17.10.2013   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 276/8


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΫΟΥΣΑΣ ΑΡΧΉΣ ΤΗΣ ΕΖΕΣ

αριθ. 519/12/COL

της 19ης Δεκεμβρίου 2012

για την περάτωση της επίσημης διαδικασίας έρευνας σχετικά με ενδεχόμενη ενίσχυση στην AS Oslo Sporveier και την AS Sporveisbussene (Νορβηγία)

Η ΕΠΟΠΤΕΥΟΥΣΑ ΑΡΧΗΤΗΣ ΕΖΕΣ («ΑΡΧΗ»)

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο («Συμφωνία ΕΟΧ»), και ιδίως τα άρθρα 49 και 61 έως 63 και το πρωτόκολλο 26,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τη συμφωνία μεταξύ των κρατών ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου («Συμφωνία περί Εποπτείας και Δικαστηρίου»), και ιδίως το άρθρο 24,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ το πρωτόκολλο 3 της Συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου («πρωτόκολλο 3»), και ιδίως το άρθρο 1 παράγραφος 2 του μέρους Ι και το άρθρο 7 παράγραφος 2 του μέρους ΙΙ,

ΑΦΟΥ ΚΑΛΕΣΕ τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις (1),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.1   Διοικητική διαδικασία που κατέληξε στην απόφαση της Αρχής αριθ. 254/10/COL

(1)

Με επιστολή της 11ης Αυγούστου 2006, η Αρχή έλαβε καταγγελία («η καταγγελία») από την Konkurrenten.no AS (η «καταγγέλλουσα») με τον ισχυρισμό ότι οι νορβηγικές αρχές χορήγησαν κρατική ενίσχυση στην AS Oslo Sporveier και την AS Sporveisbussene. Η επιστολή πρωτοκολλήθηκε από την Αρχή στις 16 Αυγούστου 2006 (αριθ. αναφοράς 384017). Με επιστολή της 17ης Αυγούστου 2006 προς την καταγγέλλουσα, η Αρχή βεβαίωσε την παραλαβή της καταγγελίας (αριθ. αναφοράς 384134).

(2)

Με επιστολή της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, η Αρχή διαβίβασε την καταγγελία στις νορβηγικές αρχές και ζήτησε από αυτές να τη σχολιάσουν (αριθ. αναφοράς 387163). Με επιστολή της 11ης Οκτωβρίου 2006, οι νορβηγικές αρχές απάντησαν στην αίτηση παροχής πληροφοριών. Η επιστολή πρωτοκολλήθηκε από την Αρχή στις 19 Οκτωβρίου 2006 (αριθ. αναφοράς 392725).

(3)

Με επιστολή στις 20 Οκτωβρίου 2006, η καταγγέλλουσα υπέβαλε πρόσθετες παρατηρήσεις. Η Αρχή πρωτοκόλλησε την επιστολή στις 23 Οκτωβρίου 2006 (αριθ. αναφοράς 394520).

(4)

Με επιστολή της 29ης Νοεμβρίου 2006, η Αρχή ζήτησε πρόσθετες πληροφορίες από τις νορβηγικές αρχές (αριθ. αναφοράς 394397). Οι νορβηγικές αρχές απάντησαν με επιστολή της 11ης Ιανουαρίου 2007. Η Αρχή πρωτοκόλλησε την επιστολή την 12η Ιανουαρίου 2007 (αριθ. αναφοράς 406541).

(5)

Με επιστολή της 19ης Ιουνίου 2007, η Αρχή ζήτησε πρόσθετες πληροφορίες από τις νορβηγικές αρχές (αριθ. αναφοράς 425271). Οι νορβηγικές αρχές απάντησαν με ηλεκτρονική επιστολή στις 16 Αυγούστου 2007 (αριθ. αναφοράς 434326).

(6)

Με ηλεκτρονική επιστολή της 20ής Φεβρουαρίου 2008, η καταγγέλλουσα υπέβαλε συμπληρωματικές πληροφορίες (αριθ. αναφοράς 466226).

(7)

Με ηλεκτρονική επιστολή της 2ας Απριλίου 2008, η Αρχή ζήτησε και πρόσθετες πληροφορίες από τις νορβηγικές αρχές (αριθ. αναφοράς 471926). Οι νορβηγικές αρχές απάντησαν με ηλεκτρονική επιστολή στις 29 Απριλίου 2008 (αριθ. αναφοράς 475480).

(8)

Η καταγγέλλουσα υπέβαλε πρόσθετες πληροφορίες με ηλεκτρονικές επιστολές της 25ης Μαΐου 2008 (αριθ. αναφοράς 478132), της 2ας Ιουνίου 2008 (αριθ. αναφοράς 479743), της 9ης Ιουλίου 2008 (αριθ. αναφοράς 489623 και 489626), της 14ης Αυγούστου 2008 (αριθ. αναφοράς 489591), της 15ης Αυγούστου 2008 (αριθ. αναφοράς 488527), της 20ής Ιανουαρίου 2009 (αριθ. αναφοράς 505210) και της 22ας Ιανουαρίου 2009 (αριθ. αναφοράς 505503).

(9)

Στις αρχές του 2010, η Αρχή και οι νορβηγικές αρχές είχαν άτυπη τηλεφωνική και ηλεκτρονική επικοινωνία σχετικά με την υπόθεση. Στις 21 Απριλίου 2010, οι νορβηγικές αρχές απέστειλαν στην Αρχή ηλεκτρονική επιστολή που περιείχε συγκεντρωμένες τις πληροφορίες τις οποίες είχε λάβει η Αρχή στο πλαίσιο αυτών των επικοινωνιών (αριθ. αναφοράς 554417).

(10)

Στις 21 Ιουνίου 2010, η Αρχή εξέδωσε την απόφαση αριθ. 254/10/COL με την οποία έθεσε την υπόθεση στο αρχείο με την αιτιολογία ότι η υπό εξέταση ενίσχυση είχε πάψει να υφίσταται. Με επιστολές της 21ης Ιουνίου 2010, η Αρχή κοινοποίησε αντίγραφα της απόφασης αριθ. 254/10/COL στις νορβηγικές αρχές (αριθ. αναφοράς 558824) και στην καταγγέλλουσα (αριθ. αναφοράς 561949).

1.2   Απόφαση του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ στην υπόθεση E-14/10, Κonkurrenten.no AS κατά Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ

(11)

Με την υποβολή αίτησης στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ στις 2 Σεπτεμβρίου 2010, η καταγγέλλουσα άσκησε προσφυγή ακυρώσεως της απόφασης της Αρχής αριθ. 254/10/COL.

(12)

Στις 22 Αυγούστου 2011, το Δικαστήριο ΕΖΕΣ εξέδωσε την απόφασή του στην υπόθεση E-14/10 Konkurrenten.no AS κατά Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ, με την οποία ακύρωσε την απόφαση αριθ. 254/10/COL στην ολότητά της, για τους ακόλουθους λόγους.

(13)

Καταρχήν, το Δικαστήριο ΕΖΕΣ έκρινε την απόφαση ανεπαρκώς αιτιολογημένη, από την άποψη ότι η Αρχή δεν εξήγησε πώς η ανανέωση της παραχώρησης, την 1η Ιανουαρίου 2000, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μέρος υφισταμένου καθεστώτος ενίσχυσης, ή γιατί δεν μπορούσε να θεωρηθεί σχετική τροποποίηση του εν λόγω καθεστώτος ενίσχυσης (2).

(14)

Δεύτερον, το Δικαστήριο ΕΖΕΣ έκρινε ότι η Αρχή είχε παραβεί την υποχρέωσή της να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας για ενίσχυση που χορηγήθηκε την περίοδο 1997-2000. Έκρινε ότι η Αρχή δεν μπορούσε να αποκλείσει την πιθανότητα να είχαν λάβει η AS Oslo Sporveier και η AS Sporveisbussene ενίσχυση καθ' υπέρβαση της ζημίας που συνδέεται με την εκτέλεση υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας και ότι η Αρχή θεωρούσε πράγματι ότι η εν λόγω υπεραντιστάθμιση είχε συμβεί ενδεχομένως στο παρελθόν. Συνεπώς, το Δικαστήριο ΕΖΕΣ έκρινε ότι η Αρχή θα έπρεπε να είχε κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας για να ενημερωθεί πλήρως, κατά το δυνατό, για τα πραγματικά περιστατικά. Επίσης κηρύχθηκε δεόντως τεκμηριωμένος ο ισχυρισμός του αιτούντος σχετικά με τα ίδια ζητήματα όσον αφορά την περίοδο 2000-2008 (3).

(15)

Τρίτον, το Δικαστήριο ΕΖΕΣ έκρινε ότι η Αρχή δεν προσδιόρισε αν η εισφορά κεφαλαίου αφορούσε μόνο μη χρηματοδοτούμενες συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις που προέκυψαν σε σχέση με την εκτέλεση υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας ή κάλυπταν και άλλες δραστηριότητες. Εφόσον το Δικαστήριο ΕΖΕΣ δεν μπορούσε να επανεξετάσει την απόφαση σε σχέση με τον ισχυρισμό του αιτούντος ότι η εισφορά κεφαλαίου δεν αντιστοιχούσε σε πληρωμή για την παροχή υπηρεσιών μεταφοράς, αυτό συνιστούσε έλλειψη αιτιολόγησης (4).

1.3   Επανεκτίμηση της καταγγελίας

(16)

Η καταγγέλλουσα ισχυρίζεται ότι τα ακόλουθα μέτρα ενδέχεται να αποτελούν παράνομη κρατική ενίσχυση:

1.

διασταυρούμενες επιδοτήσεις μεταξύ των τεσσάρων εταιρειών AS Oslo Sporveier, AS Sporveisbussene, Arctic Express AS και Sporveisbussenes Turbiler AS (5),

2.

εισφορά κεφαλαίου 41 499 000 ΝΟΚ που πραγματοποίησε το 2004 η AS Oslo Sporveier στην AS Sporveisbussene,

3.

ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση σε μια μη ανταγωνιστική αγορά, που επέτρεψε στην AS Sporveisbussene να μην καταβάλει φόρο επί των κερδών, και

4.

χορήγηση εγγυήσεων από την AS Sporveisbussene στις θυγατρικές της Arctic Express AS και Sporveisbussenes Turbiler AS.

(17)

Η Αρχή άρχισε να επανεκτιμά την καταγγελία και ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες από τις νορβηγικές αρχές με ηλεκτρονική επιστολή της 25ης Οκτωβρίου 2011 (αριθ. αναφοράς 613053). Οι νορβηγικές αρχές απάντησαν σε τηλεφωνική συνδιάλεξη στις 28 Οκτωβρίου 2011. Ακόμη, οι νορβηγικές αρχές υπέβαλαν συμπληρωματικές πληροφορίες σε συσκέψεις στο Όσλο στις 29 Νοεμβρίου 2011 και στις Βρυξέλλες στις 9 Δεκεμβρίου 2011 και 17 Ιανουαρίου 2012. Με ηλεκτρονικές επιστολές της 13ης Δεκεμβρίου 2011 (αριθ. αναφοράς 621639) και της 20ής Ιανουαρίου 2012 (αριθ. αναφοράς 622816), οι νορβηγικές αρχές υπέβαλαν συμπληρωματικά στοιχεία.

(18)

Με επιστολή της 27ης Ιανουαρίου 2012 (αριθ. αναφοράς 622888), η Αρχή ζήτησε από τις νορβηγικές αρχές πρόσθετες πληροφορίες (6). Οι νορβηγικές αρχές απάντησαν με επιστολή της 22ας Φεβρουαρίου 2012 (αριθ. αναφοράς 625908, 625916, 625949, 626065 και 626066) και ηλεκτρονικές επιστολές της 5ης Μαρτίου 2012 (αριθ. αναφοράς 627096 και 627097).

1.4   Επίσημη έρευνα

(19)

Με την απόφαση αριθ. 123/12/COL της 28ης Μαρτίου 2012 («απόφαση για την κίνηση διαδικασίας», η Αρχή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας που ορίζει το άρθρο 1 παράγραφος 2 του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 3 για ενδεχόμενη ενίσχυση στην AS Oslo Sporveier και την AS Sporveisbussene. Με επιστολή της ίδιας ημερομηνίας (αριθ. αναφοράς 627869), η Αρχή ενημέρωσε τις νορβηγικές αρχές σχετικά με την απόφασή της και τις κάλεσε να υποβάλουν παρατηρήσεις.

(20)

Με επιστολή της 4ης Ιουνίου 2012 (αριθ. αναφοράς 636738), οι νορβηγικές αρχές υπέβαλαν παρατηρήσεις σχετικά με την απόφαση να κινηθεί διαδικασία. Με ηλεκτρονική επιστολή της 28ης Ιουνίου 2012 (αριθ. αναφοράς 639422), η Αρχή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες. Οι νορβηγικές αρχές απάντησαν με ηλεκτρονική επιστολή της 7ης Σεπτεμβρίου 2012 (αριθ. αναφοράς 645982). Με ανταλλαγή ηλεκτρονικών επιστολών το διάστημα από 9 έως 23 Νοεμβρίου 2012 (αριθ. αναφοράς 653229, 653257, 653526, 654300, 654332, 654345 και 654470), η Αρχή ζήτησε και έλαβε πρόσθετες πληροφορίες από τις νορβηγικές αρχές.

(21)

Η απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο συμπλήρωμα ΕΟΧ (7). Η Αρχή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την απόφαση να κινηθεί διαδικασία. Η Αρχή έλαβε παρατηρήσεις από δύο ενδιαφερόμενα μέρη. Με επιστολή της 2ας Αυγούστου 2012 (αριθ. αναφοράς 643450), η καταγγέλλουσα, η Konkurrenten.no AS, υπέβαλε τις παρατηρήσεις της στην Αρχή. Με επιστολή της 6ης Αυγούστου 2012 (αριθ. αναφοράς 643459), η Αρχή έλαβε παρατηρήσεις της Risdal Touring AS, αδελφής εταιρείας της καταγγέλλουσας. Με επιστολή της 4ης Σεπτεμβρίου 2012 (αριθ. αναφοράς 645575), η Αρχή διαβίβασε αυτές τις παρατηρήσεις στις νορβηγικές αρχές. Οι νορβηγικές αρχές ενημέρωσαν την Αρχή ότι δεν θα υπέβαλαν σχόλια επί των παρατηρήσεων των δύο ενδιαφερόμενων μερών, με επιστολή της 3ης Οκτωβρίου 2012 (αριθ. αναφοράς 648581).

2.   Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

(22)

Οι νορβηγικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι η AS Oslo Sporveier δεν είχε χορηγήσει καμία εγγύηση (8). Συνεπώς, η Αρχή έκρινε ότι ο ισχυρισμός της καταγγέλλουσας σχετικά με τις εγγυήσεις ήταν άνευ αντικειμένου (9).

(23)

Η Αρχή είχε, ωστόσο, αμφιβολίες σχετικά με τα άλλα μέτρα που ανέφερε η καταγγελία. Συνεπώς, αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας όσον αφορά τα ακόλουθα τρία μέτρα:

1.

την αντιστάθμιση για την παροχή υπηρεσιών τακτικών μεταφορών με λεωφορεία στο Όσλο που καταβλήθηκε στην AS Oslo Sporveier και την AS Sporveisbussene κατά το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 1994 έως 30 Μαρτίου 2008 («ετήσια αντιστάθμιση»)·

2.

την εισφορά κεφαλαίου που κατέβαλε ο Δήμος του Όσλο το 2004 («η εισφορά κεφαλαίου 2004»), η οποία κάλυψε ένα συσσωρευμένο έλλειμμα συνταξιοδοτικού ταμείου σε σχέση με:

α.

την παροχή δημόσιων υπηρεσιών («εισφορά κεφαλαίου για τη δημόσια υπηρεσία»), καθώς και

β.

εμπορικές δραστηριότητες («εισφορά κεφαλαίου για εμπορικές δραστηριότητες»)· και

3.

την εφαρμογή των κανόνων φορολογίας ομίλου («μέτρο φορολογίας ομίλου»).

3.   ΠΛΑΙΣΙΟ - Η ΙΣΧΥΟΥΣΑ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΟΠΙΚΕΣ ΤΑΚΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΜΕ ΛΕΩΦΟΡΕΙΑ

3.1   Νόμος για τις εμπορικές μεταφορές του 2002 και κανονισμός για τις εμπορικές μεταφορές του 2003

(24)

Επί του παρόντος, ο τομέας των τοπικών μεταφορών με λεωφορεία διέπεται από τον νόμο για τις εμπορικές μεταφορές του 2002 («CTA») (10) και τον κανονισμό για τις εμπορικές μεταφορές του 2003 («CTR») (11). Ο CTA αντικατέστησε τον νόμο περί μεταφορών του 1976 (12). Ο CTR κατάργησε και αντικατέστησε δύο κανονισμούς (13).

(25)

Οι νορβηγικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι οι σχετικές διατάξεις δεν έχουν τροποποιηθεί σημαντικά από τότε που τέθηκε σε ισχύ η Συμφωνία ΕΟΧ το 1994.

3.2   Διοικητική ευθύνη της περιφερειακής διοίκησης

(26)

Στη Νορβηγία, η ευθύνη για την παροχή τοπικών υπηρεσιών δημόσιων μεταφορών έχει ανατεθεί στις περιφερειακές διοικήσεις. Εντούτοις, οι περιφερειακές διοικήσεις δεν είναι υποχρεωμένες να παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες.

(27)

Οι κομητείες μπορούν να παρέχουν τοπικές υπηρεσίες μεταφοράς με λεωφορεία είτε με δικά τους μέσα είτε μέσω διοικητικής εταιρείας (14) που συγκροτείται από την περιφερειακή διοίκηση. Ο CTA προβλέπει ότι, όταν μια περιφερειακή διοίκηση συστήνει διοικητική εταιρεία, τα κεφάλαια που προορίζονται για τη χρηματοδότηση των τοπικών υπηρεσιών μεταφοράς με λεωφορεία θα διατίθενται σε αυτή την εταιρεία (15). Οι διοικητικές εταιρείες μπορούν είτε να αναθέτουν την παροχή υπηρεσιών μεταφοράς με λεωφορεία σε τρίτους είτε να παρέχουν την υπηρεσία οι ίδιες.

3.3   Συγχρηματοδότηση τοπικών υπηρεσιών μεταφοράς από την κεντρική διοίκηση και τις περιφερειακές διοικήσεις

(28)

Οι κομητείες χρηματοδοτούν εν μέρει τις τοπικές υπηρεσίες μεταφοράς με φορολογικά έσοδα. Επιπλέον, βάσει του CTA, οι περιφερειακές διοικήσεις λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση με μορφή συνολικών επιχορηγήσεων (16). Το ποσό των επιχορηγήσεων καθορίζεται με βάση τις ανάγκες χρηματοδότησης των περιφερειακών διοικήσεων από την κεντρική διοίκηση. Συνεπώς, οι περιφερειακές διοικήσεις πρέπει να υποβάλλουν στο Υπουργείο Μεταφορών προϋπολογισμούς, λογαριασμούς και άλλα συναφή στοιχεία που είναι αναγκαία για την εκτίμηση των αναγκών για συνεισφορές (17). Οι νορβηγικές αρχές έχουν δηλώσει ότι, εάν μια περιφερειακή διοίκηση μειώσει το ποσό της συνολικής επιχορήγησης που χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση του κόστους των τοπικών τακτικών μεταφορών, αυτό θα έχει συνέπειες για μελλοντικές επιχορηγήσεις.

3.4   Παραχωρήσεις

3.4.1   Εισαγωγή

(29)

Βάσει του CTA, για την εκτέλεση υπηρεσιών μεταφοράς επιβατών με λεωφορεία έναντι αμοιβής απαιτούνται συμβάσεις παραχώρησης (π.χ. για την πληρωμή από τους χρήστες (τους επιβάτες) των μεταφορικών υπηρεσιών) (18).

(30)

Για την εκτέλεση τακτικών υπηρεσιών μεταφοράς επιβατών με λεωφορεία έναντι αμοιβής απαιτούνται και γενική και ειδική παραχώρηση.

3.4.2   Γενική παραχώρηση για τη μεταφορά επιβατών

(31)

Επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες μεταφοράς επιβατών έναντι αμοιβής πρέπει να διαθέτουν γενική παραχώρηση (19). Για να αποκτήσει γενική παραχώρηση, ο αιτών πρέπει (i) να προσκομίσει πιστοποιητικό καλής συμπεριφοράς, (ii) να διαθέτει επαρκή οικονομικά μέσα και ικανότητες και (iii) να έχει ικανοποιητικά επιχειρηματικά προσόντα (20). Οι γενικές παραχωρήσεις δεν υπόκεινται σε χρονικό περιορισμό (21).

3.4.3   Ειδικές παραχωρήσεις για τακτικές υπηρεσίες μεταφοράς επιβατών

(32)

Εκτός από τη γενική παραχώρηση, κάθε επιχείρηση που επιθυμεί να εκτελεί τακτικά δρομολόγια μεταφοράς επιβατών έναντι αμοιβής πρέπει να διαθέτει ειδική παραχώρηση (22). Υπάρχουν δύο τύποι ειδικών παραχωρήσεων: (i) παραχωρήσεις βάσει περιοχής και (ii) παραχωρήσεις για συγκεκριμένα δρομολόγια. Η παραχώρηση βάσει περιοχής έχει υπολειμματικό χαρακτήρα, από την άποψη ότι επιτρέπει στον κάτοχό της να εκτελεί υπηρεσίες τακτικών δρομολογίων λεωφορείων στο σύνολο της καλυπτόμενης περιοχής, εφόσον δεν έχουν χορηγηθεί άλλες ειδικές παραχωρήσεις πραγματοποίησης δρομολογίων στην περιοχή. Ο κάτοχος μιας παραχώρησης για συγκεκριμένο δρομολόγιο είναι η μοναδική οντότητα που δικαιούται να εκτελεί τακτικά δρομολόγια λεωφορείων στο εν λόγω δρομολόγιο.

(33)

Η ειδική παραχώρηση αναθέτει στον παραχωρησιούχο τόσο δικαίωμα όσο και υποχρέωση εκτέλεσης της υπηρεσίας μεταφοράς κατά τα οριζόμενα στη σύμβαση παραχώρησης (23). Μαζί με την αίτηση για ειδική παραχώρηση πρέπει να συνυποβάλλεται πρόταση προγράμματος δρομολογίων και τιμών των εισιτηρίων (24). Τα δρομολόγια και οι τιμές υπόκεινται στον έλεγχο των περιφερειακών αρχών (25). Οι περιφερειακές αρχές μπορούν να επιβάλουν αλλαγές στα δρομολόγια και τις τιμές (26).

(34)

Η ανάθεση των ειδικών παραχωρήσεων μπορεί να πραγματοποιείται είτε: (i) με διαδικασίες διαγωνισμού (ανατίθεται για την περίοδο που ορίζεται στη διαδικασία διαγωνισμού (27), η οποία δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει τα 10 έτη (28)), είτε (ii) απευθείας χωρίς διαγωνισμό (ανάθεση για διάστημα 10 ετών) (29).

3.5   Συστήματα έκδοσης εισιτηρίων

(35)

Οι παραχωρησιούχοι πρέπει να εγκαθιστούν συστήματα έκδοσης εισιτηρίων εγκεκριμένα από τις περιφερειακές αρχές (30).

3.6   Συμβάσεις

(36)

Για να συμπληρώσουν τις συμβάσεις παραχώρησης, οι περιφερειακές αρχές μπορούν να συνάπτουν συμβάσεις με τους παραχωρησιούχους για την παροχή της δημόσιας υπηρεσίας. Οι περιφερειακές αρχές διαθέτουν ελευθερία καθορισμού της μορφής των εν λόγω συμβάσεων (31).

3.7   Αντιστάθμιση των παραχωρησιούχων

(37)

Οι περιφερειακές αρχές είναι υπεύθυνες για την αντιστάθμιση των παραχωρησιούχων (32). Η αντιστάθμιση χορηγείται μόνο σε επιχειρήσεις που εκτελούν μη κερδοφόρα δρομολόγια (δηλ. όταν τα έσοδα που παράγονται από την πώληση εισιτηρίων δεν καλύπτουν το κόστος εκτέλεσης της υπηρεσίας).

(38)

Σύμφωνα με τις νορβηγικές αρχές, βάσει του άρθρου 22 του CTA, η περιφερειακή αρχή είναι υποχρεωμένη να αποζημιώσει τους επιχειρηματίες για την παροχή της υπηρεσίας μεταφοράς σε μη κερδοφόρα δρομολόγια τα οποία επιθυμεί να δημιουργήσει ή να διατηρήσει στην περιφέρειά της (33). Οι περιφερειακές αρχές έχουν τη διακριτική ευχέρεια να καθορίζουν τον τρόπο αποζημίωσης των παραχωρησιούχων· ο CTA και ο CTR δεν περιέχουν συγκεκριμένες διατάξεις για τον τρόπο χορήγησης της αντιστάθμισης.

(39)

Η Αρχή αντιλαμβάνεται ότι το άρθρο 22 του CTA επιτρέπει την αντιστάθμιση για την κάλυψη του κόστους της δημόσιας υπηρεσίας (συμπεριλαμβανομένου ενός εύλογου κέρδους), αφαιρουμένων των εσόδων από τα εισιτήρια, και ότι η αντιστάθμιση πέρα από το ποσό αυτό δεν θα είχε ως βάση τον CTA.

4.   ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΟ ΠΛΑΙΣΙΟ - ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΠΡΟ ΤΟΥ ΕΟΧ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΑΚΤΙΚΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΕΣ - ΝΟΜΟΣ ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΤΟΥ 1976

4.1   Εισαγωγή

(40)

Απαντώντας στην απόφαση για την κίνηση διαδικασίας, οι νορβηγικές αρχές υπέβαλαν περισσότερα στοιχεία σχετικά με το ιστορικό του συστήματος αντιστάθμισης της παροχής τοπικών τακτικών υπηρεσιών μεταφορών.

4.2   Κεντρική ευθύνη του κράτους για τις τοπικές τακτικές μεταφορές

(41)

Οι νορβηγικές αρχές εξήγησαν ότι, όταν τέθηκε σε ισχύ ο νόμος περί μεταφορών του 1976 (34), υπεύθυνο για τις τοπικές τακτικές υπηρεσίες μεταφορών ήταν το κράτος (Υπουργείο Μεταφορών). Η διαχείριση των τοπικών τακτικών συγκοινωνιών σε κάθε κομητεία ασκούνταν από δημόσιους οργανισμούς συγκοινωνιών.

4.3   Διαδικασία αποκέντρωσης

4.3.1   Εισαγωγή

(42)

Σύντομα, αφότου τέθηκε σε ισχύ ο νόμος περί μεταφορών του 1976, ξεκίνησε διαδικασία αποκέντρωσης. Από την 1η Ιανουαρίου 1979 υπήρχε δυνατότητα μεταβίβασης των αρμοδιοτήτων του Υπουργείου Μεταφορών στην περιφερειακή διοίκηση. Ταυτόχρονα, οι κρατικοί φορείς συγκοινωνιών μετατράπηκαν σε περιφερειακούς διοικητικούς φορείς.

(43)

Το 1981, με την εισαγωγή του άρθρου 24α στον νόμο περί μεταφορών του 1976, με χορήγηση χρηματοδότησης στις περιφερειακές αρχές, το κράτος μπορούσε να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα χρηματοδότησης των τοπικών τακτικών συγκοινωνιών στις περιφερειακές διοικήσεις (35). Στο Όσλο, το άρθρο 24α τέθηκε σε εφαρμογή το 1983, όταν ο Δήμος του Όσλο (ο οποίος είναι επίσης περιφερειακή αρχή) (36) εισέπραξε για πρώτη φορά παρόμοια χρηματοδότηση.

4.3.2   Ο κανονισμός του 1980

(44)

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της διαδικασίας αποκέντρωσης ήταν ο κανονισμός της 19ης Δεκεμβρίου 1980 για την αντιστάθμιση παροχής τοπικών τακτικών μεταφορών («ο κανονισμός του 1980»). Το άρθρο 1 του κανονισμού του 1980 αναφέρει ότι η περιφερειακή αρχή ήταν υπεύθυνη να χρηματοδοτεί τις τοπικές τακτικές μεταφορές. Σύμφωνα με το άρθρο 3, το ποσό της αντιστάθμισης ορίζεται κάθε έτος, βάσει της διαφοράς ανάμεσα στα εκτιμώμενα έσοδα, σε συνάρτηση με τις καθορισμένες τιμές και τις εκπτώσεις, και στο εύλογο κόστος.

(45)

Ο κανονισμός του 1980 περιέχει επίσης κανόνες σχετικά με τον έλεγχο και την πρόσβαση σε πληροφορίες και διευκρινίζει τις αρμοδιότητες, αφενός, του Υπουργείου Μεταφορών και, αφετέρου, των περιφερειακών αρχών. Το άρθρο 7 προβλέπει τη νομική βάση για την έκδοση συμπληρωματικών κανόνων και κατευθυντήριων γραμμών από το Υπουργείο για την αντιστάθμιση της εκτέλεσης τοπικών τακτικών μεταφορών.

4.3.3   Ο κανονισμός του 1982 και η τυποποιημένη κύρια συμφωνία μεταξύ KS και NABC

(46)

Την 1η Ιανουαρίου 1983, ο κανονισμός του 1980 αντικαταστάθηκε με τη θέση σε ισχύ ενός νέου κανονισμού, του κανονισμού της 2ας Δεκεμβρίου 1982 σχετικά με την αντιστάθμιση για την παροχή τοπικών τακτικών υπηρεσιών μεταφορών («κανονισμός του 1982»). Το άρθρο 4 του κανονισμού του 1982 επιβάλλει στις περιφερειακές αρχές την υποχρέωση να συνάπτουν συμφωνίες με τους παραχωρησιούχους σχετικά με την αντιστάθμιση για την παροχή υπηρεσιών τακτικών δημόσιων μεταφορών. Σε αυτή τη βάση, η οργάνωση KS (Νορβηγική Ένωση Τοπικών και Περιφερειακών Αρχών) και η Νορβηγική Ένωση Εταιρειών Λεωφορείων («NABC») (37), συνήψαν τυποποιημένη κύρια συμφωνία («τυποποιημένη κύρια συμφωνία μεταξύ KS και NABC») και τυποποιημένη συμφωνία ετήσιας αντιστάθμισης που θα χρησιμοποιεί κάθε περιφερειακή αρχή κατά τη σύναψη συμφωνιών για την παροχή τακτικών υπηρεσιών μεταφοράς με λεωφορείο. Όσον αφορά τον υπολογισμό της αντιστάθμισης, η τυποποιημένη συμφωνία βασιζόταν στις ίδιες αρχές με αυτές του άρθρου 3 του κανονισμού του 1980. Η τυποποιημένη κύρια συμφωνία προέβλεπε επίσης τον διαχωρισμό του κόστους ανάμεσα στις δημόσιες υπηρεσίες συγκοινωνιών και τις άλλες εμπορικές υπηρεσίες.

4.3.4   Ο κανονισμός του 1985

(47)

Με την υιοθέτηση ενός νέου συστήματος εσόδων για τις περιφερειακές αρχές, εκδόθηκε το 1985 νέος κανονισμός σχετικά με την αντιστάθμιση υπηρεσιών τοπικών μεταφορών («ο κανονισμός του 1985»). Το νέο σύστημα εσόδων για τις περιφερειακές αρχές (και τους δήμους) συνίστατο στην κεντρική συνεισφορά ενός κατ' αποκοπήν ποσού για τις τοπικές μεταφορές. Το κύριο στοιχείο του κανονισμού του 1985 ήταν η σχέση μεταξύ του Υπουργείου Μεταφορών και των περιφερειακών αρχών. Ο κανονισμός του 1985 καταργήθηκε την 1η Ιανουαρίου 1987.

5.   ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΤΟΠΙΚΩΝ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΜΕ ΛΕΩΦΟΡΕΙΑ ΣΤΟ ΟΣΛΟ

(48)

Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, η ευθύνη για την παροχή τοπικών τακτικών υπηρεσιών δημόσιων συγκοινωνιών ανατίθεται στις περιφερειακές αρχές.

(49)

Πριν το 1994, τη διαχείριση όλων των δημόσιων μεταφορών του Όσλο ασκούσε η AS Oslo Sporveier (38), διότι ο Δήμος του Όσλο μεταβίβασε στην εταιρεία αυτή καθήκοντα σχεδιασμού και διαχείρισης των δημόσιων μεταφορών του Όσλο (39). Ταυτόχρονα, η AS Oslo Sporveier διέθετε μια εσωτερική διεύθυνση (40) που εκτελούσε τα περισσότερα (41) τακτικά δρομολόγια λεωφορείων στο Όσλο. Η δραστηριότητα αυτή ασκούνταν βάσει παραχώρησης σε επίπεδο περιοχής που ανατέθηκε στις 16 Νοεμβρίου 1992, επιτρέποντας στην AS Oslo Sporveier να εκτελεί τακτικές υπηρεσίες μεταφοράς με λεωφορεία σε ολόκληρο το δίκτυο του Όσλο, εφόσον δεν είχαν δοθεί άλλες ειδικές παραχωρήσεις δρομολογίων.

(50)

Η παραχώρηση παρασχέθηκε για περίοδο 10 ετών, με αναδρομική ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 1990.

(51)

Επιπλέον, από το 1994, η AS Oslo Sporveier παρείχε μικρής κλίμακας υπηρεσίες ξενάγησης με λεωφορεία, πέρα από την εντολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

(52)

Στις 23 Απριλίου 1997, η υπηρεσία μεταφορών με λεωφορεία, που περιλαμβάνει και το μικρό τμήμα ξενάγησης με λεωφορεία, διαχωρίστηκε από την AS Oslo Sporveier και μεταφέρθηκε σε μια νεοσύστατη εταιρεία, την AS Sporveisbussene. Έκτοτε, η AS Sporveisbussene εκτελεί τις τακτικές τοπικές μεταφορές με λεωφορεία, σύμφωνα με παραχώρηση που ανατέθηκε στην AS Oslo Sporveier.

(53)

Οι εταιρείες συνήψαν συμφωνία μεταφορών στις 23 Απριλίου 1997, με αναδρομική ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 1997 («συμφωνία μεταφοράς»). Η συμφωνία μεταφοράς επρόκειτο να λήξει την ημερομηνία λήξης της υφιστάμενης παραχώρησης (δηλαδή στις 31 Δεκεμβρίου 1999), αλλά θα παρατεινόταν αυτομάτως για ένα έτος κάθε φορά, εφόσον θα ανανεωνόταν η παραχώρηση σε επίπεδο περιοχής της AS Oslo Sporveier. Βάσει της παρούσας συμφωνίας μεταφοράς, η AS Sporveierbussene ανέλαβε τις δραστηριότητες δημόσιας υπηρεσίας της AS Oslo Sporveier και εισέπραττε την ετήσια αποζημίωση απευθείας από την AS Oslo Sporveier για τις εν λόγω υπηρεσίες.

(54)

Η παραχώρηση σε επίπεδο περιοχής ανανεώθηκε για άλλη μία δεκαετία στις 20 Σεπτεμβρίου 2001, με αναδρομική ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2000.

(55)

Το 2001, ο Δήμος του Όσλο αποφάσισε να προκηρύξει διαγωνισμό για εξωτερική ανάθεση όλων των τακτικών μεταφορών με λεωφορεία στο Όσλο. Βάσει αυτής της απόφασης, οι τακτικές μεταφορές με λεωφορεία δημοπρατήθηκαν σταδιακά με δημόσιους διαγωνισμούς σε πέντε παρτίδες κατά την περίοδο 2003-2008. Οι αντίστοιχες συμβάσεις τέθηκαν σε ισχύ το έτος μετά την ανάθεσή τους. Η τελευταία παρτίδα δημοπρατήθηκε το 2007 και η τελευταία σύμβαση τέθηκε σε ισχύ στις 30 Μαρτίου 2008.

(56)

Λόγω του υπολειμματικού χαρακτήρα της, το πεδίο της παραχώρησης βάσει περιοχής θα περιοριζόταν σύμφωνα με τη σταδιακή ανάθεση των δρομολογίων που στο παρελθόν καλύπτονταν από την παραχώρηση βάσει περιοχής. Συνεπώς, η παραχώρηση βάσει περιοχής που είχε ανατεθεί στην AS Oslo Sporveier έληξε στις 30 Μαρτίου 2008 (όταν είχαν ανατεθεί όλες οι τακτικές μεταφορές με λεωφορεία του Όσλο). Με τη λήξη της παραχώρησης έληξε και η συμφωνία μεταφορών.

(57)

Όπως διευκρινίζεται ανωτέρω, το 1997, η AS Oslo Sporveier μεταβίβασε στην AS Oslo Sporveisbussene τη μικρή υπηρεσία περιήγησης με λεωφορεία.

(58)

Το 2003, η AS Sporveisbussene σύστησε μια θυγατρική, την Nexus Trafikk AS, για να συμμετάσχει σε διαγωνισμούς για την εκτέλεση τακτικών δρομολογίων λεωφορείων στο Όσλο. Το 2005, η AS Sporveisbussene εξαγόρασε την εταιρεία Arctic Express AS και τη θυγατρική της Lavprisexpressen.no που δραστηριοποιούντο στην παροχή υπηρεσιών επείγουσας μεταφοράς στο αεροδρόμιο και μεταφορών με λεωφορεία σε περιφερειακή κλίμακα. Το 2006, το τμήμα υπηρεσιών μεταφοράς με λεωφορεία διαχωρίστηκε από την AS Sporveisbussene σε μια νεοσύστατη εταιρεία, τη Sporveisbussenes Turbiler AS, η οποία ανήκει κατά 100% στην AS Sporveisbussene.

(59)

Από την 1η Ιουλίου 2006 έως την 1η Ιανουαρίου 2007, αναδιοργανώθηκε η διαχείριση των δημόσιων μεταφορών του Όσλο. Συστάθηκε μια νέα εταιρεία με την επωνυμία AS Oslo Sporveier (η «νέα AS Oslo Sporveier»). Η πρώην AS Oslo Sporveier μετονομάστηκε σε Kollektivtransportproduksjon AS («KTP»). Οι διοικητικές λειτουργίες της πρώην AS Oslo Sporveier μεταβιβάστηκαν στη νέα AS Oslo Sporveier.

(60)

Η KTP διατήρησε το επιχειρησιακό τμήμα της AS Oslo Sporveier και την ιδιοκτησία της AS Sporveisbussene. Η τελευταία εξελίχθηκε σε μητρική εταιρεία με τρεις θυγατρικές. Οι θυγατρικές άλλαξαν επωνυμία (η Nexus Trafikk AS σε Unibuss AS, η Sporveisbussenes Turbiler AS σε Unibuss Tur AS και η Arctic Express AS σε Unibuss Ekspress AS).

(61)

Η AS Sporveisbussene συγχωνεύθηκε με την Unibuss AS το 2009. Η εταιρεία αυτή διατήρησε την επωνυμία Unibuss AS και ανέλαβε λειτουργίες μητρικής εταιρείας διατηρώντας την ιδιοκτησία της Unibuss Tur AS και της Unibuss Ekspress AS.

6.   ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΣΤΟ ΟΣΛΟ

6.1   Διοικητική πρακτική

(62)

Όπως προαναφέρθηκε, ο Δήμος του Όσλο είναι υπεύθυνος να καταβάλλει αντιστάθμιση σε φορείς παροχής δημόσιων υπηρεσιών τους οποίους επιθυμεί να συγκροτεί ή να διατηρεί εντός της περιοχής του (42).

(63)

Στο Όσλο, υπάρχει κοινό σύστημα έκδοσης εισιτηρίων που εφαρμόζεται σε όλους τους φορείς εκμετάλλευσης για λεωφορεία, τραμ, μετρό και οχηματαγωγά πλοία. Οι φορείς παροχής δημόσιας υπηρεσίας δεν είναι υπεύθυνοι για το σύστημα έκδοσης εισιτηρίων. Το σύστημα έκδοσης εισιτηρίων υπάγεται στην αρμοδιότητα της KTP (πρώην AS Oslo Sporveier) και οι τιμές των εισιτηρίων υπόκεινται στον έλεγχο του Δήμου του Όσλο.

(64)

Ο παραχωρησιούχος έχει δικαίωμα να κρατήσει τα έσοδα από τα εισιτήρια που πωλούνται για τις τακτικές υπηρεσίες μεταφοράς με λεωφορείο (43). Όταν τα έσοδα από τα εισιτήρια δεν επαρκούν για να καλύψουν το κόστος λειτουργίας, ο παραχωρησιούχος δικαιούται να εισπράξει αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας από τον Δήμο του Όσλο.

(65)

Στο Όσλο, από τη δεκαετία του 1980, και για όσο διάστημα οι συμβάσεις ανετίθεντο σε εξωτερικούς φορείς, η αντιστάθμιση βάσει συμβάσεων απευθείας ανάθεσης καθοριζόταν σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται κατωτέρω. Ουσιαστικά, ο Δήμος του Όσλο και ο παραχωρησιούχος καθόριζαν ένα κατ' αποκοπή ποσό που κάλυπτε τη διαφορά ανάμεσα στις εκτιμώμενες λειτουργικές δαπάνες της εν λόγω δημόσιας υπηρεσίας και τα έσοδα από την πώληση εισιτηρίων (44). Η διαδικασία αυτή αποτελούσε μέρος της διαδικασίας του γενικού προϋπολογισμού στον Δήμο του Όσλο. Σύμφωνα με τις νορβηγικές αρχές, η διαδικασία του προϋπολογισμού περιγράφεται ως ακολούθως:

Ιανουάριος/Φεβρουάριος

Η τοπική κυβέρνηση (Byrådet) καθορίζει τα όρια του προϋπολογισμού για το επόμενο έτος.

Μάρτιος

Οι υπηρεσίες του Δήμου και οι επιχειρήσεις ενημερώνονται για τα όρια του προϋπολογισμού και τις προθεσμίες για την υποβολή προτάσεων για τον προϋπολογισμό.

Μάρτιος/Απρίλιος

Οι δημοτικές επιχειρήσεις καταρτίζουν τον προϋπολογισμό του επόμενου έτους.

Μάιος

Οι δημοτικές υπηρεσίες και επιχειρήσεις υποβάλλουν τις προτάσεις τους για τον προϋπολογισμό με βάση τα έσοδα και έξοδα προηγούμενων ετών σε επίπεδο δραστηριότητας, τα όρια του προϋπολογισμού και παραδοχές για τις μελλοντικές εξελίξεις του κόστους και της αποτελεσματικότητας.

Ιούνιος/Αύγουστος

Διενέργεια συζητήσεων μεταξύ των υπηρεσιών/επιχειρήσεων και της αρμόδιας κυβερνητικής υπηρεσίας για τη διασαφήνιση του προϋπολογισμού και των δραστηριοτήτων που καλύπτονται από αυτόν.

Σεπτέμβριος

Παρουσίαση της πρότασης προϋπολογισμού υπό την τοπική κυβέρνηση της πόλης.

Οκτώβριος

Εξέταση των διαφόρων μερών του προϋπολογισμού από τις διάφορες επιτροπές του Δημοτικού Συμβουλίου (Bystyret).

Οκτώβριος/Νοέμβριος

Η τοπική κυβέρνηση προτείνει αναθεωρημένο προϋπολογισμό.

Δεκέμβριος

Έγκριση του προϋπολογισμού από το Δημοτικό Συμβούλιο.

(66)

Βάσει των προτάσεων για τον προϋπολογισμό (και πιθανών τροποποιήσεων κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού στο Δημοτικό Συμβούλιο), η αντιστάθμιση χορηγούνταν με αποφάσεις για τον προϋπολογισμό βάσει ορισμένων παραδοχών που προσδιορίζονταν σε κάθε απόφαση, όπως η επίτευξη συγκεκριμένης βελτίωσης της αποτελεσματικότητας και η διατήρηση της παροχής στο κοινό υπηρεσιών μεταφορών του προηγούμενου έτους. Οι αποφάσεις έθεταν επίσης ορισμένους στόχους όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τον όγκο των παρεχόμενων υπηρεσιών μεταφοράς και το κόστος κάθε δρομολογίου.

(67)

Η εκτίμηση του ποσού της αντιστάθμισης βασιζόταν στα πραγματικά έξοδα των προηγούμενων ετών, διορθωμένα με βάση τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, την εξέλιξη του νορβηγικού δείκτη τιμών καταναλωτή, τους μισθούς, τους φόρους, και τους νόμους και κανονισμούς που θα επηρέαζαν το κόστος.

(68)

Σύμφωνα με τις νορβηγικές αρχές, τηρούνταν χωριστοί λογαριασμοί για τη δημόσια υπηρεσία και για τις εμπορικές δραστηριότητες (δηλ. την υπηρεσία ξενάγησης με λεωφορεία) τις οποίες εκτελούσε η AS Oslo Sporveier. Επίσης, δεν λαμβάνονταν υπόψη οι εμπορικές δραστηριότητες της AS Oslo Sporveier για τον υπολογισμό της ετήσιας αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας.

(69)

Κατά τις νορβηγικές αρχές, βάσει της συμφωνίας μεταφορών που συνάφθηκε το 1997, η οποία έληξε στις 30 Μαρτίου 2008 όταν όλες οι δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών ανατέθηκαν σε εξωτερικούς φορείς και έληξε και η ίδια η σύμβαση παραχώρησης σε επίπεδο περιοχής, ο υπολογισμός της αντιστάθμισης πραγματοποιούνταν σε ετήσια βάση, σύμφωνα με τις αρχές που εξηγήθηκαν προηγουμένως.

(70)

Συνεπώς, η αντιστάθμιση δημόσιας υπηρεσίας καθορίστηκε με βάση την ίδια διαδικασία. Το ποσό υπολογίστηκε βάσει της διαφοράς ανάμεσα στο κόστος και τα έσοδα από τη δημόσια υπηρεσία και προσαρμόστηκε σύμφωνα με τους ίδιους συντελεστές διόρθωσης καθ’ όλη τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου. Τηρήθηκαν χωριστοί λογαριασμοί για τις δραστηριότητες δημόσιας υπηρεσίας και για τις εμπορικές δραστηριότητες.

6.2   Αποδοτικότητα της δημόσιας υπηρεσίας

(71)

Σύμφωνα με ανασκόπηση των ετήσιων αποτελεσμάτων των δραστηριοτήτων μεταφοράς με λεωφορεία της AS Oslo Sporveier και της AS Sporveisbussene που υπέβαλαν οι νορβηγικές αρχές, το μέσο ετήσιο κέρδος των εταιρειών ήταν 0,49% την περίοδο από το 1994 έως το 2008. Το στοιχείο αυτό, ωστόσο, περιλαμβάνει έσοδα από εμπορικές δραστηριότητες από το 2005 και μετά. Η μέση ετήσια απόδοση για την περίοδο 1994 έως 2005, για την οποία τα δεδομένα που υπέβαλαν οι νορβηγικές αρχές αφορούν αποκλειστικά τη δημόσια υπηρεσία, ήταν 1,98% (45).

6.3   Εισαγωγή συστήματος ανταμοιβής/ποινής (bonus/malus) σχετικά με την ποιότητα

(72)

Όπως εξηγείται ανωτέρω, το 1997 η AS Sporveisbussene άρχισε να παρέχει τοπικές τακτικές υπηρεσίες μεταφορών με λεωφορεία στο Όσλο, σύμφωνα με τη σύμβαση παραχώρησης που ανατέθηκε στην AS Oslo Sporveier. Επιπλέον, συνάφθηκε η συμφωνία μεταφορών μεταξύ της AS Oslo Sporveier και της AS Sporveisbussene. Οι νορβηγικές αρχές εξήγησαν ότι η συμφωνία μεταφορών εισήγαγε την έννοια ενός προτύπου που θα καθόριζε η AS Oslo Sporveier, βάσει του οποίου θα έπρεπε να εκτιμάται η ποιότητα των υπηρεσιών μεταφοράς με λεωφορεία. Σκοπός ήταν να εξευρεθεί ένα πρότυπο που θα αποτελούσε κίνητρο για την AS Sporveisbussene να παρέχει ποιοτικές υπηρεσίες μεταφοράς με λεωφορεία. Η συμφωνία μεταφορών προέβλεπε ότι το σύστημα θα έπρεπε να τεθεί σε εφαρμογή το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 2008.

(73)

Το 2004, εγκρίθηκε το συγκεκριμένο πρότυπο σύστημα ανταμοιβής/ποινής (bonus/malus) (46). Σύμφωνα με το εν λόγω σύστημα, η επίδοση της AS Sporveisbussene εκτιμάται με βάση τα ακόλουθα κριτήρια: (i) συνολική ικανοποίηση πελάτη, (ii) ακρίβεια εκτέλεσης, (iii) επίπεδο ασφάλειας και άνεσης και (iv) προσήνεια του οδηγού. Η ικανοποίηση του πελάτη μετράται βάσει ερευνών. Η ακρίβεια μετράται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων.

(74)

Η AS Oslo Sporveier χορήγησε ανταμοιβή ποιότητας στην AS Sporveisbussene ύψους 3,9 εκατ. ΝΟΚ το 2004. Αυτό αντιπροσωπεύει ποσοστό 0,8% των εσόδων της AS Sporveisbussene εκείνου του έτους (483,5 εκατ. ΝΟΚ). Οι νορβηγικές αρχές εξήγησαν ότι θεωρούν την ανταμοιβή ποιότητας μέρος του εύλογου κέρδους. Οι νορβηγικές αρχές δεν κοινοποίησαν στην Αρχή τη χορήγηση άλλων ανταμοιβών ποιότητας.

6.4   Υπηρεσίες εντός του ομίλου και κατανομή κοινών δαπανών

(75)

Σύμφωνα με τις νορβηγικές αρχές, για την εκτέλεση των εμπορικών υπηρεσιών μεταφοράς με λεωφορεία από την AS Sporveisbussene απαιτούνται μόνο σε περιορισμένο βαθμό υπηρεσίες της AS Oslo Sporveier. Έχει γίνει καταμερισμός αυτών των υπηρεσιών εντός του ομίλου μεταξύ των θυγατρικών του ομίλου Oslo Sporveier Group.

(76)

Από το 1994, οι υπηρεσίες εντός του ομίλου κατανέμονταν κατά κύριο λόγο βάσει συμφωνιών μεταξύ των εταιρειών του ομίλου. Το κόστος των υπηρεσιών βασιζόταν στις τιμές της αγοράς, εάν συμμετείχαν στην παροχή των υπηρεσιών εξωτερικές επιχειρήσεις. Οι συναλλαγές με εξωτερικούς παρόχους αφορούσαν ενδεικτικά τα ακόλουθα: από κοινού αγορά πετρελαίου κίνησης, λιπαντικών κινητήρα ή αντιψυκτικών, υπεκμίσθωση λεωφορείων, μίσθωση περιουσιακών στοιχείων από ιδιωτικές εταιρείες κλπ. Για τις υπηρεσίες αυτές, η εσωτερική τιμή περιελάμβανε και αναλογικό μερίδιο πάγιων δαπανών, καθώς και πρόσθετα έξοδα για την κάλυψη διοικητικών αμοιβών, κατά περίπτωση.

(77)

Όσον αφορά τις υπηρεσίες εντός του ομίλου που παρείχε η AS Oslo Sporveier στην AS Sporveisbussene και τις θυγατρικές της, ή μεταξύ των θυγατρικών, οι νορβηγικές αρχές εξήγησαν ότι οι τιμές αυτών των υπηρεσιών βασίζονταν στο πραγματικό κόστος (π.χ. μίσθωση λεωφορείων και οδηγών σε ειδικές περιπτώσεις, καθαρισμός λεωφορείων κλπ.) ή στον χρησιμοποιούμενο όγκο (π.χ. έκδοση καρτών χρηστών), ή και ανά ώρα, με βάση την περιπλοκότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας. Η πραγματική τιμή περιλάμβανε το κόστος της υπηρεσίας, δηλ. το οριακό κόστος, τις εξωτερικές επιπτώσεις, τις βελτιώσεις της αποτελεσματικότητας και αναλογικό μερίδιο πάγιων δαπανών και κέδρους. Οι νορβηγικές αρχές εξήγησαν ότι παρόμοιες τιμές βάσει κόστους είναι ίσες με τις τιμές της αγοράς.

(78)

Όπως εξηγείται ανωτέρω, η AS Sporveisbussene σύστησε μια θυγατρική το 2003, την Nexus Trafikk AS, για να συμμετέχει σε διαγωνισμούς για την εκμετάλλευση τακτικών υπηρεσιών μεταφορών με λεωφορεία στο Όσλο. Η σύσταση της θυγατρικής δημιούργησε μία κατάσταση κατά την οποία οι επιχειρήσεις (AS Sporveisbussene και Nexus Trafikk AS), λόγω του γεγονότος ότι και οι δύο παρείχαν υπηρεσίες μεταφοράς με λεωφορεία, μοιράζονταν ορισμένα κοινά έξοδα. Οι νορβηγικές αρχές εξήγησαν ότι αυτό οδήγησε τις εταιρείες να δημιουργήσουν ένα νέο σύστημα κατανομής (των νέων) κοινών δαπανών. Το νέο σύστημα εφαρμόστηκε από το 2004 και μετά. Με βάση το νέο σύστημα, οι κοινές δαπάνες, όπως οι δαπάνες ΤΠ και υποδομής επικοινωνιών, οι γενικές δαπάνες δημοσίων σχέσεων, τα έξοδα για προσωπικό της εταιρείας, συμβουλευτικές υπηρεσίες σε σχέση με γενικές συμβάσεις, λογιστικό έλεγχο, συντάξεις, ασφάλειες, λογιστική και μισθολογικές υπηρεσίες, καλύπτονταν από όλες τις εταιρείες του ομίλου με συγκεκριμένο ποσοστό του κύκλου εργασιών της κάθε εταιρείας. Η μέθοδος υπολογισμού αυτών των γενικών εξόδων βασίζεται στον προσδιορισμό όλων των κοινών δαπανών μέσω της ετήσιας διαδικασίας του προϋπολογισμού. Το ποσό αυτών των δαπανών στη συνέχεια αθροίζεται και το ποσοστό των γενικών εξόδων υπολογίζεται διαιρώντας τις προσδιορισθείσες κοινές δαπάνες με τον συνολικό κύκλο εργασιών της AS Sporveisbussene και των θυγατρικών της. Το άθροισμα των γενικών εξόδων που εγγράφονται στον προϋπολογισμό για κάθε εταιρεία καλύπτει τις κοινές δαπάνες που περιλαμβάνονται στον συνολικό προϋπολογισμό. Το ποσοστό ήταν […] (47) % για το 2004, […] (48) % για το 2005 και 2006 και […] (49) % για το 2007 και το 2008.

7.   Η ΕΙΣΦΟΡΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΤΗΣ 2ΑΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2004

7.1   Η καταγγελία

(79)

Η καταγγέλλουσα αναφέρει ότι η AS Oslo Sporveier μετέφερε ποσό 41 499 000 ΝΟΚ σε νέα ίδια κεφάλαια στην AS Sporveisbussene το 2004 και ισχυρίζεται ότι η πράξη αυτή ενείχε ενδεχομένως κρατική ενίσχυση, διότι κανένας ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία αγοράς δεν θα εισέφερε κεφάλαιο σε μια ζημιογόνα επιχείρηση. Επιπλέον, η καταγγέλλουσα ερωτά αν η εισφορά κεφαλαίου αποσκοπούσε στη χρηματοδότηση νέων δραστηριοτήτων σε μια αγορά ανοικτή στον ανταγωνισμό.

(80)

Οι νορβηγικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι ο Δήμος του Όσλο εισέφερε νέα κεφάλαια στην Oslo Sporveier Group στις 2 Απριλίου 2004 και ότι το μέτρο αυτό αφορούσε άπαξ συνεισφορά στο συνταξιοδοτικό ταμείο του ομίλου (Oslo Sporveiers Pensjonskasse) (50) για να καλυφθεί συσσωρευμένο κεφαλαιακό έλλειμμα στους λογαριασμούς του υφισταμένου συνταξιοδοτικού ταμείου. Η χορηγηθείσα στην AS Sporveisbussene εισφορά κεφαλαίου ανήλθε σε 111 760 000 ΝΟΚ. Οι νορβηγικές αρχές εξήγησαν ακόμη ότι, μαζί με την εισφορά κεφαλαίου, η AS Sporveisbussene άλλαξε λογιστικές αρχές για την εκτίμηση των μελλοντικών συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων, με αποτέλεσμα να αναγνωριστούν αυτές οι υποχρεώσεις στους λογαριασμούς της από το 2004 και μετά (51).

(81)

Με βάση τα στοιχεία που υπέβαλαν οι νορβηγικές αρχές, το μόνο που κατανοεί η Αρχή είναι ότι, στις επιστολές του προς την Αρχή, αναφερόμενος στη μεταφορά του ποσού των 41 499 000 ΝΟΚ, η καταγγέλλουσα συγκρίνει τους λογαριασμούς της AS Sporveisbussene του 2003 και του 2004, και αφαίρεσε το ποσό των 39 501 000 ΝΟΚ (συνολικά ίδια κεφάλαια το 2003) από το ποσό των 81 εκατ. ΝΟΚ (συνολικά ίδια κεφάλαια το 2004). Στην παρούσα απόφαση, η Αρχή θα εκτιμήσει την πραγματική εισφορά κεφαλαίου ύψους 111 760 000 ΝΟΚ, το οποίο είναι το κεφάλαιο που χορηγήθηκε για την κάλυψη των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων της AS Sporveisbussene (αντί του ποσού των 41 499 000 ΝΟΚ που αναφέρει η καταγγέλλουσα).

(82)

Οι νορβηγικές αρχές έχουν υποβάλει εξηγήσεις όσον αφορά τη λογική αυτής της εισφοράς κεφαλαίου, η οποία αφορά τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις της AS Sporveisbussene. Αυτές συνοψίζονται κατωτέρω.

7.2   Έλλειμμα του συνταξιοδοτικού ταμείου της AS Oslo Sporveier στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και αυξημένη ετήσια αντιστάθμιση

(83)

Οι νορβηγικές τοπικές αρχές, και οι εταιρείες που ανήκουν στην ιδιοκτησία τους ή ελέγχονται από αυτές, είχαν την υποχρέωση να χορηγούν στους υπαλλήλους τους αναπροσαρμοσμένη σύνταξη ίση με το 70% ή το 66% του τελικού μισθού τους κατά τη συνταξιοδότησή τους σε ηλικία 67 ετών (52).

(84)

Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, κατέστη σαφές ότι το συνταξιοδοτικό ταμείο του Oslo Sporveier Group ήταν υποχρηματοδοτούμενο. Το έλλειμμα είχε συσσωρευθεί επί αρκετά έτη, διότι οι εισφορές στο συνταξιοδοτικό ταμείο δεν λάμβαναν επαρκώς υπόψη τις αυξημένες συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις που ήταν αποτέλεσμα παραγόντων όπως οι αυξήσεις των μισθών των εργαζομένων, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, οι μεταβολές στα αναμενόμενα ποσοστά αναπηρίας κλπ. Σύμφωνα με την εποπτική αρχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών της Νορβηγίας (Kredittilsynet), το συνταξιοδοτικό ταμείο της AS Oslo Sporveier είχε κάλυψη μόλις 46,9% τον Δεκέμβριο του 1995. Τα δημοτικά συνταξιοδοτικά κεφάλαια με κάλυψη κατώτερη του 95% πρέπει να αυξάνονται τουλάχιστον κατά 1,5% ετησίως (53). Ο Δήμος του Όσλο, ως ιδιοκτήτης του, ήταν συνεπώς υποχρεωμένος βάσει του νόμου να καλύπτει το έλλειμμα του ομίλου Oslo Sporveier Group (54). Συνεπώς, όπως όρισε η απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 1996, η AS Oslo Sporveier έπρεπε να υποβάλει σχέδιο κάλυψης του ελλείμματος. Συνεπώς, καταρτίστηκε σχέδιο πληρωμής για την εξάλειψη του ελλείμματος έως το 2020. Το σχέδιο αυτό εγκρίθηκε από την εποπτική αρχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στις 9 Ιουλίου 1997.

(85)

Σύμφωνα με το σχέδιο πληρωμών, ο Δήμος του Όσλο προσάρμοσε προς τα άνω την ετήσια αντιστάθμιση δημόσιας υπηρεσίας, έτσι ώστε να καλύπτει τις αυξημένες συνταξιοδοτικές παροχές.

7.3   Εισφορά κεφαλαίου στην Oslo Sporveiers Pensjonskasse

(86)

Σύμφωνα με τις νορβηγικές αρχές, ο Δήμος του Όσλο αποφάσισε το 2003 να καλύψει το έλλειμμα του συνταξιοδοτικού ταμείου του ομίλου Oslo Sporveier Group με μία άπαξ πληρωμή. Ως εκ τούτου, στις 2 Απριλίου 2004, η AS Oslo Sporveier εισέφερε ποσό 802,5 εκατ. ΝΟΚ (55) στην Oslo Sporveiers Pensjonskasse για την κάλυψη του τρέχοντος συνολικού ελλείμματος (56). Η εισφορά κεφαλαίου κάλυπτε την υποχρηματοδότηση των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων για τους εργαζόμενους των επιχειρήσεων Oslo Sporvognsdrift AS, Oslo T-banedrift AS, AS Oslo Sporveier και AS Sporveisbussene.

(87)

Οι νορβηγικές αρχές εξήγησαν ότι, αν και ο Δήμος του Όσλο ήταν βάσει του νόμου υποχρεωμένος να καλύπτει το έλλειμμα του ομίλου Oslo Sporveier Group, δεν όφειλε να το πράξει αυτό υπό μορφή άπαξ πληρωμής: επέλεξε να το πράξει, διότι η λύση αυτή θα ήταν οικονομικά προσφορότερη από τη συμμετοχή στο υφιστάμενο σχέδιο απόσβεσης. Το ετήσιο ποσό απόσβεσης για την κάλυψη του ελλείμματος ήταν υψηλότερο από το κόστος χρηματοδότησης που ήταν αναγκαίο για την εξυπηρέτηση ισόποσου τραπεζικού δανείου. Επιπλέον, κρίθηκε ότι η άπαξ πληρωμή αποφέρει εξοικονομήσεις στον λειτουργικό προϋπολογισμό περίπου 160 εκατ. ΝΟΚ και μειώνει τις ετήσιες συνταξιοδοτικές δαπάνες του ομίλου κατά 60 εκατ. ΝΟΚ.

(88)

Από το ποσό των 802,5 εκατ. ΝΟΚ, τα 111 760 000 ΝΟΚ κάλυψαν τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις της AS Sporveisbussene. Σύμφωνα με τις νορβηγικές αρχές, το συνολικό ποσό καταβλήθηκε απευθείας από την AS Oslo Sporveier στο Oslo Sporveiers Pensjonskasse και όχι μέσω μεταφοράς ταμειακών διαθεσίμων στην AS Sporveisbussene. Στους ετήσιους λογαριασμούς της AS Sporveisbussene για το 2004, η συνταξιοδοτική εισφορά ποσού 111 760 000 ΝΟΚ καταχωρήθηκε ως εισφορά νέων ιδίων κεφαλαίων.

7.4   Υποχρηματοδότηση των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων για τους εργαζόμενους στην υπηρεσία περιήγησης με λεωφορεία

(89)

Σύμφωνα με τις νορβηγικές αρχές, μέρος της εισφοράς κεφαλαίου που μεταβιβάστηκε στην AS Sporveisbussene κάλυπτε συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις για εργαζόμενους στην επιχείρηση ξενάγησης με λεωφορεία για το διάστημα από 1994 (όταν άρχισαν τη δραστηριότητα περιηγήσεων με λεωφορείο) μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1997.

(90)

Οι νορβηγικές αρχές υπέβαλαν υπολογισμούς σύμφωνα με τους οποίους ποσό περίπου 430 300 ΝΟΚ της συνολικής εισφοράς κεφαλαίου αφορούσε την υποχρηματοδότηση της συνταξιοδοτικής υποχρέωσης στην υπηρεσία ξεναγήσεων με λεωφορείο.

7.5   Μεταφορά του συνταξιοδοτικού ταμείου στη Vital Forsikring ASA

(91)

Η καταβολή του ποσού των 111 760 000 ΝΟΚ έδωσε επίσης τη δυνατότητα στην AS Sporveisbussene να μεταφέρει το συνταξιοδοτικό ταμείο της από την Oslo Sporveiers Pensjonskasse στη Vital Forsikring ASA, εταιρεία ασφαλίσεων ζωής. Η μεταφορά αυτή τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουνίου 2004. Σύμφωνα με τον ισχύοντα τότε νορβηγικό νόμο, όλες οι εισφορές που αποσκοπούσαν στην κάλυψη του ελλείμματος έπρεπε να καταβάλλονται εξ ολοκλήρου πριν μπορέσει η AS Sporveisbussene να μεταβιβάσει τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις της από το ένα ταμείο στο άλλο (57).

8.   ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ OSLO SPORVEIER GROUP

8.1   Ισχυρισμοί της καταγγέλλουσας

(92)

Σύμφωνα με την καταγγέλλουσα, η αρνητική φορολογική θέση της AS Oslo Sporveier χρησιμοποιήθηκε για τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης στην AS Sporveisbussene. Έχουν εφαρμοστεί ενδεχομένως ευνοϊκές φορολογικές ρυθμίσεις στον όμιλο Oslo Sporveier Group για να αποφευχθεί η πληρωμή φόρων για κέρδη που πραγματοποιήθηκαν σε μια αγορά η οποία είναι εξ ολοκλήρου ή εν μέρει εκτεθειμένη στον ανταγωνισμό. Η καταγγελία αυτή φαίνεται να βασίζεται στο γεγονός ότι, κατά την περίοδο 2000-2004, ενώ η AS Sporveisbussene είχε προ φόρων κέρδη περίπου 54 796 000 ΝΟΚ, δήλωσε φορολογητέο εισόδημα μόνο 2 027 000 ΝΟΚ.

(93)

Σύμφωνα με τις νορβηγικές αρχές, και κατά την άποψη της Αρχής, φαίνεται πως η καταγγέλλουσα αναφέρεται στις φορολογικές διατάξεις σχετικά με τις εισφορές μεταξύ εταιρειών που ανήκουν στον ίδιο όμιλο (εισφορές εντός του ομίλου). Η AS Sporveisbussene έχει εμφανώς μεταφέρει μέρος των κερδών της, αποφεύγοντας με τον τρόπο αυτό την καταβολή φόρου εισοδήματος για το ποσό που έχει μεταφερθεί.

8.2   Οι σχετικές διατάξεις του νορβηγικού φορολογικού νόμου

(94)

Σύμφωνα με τον νορβηγικό φορολογικό νόμο (58), οι εταιρείες ενός ομίλου φορολογούνται ως ενιαίες οντότητες· δεν υφίσταται, εξαρχής, ενοποίηση ομίλων εταιρειών για φορολογικούς σκοπούς, γεγονός που σημαίνει ότι μια εταιρεία μπορεί να εκπέσει μόνο τις δικές της ζημίες και υποχρεώσεις για να καταβάλει φόρο μόνο για τα δικά της κέρδη.

(95)

Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ωστόσο, οι φορολογικές διατάξεις επιτρέπουν σε μια εταιρεία να εκπέσει από το φορολογητέο εισόδημά της μονομερή εισφορά κεφαλαίου σε άλλη εταιρεία του ομίλου, όπως η αποκαλούμενη «εισφορά εντός του ομίλου».

(96)

Οι εισφορές εντός του ομίλου επιτρέπονται (59) όταν η χορηγούσα εταιρεία και η αποδέκτρια εταιρεία είναι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης (60) και ανήκουν στον ίδιο όμιλο (61). Επιπλέον, η μητρική εταιρεία πρέπει να κατέχει ποσοστό άνω του 90% της θυγατρικής και να ισοδύναμο ποσοστό δικαιωμάτων ψήφου (62). Οι νορβηγικές αρχές έχουν εξηγήσει ότι οι απαιτήσεις αυτές πρέπει να πληρούνται στο τέλος του σχετικού οικονομικού έτους εντός του οποίου πραγματοποιείται η εισφορά εντός του ομίλου.

(97)

Η χορηγούσα και η εισπράττουσα εταιρεία πρέπει, στο πλαίσιο της ετήσιας φορολογικής τους δήλωσης, να δηλώνουν στις φορολογικές αρχές τις συνεισφορές, υποβάλλοντας πλήρη στοιχεία σε ειδικά έντυπα.

(98)

Μια εισφορά εντός του ομίλου μπορεί να συνίσταται σε μετρητά, σε λειτουργικό κεφάλαιο ή άλλες χρηματοοικονομικές συνεισφορές (63).

(99)

Μια εισφορά εντός του ομίλου εκπίπτει για την χορηγούσα εταιρεία στον βαθμό που η εισφορά καλύπτεται από τα φορολογητέα έσοδά της (64). Όταν μια εταιρεία πραγματοποιεί εισφορά εντός του ομίλου που υπερβαίνει το φορολογητέο εισόδημά της, το επιπλέον ποσό δεν είναι δυνατό να εκπέσει (65). Η εισπράττουσα εταιρεία, από την πλευρά της, είναι υποχρεωμένη να καταβάλει τους φόρους για την εισφορά εντός του ομίλου (66), αλλά το επιπλέον μη εκπεστέο ποσό δεν συνιστά φορολογητέο εισόδημα από την πλευρά της αποδέκτριας εταιρείας. Η συνεισφορά θεωρείται ως εισόδημα για την εισπράττουσα εταιρεία το ίδιο έτος, εφόσον η χορηγούσα εταιρεία εκπίπτει το ποσό της εισφοράς από τον υπολογισμό του φόρου της. Εάν ο αποδέκτης παρουσιάζει έλλειμμα, η συνεισφορά μπορεί να αντισταθμιστεί με ζημίες, περιλαμβανομένων ζημιών προηγούμενων ετών. Επιπλέον, πρέπει να ικανοποιούνται οι απαιτήσεις όσον αφορά τη διανομή μερισμάτων μιας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης (67).

(100)

Οι νορβηγικές αρχές έχουν εξηγήσει ότι οι κανόνες για τις εισφορές εντός του ομίλου εφαρμόζονται αδιακρίτως σε όλες τις εταιρείες που υπόκεινται στη νορβηγική νομοθεσία φορολογίας εισοδήματος. Η εφαρμογή των κανόνων δεν απαιτεί καμία μορφή κυβερνητικής άδειας, εξουσιοδότησης ή παρόμοιας συναίνεσης καμίας δημόσιας αρχής. Οι κανόνες εφαρμόζονται ανεξάρτητα από το ποιος ασκεί τον έλεγχο του ομίλου, αν είναι εγχώρια ή αλλοδαπή εταιρεία, ιδιωτική ή δημόσια εταιρεία.

8.3   Η λογική των κανόνων για τις εισφορές εντός του ομίλου

(101)

Οι νορβηγικές αρχές έχουν εξηγήσει ότι σκοπός των κανόνων είναι η θέσπιση παρόμοιας φορολογικής μεταχείρισης και φορολογικής αμεροληψίας μεταξύ (i) εταιρειών που είναι οργανωμένες σε δομή ομίλου και (ii) εταιρειών που ασκούν διαφορετικές δραστηριότητες ως μία ενιαία εταιρεία. Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται με το να επιτρέπεται στους ομίλους εταιρειών να αντισταθμίζουν τις ζημίες που παρουσιάζει μία (ή περισσότερες) εταιρείες του με κέρδη που πραγματοποιούν άλλες εταιρείες του ίδιου ομίλου, επιτρέποντας δηλαδή στην πράξη τη φορολόγηση του ομίλου βάσει των ενοποιημένων καθαρών φορολογητέων κερδών του. Οι νορβηγικές αρχές έχουν εξηγήσει ότι ουδέποτε οι διατάξεις σχετικά με τις εισφορές εντός του ομίλου δεν είχαν σκοπό να ωφελήσουν συγκεκριμένες επιχειρήσεις με βάση την ταυτότητα του ιδιοκτήτη των εταιρειών ή το είδος της επιχειρηματικής δραστηριότητας ασκούν οι εν λόγω εταιρείες.

8.4   Εφαρμογή των διατάξεων για τις εισφορές εντός ομίλου από την Oslo Sporveier Group

(102)

Οι νορβηγικές αρχές εξήγησαν ότι η AS Sporveisbussene χορήγησε εισφορές εντός του ομίλου ύψους 4 068 000 ΝΟΚ το 2000 και 8 365 000 ΝΟΚ το 2001 στην AS Oslo Sporveier, ενώ δεν πραγματοποιήθηκαν συνεισφορές τα έτη 2002–2004 λόγω φορολογικών ζημιών (68).

9.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΝΟΡΒΗΓΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

9.1   Αναλυτικότερα στοιχεία και έκθεση της Asplan Viak

(103)

Στις παρατηρήσεις τους επί της απόφασης για την κίνηση διαδικασίας, οι νορβηγικές αρχές υπέβαλαν περισσότερα πραγματικά στοιχεία σχετικά με την εκτίμηση των μέτρων που αποτελούν αντικείμενο της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Τα στοιχεία αυτά έχουν ενσωματωθεί στα προηγούμενα τμήματα.

(104)

Εκτός από τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά, οι νορβηγικές αρχές έχουν υποβάλει στην Αρχή έκθεση της 25ης Μαΐου 2012 για την αποδοτικότητα της AS Sporveisbussene τα έτη 1999 και 2002, την οποία ανέθεσαν οι νορβηγικές αρχές σε ανεξάρτητη εταιρεία συμβούλων με την επωνυμία Asplan Viak AS («Έκθεση Asplan Viak”) (69). Στην εν λόγω έκθεση, η Asplan Viak AS συνέκρινε τις δαπάνες της AS Sporveisbussene με τις δαπάνες άλλων φορέων που εκτελούν τακτικά δρομολόγια λεωφορείων στη Νορβηγία. Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, για τα έτη 1999 και 2002, οι δαπάνες της AS Sporveisbussene ήταν στο ίδιο επίπεδο ή κατώτερες από τις δαπάνες μιας συνήθους επιχείρησης με χρηστή διαχείριση και επαρκή εξοπλισμό για την εκτέλεση τακτικών δρομολογίων λεωφορείων στη Νορβηγία (70).

(105)

Οι νορβηγικές αρχές κοινοποίησαν στην Αρχή στοιχεία σχετικά με την οικονομική βιωσιμότητα των εμπορικών δραστηριοτήτων μεταφοράς με λεωφορεία. Εκτός από ένα μικρό έλλειμμα 29 000 ΝΟΚ το 1998, οι δραστηριότητες αυτές ήταν κερδοφόρες από τις αρχές του 1994. Οι νορβηγικές αρχές υπέβαλαν επιπλέον στην Αρχή έγγραφο στρατηγικής του 2003 για τις εμπορικές δραστηριότητες μεταφοράς με λεωφορεία της AS Sporveisbussene («έγγραφο στρατηγικής του 2003»), όπου δεδηλωμένος στόχος για το 2003 ήταν η δημιουργία μεικτού κέρδους 1,5 εκατ. ΝΟΚ (προ γενικών εξόδων) και κύκλου εργασιών 14,1 εκατ. ΝΟΚ.

9.2   Νομικά επιχειρήματα

9.2.1   Ένα καθεστώς ενισχύσεων

(106)

Οι νορβηγικές αρχές υποστηρίζουν ότι η χρηματοδότηση τοπικών τακτικών μεταφορών με λεωφορεία στο Όσλο πραγματοποιείται βάσει καθεστώτος ενισχύσεων κατ' εφαρμογή των CTA και CTR.

(107)

Τονίζουν καταρχήν ότι ο σκοπός για τον οποίο μπορούν να χορηγηθούν οι επιχορηγήσεις βάσει του άρθρου 22 του CTA είναι σαφώς καθορισμένος, εφόσον η αντιστάθμιση μπορεί να χορηγηθεί μόνο για την κάλυψη της ζημίας που σημειώνεται από την εκτέλεση των τακτικών υπηρεσιών μεταφοράς τις οποίες αναθέτει η περιφερειακή αρχή. Ως προς αυτό, οι νορβηγικές αρχές υποστηρίζουν ότι το υπό εξέταση μέτρο διαφέρει από το μέτρο της Φινλανδίας που εκτίμησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην υπόθεση Åland Industrihus  (71).

(108)

Δεύτερον, επισημαίνουν ότι η διακριτική ευχέρεια του Δήμου Όσλο κατά τον υπολογισμό της αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας περιορίζεται από τις εθνικές κατευθυντήριες γραμμές βάσει του CTR. Η επιχειρηματολογία των νορβηγικών αρχών έγκειται στο ότι ο εν λόγω περιορισμός από την κυβέρνηση της διακριτικής ευχέρειας της περιφερειακής αρχής ενισχύει το συμπέρασμα ότι η αντιστάθμιση χορηγείται βάσει καθεστώτος ενισχύσεων. Η αντιστάθμιση σε μεγάλο βαθμό προέρχεται από κρατικούς πόρους (και όχι της περιφερειακής διοίκησης) και ότι το Υπουργείο Μεταφορών (i) έχει την εξουσία να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με το περιεχόμενο και την δημοσιοποίηση ωραρίων δρομολογίων, (ii) έχει την εξουσία να εγκρίνει τις τιμές των εισιτηρίων, (iii) ορίζει εθνικές εκπτώσεις, (iv) μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για τη χρήση των συστημάτων έκδοσης εισιτηρίων και (v) έχει την εξουσία να εγκρίνει γενικούς όρους και συνθήκες για τις τακτικές μεταφορές.

(109)

Τέλος, υποστηρίζουν ότι η συνεπής διοικητική πρακτική του Όσλο καταδεικνύει ότι η ενίσχυση έχει εκταμιευθεί βάσει ενός καθεστώτος ενισχύσεων.

9.2.2   Το σύστημα ανταμοιβής/ποινής (bonus/malus) σχετικά με την ποιότητα

(110)

Οι νορβηγικές αρχές υποστηρίζουν ότι το σύστημα ανταμοιβής/ποινής (bonus/malus) σχετικά με την ποιότητα είναι μέρος της γενικής αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας με την εκτέλεση τοπικών τακτικών μεταφορών με λεωφορείο στο Όσλο και ότι, κατά συνέπεια, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του καθεστώτος ενίσχυσης. Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι η καταβολή επιδόματος το 2004 ανήλθε σε 3,9 εκατ. ΝΟΚ, που αντιπροσωπεύει το 0,8% των εσόδων της AS Sporveisbussene εκείνο το έτος (483,5 εκατ. ΝΟΚ). Προβάλλεται ακόμη το επιχείρημα ότι αυτό, σε κάθε περίπτωση, αντιπροσωπεύει μέρος του εύλογου κέρδους της AS Sporveisbussene.

9.2.3   Επιμερισμός κοινών δαπανών και υπηρεσιών εντός του ομίλου

(111)

Η Αρχή κατανοεί ότι, με βάση κοινοποιηθέντα στοιχεία, οι νορβηγικές αρχές ισχυρίζονται ότι δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση όσον αφορά την κατανομή κοινών δαπανών και την πληρωμή για υπηρεσίες εντός του ομίλου, δεδομένου ότι οι συναλλαγές μεταξύ των εταιρειών του ομίλου και, σε μικρότερο βαθμό μεταξύ εταιρειών του ομίλου και της AS Oslo Sporveier, βασίζονται σε συνήθεις εμπορικούς όρους και αρχές.

9.2.4   Εισφορά κεφαλαίου σε εμπορικές υπηρεσίες

(112)

Οι νορβηγικές αρχές υποστηρίζουν ότι το ποσό των 430 300 ΝΟΚ περίπου της εισφοράς κεφαλαίου του 2004, που διατέθηκε για την κάλυψη συνταξιοδοτικών δαπανών σε αμιγώς εμπορικές δραστηριότητες εκτός του πεδίου της εντολής δημόσιας υπηρεσίας (εισφορά κεφαλαίου για εμπορικές δραστηριότητες), δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, αλλά μάλλον επένδυση με όρους της αγοράς, σύμφωνα με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς («ΙΕΟΑ»). Συναφώς, επισημαίνουν ότι, σε αντίθεση με τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει τα πραγματικά περιστατικά η απόφαση για την κίνηση διαδικασίας (72), ο Δήμος του Όσλο είχε καταστεί μοναδικός ιδιοκτήτης της AS Oslo Sporveier το 2002, πριν πραγματοποιηθεί η εισφορά κεφαλαίου το 2004. Επιπλέον, οι νορβηγικές αρχές έχουν κοινοποιήσει στην Αρχή στοιχεία σχετικά με την οικονομική βιωσιμότητα της δραστηριότητας εμπορικών μεταφορών με λεωφορεία. Εκτός από ένα μικρό έλλειμμα 29 000 ΝΟΚ το 1998, οι δραστηριότητες αυτές ήταν αποδοτικές από τις αρχές του 1994. Σύμφωνα με το έγγραφο στρατηγικής του 2003 για τις εμπορικές δραστηριότητες μεταφοράς με λεωφορεία, ο στόχος για το 2003 ήταν η δημιουργία ακαθάριστου κέρδους 1,5 εκατ. ΝΟΚ (προ γενικών εξόδων) και κύκλου εργασιών 14,1 εκατ. ΝΟΚ. Σε αυτή τη βάση, και σε σχέση με το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς, όπως όρισε η Αρχή στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας (73), οι νορβηγικές αρχές υποστηρίζουν ότι η εισφορά κεφαλαίου για τις εμπορικές δραστηριότητες ήταν συνολικά περισσότερο αποδοτική από την εκκαθάριση της εταιρείας και την επένδυση του ίδιου ποσού σε άλλη εταιρεία, δεδομένου του υψηλού κόστους που θα συνεπαγόταν η εν λόγω εκκαθάριση, το οποίο θα υπερέβαινε κατά πολύ το κόστος της εισφοράς κεφαλαίου.

(113)

Στις παρατηρήσεις τους επί της απόφασης για την κίνηση διαδικασίας, οι νορβηγικές αρχές εξηγούν ακόμη ότι τόσο οι εργαζόμενοι που απασχολούνται για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας όσο και εκείνοι που απασχολούνται σε εμπορικές δραστηριότητες εργάζονταν στην ίδια νομική οντότητα και ήταν μέλη του ίδιου συνταξιοδοτικού ταμείου. Ακόμη, βάσει της νορβηγικής νομοθεσίας, δεν επιτρέπεται να εξαιρούνται συγκεκριμένα μέλη ενός συνταξιοδοτικού ταμείου κατά την κάλυψη του ελλείμματος αυτού του ταμείου. Σύμφωνα με τις νορβηγικές αρχές, αυτό τεκμηριώνει ότι ένας ιδιώτης επενδυτής στην ίδια κατάσταση θα προέβαινε στην ίδια αύξηση κεφαλαίου.

(114)

Οι νορβηγικές αρχές υποστηρίζουν ακόμη ότι η εισφορά κεφαλαίου για τις εμπορικές δραστηριότητες δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, διότι είναι κατώτερη από το όριο των ενισχύσεων ήσσονος σημασίας.

9.2.5   Φορολόγηση του ομίλου Oslo Sporveier Group

(115)

Από τα σχόλια των νορβηγικών αρχών συνάγεται ότι οι διατάξεις σχετικά με τις εισφορές εντός του ομίλου αποκλείουν κάθε κρατική ενίσχυση, λόγω του γεγονότος ότι οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται σε όλες τις εταιρείες που έχουν την έδρα τους στη Νορβηγία και επιδιώκουν τη φορολογική ενοποίηση στο εσωτερικό του ομίλου.

9.2.6   Συμβατή ενίσχυση

(116)

Οι νορβηγικές αρχές υποστηρίζουν ότι η αποζημίωση που χορηγήθηκε για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας δεν προκάλεσε υπεραντιστάθμιση και, ως εκ τούτου, είναι συμβιβάσιμη βάσει του άρθρου 49 της Συμφωνίας ΕΟΧ.

10.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

(117)

Η Αρχή έλαβε παρατηρήσεις από δύο ενδιαφερόμενα μέρη, την καταγγέλλουσα (Konkurrenten.no AS) και την Risdal Touring AS, αδελφή εταιρεία της καταγγέλλουσας.

(118)

Η καταγγέλλουσα παραπέμπει σε ένα σύνολο εγγράφων που υπέβαλε στην Αρχή και στο Δικαστήριο της ΕΖΕΣ, στα οποία εξήγησε τη θέση του για την εξεταζόμενη υπόθεση. Η καταγγέλλουσα κατηγορεί την Αρχή ότι (i) βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε πληροφορίες που υπέβαλαν οι νορβηγικές αρχές, και παρασχέθηκαν με άτυπο τρόπο, (ii) διαχωρίζει τα μέτρα που εντόπισε η καταγγέλλουσα σε δύο διαφορετικές υποθέσεις, και (iii) κατά τους ισχυρισμούς του, αρνείται την ελεύθερη πρόσβαση της καταγγέλλουσας στον φάκελο της υπόθεσης. Η καταγγέλλουσα αμφισβητεί τη βούληση της Αρχής να διενεργήσει αμερόληπτη και πλήρη έρευνα.

(119)

Η Risdal Touring AS είναι μέλος του ίδιου ομίλου εταιρειών της καταγγέλλουσας. Συμμερίζεται τις ανησυχίες που εξέφρασε η καταγγέλλουσα. Συγκεκριμένα, η εταιρεία εκφράζει την απογοήτευσή της για την εικαζόμενη απόφαση της Αρχής να αρνηθεί τη δημόσια πρόσβαση στον φάκελο της υπόθεσης και για τις χρονοβόρες διαδικασίες στην εξεταζόμενη υπόθεση. Η εταιρεία επισημαίνει ότι οι περιστάσεις αυτές θέτουν υπό αμφισβήτηση την ικανότητα και τη βούληση της Αρχής να διενεργήσει αμερόληπτη και πλήρη έρευνα.

II.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ

1.   Η ΥΠΑΡΞΗ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(120)

Το άρθρο 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ ορίζει τα ακόλουθα:

«Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη μέλη της ΕΚ, τα κράτη της ΕΖΕΣ ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής, είναι ασυμβίβαστες με τη λειτουργία της παρούσας συμφωνίας, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών συναλλαγές, εκτός εάν η παρούσα συμφωνία ορίζει άλλως.»

(121)

Πρώτον, η Αρχή εκτιμά αν το μέτρο φορολόγησης του ομίλου ενέχει κρατική ενίσχυση.

(122)

Δεύτερον, η Αρχή εκτιμά τον χαρακτήρα κρατικής ενίσχυσης της εισφοράς κεφαλαίου για εμπορικές δραστηριότητες. Όπως εξηγήθηκε προηγουμένως, αυτό αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου μέτρου (της εισφοράς κεφαλαίου του 2004 για την κάλυψη του ελλείμματος των συνταξιοδοτικών λογαριασμών). Εντούτοις, σε αντίθεση με την υπόλοιπη εισφορά κεφαλαίου του 2004, η εισφορά κεφαλαίου για εμπορικές δραστηριότητες διατέθηκε για την κάλυψη εξόδων στο πλαίσιο μη δημόσιων υπηρεσιών, συγκεκριμένα για το έλλειμμα των λογαριασμών του συνταξιοδοτικού ταμείου των εργαζομένων στο εμπορικό τμήμα της AS Sporveisbussene. Για τους σκοπούς της εκτίμησης του χαρακτήρα κρατικής ενίσχυσης και των δύο μερών της εισφοράς κεφαλαίου του 2004, είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση ανάμεσα σε αυτές, δεδομένων των διαφορετικών νομικών βάσεων που έπρεπε να εκτιμηθούν. Συνεπώς, ενώ τα μέτρα αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας εκτιμώνται βάσει των αρχών που καθόρισε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο («Δικαστήριο») στην υπόθεση Altmark  (74), η εκτίμηση των μέτρων που δεν συνιστούν αντιστάθμιση δημόσιας υπηρεσίας δεν βασίζεται σε αυτές τις αρχές.

(123)

Τρίτον, η Αρχή εκτιμά αν η ετήσια αντιστάθμιση και η εισφορά κεφαλαίου για τη δημόσια υπηρεσία συνιστούν κρατική ενίσχυση.

1.1   Φορολόγηση του ομίλου Oslo Sporveier Group

(124)

Η καταγγέλλουσα ισχυρίζεται ότι η αρνητική φορολογική θέση της AS Oslo Sporveier χρησιμοποιήθηκε για να μειωθεί η φορολογική επιβάρυνση στην AS Sporveisbussene. Η Αρχή έχει την εντύπωση ότι η καταγγέλλουσα αναφέρεται στους κανόνες φορολόγησης που αφορούν τις εισφορές μεταξύ εταιρειών οι οποίες ανήκουν στον ίδιο όμιλο («εισφορές εντός του ομίλου»).

(125)

Η Αρχή παρατηρεί ότι οι κανόνες εφαρμόζονται στην AS Oslo Sporveier και την AS Sporveisbussene, εφόσον η τελευταία είναι θυγατρική που ανήκει εξ ολοκλήρου στην πρώτη. Συνεπώς, η AS Oslo Sporveier ή οποιαδήποτε θυγατρική της θα μπορούσε καταρχήν να αντισταθμίσει φορολογητέα κέρδη μέσω της ανακατανομής των εισφορών στο εσωτερικό του ομίλου.

(126)

Η Αρχή επισημαίνει ότι η καταγγέλλουσα φαίνεται να λαμβάνει υπόψη την εφαρμογή των γενικών κανόνων της Νορβηγίας για τη φορολογία εταιρειών. Η Αρχή επισημαίνει ότι η καταγγέλλουσα δεν έχει ισχυρισθεί και ούτε έχει υποβάλει στοιχεία που να υποστηρίζουν ότι οι σχετικοί φορολογικοί κανόνες έχουν συνταχθεί κατά τρόπο που θα μπορούσε να οδηγήσει στη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων σε συγκεκριμένες εταιρείες.

(127)

Κατά πάγια νομολογία, για να διαπιστωθεί αν ένα μέτρο είναι επιλεκτικό, πρέπει να εξεταστεί αν, στο πλαίσιο ενός δεδομένου νομικού συστήματος, το μέτρο αυτό αποφέρει πλεονέκτημα σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις έναντι άλλων που βρίσκονται σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση (75). Μπορεί, συνεπώς, ένα συγκεκριμένο εθνικό φορολογικό σύστημα να μην ενέχει κρατική ενίσχυση, ακόμη και αν αυτό δεν αντιστοιχεί στο γενικό σύστημα φορολογίας επιχειρήσεων σε ένα δεδομένο κράτος του ΕΟΧ.

(128)

Όσον αφορά τις εξεταζόμενες εισφορές, οι εταιρείες ενός ομίλου δεν βρίσκονται σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση με αυτήν εταιρειών εκτός του ομίλου. Όταν μια μητρική εταιρεία χορηγεί εισφορά σε θυγατρική και, ως εκ τούτου, μειώνει το φορολογητέα εισόδημά της, η εισφορά αυτή δεν αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση κερδών για ένα μέρος εις βάρος του άλλου, αλλά απλώς επιτρέπει φορολογική μεταχείριση παρόμοια με αυτήν μίας ενιαίας εταιρείας η οποία ασκεί διαφορετικές επιχειρηματικές δραστηριότητες, και εξασφαλίζει φορολογική ουδετερότητα ανάμεσα στις εταιρείες που ανήκουν σε όμιλο και σε μεμονωμένες εταιρείες που ασκούν διάφορες δραστηριότητες.

(129)

Όπως επισημαίνεται στο τμήμα 3.1 των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων κρατικών ενισχύσεων σε μέτρα που αφορούν την άμεση φορολογία επιχειρήσεων, οι κανόνες κρατικών ενισχύσεων δεν περιορίζουν την εξουσία των κρατών ΕΖΕΣ να καθορίζουν την οικονομική πολιτική που κρίνουν καταλληλότερη και, συγκεκριμένα να επεκτείνουν τη φορολογική επιβάρυνση, κατά την κρίση τους, στους διάφορους συντελεστές παραγωγής.

(130)

Η Αρχή συμφωνεί με τις νορβηγικές αρχές ότι το μέτρο εφαρμόζεται σε κάθε επιχείρηση εγκατεστημένη στη Νορβηγία, η οποία υπόκειται σε φόρο εισοδήματος εταιρειών, συμπεριλαμβανομένων και των αλλοδαπών εταιρειών οι οποίες έχουν θυγατρικές στη Νορβηγία. Η κεφαλαιακή απαίτηση για τη σύσταση μιας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, συγκεκριμένα 100 000 ΝΟΚ κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, παρείχε σε μια μεμονωμένη εταιρεία τη δυνατότητα να συστήσει δεύτερη εταιρεία στη Νορβηγία και, κατ' επέκταση όμιλο. Ως εκ τούτου, μια μεμονωμένη εταιρεία θα μπορούσε να δημιουργήσει όμιλο χωρίς να απαιτούνται σημαντικά κεφάλαια. Υπάρχει, συνεπώς, ευρύ πεδίο δυνητικών δικαιούχων αυτού του συστήματος και σκοπός του συστήματος είναι να εξασφαλίσει παρόμοια φορολογική μεταρρύθμιση, ανεξάρτητα από το μέγεθος ή τη διάρθρωση των εταιρειών.

(131)

Με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή θεωρεί ότι η αντιστάθμιση φορολογητέων εσόδων μέσω της εισφοράς εντός του ομίλου δεν θα απέφερε οικονομικό πλεονέκτημα στην AS Sporveisbussene όταν, ως προϋπόθεση για να ωφεληθεί από την έκπτωση φόρου, ήταν υποχρεωμένη να πραγματοποιήσει εισφορά σε άλλη εταιρεία του ομίλου και κατά το ίδιο ποσό με αυτό που αποκτήθηκε με αυτό τον τρόπο ως μείωση της φορολογικής βάσης. Συνεπώς, αυτή η φορολογική μεταχείριση δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της Συμφωνίας ΕΟΧ.

1.2   Η εισφορά κεφαλαίου για τις εμπορικές δραστηριότητες

1.2.1   Ενίσχυση ήσσονος σημασίας

(132)

Όπως προαναφέρθηκε, ποσό περίπου 430 300 ΝΟΚ της εισφοράς κεφαλαίου του 2004 φαίνεται ότι αφορούσε την κάλυψη του ελλείμματος των συνταξιοδοτικών λογαριασμών της υπηρεσίας ξενάγησης με λεωφορεία. Εφόσον αυτό το μέρος της εισφοράς κεφαλαίου δεν αφορά το κόστος παροχής δημόσιας υπηρεσίας, η εκτίμησή της δεν έχει ως βάση την απόφαση Altmark.

(133)

Επιπλέον, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1998/2006 της Επιτροπής, του Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 (νυν άρθρο 107 ΣΛΕΕ) και 88 (νυν 108 ΣΛΕΕ) της Συνθήκης ΕΚ στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας δεν εφαρμόζεται στην εξεταζόμενη συγκεκριμένη περίπτωση (76). Το ποσό των 430 300 ΝΟΚ περίπου δεν ήταν μέρος του συνολικού ποσού των 111 760 000 ΝΟΚ που καταβλήθηκε για να καλυφθεί το κόστος παροχής της δημόσιας υπηρεσίας και αποτελεί, συνεπώς, αναπόσπαστο μέρος αυτού του ποσού. Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μεμονωμένο μέτρο που ικανοποιεί τους όρους του κανονισμού για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (77).

(134)

Επιπλέον, όπως ορίζει ρητά το άρθρο 2 παράγραφος 2 του κανονισμού ότι «όταν το συνολικό ποσό ενίσχυσης που προβλέπεται βάσει ενός μέτρου ενίσχυσης υπερβαίνει το παραπάνω ανώτατο όριο (των 200 000 ευρώ ή των 100 000 ευρώ στον τομέα των οδικών μεταφορών), το εν λόγω ποσό ενίσχυσης δεν μπορεί να υπαχθεί στο ευεργέτημα του παρόντος κανονισμού, ούτε ως προς το μέρος που δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο. Στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του ευεργετήματος του παρόντος κανονισμού για το συγκεκριμένο μέτρο ενίσχυσης ούτε κατά τον χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης ούτε σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρονικό σημείο» (78).

1.2.2   Αρχή του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς

(135)

Κατά πάγια νομολογία, η Αρχή πρέπει να διαπιστώσει αν η δικαιούχος επιχείρηση, η AS Sporveisbussene, αποκόμισε οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο δεν θα είχε αποκτήσει σε κανονικές συνθήκες της αγοράς (79). Για τον σκοπό αυτό, η Αρχή πρέπει να εφαρμόσει το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς (80), το οποίο ουσιαστικά σημαίνει ότι χορηγείται κρατική ενίσχυση όταν το κράτος διαθέτει κεφάλαια σε μια επιχείρηση την οποία δεν θα χρηματοδοτούσε, υπό κανονικές συνθήκες, ένας ιδιώτης επενδυτής που εφαρμόζει τα συνήθη εμπορικά κριτήρια, και ανεξάρτητα από άλλες παραμέτρους κοινωνικού, πολιτικού ή φιλανθρωπικού χαρακτήρα (81).

(136)

Πρέπει να επισημανθεί ότι το αρχικό σχέδιο απόσβεσης ενεργοποιήθηκε με απόφαση της νορβηγικής εποπτικής αρχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, η οποία ζήτησε από την AS Oslo Sporveier να καλύψει το έλλειμμα του συνταξιοδοτικού ταμείου της. Αυτό σήμαινε ότι οι ιδιοκτήτες της AS Oslo Sporveier και της AS Sporveisbussene έπρεπε να αποκαταστήσουν την υποχρηματοδότηση των επιχειρήσεών τους ή να αναλάβουν τον κίνδυνο αφερεγγυότητας της εταιρείας τους.

(137)

Εκτιμώντας αν η εισφορά κεφαλαίου πραγματοποιήθηκε με όρους αποδεκτούς για έναν ιδιώτη επενδυτή, η Αρχή επισημαίνει ότι ένας ιδιώτης επενδυτής σε παρόμοια κατάσταση, δηλ. με την επιλογή είτε α) να εισφέρει νέο κεφάλαιο στην εταιρεία ή β) να εκκαθαρίσει την εταιρεία και να επενδύσει το ίδιο ποσό αλλού, θα επέλεγε τη στρατηγική α) μόνο εάν αυτό θα ήταν συνολικά αποδοτικότερο από τη στρατηγική β). Αυτό σημαίνει ότι, για να ικανοποιηθεί το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς, δεν αρκεί να επιλεγεί η «φθηνότερη» επιλογή, αλλά είναι απαραίτητο να αποδειχθεί ένα αποδεκτό ποσοστό μελλοντικής απόδοσης για την τιμή αυτής της «φθηνότερης λύσης».

(138)

Στην απόφαση για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας (82), η Αρχή εξέφρασε αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς, λόγω έλλειψης επαρκών πληροφοριών, όπως οι προβλέψεις αποδοτικότητας που θα είχε πραγματοποιήσει ένας ιδιώτης επενδυτής.

(139)

Ανταποκρινόμενες σε αυτό το αίτημα, οι νορβηγικές αρχές εξήγησαν ότι το 2004, όταν πραγματοποιήθηκε η εισφορά κεφαλαίου, οι δραστηριότητες περιήγησης με λεωφορεία της AS Sporveisbussene ήταν αποδοτικές από την έναρξή τους το 1994, με μία εξαίρεση το 1998, όταν σημείωσαν πολύ μικρή ζημία 29 000 ΝΟΚ. Επιπλέον, όπως συνάγεται από το έγγραφο στρατηγικής του 2003 για τις δραστηριότητες περιήγησης με λεωφορεία για τα έτη 2003 έως 2006, σκοπός ήταν να εξασφαλιστεί η συνέχιση των δραστηριοτήτων περιήγησης με λεωφορεία και να παραχθεί το 2003 κύκλος εργασιών 14,1 εκατ. ΝΟΚ και κέρδος 1,5 εκατ. ΝΟΚ (προ γενικών εξόδων). Η εκκαθάριση της AS Sporveisbussene, ή ο διαχωρισμός της δραστηριότητας περιήγησης με λεωφορεία και η εκκαθάριση αυτού του τμήματος δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί λογική εναλλακτική λύση για τον Δήμο του Όσλο, διότι συνεπαγόταν μεγάλο κόστος το οποίο θα υπερέβαινε κατά πολύ το κόστος κάλυψης του συνταξιοδοτικού ελλείμματος της υπηρεσίας ξεναγήσεων με λεωφορεία. Δεδομένου του σχετικά μικρού ποσού της εισφοράς κεφαλαίου, και εφόσον η δραστηριότητα ξενάγησης με λεωφορεία της AS Sporveisbussene ήταν γενικά αποδοτική και προβλεπόταν μια ικανοποιητική αποδοτικότητα τα επόμενα έτη, και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη το υψηλότερο κόστος μιας εκκαθάρισης, ένας υποθετικός ιδιώτης επενδυτής θα επέλεγε επίσης την εναλλακτική δυνατότητα της εισφοράς κεφαλαίου.

(140)

Ως εκ τούτου, η Αρχή έχει την άποψη ότι η εισφορά κεφαλαίου ύψους 430 300 ΝΟΚ πρέπει να θεωρηθεί σύμφωνη με την αρχή του ΙΕΟΑ. Η Αρχή κρίνει ότι αυτό δεν απέφερε πλεονέκτημα στην AS Sporveisbussene το οποίο δεν θα μπορούσε η εταιρεία να αποκομίσει υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς. Συνεπώς, δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ.

1.3   Η ετήσια αντιστάθμιση και η εισφορά κεφαλαίου για τη δημόσια υπηρεσία

1.3.1   Εισαγωγή

(141)

Όσον αφορά την καταγγελία ότι υπήρξε διασταυρούμενη επιδότηση μεταξύ των δραστηριοτήτων δημόσιας υπηρεσίας και των εμπορικών δραστηριοτήτων των εταιρειών AS Oslo Sporveier, AS Sporveisbussene, Arctic Express AS και Sporveisbussenes Turbiler AS, η Αρχή αντιλαμβάνεται ότι προβάλλεται ο ισχυρισμός πως η ετήσια αντιστάθμιση για την παροχή τοπικών τακτικών υπηρεσιών μεταφορών και η εισφορά κεφαλαίου για τη δημόσια υπηρεσία επιδότησαν τις εμπορικές δραστηριότητες του ομίλου Oslo Sporveier Group.

(142)

Είναι προφανές ότι διασταυρούμενη επιδότηση (για τους σκοπούς του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων) μπορεί να υφίσταται μόνο εάν η επιχείρηση εισπράττει κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της Συμφωνίας ΕΟΧ. Συνεπώς, όσον αφορά αυτό το σκέλος της καταγγελίας, η Αρχή πρέπει πρώτα να εκτιμήσει αν τα μέτρα χρηματοδότησης, δηλ. (i) η ετήσια αντιστάθμιση και (ii) η εισφορά κεφαλαίου για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, ενέχουν στοιχείο κρατικής ενίσχυσης.

1.3.2   Παρουσία κρατικών πόρων

(143)

Για να συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της Συμφωνίας ΕΟΧ, η ενίσχυση πρέπει να χορηγείται από το κράτος ή με κρατικούς πόρους.

(144)

Ως προκαταρκτική παρατήρηση αναφέρεται ότι τόσο οι τοπικές όσο και οι περιφερειακές αρχές εξομοιώνονται με το κράτος (83). Ως εκ τούτου, ο Δήμος του Όσλο εξομοιώνεται με το κράτος για τους σκοπούς των κανόνων κρατικών ενισχύσεων του ΕΟΧ.

(145)

Στην παρούσα υπόθεση, είναι σαφές ότι το κράτος, μέσω του Δήμου του Όσλο, με την ετήσια αντιστάθμιση χορήγησε χρηματοδότηση στην AS Oslo Sporveier για την εκτέλεση τακτικών μεταφορών με λεωφορεία έως το 1997. Για την περίοδο 1997 - 2008, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η AS Oslo Sporveier χορηγούσε την ετήσια αντιστάθμιση στην AS Sporveisbussene, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας μεταφορών, η οποία φαίνεται ότι ουσιαστικά επισημοποίησε την προηγούμενη άγραφη διοικητική πρακτική υπολογισμού της ετήσιας αντιστάθμισης (84).

(146)

Όσον αφορά την εισφορά κεφαλαίου για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας στην AS Sporveisbussene για να καλύψει το έλλειμμα του συνταξιοδοτικού ταμείου, είναι αδιαμφισβήτητο ότι το κράτος, μέσω του Δήμου Όσλο, χορήγησε ποσό 111 760 000 ΝΟΚ ως εισφορά κεφαλαίου στην AS Sporveisbussene.

(147)

Συνεπώς, η Αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ετήσια αντιστάθμιση και η εισφορά κεφαλαίου για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας χορηγήθηκαν από το κράτος και χρηματοδοτήθηκαν με κρατικούς πόρους.

1.3.3   Επιχείρηση

(148)

Μόνο πλεονεκτήματα που ευνοούν «επιχειρήσεις» χαρακτηρίζονται ως κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ. Επιχείρηση είναι μια οντότητα που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς της οντότητας και τον τρόπο χρηματοδότησής της (85). Επίσης, κάθε δραστηριότητα που συνίσταται στην προσφορά αγαθών και υπηρεσιών σε μια συγκεκριμένη αγορά είναι οικονομική δραστηριότητα (86).

(149)

Κατά την εξεταζόμενη περίοδο (1994-2008), η AS Oslo Sporveier και, αργότερα, η AS Sporveisbussene παρείχαν τακτικές υπηρεσίες μεταφοράς με λεωφορεία καθώς και υπηρεσίες ξενάγησης με λεωφορεία στη νορβηγική αγορά. Σε αυτή τη βάση, η Αρχή κρίνει ότι και η AS Oslo Sporveier και η AS Sporveisbussene, ήταν, κατά την εξεταζόμενη περίοδο, επιχειρήσεις.

1.3.4   Οικονομικό πλεονέκτημα

(150)

Για να συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ, το μέτρο πρέπει να αποφέρει οικονομικό πλεονέκτημα σε μια επιχείρηση, παραδείγματος χάρη ελαφρύνοντάς την από τα βάρη που συνήθως βαραίνουν τον προϋπολογισμό της.

(151)

Όπως προαναφέρθηκε, η ετήσια αποζημίωση στην AS Oslo Sporveier και την AS Sporveisbussene για την εκτέλεση υπηρεσιών μεταφοράς με λεωφορεία στο Όσλο, συνιστά, εκ πρώτης όψεως, αντιστάθμιση για τα έξοδα που πραγματοποιούνται για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας. Η αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας δεν αποφέρει οικονομικό πλεονέκτημα, εάν πληρούνται τα κριτήρια που θέσπισε η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Altmark  (87).

(152)

Επιπλέον, όσον αφορά την εισφορά κεφαλαίου για τη δημόσια υπηρεσία, η Αρχή θεωρεί ότι η AS Sporveisbussene εισέπραξε την εισφορά κεφαλαίου για να καλύψει το έλλειμμα για τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις που είχε συσσωρευθεί πριν από το 1997. Φαίνεται ότι η συνολική εισφορά κεφαλαίου χρησιμοποιήθηκε γι' αυτό τον σκοπό. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, ενώ ορισμένες αλλαγές στην κεφαλαιακή θέση της AS Sporveisbussene είχαν εγγραφεί στους λογαριασμούς, το συνολικό ποσό καταβλήθηκε απευθείας από την AS Oslo Sporveier στο συνταξιοδοτικό ταμείο χωρίς μεταφορά ταμειακών διαθεσίμων στην AS Sporveisbussene.

(153)

Η εισφορά κεφαλαίου για τη δημόσια υπηρεσία δεν συνδέεται με τα νέα έξοδα, αλλά με τα έξοδα που συσσωρεύτηκαν στο παρελθόν, τα οποία δεν είχαν αποτυπωθεί τεχνικά στους γενικούς λογαριασμούς της εταιρείας. Εντούτοις, οι υποχρεώσεις αυτές ήταν ήδη παρούσες κατά τον χρόνο της εισφοράς κεφαλαίου, η οποία πραγματοποιήθηκε για την κάλυψη του ελλείμματος των συνταξιοδοτικών ταμείων. Συνεπώς, η εισφορά κεφαλαίου για τη δημόσια υπηρεσία μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί μέρος του κόστους με το οποίο θα επιβαρυνόταν ο Δήμος του Όσλο, με αντάλλαγμα την παροχή της δημόσιας υπηρεσίας από την AS Oslo Sporveier και την AS Sporveisbussene (μέσω της AS Oslo Sporveier). Αντί της εισφοράς αυτού του κεφαλαίου, ο Δήμος του Όσλο θα μπορούσε να καταβάλει υψηλότερη ετήσια αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας. Έτσι, η εισφορά κεφαλαίου για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της αντιστάθμισης για τη δημόσια υπηρεσία που χορηγήθηκε στην AS Sporveisbussene, όπως συνέβαινε από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι την εκτέλεση της εισφοράς κεφαλαίου (και όπως θα συνέβαινε εάν εκτελούνταν σύμφωνα με το σχέδιο αποσβέσεων έως το 2020).

(154)

Στην απόφαση Altmark το Δικαστήριο έκρινε ότι η αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας δεν συνιστά κρατική ενίσχυση όταν πληρούνται σωρευτικά τέσσερα κριτήρια:

Πρώτον, η δικαιούχος επιχείρηση πρέπει να είναι πράγματι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ενώ η υποχρέωση αυτή πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένη.

Δεύτερον, οι βασικές παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση πρέπει να έχουν προσδιοριστεί προηγουμένως αντικειμενικά και με διαφάνεια.

Τρίτον, η αντιστάθμιση δεν πρέπει να υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίες, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός ευλόγου κέρδους σε σχέση με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών.

Τέταρτον, και τελευταίο, όταν η επιλογή της επιχείρησης στην οποία πρόκειται να ανατεθεί η εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας δεν πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, το επίπεδο της απαραίτητης αντισταθμίσεως πρέπει να καθορίζεται βάσει αναλύσεως των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη με μεταφορικά μέσα (88).

(155)

Η Αρχή θα εξετάσει πρώτα το τέταρτο κριτήριο, αν δηλαδή η αντιστάθμιση βασιζόταν σε διαγωνισμό ή στις δαπάνες μιας αποδοτικής και με χρηστή διαχείριση επιχείρησης.

(156)

Ήδη πριν από το 1994, ο Δήμος του Όσλο κατέβαλε ετήσια αποζημίωση στην AS Oslo Sporveier για τακτικές υπηρεσίες μεταφοράς με λεωφορεία, οι οποίες από το 1997 μεταβιβάστηκαν στην AS Sporveisbussene. Εντούτοις, όσον αφορά τα δρομολόγια που εκτελούνται με σύμβαση παραχώρησης για την περιοχή, ούτε η AS Oslo Sporveier ούτε η AS Sporveisbussene επιλέχθηκε με διαδικασία δημόσιου διαγωνισμού. Συνεπώς, ούτε η αντιστάθμιση από τον Δήμο του Όσλο στην AS Oslo Sporveier ούτε η αντιστάθμιση που μεταβιβάστηκε στη συνέχεια από την AS Oslo Sporveier στην AS Sporveisbussene βασίζονταν σε τιμές που ήταν αποτέλεσμα δημόσιων διαγωνισμών.

(157)

Επιπλέον, οι νορβηγικές αρχές δεν υπέβαλαν στην Αρχή επαρκώς αναλυτικά στοιχεία που να επιτρέπουν να διαπιστωθεί αν οι δαπάνες που πραγματοποίησε η AS Oslo Sporveier ή η AS Sporveisbussene αντιστοιχούσαν στο κόστος μιας συνήθους επιχείρησης, με χρηστή διαχείριση και επαρκή εξοπλισμό, ούτε ισχυρίστηκαν, όπως προαναφέρθηκε, ότι ικανοποιείται αυτό το κριτήριο. Η υποβληθείσα από τις νορβηγικές αρχές έκθεση της Asplan Viak απλώς καλύπτει την αντιστάθμιση που χορηγήθηκε για υπηρεσίες δύο ετών (1999 και 2002) της εξεταζόμενης περιόδου των 15 ετών, κατά την οποία χορηγήθηκε αντιστάθμιση σε επιχειρήσεις (1994-2008). Η Αρχή θεωρεί ότι η δεύτερη εναλλακτική επιλογή του τέταρτου κριτηρίου Altmark απαιτεί να τεκμηριώνεται ότι η υπό εξέταση αντιστάθμιση καθορίστηκε βάσει ανάλυσης των δαπανών τις οποίες θα πραγματοποιούσε κατά τη συνολική περίοδο μια συνήθης επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και επαρκή εξοπλισμό. Ακόμη και αν θεωρούνταν ότι η έκθεση Asplan Viak αποδεικνύει ότι η AS Sporveisbussene ικανοποιούσε αυτή την απαίτηση για τα δύο έτη, εξακολουθούν να μένουν ακάλυπτα δεκατρία έτη. Συνεπώς, η Αρχή κρίνει ότι δεν ικανοποιείται το τέταρτο κριτήριο Altmark.

(158)

Με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή θεωρεί ότι οι τακτικές υπηρεσίες μεταφοράς με λεωφορεία που εκτελούνταν στο Όσλο στο πλαίσιο σύμβασης παραχώρησης βάσει περιοχής, τόσο στην περίπτωση της AS Oslo Sporveier όσο και της AS Sporveisbussene, δεν πληρούσαν το τέταρτο κριτήριο της απόφασης Altmark. Συνεπώς, εφόσον τα κριτήρια Altmark πρέπει να ικανοποιούνται σωρευτικά, προκειμένου η αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας να μην συνιστά κρατική ενίσχυση (89), η Αρχή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ετήσια αντιστάθμιση, συμπεριλαμβανομένης της εισφοράς κεφαλαίου για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας, αποφέρει οικονομικό πλεονέκτημα στην AS Oslo Sporveier και την AS Sporveisbussene.

1.3.5   Ευνοϊκή μεταχείριση ορισμένων επιχειρήσεων ή κλάδων παραγωγής

(159)

Για να αποτελέσει κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ, το μέτρο ενίσχυσης πρέπει να είναι επιλεκτικό με ευνοϊκή μεταχείριση ορισμένων επιχειρήσεων ή κλάδων παραγωγής.

(160)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι, για να διαπιστωθεί αν ένα μέτρο είναι επιλεκτικό, πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα αν η νομική και πραγματική κατάσταση της(των) εν λόγω επιχείρησης(-εων) είναι συγκρίσιμη με αυτή άλλων επιχειρήσεων σε σχέση με τον επιδιωκόμενο στόχο του μέτρου (90).

(161)

Στην εξεταζόμενη περίπτωση, η ετήσια αντιστάθμιση και η εισφορά κεφαλαίου για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας ευνόησε την AS Oslo Sporveier ή/και την AS Sporveisbussene μέσω του αποκλεισμού άλλων φορέων παροχής υπηρεσιών μεταφορών με λεωφορεία. Παρόμοιοι άλλοι φορείς μεταφορών με λεωφορεία εκτελούν τακτικές υπηρεσίες μεταφοράς με λεωφορεία στη Νορβηγία ή σε άλλες χώρες του ΕΟΧ και ήταν, συνεπώς, σε παρόμοια νομική και πραγματική κατάσταση σε σύγκριση με την AS Oslo Sporveier και την AS Sporveisbussene. Γι' αυτούς τους λόγους, η Αρχή κρίνει ότι τα εν λόγω δύο μέτρα είναι επιλεκτικά.

1.3.6   Νόθευση του ανταγωνισμού και επηρεασμός των συναλλαγών μεταξύ συμβαλλομένων μερών

(162)

Για να συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ, το μέτρο ενίσχυσης πρέπει να νοθεύει ή να υπάρχει κίνδυνος να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάζει τις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών συναλλαγές. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΖΕΣ, αυτό επιβάλλει στην Αρχή να εξετάζει αν η εν λόγω ενίσχυση είναι πιθανό να επηρεάσει τις συναλλαγές και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (91).

(163)

Πριν τεθεί σε ισχύ η συμφωνία ΕΟΧ στη Νορβηγία, διάφορες επιχειρήσεις παρείχαν τακτικές υπηρεσίες μεταφοράς με λεωφορεία στο Όσλο. Η Αρχή κρίνει, συνεπώς, ότι η ετήσια αντιστάθμιση και η εισφορά κεφαλαίου για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας ήταν πιθανό να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό από εκείνη την περίοδο (92).

(164)

Όσον αφορά την επίπτωση στις συναλλαγές και το γεγονός ότι η παρούσα υπόθεση αφορά μια τοπική αγορά υπηρεσιών μεταφοράς με λεωφορεία στο Όσλο, η Αρχή υπενθυμίζει ότι στην υπόθεση Altmark, η οποία επίσης αφορούσε περιφερειακές υπηρεσίες μεταφορών με λεωφορεία, το Δικαστήριο έκρινε ότι:

«μια δημόσια επιδότηση, η οποία χορηγείται σε επιχείρηση παρέχουσα απλώς τοπικές ή περιφερειακές μεταφορικές υπηρεσίες και η οποία δεν παρέχει τέτοιες υπηρεσίες εκτός του κράτους προελεύσεώς της, μπορεί, παραταύτα, να έχει επιπτώσεις επί του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών … Η δεύτερη προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 92 παράγραφος 1 της Συνθήκης, κατά την οποία η ενίσχυση πρέπει να είναι ικανή να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο, δεν εξαρτάται από τον τοπικό ή περιφερειακό χαρακτήρα των μεταφορικών υπηρεσιών που παρέχονται ή από τη σημασία του σχετικού τομέα δραστηριοτήτων.» (93)

(165)

Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και αν, όπως στην παρούσα υπόθεση, εμπλέκεται μόνο η τοπική αγορά μεταφοράς με λεωφορεία (Όσλο), η διάθεση δημόσιων πόρων σε έναν φορέα εκμετάλλευσης σε μια παρόμοια τοπική αγορά μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ συμβαλλομένων μερών (94). Ως εκ τούτου, η Αρχή θεωρεί ότι η ετήσια αντιστάθμιση και η εισφορά κεφαλαίου για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας μπορούσαν να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών.

1.3.7   Συμπέρασμα σχετικά με την ετήσια αντιστάθμιση και την εισφορά κεφαλαίου για τη δημόσια υπηρεσία

(166)

Με βάση την ανωτέρω εκτίμηση, η Αρχή κρίνει ότι η ετήσια αντιστάθμιση στην AS Oslo Sporveier και (μετέπειτα) στην AS Sporveisbussene και η εισφορά κεφαλαίου για τη δημόσια υπηρεσία για την κάλυψη του ελλείμματος του συνταξιοδοτικού ταμείου συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 της συμφωνίας ΕΟΧ.

2.   ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΩΣ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ H ΝΕΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗ - Η ΕΤΗΣΙΑ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΗ ΚΑΙ Η ΕΙΣΦΟΡΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

2.1   Εισαγωγή – Η απόφαση του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ στην υπόθεση E-14/10

(167)

Το άρθρο 1 στοιχείο β) περίπτωση (i) του μέρος II του πρωτοκόλλου 3 προβλέπει ότι με τον όρο «υφιστάμενη ενίσχυση» νοούνται:

«όλες τις ενισχύσεις οι οποίες υφίσταντο πριν από την έναρξη ισχύος της συμφωνίας για τον ΕΟΧ στο οικείο κράτος μέλος της ΕΖΕΣ, δηλαδή καθεστώτα ενισχύσεων και ατομικές ενισχύσεις που είχαν τεθεί σε εφαρμογή πριν, και εφαρμόζονται ακόμη έπειτα από την έναρξη ισχύος της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.»

(168)

Η Αρχή επισημαίνει ότι η AS Oslo Sporveier, όταν τέθηκε σε ισχύ η συμφωνία ΕΟΧ στη Νορβηγία (την 1η Ιανουαρίου 1994), έλαβε αντιστάθμιση για την εκτέλεση τακτικών υπηρεσιών μεταφοράς με λεωφορεία στο Όσλο, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας για τις μεταφορές και την πάγια διοικητική πρακτική (πριν τεθεί σε ισχύ η Συμφωνία ΕΟΧ), όπως αναλύθηκε διεξοδικά ανωτέρω.

(169)

Στην απόφασή του στην υπόθεση E-14/10 με την οποία ακύρωσε την απόφαση αριθ. 254/10/COL της Αρχής, το Δικαστήριο της ΕΖΕΖ αναφέρει τα ακόλουθα:

«Το αν η χορηγηθείσα ενίσχυση […] συνιστά «υφιστάμενη ενίσχυση» […] εξαρτάται από την ερμηνεία των διατάξεων του πρωτοκόλλου 3SCA […]

[…] για να χαρακτηρισθεί ως «μέτρο υφιστάμενης ενίσχυσης» βάσει των κανόνων κρατικών ενισχύσεων του ΕΟΧ, πρέπει να αποτελεί μέρος ενός καθεστώτος ενισχύσεων το οποίο είχε τεθεί σε ισχύ πριν τεθεί σε ισχύ η συμφωνία ΕΟΧ.» (95)

2.2   Ορισμός του καθεστώτος κρατικής ενίσχυσης

(170)

Το άρθρο 1 στοιχείο δ) του μέρους ΙΙ του πρωτοκόλλου 3 προβλέπει ότι ως «καθεστώς ενισχύσεων» νοείται:

«κάθε πράξη βάσει της οποίας, χωρίς να απαιτούνται περαιτέρω μέτρα εκτέλεσης, μπορούν να χορηγούνται ατομικές ενισχύσεις σε επιχειρήσεις οι οποίες ορίζονται στην εν λόγω πράξη κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο και κάθε πράξη βάσει της οποίας μπορεί να χορηγείται ενίσχυση μη συνδεόμενη με συγκεκριμένο σχέδιο σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις για αόριστο χρονικό διάστημα ή/και για απροσδιόριστο ποσό·»

(171)

Το άρθρο 1 στοιχείο ε) του μέρους ΙΙ του πρωτοκόλλου 3 προβλέπει ότι ως «ατομική ενίσχυση» νοείται:

«ενίσχυση η οποία δεν χορηγείται με βάση καθεστώς ενισχύσεων ή η οποία χορηγείται με βάση καθεστώς ενισχύσεων αλλά πρέπει να κοινοποιηθεί·»

(172)

Η διάκριση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο της υφιστάμενης ενίσχυσης, εφόσον το πρωτόκολλο 3 αναθέτει στην Αρχή την αρμοδιότητα να επανεξετάζει διαρκώς τα υφιστάμενα καθεστώτα ενισχύσεων (96). Παρομοίως, το τμήμα V του μέρους II του πρωτοκόλλου 3 εφαρμόζεται μόνο σε καθεστώτα υφισταμένων ενισχύσεων (97).

(173)

Η Αρχή επισημαίνει ότι ο ορισμός αυτός ενσωματώθηκε στη συμφωνία ΕΟΧ το 2001 με την εισαγωγή του μέρους ΙΙ του πρωτοκόλλου 3. Πριν την εναρμόνιση του πρωτοκόλλου 3 με τον διαδικαστικό κανονισμό (98) το 2001 δεν υπήρχε παρομοίως ακριβής ορισμός του καθεστώτος ενισχύσεων στο δίκαιο του ΕΟΧ. Επιπλέον, κατά την άποψη της Αρχής, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η λογική που διέπει την έννοια της υφιστάμενης ενίσχυσης: το να παρασχεθεί καταρχήν στα κράτη ΕΖΕΣ και τους δικαιούχους κρατικών ενισχύσεων σχετική ασφάλεια δικαίου όσον αφορά τις ρυθμίσεις που ίσχυαν πριν τεθεί σε ισχύ στα νομικά τους συστήματα ο έλεγχος των κρατικών ενισχύσεων, παρέχοντας παράλληλα στην Αρχή τη δυνατότητα να εναρμονίσει τα εν λόγω συστήματα με το δίκαιο του ΕΟΧ.

(174)

Επιπλέον, η Αρχή επισημαίνει ότι η νομολογία των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων δεν παρέχει αναλυτικές οδηγίες όσον αφορά την ερμηνεία αυτού του ορισμού. Ως εκ τούτου, η Αρχή επανεξέτασε τη δική της πρακτική κατά τον χειρισμό των υποθέσεων και την πρακτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και διαπίστωσε ότι τα υφιστάμενα «καθεστώτα ενισχύσεων» θεωρείται ότι περιλαμβάνουν μη θεσμοθετημένους εθιμικούς κανόνες δικαίου (99) και τη διοικητική πρακτική σε σχέση με την εφαρμογή γραπτού δικαίου (100) και μη θεσμοθετημένων κανόνων δικαίου (101). Σε μία υπόθεση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε ότι ένα καθεστώς ενισχύσεων σε σχέση με την Anstaltslast και την Gewährträgerhaftung βασιζόταν στον συνδυασμό μιας άγραφης παλαιάς αρχής δικαίου σε συνδυασμό με μία διαδεδομένη πρακτική στη Γερμανία (102).

2.3   Τα υπό εξέταση μέτρα

(175)

Η Αρχή υπενθυμίζει ότι η νορβηγική νομοθεσία περί μεταφορών ουσιαστικά ορίζει τις ακόλουθες βασικές παραμέτρους που έχουν σχέση με τα υπό εξέταση μέτρα ενίσχυσης: (i) ένα σύστημα συγχρηματοδότησης τακτικών υπηρεσιών μεταφοράς με λεωφορεία (από το κράτος και την περιφερειακή διοίκηση), (ii) ότι οι περιφερειακές αρχές είναι υπεύθυνες για τη διαχείριση των τακτικών υπηρεσιών μεταφοράς με λεωφορεία, για τον έλεγχο των παραχωρήσεων, των δρομολογίων, των ωραρίων των δρομολογίων και των τιμών των εισιτηρίων, και (iii) ένα λεπτομερές σύστημα παραχώρησης.

(176)

Επιπλέον, σύμφωνα με τις νορβηγικές αρχές, από το άρθρο 22 του CTA συνάγεται ότι ο Δήμος του Όσλο έχει υποχρέωση να αποζημιώνει τους φορείς εκμετάλλευσης για την παροχή της υπηρεσίας μεταφορών για μη κερδοφόρα δρομολόγια, όταν τα έσοδα που παράγονται από την πώληση των εισιτηρίων δεν καλύπτουν το κόστος λειτουργίας της υπηρεσίας. Το άρθρο 22 του CTA παρέχει τη δυνατότητα αντιστάθμισης για την κάλυψη του κόστους της δημόσιας υπηρεσίας, αφαιρουμένων των εσόδων από εισιτήρια.

(177)

Πριν τεθεί σε ισχύ η συμφωνία ΕΟΧ, ο Δήμος του Όσλο επέλεξε να παρέχει τακτικές υπηρεσίες μεταφοράς με λεωφορεία βάσει των γενικών διατάξεων του CTA και του CTR, χορηγώντας αντιστάθμιση για τα μη κερδοφόρα δρομολόγια, σύμφωνα με τη διοικητική πρακτική που περιγράφεται ανωτέρω. Αυτό συνεχίστηκε αδιάκοπα μέχρι τη λήξη της τελευταίας σύμβασης παραχώρησης με απευθείας ανάθεση στις 30 Μαρτίου 2008.

(178)

Για να κριθεί αν υφίσταται καθεστώς ενίσχυσης, είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν το νομικό πλαίσιο για τη χρηματοδότηση των τακτικών μεταφορών με λεωφορεία στο Όσλο μπορεί να θεωρηθεί ως «πράξη βάσει της οποίας, χωρίς να απαιτούνται περαιτέρω μέτρα εκτέλεσης, μπορούν να χορηγούνται ατομικές ενισχύσεις σε επιχειρήσεις οι οποίες ορίζονται στην εν λόγω πράξη κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο» (103). Ο ορισμός αυτός περιλαμβάνει τρία κριτήρια: (i) την ύπαρξη πράξης βάσει της οποίας μπορεί να χορηγηθεί ενίσχυση, (ii) η πράξη δεν απαιτεί περαιτέρω εκτελεστικά μέτρα και (iii) η πράξη ορίζει τους δυνητικούς δικαιούχους με γενικό και αφηρημένο τρόπο.

(179)

Όσον αφορά το πρώτο κριτήριο, η Αρχή επισημαίνει ότι ο CTA και ο CTR είναι πράξεις βάσει των οποίων ο Δήμος του Όσλο χορήγησε την αντιστάθμιση.

(180)

Όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο, επισημαίνεται ότι για τη διαχείριση οποιουδήποτε καθεστώτος ενισχύσεων απαιτείται μια ορισμένη διαδικασία λήψης αποφάσεων που επιτρέπει τη χορήγηση ατομικών ενισχύσεων χωρίς τη λήψη πρόσθετων μέτρων εφαρμογής.

(181)

Μια απλή «τεχνική εφαρμογή», όπως αναφέρεται ανωτέρω, των διατάξεων που προβλέπουν το καθεστώς ενισχύσεων δεν θα συνιστούσε εκτελεστικό μέτρο (104). Επιπλέον, το γεγονός ότι μια απόφαση για τη χορήγηση ενίσχυσης στο πλαίσιο ενός καθεστώτος ενισχύσεων έχει επιπτώσεις στον προϋπολογισμό της αρχής η οποία διαχειρίζεται το εν λόγω καθεστώς δεν μπορεί αφ' εαυτού, κατά την άποψη της Αρχής, να συνεπάγεται ότι παρόμοιες αποφάσεις πρέπει να θεωρούνται ως εκτελεστικά μέτρα (105).

(182)

Παρομοίως, λαμβάνοντας υπόψη τις πράξεις ανάθεσης, όπως η ανάθεση μιας σύμβασης παραχώρησης, αυτή ορίζει, όπως κάθε πράξη ανάθεσης, μία συγκεκριμένη επιχείρηση και δεν μπορεί εξ ορισμού να αφορά έναν όμιλο επιχειρήσεων «που ορίζεται με γενικό και αφηρημένο τρόπο» (σύγκριση με το τρίτο κριτήριο).

(183)

Η Αρχή πιστεύει ότι ως «εκτελεστικά μέτρα» πρέπει να νοούνται αυτά που συνεπάγονται κάποιο βαθμό διακριτικής ευχέρειας, που θα επηρέαζε σε σημαντικό βαθμό το ποσό, τα χαρακτηριστικά ή τους όρους χορήγησης της ενίσχυσης. Συγκεκριμένα, θα θεωρούνταν ότι κάθε καθεστώς ενισχύσεων ορίζει τον σκοπό για τον οποίο μπορεί να χορηγηθεί ενίσχυση. Συνεπώς, όταν ένας δημόσιος οργανισμός εξουσιοδοτείται, παραδείγματος χάρη, να χρησιμοποιεί διάφορα μέσα για την προώθηση της τοπικής οικονομίας και χορηγεί διάφορες εισφορές κεφαλαίου, αυτό συνεπάγεται τη χρήση ευρείας διακριτικής ευχέρειας καθορισμού του ποσού, των χαρακτηριστικών ή των όρων και του σκοπού για τον οποίο χορηγείται η ενίσχυση και, κατά συνέπεια, δεν πρέπει να θεωρείται καθεστώς ενισχύσεων (106).

(184)

Στην προκειμένη περίπτωση, είναι σαφές ότι δεν απαιτείται η λήψη πρόσθετων νομοθετικών μέτρων για πληρωμές αποζημίωσης στην AS Oslo Sporveier και την AS Sporveisbussene. Η Αρχή έχει, συνεπώς, την άποψη ότι ο CTA και ο CTR περιόρισαν τη διακριτική ευχέρεια του Δήμου του Όσλο και φαίνεται ότι η διοικητική πρακτική του Δήμου είναι απολύτως σύμφωνη με αυτό.

(185)

Εξάλλου, η αντιστάθμιση δεν βασιζόταν σε διακριτικά κονδύλια του προϋπολογισμού. Ο Δήμος του Όσλο, αφού επέλεξε να διατηρήσει τον δημόσιο χαρακτήρα της υπηρεσίας, δεν είχε τη δυνατότητα να αποφασίσει αν θα καλύψει τη ζημία της AS Oslo Sporveier και τη AS Sporveisbussene. Ήταν υποχρεωμένος να το πράττει κάθε έτος έως το 2008. Είναι επίσης προφανές ότι η αντιστάθμιση χορηγούνταν και μπορούσε να χορηγείται μόνον για τον σκοπό της χρηματοδότησης των τοπικών τακτικών μεταφορών με λεωφορεία στο Όσλο. Ο Δήμος δεν μπορούσε να χορηγήσει ενίσχυση για διαφορετικούς σκοπούς βάσει των διατάξεων που περιγράφονται ανωτέρω.

(186)

Το κράτος και το Υπουργείο Μεταφορών είναι υπεύθυνα για τον συντονισμό της ανάπτυξης των δημόσιων μεταφορών στη Νορβηγία και ασκούν αυτό το προνόμιο κατά τρόπο που περιορίζει τις εξουσίες των περιφερειακών αρχών. Το ποσό της χορηγούμενης αντιστάθμισης περιορίζεται, όπως προαναφέρθηκε, από τις εθνικές κατευθυντήριες γραμμές βάσει του CTR και η διοικητική πρακτική σε σχέση με τη μέθοδο υπολογισμού της αντιστάθμισης παρέμεινε αμετάβλητη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980.

(187)

Όσον αφορά το τρίτο κριτήριο, το σύστημα αντιστάθμισης στο Όσλο εφαρμόζεται σε όλους τους παραχωρησιούχους στους οποίους ανατίθεται η παροχή υπηρεσιών μεταφοράς με λεωφορεία σε μη κερδοφόρα δρομολόγια.

(188)

Με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή κρίνει ότι στο Όσλο εφαρμοζόταν καθεστώς ενισχύσεων. Οι διατάξεις που καλύπτουν το εν λόγω καθεστώς ενισχύσεων ήταν ο CTA, ο CTR και η σχετική διοικητική πρακτική στο Όσλο.

2.4   Ορισμός της υφιστάμενης ενίσχυσης

(189)

Το άρθρο 1 στοιχείο β) σημείο (i) του μέρους ΙΙ του πρωτοκόλλου 3 προβλέπει ότι ο όρος υφιστάμενη ενίσχυση περικλείει όλες τις ενισχύσεις οι οποίες υπήρχαν πριν τεθεί σε ισχύ η συμφωνία ΕΟΧ στο αντίστοιχο κράτος ΕΖΕΣ, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις οι οποίες είχαν τεθεί σε εφαρμογή πριν και εξακολουθούσαν να εφαρμόζονται μετά τη θέση σε ισχύ της συμφωνίας ΕΟΧ.

(190)

Όπως περιγράφεται ανωτέρω, οι διατάξεις που προβλέπουν το καθεστώς ενισχύσεων άρχισαν να εφαρμόζονται πριν τεθεί σε ισχύ η συμφωνία ΕΟΧ στη Νορβηγία την 1η Ιανουαρίου 1994. Εφόσον, όπως φαίνεται, η αγορά των τοπικών υπηρεσιών μεταφοράς με λεωφορεία ήταν ήδη εκτεθειμένη σε κάποιο βαθμό στον ανταγωνισμό εκείνη τη στιγμή, η Αρχή έχει την άποψη ότι το μέτρο συνιστά υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων που ίσχυε πριν τον Ιανουάριο του 1994 και εξακολούθησε να εφαρμόζεται και μετά.

(191)

Επιπλέον, το άρθρο 1 στοιχείο γ) του μέρους ΙΙ του πρωτοκόλλου 3 προβλέπει ότι με τον όρο «νέα ενίσχυση» νοείται:

«κάθε ενίσχυση, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις, οι οποίες δεν αποτελούν υφιστάμενη ενίσχυση, καθώς και οι μεταβολές υφιστάμενων ενισχύσεων·»

(192)

Στην απόφασή του στην υπόθεση Namur, το Δικαστήριο έκρινε τα ακόλουθα:

“[…] όταν η ενίσχυση προκύπτει από προγενέστερες νομοθετικές διατάξεις οι οποίες δεν τροποποιούνται, η εμφάνιση μιας νέας ενισχύσεως ή η τροποποίηση υφισταμένης ενισχύσεως δεν μπορεί να εκτιμηθεί με βάση τη σημασία της και ιδίως με βάση τα εμπλεκόμενα χρηματικά ποσά σε κάθε στιγμή της πορείας της επιχειρήσεως. Ο χαρακτηρισμός μιας ενισχύσεως ως νέας ή ως υφισταμένης γίνεται σε συνάρτηση με τις διατάξεις που προβλέπουν τη θέσπισή της, τον τρόπο χορηγήσεώς της και τα όριά της.” (107)

(193)

Επιπλέον, όπως επισήμανε ο Γενικός Εισαγγελέας Trabucchi στη γνώμη του στην υπόθεση Van der Hulst, οι τροποποιήσεις είναι ουσιαστικές όταν μεταβάλλονται τα κύρια στοιχεία του συστήματος, όπως η φύση του πλεονεκτήματος, ο επιδιωκόμενος από το μέτρο σκοπός, η νομική βάση, οι δικαιούχοι ή η πηγή χρηματοδότησης (108).

(194)

Όπως ορίζεται στην περιγραφή των πραγματικών περιστατικών της ανωτέρω υπόθεσης, υπάρχουν ορισμένα γεγονότα που θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί ότι μεταβάλλουν το καθεστώς και το μετατρέπουν σε νέα ενίσχυση. Ακολουθεί η εκτίμηση αυτών των γεγονότων.

2.4.1   Εσωτερική αναδιοργάνωση του 1997

(195)

Μετά από εσωτερική αναδιοργάνωση το 1997, η νεοσύστατη επιχείρηση AS Sporveisbussene ανέλαβε την ευθύνη της εκτέλεσης των τακτικών υπηρεσιών μεταφοράς με λεωφορεία τις οποίες προηγουμένως εκτελούσε η AS Oslo Sporveier.

(196)

Καθαρά τυπικές ή διοικητικές μεταβολές ενός καθεστώτος ενίσχυσης δεν συνεπάγονται μεταβολή του χαρακτηρισμού μιας υφιστάμενης ενίσχυσης ως νέας (109). Τίθεται το ερώτημα εάν η εν λόγω αναδιοργάνωση επέφερε μεταβολή του υφισταμένου καθεστώτος ενίσχυσης με αποτέλεσμα να υπάρξει νέα ενίσχυση.

(197)

Οι νορβηγικές αρχές εξήγησαν ότι, κατ' ουσίαν, η αλλαγή του φορέα παροχής της υπηρεσίας από την AS Oslo Sporveier στην AS Sporveisbussene ήταν μια αλλαγή τυπικού χαρακτήρα. Με τη σύσταση της AS Sporveisbussene, η AS Oslo Sporveier δημιούργησε μια θυγατρική για να εκτελεί τις υπηρεσίες μεταφορών με λεωφορείο τις οποίες εκτελούσε προηγουμένως η ίδια. Εντούτοις, η AS Oslo Sporveier, με την ιδιότητά της ως μητρικής εταιρείας, εξακολούθησε να είναι ο κύριος δικαιούχος της αντιστάθμισης και κάτοχος της παραχώρησης και απλώς υπέστη μια εσωτερική αναδιοργάνωση βάσει της οποίας ανατέθηκε στην AS Sporveisbussene η παροχή των υπηρεσιών, σύμφωνα με τους όρους της παραχώρησης. Για τον σκοπό αυτό εισέπραξε αντιστάθμιση από τη μητρική εταιρεία της. Η διοικητική πρακτική σε σχέση με τη χρηματοδότηση της υπηρεσίας μεταφορών παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητη βάσει της συμφωνίας μεταφορών που συνάφθηκε το 1997. Επιπλέον, η αναδιοργάνωση δεν συνεπαγόταν καμία μεταβολή του CTA ή του CTR.

(198)

Σε μια υπόθεση αναφορικά με τη μεταφορά εγγυημένων δανείων μεταξύ επιχειρήσεων, η Επιτροπή ανέφερε τα ακόλουθα:

«οι εγγυήσεις που παρασχέθηκαν σε σχέση με δάνεια που ελήφθησαν πριν από την 1η Μαΐου 2004 (προσχώρηση της Ουγγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση) χορηγήθηκαν πριν την προσχώρηση και κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή σύμφωνα με το παράρτημα IV.3 της Πράξης Προσχώρησης. Μολονότι μεταβιβάστηκαν σε μια νέα επιχείρηση, η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτό ήταν μια καθαρά διοικητική πράξη, εφόσον τα υφιστάμενα δάνεια που καλύπτονταν από ήδη εγκεκριμένες εγγυήσεις μεταφέρθηκαν σε νέα επιχείρηση. Η μεταφορά ήταν συνέπεια μιας απλής αναδιοργάνωσης της MÀV Zrt. χωρίς καμία μεταβολή των δραστηριοτήτων ή του περιεχομένου των μέτρων ενίσχυσης. Συνεπώς, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, παρά τη μεταφορά, οι εγγυήσεις εξακολουθούν να θεωρούνται ως υφιστάμενη ενίσχυση.» (110)

(199)

Με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή διαπιστώνει ότι η αναδιοργάνωση του 1997 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επέφερε ουσιαστική μεταβολή του καθεστώτος ενίσχυσης. Κατά συνέπεια, το καθεστώς εξακολούθησε, κατά την άποψη της Αρχής, να αποτελεί καθεστώς υφιστάμενης ενίσχυσης μετά την αναδιοργάνωση.

2.4.2   Ανανέωση της παραχώρησης

(200)

Όπως προαναφέρθηκε, από τις νομικές διατάξεις που προβλέπουν το καθεστώς ενίσχυσης συνάγεται ότι ο πάροχος των τακτικών υπηρεσιών μεταφοράς με λεωφορεία πρέπει να διαθέτει και γενική παραχώρηση και ειδική παραχώρηση. Επιπλέον, το άρθρο 27 του CTA ορίζει ότι οι ειδικές παραχωρήσεις μπορεί να χορηγούνται για περίοδο δέκα ετών κάθε φορά. Όπως επίσης αναφέρεται ανωτέρω, οι σχετικές διατάξεις του CTA και του CTR δεν τροποποιήθηκαν ουσιαστικά σε σύγκριση με τον νόμο περί μεταφορών και τους κανονισμούς που ίσχυαν την περίοδο εκείνη. Συνεπώς, οι κανονιστικές διατάξεις που διέπουν το καθεστώς δεν τροποποιήθηκαν ουσιαστικά όσον αφορά τις παραχωρήσεις μετά τη θέση σε ισχύ της συμφωνίας ΕΟΧ.

(201)

Οι ατομικές παραχωρήσεις που έχουν χορηγηθεί σύμφωνα με τις προαναφερθείσες κανονιστικές διατάξεις συνιστούν τις πράξεις ανάθεσης βάσει του υφισταμένου καθεστώτος ενίσχυσης. Οι πράξεις ανάθεσης ουσιαστικά καθορίζουν τα δρομολόγια για τα οποία ο παραχωρησιούχος έχει δικαίωμα και υποχρέωση να παρέχει τακτική υπηρεσία έναντι αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας. Οι πράξεις ανάθεσης δεν αποτελούν, συνεπώς, μέρος των διατάξεων που προβλέπουν το καθεστώς ενισχύσεων. Έτσι, το υφιστάμενο καθεστώς αντιστάθμισης για τη δημόσια υπηρεσία δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι έχει τροποποιηθεί με την ανάθεση μιας νέας σύμβασης παραχώρησης. Αντίθετα, οι εν λόγω παραχωρήσεις απλά εφαρμόζουν τις διατάξεις μιας νομικής πράξης, συγκεκριμένα του CTA και του CTR, βάσει των οποίων ανατέθηκαν.

(202)

Σε υπόθεση που αφορά αντισταθμιστικές πληρωμές στον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό RTP της Πορτογαλίας για παροχή δημόσιας υπηρεσίας, η Επιτροπή ανέφερε:

«Επιπλέον, η σύναψη νέων συμβάσεων παραχώρησης δεν τροποποιεί τον χαρακτηρισμό του καθεστώτος ετήσιας χρηματοδότησης ως υφιστάμενης ενίσχυσης, δεδομένου ότι οι συμφωνίες αυτές απλώς εφαρμόζουν τις διατάξεις σχετικά με τη χρηματοδότηση του RTP όπως θεσπίστηκαν προηγουμένως, συμπεριλαμβανομένων τροποποιήσεων τεχνικής φύσης.» (111)

(203)

Με εξαίρεση τη χρονική παράταση, δεν επήλθαν μεταβολές σε σχέση με την αποστολή δημόσιας υπηρεσίας ή την αμοιβή της στη νέα σύμβαση παραχώρησης που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2000. Η AS Sporveisbussene απλώς συνέχισε να εκτελεί, με τους ίδιους όρους, τη δημόσια υπηρεσία για λογαριασμό της AS Oslo Sporveier βάσει της παραχώρησης, που απλά συνιστά διοικητική πράξη εφαρμογής των διατάξεων του CTA σχετικά με τη λειτουργία και χρηματοδότηση των δημόσιων τακτικών υπηρεσιών και η οποία δεν επέφερε καμία μεταβολή στον τρόπο εκτέλεσης αυτών των υπηρεσιών. Συνεπώς, η ανανέωση της παραχώρησης δεν τροποποίησε το υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων.

2.4.3   Εισαγωγή ενός συστήματος ανταμοιβής/ποινής (bonus/malus) σχετικά με την ποιότητα

(204)

Η AS Oslo Sporveier εισήγαγε ένα νέο σύστημα ανταμοιβής/ποινής (bonus/malus) το 2004. Οι νορβηγικές αρχές εξήγησαν ότι το σύστημα αυτό αποτελεί μέρος της αντιστάθμισης δημόσιας υπηρεσίας για την εκτέλεση τοπικών τακτικών μεταφορών με λεωφορεία στο Όσλο. Αποσκοπούσε στη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών και εφαρμόστηκε βάσει του CTA την 1η Ιανουαρίου 2008. Όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, για την περίοδο 1994 έως 2005, η μέση ετήσια απόδοση για τη δημόσια υπηρεσία ήταν 1,98%. Η εισαγωγή του επιδόματος παρείχε πρόσθετα κίνητρα για πιθανή μεγιστοποίηση της ετήσιας απόδοσης εντός του ορίου ενός εύλογου κέρδους.

(205)

Συνάγεται, συνεπώς, ότι ένα παρόμοιο σύστημα επιδότησης δεν επηρέασε την ουσία της χορηγούμενης αντιστάθμισης και αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του υφισταμένου καθεστώτος ενίσχυσης.

2.5   Ενίσχυση χορηγηθείσα βάσει των διατάξεων που προβλέπουν το καθεστώς ενισχύσεων

2.5.1   Απόφαση στην υπόθεση E-14/10

(206)

Στην απόφασή του στην υπόθεση E-14/10, το Δικαστήριο ΕΖΕΣ ανέφερε τα ακόλουθα για το ζήτημα του υφιστάμενου ή νέου χαρακτήρα της ενίσχυσης:

«(…) αυτό που έχει σημασία είναι αν η ενίσχυση χορηγήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις οι οποίες την προβλέπουν.

(…) εφόσον οι αντισταθμιστικές πληρωμές χρησιμοποιούνταν πράγματι για τη χρηματοδότηση της εκτέλεσης μη κερδοφόρων τακτικών υπηρεσιών μεταφοράς με λεωφορεία, ο καθού (η Αρχή) ορθώς μπορεί να χαρακτήρισε τις εν λόγω πληρωμές ως υφιστάμενη ενίσχυση.

Εντούτοις, (…) κάθε ενίσχυση που χορηγήθηκε στην Oslo Sporveier καθ' υπέρβαση της ζημίας που πράγματι σημειώθηκε σε σχέση με τις εν λόγω υπηρεσίες δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά, βάσει αυτού του καθεστώτος ενισχύσεων, υφιστάμενη ενίσχυση (…).» (112)

(207)

Από την απόφαση του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ συνάγεται ότι μόνο πληρωμές που εκτελούνται βάσει του υφισταμένου καθεστώτος ενίσχυσης μπορούν να θεωρηθούν ως υφιστάμενη ενίσχυση που εκταμιεύεται δυνάμει του εν λόγω καθεστώτος. Οι πληρωμές που δεν πραγματοποιούνται βάσει των διατάξεων που προβλέπουν το καθεστώς δεν μπορούν να προστατεύονται από τον χαρακτήρα υφιστάμενης ενίσχυσης του εν λόγω καθεστώτος (113).

(208)

Συνεπώς, για να διαπιστωθεί αν η χορηγούμενη ενίσχυση είναι υφιστάμενη ή νέα, η Αρχή πρέπει να εκτιμήσει αν χορηγήθηκε σύμφωνα με το καθεστώς που προβλέπει τη χορήγησή της.

(209)

Το καθεστώς βασιζόταν στον CTA και τον CTR· αποτελούσε πάγια διοικητική πρακτική στο Όσλο, σύμφωνα με τις διατάξεις που ορίζονται στον CTA και στον CTR. Το καθεστώς μόνο προέβλεπε την κάλυψη του κόστους (τη διαφορά ανάμεσα στο κόστος και τα έσοδα) των μη κερδοφόρων τακτικών υπηρεσιών μεταφοράς με λεωφορεία τις οποίες παρείχαν οι παραχωρησιούχοι.

(210)

Στη συνέχεια, η Αρχή εκτιμά αν (i) η ετήσια αντιστάθμιση και (ii) η εισφορά κεφαλαίου και η δημόσια υπηρεσία χορηγήθηκαν βάσει των διατάξεων που προβλέπουν το σύστημα αντιστάθμισης.

2.5.2   Ετήσια αντιστάθμιση

(211)

Όπως προαναφέρθηκε, το άρθρο 22 του CTA επιτρέπει η αντιστάθμιση να καλύπτει το κόστος της δημόσιας υπηρεσίας αφαιρουμένων των εσόδων από τα εισιτήρια. Για να εξασφαλιστεί ότι η αντιστάθμιση περιορίζεται στην κάλυψη του κόστους της δημόσιας υπηρεσίας, ένα τέτοιο καθεστώς θα προϋπέθετε την τήρηση χωριστών λογαριασμών, την κατάλληλη κατανομή των κοινών εξόδων και επί ίσοις όροις εσωτερικές συναλλαγές ομίλου για τις επιχειρήσεις οι οποίες, εκτός από την παροχή δημόσιων υπηρεσιών, ασκούν και εμπορικές δραστηριότητες. Συνεπώς, η τήρηση αυτών των αρχών κρίνεται αναγκαία για να αποφευχθεί η χορήγηση της ενίσχυσης εκτός του πλαισίου του καθεστώτος.

(212)

Η Αρχή έχει εκτιμήσει όλα τα στοιχεία που υπέβαλαν οι νορβηγικές αρχές και επαλήθευσε ότι τηρούνταν χωριστοί λογαριασμοί για τις δραστηριότητες δημόσιας υπηρεσίας για το σύνολο της περιόδου (1994-2008). Επιπλέον, η Αρχή διαπίστωσε ότι το κέρδος που απέφερε η λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας ήταν σχετικά χαμηλό και δεν συνεπαγόταν καταβολή υπεραντιστάθμισης.

(213)

Πριν από το 2004, οι κοινές δαπάνες κατανέμονταν σε συναλλαγές εντός του ομίλου, το κόστος των οποίων βασιζόταν σε τιμές της αγοράς. Το σύστημα κατανομής των κοινών δαπανών για τις υπηρεσίες μεταξύ της AS Sporveisbussene και των θυγατρικών της τροποποιήθηκε το 2003 και τέθηκε σε εφαρμογή, από το 2004, ένα νέο σύστημα που βασιζόταν σε γενικά έξοδα. Βάσει αυτού του συστήματος, οι εταιρείες μεταφοράς με λεωφορεία επιβαρύνονταν με ένα αναλογικό ποσοστό των κοινών δαπανών με βάση τον κύκλο εργασιών τους.

(214)

Η Αρχή θεωρεί ότι αυτό εξασφάλιζε ότι η ενίσχυση δεν χορηγούνταν εκτός του πλαισίου του καθεστώτος.

(215)

Συνεπώς, με βάση τα στοιχεία που κοινοποίησαν οι νορβηγικές αρχές, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι οι ετήσιες πληρωμές περιορίζονταν στην κάλυψη μόνο των εξόδων τα οποία θα μπορούσαν να καλύπτονται σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο του καθεστώτος.

2.5.3   Εισφορά κεφαλαίου για τη δημόσια υπηρεσία

(216)

Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, ήταν σαφές ότι το συνταξιοδοτικό ταμείο της AS Oslo Sporveier ήταν υποχρηματοδοτούμενο. Συνεπώς, τέθηκε σε εφαρμογή πρόγραμμα πληρωμών για να καλυφθεί το έλλειμμα του ταμείου έως το 2020. Σύμφωνα με το εν λόγω πρόγραμμα, ο Δήμος του Όσλο αύξησε την αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας για την AS Oslo Sporveier, ώστε να καλύψει το σύνολο των δαπανών για την παροχή της δημόσιας υπηρεσίας.

(217)

Το 2004, το υπολειπόμενο έλλειμμα καλύφθηκε με την εισφορά κεφαλαίου για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας. Μολονότι η εισφορά δεν χορηγήθηκε ως μέρος του ετήσιου κατ' αποκοπήν ποσού στην AS Sporveisbussene, αλλά καταβλήθηκε απευθείας στο συνταξιοδοτικό ταμείο από την AS Oslo Sporveier, η πληρωμή πραγματοποιήθηκε βάσει του υφισταμένου καθεστώτος ενίσχυσης, εφόσον διατέθηκε για την κάλυψη δαπάνης που πραγματοποιήθηκε κατά την παροχή της δημόσιας υπηρεσίας.

(218)

Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, ο CTA και ο CTR δεν περιέχουν ειδικές διατάξεις για τον τρόπο αντιστάθμισης του παραχωρησιούχου για την παροχή της δημόσιας υπηρεσίας. Στην πράξη, η αντιστάθμιση χορηγούνταν απλώς σε ετήσια βάση υπό μορφή κατ' αποκοπήν ποσών, σύμφωνα με την πάγια διοικητική πρακτική. Το Δικαστήριο ΕΖΕΣ έκρινε (114) ότι, όταν ένα υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων δεν έχει ειδικές διατάξεις για τον τρόπο χορήγησης της ενίσχυσης, μια απόκλιση από τη συνήθη διαδικασία δεν μπορεί από μόνη της να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η ενίσχυση δεν χορηγήθηκε βάσει του εν λόγω καθεστώτος. Συνεπώς, το γεγονός ότι η εισφορά κεφαλαίου για τη δημόσια υπηρεσία δεν χορηγήθηκε σύμφωνα με τη συνήθη διαδικασία της ετήσιας συνολικής επιχορήγησης δεν σημαίνει ότι δεν πραγματοποιήθηκε βάσει του καθεστώτος ενίσχυσης.

(219)

Οι συνταξιοδοτικές δαπάνες που καλύπτονται με την εισφορά κεφαλαίου για τη δημόσια υπηρεσία συνδέονταν με την παροχή της δημόσιας υπηρεσίας, την οποία ο Δήμος του Όσλο ήταν υποχρεωμένος να καλύπτει σύμφωνα με την υποχρέωσή του να καλύπτει το κόστος της δημόσιας υπηρεσίας. Αντί της συνέχισης των ετήσιων καταβολών έως το 2020, αποφασίστηκε η εισφορά κεφαλαίου για τη δημόσια υπηρεσία να καλύψει το υπολειπόμενο μέρος του ελλείμματος, εξαλείφοντας με τον τρόπο αυτό την ανάγκη περαιτέρω ετήσιων πληρωμών για την κάλυψη του συσσωρευμένου ελλείμματος.

(220)

Με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή κρίνει ότι η εισφορά κεφαλαίου για τη δημόσια υπηρεσία πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις που προβλέπουν την ενίσχυση.

2.5.4   Συμπέρασμα

(221)

Με βάση την ανωτέρω εκτίμηση, η Αρχή κρίνει ότι η ετήσια αντιστάθμιση και η εισφορά κεφαλαίου για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με το υφιστάμενο καθεστώς ενίσχυσης. Συνεπώς, όσον αφορά την ετήσια αποζημίωση και την εισφορά κεφαλαίου για τη δημόσια υπηρεσία, δεν υπήρξε καμία πληρωμή εκτός του πεδίου του υφισταμένου καθεστώτος ενισχύσεων.

2.6   Περίοδος μετά την 30ή Μαρτίου 2008

(222)

Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο Δήμος του Όσλο αποφάσισε να αναθέσει σε εξωτερικούς φορείς όλες τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών για τις τακτικές μεταφορές με λεωφορεία στην περιφέρεια του Όσλο. Στις 30 Μαρτίου 2008 τερματίστηκε η εφαρμογή του συστήματος που περιγράφεται ανωτέρω και, ως εκ τούτου, η παραχώρηση της AS Oslo Sporveier κατέστη άνευ αντικειμένου, εφόσον όλες οι υπηρεσίες παρέχονταν βάσει συμβάσεων που ανατίθενται με τη διαδικασία διαγωνισμού. Συνεπώς, από τις 30 Μαρτίου 2008 και μετά, οι νέοι παραχωρησιούχοι αμείβονται βάσει των συμβάσεων που ανατίθενται με διαγωνισμό.

2.7   Συμπεράσματα σχετικά με τον χαρακτήρα υφιστάμενης ή νέας ενίσχυσης

(223)

Με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ετήσια αντιστάθμιση και η εισφορά κεφαλαίου για τη δημόσια υπηρεσία εκταμιεύθηκαν εξ ολοκλήρου βάσει ενός αμετάβλητου καθεστώτος υφιστάμενης ενίσχυσης. Συνεπώς, τα μέτρα αυτά συνιστούν, εξ ολοκλήρου, υφιστάμενη ενίσχυση.

(224)

Όπως αναφέρεται ανωτέρω, η Αρχή κρίνει ότι (i) η εφαρμογή των κανόνων φορολογίας ομίλων και (ii) η εισφορά κεφαλαίου για εμπορικές δραστηριότητες δεν ενέχουν στοιχείο κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ.

(225)

Επιπλέον, η Αρχή κρίνει ότι τα υπόλοιπα μέρα, δηλ. (i) η ετήσια αντιστάθμιση και (ii) η εισφορά κεφαλαίου για τη δημόσια υπηρεσία συνιστούν ενίσχυση η οποία χορηγήθηκε εξ ολοκλήρου βάσει υφιστάμενου καθεστώτος ενισχύσεων. Όσον αφορά αυτά τα δύο μέτρα, δεν υπήρξε στην πραγματικότητα καμία αντιστάθμιση καθ' υπέρβαση της ζημίας από την εκτέλεση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας (115). Από την 30ή Μαρτίου 2008 και μετά, τα δύο τελευταία μέτρα κρατικής ενίσχυσης έπαψαν να υφίστανται. Συνεπώς, δεν είναι αναγκαίο να εξετάσει η Αρχή το συμβιβάσιμό τους με τη λειτουργία της Συμφωνίας ΕΟΧ.

3.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(226)

Με βάση τα ανωτέρω, η Αρχή έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι κανόνες φορολογίας ομίλων δεν αποφέρουν πλεονέκτημα στην AS Sporveisbussene και η εφαρμογή αυτών των κανόνων δεν συνεπάγεται ότι η AS Sporveisbussene εισέπραξε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 της Συμφωνίας ΕΟΧ.

(227)

Η Αρχή έχει καταλήξει επίσης στο συμπέρασμα ότι η εισφορά κεφαλαίου για τις εμπορικές δραστηριότητες δεν αποφέρει πλεονέκτημα στην AS Sporveisbussene και, ως εκ τούτου, δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά τη έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της Συμφωνίας ΕΟΧ.

(228)

Η Αρχή έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ετήσια αντιστάθμιση και η εισφορά κεφαλαίου για τη δημόσια υπηρεσία αντιπροσωπεύουν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 της συμφωνίας ΕΟΧ. Εντούτοις, η Αρχή κρίνει ότι η ενίσχυση αυτή χορηγήθηκε, εξ ολοκλήρου, βάσει υφισταμένου καθεστώτος ενίσχυσης το οποίο έχει πλέον τερματιστεί, και, ως εκ τούτου, η Αρχή δεν κρίνει σκόπιμο, και δεν υπάρχει βάση, για περαιτέρω δράση.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η εφαρμογή των κανόνων φορολογίας ομίλων στον όμιλο Oslo Sporveier Group δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της Συμφωνίας ΕΟΧ. Ως εκ τούτου, περατώνεται η επίσημη έρευνα για το εν λόγω μέτρο.

Άρθρο2

Η εισφορά κεφαλαίου για εμπορικές δραστηριότητες δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ. Ως εκ τούτου, περατώνεται η επίσημη έρευνα για το εν λόγω μέτρο.

Άρθρο 3

Η διαδικασία επίσημης έρευνας όσον αφορά την ετήσια αντιστάθμιση είναι άνευ αντικειμένου, εφόσον το μέτρο συνιστά υφιστάμενη ενίσχυση και έχει πλέον τερματιστεί. Συνεπώς, περατώνεται η επίσημη έρευνα για το εν λόγω μέτρο.

Άρθρο 4

Η διαδικασία επίσημης έρευνας όσον αφορά την εισφορά κεφαλαίου για τη δημόσια υπηρεσία είναι άνευ αντικειμένου, εφόσον το μέτρο συνιστά υφιστάμενη ενίσχυση και έχει πλέον τερματιστεί. Συνεπώς, περατώνεται η επίσημη έρευνα για το εν λόγω μέτρο.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο της Νορβηγίας.

Άρθρο 6

Το κείμενο της παρούσας απόφασης στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό.

Βρυξέλλες, 19 Δεκεμβρίου 2012.

Για την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ

Oda Helen SLETNES

Πρόεδρος

Sverrir Haukur GUNNLAUGSSON

Μέλος της Αρχής


(1)  ΕΕ C της 204 12.7.2012, σ. 15 και Συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 37 της 5.7.2012, σ. 26.

(2)  Απόφαση, σκέψεις 55–63.

(3)  Ibid, σκέψεις 76–80.

(4)  Ibid, σκέψεις 84–91.

(5)  Οι αναφορές στον όμιλο “Oslo Sporveier Group” στην παρούσα απόφαση αποτελούν επίσης αναφορές και στην AS Oslo Sporveier και τις θυγατρικές της.

(6)  Με επιστολή της 8.2.2012 (αριθ. αναφοράς 624263), η καταγγέλλουσα κάλεσε την Αρχή να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας για τα μέτρα που είχαν αποτελέσει αντικείμενο της διαδικασίας του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ στην υπόθεση E-14/10.

(7)  ΕΕ C 204 της 12.7.2012, σ. 15 και Συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 37 της 5.7.2012, σ. 26.

(8)  Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 122–124 της απόφασης για την κίνηση διαδικασίας.

(9)  Βλ. διατακτικό του άρθρου 1 της απόφασης για την κίνηση διαδικασίας.

(10)  Νόμος αριθ. 45 της 21.6.2002 (ημερομηνία έναρξης ισχύος 1.1.2003).

(11)  Κανονισμός αριθ. 401 της 26.3.2003 (ημερομηνία έναρξης ισχύος 1.4.2003).

(12)  Νόμος αριθ. 63 της 4.6.1976 (ημερομηνία έναρξης ισχύος 1.7.1977). Καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον CTA την 1.1.2003.

(13)  Κανονισμός αριθ. 2170 της 12.8.1986 (ημερομηνία έναρξης ισχύος 1.1.1987) και κανονισμός αριθ. 1013 της 4.12.1992 (ημερομηνία έναρξης ισχύος 1.1.1994). Και τα δύο καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από τον CTR την 1.4.2003.

(14)  Στα νορβηγικά: Administrasjonsselskap.

(15)  Άρθρο 23 του CTA.

(16)  Άρθρο 22 παράγραφος 3 του CTA.

(17)  Άρθρο 22 παράγραφος 4 του CTA.

(18)  Άρθρα 4 και 6 του CTA.

(19)  Άρθρο 4 παράγραφος 1 του CTA.

(20)  Άρθρο 4 παράγραφος 2 του CTA και κεφάλαιο Ι του CTR.

(21)  Άρθρο 27 παράγραφος 1 του CTA.

(22)  Άρθρο 6 παράγραφος 1 του CTA.

(23)  Άρθρο 25 του CTR.

(24)  Άρθρα 28 και 29 του CTR. Αυτές είναι οι απαιτήσεις τις οποίες η Αρχή θεωρεί πλέον συναφείς για τους σκοπούς της περιγραφής του εθνικού καθεστώτος ενισχύσεων· ο CTR ορίζει επίσης και άλλες αναλυτικές απαιτήσεις για ειδικές παραχωρήσεις.

(25)  Το Υπουργείο Μεταφορών έχει μεταβιβάσει στις περιφερειακές αρχές την αρμοδιότητα καθορισμού των τιμών. Ορισμένες εκπτώσεις καθορίζονται, ωστόσο, σε εθνικό επίπεδο. Στην πράξη, το Υπουργείο έχει δώσει οδηγίες σε όλες τις περιφερειακές αρχές να εξασφαλίζουν ότι οι φορείς εκμετάλλευσης τοπικών τακτικών υπηρεσιών μεταφοράς με λεωφορεία που εκτελούν δημόσια υπηρεσία προσφέρουν έκπτωση 50% της τιμής σε παιδιά, ηλικιωμένους και άτομα με αναπηρίες.

(26)  Άρθρα 28 και 29 παράγραφος 2 του CTR. Βάσει του άρθρου 28 παράγραφος 3 του CTR, το Υπουργείο Μεταφορών έχει αρμοδιότητα να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για το περιεχόμενο και τη δημοσίευση των ωραρίων των δρομολογίων των μεταφορικών μέσων. Η εγκύκλιος αριθ. N-1/2006 του Υπουργείου Μεταφορών περιέχει συμπληρωματικές οδηγίες για τη δημοσίευση των δρομολογίων. Πριν από το 2006, το άρθρο 28 του CTR ρύθμιζε ορισμένα στοιχεία της δημοσίευσης των ωραρίων των δρομολογίων. Τα στοιχεία αυτά διαγράφηκαν το 2006. Στην πράξη, η εγκύκλιος αριθ. N-1/2006 παραπέμπει στην παλαιά διάταξη (άρθρο 28 του CTR), στη μορφή που είχε πριν την τροποποίηση και αναφέρει ότι η απαίτηση της παλαιάς διάταξης, μέχρι νεωτέρας ανακοίνωσης, θα θεωρείται ως κατευθυντήρια οδηγία για το περιεχόμενο των ωραρίων των δρομολογίων.

(27)  Άρθρο 27 παράγραφος 2 του CTR.

(28)  Όπως αναφέρεται στις προπαρασκευαστικές εργασίες, κεφάλαιο 10.1 της πρότασης 113 L (2009–2010).

(29)  Άρθρο 8 του CTA. Η δυνατότητα ανάθεσης των παραχωρήσεων με διαγωνισμό θεσπίστηκε με τροποποίηση του νόμου περί μεταφορών του 1976 με τον νόμο της 11.6.1993 αριθ. 85 (ημερομηνία έναρξης ισχύος 1.1.1994).

(30)  Άρθρο 30 παράγραφος 1 του CTR. Το Υπουργείο Μεταφορών έχει εξουσίες να εκδίδει γενικές κατευθυντήριες γραμμές για τη χρήση των ηλεκτρονικών συστημάτων έκδοσης εισιτηρίων (άρθρο 30 παράγραφος 2 του CTR). Το Υπουργείο έχει εκδώσει τέτοιες κατευθυντήριες γραμμές με την εγκύκλιό του αριθ. N-1/2006. Στην εν λόγω εγκύκλιο, το Υπουργείο αποφάσισε ότι το ακόλουθο έγγραφο πρέπει να χρησιμεύει ως υπόδειγμα για τα ηλεκτρονικά συστήματα έκδοσης εισιτηρίων - Μέρος 3 του εγχειριδίου 206 από την Νορβηγική Διοίκηση Δημόσιου Οδικού Δικτύου (στην νορβηγική: Statens Vegvesen).

(31)  Άρθρο 22 παράγραφος 5 του CTA. Η συμφωνία μεταφορών του 1997 μεταξύ της AS Oslo Sporveier και της AS Sporveisbussene, που αναφέρεται κατωτέρω, είναι παράδειγμα μιας τέτοιας σύμβασης.

(32)  Άρθρο 22 παράγραφος 1 του CTA.

(33)  Οι νορβηγικές αρχές, στις παρατηρήσεις τους στην απόφαση για την κίνηση διαδικασίας, το έχουν επιβεβαιώσει και εξηγήσει, με παραπομπή στη νομική βιβλιογραφία (Norsk Lovkommentar), ότι η προηγούμενη διάταξη, το άρθρο 24α του νόμου περί μεταφορών του 1976, ερμηνεύτηκε με τον ίδιο τρόπο. Ως προς αυτό, σε σχέση με τον νόμο περί μεταφορών του 1976, στην υποσημείωση 43 η Norsk Lovkommentar αναφέρει τα ακόλουθα για το ζήτημα της αντιστάθμισης (διαθέσιμο στη διεύθυνση http://www.rettsdata.no/ (για την πρόσβαση απαιτείται εγγραφή έναντι αμοιβής)) (στα νορβηγικά): “I rutetransporten vil det dog ofte være aktuelt å pålegge utøver en større rutetjeneste som sammenholdt med de takster som godkjennes, ikke gir et forsvarlig økonomisk grunnlag. I slike tilfeller kan plikten bare opprettholdes dersom det ytes tilskudd, jf. § 24 a”. Μετάφραση της Αρχής: «Για τακτικές υπηρεσίες μεταφοράς θα είναι, ωστόσο, συχνά αναγκαίο να ζητείται από τον φορέα εκμετάλλευσης των υπηρεσιών η παροχή συνολικότερης υπηρεσίας η οποία, με βάση τις ορισθείσες ανώτατες τιμές, δεν θα παρουσίαζε ασφαλές οικονομικό συμφέρον. Υπό αυτές τις περιστάσεις, η υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας μπορεί να διατηρηθεί μόνο με τη χορήγηση αντιστάθμισης, βλ. άρθρο 24α».

(34)  Νόμος αριθ. 63 της 4.6.1976 (ημερομηνία έναρξης ισχύος 1.7.1977). Καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον CTA την 1.1.2003.

(35)  Βλ. τις προπαρασκευαστικές εργασίες για την τροποποίηση του νόμου περί μεταφορών του 1976 – Ot.prp. nr. 16 (1980–81), σελίδα 2.

(36)  Ο Δήμος του Όσλο είναι κομητεία και δήμος. Στη συνέχεια, αναφέρεται ως Δήμος του Όσλο.

(37)  Στα νορβηγικά: Norsk Rutebileierforbund.

(38)  Από το 1934, ο Δήμος του Όσλο είναι ουσιαστικά ο αποκλειστικός ιδιοκτήτης της AS Oslo Sporveier (κατέχει το 98,8% της εταιρείας). Οι νορβηγικές αρχές έχουν εξηγήσει ότι, το 2002, ο Δήμος του Όσλο αγόρασε τις υπόλοιπες μετοχές και απέκτησε το 100% της AS Oslo Sporveier.

(39)  Σύμφωνα με τις νορβηγικές αρχές, ο Δήμος του Όσλο ασχολούνταν με όλα τα ζητήματα εμπορικής σημασίας που συνδέονται με την εκτέλεση υπηρεσιών μαζικής μεταφοράς με λεωφορεία από την AS Oslo Sporveier, περιλαμβανομένων των οικονομικών πτυχών συμφωνιών/συμβάσεων με θυγατρικές (όπως η AS Sporveisbussene) ή άλλα τρίτα μέρη. Ο Δήμος του Όσλο συμμετείχε μέσω του διοικητικού συμβουλίου της AS Oslo Sporveier.

(40)  Επιπλέον, η AS Oslo Sporveier έχει και άλλα τμήματα που διαχειρίζονται μεταξύ άλλων τις υπηρεσίες μεταφοράς με το μετρό, το τραμ και οχηματαγωγά πλοία.

(41)  Και τρεις άλλοι φορείς εκμετάλλευσης, οι εταιρείες ING. M.O. Schøyens Bilcentraler A/S, Norgesbuss AS/Oslo, και Follo Busstrafikk A/S κατείχαν επίσης συμβάσεις παραχώρησης για τακτικές υπηρεσίες μεταφοράς με λεωφορεία για συγκεκριμένα δρομολόγια στο Όσλο. Η Norgesbuss AS/Oslo εξαγόρασε την Follo Busstrafikk A/S το 1996 και με αυτό τον τρόπο ανέλαβε και τις παραχωρήσεις της.

(42)  Άρθρο 22 του CTA.

(43)  Όλα τα έσοδα από εισιτήρια που πωλούνται απευθείας στα δικά τους λεωφορεία και επιπλέον μερίδιο στα έσοδα εισιτηρίων που προέρχονται από την AS Oslo Sporveier, Stor-Oslo Lokaltrafikk (προκάτοχο της Ruter AS, δημόσια επιχείρηση υπεύθυνη για τη διαχείριση των τοπικών τακτικών μεταφορών στο Όσλο) και τη Norges Statsbaner AS (δημόσια επιχείρηση υπεύθυνη για τις σιδηροδρομικές μεταφορές στη Νορβηγία).

(44)  Από το 1983, βάσει του άρθρου 24α του νόμου περί μεταφορών του 1976, ο κανονισμός του 1982 και η KS και η τυποποιημένη κύρια συμφωνία NABC. Οι νορβηγικές αρχές εξήγησαν ότι η πρακτική παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητη βάσει του άρθρου 22 του CTA, αφότου τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2003.

(45)  Υπολογισμός από την Αρχή.

(46)  Το σύστημα περιγράφεται στο παράρτημα του πρωτοκόλλου για τον ορισμό της αναλυτικής αντιστάθμισης για τις υπηρεσίες μεταφοράς με λεωφορείο την οποία δικαιούτο η AS Sporveisbussene για το 2004.

(47)  Ο ακριβής αριθμός καλύπτεται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου. Είναι της κλίμακας του 2% - 7%.

(48)  Ο ακριβής αριθμός καλύπτεται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου. Είναι της κλίμακας του 2% - 7%.

(49)  Ο ακριβής αριθμός καλύπτεται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου. Είναι της κλίμακας του 2% - 7%.

(50)  Το Oslo Sporveiers Pensjonskasse ήταν το συνταξιοδοτικό ταμείο των εργαζόμενων του ομίλου Oslo Sporveier Group. H εισφορά κεφαλαίου του 2004 κάλυπτε την υποχρηματοδότηση σε σχέση με τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις της Oslo Sporvognsdrift AS (εταιρείας υπεύθυνης για την παροχή υπηρεσιών μεταφοράς με τραμ στο Όσλο), της Oslo T-banedrift AS (εταιρείας που εκτελεί υπηρεσίες μεταφοράς με το μετρό στο Όσλο), της AS Oslo Sporveier και AS Sporveisbussene.

(51)  Οι νορβηγικές αρχές εξήγησαν ότι, πριν από την εισφορά κεφαλαίου του 2004, η AS Sporveisbussene κατέγραφε τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις χρησιμοποιώντας την αποκαλούμενη «λύση διαδρόμου». Με τη χρήση αυτής της λογιστικής μεθόδου, η εταιρεία έκανε απόσβεση των αναπροσαρμογών στον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων για περίοδο δέκα ετών. Η «λύση διαδρόμου» βασιζόταν στην παραδοχή ότι θα υπήρχαν αποκλίσεις κάθε έτος μεταξύ των μακροπρόθεσμων παραδοχών και της πραγματικότητας και ότι, με την πάροδο του χρόνου, οι διαφορές αυτές θα ισοσκελίζονταν. Το 2004, οι νορβηγικές αρχές αποφάσισαν να τροποποιήσουν τη λογιστική μέθοδο που χρησιμοποιούνταν για την εγγραφή των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων. Πραγματοποιήθηκαν ετήσιες προσαρμογές που περιελάμβαναν, στους λογαριασμούς, όλα τα έξοδα κατά την περίοδο της τεκμαιρόμενης μέσης απασχόλησης. Κατά συνέπεια, η AS Sporveisbussene κατέγραψε το 2004 μείωση ιδίων κεφαλαίων 80 934 000 ΝΟΚ (στο κονδύλιο “estimatavvik”), που αποτυπώνει αυτή τη μεταβολή των λογιστικών μεθόδων. Οι αλλαγές αυτές επέφεραν αύξηση των υποχρεώσεων που αναγνωρίζονται στον ισολογισμό και αντίστοιχη μείωση των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας. Η αλλαγή αυτών των λογιστικών αρχών δεν είχε επίπτωση στο ποσό του κεφαλαίου που ήταν αναγκαίο για την κάλυψη της υποχρηματοδότησης του συνταξιοδοτικού ταμείου, αλλά μάλλον εξηγεί ορισμένες από τις αλλαγές στους λογαριασμούς της AS Sporveisbussene από το 2003 έως το 2004 στις οποίες αναφερόταν η καταγγελία.

(52)  Δεδομένου ότι ο νορβηγικός εθνικός ασφαλιστικός φορέας θα παρείχε βασική σύνταξη μεταξύ 40% και 50%, ο εργοδότης εισέφερε το υπόλοιπο μέρος μέσω ταμείων συντάξεων ή εταιρειών ασφάλισης ζωής. Η Oslo Sporveier Group οργάνωσε το συνταξιοδοτικό ταμείο της ως δημοτικό ταμείο συντάξεων (Oslo Sporveiers Pensjonskasse), σύμφωνα με το κεφάλαιο 7 του νόμου αριθ. 44 για τις ασφάλειες της 10.6.2005.

(53)  Κανονισμός αριθ. 117 της 19.2.1993, τμήμα 28 A.

(54)  Η μη τήρηση αυτής της υποχρέωσης θα μπορούσε να έχει διάφορες νομικές επιπτώσεις για τον όμιλο Oslo Sporveier Group, π.χ. να κηρύξει πτώχευση.

(55)  Εκ των οποίων 800 εκατ. ΝΟΚ μεταφέρθηκαν από τον Δήμο του Όσλο.

(56)  Το ποσό που καταβλήθηκε στην Oslo Sporveiers Pensjonskasse ήταν 711 198 000 ΝΟΚ (90 519 282 ΝΟΚ, δηλαδή το 14,1% του συνολικού ποσού των 802,5 εκατ. ΝΟΚ, ήταν φόρος απασχόλησης).

(57)  Νόμος αριθ. 39 της 10.6.1988 (έχει καταργηθεί), άρθρο 8c-11, σε συνδυασμό με το άρθρο 8c-10 στις παραγράφους 1 και 3.

(58)  Ο φορολογικός νόμος αριθ. 14 της 26.3.1999 14, άρθρο 2-2.

(59)  Άρθρα 10-2 έως 10-4 του φορολογικού νόμου.

(60)  Σύμφωνα με το άρθρο 10-1 του φορολογικού νόμου, οι κανόνες για τις εισφορές εντός του ομίλου εφαρμόζονται για «aksjeselskap, allmennaksjeselskap samt likestilt selskap og sammenslutning».

(61)  Όπως προβλέπουν τα άρθρα 1-3 και 1-4 του νόμου αριθ. 44 της 13.6.1997.

(62)  Άρθρο 10-4(1) του φορολογικού νόμου.

(63)  Η πραγματική πληρωμή δεν πρέπει να πραγματοποιείται αναγκαστικά το ίδιο έτος των εσόδων, υπό την προϋπόθεση ότι θα εκτελεστεί με πραγματική μεταφορά στοιχείων ενεργητικού σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Αρκεί, συνεπώς, η χορηγούσα επιχείρηση να αναλαμβάνει χωρίς όρους υποχρέωση να καταβάλει την εισφορά.

(64)  Άρθρο 10-2(1) του φορολογικού νόμου.

(65)  Άρθρο 10-3(1) του φορολογικού νόμου. Οι νορβηγικές αρχές έχουν εξηγήσει ότι μια μητρική εταιρεία μπορεί να χορηγήσει εισφορά σε θυγατρική της το ίδιο έτος κατά το οποίο η ίδια θυγατρική χορηγεί εισφορά ομίλου στη μητρική της. Οι δύο εισφορές θεωρούνται ως χωριστές πράξεις που έχουν χωριστή φορολογική αντιμετώπιση, βλ. προκαταρκτική απόφαση 22/05 της νορβηγικής φορολογικής διοίκησης, διαθέσιμη (στα νορβηγικά) στη διεύθυνση: http://www.skatteetaten.no/Templates/BindendeForhandsuttalelse.aspx?id=28885. Αυτό σημαίνει ότι, υπό ορισμένες περιστάσεις, οι εισφορές ομίλου μπορούν να πραγματοποιούνται και θα μπορούσε να επιτυγχάνεται φορολογική ενοποίηση χωρίς να μεταβάλλεται το καθαρό ίδιο κεφάλαιο του εισφέροντος. Αυτό θα συνέβαινε στην περίπτωση που μια μητρική εταιρεία παρουσιάζει φορολογικό έλλειμμα τουλάχιστον του ίδιου μεγέθους με τα φορολογητέα κέρδη της θυγατρικής της. Η θυγατρική θα μπορούσε να χορηγήσει εισφορά στη μητρική εταιρεία και να ζητήσει να εκπέσει αυτό το ποσό. Η μητρική εταιρεία μπορεί να αντισταθμίσει την εισφορά που εισέπραξε με δικό της φορολογικό έλλειμμα. Ταυτόχρονα, η μητρική εταιρεία θα μπορούσε να χορηγήσει δική της χωριστή εισφορά ομίλου στη θυγατρική. Η τελευταία εισφορά ομίλου δεν θα ήταν φορολογητέα για την αποδέκτρια θυγατρική, εφόσον η μητρική εταιρεία, λόγω των δικών της φορολογικών ελλειμμάτων δεν θα ήταν σε θέση να εκπέσει αυτό το ποσό. Πράγματι, οι δύο εισφορές ομίλου θα είχαν ως αποτέλεσμα να μπορεί η θυγατρική να εξαλείψει την φορολογική της βάση χωρίς να αλλοιώνεται η καθαρή θέση της.

(66)  Άρθρο 10-3(1) του φορολογικού νόμου.

(67)  Άρθρο 10-2(1) του φορολογικού νόμου.

(68)  Οι νορβηγικές αρχές έχουν επιβεβαιώσει ότι η AS Sporveisbussene δεν συμμετείχε σε καμία κυκλική εισφορά την περίοδο 2000–2004.

(69)  «Τυποποιημένος υπολογισμός κόστους για τις τακτικές υπηρεσίες μεταφοράς με λεωφορείο της AS Sporveisbussene», έκθεση της Asplan Viak AS της 25.5.2012, προσαρτάται ως παράρτημα 13 στην επιστολή των νορβηγικών αρχών της 4.6.2012 (αριθ. αναφοράς 636738).

(70)  Πρέπει να επισημανθεί ότι, παρά τα πορίσματα της έκθεσης Asplan Viak, στις παρατηρήσεις τους επί της απόφασης για την κίνηση διαδικασίας, οι νορβηγικές αρχές δεν ισχυρίζονται ότι η χορηγηθείσα στην AS Sporveisbussene αντιστάθμιση πληροί τα κριτήρια Altmark, βλ. εκτίμηση κατωτέρω.

(71)  Υπόθεση SA.21654 (ex NN-69/2007 και C-6/2008) Public Commercial Property Åland Industrihus, ΕΕ L 125 της 12.5.2012, σ. 33. Κατά της απόφασης έχει ασκηθεί αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. υπόθεση T-212/12).

(72)  Με βάση τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της η Αρχή κατά την έκδοση της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, συνάγεται ότι ο Δήμος του Όσλο δεν είχε γίνει αποκλειστικός ιδιοκτήτης της AS Oslo Sporveier μέχρι τον Ιούλιο του 2006 (βλ. υποσημείωση 27 της απόφασης για την κίνηση διαδικασίας). Στις παρατηρήσεις τους επί της απόφασης για την κίνηση διαδικασίας, οι νορβηγικές αρχές διευκρίνισαν ότι ο Δήμος του Όσλο αγόρασε τα μερίδια των μετόχων μειοψηφίας το 2002.

(73)  Βλ. απόφαση για την κίνηση διαδικασίας, αιτιολογικές σκέψεις 103–108, και ιδίως την αιτιολογική σκέψη 105.

(74)  Υπόθεση C-280/00 Altmark, Συλλογή 2003, σ. I-7747.

(75)  Βλ. μεταξύ άλλων, υπόθεση C-409/00 Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-1487, σκέψη 47· υπόθεση C-88/03 Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-7115, σκέψη 54.

(76)  ΕΕ L 379 της 28.12.2006 σ. 5, ενσωματώθηκε στη Συμφωνία ΕΟΧ, σημείο 1α του παραρτήματος XV.

(77)  Βλ. απόφαση της Επιτροπής της 21.9.2005 σχετικά με την εφαρμογή του καθεστώτος ενίσχυσης N 192/1997 από την Ιταλία – Αυτόνομη επαρχία Bolzano (ΕΕ L 383 της 28.12.2006, σ. 1, αιτιολογικές σκέψεις 129-133)· απόφαση της Επιτροπής της 27.7.2011 σχετικά με την κρατική ενίσχυση για τη χρηματοδότηση της ανίχνευσης μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (ΜΣΕ) σε βοοειδή που χορήγησε το Βέλγιο (ΕΕ L 274 της 19.10.2011, σ. 36), μέρος 6, άρθρο 1, αιτιολογική σκέψη 133.

(78)  Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι ο γενικός κανονισμός για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας που ίσχυε όταν πραγματοποιήθηκε η εισφορά κεφαλαίου ήταν ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 69/2001 της Επιτροπής της 12.1.2001 σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας. Ο εν λόγω κανονισμός δεν εφαρμοζόταν, ωστόσο, στον τομέα των μεταφορών. Όπως αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1998/2006 «[…] ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε ενισχύσεις που έχουν χορηγηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του σε επιχειρήσεις οι οποίες δραστηριοποιούνται στον τομέα των μεταφορών […]».

(79)  Υπόθεση C-39/94 SFEI v La Poste, Συλλογή 1996, σ. I-3547, σκέψη 60.

(80)  Η αρχή αυτή εξηγείται στο μέρος VI των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής σχετικά με την αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας στις επιχειρήσεις που ανήκουν στην ιδιοκτησία του κράτους και τις ενισχύσεις σε δημόσιες υπηρεσίες, την εφαρμογή των διατάξεων για τις κρατικές ενισχύσεις σε δημόσιες επιχειρήσεις στον μεταποιητικό κλάδο.

(81)  Ενδεικτικά, βλ. Γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα Jacobs στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-278/92, C-279/92 και C-280/92 Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I-4103, σκέψη 28. Βλ. υπόθεση 40/85 Βέλγιο κατά Επιτροπής (Boch), Συλλογή 1986, σ. 2321, σκέψη 13· υπόθεση C-301/87 Γαλλία κατά Επιτροπής (Boussac), Συλλογή 1990, σ. I-307, σκέψεις 39–40· υπόθεση C-303/88 Ιταλία κατά Επιτροπής (Lanerossi), Συλλογή 1991, σ. I-1433, σκέψη 24. Βλ. επίσης κατευθυντήριες γραμμές της Αρχής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων κρατικών ενισχύσεων στους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, όπου η παράγραφος 93 αναφέρει ότι: «Κατά την άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων, η δημόσια ραδιοτηλεόραση θα πρέπει να είναι υποχρεωμένη να τηρεί τις αρχές της αγοράς και, όταν ενεργεί μέσω εμπορικών θυγατρικών, θα πρέπει να διατηρεί αποστάσεις από τις θυγατρικές αυτές. Τα κράτη της ΕΖΕΣ θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η δημόσια ραδιοτηλεόραση σέβεται την αρχή του πλήρους ανταγωνισμού, πραγματοποιεί τις εμπορικές της επενδύσεις σύμφωνα με την αρχή του επενδυτή σε οικονομία αγοράς, και δεν επιδίδεται σε αντιανταγωνιστικές πρακτικές όσον αφορά τους ανταγωνιστές της, στηριζόμενη στην κρατική χρηματοδότησή της».

(82)  Αιτιολογικές σκέψεις 105–108.

(83)  Το άρθρο 2 της οδηγίας 2006/111/ΕΚ της Επιτροπής για τη διαφάνεια των χρηματοοικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και δημοσίων επιχειρήσεων (ΕΕ L 318 της 17.11.2006, σ. 17), ενσωματώθηκε στο σημείο 1α του παραρτήματος XV της συμφωνίας ΕΟΧ.

(84)  Όσον αφορά, ιδίως, το επίδομα ποιότητας που χορήγησε η AS Oslo Sporveier στην AS Sporveisbussene ύψους 3,9 εκατ. ΝΟΚ, η Αρχή κατανοεί ότι τα κεφάλαια προέρχονται από κρατικούς πόρους, ή ότι η πληρωμή δεν καταλογίζεται στο κράτος. Εφόσον ο Δήμος του Όσλο εμπλέκεται σε όλα τα θέματα εμπορικής σημασίας που αφορούν την παροχή τακτικών υπηρεσιών μεταφοράς με λεωφορεία στην περιφέρεια του Όσλο και η AS Oslo Sporveier είναι εταιρεία που ανήκει στο κράτος, η Αρχή συμπεραίνει ότι, στην πράξη, πρέπει να κριθεί καταλογιστέα στο κράτος και ότι ενέχονται κρατικοί πόροι κατά την έννοια του άρθρου 106 παράγραφος 1 της Συμφωνίας ΕΟΧ.

(85)  Υπόθεση E-5/07 Private Barnehagers Landsforbund κατά Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ, Συλλογή 2008, Έκθεση Δικαστηρίου ΕΖΕΣ 62, σκέψη 78.

(86)  Υπόθεση C-35/96 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1998, σ. I-3851 σκέψη 36.

(87)  Υπόθεση C-280/00 Altmark, Συλλογή 2003, σ. I-7747. Βλ. επίσης υπόθεση T-289/03 BUPA, Συλλογή 2008, σ. II-81.

(88)  Υπόθεση C-280/00 Altmark, Συλλογή 2003, σ. I-7747, σκέψεις 89–93.

(89)  Υπόθεση C-280/00 Altmark, Συλλογή 2003, σ. I-7747, σκέψεις 94–95.

(90)  Υπόθεση C-143/99 Adria-Wien Pipeline and Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke, Συλλογή 2001, σ. I-8365, σκέψη 41.

(91)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις E-5/04, E-6/04 και E-7/04, Fesil and Finnfjord και λοιποί κατά Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ, Συλλογή 2005, έκθεση Δικαστηρίου ΕΖΕΣ 117, σκέψη 93.

(92)  Επιπλέον, το Δικαστήριο παρατήρησε στην απόφαση Altmark ότι, από το 1995, αρκετά κράτη μέλη είχαν ελευθερώσει με τη θέλησή τους ορισμένες αγορές αστικών, προαστιακών ή περιφερειακών μεταφορών με συμμετοχή, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού, επιχειρήσεων άλλων κρατών μελών. Επομένως, ο κίνδυνος να επηρεαστούν οι συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών δεν ήταν υποθετικός, αλλά πραγματικός, εφόσον η αγορά ήταν ανοικτή στον ανταγωνισμό (σκέψεις 69 και 79).

(93)  Σκέψεις 77 και 82 της απόφασης Altmark.

(94)  Βλ. επίσης υπόθεση 102/87 Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 4067, σκέψη19· υπόθεση C-305/89 Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I-1603, σκέψη 26.

(95)  Σκέψεις 50 και 53.

(96)  Βλ. άρθρο 1.1 του μέρους I του πρωτοκόλλου 3.

(97)  Οι όροι «καθεστώτα ενισχύσεων» και «συστήματα ενισχύσεων» πρέπει να θεωρούνται συνώνυμα κατά την άποψη της Αρχής. Βλ. Sinnaeve/Slot, The new Regulation on State aid Procedures, Common Market Law Review 36/1999, σ. 1153, υποσημείωση 28.

(98)  Κανονισμός αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ.1).

(99)  Βλ. απόφαση της Αρχής αριθ. 405/08/COL HFF (ΕΕ L 79, της 25.3.2010, σ. 40 και Συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 14 της 25.3.2010, σ. 20), κεφάλαιο II.2.3.1, σ. 23: «Η κρατική εγγύηση που παρέχεται σε όλους τους κρατικούς οργανισμούς για όλες τις υποχρεώσεις τους απορρέει από γενικούς άγραφους κανόνες του ισλανδικού δημόσιου δικαίου που προηγούνται χρονικά της έναρξης ισχύος της συμφωνίας ΕΟΧ. Η εγγύηση ισχύει για όλους τους κρατικούς οργανισμούς, ανεξάρτητα από το πότε ιδρύθηκαν και από τις δραστηριότητές τους ή τις αλλαγές στις εν λόγω δραστηριότητες. Αυτό το ενδεχόμενο μέτρο ενίσχυσης πρέπει να θεωρηθεί καθεστώς το οποίο εμπίπτει στον ορισμό του άρθρου 1 στοιχείο δ) του μέρους II του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου.»

(100)  Βλ. απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση E-45/2000 (Κάτω Χώρες) Φορολογική απαλλαγή υπέρ του ομίλου Schiphol (ΕΕ C 37 της 11.2.2004, σ. 13).

(101)  Από την απόφαση της Αρχής αριθ. 491/09/COL Norsk Film group (ΕΕ C 174 της 1.7.2010, σ. 3), κεφάλαιο II.2 σ. 8: «οι ετήσιες πληρωμές που πραγματοποιούσε το νορβηγικό κράτος από τη δεκαετία του 1970 στη Norsk FilmStudio AS/Filmparken AS για την παραγωγή ταινιών και τη διατήρηση της υποδομής που είναι αναγκαία για την παραγωγή ταινιών βασιζόταν σε υφιστάμενο καθεστώς ενίσχυσης. Η Αρχή θεωρεί ότι, στην παρούσα υπόθεση, η πρακτική των τακτικών πληρωμών που εκτελούνταν σταθερά για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα δείχνει ότι η στήριξη του κράτους ήταν βασικό στοιχείο για τη χρηματοδότηση της εταιρείας. Ως εκ τούτου, η Αρχή θεωρεί ότι οι ετήσιες επιχορηγήσεις εντάσσονταν στο πλαίσιο υφισταμένου καθεστώτος κρατικών ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 62 της συμφωνίας ΕΟΧ.» Σε εκείνη την υπόθεση, η Αρχή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας για την καταβολή ποσού 36 εκατ. ΝΟΚ συμπληρωματικά προς τις τακτικές πληρωμές και ένα εικαζόμενο προτιμησιακό φορολογικό μέτρο. Με την απόφαση αριθ. 204/11/COL (ΕΕ L 287 της 18.10.2012, σ. 14 και στα συμπληρώματα για τον ΕΟΧ αριθ. 58, 18.10.2012, σελ. 1) η Αρχή περάτωσε τη διαδικασία με το αιτιολογικό ότι η πληρωμή του ποσού των 36 εκατ. ΝΟΚ πραγματοποιήθηκε βάσει υφιστάμενου καθεστώτος ενίσχυσης και ότι το φορολογικό μέτρο δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

(102)  Βλ. απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση E-10/2000 (Γερμανία) Κρατικές εγγυήσεις για γερμανικές τράπεζες στη Γερμανία (ΕΕ C 150, της 22.6. 2002, σ. 6).

(103)  Άρθρο 1 στοιχείο δ) του μέρους ΙΙ του πρωτοκόλλου 3.

(104)  Βλ. απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση E 4/2007 (Γαλλία) Charges aéroportuaires, αιτιολογική σκέψη 56 (ΕΕ C 83 της 7.4.2009, σ. 16).

(105)  Βλ. σχετικά την απόφαση του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ στην υπόθεση E-14/10 Konkurrenten, σκέψεις 74-75, όπου το Δικαστήριο ΕΖΕΣ αναφέρει τα ακόλουθα:

«Στην προκειμένη περίπτωση, ο δήμος του Όσλο εξουσιοδοτήθηκε, βάσει των διατάξεων του νόμου περί μεταφορών του 1976 και των εκτελεστικών κανονισμών, να χορηγεί χρηματοδοτική στήριξη ώστε να είναι δυνατή η παροχή μη κερδοφόρων τακτικών υπηρεσιών μεταφοράς με λεωφορεία. Το γεγονός ότι το επίπεδο της αντιστάθμισης αποτέλεσε αντικείμενο «διαπραγμάτευσης» δεν συνεπάγεται καθαυτό ότι οι πληρωμές δεν κάλυπταν την πραγματική ζημία από τη λειτουργία αυτών των υπηρεσιών και ότι δεν καλύπτονταν από το σύστημα. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι, εφόσον οι αντισταθμιστικές πληρωμές χρησιμοποιούνταν πράγματι για τη χρηματοδότηση της εκτέλεσης μη κερδοφόρων τακτικών υπηρεσιών μεταφοράς με λεωφορείο, ο καθού ενδέχεται ορθά να χαρακτήριζε τις εν λόγω πληρωμές ως υφιστάμενη ενίσχυση. Το επιχείρημα ότι η ενίσχυση πρέπει να θεωρηθεί ως νέα ενίσχυση, διότι χορηγούνταν σε ετήσια και διακριτική βάση από τον προϋπολογισμό της πόλης πρέπει (…) να απορριφθεί.»

(106)  Βλ. υπόθεση SA.21654 (ex NN-69/2007 και C-6/2008) Public Commercial Property Åland Industrihus (ΕΕ L 125 της 12.5.2012, σ. 33), ιδίως αιτιολογικές σκέψεις 107–109.

(107)  Υπόθεση C-44/93 Namur-Les Assurances du Crédit, Συλλογή 1994, σ. I-3829, σκέψη 28.

(108)  Γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα Trabucchi στην υπόθεση 51/74 Van der Hulst, Συλλογή [1975], σ. 79.

(109)  Βλ. άρθρο 4 παράγραφος 1 της ενοποιημένης έκδοσης της απόφασης της Αρχής αριθ. 195/04/COL της 14.7. 2004 σχετικά με τις εκτελεστικές διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο 27 του μέρους ΙΙ του πρωτοκόλλου 3 (διαθέσιμη στη διεύθυνση: http://www.eftasurv.int/media/decisions/195-04-COL.pdf). Βλ. επίσης τη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα Lenz στην υπόθεση Namur.

(110)  Κρατική ενίσχυση αριθ. NN 73/2008 (ex N 240/08) – Ουγγαρία – Επιμερισμός δανείων μεταξύ MÁV Zrt. και MÁV-TRAKCIÓ Zrt. (ΕΕ C 109 της 13.5.2009, σ. 5) σκέψεις 59-60.

(111)  Υπόθεση E 14/2005 (Πορτογαλία) Αντισταθμιστικές πληρωμές στον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό RTP, σκέψη 79 (ανεπίσημη μετάφραση).

(112)  Σκέψεις 73, 74 και 76.

(113)  Η ίδια λογική ισχύει για καθεστώτα που έχουν εγκριθεί από την Αρχή ή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Βλ. παραδείγματος χάρη υπόθεση C-47/91 Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. 4635, σκέψεις 25–26.

(114)  Σκέψη 87 της απόφασης του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ στην υπόθεση E-14/10 Konkurrenten.

(115)  Για λόγους σαφήνειας, η Αρχή επισημαίνει ότι, η εισφορά κεφαλαίου για εμπορικές δραστηριότητες δεν χορηγήθηκε βάσει του υφισταμένου καθεστώτος ενισχύσεων. Εάν συνιστούσε κρατική ενίσχυση, η εν λόγω ενίσχυση θα ήταν νέα ενίσχυση. Στην ανωτέρω εκτίμηση, η Αρχή έκρινε, ωστόσο, ότι το εν λόγω μέτρο δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση, διότι ήταν σύμφωνο με την αρχή του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς.