθηκα ομόλογα αναφοράς που υπόκεινται σε ηλεκτρονική διαπραγμάτευση στη δευτερογενή αγορά. Άλλοι ηλεκτρονικά διαπραγματεύσιμοι τίτλοι μπορούν επίσης να γίνουν δεκτοί, ανάλογα με τα κριτήρια που καθορίζονται στη συγκεκριμένη δανειοδοτική διευκόλυνση Το επιτόκιο για τα εν λόγω δάνεια βασίζεται στο επιτόκιο επαναγοράς της CBI. Η μέγιστη διάρκεια της σύμβασης ανέρχεται σε 28 ημέρες (5).

2.2.   Μετατροπή βραχυπρόθεσμων πιστωτικών διευκολύνσεων σε μακροπρόθεσμα δάνεια

(7)

Τον Μάρτιο του 2009, το Υπουργείο Οικονομικών συνήψε συμφωνίες μετατροπής δανείων με τις Saga Capital Investment Bank hf., VBS Investment Bank hf. και Askar Capital Investment Bank hf. Οι συμβάσεις δανείων συνήφθησαν όλες με παρόμοιους όρους. Τα ποσά των δανείων βασίστηκαν σε διακανονισμό των αντίστοιχων οφειλών τον Δεκέμβριο του 2008. Οι όροι επιστροφής των δανείων που χορηγήθηκαν στις Saga και VBS ήταν ακριβώς οι ίδιοι. Τα δάνεια έπρεπε να εξοφληθούν μέσα στην επόμενη επταετία με τιμαριθμική αναπροσαρμογή και με ετήσιο επιτόκιο 2 %. Οι όροι επιστροφής του δανείου που χορηγήθηκε στην Askar Capital ήταν παρόμοιοι, με εξαίρεση το ετήσιο επιτόκιο που ανερχόταν σε 3 %. Το συνολικό ονομαστικό ποσό του χρέους, το οποίο μπορούσε να καταλογιστεί στις τρεις επενδυτικές τράπεζες, τη στιγμή της έκδοσης των μακροπρόθεσμων ομολόγων, ανερχόταν σε 52,4 δισεκατ. κορόνες Ισλανδίας (6).

(8)

Τα προαναφερθέντα μέτρα βασίζονταν στις προτάσεις ομάδας εργασίας που υπέβαλε, στις 20 Ιανουαρίου 2009, μνημόνιο στον υπουργό Οικονομικών για την αναδιάρθρωση χρέους που όφειλαν οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις λόγω διευκολύνσεων δάνεια έναντι ενεχύρου που τους χορήγησε η CBI. Το μνημόνιο βασιζόταν σε πληροφορίες σχετικά με τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και την ικανότητά τους να εξοφλήσουν το χρέος. Σύμφωνα με το μνημόνιο, λόγω των επιπτώσεων της χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης στην Ισλανδία, οι ενδιαφερόμενες χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις δεν ήταν σε θέση να εξοφλήσουν πλήρως τα χρέη τους στην CBI. Το μνημόνιο της εν λόγω ομάδας εργασίας αναφέρει επίσης ότι, τη στιγμή εκείνη, ολόκληρος ο μηχανισμός των ισλανδικών αρχών προσπαθούσε να διατηρήσει σε λειτουργία το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας και να προστατέψει τα συμφέροντα των καταθετών. Με βάση τα ανωτέρω, καθώς και με άλλες εκτιμήσεις, κρίθηκε αναγκαίο να ληφθούν ορισμένα μέτρα για να διασφαλιστεί ότι οι επιχειρήσεις θα ήταν σε θέση να εξοφλήσουν τα χρέη τους.

(9)

Σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές, η απόφαση σχετικά με τους όρους και τις προϋποθέσεις του τόκου δεν επικεντρώθηκε στη δίκαιη και κανονική απόδοση κεφαλαίου, δεδομένου ότι ήταν εξαρχής σαφές ότι οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις ήταν μάλλον απίθανο να εξοφλήσουν πλήρως τις εν λόγω οφειλές τους. Αντίθετα, η ομάδα εργασίας εστιάστηκε στην αναζήτηση αρκετά υψηλού επιτοκίου που να έχει σημασία για την εν λόγω επιχείρηση, αλλά όχι τόσο υψηλού ώστε να αποκλειστεί η πιθανότητα εξόφλησης και να εξαλειφθεί, με τον τρόπο αυτό, κάθε κίνητρο των εν λόγω επιχειρήσεων να αναδιαρθρώσουν τα οικονομικά τους.

(10)

Ωστόσο, οι ισλανδικές αρχές όρισαν πράγματι συγκεκριμένες προϋποθέσεις για τη μετατροπή του χρέους. Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις αυτές, οι οφειλέτες ήταν, μεταξύ άλλων, υποχρεωμένοι να μην καταβάλουν τα μερίσματα, εκτός εάν παρείχαν προκαταβολή που αντιστοιχούσε στα δάνεια, δεν μπορούσαν να αναλάβουν κανέναν κίνδυνο πέραν του 20 % του αρχικού κεφαλαίου (CAD), κάθε πριμοδότηση στους υπαλλήλους τους θα έπρεπε να είναι μέτρια, ήταν υποχρεωμένοι να παρέχουν στον δανειστή λεπτομερείς τριμηνιαίες εκθέσεις σχετικά με τις δραστηριότητές τους και οι δείκτες CAD των οφειλετών δεν έπρεπε να υπολείπονται του 10 %. Σε περίπτωση που η CBI έκρινε ότι η κατάσταση ρευστότητας των οφειλετών δεν ήταν αποδεκτή ή ότι οι δείκτες CAD υπολείπονταν του 10 %, ο δανειστής μπορούσε να απαιτήσει να του αποδοθεί ως μετοχικό κεφάλαιο το εναπομένον ποσό των δανείων μαζί με τους τόκους και άλλες συναφείς δαπάνες. Σκοπός των προϋποθέσεων αυτών είναι να αυξηθεί η πιθανότητα πλήρους ανάκτησης των δανείων και, συνεπώς, να διασφαλιστούν τα συμφέροντα του Δημοσίου.

(11)

Για λεπτομερέστερη περιγραφή των μέτρων, βλ. απόφαση αριθ. 363/11/COL της Αρχής (7).

2.3.   Ο στόχος του μέτρου και η εθνική νομική βάση

(12)

Σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές, ο στόχος των μέτρων ήταν διττός: πρώτον, να διαφυλαχθούν τα τεράστια κρατικά συμφέροντα, με τη μεγιστοποίηση των ποσών που θα ανακτούσε το Δημόσιο Ταμείο, και, δεύτερον, να δοθεί στις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις περιθώριο ευελιξίας και μια ευκαιρία να επιλύσουν τα προβλήματά τους και να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν.

(13)

Τα μέτρα βασίστηκαν σε έγκριση του ισλανδικού κοινοβουλίου (σημείο 7.20 του συμπληρωματικού προϋπολογισμού για το έτος 2008), δυνάμει της οποίας ο υπουργός οικονομικών, εξ ονόματος του Δημοσίου Ταμείου, ήταν εξουσιοδοτημένος να εξαγοράσει από την Κεντρική Τράπεζα της Ισλανδίας εμπορικά γραμμάτια που είχαν ενεχυριασθεί στην τράπεζα ως εγγύηση για τα δάνεια, καθώς και να προβεί σε διακανονισμό των απαιτήσεων αυτών με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

2.4.   Οι δικαιούχοι

(14)

Όπως επισημάνθηκε προηγουμένως, οι τρεις δικαιούχοι των εν λόγω μέτρων ήταν οι Saga Capital Investment Bank hf., VBS Investment Bank hf. και Askar Capital Investment Bank hf. Λεπτομερέστερη περιγραφή των τριών δικαιούχων και των μεταγενέστερων εξελίξεων σχετικά με τις δραστηριότητές τους περιλαμβάνονται στα σημεία 2.5 και 2.6 της απόφασης αριθ. 363/11/COL της Αρχής.

3.   Λόγοι για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας

(15)

Στην απόφαση αριθ. 363/11/COL, η Εποπτεύουσα Αρχή εκτίμησε αρχικά κατά πόσον τα μέτρα του Δημοσίου Ταμείου για τη μετατροπή των βραχυπρόθεσμων απαιτήσεων σε μακροπρόθεσμα δάνεια με ευνοϊκούς όρους συμβιβάζονταν με τις διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Ωστόσο, δεδομένου ότι η συμμετοχή του κράτους ως κυριότερου πιστωτή των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων προερχόταν από παλαιότερα μέτρα, και συγκεκριμένα από την παροχή δάνεια έναντι ενεχύρου και τον δανεισμό τίτλων από μέρους της CBI, ήταν απαραίτητο να εξεταστεί κατά πόσον τα μέτρα αυτά συνιστούσαν ενδεχομένως κρατική ενίσχυση.

(16)

Ως εκ τούτου, η Αρχή άρχισε την εκτίμησή της αναλύοντας τα βραχυπρόθεσμα δάνεια έναντι ενεχύρου που χορήγησε η CBI στις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Οι ισλανδικές αρχές είχαν τονίσει ότι οι βραχυπρόθεσμες πιστωτικές διευκολύνσεις εντάσσονταν στο πλαίσιο της συνήθους νομισματικής πολιτικής της CBI και των χρηματοπιστωτικών μέτρων της, καθώς και στη συνήθη διαχείριση του δημόσιου χρέους από το Δημόσιο Ταμείο. Η Αρχή δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι τα εν λόγω μέτρα εντάσσονταν στο πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής και της διαχείρισης του δημόσιου χρέους, ούτε ότι βασίζονταν στους κανόνες που διέπουν τη νομισματική πολιτική και τη διαχείριση του δημόσιου χρέους (8). Τα μέτρα ελήφθησαν με πρωτοβουλία των ενδιαφερόμενων χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και, την περίοδο εκείνη, η CBI δεν καλυπτόταν από καμία αντεγγύηση εκ μέρους του κράτους. Κατά συνέπεια, η Αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα βραχυπρόθεσμα δάνεια έναντι ενεχύρου που χορήγησε η CBI στις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, καθώς και οι βραχυπρόθεσμες δανειοδοτικές διευκολύνσεις του Δημοσίου Ταμείου δεν συνιστούσαν κρατική ενίσχυση.

(17)

Ωστόσο, σύμφωνα με την αρχική γνώμη της Αρχής, οι συμφωνίες μετατροπής των δανείων από το Δημόσιο Ταμείο ισοδυναμούσαν με κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Οι ακόλουθες πτυχές προσδιορίστηκαν στην απόφαση για την έναρξη επίσημης διαδικασίας έρευνας:

i)

Η Αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα ελήφθησαν σαφώς με κρατικούς πόρους, δεδομένου ότι τα δάνεια είχαν χορηγηθεί από το Υπουργείο Οικονομικών με βάση την έγκριση που προβλέπει ο κρατικός προϋπολογισμός.

ii)

Η Εποπτεύουσα Αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα είχαν παράσχει στις τρεις επενδυτικές τράπεζες εμπορικά πλεονεκτήματα, δεδομένου ότι απαλλάσσονταν από δαπάνες (υπό μορφή πληρωμών τόκων και άλλων δαπανών συνδεόμενων με βραχυπρόθεσμες πιστωτικές διευκολύνσεις της CBI) που θα έπρεπε κανονικά να είχαν αναληφθεί από τους προϋπολογισμούς τους. Η Αρχή εξέφρασε επίσης αμφιβολίες για το κατά πόσον τα μέτρα συμβιβάζονταν με τη συμπεριφορά υποθετικού ιδιώτη πιστωτή σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση, δεδομένων των ευνοϊκών όρων αποπληρωμής των δανείων και του γεγονότος ότι οι έλεγχοι δεν προέβλεπαν την αύξηση των επιτοκίων σε περίπτωση βελτίωσης της χρηματοοικονομικής κατάστασης των οφειλετών.

iii)

Όσον αφορά την επιλεκτικότητα, η Αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα ήταν αδύνατον να θεωρηθεί ότι τα μέτρα είναι γενικού χαρακτήρα, δεδομένου ότι ευνοούσαν τρεις επιχειρήσεις συγκεκριμένου οικονομικού κλάδου ενώ άλλες επιχειρήσεις δεν επωφελούνταν από αυτά. Επομένως, τα μέτρα έπρεπε να θεωρηθούν ως επιλεκτικά (9). Επιπλέον, οι ισλανδικές αρχές δεν προσκόμισαν σαφή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι ευνοϊκές συμφωνίες μετατροπής δανείων ίσχυαν πράγματι και για όλες τις επιχειρήσεις που βρίσκονταν σε ανάλογη νομική και πραγματική κατάσταση με εκείνη των Saga Capital, VBS και Askar Capital.

iv)

Τέλος, η Αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα ήταν πιθανό να προκαλέσουν στρέβλωση του ανταγωνισμού. Παρότι οι ενδιαφερόμενες επενδυτικές τράπεζες λειτουργούσαν κυρίως στην ισλανδική αγορά και ήταν μέτριου μεγέθους, δραστηριοποιούνταν, ωστόσο, στην παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών οι οποίες, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, ήταν εντελώς ανοικτές στον ανταγωνισμό και το εμπόριο.

(18)

Εξάλλου, η Αρχή είχε αμφιβολίες κατά πόσον οι κρατικές ενισχύσεις ήταν δυνατό να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ. Για να υποστηρίξουν την επιχειρηματολογία τους, δηλ. ότι τα μέτρα συμβιβάζονταν με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ, οι ισλανδικές αρχές επικαλέστηκαν το άρθρο 61 παράγραφος 3 της ίδιας της συμφωνίας, καθώς και τις κατευθυντήριες γραμμές της Αρχής όσον αφορά τη διάσωση και την αναδιάρθρωση. Ωστόσο, οι ισλανδικές αρχές δεν υπέβαλαν κανένα αποδεικτικό στοιχείο υπέρ της αξιολόγησης της συμβατότητας του μέτρου κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ ή των προσωρινών κατευθυντηρίων γραμμών της για τις κρατικές ενισχύσεις σε σχέση με τη χρηματοπιστωτική κρίση. Η Αρχή τόνισε ότι οι προσωρινοί κανόνες σχετικά με τις ενισχύσεις στις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις προέβλεπαν τον περιορισμό της ενίσχυσης στο ελάχιστο αναγκαίο, την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του τραπεζικού τομέα και διασφαλίσεις έναντι αδικαιολόγητων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Ειδικότερα, οι κατευθυντήριες γραμμές ορίζουν κανόνες που διασφαλίζουν τη δέουσα και επαρκή απόδοση των επενδυόμενων πόρων κατά την ανακεφαλαιοποίηση επιχειρήσεων από το κράτος (10). Στους όρους αποπληρωμής των χορηγηθέντων κρατικών δεν φαίνεται να έχουν ληφθεί υπόψη οι εν λόγω αρχές. Τα δάνεια χορηγήθηκαν με προθεσμία αποπληρωμής επτά ετών, πρόβλεψη τιμαριθμικής αναπροσαρμογής και σταθερό επιτόκιο 2 % ετησίως, σαφώς χαμηλότερο από το επιτόκιο της αγοράς. Για να ενθαρρυνθεί η εξόφληση του κρατικού κεφαλαίου δεν είχε προβλεφθεί καμία αύξηση του επιτοκίου. Βάσει των ανωτέρω, η Αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι όροι δανεισμού αυτού του είδους δεν ήταν συμβατοί με τις κατευθυντήριες γραμμές της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις.

4.   Παρατηρήσεις των ισλανδικών αρχών

(19)

Οι παρατηρήσεις των ισλανδικών αρχών εστιάζονται στην άποψή τους ότι τα μέτρα ήταν συμβατά με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ. Κατά την άποψή τους, τα μέτρα δεν ήταν επιλεκτικά, δεδομένου ότι η κατάσταση των τριών επενδυτικών τραπεζών ήταν μοναδική, ενώ άλλες τράπεζες, όπως οι Straumur, SPB και SPRON, δεν βρίσκονταν σε κατάσταση παρόμοια με εκείνη των τριών επενδυτικών τραπεζών. Ορισμένοι από τους άλλους τραπεζικούς οργανισμούς είχαν ήδη αθετήσει τις υποχρεώσεις τους έναντι των πιστωτών τους τη στιγμή της σύναψης των συμφωνιών για τη μετατροπή των δανείων και οι προσπάθειες αναδιοργάνωσής τους ήταν τόσο σημαντικές, ώστε η μετατροπή των χρεών που είχαν έναντι της CBI δεν θα αποτελούσε καθοριστικό παράγοντα για την οικονομική αναδιάρθρωσή τους. Οι ισλανδικές αρχές ισχυρίστηκαν, επίσης, ότι οι αποφάσεις τους να μετατρέψουν τα δάνεια ήταν σύμφωνες με την αρχή του ιδιώτη πιστωτή, δεδομένου ότι οποιοσδήποτε πιστωτής στην ίδια θέση με το ισλανδικό κράτος την περίοδο εκείνη, θα είχε ενεργήσει κατά τον ίδιο τρόπο.

(20)

Επιπλέον, οι ισλανδικές αρχές προσκόμισαν στοιχεία σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση των τριών επενδυτικών τραπεζών και τις εξελίξεις που σημειώθηκαν από τη στιγμή της έκδοσης της απόφασης αριθ. 363/11/COL της Αρχής (11).

(21)

Με βάση το γεγονός ότι οι τρεις δικαιούχοι διέκοψαν κάθε οικονομική δραστηριότητα από τη στιγμή της έκδοσης της απόφασης αριθ. 363/11/COL, και σύμφωνα με την πάγια πρακτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Αρχής να επιδιώκουν τον χαρακτηρισμό των μέτρων σε περιστάσεις του τύπου αυτού και να αξιολογούν τη συμβατότητά τους (12), οι ισλανδικές αρχές υποστήριξαν ότι δεν συνέτρεχαν λόγοι περαιτέρω εξέτασης του θέματος.

II.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

(22)

Το άρθρο 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ ορίζει τα ακόλουθα:

«Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη μέλη της ΕΚ, τα κράτη της ΕΖΕΣ ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής, είναι ασυμβίβαστες με τη λειτουργία της παρούσας συμφωνίας, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών συναλλαγές, εκτός εάν η παρούσα συμφωνία ορίζει άλλως».

(23)

Τούτο σημαίνει ότι, για να χαρακτηριστούν τα μέτρα ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, πρέπει να συμπεριλαμβάνουν ενίσχυση χορηγούμενη από το κράτος ή με κρατικούς πόρους, να αποφέρουν πλεονέκτημα στην αποδέκτρια επιχείρηση, να είναι επιλεκτικά, να νοθεύουν τον ανταγωνισμό και να μπορούν να επηρεάζουν τις συναλλαγές μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών.

(24)

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως η αρχή, στην απόφαση αριθ. 363/11/COL, κατέληξε στο αρχικό συμπέρασμα ότι τα υπό εξέταση μέτρα, δηλαδή η μετατροπή των βραχυπρόθεσμων πιστωτικών διευκολύνσεων σε μακροπρόθεσμα δάνεια, ανταποκρίνονταν στα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ και, συνεπώς, συνιστούσαν κρατική ενίσχυση. Επιπλέον, δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να υποδηλώνει ότι τα μέτρα ήταν συμβατά με τις γενικές διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων της συμφωνίας για τον ΕΟΧ ή με τις προσωρινές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις σχετικά με τη χρηματοπιστωτική κρίση. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, η Αρχή δεν έλαβε πληροφορίες οι οποίες θα μπορούσαν να μεταβάλουν την εν λόγω αρχική άποψη. Επιπλέον, οι ισλανδικές αρχές δεν κοινοποίησαν στην Αρχή τα μέτρα ενίσχυσης που καλύπτονται από την απόφαση κίνησης της διαδικασίας πριν από την εφαρμογή τους. Ως εκ τούτου, δεν τήρησαν την υποχρέωση κοινοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 3 του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3. Η εφαρμογή των εν λόγω μέτρων ενίσχυσης ήταν, συνεπώς, παράνομη. Ωστόσο, η Αρχή πρέπει να εκτιμήσει κατά πόσον υπάρχει λόγος περαιτέρω επανεξέτασης της υπόθεσης.

(25)

Όπως επισημάνθηκε στην απόφαση αριθ. 363/11/COL, η Αskar Capital Investment Bank hf. είχε ήδη υποστεί το 2007 σημαντικές απώλειες επί των επενδύσεών της σε δομημένα πιστωτικά προϊόντα υψηλού κινδύνου (sub-prime) με ενυπόθηκα δάνεια των ΗΠΑ ως υποκείμενα περιουσιακά στοιχεία. Η τράπεζα αντιμετώπισε ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες τον Ιούνιο του 2010, όταν το ανώτατο δικαστήριο της Ισλανδίας αποφάνθηκε ότι τα δάνεια που ήταν εκφρασμένα σε συνάλλαγμα ήταν παράνομα. Στις 14 Ιουλίου 2010, η τράπεζα τελικά κήρυξε πτώχευση και, την ίδια ημέρα, εξαγοράστηκε από την Αρχή Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας («FME»). Σύμφωνα με τις πληροφορίες που υποβλήθηκαν αργότερα στην Αρχή, η Τράπεζα βρίσκεται επί του παρόντος στη διαδικασία της εκκαθάρισης και έχει πλέον διακόψει κάθε οικονομική δραστηριότητα.

(26)

Όπως είχε ήδη επισημανθεί στην απόφαση 363/11/COL, η οικονομική κατάσταση της VBS Investment bank hf. επιδεινώθηκε σημαντικά ύστερα από ανεπιτυχείς διαπραγματεύσεις μεταξύ της Τράπεζας, των πιστωτών και των μετόχων της, και, στη συνέχεια, το 2010, οι πιστωτές της τράπεζας διέκοψαν όλες τις διαπραγματεύσεις. Με την απόφαση της 3ης Μαρτίου 2010, η FME διόρισε προσωρινό διοικητική συμβούλιο για την VBS. Στις 9 Απριλίου 2010, με απόφαση του Πρωτοδικείου του Ρέικιαβικ κινήθηκε η διαδικασία εκκαθάρισης της VBS, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 101 του νόμου αριθ. 161/2002 περί χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. Δεδομένου ότι η τράπεζα βρισκόταν σε κατάσταση εκκαθάρισης, ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της.

(27)

Η άδεια λειτουργίας της Saga Capital ανακλήθηκε με απόφαση της FME στις 28 Σεπτεμβρίου 2011. Στη συνέχεια, η FME ζητήσει να κινηθεί διαδικασία εκκαθάρισης της Saga Capital και να διοριστεί επιτροπή εκκαθάρισης. Το Περιφερειακό Δικαστήριο της Βορειοανατολικής Ισλανδίας, με απόφαση της 16ης Μαΐου 2012, συμμορφώθηκε με τα αιτήματα της FME και δήλωσε ότι η Saga Capital θα έπρεπε να υποβληθεί σε διαδικασία εκκαθάρισης. Στις 14 Ιουνίου 2012, το ανώτατο δικαστήριο της Ισλανδίας επιβεβαίωσε αυτή την απόφαση. Η απόφαση της FME να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της Saga Capital επιβεβαιώθηκε με απόφαση του Πρωτοδικείου του Ρέικιαβικ, με ημερομηνία 5 Μαρτίου 2012. Κατά της απόφασης του Πρωτοδικείου του Ρέικιαβικ ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου. Ωστόσο, η Τράπεζα έχει διακόψει όλες τις επιτρεπόμενες πράξεις της, δεδομένου ότι έχει ανακληθεί η άδεια λειτουργίας της ως χρηματοπιστωτικού οργανισμού.

(28)

Είναι, επομένως, σαφές ότι οι τρεις επενδυτικές τράπεζες έχουν σταματήσει πλέον κάθε οικονομική δραστηριότητα, ότι οι άδειες λειτουργίας τους έχουν ανακληθεί, ότι βρίσκονται σε στάδιο εκκαθάρισης και ότι έχει λήξει η προθεσμία έγερσης αξιώσεων κατά των τραπεζών (13). Εάν χορηγήθηκε κρατική ενίσχυση στις επενδυτικές τράπεζες, η ενίσχυση αυτή δεν συνεπάγεται πλέον στρεβλωτικές επιπτώσεις, και εάν χορηγήθηκε παράνομη ενίσχυση, η ενίσχυση αυτή είναι αδύνατον να ανακτηθεί. Συνεπώς, τυχόν απόφαση της Αρχής σχετικά με το αν τα εν λόγω μέτρα θα πρέπει να θεωρηθούν κρατικές ενισχύσεις και το κατά πόσον συνάδουν με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ δεν θα είχε κανένα πρακτικό αποτέλεσμα (14).

(29)

Επομένως, η συνέχιση της επίσημης διαδικασίας έρευνας που κινήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2 του μέρους I του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου σχετικά με τα ανωτέρω μέτρα είναι άνευ αντικειμένου,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Περατώνεται η επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν σε τρεις ισλανδικές επενδυτικές τράπεζες μέσω αναπροσαρμοσμένων δανείων με προτιμησιακούς όρους.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ισλανδία.

Άρθρο 3

Το κείμενο της παρούσας απόφασης στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό.

Βρυξέλλες, 19 Δεκεμβρίου 2012.

Για την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ

Oda Helen SLETNES

Πρόεδρος

Sverrir Haukur GUNNLAUGSSON

Μέλος του Σώματος


(1)  Η απόφαση της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ αριθ. 363/11/COL της 23.11.2011 να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας όσον αφορά την κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε σε τρεις ισλανδικές επενδυτικές τράπεζες μέσω αναπροσαρμοσμένων δανείων υπό προτιμησιακούς όρους δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 26.1.2012 (ΕΕ C 21 της 26.1.2012, σ. 2) και στο συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 4 της 26.1.2012, σ. 8.

(2)  Βλ. παραγράφους 2 έως 6 της απόφασης αριθ. 363/11/COL της Αρχής.

(3)  Βλ. υποσημείωση 1 ανωτέρω για τα στοιχεία αναφοράς της δημοσίευσης.

(4)  Τα δάνεια έναντι ενεχύρου καλούνται και συμφωνίες επαναγοράς (ρέπος). Τα ρέπος ή οι συμφωνίες επαναγοράς είναι συμβάσεις δυνάμει των οποίων ο πωλητής τίτλων, όπως γραμματίων του Δημοσίου, συμφωνεί να τα επαναγοράσει σε συγκεκριμένο χρόνο και σε καθορισμένη τιμή.

(5)  Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. κανόνες για τις δανειοδοτικές διευκολύνσεις τίτλων της CBI, εξ ονόματος του Δημοσίου Ταμείου, για τους ειδικούς διαπραγματευτές κρατικών χρεογράφων, της 28ης Νοεμβρίου 2008, στην ακόλουθη διεύθυνση: http://www.lanamal.is/assets/nyrlanasysla/regluren08.pdf

(6)  Περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις συμφωνίες δανείων καθορίζονται στην απόφαση αριθ. 363/11/COL, παράγραφοι 11-27.

(7)  Βλ. ιδίως το σημείο 2.2 της απόφασης.

(8)  Οι εν λόγω κανόνες αντικαταστάθηκαν στις 26 Ιουνίου 2009 με τους κανόνες αριθ. 553 για το ίδιο θέμα (που αποτελούν τους ισχύοντες επί του παρόντος κανόνες).

(9)  Βλ. για παράδειγμα την υπόθεση C-75/97 Βασίλειο του Βελγίου κατά Επιτροπής (Maribel bis/ter), Συλλογή 1999, σ. I-3671, καθώς και την πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-106/09 P και C-107/09 P, Επιτροπή κατά κυβέρνησης του Γιβραλτάρ, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί, σκέψη 75.

(10)  Βλ. για παράδειγμα τις κατευθυντήριες γραμμές της Αρχής για την ανακεφαλαιοποίηση στην ακόλουθη διεύθυνση: http://www.eftasurv.int/?1=1&showLinkID=16015&1=1

(11)  Η Αρχή έλαβε αργότερα τις αντίστοιχες πληροφορίες από τον καταγγέλλοντα (έγγρ. αναφ. αριθ. 641907).

(12)  Απόφαση της Επιτροπής, της 25ης Σεπτεμβρίου 2007, σχετικά με τα μέτρα τα οποία έθεσε σε εφαρμογή η Ισπανία υπέρ της IZAR, υπόθεση C 47/2003 (ΕΕ L 44 της 20.2.2008, σ. 33), απόφαση της Επιτροπής, της 9ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με το μέτρο που εφήρμοσε η Γαλλία υπέρ της Mines de Potasse d’Alsace (Αλσατικά Ορυχεία Καλίου), υπόθεση C 53/2000 (ΕΕ L 86 της 24.3.2006, σ. 20) και απόφαση της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ, της 27ης Μαΐου 2009, σχετικά με εικαζόμενη παράνομη ενίσχυση προς την επιχείρηση NordBook AS, υπόθεση 245/09/COL (ΕΕ L 282 της 29.10.2009, σ. 41).

(13)  Πρέπει να σημειωθεί ότι η προθεσμία για την έγερση αξιώσεων στις επιτροπές εκκαθάρισης των τριών τραπεζών έχει λήξει: σύμφωνα με το άρθρο 85 του νόμου αριθ. 21/1991 περί πτωχεύσεων, η προθεσμία για την έγερση αξιώσεων, εν γένει, είναι δύο μήνες, αλλά σε εξαιρετικές περιπτώσεις ο σύνδικος μπορεί να παρατείνει την προθεσμία για τρεις έως έξι πλήρεις μήνες το πολύ. Ανεξάρτητα από τη διάρκειά της, η προθεσμία αυτή αρχίζει όταν δημοσιεύεται για πρώτη φορά η ανακοίνωση προς τους πιστωτές, και αυτό αναφέρεται σαφώς την ίδια ανακοίνωση. Ως εκ τούτου, μια απόφαση της Αρχής σχετικά με την ανάκτηση ασυμβίβαστης ενίσχυσης θα ήταν στην παρούσα υπόθεση άσκοπη. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι ισλανδικές αρχές δεν συμμορφώθηκαν με την υποχρέωση κοινοποίησης βάσει του άρθρου 1 παράγραφος 3 του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, η Αρχή δεν ήταν σε θέση να κινήσει την έρευνα σχετικά με τα μέτρα νωρίτερα από ό, τι έπραξε με την απόφαση 363/11/COL, δηλαδή τον Νοέμβριο του 2011. Σε κάθε περίπτωση, η Αρχή ελπίζει ότι η πώληση των περιουσιακών στοιχείων των τριών επενδυτικών τραπεζών θα διεξαχθεί υπό τους όρους της αγοράς και σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες που εφαρμόζονται στις διαδικασίες πτώχευσης.

(14)  Απόφαση της Επιτροπής, της 25ης Σεπτεμβρίου 2007, σχετικά με τα μέτρα ενίσχυσης που έθεσε σε εφαρμογή η Ισπανία υπέρ της IZAR, υπόθεση C 47/2003 (ΕΕ L 44 της 20.2.2008, σ. 33) και απόφαση της Επιτροπής, της 9ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με το μέτρο που εφήρμοσε η Γαλλία υπέρ της Mines de potasse d’Alsace (Αλσατικά Ορυχεία Καλίου), υπόθεση C-53/2000 (ΕΕ L 86 της 24.3.2006, σ. 20).