|
29.11.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 287/12 |
Ανακοίνωση της εποπτεύουσας αρχής ΕΖΕΣ σχετικά με τον τρόπο που διαχειρίζεται τις καταγγελίες βάσει των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ
(2007/C 287/06)
|
A. |
Η παρούσα ανακοίνωση εκδίδεται βάσει της συμφωνίας για τον Eυρωπαϊκό Oικονομικό Xώρο (στο εξής «συμφωνία ΕΟΧ») και της συμφωνίας μεταξύ των κρατών ΕΖΕΣ για την ίδρυση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου (στο εξής «συμφωνία για την Εποπτεύουσα Αρχή και το Δικαστήριο»). |
|
B. |
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (στο εξής η «Επιτροπή») εξέδωσε μία ανακοίνωση με τον τίτλο «ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τον τρόπο που χειρίζεται τις καταγγελίες βάσει των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ» (1). Αυτή η μη δεσμευτική πράξη περιέχει αρχές και κανόνες που εφαρμόζει η Επιτροπή στον τομέα του ανταγωνισμού. Εξηγεί επίσης τον τρόπο που προτίθεται η Επιτροπή να χειρίζεται τις καταγγελίες. |
|
Γ. |
Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ θεωρεί ότι η προαναφερόμενη πράξη παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ. Για να υπάρχουν ίδιοι όροι ανταγωνισμού και για να διασφαλιστεί η ενιαία εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού του ΕΟΧ σε ολόκληρο τον Eυρωπαϊκό Oικονομικό Xώρο, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ εγκρίνει την παρούσα ανακοίνωση βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συμφωνίας για την Εποπτεύουσα Αρχή και το Δικαστήριο. Προτίθεται δε να συμμορφούται προς τις αρχές και τους κανόνες που περιλαμβάνει η παρούσα ανακοίνωση όταν θα εφαρμόζει τους σχετικούς κανόνες ΕΟΧ σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση (2). |
|
Δ. |
Ειδικότερα, ο στόχος της παρούσας ανακοίνωσης είναι να διευκρινιστεί πώς σκοπεύει η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ να χειρίζεται τις καταγγελίες που αφορούν ισχυρισμούς περί παραβίασης των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ. |
|
E. |
Η παρούσα ανακοίνωση αφορά τις περιπτώσεις που η εν λόγω Αρχή είναι η αρμόδια εποπτεύουσα αρχή βάσει του άρθρου 56 της συμφωνίας ΕΟΧ |
I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗΣ
|
1. |
Το κεφάλαιο ΙΙ του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 4 της συμφωνίας για την Εποπτεύουσα Αρχή και το Δικαστήριο (στο εξής «κεφάλαιο ΙΙ») (3) προβλέπει ένα σύστημα σύμφωνα με το οποίο η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ και οι αρχές ανταγωνισμού και τα δικαστήρια των κρατών ΕΖΕΣ μπορούν να εφαρμόζουν τα άρθρα 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ. Το κεφάλαιο II προβλέπει ειδικότερα ότι δρουν συμπληρωματικά η εν λόγω αρχή και οι αρχές ανταγωνισμού ΕΖΕΣ, όταν ενεργούν ως δημόσιες αρχές εφαρμογής του νόμου αφενός, και τα δικαστήρια των κρατών ΕΖΕΣ αφετέρου, όταν εκδικάζουν υποθέσεις ιδιωτών, προκειμένου να διασφαλίσουν τα δικαιώματα των ιδιωτών που προβλέπονται από τα άρθρα 53 και 54. |
|
2. |
Σύμφωνα με το κεφάλαιο ΙΙ οι δημόσιες αρχές εφαρμογής του νόμου μπορούν να εστιάζουν τις ενέργειές τους στη διερεύνηση των σοβαρών παραβιάσεων των άρθρων 53 και 54, οι οποίες συχνά είναι δύσκολο να εντοπιστούν. Ως προς τις δραστηριότητες εφαρμογής, οι εν λόγω αρχές χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που τους παρέχουν οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές στην αντίστοιχη αγορά. |
|
3. |
Για το λόγο αυτό η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ επιθυμεί να ενθαρρύνει τους πολίτες και τις επιχειρήσεις να απευθύνονται στις δημόσιες αρχές εφαρμογής του νόμου και να τις ενημερώνουν σχετικά με τις εικαζόμενες παραβιάσεις των κανόνων ανταγωνισμού. Στο επίπεδο της αρχής προβλέπονται δύο διαδικασίες προς το σκοπό αυτό: η μία έγκειται στην υποβολή καταγγελίας δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙ. Σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 9 του κεφαλαίου ΙΙΙ του μέρους Ι του πρωτοκόλλου 4 της συμφωνίας για την Εποπτεύουσα Αρχή και το Δικαστήριο (στο εξής «κεφάλαιο ΙΙΙ») (4) οι καταγγελίες αυτές πρέπει να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις. |
|
4. |
Η άλλη διαδικασία έγκειται στην παροχή πληροφοριών σχετικά με την αγορά οι οποίες δεν χρειάζεται να πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 7 παράγραφος 2 του κεφαλαίου II. Οι πληροφορίες σχετικά με τις εικαζόμενες παραβιάσεις των άρθρων 53 και 54 μπορούν να αποτελέσουν το έναυσμα για έρευνα από την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ (5). Οι πληροφορίες σχετικά με τις εικαζόμενες παραβιάσεις μπορούν να αποστέλλονται στην ακόλουθη διεύθυνση:
|
|
5. |
Με την επιφύλαξη της ερμηνείας των Κεφαλαίων ΙΙ και ΙΙΙ εκ μέρους του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ η παρούσα ανακοίνωση έχει ως σκοπό να παράσχει οδηγίες προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις που επιδιώκουν την απαλλαγή τους από τις συνέπειες παραβιάσεων των κανόνων ανταγωνισμού. Η παρούσα ανακοίνωση περιλαμβάνει δύο κύρια μέρη:
|
|
6. |
Η παρούσα ανακοίνωση δεν αφορά τις ακόλουθες περιπτώσεις:
|
II. ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΓΙΑ ΕΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 53 ΚΑΙ 54 ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΕΟΧ
A. Καταγγελίες στο πλαίσιο του νέου συστήματος εφαρμογής του νόμου που θεσπίζεται με το κεφάλαιο ΙΙ
|
7. |
Ανάλογα με τη φύση της καταγγελίας, ο καταγγέλλων μπορεί να υποβάλει την καταγγελία του είτε σε εθνικό δικαστήριο είτε σε κάποια αρχή ανταγωνισμού κράτους της ΕΖΕΣ που ενεργεί ως δημόσια αρχή εφαρμογής του νόμου. Το παρόν κεφάλαιο της ανακοίνωσης έχει ως σκοπό να βοηθήσει τους πιθανούς καταγγέλλοντες να αποφασίσουν, αφού ενημερωθούν, εάν θα απευθυνθούν στην Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ, σε αρχή ανταγωνισμού κάποιου κράτους μέλους ή σε εθνικό δικαστήριο. |
|
8. |
Ενώ τα εθνικά δικαστήρια καλούνται να προστατεύουν τα ατομικά δικαιώματα και οφείλουν να εκδικάζουν αναλόγως τις υποθέσεις που υποβάλλονται σ' αυτά, οι δημόσιες αρχές εφαρμογής του νόμου δεν μπορούν να διερευνούν όλες τις καταγγελίες και για το λόγο αυτό θα πρέπει να θέτουν προτεραιότητες κατά τον χειρισμό των υποθέσεων. Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ στην οποία έχει ανατεθεί βάσει του άρθρου 55 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ το καθήκον διασφάλισης της εφαρμογής των αρχών που προβλέπουν τα άρθρα 53 και 54 της Συμφωνίας ΕΟΧ, είναι υπεύθυνη για τη χάραξη και την εφαρμογή των προσανατολισμών της πολιτικής ανταγωνισμού του ΕΟΧ (7). Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Επιτροπή, για να ασκεί αποτελεσματικά τα καθήκοντά της, πρέπει να καθορίζει προτεραιότητες ως προς τις καταγγελίες που λαμβάνει βάσει των άρθρων 81 ή 82 της συνθήκης ΕΚ (8). Η Εποπτεύουσα Αρχή πιστεύει ότι το ίδιο ισχύει και για την ίδια στο πλαίσιο της συμφωνίας ΕΟΧ. |
|
9. |
Το κεφάλαιο ΙΙ επιτρέπει στα δικαστήρια των κρατών ΕΖΕΣ και στις αρχές ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ να εφαρμόζουν τα άρθρα 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ καθ' ολοκληρίαν και παράλληλα με την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ. Το κεφάλαιο ΙΙ έχει ως κύριο στόχο του την ουσιαστική συμμετοχή των δικαστηρίων και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ στην εφαρμογή των άρθρων 53 και 54 (9). |
|
10. |
Επιπλέον, το άρθρο 3 του κεφαλαίου ΙΙ προβλέπει ότι τα δικαστήρια και οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ πρέπει να εφαρμόζουν τα άρθρα 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ σε σχέση με όλες τις συμφωνίες, αποφάσεις και πρακτικές που είναι δυνατόν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ συμβαλλόμενων μερών της συμφωνίας ΕΟΧ ως προς το οποίο εφαρμόζουν τους οικείους εθνικούς κανόνες ανταγωνισμού. Επίσης, τα άρθρα 11 και 15 του κεφαλαίου ΙΙ προβλέπουν μια σειρά από μηχανισμούς με τους οποίους τα δικαστήρια και οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ συνεργάζονται με την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ κατά την εφαρμογή των άρθρων 53 και 54. |
|
11. |
Σ' αυτό το νέο νομοθετικό πλαίσιο η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ προτίθεται να επαναπροσανατολίσει τα μέσα που διαθέτει για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού προς τις εξής κατευθύνσεις:
|
B. Οι συμπληρωματικοί ρόλοι των ιδιωτών και των δημόσιων αρχών εφαρμογής του νόμου
|
12. |
Τα κοινοτικά δικαστήρια έχουν επανειλημμένα υποστηρίξει ότι τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να προστατεύουν τα ατομικά δικαιώματα που απορρέουν άμεσα από τα άρθρα 81 παράγραφος 1 και 82 (11). Από το άρθρο 7 της συμφωνίας ΕΟΧ και από το πρωτόκολλο 35 της συμφωνίας ΕΟΧ προκύπτει ότι το δίκαιο ΕΟΧ δεν προβλέπει την μεταβίβαση νομοθετικών αρμοδιοτήτων. Για το λόγο αυτό το δίκαιο ΕΟΧ δεν προβλέπει ότι οι ιδιώτες και οι οικονομικοί φορείς μπορούν να βασίζονται άμεσα σε μη εφαρμοζόμενους κανόνες ΕΟΧ ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (12). Εντούτοις, σύμφωνα με το πρωτόκολλο 35 τα κράτη ΕΖΕΣ είναι υποχρεωμένα να διασφαλίζουν με μια ξεχωριστή νομοθετική διάταξη, εν ανάγκη, ότι στις περιπτώσεις σύγκρουσης των εφαρμοστέων κανόνων ΕΟΧ με άλλες νομοθετικές διατάξεις υπερισχύουν οι εφαρμοστέοι κανόνες ΕΟΧ. Σύμφωνα με το δικαστήριο της ΕΖΕΣ η φύση της διάταξης αυτής συνεπάγεται ότι σε περίπτωση σύγκρουσης των εφαρμοστέων κανόνων ΕΟΧ με εθνικές νομοθετικές διατάξεις οι ιδιώτες και οι οικονομικοί παράγοντες μπορούν να επικαλεστούν όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από τις διατάξεις της συμφωνίας ΕΟΧ και να τα θεωρούν ότι αποτελούν τμήμα της αντίστοιχης εθνικής έννομης τάξης, εφόσον δεν υπόκεινται σε όρους και είναι αρκετά σαφή (13). |
|
13. |
Τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να αποφαίνονται ως προς την εγκυρότητα ή την ακυρότητα συμβάσεων και μόνο τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να επιδικάζουν αποζημίωση σε κάποιο πρόσωπο σε περίπτωση παραβίασης των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ. Για να διασφαλίζεται πλήρως η αποτελεσματικότητα των κανόνων ανταγωνισμού του ΕΟΧ, κάθε ιδιώτης θα πρέπει να μπορεί να απαιτεί αποζημίωση για ζημίες που υφίσταται από σύμβαση ή πρακτική που περιορίζει ή νοθεύει τον ανταγωνισμό. Οι αγωγές αποζημίωσης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας στο έδαφος που καλύπτεται από τη συμφωνία ΕΟΧ καθώς αποθαρρύνουν τις επιχειρήσεις από το να συνάπτουν και να εφαρμόζουν περιοριστικές συμφωνίες και πρακτικές (14). |
|
14. |
Το κεφάλαιο ΙΙ προβλέπει ρητά ότι τα εθνικά δικαστήρια διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στην εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού του ΕΟΧ (15). Επεκτείνοντας μάλιστα το δικαίωμα εφαρμογής του άρθρου 53 παράγραφος 3 προς τα εθνικά δικαστήρια αφαιρεί τη δυνατότητα από τις επιχειρήσεις να κωλυσιεργούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων με κοινοποιήσεις προς την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ και εξαλείφεται κατ' αυτόν τον τρόπο ένα εμπόδιο όσον αφορά την εκδίκαση διαφορών μεταξύ ιδιωτών, που υπήρχε βάσει των προηγούμενων κανόνων. |
|
15. |
Με την επιφύλαξη του δικαιώματος ή της υποχρέωσης των εθνικών δικαστηρίων να απευθύνουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο της ΕΖΕΣ σύμφωνα με το άρθρο 34 της συμφωνίας για την Εποπτεύουσα Αρχή και το Δικαστήριο, το άρθρο 15 παράγραφος 1 του κεφαλαίου ΙΙ προβλέπει ρητά ότι τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να ζητούν τη διατύπωση γνώμης ή πληροφορίες από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ. Η διάταξη αυτή έχει ως στόχο τη διευκόλυνση της εφαρμογής των άρθρων 53 και 54 εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων (16). |
|
16. |
Η προσφυγή στα εθνικά δικαστήρια παρουσιάζει τα ακόλουθα πλεονεκτήματα για τους καταγγέλλοντες:
|
|
17. |
Το γεγονός ότι ένας καταγγέλλων μπορεί να διασφαλίσει την προστασία των δικαιωμάτων του με προσφυγή σε εθνικό δικαστήριο αποτελεί σημαντικό στοιχείο, το οποίο η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορεί να λάβει υπόψη της, όταν εξετάζει κατά πόσο η διερεύνηση μιας καταγγελίας είναι προς το συμφέρον των κρατών που έχουν υπογράψει τη συμφωνία ΕΟΧ (20). |
|
18. |
Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ είναι της γνώμης ότι το νέο σύστημα εφαρμογής που θεσπίζεται με το κεφάλαιο ΙΙ ενισχύει τις δυνατότητες των καταγγελλόντων να επιζητούν και να επιτυγχάνουν ουσιαστική δικαίωση από τα εθνικά δικαστήρια. |
Γ. Καταμερισμός των εργασιών μεταξύ των δημοσίων αρχών επιβολής του νόμου των κρατών ΕΖΕΣ
|
19. |
Το κεφάλαιο ΙΙ θεσπίζει ένα σύστημα όπου τόσο η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ όσο και οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ εξουσιοδοτούνται να εφαρμόζουν καθ' ολοκληρία τα άρθρα 53 και 54 (άρθρο 5). Η αποκεντρωμένη εφαρμογή από τις αρχές ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ ενθαρρύνεται περαιτέρω με τη δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών (άρθρο 12) και αμοιβαίας συνδρομής κατά τις έρευνες (άρθρο 22). |
|
20. |
Το κεφάλαιο ΙΙ δεν ρυθμίζει τον καταμερισμό των εργασιών μεταξύ της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ, αλλά παρέχει την ευχέρεια καταμερισμού στο πλαίσιο της εργασίας της Εποπτεύουσας Αρχής και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ εντός του δικτύου ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ. Το κεφάλαιο ΙΙ έχει ως στόχο τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής των άρθρων 53 και 54 μέσω του ευέλικτου επιμερισμού των εργασιών μεταξύ των δημοσίων αρχών εφαρμογής του νόμου των κρατών ΕΖΕΣ. |
|
21. |
Οι προσανατολισμοί σχετικά με τον καταμερισμό των εργασιών μεταξύ της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ περιλαμβάνονται σε μία χωριστή ανακοίνωση (21). Οι οδηγίες που περιέχονται στην ανακοίνωση αυτή, η οποία αφορά τις σχέσεις μεταξύ των δημόσιων αρχών εφαρμογής των κρατών ΕΖΕΣ, παρουσιάζουν ενδιαφέρον και για τους καταγγέλλοντες, διότι τους επιτρέπουν να υποβάλουν την καταγγελία τους στην αρχή που είναι η πλέον ενδεδειγμένη για τον χειρισμό της υπόθεσής τους. |
|
22. |
Η ανακοίνωση σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του Δικτύου των Αρχών Ανταγωνισμού αναφέρει συγκεκριμένα (22): «Μία αρχή μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλη για να επιληφθεί δεδομένης υπόθεσης, εάν συντρέχουν οι ακόλουθες τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις:
Από τις παραπάνω προϋποθέσεις συνάγεται ότι πρέπει να υπάρχει ουσιώδης συνάφεια μεταξύ της παράβασης και του εδάφους ενός κράτους μέλους για να είναι δυνατό να θεωρηθεί κατάλληλη να επιληφθεί η αρχή ανταγωνισμού του εν λόγω κράτους ΕΖΕΣ. Είναι λογικό να υποτεθεί ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι αρχές εκείνων των κρατών ΕΖΕΣ όπου ο ανταγωνισμός επηρεάζεται σημαντικά από μία παράβαση είναι κατάλληλες να επιληφθούν αυτής, υπό τον όρο ότι είναι πράγματι ικανές να θέσουν τέλος στην παράβαση μόνες ή σε συνεργασία με άλλες αρχές, εκτός αν η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ είναι η πλέον ενδεδειγμένη για την ανάληψη δράσης (βλέπε κατωτέρω […]). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι μία μόνο ΕΑΑ είναι κατάλληλη για να ασχοληθεί με συμφωνίες ή πρακτικές που έχουν σημαντικές συνέπειες για τον ανταγωνισμό, όταν οι συνέπειες αυτές εκδηλώνονται κυρίως εντός των ορίων της επικράτειάς της […]. Εξάλλου, η ανάληψη ενιαίας δράσης από μία ΕΑΑ είναι επίσης πιθανό να ενδείκνυται όταν, καίτοι περισσότερες ΕΑΑ μπορούν να θεωρηθούν ως κατάλληλες, η ανάληψη δράσης από μία και μόνο ΕΑΑ αρκεί για τον τερματισμό της παράβασης στο σύνολό της […]. Η εκ παραλλήλου ανάληψη δράσης από δύο ή τρεις ΕΑΑ ενδείκνυται ενδεχομένως όταν μία συμφωνία ή πρακτική παράγει σημαντικές συνέπειες για τον ανταγωνισμό οι οποίες εκδηλώνονται κυρίως στην επικράτεια εκάστης ΕΑΑ, ενώ η ανάληψη δράσης από μία και μόνο ΕΑΑ δεν θα αρκούσε προκειμένου να τεθεί τέλος στην παράβαση συνολικά ή/και για να επιβληθεί η δέουσα κύρωση […]. Οι αρχές οι οποίες αναλαμβάνουν δράση εκ παραλλήλου για δεδομένη υπόθεση καταβάλλουν προσπάθεια για το συντονισμό των ενεργειών τους στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Για τον σκοπό αυτό, μπορεί να κρίνουν χρήσιμο να ξεχωρίσουν μεταξύ τους μία αρχή που θα αναλάβει ηγετικό ρόλο για την υπόθεση και να εκχωρήσουν στην πρωτοστατούσα αυτή αρχή ορισμένα καθήκοντα, όπως είναι, επί παραδείγματι, ο συντονισμός των μέτρων έρευνας, ενώ εκάστη αρχή παραμένει αρμόδια για τη διεξαγωγή της έρευνας που έχει ξεκινήσει η ίδια. Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ ενδείκνυται όλως ιδιαιτέρως όταν μία ή περισσότερες συμφωνίες ή πρακτικές, περιλαμβανομένων των δικτύων παρόμοιων συμφωνιών ή πρακτικών, παράγουν συνέπειες για τον ανταγωνισμό σε περισσότερα από τρία κράτη μέλη (διασυνοριακές αγορές οι οποίες εκτείνονται σε περισσότερα από τρία κράτη μέλη ή περισσότερες εθνικές αγορές) […]. Εξάλλου, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ είναι η πλέον κατάλληλη να επιληφθεί δεδομένης υπόθεσης οσάκις η υπόθεση αυτή συνδέεται στενά με άλλες διατάξεις ΕΟΧ οι οποίες θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν κατ' αποκλειστικότητα ή με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ, εφόσον το συμφέρον των χωρών ΕΟΧ επιβάλλει την έκδοση απόφασης της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ με στόχο την ανάπτυξη της πολιτικής ανταγωνισμού των χωρών ΕΟΧ, οσάκις ανακύπτει ένα νέο ζήτημα ανταγωνισμού, ή τη διασφάλιση της ουσιαστικής επιβολής της νομοθεσίας.» |
|
23. |
Στο πλαίσιο των κρατών ΕΖΕΣ οι πληροφορίες για τις υποθέσεις που ερευνώνται μετά από καταγγελία διατίθενται σε όλα τα άλλα κράτη μέλη του δικτύου και μάλιστα πριν ή αμέσως μετά την έναρξη της πρώτης επίσημης διαδικασίας έρευνας (23). Οσάκις η ίδια καταγγελία υποβάλλεται σε πολλές αρχές ή οσάκις μια υπόθεση δεν τίθεται υπόψη της ενδεδειγμένης αρχής, τα μέλη του δικτύου προσπαθούν να προσδιορίσουν, εντός ενδεικτικής προθεσμίας δύο μηνών, την αρχή ή τις αρχές που θα πρέπει να χειρισθούν την εκάστοτε υπόθεση. |
|
24. |
Οι ίδιοι οι καταγγέλλοντες έχουν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην περαιτέρω μείωση της δυνητικής ανάγκης νέας ανάθεσης μιας υπόθεσης που απορρέει από την καταγγελία τους, μέσω της παραπομπής στους προσανατολισμούς για τον καταμερισμό της εργασίας στο πλαίσιο του ΕΔΑ που εκτίθενται στο παρόν κεφάλαιο, όταν πρόκειται να αποφασίσουν πού να καταθέσουν την καταγγελία τους. Εάν, παρ' όλα αυτά, μια υπόθεση ανατίθεται εκ νέου σε άλλο δικαιοδοτικό όργανο στο πλαίσιο του ως άνω δικτύου, η εμπλεκόμενη επιχείρηση και ο καταγγέλλων (καταγγέλλοντες) ενημερώνονται το ταχύτερο δυνατόν από τις αρμόδιες αρχές ανταγωνισμού (24). |
|
25. |
Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορεί να απορρίψει μια καταγγελία σύμφωνα με το άρθρο 13 του κεφαλαίου ΙΙ, με το σκεπτικό ότι με την αντίστοιχη υπόθεση ασχολείται ή έχει ασχοληθεί κάποια αρχή ανταγωνισμού κράτους ΕΖΕΣ. Στην περίπτωση αυτή η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 9 του κεφαλαίου ΙΙΙ, να γνωστοποιήσει αμελλητί στον καταγγέλλοντα την εθνική αρχή ανταγωνισμού που ασχολείται ή έχει ήδη ασχοληθεί με την υπόθεσή του. |
III. ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΥΟΥΣΑΣ ΑΡΧΗΣ ΕΖΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΩΝ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 7, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2, ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΙΙ
A. Γενικές παρατηρήσεις
|
26. |
Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 2 του κεφαλαίου ΙΙ τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που μπορούν να αποδείξουν ότι έχουν έννομο συμφέρον (25) νομιμοποιούνται να υποβάλουν καταγγελία και να ζητήσουν από την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ να εξακριβώσει μια παραβίαση των άρθρων 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ, καθώς και να απαιτήσουν την παύση της παράβασης σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του κεφαλαίου ΙΙ. Το παρόν τμήμα της ανακοίνωσης επεξηγεί τις απαιτήσεις που ισχύουν για τις καταγγελίες που βασίζονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙ, την αξιολόγησή τους και τη διαδικασία που ακολουθείται από την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ. |
|
27. |
Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ, διαφοροποιούμενη από τα αστικά δικαστήρια, τα οποία έχουν ως καθήκον την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων των ιδιωτών, αποτελεί διοικητική αρχή, η οποία πρέπει να ενεργεί προς το δημόσιο συμφέρον. Τούτο αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό της αποστολής της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ ως δημόσιας αρχής εφαρμογής του νόμου, η οποία διαθέτει τη διακριτική ευχέρεια να θέτει προτεραιότητες κατά την εφαρμογή του νόμου (26). |
|
28. |
Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ έχει το δικαίωμα να θέτει προτεραιότητες όσον αφορά τις καταγγελίες που της υποβάλλονται, μπορεί δε να επικαλείται το κοινοτικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει μια υπόθεση ως κριτήριο προτεραιότητας (27). Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορεί να απορρίπτει μια καταγγελία οσάκις θεωρεί ότι η υπόθεση δεν παρουσιάζει επαρκές ενδιαφέρον για τις χώρες ΕΟΧ ώστε να δικαιολογεί περαιτέρω διερεύνηση. Οσάκις η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ απορρίπτει μια καταγγελία, ο καταγγέλλων δικαιούται να ζητήσει τη λήψη απόφασης από την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ (28), με την επιφύλαξη του άρθρου 7 παράγραφος 3 του κεφαλαίου ΙΙΙ. |
B. Υποβολή καταγγελίας δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙ
α) Έντυπο καταγγελίας
|
29. |
Καταγγελία δυνάμει του άρθρου 7 παρ. 2 του κεφαλαίου ΙΙ μπορεί να υποβληθεί μόνο για εικαζόμενη παραβίαση των άρθρων 53 ή 54, με σκοπό να λάβει μέτρα η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 1 του κεφαλαίου ΙΙ. Για τις καταγγελίες δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙ πρέπει να χρησιμοποιείται το έντυπο Γ, του οποίου γίνεται μνεία στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του κεφαλαίου ΙΙΙ. |
|
30. |
Το έντυπο Γ είναι διαθέσιμο στην εξής ηλεκτρονική διεύθυνση: http://europa.eu.int/dgcomp/complaints-form, ενώ προσαρτάται και στην παρούσα ανακοίνωση. Η καταγγελία πρέπει να υποβάλλεται σε τρία αντίτυπα σε χαρτί, καθώς και, ει δυνατόν, σε ηλεκτρονική μορφή. Ακόμη, ο καταγγέλλων πρέπει να υποβάλει μια μη εμπιστευτική εκδοχή της καταγγελίας (άρθρο 5 παράγραφος 3 του κεφαλαίου ΙΙΙ). Η ηλεκτρονική διαβίβαση στην Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ είναι δυνατή μέσω του προαναφερόμενου δικτυακού τόπου, ενώ τα αντίτυπα σε χαρτί θα πρέπει να αποστέλλονται στην ακόλουθη ταχυδρομική διεύθυνση:
|
|
31. |
Το έντυπο Γ απαιτεί από τους καταγγέλλοντες να υποβάλλουν πλήρεις πληροφορίες σχετικά με την καταγγελία τους. Ακόμη, θα πρέπει να υποβάλλουν αντίγραφα όλων των σχετικών δικαιολογητικών που ευλόγως έχουν στη διάθεσή τους, ενόσω δε τούτο είναι δυνατόν, να παρέχουν ενδείξεις ως προς το πώς η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ είναι δυνατόν να εξασφαλίσει τις πληροφορίες και τα έγγραφα που αυτοί δεν έχουν στη διάθεσή τους. Σε ιδιαίτερες περιπτώσεις η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ είναι δυνατόν να απαλλάσσει τους καταγγέλλοντες από την υποχρέωση υποβολής ενός μέρους των στοιχείων του εντύπου Γ (άρθρο 5 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙΙ). Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ είναι της γνώμης ότι η δυνατότητα αυτή μπορεί κυρίως να συμβάλει στη διευκόλυνση της υποβολής καταγγελιών από ενώσεις καταναλωτών όταν, στο πλαίσιο μιας κατά τα άλλα τεκμηριωμένης καταγγελίας, δεν έχουν πρόσβαση σε συγκεκριμένα πληροφοριακά στοιχεία τα οποία κατέχει η καταγγελλόμενη επιχείρηση. |
|
32. |
Η αλληλογραφία με την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ που δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 5 του κεφαλαίου ΙΙΙ, οπότε και δεν συνιστά καταγγελία κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙ, θεωρείται από την Εποπτεύουσα Αρχή ως γενική πληροφόρηση, η οποία, εφόσον τούτο κρίνεται χρήσιμο, μπορεί να οδηγήσει σε έρευνα εξ ιδίας πρωτοβουλίας (πρβλ. και σημείο 4 ανωτέρω). |
β) Έννομο συμφέρον
|
33. |
Το καθεστώς του επίσημου καταγγέλλοντος δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙ επιφυλάσσεται στα φυσικά και νομικά πρόσωπα που μπορούν να αποδείξουν ότι έχουν έννομο συμφέρον (29). Τα κράτη ΕΖΕΣ θεωρείται ότι έχουν έννομο συμφέρον για όλες τις καταγγελίες που υποβάλουν. |
|
34. |
Σε πολλές περιπτώσεις ο όρος του έννομου συμφέροντος δεν αποτελεί συχνά αντικείμενο αμφισβήτησης, επειδή οι περισσότεροι καταγγέλλοντες επηρεάζονται άμεσα και αρνητικά από την εικαζόμενη παράβαση. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο όρος του «έννομου συμφέροντος» κατά το άρθρο 7 παράγραφος 2 απαιτεί περαιτέρω ανάλυση μέχρις ότου διαπιστωθεί ότι πληρούται. Ο καλύτερος τρόπος να δοθούν χρήσιμες οδηγίες είναι η παράθεση ορισμένων ενδεικτικών παραδειγμάτων. |
|
35. |
Το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει αποφανθεί ότι μια ένωση επιχειρήσεων είναι δυνατόν να επικαλεσθεί έννομο συμφέρον κατά την υποβολή καταγγελίας για συμπεριφορά που θίγει τα μέλη της, ακόμη και αν η ένωση δεν εμπλέκεται άμεσα ως επιχείρηση που δραστηριοποιείται στη σχετική με την καταγγελλόμενη συμπεριφορά αγορά, αρκεί, πρώτον, να έχει το δικαίωμα εκπροσώπησης των συμφερόντων των μελών της, και, δεύτερον, η καταγγελλόμενη συμπεριφορά να είναι δυνατόν να επηρεάσει αρνητικά τα συμφέροντα των μελών της (30). Αντίθετα, έχει συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να μη δώσει συνέχεια σε καταγγελία ένωσης επιχειρήσεων της οποίας τα μέλη δεν εμπλέκονται σε επιχειρηματικές δραστηριότητες του καταγγελλόμενου τύπου (31). |
|
36. |
Από την ως άνω νομολογία η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ συμπεραίνει ότι οι επιχειρήσεις (οι ίδιες ή μέσω ενώσεων που έχουν το δικαίωμα να εκπροσωπούν τα συμφέροντά τους) μπορούν να επικαλεσθούν έννομο συμφέρον οσάκις δραστηριοποιούνται στη σχετική αγορά ή οσάκις η καταγγελλόμενη συμπεριφορά είναι δυνατόν να επηρεάσει άμεσα και αρνητικά τα συμφέροντά τους. Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ θεωρεί ότι επίκληση έννομου συμφέροντος μπορεί να γίνει, π.χ., από τα μέρη της καταγγελλόμενης συμφωνίας ή πρακτικής, από ανταγωνιστές των οποίων τα συμφέροντα εικάζεται ότι έχουν θιγεί από την καταγγελλόμενη συμπεριφορά ή από επιχειρήσεις που αποκλείονται από ένα σύστημα διανομής. |
|
37. |
Καταγγελίες στην Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορούν να υποβάλουν και ενώσεις καταναλωτών (32). Ακόμη, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ είναι της γνώμης ότι μεμονωμένοι καταναλωτές των οποίων τα οικονομικά συμφέροντα επηρεάζονται άμεσα και αρνητικά, ενόσω είναι αγοραστές αγαθών ή υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο παράβασης, είναι δυνατόν να είναι σε θέση να αποδείξουν ότι έχουν έννομο συμφέρον (33). |
|
38. |
Ωστόσο, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ δεν θεωρεί ως έννομο συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 2 το συμφέρον προσώπων ή οργανώσεων που επιθυμούν να ενεργήσουν προς το γενικό δημόσιο συμφέρον χωρίς να αποδεικνύουν ότι τα ίδια ή τα μέλη τους είναι δυνατόν να επηρεασθούν άμεσα και αρνητικά από την παράβαση (pro bono publico). |
|
39. |
Οι τοπικές ή περιφερειακές δημόσιες αρχές ενδέχεται να μπορούν να αποδείξουν ότι έχουν έννομο συμφέρον με την ιδιότητα του αγοραστή ή χρήστη αγαθών ή υπηρεσιών που επηρεάζονται από την καταγγελλόμενη συμπεριφορά. Αντίθετα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν έννομο συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙ ενόσω καταγγέλλουν στην Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ εικαζόμενες παραβάσεις με γνώμονα το γενικό δημόσιο συμφέρον (pro bono publico). |
|
40. |
Οι καταγγέλλοντες οφείλουν να αποδεικνύουν το έννομο συμφέρον τους. Οσάκις ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο που υποβάλλει καταγγελία δεν είναι σε θέση να αποδείξει έννομο συμφέρον, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ έχει το δικαίωμα να μη δώσει συνέχεια στην καταγγελία με την επιφύλαξη, ωστόσο, του δικαιώματός της να κινεί διαδικασία με δική της πρωτοβουλία. Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορεί να εξετάζει αν ικανοποιείται ο όρος αυτός σε οποιαδήποτε φάση της έρευνας (34). |
Γ. Αξιολόγηση των καταγγελιών
α) Συμφέρον βάσει της Συμφωνίας ΕΟΧ
|
41. |
Δυνάμει της πάγιας νομολογίας των κοινοτικών δικαστηρίων και της πρακτικής της Επιτροπής η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ δεν χρειάζεται να διενεργεί έρευνα σε κάθε υπόθεση (35) ούτε, πολύ περισσότερο, να εκδίδει απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 5 παράγραφος 2 στοιχείο α της Συμφωνίας για την Αρχή Εποπτείας και το Δικαστήριο σχετικά με την ύπαρξη ή μη παραβίασης των άρθρων 53 ή 54 της συμφωνίας ΕΟΧ (36), έχει όμως το δικαίωμα να θέτει προτεραιότητες όσον αφορά τις καταγγελίες που της υποβάλλονται και να επικαλείται το συμφέρον των κρατών της Συμφωνίας ΕΟΧ, έτσι ώστε να εξετάζει ανάλογα με την προτεραιότητά τους τις διάφορες καταγγελίες που λαμβάνει (37). Η θέση αυτή διαφοροποιείται μόνο εάν η καταγγελία εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Εποπτεύουσας Αρχής (38). |
|
42. |
Ωστόσο, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ πρέπει να εξετάζει προσεκτικά τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που τίθενται υπόψη της από τον καταγγέλλοντα, για να αποφασίζει με βάση το συμφέρον των κρατών της Συμφωνίας ΕΟΧ για την περαιτέρω διερεύνηση μιας υπόθεσης (39). |
|
43. |
Η αξιολόγηση του συμφέροντος των κρατών της Συμφωνίας ΕΟΧ ως προς μια καταγγελία εξαρτάται από τις περιστάσεις της κάθε μεμονωμένης υπόθεσης. Έτσι, ο αριθμός των κριτηρίων αξιολόγησης τα οποία μπορεί να επικαλεσθεί η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ δεν είναι περιορισμένος, ούτε απαιτείται από την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ να προσφεύγει αποκλειστικά σε ορισμένα κριτήρια. Καθώς δε τα πραγματικά και νομικά στοιχεία είναι δυνατόν να διαφέρουν από τη μια υπόθεση στην άλλη, είναι επιτρεπτό να εφαρμόζονται και νέα κριτήρια, τα οποία δεν είχαν ληφθεί πριν υπόψη (40). Όπου ενδείκνυται, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ είναι δυνατόν να δίδει προτεραιότητα σε ένα και μόνο κριτήριο αξιολόγησης του κοινοτικού συμφέροντος βάσει του συμφέροντος των χωρών της συμφωνίας ΕΟΧ (41). |
|
44. |
Μεταξύ των κριτηρίων που έχουν θεωρηθεί, στο πλαίσιο της νομολογίας, κατάλληλα για την αξιολόγηση του συμφέροντος των χωρών ΕΟΧ ως προς την (περαιτέρω) διερεύνηση μιας υπόθεσης συγκαταλέγονται τα εξής:
|
|
45. |
Οσάκις διαμορφώνει την άποψη ότι μια υπόθεση δεν παρουσιάζει επαρκές ενδιαφέρον για τα κράτη ΕΟΧ για να δικαιολογείται (περαιτέρω) διερεύνηση, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ, μπορεί να απορρίψει την καταγγελία με αυτό το αιτιολογικό. Η σχετική απόφαση μπορεί να ληφθεί είτε πριν αρχίσει η έρευνα είτε αφού ληφθούν τα σχετικά μέτρα (48). Ωστόσο, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ δεν μπορεί να υποχρεωθεί να αγνοήσει μια καταγγελία λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος για τα κράτη ΕΟΧ (49). |
β) Αξιολόγηση δυνάμει των άρθρων 53 και 54
|
46. |
Η εξέταση μιας καταγγελίας δυνάμει των άρθρων 53 και 54 περιλαμβάνει δύο πτυχές: η μία έχει σχέση με τα πραγματικά περιστατικά που πρέπει να διαπιστωθούν, για να αποδειχθεί η παραβίαση των άρθρων 53 ή 54, η δε άλλη έχει σχέση με τη νομική αξιολόγηση της καταγγελλόμενης συμπεριφοράς. |
|
47. |
Οσάκις η καταγγελία, αν και είναι σύμμορφη με τις απαιτήσεις του άρθρου 5 του κεφαλαίου ΙΙΙ και του εντύπου Γ, δεν είναι σε θέση να αποδείξει τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς, είναι δυνατόν να απορριφθεί εξ αυτού του λόγου (50). Για να απορρίψει μια καταγγελία με το σκεπτικό ότι η καταγγελλόμενη συμπεριφορά δεν παραβιάζει τους κανόνες ανταγωνισμού του ΕΟΧ ή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τους, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ δεν είναι υποχρεωμένη να λάβει υπόψη της περιστάσεις που δεν τίθενται υπόψη της από τον καταγγέλλοντα, αν και θα μπορούσαν να προκύψουν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης (51). |
|
48. |
Τα κριτήρια της νομικής αξιολόγησης των συμφωνιών και πρακτικών δυνάμει των άρθρων 53 και 54 δεν μπορούν να εξετασθούν διεξοδικά στο πλαίσιο της παρούσας ανακοίνωσης. Πάντως, οι δυνητικοί καταγγέλλοντες θα πρέπει να αναφέρονται στις αναλυτικές οδηγίες που διατίθενται από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ (52), πέρα από τις άλλες πηγές όπως η νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΖΕΣ και των κοινοτικών δικαστηρίων και η διαδικαστική πρακτική της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ και Επιτροπής (53). Στα σημεία που ακολουθούν θίγονται τέσσερα συγκεκριμένα ζητήματα, με ενδείξεις για το πώς μπορούν να εξασφαλισθούν περαιτέρω οδηγίες. |
|
49. |
Οι συμφωνίες και πρακτικές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 54 και 54 οσάκις είναι σε θέση να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ μερών της Συμφωνίας ΕΟΧ. Οσάκις μια συμφωνία ή πρακτική δεν ικανοποιεί αυτόν τον όρο, μπορεί να εφαρμόζεται η εθνική νομοθεσία περί ανταγωνισμού, και όχι η αντίστοιχη του ΕΟΧ. Αναλυτικές οδηγίες ως προς αυτό περιέχονται στην ανακοίνωση περί της έννοιας της επίδρασης στο εμπόριο (54). |
|
50. |
Συμφωνίες εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 53 είναι δυνατόν να είναι συμφωνίες ελάσσονος σημασίας και θεωρούμενες ως μη περιοριστικές του ανταγωνισμού σε σημαντικό βαθμό. Αναλυτικές οδηγίες ως προς αυτό περιέχονται στην ανακοίνωση de minimis της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ (55). |
|
51. |
Συμφωνίες οι οποίες ικανοποιούν τους όρους ενός κανονισμού περί απαλλαγής κατά κατηγορία θεωρείται ότι ικανοποιούν τους όρους του άρθρου 53 παράγραφος 3. Για να άρει η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ, δυνάμει του άρθρου 29 του κεφαλαίου ΙΙΙ, το ευεργέτημα της απαλλαγής κατά κατηγορία, πρέπει κατά την εκάστοτε αξιολόγηση να διαπιστωθεί ότι η αντίστοιχη συμφωνία για την οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός απαλλαγής παράγει αποτελέσματα που δεν συμβιβάζονται με το άρθρο 53 παράγραφος 3. |
|
52. |
Συμφωνίες που περιορίζουν τον ανταγωνισμό, κατά την έννοια του άρθρου 53 παράγραφος 1, είναι δυνατόν να ικανοποιούν τους όρους του άρθρου 53 παράγραφος 3. Δυνάμει του άρθρου 1 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙΙ, και χωρίς να απαιτείται η έκδοση διοικητικής απόφασης, οι συμφωνίες αυτές δεν απαγορεύονται. Οδηγίες ως προς τους όρους που πρέπει να ικανοποιεί μια συμφωνία δυνάμει του άρθρου 53 παράγραφος 3 περιέχονται στην ανακοίνωση περί του άρθρου 53 παράγραφος 3 (56). |
Δ. Οι διαδικασίες της Επιτροπής κατά τον χειρισμό των καταγγελιών
α) Επισκόπηση
|
53. |
Όπως προαναφέρθηκε, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ δεν είναι υποχρεωμένη να διεξαγάγει έρευνα για κάθε υποβαλλόμενη καταγγελία με σκοπό να διαπιστώσει αν έχει διαπραχθεί παράβαση. Ωστόσο, η Εποπτεύουσα Αρχή έχει υποχρέωση να εξετάζει προσεκτικά τα πραγματολογικά και νομικά ζητήματα που τίθενται υπόψη της από τον καταγγέλλοντα, έτσι ώστε να αξιολογεί αν τα ζητήματα αυτά αποτελούν ενδείξεις συμπεριφοράς που είναι δυνατόν να παραβιάζει τα άρθρα 53 και 54 (57). |
|
54. |
Η διαδικασία που ακολουθεί η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ κατά τον χειρισμό των καταγγελιών περιλαμβάνει διάφορες φάσεις (58). |
|
55. |
Κατά την πρώτη φάση, μετά την υποβολή της καταγγελίας, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ εξετάζει την καταγγελία και είναι δυνατόν να συλλέξει περαιτέρω πληροφορίες με σκοπό να αποφασίσει τα μέτρα που θα λάβει σχετικά. Στη φάση αυτή είναι δυνατόν να περιλαμβάνεται και ανεπίσημη ανταλλαγή απόψεων μεταξύ Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ και καταγγέλλοντος με σκοπό την αποσαφήνιση των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που σχετίζονται με την καταγγελία. Στην ίδια φάση η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορεί να εκδηλώσει μια πρώτη αντίδραση δίδοντας στον καταγγέλλοντα την ευκαιρία να αναλύσει τους ισχυρισμούς του υπό το φως της πρώτης αυτής αντίδρασης της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ. |
|
56. |
Κατά τη δεύτερη φάση η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ είναι δυνατόν να διερευνήσει την υπόθεση με σκοπό την κίνηση διαδικασίας κατά το άρθρο 7 παράγραφος 1 του κεφαλαίου ΙΙΙ κατά της καταγγελλόμενης επιχείρησης. Οσάκις η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ θεωρεί ότι δεν υπάρχουν επαρκείς λόγοι για να ενεργήσει, ενημερώνει σχετικά τον καταγγέλλοντα για τους λόγους και του παρέχει τη δυνατότητα να υποβάλει τυχόν περαιτέρω παρατηρήσεις εντός διορίας που αυτή καθορίζει (άρθρο 7 παράγραφος 1 του κεφαλαίου ΙΙΙ). |
|
57. |
Εάν ο καταγγέλλων δεν γνωστοποιήσει τις απόψεις του εντός της τιθέμενης από την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ διορίας, λογίζεται ότι ο καταγγέλλων έχει αποσύρει την καταγγελία του (άρθρο 7 παράγραφος 3 του κεφαλαίου ΙΙΙ). Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, κατά την τρίτη φάση της διαδικασίας, η Επιτροπή λαμβάνει γνώση των υποβαλλόμενων από τον καταγγέλλοντα παρατηρήσεων και είτε κινεί τη διαδικασία κατά του καταγγελλόμενου είτε εκδίδει απόφαση απόρριψης της καταγγελίας (59). |
|
58. |
Οσάκις η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ απορρίπτει καταγγελία δυνάμει του άρθρου 13 του κεφαλαίου ΙΙ με το σκεπτικό ότι με την αντίστοιχη υπόθεση ασχολείται ή έχει ασχοληθεί άλλη αρχή, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 9 του κεφαλαίου ΙΙΙ. |
|
59. |
Σε όλη τη διάρκεια της ως άνω διαδικασίας, οι καταγγέλλοντες μπορούν να ασκήσουν όλα τα δικαιώματα που προβλέπονται στα άρθρα 6, 7 και 8 του κεφαλαίου ΙΙΙ. Πάντως, οι διαδικασίες που ακολουθεί η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ στις υποθέσεις ανταγωνισμού δεν συνιστούν διαδικασίες αντιδικίας μεταξύ του καταγγέλλοντος, αφενός, και της επιχείρησης που αποτελεί το αντικείμενο της έρευνας, αφετέρου. Έτσι, τα διαδικαστικά δικαιώματα του καταγγέλλοντος έχουν μικρότερη εμβέλεια από το δικαίωμα δίκαιης ακρόασης της επιχείρησης που αποτελεί το αντικείμενο της διαδικασίας για παράβαση (60). |
β) Ενδεικτική διορία για την ενημέρωση του καταγγέλλοντος σχετικά με τις προθέσεις της Εποπτεύουσας αρχής ΕΖΕΣ
|
60. |
Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ είναι υποχρεωμένη να αποφαίνεται επί των καταγγελιών εντός ευλόγου χρόνου (61). Η έννοια του ευλόγου χρόνου εξαρτάται από τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης, ιδίως δε από το πλαίσιό της, από τις διάφορες διαδικαστικές φάσεις που ακολουθούνται από την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ, από τη συμπεριφορά των μερών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, από την πολυπλοκότητα της υπόθεσης και από τη σπουδαιότητα των διαφόρων εμπλεκομένων (62). |
|
61. |
Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ κατ' αρχήν προσπαθεί να ενημερώνει τους καταγγέλλοντες για τα μέτρα που προτίθεται να λάβει για την εκάστοτε καταγγελία εντός ενδεικτικής διορίας τεσσάρων μηνών από την παραλαβή της καταγγελίας. Έτσι, και ανάλογα με τις περιστάσεις της εκάστοτε υπόθεσης, ιδίως δε της πιθανής ανάγκης να ζητηθούν συμπληρωματικές πληροφορίες από τον καταγγέλλοντα ή από τρίτους, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ κατ' αρχήν γνωστοποιεί εντός τεσσάρων μηνών στον καταγγέλλοντα αν προτίθεται να διερευνήσει την υπόθεσή του περαιτέρω. Η διορία αυτή δεν συνιστά δεσμευτική κανονιστική ρήτρα. |
|
62. |
Κατά συνέπεια, εντός αυτής της τετράμηνης περιόδου η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορεί να γνωστοποιήσει την πρόθεσή της στον καταγγέλλοντα, να λάβει μέτρα, ως αρχική αντίδραση στο πλαίσιο της πρώτης φάσης της διαδικασίας (βλέπε σημείο 55 παραπάνω). Ακόμη, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορεί, εάν η εξέταση της καταγγελίας έχει φθάσει σ' αυτή τη φάση, να προβεί αμέσως σε ενημέρωση του καταγγέλλοντος σχετικά με την προσωρινή της αξιολόγηση, με επιστολή σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 του κεφαλαίου ΙΙΙ. |
|
63. |
Για να εξασφαλίζουν την ταχύτερη δυνατή διεκπεραίωση των καταγγελιών τους, οι καταγγέλλοντες καλό είναι να συνεργάζονται με επιμέλεια κατά τις διαδικασίες (63), π.χ. ενημερώνοντας την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ για τυχόν νέες εξελίξεις. |
γ) Διαδικαστικά δικαιώματα του καταγγέλλοντος
|
64. |
Οσάκις η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ απευθύνει κοινοποίηση αιτιάσεων στις καταγγελλόμενες επιχειρήσεις δυνάμει του άρθρου 10 παράγραφος 1 του κεφαλαίου ΙΙΙ, ο καταγγέλλων έχει το δικαίωμα να λάβει αντίγραφο του εγγράφου αυτού, αφού αφαιρεθούν από αυτό τα απόρρητα επαγγελματικά στοιχεία και οι λοιπές εμπιστευτικές πληροφορίες των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων (μη εμπιστευτική εκδοχή της κοινοποίησης αιτιάσεων· πρβλ. στο άρθρο 6 παράγραφος 1 του κεφαλαίου ΙΙΙ). Ο καταγγέλλων καλείται να σχολιάσει εγγράφως την κοινοποίηση αιτιάσεων. Για τις γραπτές αυτές παρατηρήσεις τίθεται διορία. |
|
65. |
Ακόμη, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορεί, εφόσον τούτο ενδείκνυται, να δώσει στους καταγγέλλοντες τη δυνατότητα να εκφράσουν τις απόψεις τους και κατά την προφορική εξέταση των μερών προς τα οποία έχει απευθυνθεί η κοινοποίηση αιτιάσεων, εφόσον οι καταγγέλλοντες ζητήσουν τούτο στις γραπτές παρατηρήσεις τους (64). |
|
66. |
Οι καταγγέλλοντες μπορούν να υποβάλλουν, με δική τους πρωτοβουλία ή μετά από αίτημα της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ, έγγραφα που περιέχουν απόρρητα επαγγελματικά στοιχεία ή λοιπές εμπιστευτικές πληροφορίες. Οι εμπιστευτικές πληροφορίες προστατεύονται από την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ (65). Δυνάμει του άρθρου 16 του κεφαλαίου ΙΙΙ οι καταγγέλλοντες είναι υποχρεωμένοι να προσδιορίζουν τα εμπιστευτικά πληροφοριακά στοιχεία, να εκθέτουν τους λόγους για τους οποίους τα στοιχεία αυτά θεωρούνται εμπιστευτικά και να υποβάλλουν χωριστή μη εμπιστευτική εκδοχή όταν διατυπώνουν τις απόψεις τους δυνάμει των άρθρων 6 παράγραφος 1 και 7 παράγραφος 1 του κεφαλαίου ΙΙΙ, καθώς και όταν μεταγενέστερα υποβάλλουν περαιτέρω πληροφοριακά στοιχεία στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας. Ακόμη, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορεί να ζητεί από τους καταγγέλλοντες που έχουν υποβάλει έγγραφα ή δηλώσεις να προσδιορίσουν τα έγγραφα ή τα τμήματα εγγράφων ή δηλώσεων που θεωρούν εμπιστευτικά. Πιο συγκεκριμένα, μπορεί να θέτει στους καταγγέλλοντες διορία για να εξηγήσουν γιατί θεωρούν κάποιο πληροφοριακό στοιχείο εμπιστευτικό και για να υποβάλουν μια μη εμπιστευτική εκδοχή μαζί με μία συνοπτική περιγραφή ή μη εμπιστευτική εκδοχή κάθε διαγραφέντος πληροφοριακού στοιχείου. |
|
67. |
Ο χαρακτηρισμός μιας πληροφορίας ως εμπιστευτικής δεν εμποδίζει την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ να αποκαλύψει και να χρησιμοποιήσει τα πληροφοριακά στοιχεία οσάκις τούτο είναι αναγκαίο για τη διαπίστωση παραβίασης των άρθρων 53 και 54 (66). Οσάκις για τη διαπίστωση μιας παράβασης είναι αναγκαία τα επαγγελματικά μυστικά και οι εμπιστευτικές πληροφορίες, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ πρέπει να αξιολογεί ως προς κάθε επιμέρους στοιχείο αν η ανάγκη να αποκαλυφθεί είναι ισχυρότερη από τη βλάβη που είναι πιθανό να προκύψει από την αποκάλυψή του. |
|
68. |
Οσάκις η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ διαμορφώνει την άποψη ότι μια καταγγελία δεν πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω, διότι η συνέχιση της υπόθεσης δεν παρουσιάζει επαρκές κοινοτικό ενδιαφέρον ή για άλλους λόγους, ενημερώνει τον καταγγέλλοντα με επιστολή, η οποία αναφέρει τη νομική βάση (άρθρο 7 παράγραφος 1 του κεφαλαίου ΙΙΙ), εκθέτει τους λόγους που οδήγησαν την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ στο ως άνω προσωρινό συμπέρασμα και παρέχει στον καταγγέλλοντα τη δυνατότητα να υποβάλει επιπλέον στοιχεία και παρατηρήσεις εντός διορίας που τίθεται από την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ. Ακόμη, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ επισημαίνει τις συνέπειες, εάν δεν δοθεί απάντηση, δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 3 του κεφαλαίου ΙΙΙ, όπως επεξηγείται κατωτέρω. |
|
69. |
Δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 1 του κεφαλαίου ΙΙΙ ο καταγγέλλων έχει το δικαίωμα πρόσβασης στα πληροφοριακά στοιχεία στα οποία η Επιτροπή θεμελιώνει την προκαταρκτική της γνώμη. Η πρόσβαση αυτή κανονικά παρέχεται με την προσάρτηση στην προαναφερόμενη επιστολή των σχετικών εγγράφων. |
|
70. |
Η διορία για την υποβολή παρατηρήσεων εκ μέρους του καταγγέλλοντος επί της επιστολής δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 1 του κεφαλαίου ΙΙΙ τίθεται ανάλογα με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των τεσσάρων εβδομάδων (άρθρο 18 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙΙ). Εάν ο καταγγέλλων δεν απαντήσει εντός της ως άνω διορίας, λογίζεται ότι η καταγγελία έχει αποσυρθεί δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 3 του κεφαλαίου ΙΙΙ. Οι καταγγέλλοντες έχουν και το δικαίωμα να αποσύρουν την καταγγελία τους ανά πάσα στιγμή, εφόσον το επιθυμούν. |
|
71. |
Ο καταγγέλλων μπορεί να ζητήσει παράταση της διορίας για την υποβολή παρατηρήσεων. Ανάλογα με τις περιστάσεις της αντίστοιχης υπόθεσης η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορεί να χορηγεί παράταση. |
|
72. |
Στην περίπτωση αυτή, όταν ο καταγγέλλων υποβάλλει συμπληρωματικές παρατηρήσεις, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ λαμβάνει γνώση των παρατηρήσεων αυτών. Οσάκις αυτές είναι σε θέση να οδηγήσουν την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ σε μεταβολή των προηγούμενων ενεργειών της, αυτή μπορεί να κινήσει διαδικασία κατά των καταγγελλόμενων επιχειρήσεων. Στη διαδικασία αυτή ο καταγγέλλων απολαμβάνει τα διαδικαστικά δικαιώματα που προαναφέρονται. |
|
73. |
Οσάκις οι παρατηρήσεις του καταγγέλλοντος δεν μεταβάλλουν τις προθέσεις της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ, αυτή εκδίδει απόφαση απόρριψης της καταγγελίας (67). |
δ) Η απόφαση της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ για απόρριψη καταγγελίας
|
74. |
Οσάκις η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ απορρίπτει μια καταγγελία με απόφασή της δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙΙ, πρέπει να εκθέτει τους σχετικούς λόγους σύμφωνα με το άρθρο της συμφωνίας για την Εποπτεύουσα Αρχή και το Δικαστήριο, δηλαδή με τρόπο που να ενδείκνυται για την απόφαση αυτή και να λαμβάνει υπόψη τις περιστάσεις της αντίστοιχης υπόθεσης. |
|
75. |
Η αναφορά των λόγων απόρριψης πρέπει να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και αδιαμφισβήτητο το σκεπτικό της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ, έτσι ώστε οι καταγγέλλοντες να μπορούν να βεβαιώνονται για τους λόγους αυτούς, το δε αρμόδιο κοινοτικό δικαστήριο να μπορεί να ασκήσει τις ελεγκτικές αρμοδιότητές του. Ωστόσο, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ δεν είναι υποχρεωμένη να αποφαίνεται επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλονται από τους καταγγέλλοντες προς υποστήριξη της καταγγελίας τους. Απλώς χρειάζεται να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις αιτιολογικές σκέψεις που έχουν αποφασιστική σημασία στο πλαίσιο της εκάστοτε απόφασης (68). |
|
76. |
Οσάκις η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ απορρίπτει καταγγελία σε μια υπόθεση που οδηγεί και σε απόφαση δυνάμει του άρθρου 10 του κεφαλαίου ΙΙ (Διαπίστωση του ανεφάρμοστου των άρθρων 53 ή 54) ή του άρθρου 9 του κεφαλαίου ΙΙ (Αναλήψεις δεσμεύσεων), η απόφαση απόρριψης μπορεί να παραπέμπει στην άλλη απόφαση, η οποία εκδίδεται βάσει των ως άνω διατάξεων. |
|
77. |
Η απόφαση απόρριψης καταγγελίας μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ΕΟΧ (69). |
|
78. |
Η απόφαση απόρριψης καταγγελίας δεν επιτρέπει στους καταγγέλλοντες να ζητήσουν την επανέναρξη της έρευνας, εκτός εάν αυτοί παράσχουν σημαντικά νέα αποδεικτικά στοιχεία. Έτσι, η συνέχιση της αλληλογραφίας σχετικά με την ίδια εικαζόμενη παράβαση από πρώην καταγγέλλοντες δεν μπορεί να θεωρηθεί ως νέα καταγγελία, εκτός εάν τεθούν υπόψη της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ σημαντικά νέα αποδεικτικά στοιχεία. Πάντως, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορεί, υπό τις κατάλληλες περιστάσεις, να ανοίξει εκ νέου μιαν υπόθεση. |
|
79. |
Η απόφαση απόρριψης καταγγελίας δεν αποτελεί οριστική απόφαση επί του ερωτήματος κατά πόσο υφίσταται παραβίαση των άρθρων 53 ή 54, ακόμη και αν η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ έχει προβεί σε αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών βάσει των άρθρων 53 ή 54. Ως εκ τούτου, η εκ μέρους της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ αξιολόγηση σε μια απορριπτική απόφαση δεν εμποδίζει ένα δικαστήριο ή μια αρχή ανταγωνισμού κράτους μέλους να εφαρμόσουν το άρθρα 53 και 54 στις καταγγελλόμενες συμφωνίες ή πρακτικές που θα τεθούν υπόψη τους. Οι αξιολογήσεις της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ σε μια απορριπτική απόφαση αποτελούν πραγματικά περιστατικά τα οποία τα δικαστήρια ή οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ μπορούν να λαμβάνουν υπόψη, όταν εξετάζουν αν οι αντίστοιχες συμφωνίες ή πρακτικές είναι σύμμορφες με τα άρθρα 53 και 54 (70). |
ε) Ειδικές περιπτώσεις
|
80. |
Σύμφωνα με το άρθρο 8 του κεφαλαίου ΙΙ η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ μπορεί, με δική της πρωτοβουλία, να διατάξει τη λήψη προσωρινών μέτρων, οσάκις υπάρχει κίνδυνος σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης του ανταγωνισμού. Το άρθρο 8 του κεφαλαίου ΙΙ αποσαφηνίζει ότι τα προσωρινά μέτρα δεν μπορούν να ζητηθούν από τους καταγγέλλοντες δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙ. Οι αιτήσεις προσωρινών μέτρων εκ μέρους επιχειρήσεων μπορούν να υποβάλλονται στα δικαστήρια των κρατών μελών, τα οποία είναι αρμόδια για την έκδοση των σχετικών αποφάσεων (71). |
|
81. |
Ορισμένοι είναι δυνατόν να επιθυμούν να ενημερώνουν την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ για εικαζόμενες παραβιάσεις των άρθρων 53 ή 54 χωρίς να αποκαλύπτεται η ταυτότητά τους στις επιχειρήσεις που θίγονται από τους ισχυρισμούς τους. Τα πρόσωπα αυτά είναι ευπρόσδεκτα από την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ. Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ είναι υποχρεωμένη να σέβεται το αίτημα τήρησης της ανωνυμίας ενός πληροφοριοδότη (72), εκτός εάν το αίτημα περί ανωνυμίας είναι εμφανώς αδικαιολόγητο. |
(1) ΕΕ C 101 της 27.4.2004, σ. 65.
(2) Οι αρμοδιότητες για τον χειρισμό των περιπτώσεων που εμπίπτουν στα άρθρα 53 και 54 της συμφωνίας ΕΟΧ κατανέμονται ανάμεσα στην Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ και την Επιτροπή σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπει το άρθρο 56 της συμφωνίας ΕΟΧ. Μόνο μία εποπτεύουσα αρχή είναι αρμόδια για τον χειρισμό κάθε υπόθεσης.
(3) Μετά την έναρξη της ισχύος, στις 20 Μαΐου 2005, της συμφωνίας για την τροποποίηση του πρωτοκόλλου 4 της συμφωνίας των κρατών ΕΖΕΣ για την δημιουργία Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2004, το κεφάλαιο II του πρωτοκόλλου 4 της συμφωνίας για την Εποπτεύουσα Αρχή και το Δικαστήριο αντικατοπτρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην διάταξη του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου ΕΕ L 1 της 4.1.2003, σ. 1) που αφορά την ΕΖΕΣ.
(4) Μετά την έναρξη της ισχύος, την 1η Ιουλίου 2005, της συμφωνίας των κρατών ΕΖΕΣ σχετικά με την ίδρυση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου της 3ης Δεκεμβρίου 2004, το κεφάλαιο III του πρωτοκόλλου 4 της συμφωνίας για την Εποπτεύουσα Αρχή και το Δικαστήριο θα αντικατοπτρίζει τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 773/2004 της Επιτροπής ΕΕ L 123 της 27.4.2004, σ. 18.
(5) Η Επιτροπή χειρίζεται την αλληλογραφία που προέρχεται από τους πληροφοριοδότες σύμφωνα με τις αρχές της ορθής διοικητικής πρακτικής.
(6) Ανακοίνωση της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του Δικτύου των Αρχών Ανταγωνισμού ΕΖΕΣ, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη.
(7) Τα καθήκοντα αυτά τα ασκεί από κοινού με την Επιτροπή σύμφωνα με τους κανόνες περί αρμοδιοτήτων του άρθρου 56 της συμφωνίας ΕΟΧ.
(8) Υπόθεση C-344/98, Masterfoods κατά HB Ice Cream, Συλλογή 2000, I-11369, σκέψη 46. Yπόθεση C-119/97 P, Union française de l'express (Ufex) και άλλοι κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1999, I-1341, σκέψη 88. Υπόθεση T-24/90, Automec κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1992, II-2223, σκέψεις 73-77. Το άρθρο 6 της συμφωνίας ΕΟΧ προβλέπει ότι, με την επιφύλαξη των μελλοντικών εξελίξεων της νομολογίας, οι διατάξεις αυτής της συμφωνίας, στο βαθμό που είναι παρόμοιοι ουσιαστικά με τους αντίστοιχους κανόνες της Συνθήκης Ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Συνθήκης Ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα καθώς και με τις πράξεις που εκδόθηκαν για την εφαρμογή αυτών των δύο συνθηκών, θα πρέπει κατά την εφαρμογή τους να ερμηνεύονται με βάση τις σχετικές αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων οι οποίες εξεδόθησαν πριν την ημερομηνία υπογραφής της συνθήκης ΕΟΧ. Όσον αφορά τις σχετικές αποφάσεις του Δικαστηρίου που εξεδόθησαν μετά την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας ΕΟΧ, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 της συμφωνίας για την Εποπτεύουσα Αρχή και το Δικαστήριο, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ και το Δικαστήριο ΕΖΕΣ θα πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις αρχές που θεσπίζονται με αυτές τις αποφάσεις.
(9) Βλέπε ιδίως άρθρα 5, 6, 11, 12, 15, 22, 29 και 40 του κεφαλαίου ΙΙ.
(10) Βλέπε ανακοίνωση σχετικά με τη συνεργασία εντός του Δικτύου των Αρχών Ανταγωνισμού της ΕΖΕΣ, σημείο 5 και επόμενα.
(11) Πάγια νομολογία στην Κοινότητα, βλ. υπόθεση 127/73, Belgische Radio en Televisie (BRT) κατά SABAM και Fonior, συλλογή [1974], 51, σκέψη 16. Υπόθεση C-282/95 P, Guérin automobiles κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, συλλογή [1997], I-1503, σκέψη 39. Υπόθεση C-453/99, Courage κατά Bernhard Crehan, συλλογή [2001], I-6297, σκέψη 23.
(12) Βλέπε υπόθεση Ε-401 Karlsson, έκθεση Δικαστηρίου ΕΖΕΣ [2002], σ. 240, παράγραφο 28.
(13) Βλέπε υπόθεση Ε-1/94 Restamark, έκθεση δικαστηρίου ΕΖΕΣ [1994-1995], σ. 15, παράγραφο 77.
(14) Υπόθεση C-453/99, Courage κατά Bernhard Crehan, [2001], συλλογή I-6297, σημεία 26 και 27 .
(15) Βλέπε άρθρα 1, 6 και 15, του κεφαλαίου ΙΙ.
(16) Για περισσότερες επεξηγήσεις σχετικά με αυτό τον κανονισμό βλέπε την ανακοίνωση σχετικά με τη συνεργασία ανάμεσα στην Εποπτεύουσα Αρχή και στα δικαστήρια των κρατών ΕΖΕΣ όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 53 και 54, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη.
(17) Υπόθεση T-24/90, Automec κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1992, II-2223, σκέψη 93.
(18) Βλέπε αποφάσεις του Δικαστηρίου της ΕΖΕΣ στην υπόθεση Ε-3/97 97 Jæger κατά Opel Norge, έκθεση Δικαστηρίου ΕΖΕΣ [1998], σ. 1, σκέψη 77, και υπόθεση E-7/01 Hegelstad κατά Hydro Texaco, έκθεση Δικαστηρίου ΕΖΕΣ [2002], σ. 310, σκέψη 43, καθώς και αποφάσεις του Δικαστηρίου της Κοινότητας στην υπόθεση C-230/96, Cabour and Nord Distribution Automobile κατά Arnor «SOCO», Συλλογή [1998], I-2055, σκέψη 51. Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-185/96, T-189/96 και T-190/96, Dalmasso και άλλοι κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή [1999], II-93, σκέψη 50.
(19) Βλέπε άρθρο 8 του κεφαλαίου ΙΙ και σημείο 8 παρακάτω. Ανάλογα με την περίπτωση οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών ΕΖΕΣ ενδέχεται να είναι εξίσου ενδεδειγμένες για τη λήψη προσωρινών μέτρων.
(20) Βλέπε σημείο 41 και επόμενα, κατωτέρω.
(21) Ανακοίνωση σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του Δικτύου των Αρχών Ανταγωνισμού.
(22) Ανακοίνωση σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του Δικτύου των Αρχών Ανταγωνισμού, σημεία 8-14.
(23) Άρθρο 11 παράγραφοι 2 και 3 του κεφαλαίου ΙΙ. Ανακοίνωση σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του Δικτύου των Αρχών Ανταγωνισμού, σημεία 15/16.
(24) Ανακοίνωση σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του Δικτύου των Αρχών Ανταγωνισμού, σημείο 33.
(25) Για αναλυτικότερες επεξηγήσεις αυτής της συγκεκριμένης έννοιας, βλέπε σημεία 33 και επόμ. κατωτέρω.
(26) Τα κοινοτικά δικαστήρια έχουν αναγνωρίσει αυτή τη διακριτική ευχέρεια στην Επιτροπή όσον αφορά τις εκτελεστικές της ενέργειες, βλέπε π.χ. υπόθεση C-119/97 P, Union française de l'express (Ufex) και άλλοι κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1999, I-1341, σκέψη 88. Υπόθεση T-24/90, Automec κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1992, II-2223, σκέψεις 73-77 και 85. Βλέπε επίσης σκέψη 8 ανωτέρω.
(27) Η δυνατότητα της Επιτροπής να επικαλείται το κοινοτικό συμφέρον που παρουσιάζει μία υπόθεση ως κριτήριο προτεραιότητας αποτελεί πάγια νομολογία μετά την υπόθεση T-24/90, Automec κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1992, II-2223, σκέψη 85. Η Αρχή πιστεύει ότι την ίδια δυνατότητα έχει και η ίδια βάσει της συμφωνίας ΕΟΧ.
(28) Στο κοινοτικό πλαίσιο βλέπε υπόθεση C-282/95 P, Guérin automobiles κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1997, I-1503, σκέψη 36.
(29) Βλέπε άρθρο 5 παράγραφος 1 του κεφαλαίου ΙΙ.
(30) Υπόθεση T-114/92, Bureau Européen des Médias et de l'Industrie Musicale (BEMIM) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1995, II-147, σκέψη 28. Ενώσεις επιχειρήσεων υπέβαλαν καταγγελία και στις υποθέσεις στις οποίες αναφέρονται οι αποφάσεις στην υπόθεση 298/83, Comité des industries cinématographiques des Communautés européennes (CICCE) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1985, 1105, καθώς και στην υπόθεση T-319/99, Federacion Nacional de Empresas (FENIN) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή 2003.
(31) Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-133/95 και T-204/95, International Express Carriers Conference (IECC) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1998, II-3645, σκέψεις 79-83.
(32) Στο κοινοτικό πλαίσιο βλέπε υπόθεση T-37/92, Bureau Européen des Unions des Consommateurs (BEUC) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1994, II-285, σκέψη 36.
(33) Το ζήτημα αυτό εγείρεται στη διεξαγόμενη αυτή τη στιγμή ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία (συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-213 και 214/01). Η Επιτροπή απεδέχθη ως καταγγέλλοντα έναν μεμονωμένο καταναλωτή, με την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 1998, υπόθεση IV/D-2/34.466, Ελληνικά Πορθμεία, ΕΕ L 109 της 27.4.1999, σ. 24, σκέψη 1.
(34) Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-133/95 και T-204/95, International Express Carriers Conference (IECC) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1998, II-3645, σκέψη 79.
(35) Υπόθεση T-24/90, Automec κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1992, II-2223, σκέψη 76 . Υπόθεση C-91/95 P, Roger Tremblay και άλλοι κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1996, I-5547, σκέψη 30.
(36) Υπόθεση 125/78, GEMA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1979, 3173, σκέψη 17 . Υπόθεση C-119/97P, Union française de l'express (Ufex) και άλλοι κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1999, I-1341, σκέψη 87.
(37) Πάγια νομολογία μετά την υπόθεση T-24/90, Automec κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1992, II-2223, σκέψεις 77 και 85. Βλέπε επίσης και υποσημειώσεις 26 και 27.
(38) Πάγια νομολογία μετά την υπόθεση T-24/90, Automec κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Συλλογή 1992, II-2223, σκέψη 75. Σύμφωνα με το κεφάλαιο ΙΙ, η αρχή αυτή μπορεί να θεωρείται σχετική μόνο στο πλαίσιο του άρθρου 29 του κεφαλαίου αυτού.
(39) Υπόθεση 210/81, Oswald Schmidt, ενεργών υπό το όνομα Demo-Studio Schmidt κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Συλλογή 1983, 3045, σκέψη 19. Υπόθεση C-119/97P, Union française de l'express (Ufex) και άλλοι κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Συλλογή 1999, I-1341, σκέψη 86.
(40) Υπόθεση C-119/97P, Union française de l'express (Ufex) και άλλοι κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Συλλογή 1999, I-1341, σκέψεις 79-80.
(41) Βλέπε υπόθεση C-450/98 P, International Express Carriers Conference (IECC) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 2001, I-3947, σκέψεις 57-59.
(42) Βλέπε υπόθεση T-24/90, Automec κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Συλλογή 1992, II-2223, σκέψεις 88 και επόμ. Υπόθεση Τ-5/93, Roger Tremblay και άλλοι κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1995, ΙI-185, σκέψεις 65 και επόμ. Υπόθεση T-575/93, Casper Koelman κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1996, II-1, σκέψεις 75-80. Βλέπε επίσης και μέρος ΙΙ ανωτέρω, όπου παρέχονται περισσότερες λεπτομέρειες ως προς την κατάσταση αυτή.
(43) Βλέπε υπόθεση C-119/97P, Union française de l'express (Ufex) και άλλοι κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Συλλογή 1999, I-1341, σκέψεις 92/93.
(44) Πάγια νομολογία στην Κοινότητα μετά την υπόθεση T-24/90, Automec κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Συλλογή 1992, II-2223, σκέψη 86.
(45) Βλέπε υπόθεση C-449/98 P, International Express Carriers Conference (IECC) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Συλλογή 2001, I-3875, σκέψη 37.
(46) Βλέπε υπόθεση T-77/95, Syndicat français de Express International και άλλοι κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Συλλογή 1997, II-1, σκέψη 57, επιβεβαιωθείσα, υπό τον όρο που αναφέρεται στην ίδια σκέψη, με την υπόθεση C-119/97 P, Union française de l'express (Ufex) και άλλοι κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1999 I-1341, σκέψη 95. Βλέπε επίσης την υπόθεση T-37/92, Bureau Européen des Unions des Consommateurs (BEUC) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1994, II-285, σκέψη 113, όπου μια άγραφη δέσμευση μεταξύ κράτους μέλους και τρίτης χώρας εκτός κοινής εμπορικής πολιτικής εθεωρήθη ότι δεν επαρκούσε για να διαπιστωθεί αν η καταγγελθείσα συμπεριφορά είχε παύσει.
(47) Βλέπε υπόθεση T-110/95, International Express Carriers (IECC) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άλλων, Συλλογή 1998, II-3605, σκέψη 57, επιβεβαιωθείσα με την απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 2001, υπόθεση 449/98 P, International Express Carriers (IECC) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άλλων, Συλλογή 2001, I-3875, σκέψεις 44-47.
(48) Βλέπε υπόθεση C-449/98 P, International Express Carriers (IECC) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άλλων, Συλλογή 2001, I-3875, σκέψη 37.
(49) Βλέπε υπόθεση T-77/92, Parker Pen κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Συλλογή 1994, II-549, σκέψεις 64/65.
(50) Yπόθεση 298/83, Comité des industries cinématographiques des Communautés européennes (CICCE) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1985, 1105, σκέψεις 21-24. Υπόθεση T-198/98, Micro Leader Business κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1999, II-3989, σκέψεις 32-39.
(51) Βλέπε υπόθεση T-319/99, Federacion Nacional de Empresas (FENIN) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή 2003, σκέψη 43.
(52) Αναλυτικές οδηγίες παρέχονται στον εξής δικτυακό τόπο της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ:
http://www.eftasurv.int/fieldsofwork/fieldcompetition/.
(53) Όπως προβλέπεται στο άρθρο 58 της συμφωνίας ΕΟΧ και στο πρωτόκολλο 23 αυτής η Αρχή και η Επιτροπή θα συνεργάζονται με στόχο, εκτός των άλλων, την προώθηση της ομοιόμορφης εφαρμογής και ερμηνείας της συμφωνίας ΕΟΧ. Παρά το γεγονός ότι οι αποφάσεις της Επιτροπής και οι ανεπίσημες επιστολές με τις κατευθυντήριες γραμμές δεν είναι δεσμευτικές για την Αρχή, η Αρχή θα λαμβάνει υπόψη την πρακτική που ακολουθεί η Επιτροπή.
(54) Ανακοίνωση περί της επίδρασης στο εμπόριο η οποία περιέχεται στα άρθρα 53 και 54 της Συμφωνίας ΕΟΧ, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη.
(55) Ανακοίνωση της Αρχής — Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις συμφωνίες ήσσονος σημασίας οι οποίες δεν περιορίζουν σημαντικά τον ανταγωνισμό σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 1 της [συμφωνίας ΕΟΧ (de minimis)], ΕΕ C 67 της 20.3.2003, σ. 20 και συμπλήρωμα ΕΟΧ της ΕΕ αριθ. 15 της 20.3.2003, σ. 11.
(56) Ανακοίνωση της Αρχής — Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του άρθρου 53 παράγραφος 3 της Συμφωνίας ΕΟΧ, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη.
(57) Βλέπε υπόθεση 210/81, Oswald Schmidt, ενεργών υπό το όνομα Demo-Studio Schmidt κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1983, 3045, σκέψη 19 . Υπόθεση T-24/90, Automec κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1992, II-2223, σκέψη 79.
(58) Βλέπε υπόθεση T-64/89, Automec κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1990, II-367, σκέψεις 45-47, και υπόθεση T-37/92, Bureau Européen des Unions des Consommateurs (BEUC) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1994, II-285, σκέψη 29.
(59) Υπόθεση C-282/95 P, Guérin automobiles κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1997, I-1503, σκέψη 36.
(60) Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 142 και 156/84, British American Tobacco Company και R. J. Reynolds Industries κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1987, 249, σκέψεις 19/20.
(61) Βλέπε υπόθεση C-282/95 P, Guérin automobiles κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1997, I-1503, σκέψη 37.
(62) Βλέπε συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-213/95 και T-18/96, Stichting Certificatie Kraanverhuurbedrijf (SCK) και Federatie van Nederlandse Kraanbedrijven (FNK) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1997, 1739, σκέψη 57.
(63) Η έννοια της «επιμέλειας» εκ μέρους του καταγγέλλοντος χρησιμοποιείται στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1997, υπόθεση T-77/94, Vereniging van Groothandelaren in Bloemkwekerijprodukten και άλλοι κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1997, II-759, σκέψη 75.
(64) Άρθρο 6 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙΙ της Επιτροπής.
(65) Άρθρο 122 της συμφωνίας ΕΟΧ, άρθρο 14 παράγραφος 4 της συμφωνίας για την Εποπτεύουσα Αρχή και το Δικαστήριο, άρθρο 28 του κεφαλαίου ΙΙ και άρθρο 15 και 16 του κεφαλαίου ΙΙΙ.
(66) Άρθρο 27 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙ.
(67) Άρθρο 27 παράγραφος 2 του κεφαλαίου ΙΙΙ. Υπόθεση C-282/95 P, Guérin automobiles κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1997, I-1503, σκέψη 36.
(68) Πάγια νομολογία, βλέπε υπόθεση Ε-2/94, Scottish Salmon Growers Association Limited κατά της Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ, έκθεση Δικαστηρίου ΕΖΕΣ [1994-1995], σ. 59, υπόθεση E-4/97. Norwegian Bankers' Association κατά Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ, έκθεση Δικαστηρίου ΕΖΕΣ [1998], σ. 38, και όσον αφορά την κοινότητα υπόθεση T-114/92, Bureau Européen des Médias et de l'Industrie Musicale (BEMIM) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή [1995] ECR II-147, σκέψη 41.
(69) Άρθρο 36 παράγραφος 2 της συμφωνίας για την Εποπτεύουσα Αρχή και το Δικαστήριο. Βλέπε επίσης υπόθεση 210/81, Oswald Schmidt, ενεργών υπό το όνομα Demo-Studio Schmidt κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1983, 3045
(70) Βλέπε υπόθεση T-575/93, Casper Koelman κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1996, II-1, σκέψεις 41-43.
(71) Ανάλογα με την περίπτωση οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών μπορεί να είναι εξίσου ενδεδειγμένες για τη λήψη προσωρινών μέτρων.
(72) Υπόθεση 145/83, Stanley George Adams κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1985, 3539.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ