16.10.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 275/45


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΫΟΥΣΑΣ ΑΡΧΉΣ ΤΗΣ ΕΖΕΣ

αριθ. 318/05/COL

της 14ης Δεκεμβρίου 2005

για την περάτωση της επίσημης διαδικασίας έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του μέρους Ι του Πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή απαλλαγών από τα τέλη μεταβίβασης και καταχώρησης σε σχέση με τη σύσταση της εταιρείας Entra Eiendom AS (Noρβηγία)

Η ΕΠΟΠΤΕΥΟΥΣΑ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΖΕΣ,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (1), και ιδίως τα άρθρα 61 έως 63, και το πρωτόκολλο αριθ. 26,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τη συμφωνία μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου (2), και ιδίως το άρθρο 24 και το άρθρο 1 του μέρους 1 του πρωτοκόλλου 3,

ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ τις κατευθυντήριες γραμμές της Εποπτεύουσας Αρχής (3) για την εφαρμογή και ερμηνεία των άρθρων 61 και 62 της συμφωνίας ΕΟΧ,

ΑΦΟΥ ΚΑΛΕΣΕ τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις (4) και λαμβάνοντας υπόψη τις εν λόγω παρατηρήσεις,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:

I.   ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

1.   Διαδικασία και ανταλλαγή επιστολών

Με επιστολή της 22ας Μαΐου 2002 (έγγρ. αριθ. 02-3856 D), η Αρχή ζήτησε από τις νορβηγικές αρχές να υποβάλουν πληροφορίες σχετικά με τη σύσταση της εταιρείας Entra Eiendom AS (εφεξής: η «Entra») ώστε να μπορέσει να αξιολογήσει κατά πόσον η σύσταση της εταιρείας ήταν σύμφωνη με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις. Οι νορβηγικές αρχές απάντησαν στις 25 Ιουνίου 2002 με επιστολή της αποστολής της Νορβηγίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την οποία διαβιβάστηκε επιστολή της 20ής Ιουνίου 2002 του υπουργείου Εργασίας και Δημόσιας Διοίκησης. Αμφότερες οι επιστολές παραλήφθηκαν και καταχωρήθηκαν από την Αρχή στις 26 Ιουνίου 2002 (έγγρ. αριθ. 02-4850 A).

Με επιστολή της 10ης Οκτωβρίου 2002 (έγγρ. αριθ. 02-7036 D), η Αρχή ζήτησε πρόσθετες πληροφορίες. Η επιστολή αναφέρεται, στο σημείο 1, στην απαλλαγή από τα τέλη μεταβίβασης και καταχώρησης στο πλαίσιο μεταβίβασης της κυριότητας ακινήτων και, στο σημείο 2, στη μείωση της εκτιμηθείσας αξίας βάσει ειδικών όρων καταγγελίας. Οι νορβηγικές αρχές υπέβαλαν τις πρόσθετες πληροφορίες με επιστολή της αποστολής της Νορβηγίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση της 14ης Νοεμβρίου 2002, με την οποία διαβιβάστηκε επιστολή του υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας της 7ης Νοεμβρίου 2002. Αμφότερες οι επιστολές παραλήφθηκαν και καταχωρήθηκαν από την Αρχή στις 14 Νοεμβρίου 2002 (έγγρ. αριθ. 02-8219 A).

Με φαξ του υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας της 9ης Δεκεμβρίου 2002, το οποίο παραλήφθηκε και καταχωρήθηκε από την Αρχή την ίδια ημέρα (έγγρ. αριθ. 02-8912 A), η νορβηγική κυβέρνηση ζήτησε από την Αρχή να της υποβάλει τα συμπεράσματά της σχετικά με τη σύσταση της Entra. Με επιστολή της 17ης Δεκεμβρίου 2002 (έγγρ. αριθ. 02-9062 D) προς την αποστολή της Νορβηγίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Αρχή πληροφόρησε τις νορβηγικές αρχές ότι ήταν διατεθειμένη να κλείσει εκείνο το μέρος της υπόθεσης που αφορά τη μείωση της εκτιμηθείσας αξίας βάσει των ειδικών όρων καταγγελίας, εφόσον υποβάλλονταν επιπρόσθετα συγκεκριμένα και λεπτομερή έγγραφα σχετικά με το ζήτημα.

Αυτά τα λεπτομερή έγγραφα υπέβαλε το υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας με φαξ της 23ης Ιανουαρίου 2003, το οποίο παραλήφθηκε και καταχωρήθηκε από την Αρχή στις 23 Ιανουαρίου 2003 (έγγρ. αριθ. 03-424 A). Με επιστολή προς την αποστολή της Νορβηγίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση της 31ης Ιανουαρίου 2003 (έγγρ. αριθ. 03-588 D), η Αρχή πληροφόρησε τις νορβηγικές αρχές ότι, καθώς δεν φαίνεται να έχει χορηγηθεί οικονομική ενίσχυση, «δεν προτίθεται να προβάλει αντιρρήσεις ως προς την εκτιμηθείσα αξία που αναφέρεται στο ισοζύγιο έναρξης των στοιχείων ενεργητικού που μεταβιβάστηκαν από το νορβηγικό κράτος στην επιχείρηση Entra Eiendom AS». Ωστόσο, η Αρχή υπογράμμισε ότι η δήλωση αυτή έγινε με την επιφύλαξη του ζητήματος σχετικά με τα τέλη μεταβίβασης και καταχώρησης.

Με επιστολή της 2ας Απριλίου 2003 (έγγρ. αριθ. 03-1827 D), η Αρχή έθιξε εκ νέου το ζήτημα της απαλλαγής από τα τέλη μεταβίβασης και καταχώρησης και κάλεσε τις νορβηγικές αρχές να υποβάλουν επιπρόσθετες διευκρινιστικές πληροφορίες. Με επιστολή της αποστολής της Νορβηγίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση της 5ης Ιουνίου 2003, με την οποία διαβιβάστηκε επιστολή του υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας της 4ης Ιουνίου 2003 (επιστολές που παραλήφθηκαν και καταχωρήθηκαν από την Αρχή στις 10 Ιουνίου 2003 (έγγρ. αριθ. 03-3631 A), υποβλήθηκαν οι πρόσθετες πληροφορίες που ζητήθηκαν.

Στις 16 Ιουνίου 2004, η Αρχή αποφάσισε να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας (έγγρ. αριθ. 132/04/COL). Η απόφαση για την κίνηση επίσημης διαδικασία έρευνας δημοσιεύθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 2004.

Με φαξ της 13ης Αυγούστου 2004 (περιστατικό αριθ.: 290206) και με επιστολή της αποστολής της Νορβηγίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση της 17ης Αυγούστου 2004, που παραλήφθηκε και καταχωρήθηκε από την Αρχή στις 18 Αυγούστου 2004 (περιστατικό αριθ.: 290456), οι νορβηγικές αρχές ζήτησαν να παραταθεί για ένα μήνα η προθεσμία για την υποβολή παρατηρήσεων.

Με επιστολή της 17ης Αυγούστου 2004 (περιστατικό αριθ.: 290305), η Αρχή συμφώνησε να παραταθεί η προθεσμία κατά ένα μήνα.

Με φαξ της 16ης Σεπτεμβρίου 2004 (περιστατικό αριθ.: 292867) και με επιστολή της αποστολής της Νορβηγίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση της 20ής Σεπτεμβρίου 2004, με την οποία διαβιβάστηκε επιστολή του υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας της 16ης Σεπτεμβρίου 2004, που παραλήφθηκε και καταχωρήθηκε από την Αρχή στις 21 Σεπτεμβρίου 2004 (περιστατικό αριθ.: 293392), οι νορβηγικές αρχές υπέβαλαν παρατηρήσεις σχετικά με την απόφαση κίνησης της διαδικασίας. Οι νορβηγικές αρχές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η απαλλαγή από τα τέλη μεταβίβασης και καταχώρησης σε σχέση με τη σύσταση της Entra δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ.

Η Αρχή δεν έλαβε παρατηρήσεις από άλλα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με την απόφαση κίνησης της διαδικασίας εντός της προθεσμίας του ενός μηνός μετά από τη δημοσίευση της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Με επιστολή της 4ης Μαΐου 2005, που παραλήφθηκε και καταχωρήθηκε από την Αρχή στις 9 Μαΐου 2005 (περιστατικό αριθ.: 318691), το δικηγορικό γραφείο Selmer, το οποίο εκπροσωπούσε την Entra, υπέβαλε παρατηρήσεις σχετικά με την απόφαση της Αρχής να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας (βλ. σημείο 3.4 κατωτέρω).

Η υπόθεση συζητήθηκε σε συνεδρίαση που πραγματοποιήθηκε στο Όσλο στις 19 Μαΐου 2005 με την παρουσία αντιπροσώπων διαφόρων νορβηγικών υπουργείων και εκπροσώπων της Αρχής.

Με φαξ του υπουργείου Εκσυγχρονισμού της 26ης Ιουλίου 2005 (περιστατικό αριθ.: 327938), και με επιστολή της αποστολής της Νορβηγίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση της 1ης Αυγούστου 2005, που παραλήφθηκε και καταχωρήθηκε στις 3 Αυγούστου 2005 (περιστατικό αριθ.: 329110), με την οποία διαβιβάστηκε επιστολή της 30ής Ιουνίου 2005 του υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας, οι νορβηγικές αρχές υπέβαλαν πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με το ερώτημα εάν η απαλλαγή αποτελούσε οικονομικό πλεονέκτημα για την Entra. Το συμπέρασμα του υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας ήταν ότι η απαλλαγή δεν συνιστούσε πλεονέκτημα για την Entra.

2.   H σύσταση της Entra

2.1.   Πρόταση νόμου σχετικά με τη σύσταση νέας κεφαλαιουχικής εταιρείας

Η νορβηγική κυβέρνηση υπέβαλε πρόταση νόμου σχετικά με την αναδιοργάνωση του δημόσιου οργανισμού, της Διεύθυνσης Δημόσιων Κατασκευών και Περιουσίας («Statsbygg»), καθώς και για τη σύσταση της Entra, στις 4 Ιουνίου 1999 (5). Την ίδια ημερομηνία η κυβέρνηση υπέβαλε πρόταση ειδικού νόμου για τη μετατροπή μέρους των δραστηριοτήτων της Statsbygg στον τομέα της ακίνητης περιουσίας σε κεφαλαιουχική εταιρεία, με σκοπό να επιλυθούν ορισμένα μεταβατικά προβλήματα που αφορούσαν τη μετατροπή και τη σύσταση της Entra (6). Η παράγραφος 3 της πρότασης νόμου (εφεξής «ο προσβαλλόμενος νόμος») προβλέπει ότι εκ νέου καταχώρηση στο κτηματολόγιο και σε άλλα δημόσια μητρώα πρέπει να πραγματοποιείται με τη μορφή αλλαγής ονομασίας. Κατά συνέπεια, η Entra δεν υποχρεώθηκε να καταβάλει τέλη μεταβίβασης και καταχώρησης, μολονότι καταχωρήθηκε στο κτηματολόγιο ως ιδιοκτήτης των ακινήτων.

Η Statsbygg αποτελεί οργανισμό διαχείρισης («Forvaltningsbedrift») που υπάγεται στο υπουργείο Εκσυγχρονισμού. Η Statsbygg ενεργεί εξ ονόματος της νορβηγικής κυβέρνησης ως διαχειριστής και σύμβουλος σε υποθέσεις που αφορούν κατασκευές και ακίνητα και διαθέτει κτιριακές εγκαταστάσεις σε δημόσιους οργανισμούς. Η Statsbygg συνέχισε τη λειτουργία και τη διαχείριση των κτιρίων που δεν είχαν μεταβιβαστεί στην Entra. Σήμερα η Statsbygg διαχειρίζεται κτιριακές εγκαταστάσεις έκτασης περίπου 2,2 εκατομμυρίων m2 στη Νορβηγία και το εξωτερικό. Το χαρτοφυλάκιο των ακίνητων της εταιρείας περιλαμβάνει γραφεία, σχολεία, κατοικίες και εξειδικευμένα κτίρια στο σύνολο της χώρας, πρεσβείες και κατοικίες εκτός Νορβηγίας. Ο ετήσιος κτιριακός προϋπολογισμός ανέρχεται σε περίπου 2,3 δισεκατ. NOK (περίπου 288 εκατ. ευρώ). Η Statsbygg απασχολεί 669 εργαζομένους (Οκτώβριος 2005) (7).

Στο νομοσχέδιο αριθ. 84 (1998-1999) αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι στόχος της αναδιοργάνωσης είναι η σαφής διάκριση των διαφόρων ρόλων της Statsbygg, αφενός, και η αποτελεσματικότερη χρήση των κτιριακών εγκαταστάσεων που βρίσκονται στην κυριότητα του νορβηγικού κράτους, αφετέρου. Για να βελτιωθούν οι εν γένει συνθήκες για εκείνο το τμήμα της Statsbygg που βρίσκεται σε ανταγωνισμό με άλλες ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι κτιριακές εγκαταστάσεις που ήταν εκτεθειμένες στον ελεύθερο ανταγωνισμό («konkuranseutsatte bygg») διαχωρίσθηκαν από τα κτίρια που χρησιμοποιούνται για ειδικούς σκοπούς και περιλήφθηκαν σε νέο χαρτοφυλάκιο ακινήτων στοιχείων ενεργητικού υπό την κυριότητα της Entra. Η κυβέρνηση δήλωσε ότι σε μεταγενέστερο στάδιο θα μπορούσε να αποτελέσει εναλλακτική λύση η εκποίηση μέρους της εταιρείας σε ιδιωτικούς φορείς.

Στο καταστατικό της Entra η εταιρεία περιγράφει τους σκοπούς της ως εξής: «Κύριος σκοπός της εταιρείας είναι η διάθεση κτιριακών εγκαταστάσεων σε δημόσιους οργανισμούς. Η εταιρεία μπορεί να κατέχει, να αγοράζει, να πωλεί, να θέτει σε λειτουργία και να διαχειρίζεται ακίνητη περιουσία και να πραγματοποιεί άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες στο πλαίσιο αυτό. Η εταιρεία μπορεί επίσης να αποκτά μετοχές ή μερίδια και να συμμετέχει σε άλλες εταιρείες οι οποίες ασκούν δραστηριότητες όπως αυτές που αναφέρονται στην προηγούμενη πρόταση» (ανεπίσημη μετάφραση από την Αρχή).

2.2.   Ο ισολογισμός έναρξης της Entra

Στην πρόταση νόμου που υπέβαλε στο Κοινοβούλιο, η νορβηγική κυβέρνηση καθόρισε τις βασικές αρχές για τη μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού στη νέα επιχείρηση. Στο νομοσχέδιο δεν περιλαμβάνονται εκτιμήσεις της πραγματικής αξίας των στοιχείων ενεργητικού προς μεταβίβαση αλλά αναφέρεται ότι το ζήτημα αυτό πρέπει να αντιμετωπιστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, καθώς: «ο τελικός ισολογισμός έναρξης της εταιρείας θα υποβληθεί στον προϋπολογισμό της χρήσης του 2000» (8). Επίσης, δεν καθορίστηκε συγκεκριμένη μεθοδολογία για την εκτίμηση της αξίας αυτής.

Από την 4η Ιουνίου 1999 και μέχρις ότου ολοκληρωθεί η εκτίμηση της πραγματικής αξίας με το βασιλικό διάταγμα της 22.6.2000, η αξία των στοιχείων ενεργητικού προς μεταβίβαση αποτέλεσε αντικείμενο ενδελεχούς εξέτασης με σκοπό να εκτιμηθεί επακριβώς η συναλλαγματική αξία σύμφωνα με τις αρχές του νομοσχεδίου αριθ. 84 (1998-99) για τη μεταβίβαση των στοιχείων ενεργητικού. Εξετάστηκαν διάφορες μέθοδοι και αρχές για τον καθορισμό του συγκεκριμένου τιμήματος.

Καταρχάς, η Statsbygg ανέθεσε στην ανεξάρτητη εταιρεία συμβούλων Catella Eiendom Consult AS (CEC) να διενεργήσει εκτίμηση των προς μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων. Η εκτίμηση αυτή διενεργήθηκε σύμφωνα με τους κανόνες της Νορβηγικής Ένωσης Εκτιμητών και Τοπογράφων (NTF): εκτιμήθηκε κάθε περιουσιακό στοιχείο χωριστά και στη συνέχεια προστέθηκε η αξία των επιμέρους περιουσιακών στοιχείων ώστε να εκτιμηθεί έτσι η συνολική αξία του χαρτοφυλακίου. Αυτή υπολογίστηκε σε 3 852 110 000 NOK. Για την εκτίμηση αυτή διενεργήθηκε στη συνέχεια λογιστικός έλεγχος από την NTF, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η τιμή που υπολογίστηκε υπήρξε λογική, αν και συντηρητική.

Δεύτερον, η Statsbygg διενήργησε δική της εκτίμηση των περιουσιακών της στοιχείων. Για την εκτίμηση αυτή εφαρμόστηκε διαφορετική μέθοδος. Η Statsbygg χρησιμοποίησε τις προεξοφλημένες ταμιακές ροές για το σύνολο του χαρτοφυλακίου ως βάση για τον υπολογισμό της αξίας αντί να υπολογίσει χωριστά κάθε περιουσιακό στοιχείο και να προσθέσει στο τέλος τις επιμέρους αξίες. Η εκτίμηση αυτή κατέληξε σε ποσό 3 137 500 000 NOK.

Τέλος, το υπουργείο Δημόσιας Διοίκησης διενήργησε επίσης εκτίμηση της αξίας των στοιχείων ενεργητικού, ακολουθώντας τις ίδιες αρχές που χρησιμοποίησε η Statsbygg, αλλά εφαρμόζοντας διαφορετικά κριτήρια. Η εκτίμηση αυτή κατέληξε σε ποσό 3 337 500 000 NOK.

Η διαφορά μεταξύ της κατώτατης και της ανώτατης τιμής που υπολογίστηκε στο στάδιο αυτό ανήλθε σε 714 610 000 NOK, δηλ. στο 22 % της κατώτατης αξίας που υπολογίστηκε. Χωρίς να αναφέρουμε περισσότερες λεπτομέρειες, σημειώνουμε ότι οι μέθοδοι που εφαρμόστηκαν διέφεραν σημαντικά μεταξύ τους. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε επίσης και ανεξάρτητος λογιστικός έλεγχος που διενεργήθηκε από την PricewaterhouseCoopers (PWC), η οποία αξιολόγησε τις τρεις εκτιμήσεις που αναφέρονται ανωτέρω.

Στην αξιολόγησή της, η PWC κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, δεδομένων των σημαντικών μεθοδολογικών διαφορών, θα ήταν πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθεί λεπτομερής αντιπαραβολή των τριών εκτιμήσεων και, ακόμα σημαντικότερο, μια τέτοια σύγκριση δεν θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη. Η PWC καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «κατά την άποψή μας, οι τρεις τιμές που υπολογίστηκαν κινούνται σε λογικά πλαίσια». Επιπλέον, η PWC υπογράμμισε ότι ήταν αδύνατον να υπολογιστεί μία και μόνο τιμή ως «η σωστή». Η τιμή αυτή θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγματεύσεων μεταξύ των εμπλεκομένων μερών και θα μπορούσε, επομένως, να διαφέρει ανάλογα με τα κριτήρια που εφαρμόσθηκαν.

Τέταρτον, το υπουργείο αποφάσισε να προβεί σε νέα εκτίμηση της αξίας. Καταρχάς, συζητήθηκε εκτενώς ο αντίκτυπος που θα μπορούσε να έχει στην αγοραία αξία των ακινήτων το γεγονός ότι οι κυβερνητικοί οργανισμοί μπόρεσαν να τερματίσουν τις μισθωτήριες συμβάσεις τους με δωδεκάμηνη προειδοποίηση. Στη συνέχεια η αξία των στοιχείων ενεργητικού καθορίστηκε με τη νέα εκτίμηση σε 2 837 550 000 NOK. Αυτή ήταν η αξία που υποβλήθηκε στο νορβηγικό κοινοβούλιο (Stortinget) (9) κατά τη συζήτηση του κρατικού προϋπολογισμού για το 1999-2000. Ωστόσο, στην πρόταση νόμου η κυβέρνηση επιφυλάχτηκε του δικαιώματός της να πραγματοποιήσει αργότερα ορισμένες αναπροσαρμογές.

Πέμπτον, το υπουργείο άσκησε αυτό το δικαίωμα αναπροσαρμόζοντας τον τελικό ισολογισμό έναρξης και, αφού αναπροσάρμοσε, μεταξύ άλλων, ορισμένες από τις μισθωτήριες συμβάσεις της Entra, αλλάζοντας έτσι εκ νέου τα κριτήρια της μεθόδου που εφαρμόστηκε, κατέληξε σε υψηλότερη αξία. Με βασιλικό διάταγμα η αξία στον τελικό ισολογισμό έναρξης καθορίστηκε σε 3 222 871 000 NOK.

Η διαδικασία αυτή παρουσιάζεται συνοπτικά στη συνέχεια. Όπως δείχνουν τα στοιχεία που αναφέρονται κατωτέρω, οι αξίες στις οποίες κατέληξαν οι διάφορες εκτιμήσεις κυμαίνονται από 3 852 110 000 NOK σε 2 837 550 000 NOK. Αυτή η διαφορά ύψους 1 014 560 000 NOK (δηλ. 35,8 % της κατώτατης τιμής), οφείλεται τόσο στις διαφορετικές μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν, όσο και στα κριτήρια που εφαρμόστηκαν στις μεθόδους αυτές.

Εκτίμηση της Catella Eiendoms Consult (CEC) (10)

3 852 110 000 NOK

Σύσταση της Statsbygg

3 137 500 000 NOK

Εκτίμηση του υπουργείου

3 337 500 000 NOK

Επανεκτιμηθείσα αξία του υπουργείου λόγω των όρων καταγγελίας των συμβάσεων (11)

2 837 550 000 NOK

Τελικός ισολογισμός έναρξης (12)

3 222 871 000 NOK

Ο τελικός ισολογισμός έναρξης βασίστηκε στις προεξοφλημένες ταμιακές ροές του συνολικού χαρτοφυλακίου, όπως χρησιμοποιήθηκαν στην αρχική σύσταση της Statsbygg, αλλά υπολογίστηκε με κάπως διαφορετικά κριτήρια.

Η Entra συστήθηκε αρχικά ως «ελάχιστη» επιχείρηση βασιζόμενη σε εισφορές κεφαλαίου. Στη συνέχεια, μεταβιβάστηκαν από το δημόσιο στην Entra περιουσιακά στοιχεία, κεφάλαια και προσωπικό (στοιχεία ενεργητικού και στοιχεία παθητικού) με αντάλλαγμα την έκδοση μετοχών από την 1η Ιουλίου 2000. Η κυριότητα και οι τίτλοι των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων μεταβιβάστηκαν από το νορβηγικό δημόσιο στην Entra και καταχωρήθηκαν στο όνομα της τελευταίας. Βάσει της πράξης σύστασης της Entra, δεν καταβλήθηκαν τέλη μεταβίβασης και καταχώρησης. Η εν λόγω εταιρεία αποτελεί κεφαλαιουχική εταιρεία η οποία βρίσκεται κατά 100 % στην κυριότητα του νορβηγικού δημοσίου.

Η εταιρεία [ή για την ακρίβεια ο όμιλος (13)] είχε έσοδα εκμετάλλευσης ύψους 1 072 δισ. NOK [περίπου 128 εκατ. ευρώ (14)] το 2004 και κέρδη προ φόρων ύψους 134 εκατ. NOK [περίπου 16 εκατ. ευρώ]. Η λογιστική αξία της περιουσίας του ομίλου ανερχόταν στις 31.12.2004 σε 1 288 δισ. NOK (περίπου 154 εκατ. ευρώ). Στο τέλος του έτους, η λογιστική αξία του χαρτοφυλακίου των στοιχείων ενεργητικού του ομίλου ανερχόταν σε 8 768 δισ. NOK (περίπου 1 047 δισ. ευρώ.). Στις 31.12.2004, η Entra απασχολούσε προσωπικό 133 ατόμων. Το συνολικό χαρτοφυλάκιο περιουσιακών στοιχείων του ομίλου αποτελείται από περίπου 110 ακίνητα στοιχεία ενεργητικού με συνολική επιφάνεια 900 000 m2 περίπου (15).

Σύμφωνα με τις νορβηγικές αρχές, τα συνολικά τέλη μεταβίβασης υπολογίζονται βάσει προσομοίωσης σε 80 571 775 NOK, τα δε σωρευμένα τέλη καταχώρησης υπολογίζεται ότι ανέρχονται σε 147 300 NOK (150 ακίνητα* 982 NOK), συνολικά 80 719 075 NOK (περίπου 9,87 εκατ. ευρώ) (16).

3.   Η άποψη της νορβηγικής κυβέρνησης σχετικά με το εάν η απαλλαγή από τα τέλη μεταβίβασης και καταχώρησης είναι σύμφωνη με τις διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων της συμφωνίας ΕΟΧ

3.1.   Οι εκτιμήσεις της κυβέρνησης όπως υποβλήθηκαν σε σχέση με τη σύσταση της Entra

Εκτίμηση της νορβηγικής κυβέρνησης σχετικά με το εάν η απαλλαγή από τα τέλη χαρτοσήμου και τα τέλη καταχώρησης είναι σύμφωνη με τις διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων της συμφωνίας ΕΟΧ περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 7.6.1 του νομοσχεδίου αριθ. 84 (1998-99). Το σχετικό κείμενο έχει ως εξής (ανεπίσημη μετάφραση από την Αρχή):

«Τίθεται κατόπιν το ερώτημα εάν η εταιρεία μπορεί να απαλλαγεί από τα τέλη καταχώρησης για τη μεταβίβαση των τίτλων κυριότητας της Statsbygg στην Statens utleiebygg AS και να μην καταβάλει, επομένως, τέλη καταχώρησης και χαρτοσήμου. Σύμφωνα με το νόμο περί δικαστικών εξόδων, κεφάλαιο 6 και σύμφωνα με το άρθρο 7 του νόμου περί τελών μεταβίβασης, καταβάλλονται στο Δημόσιο τέλη για την καταχώρηση εγγράφων μεταβίβασης κυριότητας. Τα τέλη είναι, επομένως, πληρωτέα μόνον κατά την καταχώρηση του τίτλου μεταβίβασης κυριότητας στο κτηματολόγιο. Δεν απαιτείται η καταβολή τέλους για την αλλαγή ονομασίας στο κτηματολόγιο.

Το υπουργείο θεωρεί πολύ αβέβαιο εάν η διανομή της κυριότητας μεταξύ του Δημοσίου και της Statens utleiebygg AS συνεπάγεται μεταβίβαση τίτλου η οποία πρέπει να καταχωρηθεί στο κτηματολόγιο. Φαίνεται λογικότερο να θεωρηθεί ότι πρόκειται για οργανωτική αλλαγή στο χαρτοφυλάκιο ακινήτων του Δημοσίου, κατά την οποία το Δημόσιο διατηρεί τα καταχωρημένα δικαιώματα επί των ακινήτων. Δεν πρόκειται για μεταβίβαση τίτλου, αλλά απλώς για αλλαγή ονομασίας στο κτηματολόγιο. Κατά συνέπεια, δεν απαιτείται η καταβολή σχετικού τέλους. Ως εκ τούτου, η εταιρεία δεν οφείλει να καταβάλει τέλη μεταβίβασης και καταχώρησης. Το υπουργείο, ωστόσο, σε χωριστή πρόταση νόμου που υπέβαλε στην Άνω Βουλή (Odelsting), περιλαμβάνει διάταξη που προβλέπει ότι εκ νέου καταχώρηση στο πλαίσιο οργανωτικών αλλαγών πραγματοποιείται απλώς και μόνον ως αλλαγή ονομασίας. Όσον αφορά το κτηματολόγιο, αυτό σημαίνει ότι δεν θα υπάρξει ανάγκη μεταβίβασης τίτλου κυριότητας. Βάσει της διάταξης αυτής, αναμφίβολα δεν θα χρειαστεί να γίνει μεταβίβαση τίτλου κυριότητας. Η εν λόγω πρόταση νόμου είναι σύμφωνη με κανόνες που θεσπίστηκαν σε σχέση με άλλες μετατροπές δημοσίων επιχειρήσεων, πρβλ. λ.χ. το νόμο της 24ης Ιουνίου 1994 αριθ. 45 για τη σύσταση της Televerket ως κεφαλαιουχικής εταιρείας και το νόμο της 22ας Νοεμβρίου 1996 αριθ. 65 για τη σύσταση της δημόσιας επιχείρησης ταχυδρομείων, άρθρο 73. Τίθεται το ερώτημα εάν η προσέγγιση αυτή μεταβάλλει τις συνθήκες ανταγωνισμού για τις ανώνυμες εταιρείες του Δημοσίου σε σχέση με τους αντίστοιχους ιδιωτικούς φορείς οι οποίοι μεταβιβάζουν μέρος των δραστηριοτήτων τους στον τομέα της ακίνητης περιουσίας σε κεφαλαιουχική εταιρεία που βρίσκεται υπό την πλήρη κυριότητά τους.

Η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ (ΕΑ-ΕΖΕΣ) δημοσίευσε κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων που περιλαμβάνονται στο άρθρο 61 της συμφωνίας ΕΟΧ σε περιπτώσεις οικονομικών συναλλαγών μεταξύ δημοσίων επιχειρήσεων και αρχών, πρβλ. κεφάλαια 19-20 των κατευθυντήριων γραμμών περί κρατικών ενισχύσεων. Σύμφωνα με αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές, το κύριο κριτήριο για την ύπαρξη ή όχι κρατικής ενίσχυσης είναι η λεγόμενη “αρχή του επενδυτή σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς”. Σύμφωνα με αυτή την αρχή, στις οικονομικές του δραστηριότητες το Δημόσιο οφείλει να ενεργεί όπως θα έκανε ένας ιδιώτης επενδυτής σε ανάλογη κατάσταση έναντι όμοιας ή ανάλογης ιδιωτικής εταιρείας.

Η βασική αρχή που εφαρμόζει η νορβηγική νομοθεσία είναι ότι η μεταβίβαση τίτλων κυριότητας από ένα νομικό πρόσωπο σε άλλο πρέπει να καταχωρείται προκειμένου να θεωρείται έγκυρη έναντι τρίτων. Ως εκ τούτου, οι ιδιώτες επενδυτές υποχρεούνται, ευθύς εξαρχής να καταχωρούν τις μεταβιβάσεις τίτλων κυριότητας και να καταβάλλουν τέλη χαρτοσήμου. Βάσει ανάλογης αρχής, μία δημόσια κεφαλαιουχική εταιρεία οφείλει με τη σειρά της να καταχωρεί τις μεταβιβάσεις τίτλων από το Δημόσιο.

Εξάλλου, σε περίπτωση διαχωρισμού μέρους της επιχείρησης το οποίο αφορά ακίνητη περιουσία, δεν θα ήταν πιθανόν να επιλέξει ένας συνετός επενδυτής να καταχωρήσει τη μεταβίβαση του τίτλου κυριότητας, αφού στην περίπτωση αυτή θα όφειλε να καταβάλει τέλη χαρτοσήμου. Αυτό σημαίνει ότι η μεταβίβαση τίτλου κυριότητας θα ήταν δαπανηρή για την εταιρεία και, ως εκ τούτου, δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό να επιλέξει τη λύση αυτή ένας συνετός επενδυτής. Θα ήταν περισσότερο πιθανό να αναζητήσει λύση που δεν θα συνεπέφερε καταβολή των τελών, π.χ. διατηρώντας τον τίτλο κυριότητας στη μητρική εταιρεία ή μέσω της σύστασης εταιρείας χαρτοφυλακίου. Το Δημόσιο δεν διαθέτει τέτοιες δυνατότητες επιλογής. Όταν αποφασίζει να δραστηριοποιηθεί στην αγορά, είναι ευκολότερο να διαχωρίσει αυτό το μέρος των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων και να το οργανώσει με τη μορφή χωριστής εταιρείας. Αναγκάζεται, επομένως, το Δημόσιο να μεταβιβάσει τα ακίνητά του σε άλλο νομικό πρόσωπο. Το γεγονός αυτό αποτελεί ισχυρό επιχείρημα υπέρ του ότι η απαλλαγή από την υποχρέωση καταχώρησης της μεταβίβασης δικαιωμάτων κυριότητας δεν βρίσκεται σε αντίθεση με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις.

Για τους λόγους αυτούς, το υπουργείο πρέπει να θεωρήσει ότι η απαλλαγή από την υποχρέωση καταχώρησης της μεταβίβασης δικαιωμάτων κυριότητας δεν μεταβάλλει την ανταγωνιστική θέση της Statens utleiebygg AS σε σχέση με αντίστοιχο ιδιώτη επενδυτή στην αγορά. Η απαλλαγή αυτή δεν θεωρείται αντίθετη με τη συμφωνία ΕΟΧ.

Επιπλέον, θεωρείται ότι γενικώς η εκτιμηθείσα αξία των ακινήτων που πρόκειται να μεταβιβαστούν στη Statens utleiebygg AS ανταποκρίνεται στην αγοραία αξία τους, και ότι σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί στο μέλλον μεταβίβαση κεφαλαίων από το Δημόσιο, αυτή θα πραγματοποιηθεί με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ιδιώτης επενδυτής συνεισφέρει οικονομικά στο κεφάλαιο μιας επιχείρησης.»

3.2.   Επιχειρήματα που προέβαλαν οι νορβηγικές αρχές πριν από την κίνηση της διαδικασίας έρευνας από την Αρχή

Με επιστολή της 20ής Ιουνίου 2002, το υπουργείο Εργασίας και Δημόσιας Διοίκησης υπέβαλε πληροφορίες σχετικά με τις εν γένει συνθήκες που αφορούν την Entra και με την κατάρτιση του ισολογισμού έναρξης. Το υπουργείο περιέγραψε τη μέθοδο ταμειακής ροής που χρησιμοποιήθηκε για την εκτίμηση της συνολικής αξίας του χαρτοφυλακίου ακίνητων περιουσιακών στοιχείων και δήλωσε ότι η μέθοδος αυτή χρησιμοποιήθηκε «διότι θα μπορούσε να ανταποκριθεί καλύτερα στις απαιτήσεις της νομοθετικής πρότασης προς το Storting αριθ. 84 (1998-99) για την παροχή στην εταιρεία ίσων όρων με άλλους φορείς στον ίδιο τομέα». Η επιστολή δεν εξηγεί εάν, και, εάν ναι, πώς και σε ποιο βαθμό, η μη καταβολή των σχετικών τελών είχε συνέπειες στον ισολογισμό έναρξης. Επίσης δεν εξετάζει εάν η παράγραφος 3 του προσβαλλόμενου νόμου προέβλεπε ότι η απαλλαγή από τα τέλη μεταβίβασης και καταχώρησης πρέπει να αντισταθμίζεται με αύξηση της εκτιμώμενης αξίας του χαρτοφυλακίου αντίστοιχη προς το ποσό που θα είχε καταβληθεί εάν η καταχώρηση στο κτηματολόγιο είχε χαρακτηρισθεί αλλαγή τίτλου κυριότητας και όχι αλλαγή ονομασίας.

Με επιστολή της 7ης Νοεμβρίου 2002, το υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας έδωσε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το επιχείρημα που είχε ήδη προβάλει στα προκαταρτικά έγγραφα, ότι οι ιδιώτες επενδυτές θα μπορούσαν να είχαν επιλέξει λύσεις οι οποίες θα απέφευγαν την επίσημη μεταβίβαση της κυριότητας και, ως εκ τούτου, την καταβολή τελών μεταβίβασης και καταχώρησης. Δεδομένου ότι η καταχώρηση της μεταβίβασης τίτλου κυριότητας δεν ήταν υποχρεωτική, οι επιχειρήσεις, ιδιωτικές ή δημόσιες, θα μπορούσαν να αποφύγουν νομίμως την καταβολή τελών μεταβίβασης και καταχώρησης εφόσον δεν καταχωρούσαν οιαδήποτε μεταβίβαση κυριότητας. Αφήνοντας τον τίτλο κυριότητας να παραμείνει στον αρχικό κάτοχο, ο νέος ιδιοκτήτης αναλάμβανε κίνδυνο όσον αφορά την αρχή της «καλής πίστεως» έναντι τρίτων. Ωστόσο, ήταν δυνατό να εξουδετερωθεί ο κίνδυνος αυτός μέσω της καταχώρησης δήλωσης περί «περιορισμού δικαιώματος ιδιοκτησίας». Η καταχώρηση τέτοιας δήλωσης δεν απέκλειε τον κίνδυνο της κίνησης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης ή της απόσβεσης της πτωχευτικής περιουσίας από τα δικαιώματα του νομίμου διαδόχου στην περιουσία του οφειλέτη. Σύμφωνα με τις νορβηγικές αρχές, η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται ευρέως από ιδιωτικές επιχειρήσεις, ιδίως μεταξύ συνδεόμενων μερών.

Κατά την άποψη του υπουργείου, ένα ιδιώτης ιδιοκτήτης της Statsbygg θα είχε, κατά πάσα πιθανότητα, διαχωρίσει τη Statsbygg χωρίς να εξαιρεθεί από την υποχρέωση καταβολής τελών. Η μέθοδος αυτή δεν αποτελούσε ρεαλιστική δυνατότητα στην περίπτωση της σύστασης της Entra, λόγω και των εμποδίων που γεννώνται από το γεγονός ότι η Statsbygg υπόκειται σε έλεγχο από τις δημόσιες και κυβερνητικές αρχές. Μέθοδοι όπως η διατήρηση από τη Statsbygg του τίτλου κυριότητας των περιουσιακών στοιχείων, θα σήμαιναν ότι η Entra θα χρειαζόταν την έγκριση δημόσιου οργανισμού για οποιαδήποτε πράξη αφορούσε τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία. Εάν η Statsbygg διατηρούσε τον τίτλο κυριότητας των περιουσιακών στοιχείων, αυτό θα σήμαινε ότι το Δημόσιο θα ήταν συγχρόνως ενοικιαστής και επίσημος ιδιοκτήτης των περιουσιακών στοιχείων. Η εφαρμογή τέτοιων μεθόδων από την Statsbygg/Entra καθιστούσε ασαφή τη διάκριση μεταξύ των ρόλων των δύο οντοτήτων. Η Statsbygg έχει αναλάβει την κυριότητα και τη λειτουργία μη εμπορικών δημοσίων κτιρίων, ενώ η Entra λειτουργεί σε εμπορική βάση.

Στην επιστολή της 7ης Νοεμβρίου 2002, το υπουργείο προέβαλε επίσης ένα επιχείρημα κατά της εφαρμογής του άρθρου 61 της συμφωνίας ΕΟΧ, το οποίο δεν είχε αναφερθεί στα προκαταρτικά έγγραφα που αναφέρονται ανωτέρω. Το υπουργείο επανέλαβε ότι η αξία του χαρτοφυλακίου ακίνητης περιουσίας είχε βασιστεί στη μέθοδο της «καθαρής κεφαλαιοποίησης». Εν συντομία, η μέθοδος αυτή σήμαινε ότι οι μελλοντικές ταμειακές ροές από τα ακίνητα (καθαρά ενοίκια από τα ισχύοντα μισθωτήρια συμβόλαια συν εκτίμηση των μελλοντικών καθαρών ενοικίων μετά την εκπνοή των ισχυόντων συμβολαίων) είχαν αναχθεί στην παρούσα αξία με συντελεστή που λάμβανε υπόψη την απαίτηση για το σχετικό συντελεστή απόδοσης. Ο συντελεστής αυτός είχε καθοριστεί στο 9,5 % καθώς το ποσοστό αυτό προέκυπτε από τη συγκριτική αξιολόγηση αντίστοιχων ιδιωτικών επιχειρήσεων στον τομέα. Σύμφωνα με το υπουργείο, εάν τα τέλη μεταβίβασης και καταχώρησης έπρεπε να καταβληθούν, το σχετικό κόστος θα είχε ενεργοποιηθεί ως στοιχείο του ενεργητικού, ενώ συγχρόνως η αξία των περιουσιακών στοιχείων θα είχε μειωθεί αντιστοίχως. Κατά τον τρόπο αυτό, δεν θα είχε μειωθεί το ύψος του συνολικού ισολογισμού της Entra ή η συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού της. Αντίθετα, εάν είχαν θεσπιστεί τα ειδικά τέλη χωρίς να προσαρμοστεί η αξία των περιουσιακών στοιχείων, θα είχε προκύψει «υψηλότερη αξία των συνολικών στοιχείων του ενεργητικού, με συνέπεια συντελεστή απόδοσης μόνον 9,1 %, ποσοστό πολύ χαμηλότερο από το απαιτούμενο επίπεδο της Entra Eiendom AS. Το γεγονός αυτό θα είχε αποτελέσει σημαντικό μειονέκτημα για την Entra Eiendom AS σε σύγκριση με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις».

Με επιστολή της 4ης Ιουνίου 2003, το υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας υπέβαλε πρόσθετες πληροφορίες και επιχειρήματα σχετικά, μεταξύ άλλων, με τα μέτρα που εφάρμοσαν ιδιωτικές επιχειρήσεις. Το υπουργείο, εξάλλου, επανέλαβε τα επιχειρήματα που περιλαμβάνονται στην επιστολή της 7ης Νοεμβρίου 2002 όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε ότι η μη καταβολή των τελών δεν έθιγε τη διάρθρωση του κεφαλαίου, την ευρωστία και τη συνολική αξία της επιχείρησης.

Ως πρόσθετο, τρίτο, επιχείρημα για το μη χαρακτηρισμό της απαλλαγής από τα τέλη μεταβίβασης και καταχώρησης ως ενίσχυση, το υπουργείο ανέφερε τη λεγόμενη «αρχή της συνέχειας», η οποία ισχύει στη νορβηγική νομοθεσία. Ανέφερε ότι η αρχή αυτή αποτελεί γενικό όρο που αναφέρεται σε ένα σύνολο κανόνων οι οποίοι προϋποθέτουν ότι η αποκτώσα επιχείρηση αναλαμβάνει τη νομική κατάσταση της εισφέρουσας εταιρείας. Στόχος της αρχής της συνέχειας είναι η διευκόλυνση των συγχωνεύσεων και των διαχωρισμών επιχειρήσεων. Βάσει της αρχής της συνέχειας, θεωρείται ότι η νομική κατάσταση της εισφέρουσας εταιρείας συνεχίζεται στην αποκτώσα εταιρεία. Σύμφωνα με το υπουργείο, η συνέχεια όσον αφορά τις οφειλές φόρων και τελών αποτελούσε σημαντική πτυχή της εν λόγω αρχής. Πράγματι, ο νόμος περί των καταχωρήσεων, ο οποίος καταρτίστηκε βάσει του εταιρικού δικαίου, σήμαινε ότι η αναδιάρθρωση ιδιωτικών δραστηριοτήτων πολύ συχνά θα μπορούσε να λάβει χώρα χωρίς να γεννώνται απαιτήσεις καταβολής τελών καταχώρησης και μεταβίβασης. Στο πλαίσιο αυτό, το υπουργείο υποστήριξε ότι η απαλλαγή αποτελούσε μέτρο γενικής φύσεως, το οποίο δεν αποτελούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ. Το σημείο 9, με τίτλο «Συμπέρασμα», της επιστολής της 4ης Ιουνίου 2003, αναφέρει τα εξής:

«Το κοινό σύστημα σχετικά με τα τέλη καταχώρησης και μεταβίβασης προβλέπει ότι η αρχή της συνέχειας καθορίζει εάν διαδικασίες μετατροπής επιχειρήσεων, τόσο δημόσιων όσο και ιδιωτικών, μπορούν να λαμβάνουν χώρα ως αλλαγή ονομασίας όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τους κανόνες για τα τέλη καταχώρησης και μεταβίβασης. Στόχος της αρχής της συνέχειας είναι να διευκολύνει την πραγματοποίηση συγχωνεύσεων, διαχωρισμών και αναδιαρθρώσεων, οι οποίες θεωρούνται σκόπιμες για κοινωνικοοικονομικούς λόγους. Η ειδική νομοθεσία και η επιστροφή των σωρευμένων τελών μεταβίβασης λόγω της αναδιάρθρωσης επιχειρήσεων παραγωγής ηλεκτρικής/υδροηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν απόρροια των ίδιων επιχειρημάτων. Κατά συνέπεια, η πρακτική αυτή αποτελεί μέτρο γενικής φύσεως, το οποίο, σύμφωνα με την πάγια νομολογία, δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 της συμφωνίας ΕΟΧ.»

3.3.   Επιχειρήματα που προέβαλαν οι νορβηγικές αρχές μετά την κίνηση της διαδικασίας έρευνας από την Αρχή

Με την επιστολή του υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας της 16ης Σεπτεμβρίου 2004, οι νορβηγικές αρχές σχολίασαν την απόφαση της Αρχής να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας. Άποψη της νορβηγικής κυβέρνησης ήταν ότι δεν συντρέχει καμία από τις προϋποθέσεις του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ. Κατά συνέπεια, η μη καταβολή τελών μεταβίβασης και καταχώρησης εκ μέρους της Entra δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ.

Το υπουργείο επανέλαβε, πρώτον, το επιχείρημα που είχε προβάλει προηγουμένως, δηλ. ότι το μέτρο δεν δημιουργούσε πλεονέκτημα για την Entra, καθώς δεν μετέβαλλε τη διάρθρωση του κεφαλαίου, την ευρωστία και τη συνολική αξία της εταιρείας. Εάν τα τέλη μεταβίβασης και καταχώρησης είχαν σωρευτεί στον ισολογισμό έναρξης, θα είχε υπάρξει ένας εναλλακτικός ισολογισμός έναρξης. Το υπουργείο ανέφερε ότι κατά την άποψη της νορβηγικής κυβέρνησης το εν λόγω φορολογικό μέτρο δεν έπρεπε να διαχωρίζεται από τον ισολογισμό έναρξης της εταιρείας. Επιπλέον, στόχος του βασικού κανόνα όσον αφορά τα τέλη μεταβίβασης και καταχώρησης είναι η φορολόγηση πραγματικών μεταβιβάσεων μεταξύ διαφορετικών οικονομικών οντοτήτων. Σε περίπτωση κατά την οποία η μεταβίβαση είναι φαινομενική και μόνον, και οι εισφέρουσες και αποκτώσες επιχειρήσεις είναι κατ’ ουσίαν οι ίδιες, η κύρια αρχή στη νορβηγική νομοθεσία, σύμφωνα με το υπουργείο, θα ήταν να επιτραπεί στην αποκτώσα εταιρεία να διατηρήσει τη νομική θέση της εισφέρουσας επιχείρησης (αρχή της συνέχειας). Το υπουργείο θεωρεί ότι η αρχή της συνέχειας δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένες μεταβιβάσεις, αλλά θεωρείται ως κύριος κανόνας σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η εισφέρουσα και η αποκτώσα εταιρεία είναι κατ’ουσίαν η ίδια. Κατά συνέπεια, η Entra δεν απαλλάχτηκε από την καταβολή τελών τα οποία, σύμφωνα με τις νορβηγικές αρχές, θα επιβάρυναν κανονικά τον προϋπολογισμό της εταιρείας.

Δεύτερον, το υπουργείο υπογράμμισε το γεγονός ότι η μεταβίβαση του τίτλου κυριότητας στη συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνα με το σημείο 3 του προσβαλλόμενου νόμου πραγματοποιήθηκε ως αλλαγή ονομασίας και όχι ως μεταβίβαση τίτλου κυριότητας. Κατά συνέπεια, η Entra δεν απαλλάχτηκε από την υποχρέωση καταβολής τελών μεταβίβασης και, σύμφωνα με τις νορβηγικές αρχές, δεν υπήρξε απώλεια φορολογικών εσόδων ούτε, ως εκ τούτου, κατανάλωση κρατικών πόρων.

Τρίτον, οι νορβηγικές αρχές υποστήριξαν ότι το εν λόγω μέτρο δεν επηρέασε τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών. Το υπουργείο θεώρησε ότι μία έρευνα της αγοράς μπορεί να δείξει εάν η αγορά ακινήτων σε αστικές περιοχές στη Νορβηγία είχε ή όχι αποκλειστικά εθνικό χαρακτήρα και δεν αποτελούσε αντικείμενο διασυνοριακού ανταγωνισμού. Το υπουργείο έκρινε ότι, εκτός από τις περιπτώσεις ξένων επενδύσεων σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, δεν δραστηριοποιήθηκαν μη Νορβηγοί επενδυτές στη νορβηγική αγορά ακινήτων.

Τέταρτον, το υπουργείο υποστήριξε ότι η απαλλαγή από τα τέλη μεταβίβασης και καταχώρησης δεν αποτελούσε επιλεκτικό μέτρο. Το υπουργείο αναφέρθηκε στο γεγονός ότι κύριο κριτήριο για την εφαρμογή του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ σε ένα φορολογικό μέτρο είναι εάν με το συγκεκριμένο μέτρο παρέχεται απαλλαγή από την εφαρμογή του φορολογικού συστήματος υπέρ ορισμένων επιχειρήσεων στο κράτος μέλος της ΕΖΕΣ. Κατά συνέπεια, πρέπει να προσδιοριστεί το κοινό σύστημα που θα εφαρμοστεί. Εάν ένα φορολογικό μέτρο παρέχει παρέκκλιση από το κοινό σύστημα, πρέπει να εξετάζεται εάν η παρέκκλιση αυτή δικαιολογείται από τη φύση ή από τη γενική διάρθρωση του φορολογικού συστήματος. Το υπουργείο θεώρησε ότι η πρακτική των αλλαγών ονομασίας ως διαδικασία για τη μεταβίβαση τίτλου κυριότητας δεν συνιστούσε παρέκκλιση από το φορολογικό σύστημα. Σε περίπτωση κατά την οποία η αρχή θεωρήσει ότι η πρακτική αυτή συνιστούσε παρέκκλιση από το φορολογικό σύστημα, το υπουργείο θεωρεί ότι η παρέκκλιση αυτή δικαιολογείται λόγω της φύσης ή της γενικής διάρθρωσης του φορολογικού συστήματος.

Τέλος, το υπουργείο παρέπεμψε στην απόφαση C 27/99 της Επιτροπής, της 5ης Ιουνίου 2002 (17), σχετικά με την απαλλαγή από τους φόρους μεταβίβασης των στοιχείων ενεργητικού που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της μετατροπής ειδικών επιχειρήσεων και δημοτικών επιχειρήσεων σε συμμετοχικές επιχειρήσεις στην Ιταλία. Σύμφωνα με το υπουργείο, η ιταλική περίπτωση ήταν παρόμοια με τη συγκεκριμένη υπόθεση και ισχύουν, ως εκ τούτου, τα ίδια επιχειρήματα. Το υπουργείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απαλλαγή ήταν δικαιολογημένη λόγω της φύσεως ή της γενικής διάρθρωσης του φορολογικού συστήματος και δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ.

Με επιστολή της 30ής Ιουνίου 2005, το υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας προέβαλε περαιτέρω επιχειρήματα σχετικά με το ερώτημα εάν η απαλλαγή από τα τέλη μεταβίβασης και καταχώρησης συνιστούσε ή όχι οικονομικό πλεονέκτημα για την Entra. Το υπουργείο υπογράμμισε το γεγονός ότι ο ισολογισμός έναρξης της Entra είχε καταρτιστεί με τη μέθοδο της Καθαρής Τρέχουσας Αξίας (ΚΤΑ). Οι αναμενόμενες ταμειακές ροές από κάθε ακίνητο είχαν υπολογιστεί και προεξοφληθεί με τον απαιτούμενο συντελεστή απόδοσης. Ο συντελεστής απόδοσης καθορίστηκε σύμφωνα με το μοντέλο αποτίμησης ενεργητικού και κεφαλαίων (CAPM) και αφού πραγματοποιήθηκαν συγκρίσεις με άλλες ανταγωνιστικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην αγορά ακινήτων. Το ίδιο κεφάλαιο της εταιρείας υπολογίστηκε στο 40 % περίπου, ποσοστό ανάλογο αυτού που υπάρχει σε ομοειδείς εταιρείες.

Το υπουργείο θεώρησε ότι η υπολογισθείσα αξία των στοιχείων ενεργητικού αντιπροσωπεύει την καλύτερη εκτίμηση των ποσών που θα ήταν πρόθυμος να καταβάλει για το εν λόγω χαρτοφυλάκιο επενδυτής ο οποίος «δεν θα όφειλε να καταβάλει τα τέλη μεταβίβασης και καταχώρησης». Εάν ο αγοραστής του χαρτοφυλακίου (στη συγκεκριμένη περίπτωση η Entra) όφειλε να καταβάλει τα τέλη μεταβίβασης και καταχώρησης, το τίμημα που θα ήταν διατεθειμένος να καταβάλει ο επενδυτής θα είχε μειωθεί κατά ποσό ίσο με τα τέλη μεταβίβασης και καταχώρησης. Η αξία των πάγιων στοιχείων ενεργητικού στον ισολογισμό χρήσης θα είχε μειωθεί κατά το ίδιο ποσό, οπότε η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού θα ήταν η ίδια. Στο παθητικό του ισολογισμού, τα ίδια κεφάλαια και τα συνολικά χρέη της εταιρείας δεν θα είχαν μεταβληθεί, παρόλο που τα βραχυπρόθεσμα χρέη θα είχαν αυξηθεί αντίστοιχα με την αξία των τελών μεταβίβασης και καταχώρησης. Καταλήγοντας το υπουργείο υπογράμμισε ότι η οικονομική θέση της Entra δεν μεταβλήθηκε ως συνέπεια της απαλλαγής από τα τέλη μεταβίβασης και καταχώρησης.

Το υπουργείο παραδέχτηκε ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως γενικό συμπέρασμα ότι ο πωλητής ακινήτου επιβαρύνεται πάντοτε de facto με τα σχετικά τέλη, καθώς το αποτέλεσμα εξαρτάται από τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, την επιβάρυνση αναλαμβάνει ο αγοραστής, καθώς η μέθοδος που εφαρμόστηκε για την εκτίμηση της αξίας των ακινήτων στον ισολογισμό έναρξης της Entra σήμαινε ότι (ανεπίσημη μετάφραση από την Αρχή): «σε τέτοια περίπτωση, και όταν εφαρμοστεί η μέθοδος της ΚΤΑ, κάθε μορφή κόστους σε σχέση με την αγορά αφαιρείται από την τιμή αγοράς, καθώς όλα τα στοιχεία αποτελούν μέρος της ίδιας της μεθόδου υπολογισμού της αξίας, δεδομένου ότι σε αντίθετη περίπτωση ο αγοραστής δεν εξασφαλίζει τον απαιτούμενο συντελεστή απόδοσης».

3.4.   Παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων μερών

Με επιστολή της 4ης Μαΐου 2005, το δικηγορικό γραφείο Selmer, το οποίο εκπροσωπούσε την Entra, υπέβαλε παρατηρήσεις σχετικά με την απόφαση της Αρχής να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας. Η Selmer υποστήριξε ότι η απαλλαγή από τα τέλη μεταβίβασης και καταχώρησης δεν αποτελούσε πλεονέκτημα για την Entra και ότι η απαλλαγή αυτή ανήκε στη φύση και τη γενική λογική του νορβηγικού συστήματος.

Κατ’ αρχάς, η Selmer αναφερόταν στο γεγονός ότι είχε αποφασισθεί να συσταθεί η εταιρεία με συμμετοχή 40 % επί του συνολικού κεφαλαίου. Κατά συνέπεια, εάν η Entra έπρεπε να καταβάλει τα τέλη μεταβίβασης και καταχώρησης, η αξία των ακινήτων θα μειωνόταν κατά το ισόποσο των τελών μεταβίβασης και καταχώρησης και το κράτος της Νορβηγίας θα έπρεπε να συνεισφέρει το ίδιο ποσό στην εταιρεία, ώστε η συμμετοχή να διατηρηθεί στο 40 %. Κατά τη Selmer, αυτό δεν άλλαζε την οικονομική κατάσταση της εταιρείας και επομένως δεν είχε δοθεί στην Entra κανένα οικονομικό πλεονέκτημα.

Δεύτερον, η Selmer ανέφερε ότι όλες οι κρατικές αναδιοργανώσεις πραγματοποιήθηκαν με συνέπεια βάσει της αρχής της συνέχειας, και αναφέρθηκε στις αναδιοργανώσεις του Νορβηγικού Οργανισμού Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης (NRK), της Telenor, της εθνικής εταιρείας σιδηροδρόμων (NSB), της Posten Norge, της Avinor, της Mesta και της Statkraft. Η Selmer θεωρεί ως εκ τούτου ότι η απαλλαγή από τα τέλη μεταβίβασης και καταχώρησης ανήκει στη φύση και τη γενική λογική του νορβηγικού συστήματος.

4.   Η νορβηγική νομοθεσία περί τελών μεταβίβασης και καταχώρησης για την καταγραφή της μεταβίβασης ακινήτων

4.1.   Τι συνεπάγεται την υποχρέωση καταβολής τελών μεταβίβασης και καταχώρησης;

Στη Νορβηγία όλα τα ακίνητα είναι εγγεγραμμένα στο κτηματολόγιο («Eiendomsregisteret»), το οποίο από το 1995 και μετά περιέχει στοιχεία από το «Tinglysingsregisteret/Grunnboken» και το «GAB-registeret (Grunneiendommer, Adresser og Bygninger (18).

Το Tinglysingsregisteret θεσπίσθηκε δυνάμει του νόμου για την καταχώρηση 1935 αριθ. 2 («Lov om tinglysing»). Κάθε ακίνητο είναι εγγεγραμμένο στο κτηματολόγιο και στην καταχώρηση μπορούν να εισαχθούν στοιχεία σχετικά με την κυριότητα, τον τίτλο και τα βάρη κλπ. Το κτηματολόγιο περιέχει, μεταξύ άλλων, πληροφορίες σχετικά με τα διάφορα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ως προς το ακίνητο. Τα ενδιαφερόμενα μέρη που ενεργούν με καλή πίστη νομιμοποιούνται να βασίζονται στις πληροφορίες που περιλαμβάνει το κτηματολόγιο.

Σύμφωνα με το τμήμα 7 παράγραφος 1 του νόμου περί τελών μεταβίβασης αριθ. 59 («Lov om dokumentavgift»), η καταχώρηση της μεταβίβασης του τίτλου ιδιοκτησίας («hjemmelsoverføring») σε ακίνητα απαλλάσσει από την υποχρέωση καταβολής τελών μεταβίβασης («dokumentavgift»). Ο φορολογικός συντελεστής είναι 2,5 % με βάση την αξία πώλησης του ακινήτου. Ο νέος κάτοχος του τίτλου είναι υπεύθυνος για την καταβολή των τελών· βλ. μέρος 2-6 της ρύθμισης περί τελών μεταβίβασης, του υπουργείου Οικονομικών, της 16ης Σεπτεμβρίου 1975, και μεταγενέστερες τροποποιήσεις.

Επιπλέον, η καταχώρηση της μεταβίβασης των τίτλων ιδιοκτησίας στο κτηματολόγιο υπόκειται σε τέλη καταχώρησης («tinglysingsgebyr») σύμφωνα με τη δικαστική πράξη περί τελών του 1982 αριθ. 86 («Rettsgebyrloven»). Κατά τη σύσταση της Entra, τα τέλη αυτά καθορίστηκαν σε 982 NOK (περίπου 123 ευρώ) ανά καταχώρηση. Οι διατάξεις σχετικά με τους όρους πληρωμής τελών μεταβίβασης και καταχώρησης είναι ίδιες.

Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, δεν καταβάλλονται τέλη μεταβίβασης για την καταχώρηση της μεταβίβασης των τίτλων ιδιοκτησίας σε άλλο νομικό πρόσωπο («hjemmelsoverføring»). Συνεπώς, εάν δεν πραγματοποιείται μεταβίβαση των τίτλων ιδιοκτησίας σε άλλο νομικό πρόσωπο, αλλά μόνο αλλαγή της επωνυμίας του ίδιου νομικού προσώπου στο μητρώο («grunnboken»), δεν πρέπει να καταβληθούν τέτοια τέλη.

Δεν προβλέπεται νομική υποχρέωση καταχώρησης («tinglyse») των δικαιωμάτων σχετικά με τα ακίνητα (κυριότητα κλπ) στο μητρώο. Δεν είναι απαραίτητο να καταγραφεί η μεταβίβαση τίτλου ιδιοκτησίας για να πραγματοποιηθεί η μεταβίβαση της κυριότητας. Ο κάτοχος των δικαιωμάτων μπορεί ωστόσο να επιλέξει να καταχωρήσει τα δικαιώματά του, για να τα προστατεύσει από τρίτα μέρη.

4.2.   Πότε μπορεί να αλλάξει ο προσδιορισμός του κατόχου του τίτλου χωρίς αυτό να συνεπάγεται πληρωμή τελών;

Η πρακτική όσον αφορά την πληρωμή τελών από το 1990 έως την 1η Ιουλίου 2005 – και επομένως κατά το χρόνο σύστασης της Entra – περιγράφεται σε δύο σειρές εγκυκλίων, και συγκεκριμένα στην εγκύκλιο G-37/90 της 25ης Μαΐου 1990 του υπουργείου Δικαιοσύνης της Νορβηγίας και σε ετήσιες εγκυκλίους των νορβηγικών τελωνειακών και φορολογικών υπηρεσιών («Toll- og Avgiftsdirektoratet») (19). Σύμφωνα με το σημείο 1.1 των τελευταίων εγκυκλίων, απαλλαγή από το τέλος χαρτοσήμου παρέχεται μόνο εάν υφίσταται άμεση νομική βάση στο νόμο περί τελών μεταβίβασης ή σε κοινοβουλευτικές αποφάσεις (20).

i)   Συγχωνεύσεις

Σύμφωνα με το υπουργείο Δικαιοσύνης της Νορβηγίας, στην περίπτωση συγχωνεύσεων δεν προβλέπεται στο νόμο περί τελών μεταβίβασης η μεταβίβαση τίτλου ιδιοκτησίας. Επομένως, αρκεί να εγγραφεί στο κτηματολόγιο η συγχώνευση με την επιβεβαίωση ότι η εταιρεία συγχωνεύθηκε με άλλη. Η επιβεβαίωση αυτή μπορεί να εκδοθεί από το εμπορικό μητρώο και δεν συνεπάγεται την πληρωμή τελών καταχώρησης και μεταβίβασης. Αυτό ισχύει για τις συγχωνεύσεις μεταξύ κεφαλαιουχικών εταιρειών κατά την έννοια του τμήματος 14 παράγραφος 7 του νόμου αριθ. 59 της 4ης Ιουνίου 1976 («νόμος περί κεφαλαιουχικών εταιρειών») (21), καθώς και για τις άλλες συγχωνεύσεις που πραγματοποιήθηκαν βάσει του κεφαλαίου 14 του ίδιου νόμου και τις συγχωνεύσεις μεταξύ τραπεζών (κεφάλαιο 8 του νόμου αριθ. 1 της 24ης Μαΐου 1961, «νόμος περί τραπεζών καταθέσεων ταμιευτηρίου») (22).

ii)   Διασπάσεις δυνάμει του νόμου περί κεφαλαιουχικών εταιρειών του 1976

Στις περιπτώσεις διασπάσεων, εάν η κυριότητα του ακινήτου μεταβιβάστηκε από την αρχική εταιρεία («A») στην εταιρεία που διαχωρίστηκε («B»), και η εγκύκλιος G-37/90 και το σημείο 1.4 στις ετήσιες εγκυκλίους της Διεύθυνσης Τελωνείων και Τελών της Νορβηγίας προβλέπουν την υποχρέωση πληρωμής των τελών καταχώρησης και μεταβίβασης (23).

Αντίθετα, εάν το ακίνητο παρέμεινε στην αρχική εταιρεία (Α) από την οποία ένα μέρος (Β) έχει διαχωριστεί, δεν είναι υποχρεωτική η πληρωμή τελών καταχώρησης και μεταβίβασης (24). Ο λόγος είναι ότι σ’ αυτή την περίπτωση το ακίνητο δεν μεταβιβάζεται σε νέο νομικό πρόσωπο (όπως θα συνέβαινε εάν το ακίνητο είχε μεταβιβασθεί στην εταιρεία που διαχωρίστηκε).

iii)   Μεταβίβαση της κυριότητας από συνιδιοκτησία σε μια μορφή σύμπραξης

Κατά τη σχετική περίοδο, η μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου από συνιδιοκτησία σε μια γενική σύμπραξη ή ετερόρρυθμη εταιρεία (ή αντίστροφα) συνεπαγόταν μεταβίβαση από ένα νομικό πρόσωπο σε άλλο. Γι’ αυτό, και η εγκύκλιος G-37/90 και το σημείο 1.5 στις ετήσιες εγκυκλίους της Διεύθυνσης Τελωνείων και Τελών της Νορβηγίας αναφέρουν ότι αυτό συνεπάγεται την πληρωμή τελών.

iv)   Μετατροπή από μια μορφή εταιρείας σε άλλη

Μία κατάσταση που δεν αναφέρεται στην εγκύκλιο είναι αυτή στην οποία η εταιρική μορφή μιας επιχείρησης μετατρέπεται σε άλλη. Στην επιστολή της κυβέρνησης της Νορβηγίας της 4ης Ιουνίου 2002 αναφέρεται ότι ο βασικός κανόνας σ’ αυτές τις περιπτώσεις ήταν ότι «πρέπει να υπάρχει μεταβίβαση του τίτλου ιδιοκτησίας. Επομένως, πρέπει να καταβάλλονται τα τέλη καταχώρησης και μεταβίβασης. Με αυτό τον τρόπο εφαρμόζεται η νομοθεσία». Η κυβέρνηση της Νορβηγίας, ωστόσο, υποστηρίζει ότι θα πρέπει να είναι δυνατόν να εξετάζονται εξαιρέσεις αυτού του κανόνα βάσει παρατηρήσεων που συνδέονται με την αρχή της συνέχειας (25).

Σχετικά με αυτό, η Αρχή σημειώνει ότι το Εφετείο (Frostating Lagmannsrett) σε διάταγμα της 9-10-1997 που δημοσιεύθηκε στο LF-1997-671 έκρινε ότι η μετατροπή από «kommandittselskap» σε «aksjeselskap» («North West Terminalen AS») συνεπάγεται την καταβολή τελών. Ως προς αυτό, το Lagmannsrett παρέπεμψε στις προαναφερθείσες εγκυκλίους του υπουργείου Δικαιοσύνης και της Διεύθυνσης Τελωνείων και Τελών και δήλωσε ότι από το νόμο περί τελών μεταβίβασης προκύπτει ότι τα τέλη πρέπει να καταβληθούν, εκτός εάν αναφέρεται άμεσα στον ίδιο νόμο προβλέπονται συναφείς διατάξεις. Εφόσον η νέα εταιρεία ήταν διαφορετικό νομικό πρόσωπο από το αρχικό, δεν είχε σημασία το ότι οι ίδιοι κάτοχοι συνέχισαν στη νέα εταιρεία και, επομένως, το μόνο που άλλαξε στην πραγματικότητα ήταν η μορφή υπό την οποία λειτουργούσε η εταιρεία.

Επιπλέον, μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα μία υπόθεση που αναφέρεται στο παράρτημα 1 της επιστολής της κυβέρνησης της Νορβηγίας της 4ης Ιουνίου 2002 στο οποίο οι νορβηγικές αρχές αρνήθηκαν την απαλλαγή από τα τέλη για μετατροπή από «selveiende institusjon» σε «allmenaksjeselskap».

v)   Μεταβίβαση της κυριότητας από δημοτικές αρχές σε χωριστό νομικό πρόσωπο κάτοχος του οποίου είναι οι δημοτικές αρχές

Κατά τη συνάντηση μεταξύ των νορβηγικών αρχών και της Αρχής στις 19 Μαΐου 2005, οι νορβηγικές αρχές ανέφεραν ότι ήταν πολύ πιθανό, βάσει των εγκυκλίων που ίσχυαν κατά το χρόνο σύστασης της Entra, να είχε απαιτηθεί τέλος χαρτοσήμου σχετικά με την αναδιοργάνωση κατά την οποία η κυριότητα ενός κτιρίου μεταβιβάστηκε από τις δημοτικές αρχές σε μία κεφαλαιουχική εταιρεία κάτοχος της οποίας ήταν οι εν λόγω αρχές. Αντίθετα, επί ορισμένο χρονικό διάστημα η πρακτική ήταν να μην καταβάλλεται τέλος χαρτοσήμου για τη μεταβίβαση τίτλων λόγω αναδιοργανώσεων, σύμφωνα με το νορβηγικό νόμο της 29ης Ιανουαρίου 1999 περί δημοτικών επιχειρήσεων (26).

vi)   Η πρακτική μετά από την 1η Ιουλίου 2005

Δεδομένου ότι η καταχώρηση της αλλαγής επωνυμίας στο κτηματολόγιο πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της σύστασης της Entra, οι κανόνες που περιγράφονται ανωτέρω συνιστούν το μέτρο σύγκρισης με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του προσβαλλόμενου νόμου. Θα πρέπει, ωστόσο, να αναφερθεί ότι στις 21 Ιουνίου 2005, το υπουργείο Δικαιοσύνης εξέδωσε μία νέα εγκύκλιο (G-6/05) σχετικά με τη διαδικασία μεταβίβασης ακινήτου στο πλαίσιο συγχωνεύσεων, διασπάσεων και μετατροπής εταιρειών (27). Η νέα εγκύκλιος εισήγαγε, με ισχύ από 1ης Ιουλίου 2005, μία νέα πρακτική όσον αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες ο κάτοχος του τίτλου μπορεί να αλλάξει χωρίς αυτό να θεωρείται μεταβίβαση του τίτλου. Σύμφωνα με τη νέα εγκύκλιο, καταχώρηση σχετική με διασπάσεις που βασίζονται στην αρχή της συνέχειας θα εξετάζεται πλέον κατά τον ίδιο τρόπο με τις συγχωνεύσεις όσον αφορά τους κανόνες για τα εν λόγω τέλη και επομένως δεν θα υπόκειται πλέον στην καταβολή τέλους χαρτοσήμου. Το ίδιο ισχύει για τις μετατροπές που πραγματοποιήθηκαν βάσει των κανόνων των κεφαλαίων 13, 14 και 15 του νόμου περί κεφαλαιουχικών εταιρειών και του νόμου περί εισηγμένων ανωνύμων εταιρειών.

Αντίθετα, σύμφωνα με τη νέα εγκύκλιο, τα τέλη θα εξακολουθήσουν να καταβάλλονται όταν το ακίνητο μεταβιβάζεται σύμφωνα με κανόνες που δεν βασίζονται στη συνέχεια (για παράδειγμα, μία συγχώνευση γενικών συμπράξεων («ansvarlige selskaper»)). Η μεταβίβαση από τη μία μορφή εταιρείας σε άλλη, για παράδειγμα από γενική σύμπραξη σε κεφαλαιουχική εταιρεία, θα συνεχίσει επίσης να υπόκειται σε τέλη.

5.   Άλλες αναδιοργανώσεις δημόσιων επιχειρήσεων

Όπως αναφέρεται στην επιστολή των νορβηγικών αρχών της 4ης Ιουνίου 2003, σε άλλες αναδιοργανώσεις περιλαμβάνονταν διατάξεις παρόμοιες με τον προσβαλλόμενο νόμο (Posten AS, NSB AS, Mesta AS, Avinor AS, Telenor AS και επιχειρήσεις παροχής υγειονομικών υπηρεσιών) (28).

Η Αρχή παρατηρεί ότι πραγματοποιήθηκαν και άλλες αναδιοργανώσεις στις οποίες δεν εγκρίθηκε διάταξη παρόμοια με αυτή που περιέχει ο προσβαλλόμενος νόμος. Οι αναδιοργανώσεις των οποίων έλαβε γνώση η Αρχή, στις οποίες δεν εκδόθηκε παρόμοια διάταξη περιλαμβάνουν τη σύσταση των BaneTele AS, Secora AS και Statkraft AS.

Η BaneTele AS είναι πάροχος ενός ευρυζωνικού δικτύου οπτικών ινών σε εθνική κλίμακα. Η ανώνυμος εταιρεία ιδρύθηκε την 1η Ιουλίου 2001. Πριν από αυτή την ημερομηνία, οι σχετικές δραστηριότητες αποτελούσαν μέρος της εθνικής διοίκησης σιδηροδρόμων («Jernbaneverket»). Η BaneTele αποτελεί 100 % ανώνυμο εταιρεία που ανήκει στο νορβηγικό δημόσιο, το οποίο αντιπροσωπεύει το υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας. Η εθνική διοίκηση σιδηροδρόμων είναι αρμόδια για τη διαχείριση του εθνικού σιδηροδρομικού δικτύου, για λογαριασμό του υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών. Η πρόταση να συσταθεί η ανώνυμος εταιρεία BaneTele υποβλήθηκε στο Κοινοβούλιο με τα νομοσχέδια αριθ. 80 (2000-2001) Omdanning av BaneTele til aksjeselskap  (29) και αριθ. 93 (2000-2001) Om lov om omdanning av Jernbaneverkets kommersielle televirksomhet til aksjeselskap  (30). Το νομοσχέδιο αριθ. 93 (2000-2001) και ο μεταγενέστερος νόμος (νόμος της 15ης Ιουνίου 2001) δεν περιλαμβάνουν καμία διάταξη παρόμοια με την παράγραφο 3 του προσβαλλόμενου νόμου.

Η Secora AS αποτελεί εργολάβο ειδικευμένο στη δημιουργία ασφαλών και αποτελεσματικών λιμένων και παράκτιας ναυσιπλοΐας. Η ανώνυμος εταιρεία ιδρύθηκε την 1η Ιανουαρίου 2005. Τις δραστηριότητές της ασκούσε προηγουμένως η παραγωγική μονάδα της νορβηγικής υπηρεσίας ακτών («Kystverket»). Η Secora AS ανήκει κατά 100 % στο νορβηγικό δημόσιο το οποίο αντιπροσωπεύει το υπουργείο Αλιείας και Ακτών. Η νορβηγική διοίκηση ακτών αποτελεί την εθνική νορβηγική υπηρεσία διαχείρισης των ακτών, ασφάλειας στη θάλασσα και επικοινωνίας. Η πρόταση για τη σύσταση της Secora AS υποβλήθηκε με το νομοσχέδιο αριθ. 1 (2004-2005) Om omdanning av Kystverkets produksjonsvirksomhet til statlig aksjeselskap m.m. (31) και το νομοσχέδιο αριθ. 20 (2004-2005) Om lov om omdanning av Kystverkets produksjonsvirksomhet til statsaksjeselskap  (32). Το νομοσχέδιο αριθ. 20 (2004-2005) και ο μεταγενέστερος νόμος (νόμος της 17ης Δεκεμβρίου 2004) δεν περιλαμβάνουν καμία διάταξη παρόμοια με την παράγραφο 3 του προσβαλλόμενου νόμου.

Η Statkraft AS αποτελεί τον μεγαλύτερο παραγωγό ηλεκτρικού ρεύματος στη Νορβηγία. Η ανώνυμος εταιρεία ιδρύθηκε την 1η Οκτωβρίου 2004. Η εταιρεία αποτελούσε προηγουμένως δημόσια επιχείρηση («Statsforetak (SF)»), η δε δημόσια επιχείρηση Statkraft SF εξακολουθεί να υπάρχει ως επίσημος κάτοχος της Statkraft AS. Η πρώτη πρόταση για τη σύσταση της κεφαλαιουχικής εταιρείας υποβλήθηκε στο κοινοβούλιο με το νομοσχέδιο αριθ. 22 (2001-2002) Et mindre og bedre statlig eierskap  (33) και στη συνέχεια με το νομοσχέδιο αριθ. 53 (2003-2004) Statens eierskap i Statkraft SF  (34) και το νομοσχέδιο αριθ. 63 (2003-2004) Om lov om omorganisering av Statkraft SF  (35). Στο νομοσχέδιο αριθ. 53 (2003-2004) η κυβέρνηση ανέφερε ότι η αναδιοργάνωση συνεπάγεται ότι η Statkraft AS θα πρέπει να πληρώσει τέλη (ανεπίσημη μετάφραση από την Αρχή) «σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες του νόμου» περί των τελών και ότι το κόστος θα περιόριζε το πλεόνασμα για την επιχείρηση και συνεπώς και τη βάση για τα μερίσματα. Τα εν λόγω τέλη υπολογίστηκαν σε 1 500 εκατ. NOK (περίπου 188 εκατ. ευρώ) (36).

II.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ

1.   Ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης

Το άρθρο 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ έχει ως εξής:

«Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οιαδήποτε μορφή από τα κράτη μέλη της ΕΚ, τα κράτη της ΕΖΕΣ ή με κρατικούς πόρους, και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό δια της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής, είναι ασυμβίβαστες με τη λειτουργία της παρούσας συμφωνίας, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών συναλλαγές, εκτός εάν η παρούσα συμφωνία ορίζει άλλως.»

Για να θεωρείται κρατική ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ, ένα μέτρο πρέπει να ανταποκρίνεται στα ακόλουθα τέσσερα κριτήρια:

1.

η ενίσχυση πρέπει να χορηγείται από το κράτος ή με κρατικούς πόρους·

2.

η ενίσχυση πρέπει να παραχωρεί πλεονέκτημα στους δικαιούχους, το οποίο περιορίζει το κόστος που βαρύνει κανονικά τη λειτουργία της επιχείρησης·

3.

το πλεονέκτημα πρέπει να είναι ειδικό ή επιλεκτικό ως προς το ότι ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή την παραγωγή ορισμένων προϊόντων·

4.

η ενίσχυση πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάζει τις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών συναλλαγές.

Δεδομένου ότι η Αρχή, στην απόφασή της να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας, συνήγαγε το προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι πληρούνται όλες οι ανωτέρω προϋποθέσεις, η νορβηγική κυβέρνηση υποστήριξε ότι δεν πληρούται καμία από τις προϋποθέσεις (37). Η Αρχή πρέπει, ως εκ τούτου, να εξετάσει την απαλλαγή από τα τέλη με βάση τη σχετική νομολογία, για να διαπιστώσει κατά πόσον αυτή η απαλλαγή αποτελεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ.

1.1.   Η ενίσχυση πρέπει να χορηγείται από το κράτος ή μέσω κρατικών πόρων

Όσον αφορά την πρώτη από τις προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν ανωτέρω, σύμφωνα με την πάγια νομολογία (38), η προϋπόθεση αυτή πληρούται εφόσον ένα μέτρο συνεπάγεται άμεσα ή έμμεσα κάποια μορφή χρηματοοικονομικής επιβάρυνσης του δημοσίου.

Στην απόφασή της να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας, η Αρχή συνήγαγε το προκαταρτικό συμπέρασμα ότι η διάταξη της παραγράφου 3 του προσβαλλόμενου νόμου συνεπάγεται τη μη καταβολή των τελών τα οποία υπό άλλους όρους έπρεπε να καταβληθούν. Η απαλλαγή αυτή από την καταβολή των τελών συνεπάγεται άμεση απώλεια φορολογικών εσόδων για το νορβηγικό κράτος, που ισοδυναμεί με την κατανάλωση κρατικών πόρων. Συνεπώς, η Αρχή συνήγαγε το προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι η πρώτη προϋπόθεση πληρούνταν.

Στις παρατηρήσεις τους για την απόφαση για την έναρξη της διαδικασίας, οι νορβηγικές αρχές, ωστόσο, ισχυρίστηκαν (37) ότι, δεδομένου ότι η υποχρέωση της Entra να καταβάλει τα τέλη μεταβίβασης δεν είχε ποτέ αρθεί (λόγω του ότι «η μεταβίβαση των τίτλων κυριότητας στην προκειμένη περίπτωση συνίστατο σε αλλαγή της επωνυμίας και όχι σε μεταβίβαση του τίτλου ιδιοκτησίας»), δεν σημειώθηκε απώλεια φορολογικών εσόδων και, επομένως, ούτε και κατανάλωση κρατικών πόρων.

Η Αρχή δεν μπορεί να δεχθεί αυτό το επιχείρημα. Ένα πλεονέκτημα υπό τη μορφή φορολογικής απαλλαγής βάσει του άρθρου 61 παράγραφος 1 παρέχεται συνήθως με ρητή απαλλαγή. Ωστόσο, δεδομένου ότι το άρθρο 61 παράγραφος 1 εστιάζεται στο αποτέλεσμα, και όχι στους τύπους, του εθνικού νομικού συστήματος, καλύπτει επίσης περιπτώσεις στις οποίες η φορολογική απαλλαγή απορρέει έμμεσα από μία ιδιαίτερη νομική έννοια (στη συγκεκριμένη περίπτωση από την «αλλαγή επωνυμίας»), που έχει ως αποτέλεσμα να μην πρέπει να καταβληθεί κανένας φόρος. Και στις δύο περιπτώσεις, και σχετικά με τη συγκεκριμένη υπόθεση, το αποτέλεσμα είναι ότι μία καταχώρηση στο κτηματολόγιο θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς να συνεπάγεται την καταβολή τελών μόνο λόγω της ειδικής νομοθετικής διάταξης. Καμία καταχώρηση δεν μπορεί να απαλλάσσεται από τα τέλη εάν αυτό δεν προβλέπεται από ειδική διάταξη.

Στην πρόταση προς το κοινοβούλιο (39), η νορβηγική κυβέρνηση ανέφερε ότι δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι η μεταβίβαση των ακινήτων από τη Statsbygg στην Entra θα συνεπαγόταν την καταβολή των εν λόγω τελών. Ωστόσο, όπως διαπιστώνεται παρακάτω στο σημείο 1.2, η νορβηγική κυβέρνηση δεν απέδειξε με πειστικό τρόπο ότι η καταχώρηση της μεταβίβασης ακινήτων από το κράτος στην Entra μπορούσε να απαλλαγεί από τα εν λόγω τέλη ελλείψει της ειδικής διάταξης στην παράγραφο 3 του νόμου της 18ης Φεβρουαρίου 2000. Καμία άλλη διάταξη του νορβηγικού νόμου δεν όριζε ρητά ότι μια τέτοια πράξη εξαιρείται από το γενικό κανόνα ότι η καταχώρηση της αλλαγής κυριότητας συνεπάγεται την καταβολή των σχετικών τελών. Εξάλλου, η Αρχή δεν μπορεί να κατανοήσει πώς η αναδιοργάνωση της Statsbygg –ελλείψει της παραγράφου 3 του νόμου της 18ης Φεβρουαρίου 2000– θα μπορούσε να απαλλαγεί δυνάμει του νόμου περί καταχώρησης, όπως ερμηνεύθηκε τότε.

Η Αρχή θεωρεί επομένως ότι η πρώτη προϋπόθεση πληρούται.

1.2.   Το μέτρο πρέπει να είναι ειδικό ή επιλεκτικό, δηλαδή να ευνοεί «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής»

1.2.1.   Υλική επιλεκτικότητα

Στην απόφασή της να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας, η Αρχή συνήγαγε το προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι η θέσπιση ειδικού νόμου περί απαλλαγής από την καταβολή των σχετικών τελών (μόνο για μία εταιρεία, την Entra), πρέπει να θεωρηθεί επιλεκτικό μέτρο.

Όσον αφορά, αντίθετα, τα επιχειρήματα που εκτίθενται ανωτέρω σχετικά με την αρχή της συνέχειας, οι νορβηγικές αρχές υποστήριξαν ότι η πρακτική της αλλαγής επωνυμίας ως διαδικασία μεταβίβασης τίτλου ιδιοκτησίας δεν αποτελεί εκ των πραγμάτων παρέκκλιση από το κοινό φορολογικό σύστημα.

Η Αρχή παραπέμπει στο κεφάλαιο 17B.3.1 των κατευθυντήριων γραμμών της για τις κρατικές ενισχύσεις σχετικά με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων όσον αφορά την ιδιαιτερότητα ή την επιλεκτικότητα των φορολογικών μέτρων, που ορίζει τα εξής:

«Τα φορολογικά μέτρα που εφαρμόζονται σε όλους τους οικονομικούς φορείς που δραστηριοποιούνται εντός των κρατών ΕΖΕΣ είναι, καταρχήν, γενικά μέτρα. Πρέπει πράγματι να εφαρμόζονται με ίσους όρους σε όλες τις επιχειρήσεις και το πεδίο τους δεν μπορεί να περιορίζεται εκ των πραγμάτων με διακρίσεις που επιβάλλει το κράτος κατά τη θέσπισή τους ή με άλλα στοιχεία που περιορίζουν το πρακτικό τους αποτέλεσμα.»

Ο προσβαλλόμενος νόμος εφαρμόζεται μόνο για μια συγκεκριμένη συναλλαγή μεταξύ της Statsbygg και της Entra. Είναι αλήθεια ότι παρόμοιοι νόμοι εκδόθηκαν όταν ιδρύθηκαν κεφαλαιουχικές εταιρείες του δημοσίου (βλέπε ανωτέρω μέρος I). Ωστόσο, το γεγονός ότι παρόμοιοι κανόνες θεσπίστηκαν στο πλαίσιο και άλλων ιδιωτικοποιήσεων στις οποίες προέβη το κράτος δεν συνεπάγεται ότι ο συγκεκριμένος ειδικός νόμος καθίσταται μη επιλεκτικός.

Πρώτον, πρέπει να τονιστεί ότι, σε άλλες κρατικές αναδιοργανώσεις, δεν θεσπίστηκαν διατάξεις παρόμοιες με τον προσβαλλόμενο νόμο. Για παράδειγμα, όταν ιδρύθηκε η BaneTele AS (40), η νέα ανώνυμος εταιρεία δεν απαλλασσόταν από την καταβολή των εν λόγω τελών. Το ίδιο και όταν ιδρύθηκε η Secora AS (41). Στην περίπτωση της αναδιοργάνωσης της Statkraft, η νορβηγική κυβέρνηση δήλωσε ότι η εταιρεία έπρεπε να καταβάλει τα σχετικά τέλη σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες (42).

Δεύτερον, αυτό, εν πάση περιπτώσει, θα ίσχυε εάν η φορολογική νομοθεσία που αντιμετωπίζει την αναδιοργάνωση κρατικών επιχειρήσεων κατά τρόπο ευνοϊκότερο από την αναδιάρθρωση ιδιωτικών επιχειρήσεων ήταν επιλεκτική κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1. Ωστόσο, σύμφωνα με το νόμο περί τελών μεταβίβασης, το θέμα άρχισε από το ότι κάθε μεταβίβαση τίτλου μεταξύ διαφορετικών νομικών προσώπων απαλλάσσεται από την καταβολή τελών, ανεξάρτητα από το εάν ο νέος κάτοχος συνεχίζει ή όχι την ίδια δραστηριότητα με τον προηγούμενο. Όπως αναφέρεται ανωτέρω, έως τον Ιούλιο του 2005, αφενός η εγκύκλιος του 1990 του υπουργείου Δικαιοσύνης, αφετέρου μια σειρά από διαδοχικές εγκυκλίους της Διεύθυνσης Τελωνείων και Τελών προέβλεπαν μόνο μία σχετική εξαίρεση από αυτό τον κανόνα. Και οι δύο σειρές εγκυκλίων ανέφεραν σαφώς ότι μόνο στην περίπτωση που η μεταβίβαση τίτλου κυριότητας πραγματοποιείται στο πλαίσιο συγχωνεύσεων μεταξύ κεφαλαιουχικών εταιρειών για λόγους συνέχειας μπορεί να πραγματοποιηθεί καταχώρηση με τον νέο κάτοχο του τίτλου με την αλλαγή επωνυμίας και όχι με την αλλαγή τίτλου που συνεπάγεται την καταβολή των σχετικών τελών. Αντίθετα, έπρεπε να καταβληθούν τα σχετικά τέλη για την καταχώρηση, τη μεταβίβαση ή την κυριότητα του τίτλου στο κτηματολόγιο για τις διασπάσεις, τις μετατροπές από μία μορφή εταιρείας σε άλλη, τις μεταβιβάσεις κυριότητας ενός δήμου ή κοινότητας σε διαφορετικό νομικό πρόσωπο που ανήκει εξ ολοκλήρου στο δήμο (43). Αυτό κατέστη επίσης σαφές στην απόφαση του Frostating lagmannsrett, που αναφέρθηκε ανωτέρω, που έκρινε ότι τα σχετικά τέλη πρέπει να καταβάλλονται εφόσον μία προσωπική εταιρεία («kommandittselskap») μετατρέπεται σε κεφαλαιουχική εταιρεία, ακόμη και αν οι κάτοχοι της νέας εταιρείας είναι οι ίδιοι και η μόνη πραγματική αλλαγή έγκειται στη μορφή υπό την οποία λειτουργεί η εταιρεία.

Η Αρχή είναι της γνώμης ότι η σύσταση της Entra δεν μπορεί να θεωρηθεί ανάλογη με συγχώνευση. Μοιάζει πολύ περισσότερο με διάσπαση, μετατροπή ενός νομικού προσώπου σε άλλο ή στο διαχωρισμό συγκεκριμένης δραστηριότητας δήμου ή κοινότητας σε ξεχωριστό νομικό πρόσωπο. Επομένως, απαλλαγές από τέλη παρόμοια με αυτά που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του προσβαλλόμενου νόμου δεν προβλέπονταν, κατά το χρόνο σύστασης της Entra, για τις πράξεις που παρουσίαζαν το μεγαλύτερο αριθμό ομοιοτήτων.

Συνεπώς, το άρθρο 3 του προσβαλλόμενο νόμου δεν μπορεί να θεωρηθεί προέκταση ενός ήδη γενικού (μη επιλεκτικού κανόνα) σχετικά με την απαλλαγή όσον αφορά ορισμένους τύπους μεταβίβασης τίτλων στο κτηματολόγιο. Το μέτρο, ως εκ τούτου, ήταν επιλεκτικό από υλικής πλευράς.

1.2.2.   Δικαιολογείται η απαλλαγή από την καταβολή τελών από τη φύση ή τη γενική μορφή του φορολογικού συστήματος;

Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (44), είναι δυνατή η διάκριση μεταξύ:

της διαφοροποιημένης μεταχείρισης που είναι αποτέλεσμα της εφαρμογής, σε ειδικές καταστάσεις, των ίδιων αρχών με αυτές στις οποίες βασίζονται οι συνήθεις κανόνες (καμία ενίσχυση)·

της διαφοροποιημένης μεταχείρισης η οποία, επειδή ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις, παρεκκλίνει από την εσωτερική λογική των συνήθων κανόνων (ενίσχυση) (45).

Η διάκριση αυτή περιγράφεται επίσης στο κεφάλαιο 17B.3.4(1) των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις σχετικά με την άμεση φορολόγηση των επιχειρήσεων όσον αφορά την αιτιολόγηση μιας παρέκκλισης «λόγω της φύσης ή της γενικής μορφής του συστήματος»: «Η διαφορετική φύση ορισμένων μέτρων δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι αυτά πρέπει να θεωρούνται κρατικές ενισχύσεις. Αυτό συμβαίνει με τα μέτρα τα οποία είναι για οικονομικούς λόγους απαραίτητα για την ομαλή και αποτελεσματική λειτουργία του φορολογικού συστήματος. Ωστόσο, η αιτιολόγηση αυτή πρέπει να δίνεται από τα ίδια τα κράτη ΕΖΕΣ». Ο τελευταίος αυτός κανόνας της απόδειξης επιβεβαιώθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (46).

Οι νορβηγικές αρχές υποστήριξαν ότι «ακόμη και αν η Εποπτεύουσα Αρχή θεωρεί ότι η πρακτική (σύμφωνα με την οποία οι αλλαγές επωνυμίας αποτελούν διαδικασία μεταβίβασης του τίτλου ιδιοκτησίας χωρίς να απαλλάσσει από την υποχρέωση καταβολής των τελών) αποτελεί εξαίρεση από το βασικό κανόνα, δικαιολογείται από τη φύση ή τη γενική μορφή του φορολογικού συστήματος». Για την υποστήριξη αυτής της θέσης, οι νορβηγικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι η αρχή της συνέχειας και οι παρατηρήσεις σχετικά με την αποτελεσματική εφαρμογή αυτής της αρχής, μεταξύ άλλων, για την επιβολή των τελών στη συγκεκριμένη υπόθεση προϋπέθεταν ότι η απαλλαγή από τα τέλη εντάσσεται στη λογική και τη φύση της συναφούς νορβηγικής νομοθεσίας. Κατά την άποψή τους, ο προσβαλλόμενος νόμος αντικατοπτρίζει την αρχή της συνέχειας και είναι σύμφωνος με τους γενικούς κανόνες που διέπουν τις αναδιαρθρώσεις.

Σχετικά με αυτό το επιχείρημα, η Αρχή παρατηρεί ότι, στη συγκεκριμένη υπόθεση, το θέμα είναι το πεδίο εφαρμογής της αρχής της συνέχειας όσον αφορά την υποχρέωση καταβολής των τελών μεταβίβασης και όχι το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω αρχής καθεαυτής, δηλαδή η εφαρμογή της στο εταιρικό δίκαιο.

Με βάση την ανάλυση των κανόνων οι οποίοι αφορούν τα σχετικά τέλη, και η οποία έγινε ανωτέρω στο σημείο I.4, η Αρχή κρίνει ότι, αν και η αρχή της συνέχειας ίσως είχε ουσιαστική θέση στο νορβηγικό νόμο κατά το χρόνο σύστασης της Entra, δεν αποτελούσε τότε αναπόσπαστο και γενικό μέρος των κανόνων και της πρακτικής σχετικά με τα τέλη που συνδέονται με άλλους τύπους αναδιοργάνωσης επιχειρήσεων.

Όπως αναφέρθηκε ήδη, έως τον Ιούλιο του 2005, μόνο στην περίπτωση μεταβίβασης της κυριότητας, στο πλαίσιο συγχωνεύσεων μεταξύ κεφαλαιουχικών εταιρειών, για λόγους συνέχειας μία καταχώρηση με το νέο κάτοχο του τίτλου ιδιοκτησίας μπορούσε να πραγματοποιηθεί ως αλλαγή της επωνυμίας και όχι ως αλλαγή του τίτλου, η οποία συνεπάγεται την καταβολή τελών. Αντίθετα, οφείλονταν τέλη για την καταχώρηση, τη μεταβίβαση ή την κυριότητα του τίτλου στο κτηματολόγιο για τις διασπάσεις, τη μετατροπή από μία μορφή εταιρείας σε άλλη, τις μεταβιβάσεις κυριότητας από κοινή ιδιοκτησία σε μία μορφή εταιρικής σχέσης, καθώς και τη μεταβίβαση της κυριότητας από δήμο ή κοινότητα σε διαφορετικό νομικό πρόσωπο, κάτοχος του οποίου ήταν οι δημοτικές αρχές (47).

Σύμφωνα με τις νορβηγικές αρχές, η λογική στην οποία βασίζονται οι εξαιρέσεις από το γενικό κανόνα για την καταβολή τελών απορρέει από την αρχή της συνέχειας. Ωστόσο, δεν διευκρίνισαν σε ποια λογική βασίζεται η διαφορετική μεταχείριση των τύπων μεταβίβασης που αναφέρονται ανωτέρω. Αντίθετα, η νορβηγική κυβέρνηση απλώς ανέφερε ότι πράγματι θα ήταν πιο λογικό οι συγχωνεύσεις και ορισμένες άλλες αναδιοργανώσεις να αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο. Ωστόσο, μόνο από τον Ιούλιο του 2005, περίπου πέντε έτη μετά από την ίδρυση της Entra, η ερμηνεία του νόμου περί τελών μεταβίβασης τροποποιήθηκε ώστε να εναρμονιστεί η μεταχείριση ορισμένων διαφορετικών περιπτώσεων. Σ’ αυτή τη βάση, η Αρχή θεωρεί ότι είναι δύσκολο να καθοριστεί άλλη λογική όσον αφορά την ερμηνεία του νόμου περί τελών μεταβίβασης όταν ιδρύθηκε η Entra, διαφορετική από αυτή που απορρέει από τις προαναφερθείσες εγκυκλίους, και συγκεκριμένα ότι μόνο οι συγχωνεύσεις μεταξύ κεφαλαιουχικών εταιρειών θα απαλλάσσονταν από τα τέλη τα οποία διαφορετικά θα έπρεπε να καταβληθούν. Η εφαρμογή της αρχής της συνέχειας σε σχέση με το νόμο περί τελών μεταβίβασης περιοριζόταν σε τέτοιες περιπτώσεις και όχι στις άλλες που αναφέρονται ανωτέρω.

Όπως αναφέρεται ανωτέρω στο σημείο 1.2.1, η Αρχή, εν πάση περιπτώσει, θεωρεί ότι η σύσταση της Entra μοιάζει πολύ περισσότερο με τις περιπτώσεις στις οποίες η καταχώρηση στο κτηματολόγιο σε εύθετο χρόνο συνεπάγεται την καταβολή τελών απ’ ό,τι με τις περιπτώσεις στις οποίες δεν συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Σε αυτή τη βάση, η Αρχή δεν μπορεί να θεωρήσει ότι η απαλλαγή που προβλέπεται από τον προσβαλλόμενο νόμο μπορεί να αιτιολογηθεί από τη φύση και τη λογική των νορβηγικών κανόνων σχετικά με τα εν λόγω τέλη κατά το χρόνο που εφαρμόστηκε η απαλλαγή. Αυτό δεν αλλάζει την εκτίμηση ότι παρόμοιες αναδιοργανώσεις δημόσιων εμπορικών δραστηριοτήτων έχουν επίσης τύχει απαλλαγής από τα τέλη. Η επιδίωξη των βασικών στόχων της αρχής της συνέχειας δεν μπορεί να δικαιολογήσει την εξαίρεση από τον γενικό κανόνα περί τελών σε ειδικές αναδιοργανώσεις, εάν οι αναδιοργανώσεις ιδιωτικών επιχειρήσεων που παρουσιάζουν τις περισσότερες ομοιότητες δεν τυγχάνουν παρόμοιων εξαιρέσεων.

1.2.3.   Η «ιταλική υπόθεση»

Οι νορβηγικές αρχές αναφέρονται σε απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και προβάλλουν το επιχείρημα ότι τα πραγματικά δεδομένα αυτής της υπόθεσης είναι ίδια με εκείνα της υπόθεσης Entra.

Στην απόφαση της Επιτροπής της 5ης Ιουνίου 2002 (48), η Επιτροπή εξέτασε τον ιταλικό νόμο που προβλέπει ειδικό φορολογικό καθεστώς για τις συμμετοχικές εταιρείες με πλειοψηφική συμμετοχή του δημοσίου που συστάθηκαν με ειδικό νόμο. Σχετικά με αυτό, ο ιταλικός νόμος προβλέπει ειδικά απαλλαγή από όλους τους φόρους μεταβίβασης των στοιχείων ενεργητικού που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της μετατροπής ειδικών επιχειρήσεων και δημοτικών επιχειρήσεων σε συμμετοχικές επιχειρήσεις (εφεξής «απαλλαγή από τους φόρους μεταβίβασης»). Στο ιταλικό νομικό σύστημα, οι φόροι μεταβίβασης εφαρμόζονται καταρχήν κατά την ίδρυση νέας οικονομικής οντότητας ή στη μεταβίβαση των στοιχείων του ενεργητικού μεταξύ διαφόρων οικονομικών οντοτήτων. Ωστόσο, οι ιταλικές αρχές εξήγησαν ότι ο ιταλικός νόμος εκφράζει γενικά την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας (δηλαδή τη μη επιβολή φόρων) στο πλαίσιο της μετατροπής της νομικής μορφής μιας επιχείρησης (δηλαδή «όταν μία επιχείρηση αλλάζει νομική μορφή, αλλά παραμένει η ίδια από οικονομικής απόψεως») (49).

Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, αν και κατά τα φαινόμενα η διάλυση της δημοτικής επιχείρησης και η σύσταση «νέας» συμμετοχικής εταιρείας ισοδυναμούσε με τη δημιουργία νέας οικονομικής οντότητας, αυτό οφειλόταν προφανώς μόνο σε νομικούς τύπους. Στην πραγματικότητα, η νέα συμμετοχική εταιρεία ήταν η ίδια οικονομική οντότητα με τη δημοτική επιχείρηση που ασκούσε δραστηριότητες με διαφορετική νομική μορφή. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή παραδέχτηκε ότι η γενική αρχή της φορολογικής ουδετερότητας που προβλέπεται στον ιταλικό νόμο εφαρμοζόταν με τον ίδιο τρόπο στις περιπτώσεις που εμπίπτουν στο ειδικό φορολογικό καθεστώς. Συνεπώς, δεν έπρεπε να καταβληθεί φόρος μεταβίβασης (50).

Η Αρχή κατανοεί από το σκεπτικό της Επιτροπής ότι όταν η εθνική νομοθεσία για την είσπραξη τελών χαρτοσήμου για τη μετατροπή ιδιωτικών επιχειρήσεων βασίζεται σε μια γενική αρχή φορολογικής ουδετερότητας -ώστε το κύριο κριτήριο να είναι η συνέχιση της ίδιας οικονομικής οντότητας και όχι το κατά πόσον το νομικό πρόσωπο που χρησιμοποιείται είναι το ίδιο- σύμφωνα με τη λογική ενός τέτοιου φορολογικού καθεστώτος, η αρχή αυτή επεκτείνεται και σε περιπτώσεις στις οποίες το κράτος ή οι δημοτικές αρχές διαχωρίζουν μία οικονομική οντότητα που λειτουργούσε ως τμήμα του κράτους ή των δημοτικών αρχών σε ξεχωριστή νομική οντότητα.

Η Αρχή συμφωνεί απόλυτα με αυτή την προσέγγιση. Ωστόσο, η λογική του κάθε φορολογικού συστήματος πρέπει να εκτιμάται με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Η απόφαση της Επιτροπής βασιζόταν στο γεγονός ότι το ιταλικό νομικό σύστημα προέβλεπε τη δυνατότητα απαλλαγής από το φόρο μεταβίβασης για τη μετατροπή από μία μορφή εταιρείας σε άλλη. Αντίθετα, η νορβηγική νομοθεσία, όπως ερμηνεύεται και εφαρμόζεται από τις φορολογικές αρχές, δεν προέβλεπε αυτή τη δυνατότητα. Πράγματι, όπως ήδη αναφέρθηκε, περιπτώσεις συγκρίσιμες με της Entra σχετικά με ιδιωτικές αναδιοργανώσεις (διασπάσεις ή μετατροπή από μία μορφή εταιρείας σε άλλη) δεν απαλλάχθηκαν από τα τέλη. Κατά την άποψη της Αρχής, τα πραγματικά δεδομένα των δύο περιπτώσεων είναι επομένως διαφορετικά. Κατά την εκτίμηση των ομοιοτήτων μεταξύ της ιταλικής και της νορβηγικής κατάστασης, δεν μπορεί να δοθεί βάρος στο γεγονός ότι η αρχή της συνέχειας ενδεχομένως εφαρμόστηκε σε άλλους τομείς της νορβηγικής νομοθεσίας, και ιδιαίτερα στο εταιρικό δίκαιο και τη νομοθεσία που αφορά την άμεση φορολογία της εν λόγω οντότητας.

1.2.4.   Συμπέρασμα σχετικά με την επιλεκτικότητα

Συμπερασματικά, το μέτρο πρέπει να θεωρηθεί επιλεκτικό κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ και δεν είναι δυνατόν να μην χαρακτηριστεί επιλεκτικό λαμβανομένης υπόψη της φύσης και της λογικής των νορβηγικών κανόνων περί τελών μεταβίβασης και καταγραφής.

1.3.   Το μέτρο πρέπει να παρέχει στους δικαιούχους πλεονέκτημα το οποίο περιορίζει τις συνήθεις επιβαρύνσεις κατά την άσκηση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) (51) και το κεφάλαιο 17Β.3.1 (2) των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής «το μέτρο πρέπει να παρέχει στους δικαιούχους πλεονέκτημα το οποίο περιορίζει τις συνήθεις επιβαρύνσεις του προϋπολογισμού τους. Το πλεονέκτημα μπορεί να παρέχεται με τη μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων της εταιρείας με διάφορους τρόπους, συμπεριλαμβανομένης:» (…) «συνολικής ή μερικής μείωσης του ποσού του φόρου (όπως φοροαπαλλαγή ή έκπτωση φόρου)».

Με τη θέσπιση της νομοθετικής διάταξης της παραγράφου 3 του προσβαλλόμενου νόμου, η Entra έτυχε απαλλαγής από το κόστος των τελών που ανέρχονταν σε 81 εκατ. NOK περίπου (10 εκατ. ευρώ περίπου). Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω στα σημεία 1.1 και 1.2, διαφορετικά τα τέλη αυτά θα έπρεπε να καταβληθούν από τον προϋπολογισμό της. Ως εκ τούτου, στην απόφασή της να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας, η Αρχή συνήγαγε το προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι η Entra έτυχε πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ.

Οι νορβηγικές αρχές, αντίθετα, υποστηρίζουν ότι η προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται για δύο λόγους: πρώτον, η απαλλαγή δεν παρέσχε στην Entra καλύτερη ανταγωνιστική θέση από εκείνη ιδιώτη επενδυτή. Δεύτερον, η καταβολή των τελών δεν θα επηρέαζε σε τίποτα τη διάρθρωση του κεφαλαίου, τη σταθερότητα και τη συνολική αξία της επιχείρησης. Στη συνέχεια, η Αρχή εξετάζει διαδοχικά αυτά τα επιχειρήματα.

1.3.1.   Σύγκριση με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις

Όπως αναφέρεται ανωτέρω στο σημείο 1.3.1, στην πρόταση προς το κοινοβούλιο, η νορβηγική κυβέρνηση ανέφερε ότι ένας ιδιώτης ιδιοκτήτης θα μπορούσε να επιλέξει να μην μεταβιβάσει τον τίτλο ιδιοκτησίας, αλλά, όταν ιδρύεται, για παράδειγμα, νέα εταιρεία να διατηρήσει τον τίτλο σε μια εταιρία επενδύσεων χαρτοφυλακίου. Το κράτος, κατά τις νορβηγικές αρχές, πρέπει να μεταβιβάσει τα ακίνητα σε νέα νομική οντότητα. Συνεπώς, κατά τις νορβηγικές αρχές, το γεγονός ότι η Entra απαλλάσσεται από τα τέλη μεταβίβασης, δεν νοθεύει τον ανταγωνισμό.

Σύμφωνα με το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ένα πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ (που αντιστοιχεί στο άρθρο 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ) δεν υφίσταται απαραίτητα σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες ένα μέτρο θεσπίζεται για να απαλλάξει μια δημόσια επιχείρηση από διαρθρωτικό μειονέκτημα σε σχέση με τους ανταγωνιστές της του ιδιωτικού τομέα (52). Σκοπός του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ είναι απλώς η απαγόρευση της παροχής πλεονεκτημάτων σε ορισμένες επιχειρήσεις, η δε έννοια της βοήθειας καλύπτει μόνο τα πλεονεκτήματα ή την ελάφρυνση από επιβαρύνσεις που βαρύνουν συνήθως τον προϋπολογισμό μιας επιχείρησης και τα οποία πρέπει να θεωρούνται οικονομικό πλεονέκτημα, του οποίου δεν θα είχε τύχει η δικαιούχος επιχείρηση υπό κανονικές συνθήκες αγοράς. Ωστόσο, η Αρχή δεν συμφωνεί με τις νορβηγικές αρχές ότι τα επιχειρήματα που προβάλλει η Νορβηγία μπορούν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι μια σύγκριση με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις δείχνει ότι η απαλλαγή από τα εν λόγω τέλη δεν παρέσχε πλεονέκτημα στην Entra.

Οι μέθοδοι που μπορεί να χρησιμοποιήσει ένας ιδιώτης ιδιοκτήτης για να αποφύγει την καταβολή των τελών μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν από επιχειρήσεις που έχουν συσταθεί στο πλαίσιο ιδιωτικοποιήσεων. Το διαρθρωτικό μειονέκτημα το οποίο οι νορβηγικές αρχές ισχυρίζονται ότι αντιμετώπισαν δεν ήταν νομικής φύσεως. Ο νορβηγικός νόμος δεν θα είχε εμποδίσει τη σύσταση και τη μεταβίβαση των ακινήτων στην Entra χωρίς την καταχώρησή τους στο κτηματολόγιο. Επίσης, η Entra και οι νορβηγικές αρχές θα μπορούσαν να είχαν λάβει τις ίδιες προφυλάξεις με μια ιδιωτική επιχείρηση. Οι μέθοδοι αυτές δεν εφαρμόστηκαν στην περίπτωση της Statsbygg και της Entra για τον απλό λόγο ότι οι νορβηγικές αρχές θεώρησαν ότι τα πολιτικά, διαχειριστικά και πρακτικά προβλήματα που συνδέονται με αυτές τις μεθόδους ήταν τόσο αρνητικά ώστε η Entra έπρεπε να καταστεί ο νέος ιδιοκτήτης.

Κατά την άποψη της Αρχής, οι παρατηρήσεις αυτές δεν μπορούν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι η Entra δεν έτυχε πλεονεκτήματος με την απαλλαγή από τα τέλη. Αυτό συνάγεται ήδη από το γεγονός ότι όλες οι μέθοδοι που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αποφυγή καταβολής των τελών βασίζονται στη μη καταχώρηση της μεταβίβασης της κυριότητας (διατήρηση του τίτλου κυριότητας). Εάν ο τίτλος («grunnbokshjemmel») δεν μεταβιβαστεί, δεν πρέπει να καταβληθούν τέλη. Η προστασία, ωστόσο, που παρέχει η καταχώρηση δεν υφίσταται για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις που δεν μεταβιβάζουν τον τίτλο, ενώ η Entra έτυχε αυτής της προστασίας. Οι μέθοδοι αυτοί δεν ισοδυναμούν, επομένως, με τη διαδικασία που εφαρμόστηκε στην παρούσα περίπτωση, όταν η Entra κατέστη νέος ιδιοκτήτης.

Εκτός αυτού, ακόμη και σ’ αυτή την περίπτωση, η Αρχή δεν θεωρεί ότι το προβαλλόμενο ως διαρθρωτικό πρόβλημα για το νορβηγικό κράτος διαφέρει ουσιαστικά από αυτό που αντιμετωπίζουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις. Θα μπορούσε βέβαια η μη μεταβίβαση του τίτλου στην πράξη να προκαλεί, από ορισμένες απόψεις, μεγαλύτερα προβλήματα σε μια δημόσια οντότητα απ' ό,τι σε μια ιδιωτική εταιρεία. Ωστόσο, κατά την άποψη της Αρχής, τα θέματα που αφορούν τις σχέσεις μεταξύ των μερών, του προηγούμενου και του παρόντος κατόχου των ακινήτων, πρέπει να εξετάζονται χωριστά από την καταχώρηση στο κτηματολόγιο. Αυτή η καταχώρηση κανονικά δεν επηρεάζει τη σχέση μεταξύ των δύο νομικών προσώπων, αλλά έχει σημασία μόνον έναντι τρίτων. Επομένως, η καταχώρηση μπορεί να είναι σημαντική για να αποφύγει ο αγοραστής την περίπτωση ένας τρίτος, ο οποίος, καλή τη πίστη, αγοράζει αργότερα τα ακίνητα από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη, να έχει περισσότερα δικαιώματα επί των ακινήτων. Επίσης έχει σημαντική επίπτωση όσον αφορά την προστασία έναντι των πιστωτών του προηγούμενου ιδιοκτήτη, απλώς επειδή μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα του αγοραστή να λάβει ενυπόθηκα και άλλα δάνεια. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, τα μειονεκτήματα που παρουσιάζει η μη καταχώρηση στο κτηματολόγιο είναι ουσιαστικά τα ίδια για τις ιδιωτικές και τις δημόσιες επιχειρήσεις. Πράγματι, σε ορισμένες πτυχές, οι μέθοδοι που περιγράφονται μπορεί να είναι λιγότερο ευνοϊκές για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις απ’ ό,τι για τις δημόσιες, δεδομένου ότι η καταχώρηση της δήλωσης σχετικά με τον περιορισμό του δικαιώματος ιδιοκτησίας δεν αποκλείει τον κίνδυνο της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης ή απώλειας των δικαιωμάτων του νέου ιδιοκτήτη του ακινήτου του οφειλέτη.

Τέλος, η Αρχή τονίζει ότι οι νορβηγικές αρχές δεν απέδειξαν ότι ένας ιδιώτης θα επέλεγε οπωσδήποτε να μην μεταβιβάσει τον τίτλο. Η Νορβηγία απλώς υποστήριξε ότι ήταν πιθανότερο, σε παρόμοιες περιστάσεις, μια ιδιωτική επιχείρηση να είχε αποφασίσει να μην μεταβιβάσει τον τίτλο στο κτηματολόγιο.

1.3.2.   Τα επιχειρήματα σχετικά με τον ισολογισμό έναρξης

Όπως αναφέρθηκε ήδη, οι νορβηγικές αρχές ισχυρίστηκαν (53) ότι η απαλλαγή από τα τέλη δεν πρέπει να εξετάζεται χωριστά από τον ισολογισμό έναρξης της εταιρείας. Υποστηρίζουν δε ότι το εν λόγω μέτρο δεν άλλαξε τη διάρθρωση του κεφαλαίου, την ευρωστία και τη συνολική αξία της επιχείρησης. Θεωρητικά αν τα τέλη είχαν σωρευτεί στον ισολογισμό έναρξης, θα είχε υπάρξει ένας εναλλακτικός ισολογισμός έναρξης στον οποίο η αξία των ακινήτων θα είχε μειωθεί κατά ποσό ίσο με αυτό των τελών.

Όπως αποδείχθηκε ανωτέρω στο σημείο 1.2, σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες του νορβηγικού φορολογικού συστήματος, η Entra υποχρεούτο να καταβάλει τα τέλη. Συνεπώς, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο καταρτίσθηκε ο ισολογισμός έναρξης, τη φορολογική βάση για τα τέλη αποτελεί η συναλλακτική αξία μεταξύ του πωλητή και του αγοραστή. Ανεξάρτητα από τις παρατηρήσεις του αγοραστή (Entra) ή του πωλητή (το κράτος) σχετικά με τη τιμή που συμφωνήθηκε, οι φορολογικές αρχές, για να υπολογίσουν τα καταβλητέα τέλη, θα βασιστούν αποκλειστικά σ’αυτή την τιμή.

Κατ’ αρχήν, η Αρχή διαφωνεί με το επιχείρημα των νορβηγικών αρχών ότι η ύπαρξη αυτής της φορολογικής ελάφρυνσης δεν αποτελούσε πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ, εφόσον η απαλλαγή από τα τέλη επηρέασε την κατάρτιση του ισολογισμού έναρξης της Entra κατά τρόπο που, σύμφωνα με τον ισχυρισμό, εξουδετέρωνε το πλεονέκτημα που απορρέει από τη φορολογική απαλλαγή. Σύμφωνα με τη νορβηγική νομοθεσία, η Entra θα υποχρεούτο, αν δεν υπήρχε η παράγραφος 3 στον προσβαλλόμενο νόμο, να καταβάλει στις φορολογικές αρχές τα τέλη επί της συμφωνηθείσας τιμής συναλλαγής για την καταχώρηση που πραγματοποιήθηκε, ανεξάρτητα από το αν η τιμή συναλλαγής μπορεί να ήταν διαφορετική. Τα τέλη δεν καταβλήθηκαν ποτέ και αυτή η μη καταβολή των τελών είναι που εξετάζεται στην παρούσα υπόθεση. Η παρουσίαση του ισολογισμού έναρξης της Entra, που επηρεάστηκε από άλλες περιστάσεις, και ιδίως από το γεγονός ότι ο πωλητής θα είχε δεχθεί χαμηλότερη αξία για τα κτίρια, αν η Entra είχε καταβάλει τα τέλη, αποτελεί στοιχείο που δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για να καθοριστεί εάν η εταιρία αποκόμισε κάποιο πλεονέκτημα ή όχι.

Το επιχείρημα των νορβηγικών αρχών ότι η φορολογική απαλλαγή θα πρέπει να εξετάζεται σε σχέση με τιμή των ακινήτων κατά τα άλλα διαφορετική, βασίζεται στο συλλογισμό ότι η βοήθεια που προκύπτει από τη φορολογική απαλλαγή είχε ως αποτέλεσμα για την Entra σαφή ζημία λόγω του καθορισμού υψηλότερης τιμής των ακινήτων που μεταβιβάστηκαν. Ωστόσο, ο συνυπολογισμός όλων των λίγο πολύ άμεσων πιθανών οικονομικών επιπτώσεων που απορρέουν από ένα μέτρο ενίσχυσης για το δικαιούχο της θα ήταν, κατά τη γνώμη της Αρχής, αντίθετος με την προσέγγιση που εφαρμόζεται γενικά στις υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων. Με το ίδιο σκεπτικό, κανονικά δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι οικονομικές συνέπειες του μέτρου ενίσχυσης στις συμβατικές σχέσεις μεταξύ του δικαιούχου της ενίσχυσης και άλλου νομικού προσώπου θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν εκτιμάται κατά πόσον και σε ποιο βαθμό το μέτρο ενίσχυσης χαρακτηρίζεται ως πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ. Ως προς αυτό, η Αρχή τονίζει ότι το νορβηγικό κράτος ως εισπράκτορας φόρων και ως πωλητής ακινήτων πρέπει να θεωρείται δύο ξεχωριστές οντότητες για τους σκοπούς του καθεστώτος κρατικών ενισχύσεων.

Η Αρχή δεν συμφωνεί επομένως με τη νορβηγική κυβέρνηση ότι η Entra δεν αποκόμισε πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ με την απαλλαγή από τα τέλη, καθώς και με τη συνέχιση της προστασίας που παρέχει η καταχώρηση στο κτηματολόγιο.

Στην επιστολή της 4ης Ιουνίου 2003, το υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας αναφέρει ότι: «Θεωρητικά, αν τα τέλη μεταβίβασης και καταχώρησης περιλαμβάνονταν στον ισολογισμό έναρξης, ο προσαρμοσμένος και εναλλακτικός ισολογισμός έναρξης θα ήταν όπως περιγράφεται στο παράρτημα 2». Στο παράρτημα 2 περιγράφεται ένας εναλλακτικός ισολογισμός έναρξης, όπου το σύνολο του ενεργητικού και το σύνολο του παθητικού είναι ίδια, αλλά όπου η αξία των ακινήτων μειώνεται, συγκεκριμένα κατά το ποσό των τελών. Το υπουργείο καταλήγει ότι η Entra δεν αποκόμισε κανένα οικονομικό πλεονέκτημα λόγω της απαλλαγής από τα τέλη.

Ο υποθετικός ισολογισμός έναρξης που περιγράφουν οι νορβηγικές αρχές βασίζεται στην υπόθεση ότι ο αγοραστής (Entra) δεν θα μείωνε τον απαιτούμενο συντελεστή απόδοσής της (9,5 %) και το ποσοστό ιδίων κεφαλαίων της (40 %) αν έπρεπε να καταβάλει τα τέλη. Αυτό σημαίνει ότι ο υποθετικός ισολογισμός έναρξης βασίζεται στην υπόθεση ότι ο πωλητής θα καταβάλει πάντα το 100 % των τελών και ότι η αξία των κτιρίων που αναφέρονται σε άλλο ισολογισμό έναρξης θα μειωθεί κατά το ίδιο ακριβώς ποσό με το ποσό των τελών.

Η Αρχή δεν έχει κανένα λόγο να αμφισβητεί τη νομιμότητα της μεθόδου της καθαρής παρούσας αξίας που χρησιμοποιήθηκε όταν καταρτίσθηκε ο ισολογισμός έναρξης της Entra. Ωστόσο, όπως δείχνουν οι προσπάθειες της νορβηγικής κυβέρνησης να καθορίσει την ακριβή αξία των ακινήτων (βλ. ανωτέρω σημείο 1.2.2 και τις σημαντικές διαφορές μεταξύ των διαφόρων αξιών), θα μπορούσαν να έχουν χρησιμοποιηθεί άλλες μέθοδοι. Επίσης θα μπορούσαν να έχουν γίνει άλλες υποθέσεις, και οι άλλες αυτές μέθοδοι και υποθέσεις θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν καταλήξει σε μια κατάσταση στην οποία τη φορολογική επιβάρυνση δεν θα είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου ο πωλητής. Σε κανονική κατάσταση της αγοράς με πολλούς πλειοδότες, είναι πιθανότερο ότι η πρόσθετη επιβάρυνση από τα τέλη που αντιστοιχούν στη συμφωνηθείσα τιμή της συναλλαγής θα είχε μοιραστεί μεταξύ του πωλητή και του αγοραστή.

Κατά την Αρχή δεν είναι δυνατόν να οριστεί ένας γενικός κανόνας σύμφωνα με τον οποίο η τιμή αγοράς ενός κτιρίου θα αυξάνεται διαρκώς κατά ποσό αντίστοιχο ακριβώς με τους έμμεσους φόρους που ο αγοραστής πρέπει κανονικά να καταβάλει για την καταγραφή αυτού του κτιρίου, σε περιπτώσεις όπου αυτοί οι φόροι είτε έχουν ήδη καταβληθεί είτε δεν οφείλονται λόγω απαλλαγής από το νόμο. Πράγματι, στην επιστολή του της 30ής Ιουνίου 2005, το υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας παραδέχεται ότι δεν μπορεί κανείς να καταλήγει σε τόσο απόλυτο συμπέρασμα και ότι το επιχείρημα της κυβέρνησης σχετικά με το τελικό αποτέλεσμα της μη καταβολής των τελών βασίζεται απλά στην εφαρμογή της ειδικής μεθόδου εκτίμησης της αξίας που η κυβέρνηση επέλεξε να εφαρμόσει στην Entra.

Στην παρούσα υπόθεση, η Νορβηγία επέλεξε να μην εισπράξει τα τέλη από την Entra και διευκρίνισε ότι η μεταγενέστερη εκτίμηση της αξίας του ακινήτου βασίστηκε σ’ αυτό το συλλογισμό. Συνεπώς, η Νορβηγία βασικά ισχυρίζεται ότι εάν, υποθετικά, είχε αποφασίσει ότι η Entra έπρεπε να καταβάλει τα συνήθη τέλη, θα είχε και πάλι επιλέξει τη μέθοδο της καθαρής παρούσας αξίας και θα είχε βασιστεί στις ίδιες υποθέσεις για τον υπολογισμό της τιμής πώλησης. Η αποδοχή ενός τέτοιου επιχειρήματος θα σήμαινε ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ εξαρτάται από την ικανότητα ενός κράτους του ΕΟΧ να πείσει την Αρχή και το Δικαστήριο της ΕΖΕΣ ότι θα είχε λάβει υποθετικά μέτρα σε υποθετικές καταστάσεις.

Τέλος, η Αρχή τονίζει ότι στις ελάχιστες υποθέσεις στις οποίες το Δικαστήριο -σε διαφορετικές καταστάσεις- δέχθηκε το επιχείρημα της αντιστάθμισης, έθεσε πάντα ως προϋπόθεση ότι ο αντισταθμιστικός μηχανισμός είχε αποφασισθεί προηγουμένως (και όχι αναδρομικά) κατά τρόπο σαφή, αντικειμενικό και διαφανή (54). Ωστόσο, οι προπαρασκευαστικές εργασίες για τη συναφή νομοθεσία δεν διευκρινίζουν πουθενά ότι προϋπόθεση για την παροχή του πλεονεκτήματος της απαλλαγής από τα τέλη ήταν να απορρέει το πλεονέκτημα αυτό από εκτίμηση της αξίας του εν λόγω ακινήτου υψηλότερη από την τιμή που θα είχε καταβάλει ένας ιδιώτης για το ίδιο ακίνητο στην ελεύθερη αγορά. Αντίθετα, το επιχείρημα των νορβηγικών αρχών ότι η Entra δεν αποκόμισε πλεονέκτημα, σε σύγκριση με την περίπτωση που θα είχε καταβάλει τα τέλη, είναι σαφές ότι έρχεται σε αντίθεση με τον ρητό στόχο της απαλλαγής της Entra από τα τέλη. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω στο σημείο I.3.1, η κυβέρνηση εξήγησε στην πρότασή της στο νορβηγικό κοινοβούλιο, ότι σκοπός αυτής της παρέκκλισης ήταν να μπορέσει η Entra να μην επιβαρυνθεί οικονομικά με τα τέλη, δεδομένου ότι οι ιδιώτες ανταγωνιστές της μπορούσαν, σε μεγάλο βαθμό, να αποφύγουν αυτή την επιβάρυνση με άλλα μέσα. Με άλλα λόγια, η πρόταση αυτή προς το κοινοβούλιο στηρίζεται στην υπόθεση ότι η καταβολή των τελών θα έθετε πράγματι την Entra σε λιγότερο ευνοϊκή οικονομική θέση απ’ ό,τι εάν δεν έπρεπε να καταβάλει τα εν λόγω τέλη. Επίσης, πρόθεση του κοινοβουλίου ήταν να μη βρεθεί η Entra σ’ αυτή τη δυσμενή θέση.

1.3.3.   Συμπέρασμα σχετικά με το πλεονέκτημα

Συμπερασματικά, η Αρχή είναι της γνώμης ότι η παράγραφος 3 του προσβαλλόμενου νόμου δεν απέφερε στην Entra πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ.

1.4.   Το μέτρο πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών

Στην απόφαση έναρξης της διαδικασίας, η Αρχή κατέληξε στο προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι το μέτρο απειλούσε πράγματι να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και επηρέαζε τις συναλλαγές στα πλαίσια του ΕΟΧ κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ. Οι νορβηγικές αρχές, αντίθετα, υποστηρίζουν ότι το εν λόγω μέτρο δεν θα επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών και ότι η Αρχή πρέπει να αξιολογήσει την εν λόγω αγορά. Επιπλέον, οι νορβηγικές αρχές ισχυρίζονται ότι στη νορβηγική αγορά ακινήτων δεν ασκούσαν δραστηριότητες μη Νορβηγοί επενδυτές  (55).

Το ΔΕΚ έκρινε (56) ότι νοθεύεται ο ανταγωνισμός εφόσον η χρηματοδοτική ενίσχυση που χορήγησε το κράτος ενισχύει τη θέση μιας επιχείρησης σε σχέση με άλλες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις. Η παροχή βοήθειας περιορίζει τις δαπάνες και επομένως παρέχει στους δικαιούχους ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των επιχειρήσεων που πρέπει να αναλάβουν το σύνολο του κόστους των δαπανών τους. Σ' αυτή τη βάση, η Αρχή θεωρεί ότι η ενίσχυση που χορηγήθηκε στην Entra υπό τη μορφή απαλλαγής από τα τέλη νόθευσε τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ. Πράγματι, οι νορβηγικές αρχές δεν ισχυρίστηκαν ότι δεν νοθεύεται ο ανταγωνισμός (αλλά μόνο ότι δεν επηρεάζονται οι συναλλαγές).

Όσον αφορά το θέμα των επιπτώσεων στις συναλλαγές, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον η εν λόγω ενίσχυση μπορεί να ενισχύσει τη θέση μιας επιχείρησης σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές της στο πλαίσιο του ΕΟΧ (57). Κατά την άποψη του δικαστηρίου της ΕΖΕΣ, η Αρχή δεν οφείλει να καθορίσει αν η ενίσχυση έχει σημαντική επίπτωση στις συναλλαγές μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών, αλλά μόνο να εξετάσει κατά πόσον μπορεί να έχει τέτοια επίπτωση (58). Ως εκ τούτου, το κριτήριο της επίδρασης στις συναλλαγές ερμηνεύεται πάντα χωρίς περιορισμούς ως προς το ότι, γενικά, ένα μέτρο θεωρείται ότι συνιστά κρατική ενίσχυση, εάν μπορεί να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών του ΕΟΧ (59).

Σύμφωνα με το κεφάλαιο 17B.3(2) των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, «κατά την πάγια νομολογία, για τους σκοπούς της παρούσας διάταξης, πληρούται ο όρος επιρροής του εμπορίου, εφόσον η δικαιούχος επιχείρηση ασκεί οικονομική δραστηριότητα που συνεπάγεται συναλλαγή μεταξύ των συμβαλλομένων μερών». Ωστόσο η ενίσχυση μπορεί να επηρεάζει τις συναλλαγές στο πλαίσιο του ΕΟΧ έστω και αν η ωφελούμενη επιχείρηση δεν μετέχει η ίδια στις διασυνοριακές δραστηριότητες (60). Αυτό οφείλεται στο ότι η παροχή κρατικής ενίσχυσης σε μια επιχείρηση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη διατήρηση ή αύξηση της εσωτερικής προσφοράς, οπότε περιορίζονται οι ευκαιρίες των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη του ΕΟΧ να παράσχουν τις υπηρεσίες τους στην αγορά του εν λόγω κράτους (61).

Σύμφωνα με τους ετήσιους λογαριασμούς για το 2001 της Entra, η Entra ασχολείται με την «ανάπτυξη, τη μίσθωση, τη διαχείριση και την εκμετάλλευση, την πώληση και την αγορά ακινήτων στη Νορβηγία».

Η Entra είναι μέλος της «Ένωσης Εμπορικών Ακινήτων» («Foreningen Næringseiendom») (62), της οποίας τα μέλη ασκούν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει τον ίδιο τύπο δραστηριοτήτων με αυτή. Η Ένωση Εμπορικών Ακινήτων αριθμεί 74 μέλη (Οκτώβριος 2005). Μεταξύ των μελών περιλαμβάνονται εταιρείες όπως οι ABB AS–Eiendom, Aberdeen Property Investors, Avantor AS, ICA Eiendom Norge AS, KLP Eiendom AS, Linstow ASA, Mustad Eiendom AS, NCC Property Development AS, Reitan Eiendom AS, Skanska Eiendomsutvikling AS, Smedvig Eiendom AS, Steen & Strøm ASA, Storebrand Eiendom AS, Umoe Sterkorder AS, Veidekke Eiendom AS, Vesta Forsikring AS-Eiendom και Vital Eiendomsforvaltning AS (63).

Η μεγαλύτερη νορβηγική οικοδομική εταιρεία (ή όμιλος επιχειρήσεων) είναι η Olav Thon Gruppen, η οποία λειτουργούσε επίσης το 2000 όταν ιδρύθηκε η Entra. Σήμερα στην Olav Thon Gruppen ανήκουν 320 ακίνητα στη Νορβηγία και 18 στο εξωτερικό (κυρίως στις Βρυξέλλες). Το πρώτο ακίνητο στις Βρυξέλλες αγοράστηκε το 1988 (Thon Belgium SA). Ο όμιλος απασχολεί περίπου 3 400 άτομα. Εκτός από τη μίσθωση ακινήτων, ο όμιλος ασχολείται επίσης με ξενοδοχεία, εστιατόρια και εμπορικά κέντρα (64).

Μια από τις ανωτέρω εταιρίες, η Linstow AS, κατέχει και προωθεί ακίνητα στη Νορβηγία και στα κράτη της Βαλτικής, στην Πορτογαλία και στη Σουηδία. Η Linstow AS ανήκει εξ ολοκλήρου στον όμιλο Anders Wilhelmsen, ο οποίος αγόρασε και διέγραψε την εταιρεία από το χρηματιστήριο του Όσλο το 1999. Ο όμιλος Anders Wilhelmsen είναι ένας από τους ιδιοκτήτες της ναυτιλιακής εταιρείας Royal Caribbean Cruise Line (RCCL). Η Linstow AS i.a. διαχειρίζεται, μεταξύ άλλων, το νορβηγικό χαρτοφυλάκιο (χαρτοφυλάκιο Nordea) ακινήτων που ανήκουν στην Curzon Global Partners. Το χαρτοφυλάκιο αυτό περιλαμβάνει 31 ακίνητα (Νοέμβριος του 2005) που βρίσκονται σε όλη τη Νορβηγία. Η Curzon Global Partners είναι εταιρεία διαχείρισης χαρτοφυλακίου που βρίσκεται στο Λονδίνο και ανήκει στην IXIS AEW Europe (IAE). Η IAE είναι μια ευρωπαϊκή εταιρεία διαχείρισης επενδύσεων σε ακίνητα που ανήκει στην Groupe Caisse d'Epargne and Caisse des Dépôts in France. Η IAE είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση στοιχείων του ενεργητικού που ανέρχονται σε 11 δισ. ευρώ περίπου (65).

Μια από τις άλλες εταιρείες, η ICA Eiendom Norge AS, είναι θυγατρική εταιρεία της σουηδικής ICA Fastigheter AB, η οποία είναι θυγατρική εταιρεία που ανήκει εξ ολοκλήρου στην ICA ΑΒ. Η ICA Fastigheter AB κατασκευάζει, διαχειρίζεται και πωλεί ακίνητα στη Σκανδιναβία και τις Βαλτικές χώρες. Το χαρτοφυλάκιό της έχει λογιστική αξία 5,7 δισ. SEK και αποτελείται κυρίως από καταστήματα και αποθήκες. Εκτός από αυτά, η εταιρεία ICA διαθέτει επίσης ακίνητα σε εξωτερικούς πελάτες. Ο όμιλος ICA (ICA AB) αποτελεί μια από τις βασικές επιχειρήσεις λιανικής πώλησης της Σκανδιναβίας, με πάνω από 2 600 δικά της και συνδεδεμένα καταστήματα στη Σκανδιναβία και τις χώρες της Βαλτικής (66).

Όταν ιδρύθηκε η Entra (το 2000), ιδρύθηκε και η Aberdeen Property Investors Norway AS ως θυγατρική της Aberdeen Property Investors. Η Aberdeen Property Investors ανήκει στην Aberdeen Asset Management PLC, ανεξάρτητο όμιλο διαχείρισης κεφαλαίων, που έχει εισαχθεί στο χρηματιστήριο του Λονδίνου. Σήμερα, η Aberdeen Property Investors διαχειρίζεται επενδύσεις σε ακίνητα στη Βόρεια Ευρώπη που ανέρχονται σε 7,8 δις ευρώ, εκ των οποίων 9 δις NOK (1,1 δις ευρώ περίπου) στη Νορβηγία. Το 2001, η Aberdeen Property Investors Norway AS αγόρασε τη Norske Liv Eiendom, μια άλλη εταιρεία ακινήτων της νορβηγικής αγοράς, και η εταιρεία διαχειρίζεται σήμερα τα χαρτοφυλάκια ακινήτων των NSB, Nordea Liv και API Eiendomsfond. Η Aberdeen Property Investors απασχολεί 200 άτομα στη Νορβηγία (67).

Είναι λοιπόν σαφές ότι πολλές από τις προαναφερθείσες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην ίδια αγορά με την Entra (ανάπτυξη, μίσθωση, διαχείριση, εκμετάλλευση, πώληση και αγορά ακινήτων στη Νορβηγία), και που δραστηριοποιούνταν και το 2000 όταν ιδρύθηκε η Entra, ανήκαν σε μη Νορβηγούς, ασκούσαν τις δραστηριότητές τους τόσο στη Νορβηγία όσο και εκτός Νορβηγίας και πολλές διαχειρίζονταν χαρτοφυλάκια ακινήτων που ανήκαν σε αλλοδαπούς πελάτες.

Από την περιγραφή στο σημείο Ι ανωτέρω προκύπτει ότι τα στοιχεία ενεργητικού και οι δραστηριότητες που μεταβιβάστηκαν στην Entra ήταν εκτεθειμένα στον ανταγωνισμό. Συνεπώς, η Entra ανταγωνίζεται με άλλους προμηθευτές ακινήτων, ως ιδιοκτήτης, αγοραστής, πωλητής, διαχειριστής και διευθυντής ακινήτων. Η Entra είναι παρούσα σε όλη τη Νορβηγία σε μια αγορά όπου δραστηριοποιούνται οικονομικοί φορείς από άλλα κράτη του ΕΟΧ. Κατά συνέπεια, η τέταρτη προϋπόθεση πληρούται επίσης, εφόσον το μέτρο επηρεάζει ή απειλεί να επηρεάσει τον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών.

2.   Συμβατότητα της ενίσχυσης

Βάσει των ανωτέρω παρατηρήσεων, οι εν λόγω φορολογικές απαλλαγές συνιστούν ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΟΧ.

Οι νορβηγικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι το εν λόγω μέτρο δεν περιλαμβάνει ενίσχυση και δεν προέβαλαν κανένα επιχείρημα όσον αφορά τη συμβατότητα. Ωστόσο, μετά την αξιολόγηση της πιθανής ύπαρξης κρατικής ενίσχυσης, πρέπει να εξετασθεί κατά πόσο μια τέτοια βοήθεια θα ήταν συμβατή με τη συμφωνία ΕΟΧ δυνάμει του άρθρου 61 παράγραφοι 2 και 3 της συμφωνίας.

Η εφαρμογή των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 61 παράγραφος 2 δεν ενδείκνυται. Η ίδρυση της Entra δεν συνεπάγεται ενίσχυση κοινωνικού χαρακτήρα που χορηγείται σε μεμονωμένους καταναλωτές ή ενίσχυση για την αποκατάσταση ζημιών που προκλήθηκαν από θεομηνίες ή έκτακτα γεγονότα.

Δυνάμει του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχείο α) η ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με τη συμφωνία ΕΟΧ όταν αποσκοπεί στην προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης περιοχών στις οποίες το βιωτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση. Δεδομένου ότι το εν λόγω μέτρο δεν περιορίζεται σε τέτοιες περιοχές, η διάταξη αυτή δεν ισχύει. Επίσης δεν μπορεί να ισχύσει η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο β). Τέλος, όσον αφορά την απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ), η Αρχή κρίνει ότι η ενίσχυση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προωθεί την ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου. Συνεπώς, η ενίσχυση δεν πληροί τις προϋποθέσεις των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 61 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΧ.

3.   Διαδικαστικές απαιτήσεις και χαρακτήρας της ενίσχυσης

3.1.   Η υποχρέωση κοινοποίησης

Το άρθρο 1 παράγραφος 3 του Μέρους Ι του Πρωτοκόλλου 3 της Συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου ορίζει: «Η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ ενημερώνεται εγκαίρως περί των σχεδίων που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν τις ενισχύσεις, ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της». Οι ενισχύσεις που χορηγούνται χωρίς κοινοποίηση ή που κοινοποιούνται καθυστερημένα, δηλαδή αφού «έχουν τεθεί σε ισχύ», θεωρούνται παράνομες.

Η απαλλαγή από τα τέλη που εγκρίθηκε για τη σύσταση της Entra τέθηκε σε ισχύ χωρίς να κοινοποιηθεί στην Αρχή.

3.2.   Ανάκτηση

Η Αρχή εφιστά την προσοχή της νορβηγικής κυβέρνησης στο άρθρο 1 του Μέρους ΙΙ του Πρωτοκόλλου 3 της Συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου. Η απαλλαγή από τα τέλη χορηγήθηκε μετά από την έναρξη ισχύος της συμφωνίας ΕΟΧ. Οποιαδήποτε ενίσχυση σ’ αυτή την περίπτωση θα πρέπει, επομένως, να χαρακτηρισθεί ως νέα ενίσχυση. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, δεν γνωστοποιήθηκε καμία ενίσχυση. Σ’ αυτή την περίπτωση, η ενίσχυση πρέπει να θεωρηθεί παράνομη, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 στοιχείο στ) του Μέρους 2 του Πρωτοκόλλου 3 της Συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου.

Σύμφωνα με το άρθρο 14 του μέρους ΙΙ του Πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, σε περίπτωση παράνομης ενίσχυσης, η οποία θεωρείται μη συμβατή, η Αρχή διατάσσει, κατά κανόνα, το ενδιαφερόμενο κράτος της ΕΖΕΣ να ανακτήσει την ενίσχυση από το δικαιούχο.

Κατά τη γνώμη της Αρχής, καμία γενική αρχή δεν αποκλείει την επιστροφή της ενίσχυσης στην παρούσα υπόθεση. Κατά πάγια νομολογία, η κατάργηση παράνομης ενίσχυσης με επιστροφή της αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπίστωσης ότι είναι παράνομη. Κατά συνέπεια, η επιστροφή κρατικής ενίσχυσης που χορηγήθηκε παράνομα, με σκοπό την αποκατάσταση της προηγούμενης κατάστασης, δεν μπορεί κατ’ αρχήν να θεωρηθεί ως μέτρο δυσανάλογο προς τους στόχους της συμφωνίας ΕΟΧ στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Με την ανάκτηση της ενίσχυσης, ο αποδέκτης χάνει το πλεονέκτημα που διέθετε στην αγορά έναντι των ανταγωνιστών του και αποκαθίσταται η κατάσταση που επικρατούσε πριν από τη χορήγηση της ενίσχυσης (68). Επίσης, από αυτό το σκοπό της επιστροφής της ενίσχυσης προκύπτει ότι, κατά κανόνα, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, η Αρχή δεν υπερβαίνει τη διακριτική της ευχέρεια, την οποία έχει αναγνωρίσει η νομολογία του Δικαστηρίου, όταν ζητεί από το ενδιαφερόμενο κράτος της ΕΖΕΣ να αποδώσει τα ποσά που χορηγήθηκαν υπό μορφή παράνομων ενισχύσεων, διότι απλώς αποκαθιστά την προηγούμενη κατάσταση (69). Επιπλέον, λαμβανομένου υπόψη του επιτακτικού χαρακτήρα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων που πραγματοποιεί η Αρχή δυνάμει του Πρωτοκόλλου 3 της Συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, οι επιχειρήσεις στις οποίες χορηγήθηκε ενίσχυση μπορούν να έχουν, κατ’ αρχήν, θεμιτή προσδοκία ως προς τη νομιμότητα της ενίσχυσης, μόνο εάν η ενίσχυση χορηγήθηκε σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στις διατάξεις του εν λόγω Πρωτοκόλλου (70).

4.   Συμπέρασμα

Βάσει των ανωτέρω παρατηρήσεων, η Αρχή θεωρεί ότι η απαλλαγή από τα τέλη μεταβίβασης και καταχώρησης που εγκρίθηκε στο πλαίσιο της σύστασης της Entra συνιστά κρατική ενίσχυση που δεν συμβιβάζεται με τη λειτουργία της συμφωνίας ΕΟΧ. Κατά συνέπεια, η Αρχή περατώνει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του Μέρους Ι του Πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου με αρνητική απόφαση και διατάσσει τις νορβηγικές αρχές να ανακτήσουν από την Entra την κρατική ενίσχυση προσαυξημένη με τους δεδουλευμένους τόκους,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

1.

Η απαλλαγή από τα τέλη μεταβίβασης και καταχώρησης που προβλεπόταν στο πλαίσιο της σύστασης της Entra Eiendom AS (σύμφωνα με την παράγραφο 3 του νόμου αριθ. 11 της 18ης Φεβρουαρίου 2000) συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ. Η ενίσχυση αυτή χορηγήθηκε κατά παράβαση των διαδικαστικών διατάξεων του άρθρου 1 παράγραφος 3 του Μέρους 1 του Πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, και δεν εμπίπτει στις ρήτρες απαλλαγής που προβλέπονται στο άρθρο 61 παράγραφοι 2 και 3 της συμφωνίας ΕΟΧ.

2.

Η νορβηγική κυβέρνηση ανακτά από την Entra τα διαφυγόντα τέλη χαρτοσήμου και τα τέλη καταχώρησης προσαυξημένα με τους σχετικούς τόκους που υπολογίζονται με βάση το σχετικό επιτόκιο αναφοράς, από την ημερομηνία κατά την οποία γεννήθηκε η οφειλή των τελών έως την ημερομηνία επιστροφής.

3.

Η νορβηγική κυβέρνηση θα ενημερωθεί με επιστολή και επισυναπτόμενο αντίγραφο της παρούσας απόφασης.

4.

Η νορβηγική κυβέρνηση θα ενημερώσει την Αρχή, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, για τα μέτρα που έλαβε ώστε να συμμορφωθεί με την απόφαση.

5.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα ενημερωθεί, σύμφωνα με το στοιχείο δ) του Πρωτοκόλλου 27 της συμφωνίας ΕΟΧ, με την αποστολή αντιγράφου της παρούσας απόφασης.

6.

Τα άλλα κράτη της ΕΖΕΣ, τα κράτη μέλη των ΕΚ και τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώνονται με τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης στην αυθεντική γλωσσική απόδοση στο τμήμα για τον ΕΟΧ και στο συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ της Επίσημης Εφημερίδας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

7.

Το κείμενο στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό.

Βρυξέλλες, 14 Δεκεμβρίου 2005

Για την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ

Einar M. BULL

Πρόεδρος

Kurt JÄGER

Μέλος της Αρχής


(1)  Εφεξής: «συμφωνία ΕΟΧ».

(2)  Εφεξής: «συμφωνία περί Εποπτείας και Δικαστηρίου».

(3)  Διαδικαστικοί και ουσιαστικοί κανόνες στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων (κατευθυντήριες γραμμές περί κρατικών ενισχύσεων), που εγκρίθηκαν και εκδόθηκαν από την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ στις 19 Ιανουαρίου 1994. Δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα L 231 της 3.9.1994. Οι κατευθυντήριες γραμμές είναι διαθέσιμες στον ιστοχώρο της Εποπτεύουσας Αρχής: www.eftasurv.int .

(4)  Απόφαση αριθ. 132/04/COL. Η εν λόγω απόφαση σχετικά με την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας δημοσιεύθηκε στην ΕΕ C 319 της 23.12.2004, σ. 17, και στο συμπλήρωμα για τον ΕΟΧ αριθ. 64, την ίδια ημερομηνία, στη σ. 46. Η απόφαση είναι επίσης διαθέσιμη στον ιστοχώρο της Εποπτεύουσας Αρχής: http://www.eftasurv.int/fieldsofwork/fieldstateaid/stateaidregistry/sadecinor04/132_04_entra.DOC .

(5)  «Πρόταση νόμου προς την Κάτω Βουλή αριθ. 84 (1998-99) Om ny strategi for Statsbygg og etablering av Statens utleiebygg AS». Η αρχική ονομασία της εταιρείας ήταν «Statens utleiebygg AS». Εφεξής χρησιμοποιείται η ονομασία «Entra» για την Entra Eiendom AS και την Statens utleiebygg AS.

(6)  «Πρόταση νόμου προς την Άνω Βουλή αριθ. 83 (1998-99) Om lov om omdanning av deler av Statsbyggs eiendomsvirksomhet til aksjeselskap». Νόμος της 18ης Φεβρουαρίου 2000, αριθ. 11.

(7)  Πηγή: http://www.statsbygg.no/english/

(8)  Ανεπίσημη μετάφραση από την Αρχή.

(9)  «St.prp. nr. 1 Tillegg nr. 10 (1999-2000). Σχετικά με τη σύσταση της εταιρείας Statens utleiebygg AS».

(10)  «Porteføljevurdering konkurransebyggene Statsbygg» Επιστολή στη Statsbygg της 10.08.99 με την εκτίμηση της CEC.

(11)  «St.prp. nr. 1 Tillegg nr. 10 (1999-2000) Σχετικά με τη σύσταση της εταιρείας Statens utleiebygg AS».

(12)  «Statens utleiebygg AS — Fastsettelse av åpningsbalanse og endelige bevilgninger til egenkapital og lån». Βασιλικό διάταγμα της 22.6.2000.

(13)  Ο όμιλος, εκτός από την Entra eiendom AS, αποτελείται από την Entra Service AS, την Universitetsgaten 2 AS, την Biskop Gunnerus gate 14 AS, την Instituttveien 24 AS, την Entra Kultur 1 AS, την Langkaia 1 AS, την Kr Augustgate 23 AS, την Nonnen utbygging AS και την Krambugt 3 AS. Πηγή: Ετήσια έκθεση 2004. Βλ. http://www.entraeiendom.no/files/Entra_Eiendom_Arsrapport_2004.pdf

(14)  Μέση συναλλαγματική ισοτιμία το 2004: 1 ευρώ = 8,3715 NOK.

(15)  Πηγή: Ετήσια έκθεση Entra 2004.

(16)  Συναλλαγματική ισοτιμία της 30ής Ιουνίου 2000: 1 ευρώ = 8,1815 NOK.

(17)  ΕΕ L 77 της 24.3.2003, σ. 21.

(18)  Πηγή: Statens Kartverk – Tinglysingen, βλέπε: http://www.statkart.no/IPS/tinglysing/?module=Articles;action=ArticleFolder.publicOpenFolder;ID=2207

(19)  Βλ. μεταξύ άλλων Dokumentavgift 2000 – S12-DOK-2001 και Rundskriv nr. 12/2005 S, στα οποία γίνεται αναφορά κατωτέρω. Βλ. επίσης http://www.toll.no/upload/dokumentavgift1_1.pdf

(20)  Το κείμενο έχει ως εξής στα νορβηγικά: «Det gis ikke fritak for dokumentavgift med mindre det er direkte hjemmel i loven eller stortingsvedtak».

(21)  Βλέπε επίσης νόμο αριθ. 44 και 45 της 13ης Ιουνίου 1997 περί κεφαλαιουχικών εταιρειών και εισηγμένων ανωνύμων εταιρειών, αντίστοιχα.

(22)  Βλέπε εγκύκλιο G-37/90, σελ. 1 σημείο 1.3. στο Dokumentavgift 2000 και στο σημείο 1. 3. στο Rundskriv nr. 12/2005 S.

(23)  Η Αρχή σημειώνει την παρατήρηση της νορβηγικής κυβέρνησης στο σημείο 4.3 της επιστολής της της 4ης Ιουνίου 2003 ότι θα μπορούσε να συζητηθεί «κατά πόσον εξακολουθεί να απαιτείται η καταχώρηση ενός εγγράφου ως έκφραση της μεταβίβασης τίτλου ιδιοκτησίας. Το θέμα εξετάζεται στο υπουργείο Δικαιοσύνης». Ωστόσο, παραμένει το γεγονός ότι οι διαδοχικές εγκύκλιοι της κυβέρνησης διατήρησαν αυτή τη θέση έως τον Ιούνιο του 2005 και άλλαξαν μόνο την πρακτική καταχώρησης για τις καταχωρήσεις μετά την ημερομηνία αυτή.

(24)  Αυτό ισχύει έστω και αν η εταιρεία που διαχωρίστηκε (Β) αποκτά την επωνυμία της αρχικής εταιρείας (A) εφόσον στην πραγματικότητα ο κάτοχος του ακινήτου παραμένει ο ίδιος, δηλαδή η αρχική εταιρεία. Αυτό θεωρείται απλή αλλαγή επωνυμίας. Βλέπε επίσης τη γνώμη του υπουργείου Δικαιοσύνης της Νορβηγίας που δημοσιεύθηκε στο U87-4.

(25)  Βλ. σημείο 7h) της επιστολής.

(26)  Βλ. πχ. σημείο 3.9 στο Rundskriv αριθ. 12/2005 S.

(27)  «Rundskriv G-6/05: Den tinglysingsmessige fremgangsmåten når fast eiendom blir overført i forbindelse med fusjon, fisjon og omdanning». Η εγκύκλιος ευρίσκεται στην αρχική σελίδα του υπουργείου Δικαιοσύνης: http://odin.dep.no/jd/norsk/dok/regelverk/rundskriv/012081-250018/dok-bn.html

(28)  Για ορισμένες από τις αναδιοργανώσεις δεν προβάλλονται, στις προπαρασκευαστικές εργασίες, λόγοι για τις απαλλαγές. Για άλλες, η διάταξη θεωρείται παρέκκλιση από τους συνήθεις κανόνες που αφορούν τα εν λόγω τέλη. Αναφέρεται, επίσης, ότι η διάταξη αντιστοιχεί σε παρόμοια διάταξη σχετικά με άλλες μετατροπές κρατικών επιχειρήσεων σε ανώνυμες εταιρείες. Τέλος, συχνά αναφέρεται ότι η εν λόγω διάταξη αντιστοιχεί στην προσέγγιση σχετικά με τη μεταβίβαση ακινήτου σε περίπτωση συγχωνεύσεων ανώνυμων εταιρειών και τραπεζών.

(29)  Βλέπε http://www.odin.dep.no/repub/00-01/stprp/80

(30)  Βλέπε http://www.odin.dep.no/repub/00-01/otprp/93

(31)  Βλέπε http://www.odin.dep.no/filarkiv/226433/STP0405001-T06-TS.pdf

(32)  Βλέπε http://www.odin.dep.no/repub/04-05/otprp/20.

(33)  Βλέπε http://odin.dep.no/nhd/norsk/dok/regpubl/stmeld/024001-040006/dok-bn.html

(34)  Βλέπε http://www.odin.dep.no/filarkiv/208116/STP0304053-TS.pdf

(35)  Βλέπε http://odin.dep.no/filarkiv/207892/OTP0304063-TS.pdf

(36)  Το κείμενο έχει ως εξής στα νορβηγικά: «Den foreslåtte omorganiseringen av Statkraft vil medføre at det påløper dokumentavgift til staten, jf Stortingets vedtak om dokumentavgift § 1 første ledd. Utgiften vil være i størrelsesorden 1,5 milliarder kroner. Departementet legger til grunn at Statkraft betaler dokumentavgift i tråd med lovens normalordning. Utgifter til dokumentavgift vil redusere overskuddet til selskapet og dermed også utbyttegrunnlaget».

(37)  Επιστολή του υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας της 16ης Σεπτεμβρίου 2004.

(38)  Πρβλ. συνεκδικασθείσες υποθέσεις 67/85, 68/85 και 70/85 Van der Kooy κατά Επιτροπής Συλλογή [1988], σ. 219· υπόθεση C-290/83, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή [1985], σ. 439· υπόθεση C-482/99 Γαλλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, Συλλογή [2002], σ. I-4397· υπόθεση C-379/98 Preussen Elektra AG κατά Schleswag AG, Συλλογή [2001], σ. I-2099.

(39)  St.prp.αριθ.84 (1998-99) «Om ny strategi for Statsbygg og etablering av Statens utleiebygg AS». Υποβλήθηκε στις 4 Ιουνίου 1999.

(40)  Lov av 15.6.2001«Om omdanning av Jernbaneverkets kommersielle televirksomhet til aksjeselskap».

(41)  Lov av 17.12.2004«Om omdanning av Kystverkets produksjonsvirksomhet til statsaksjeselskap».

(42)  Το κείμενο στα νορβηγικά έχει ως εξής: «Departementet legger til grunn at Statkraft betaler dokumentavgift i tråd med lovens normalordning».

(43)  Βλέπε σημείο I.4 ανωτέρω.

(44)  Βλέπε στο πλαίσιο αυτό: υπόθεση 173/73 Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή [1974], σ. 709 (σκέψη 33) και υπόθεση C-75/97 Βασίλειο του Βελγίου κατά Επιτροπής, Συλλογή [1999], σ. I-3671.

(45)  Πρβλ., μεταξύ άλλων, τις συνεκδικασθείσες υποθέσεις E-5/04, E-6/04 και E-7/04 Fesil, Pil και το Βασίλειο της Νορβηγίας κατά της Εποπτεύουσας Αρχή της ΕΖΕΣ, απόφαση της 21ης Ιουλίου 2005 (σκέψεις 82-85)· υπόθεση 173/73 Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή [1974], σ. 709 (σκέψη 33), υπόθεση C-143/99 Adria Wien Pipeline, Συλλογή [2001], σ. I-8365 (σκέψη 42)· υπόθεση C-157/01 Βασίλειο των Κάτω Χωρών κατά Επιτροπής, που αναφέρεται ανωτέρω (σκέψη 42), και υπόθεση C-308/01 GIL Insurance Ltd, που αναφέρεται ανωτέρω.

(46)  Πρβλ. π.χ. υπόθεση C-157/01 Βασίλειο των Κάτω Χωρών κατά Επιτροπής, που αναφέρεται ανωτέρω, σκέψη 43.

(47)  Βλέπε ανωτέρω σημείο I.4.

(48)  Υπόθεση C 27/99 που δημοσιεύθηκε στην ΕΕ L 77 της 24.3.2003, σ. 21.

(49)  Πρβλ. σκέψη 37 της απόφασης.

(50)  Πρβλ. σκέψεις 76-81 της απόφασης.

(51)  Πρβλ. υπόθεση 173/73 Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή [1974], σ. 709.

(52)  Πρβλ. υπόθεση T-157/01 Danske Busvognmænd κατά Επιτροπής, απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004, σκέψη 57.

(53)  Επιστολές της 4ης Ιουνίου 2003, της 16ης Σεπτεμβρίου 2004 και της 30ής Ιουνίου 2005 του υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας.

(54)  Πρβλ. για αντίστοιχη προσέγγιση σε συναφή τομέα κρατικών ενισχύσεων, υπόθεση C-280/00 Altmark Trans GmbH, Συλλογή [2003], σ. I-7747 (σκέψεις 83-95). Βλ. επίσης τη γνώμη του γενικού εισαγγελέα Jacobs σημεία 117-129 της υπόθεσης C-126/01 GEMO, Συλλογή [2003], σ. I-13769.

(55)  Βλ. επιστολή της 16ης Σεπτεμβρίου 2004 του υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας.

(56)  Υπόθεση 730/79 Philip Morris Holland BV κατά Επιτροπής, Συλλογή [1980], σ. 2671, σκέψη 11.

(57)  Πρβλ. μεταξύ άλλων, υπόθεση C-126/01 Gemo, απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2003· υπόθεση ase E-6/98 κυβέρνηση της Νορβηγίας κατά της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ [1999] Έκθεση του δικαστηρίου ΕΖΕΣ, σ. 76, σκέψη 59· υπόθεση 730/79, Philip Morris κατά Επιτροπής, Συλλογή [1980], σ. 2671, σκέψη 11.

(58)  Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Ε-5/04, E-6/04 και E-7/04 Fesil, Pil και Βασίλειο της Νορβηγίας κατά της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ, απόφαση της 21ης Ιουλίου 2005, σκέψη 94.

(59)  Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-298/97 - T-312/97 κ.ά., Alzetta a.o. κατά Επιτροπής, Συλλογή [2000], σ. 2319, σκέψεις 76-78.

(60)  Υπόθεση T-55/99 CETM κατά Επιτροπής, Συλλογή [2000], σ. ΙΙ-3207, σκέψη 86.

(61)  Υπόθεση C-303/88 Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή [1991], σ. I-1433, σκέψη 27· συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-278/92 έως C-280/92 Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή [1994], σ. I-4103, σκέψη 40.

(62)  Η Ένωση Εμπορικών Ακινήτων αποτελεί τμήμα της Εθνικής Ομοσπονδίας του Κατασκευαστικού Τομέα της Νορβηγίας(«Byggenæringens Landsforening (BNL)»). Η BNL αποτελεί τμήμα της Συνομοσπονδίας Νορβηγικών Επιχειρήσεων (NHO).

(63)  Πηγή: http://www.foreningen-naringseiendom.no/medlemsbedriftene.

(64)  Πηγή: http://www.olavthon.no/

(65)  Πηγή: http://www.ne.no/linstow

(66)  Πηγή: http://www.ica.no/FrontServlet?s=eiendom&state=eiendom_dynamic&viewid=919&expand=1

(67)  Πηγή: http://www.aberdeenpropertyinvestors.no

(68)  Πρβλ. υπόθεση C-350/93 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή [1995], σ. Ι-699, σκέψη 22.

(69)  Πρβλ. υπόθεση C-75/97 Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή [1999], σ. I-3671, σκέψη 66, και υπόθεση C-310/99 Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή [2002], σ.I-2289, σκέψη 99.

(70)  Πρβλ. υπόθεση C-169/95 Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή [1997], σ. I-135, σκέψη 51.