17.2.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 40/17


Προσφυγή που ασκήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 2004 από την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ κατά του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν

(Υπόθεση E-8/04)

(2005/C 40/10)

Προσφυγή κατά του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν, ασκηθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ στις 8 Νοεμβρίου 2004, από την Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ, εκπροσωπούμενη από τους Niels Fenger και Elisabethann Wright, υπαλλήλους της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ, 35, Rue Belliard, B-1040 Βρυξέλλες.

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο πρέπει,

1.

Να δηλώσει ότι με τη διατήρηση σε ισχύ τις διατάξεις του άρθρου 25 του τραπεζικού νόμου, σύμφωνα με τις οποίες η υποχρέωση μόνιμης κατοικίας επιβάλλεται τουλάχιστο για ένα από τα μέλη του Διοικητικού και του Διευθυντικού Συμβουλίου τράπεζας εγκατεστημένης στο έδαφός του, το Πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν δεν σεβάστηκε την ελευθερία εγκατάστασης που προβλέπεται στο άρθρο 31 της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό χώρο, και

2.

να διατάξει το Πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα.

Νομικά και πραγματικά περιστατικά και νομική θεμελίωση:

Το άρθρο 31 παράγραφος 1 ΕΟΧ προβλέπει ίση μεταχείριση των υπηκόων του ΕΟΧ που επικαλούνται το δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης και των υπηκόων της χώρας εγκατάστασης.

Το άρθρο 33 ΕΟΧ προβλέπει παρέκκλιση από το δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης.

Το Δικαστήριο ΕΖΕΣ στην απόφασή του στην υπόθεση E-3/98 Rainford-Towning, EFTA Court Reports 1998, σ. 205, και στην υπόθεση E-2/01 Pucher, EFTA Court Reports 2002, σ. 44, ανέφερε ότι, κατά πάγια νομολογία του ΔΕΚ, «οι κανόνες της ίσης μεταχειρίσεως απαγορεύουν όχι μόνον τις εμφανείς δυσμενείς διακρίσεις, που στηρίζονται στην ιθαγένεια, αλλά και όλες τις συγκεκαλυμμένες μορφές δυσμενούς διακρίσεως οι οποίες, με την εφαρμογή άλλων κριτηρίων διακρίσεων, καταλήγουν στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα».

Το Δικαστήριο ΕΖΕΣ και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «μια εθνική ρύθμιση που προβλέπει διαφοροποίηση στηριζόμενη στο κριτήριο της κατοικίας εγκυμονεί τον κίνδυνο να αποβεί κυρίως σε βάρος των υπηκόων άλλων κρατών μελών. Πράγματι, οι μη κάτοικοι ημεδαπής είναι συνήθως και μη ημεδαποί». Rainford-Towning, παράγραφος 29.

Επίσης, το Δικαστήριο ΕΖΕΣ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «όσον αφορά την αντλούμενη από τη δημόσια τάξη δικαιολογία, που επίσης προβλέπεται στο άρθρο 33 της συμφωνίας ΕΟΧ, πρέπει να υπομνηστεί ότι μολονότι μπορεί να δικαιολογήσει ορισμένους περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων επί των οποίων εφαρμόζεται το κοινοτικό δίκαιο, η προσφυγή στην έννοια της δημοσίας τάξεως, που χρησιμοποιείται στο άρθρο 48, παράγραφος 3, της Συνθήκης, προϋποθέτει, εν πάση περιπτώσει, την ύπαρξη, εκτός της κοινωνικής διαταραχής που συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, μια πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή θίγουσα ένα θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας». Rainford-Towning, παράγραφος 40.

Το Δικαστήριο ΕΖΕΣ αναγνώρισε ότι η προστασία του ρόλου και της καλής φήμης του τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών αποτελεί θεμιτό στόχο της δημόσιας τάξης και το γεγονός ότι το Λιχτενστάιν δεν είναι μέρος της σύμβασης του Λουγκάνο μπορεί να οδηγήσει σε ορισμένες επιπλοκές.