Κρατική ενίσχυση (00-002 Ισλανδία) - Ανακοίνωση της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ, δυνάμει του άρθρου 1 παράγραφος 2 του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί ιδρύσεως Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου, στις άλλες χώρες ΕΖΕΣ, στα κράτη μέλη της ΕΕ και στα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με κρατική ενίσχυση υπό μορφή περιφερειακής ενίσχυσης στην Ισλανδία (χάρτης ενισχυομένων περιοχών) (ενίσχυση αριθ. 00-002)
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 368 της 21/12/2000 σ. 0012 - 0014
Κρατική ενίσχυση (00-002 Ισλανδία) Ανακοίνωση της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ, δυνάμει του άρθρου 1 παράγραφος 2 του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί ιδρύσεως Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου, στις άλλες χώρες ΕΖΕΣ, στα κράτη μέλη της ΕΕ και στα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με κρατική ενίσχυση υπό μορφή περιφερειακής ενίσχυσης στην Ισλανδία (χάρτης ενισχυομένων περιοχών) (ενίσχυση αριθ. 00-002) (2000/C 368/19) Με την απόφαση αριθ. 135/00/COL της 12ης Ιουλίου 2000, η ουσία της οποίας παρατίθεται κατωτέρω, η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ κίνησε τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί ιδρύσεως Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου και πληροφόρησε την ισλανδική κυβέρνηση μέσω αντιγράφου της απόφασης. Ι. ΓΕΓΟΝΟΤΑ Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ (εφεξής "η αρχή") ενέκρινε με απόφαση της 4ης Νοεμβρίου 1998(1) νέες κατευθυντήριες γραμμές περί εθνικών περιφερειακών ενισχύσεων. Η αρχή πρότεινε σ' αυτή την απόφαση, ως κατάλληλο μέτρο σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 του πρωτοκόλλου 3 της Συμφωνίας περί ιδρύσεως Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου, οι χώρες ΕΖΕΣ να περιορίσουν την ισχύ όλων των καταλόγων των ενισχυομένων περιοχών, οι οποίοι εγκρίθηκαν από την αρχή χωρίς καταληκτική ημερομηνία ή με ημερομηνία λήξης μετά την 31η Δεκεμβρίου 1999, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1999. Η αρχή πρότεινε επίσης, ως ένα κατάλληλο μέτρο σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 του πρωτοκόλλου 3 της συφωνίας περί ιδρύσεως Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου, οι χώρες ΕΖΕΣ να τροποποιήσουν όλα τα ισχύοντα καθεστώτα περιφερειακών ενισχύσεων, τα οποία θα ήταν εν ισχύ μετά την 31η Δεκεμβρίου 1999, ώστε να καταστούν συμβατά με τις κατευθυντήριες γραμμές που εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2000. Με επιστολή της 4ης Νοεμβρίου 1998(2) οι ισλανδικές αρχές πληροφορήθηκαν ότι η αρχή είχε εκδώσει αυτές τις νέες κατευθυντήριες γραμμές περί εθνικών περιφερειακών ενισχύσεων. Αντίγραφο της απόφασης της αρχής, που περιείχε τα νέα κεφάλαια και παραρτήματα των κατευθυντηρίων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις, ήταν συνημμένο στην επιστολή. Από τις ισλανδικές αρχές ζητήθηκε να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των σχετικών προταθέντων μέτρων μέσα σε δύο μήνες, δηλαδή πριν την 4η Ιανουαρίου 1999. Επιπλέον, ζητήθηκε από τις ισλανδικές αρχές να διαβιβάσουν στην αρχή σε έξι μήνες από την ημερομηνία της επιστολής, δηλαδή πριν την 4η Μαΐου 1999, τις προβλεπόμενες αλλαγές, με σκοπό τα υπάρχοντα καθεστώτα περιφερειακών ενισχύσεων να καταστούν, από την 1η Ιανουαρίου 2000, συμβατά με τις κατευθυντήριες γραμμές. Η αρχή, στην επιστολή της της 4ης Νοεμβρίου 1998, κατέστησε σαφές ότι εάν οι ισλανδικές αρχές δεν υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους σε διάστημα δύο μηνών και δεν διαβίβαζαν τις προαναφερθείσες αλλαγές μέσα σε έξι μήνες ή αν δεν ήταν σε θέση να συμφωνήσουν μα τα προταθέντα μέτρα (ή με μέρος αυτών), η αρχή θα ήταν υποχρεωμένη να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί ιδρύσεως Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου σχετικά με τα προαναφερθέντα καθεστώτα ενισχύσεων. Η αρχή, στην επιστολή της της 26ης Ιανουαρίου 1999(3), υπενθύμισε στις ισλανδικές αρχές την επιστολή της της 4ης Νοεμβρίου 1998 και ζήτησε από αυτές να υποβάλουν τις παραρτηρήσεις τους επί των σχετικών προταθέντων μέτρων το ταχύτερο δυνατόν και το αργότερο την 12η Φεβρουαρίου 1999. Η αρχή, με επιστολή της της 11ης Μαΐου 1999(4), υπενθύμισε στις ισλανδικές αρχές ότι δεν είχε λάβει καμία απάντηση και ζήτησε από τις ισλανδικές αρχές να απαντήσουντο ταχύτερο δυνατόν και το αργότερο την 28η Μαΐου 1999. Η αρχή, με επιστολή της της 23ης Ιουνίου 1999(5), πληροφόρησε τις ισλανδικές αρχές ότι δεν είχε λάβει καμία απάντησή τους. Η αρχή ζήτησε από τις ισλανδικές αρχές να γνωστοποιήσουν τη συμφωνία τους με την απόφαση της αρχής της 4ης Νοεμβρίου 1998 ή άλλως να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εντός 15 εργάσιμων ημερών. Επιπλέον ζητήθηκε από τις ισλανδικές αρχές να γνωστοποιήσουν το αργότερο την 1η Σεπτεμβρίου 1999 τις τροποποιήσεις όλων των υφισταμένων καθεστώτων περιφερειακών ενισχύσεων που θα ήταν εν ισχύ μετά την 31η Δεκεμβρίου 1999. Η αρχή κατέστησε σαφές ότι εάν δεν εδίδετο απάντηση μέσα στα προαναφερθέντα χρονικά όρια θα ήταν υποχρεωμένη να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί ιδρύσεως Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου σε σχέση με τα προαναφερθέντα καθεστώτα ενίσχυσης. Οι ισλανδικές αρχές, με επιστολή της 7ης Ιουλίου 1999 της ισλανδικής αντιπροσωπείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία παρελήφθη και πρωτοκολλήθηκε την 7η Ιουλίου 1999(6), αποδέχθηκαν τις νέες κατευθυντήριες γραμμές για τις περιφερειακές ενισχύσεις, καθώς και τα κατάλληλα μέτρα. Οι ισλανδικές αρχές, με επιστολή της 4ης Οκτωβρίου 1999 της ισλανδικής αντιπροσωπείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία παρελήφθη και πρωτοκολλήθηκε την 4η Οκτωβρίου 1999(7), πληροφόρησαν την αρχή ότι δεν ήταν δυνατόν να θεσπίσουν "εγκαίρως κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο νέα νομικά μέτρα ενισχύσεων" λόγω αναδιοργάνωσης. Η αρχή, με επιστολή της της 6ης Οκτωβρίου 1999(8), υπενθύμισε στις ισλανδικές αρχές τις επιστολές της της 4ης Νοεμβρίου 1998 και της 23ης Ιουνίου 1999 με τις οποίες είχε καταστήσει σαφές ότι εάν οι ισλανδικές αρχές δεν διαβίβαζαν τις προαναφερθείσες τροποποιήσεις εντός των ανωτέρω προαναφερθεισών προθεσμιών, θα ήταν υποχρεωμένη να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 1 παράγραφος 2 του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί ιδρύσεως Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου. Η αρχή κατέστησε σαφές ότι η ισχύς όλων των καταλόγων των ενισχυομένων περιοχών στην Ισλανδία και των υφιστάμενων καθεστώτων ενισχύσεων έληγε την 31η Δεκεμβρίου 1999. Επιπλέον η αρχή υπενθύμισε στις ισλανδικές αρχές ότι οι νέες κατευθυντήριες γραμμές και τα κατάλληλα μέτρα είχαν γίνει αποδεκτά από τις ισλανδικές αρχές με επιστολή τους της 7ης Ιουλίου 1999 και εφαρμόζονταν ανεξάρτητα από το αν οι ισλανδικές υπηρεσίες ήταν υπό αναδιοργάνωση ή όχι. Τέλος η αρχή ακόμη μία φορά ζήτησε από τις ισλανδικές αρχές να γνωστοποιήσουν το συντομότερο δυνατόν τις τροποποιήσεις όλων των υπαρχόντων καθεστώτων περιφερειακών ενισχύσεων που θα μπορούσαν να είναι εν ισχύ μετά την 31η Δεκεμβρίου 1999. Σε συνεδρίαση εκπροσώπων των ισλανδικών αρχών και της αρχής στο Ρέικιαβικ στις 26 Νοεμβρίου 1999 υπενθυμίστηκε στις ισλανδικές αρχές η υποχρέωσή τους να γνωστοποιήσουν τον χάρτη των ενισχυομένων περιοχών. Οι ισλανδικές αρχές, με επιστολή της 6ης Ιανουαρίου 2000(9) της ισλανδικής αντιπροσωπείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία παρελήφθη και πρωτοκολλήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 2000, πληροφόρησαν την αρχή ότι ένας νέος νόμος για το περιφερειακό ινστιτούτο θα ετίθετο σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2000. Οι περιφερειακό ινστιτούτο θα ετίθετο σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2000. Οι ισλανδικές αρχές πληροφόρσαν την αρχή ότι ήταν στις προθέσεις της ισλανδικής κυβέρνησης να συνδράμει τις ίδιες περιοχές όπως και πριν και ότι η πυκνότητα πληθυσμού θα εχρησιμοποιείτο ως κριτήριο βάσει του οποίου θα χορηγούνται οι ενισχύσεις. Η πυκνότητα του πληθυσμού αντερχόταν σε 38,5 % σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές. Επιπλέον, η επιστολή δήλωνε ότι οι ισλανδικές αρχές προτίθεντο να χρησιμοποιήσουν 20 % καθαρού ισοδύναμου ενίσχυσης (ΚΙΕ) ως οροφή για τις περιφερειακές ενισχύσεις, με δυνατότητα προσαύξησης 10 % για τις ΜΜΕ. Οι ισλανδικές αρχές, με επιστολή της 12ης Ιανουαρίου 2000(10) της ισλανδικής αντιπροσωπείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία παρελήφθη και πρωτοκολλήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 2000, πληροφόρησαν ότι: "την 1η Ιανουαρίου 2000 τέθηκε σε ισχύ ένας νέος νόμος για το περιφερειακό ινστιτούτο στην Ισλανδία. Σύμφωνα με το νέο νόμο η λήψη αποφάσεων για νέα περιφερειακά προγράμματα ενισχύσεων και η χορήγηση ενίσχυσης σε επιμέρους σχέδια θα αποτελεί καθήκον του διοικητικού συμβουλίου του περιφερειακού ινστιτούτου. Δεν θα ληφθούν νέες αποφάσεις για περιφερειακές ενισχύσεις έως ότου εκλεγεί το νέο διοικητικό συμβούλιο. Αμέσως μόλις το νέο διοικητικό συμβούλιο θα έχει εκλεγεί το υπουργείο θα ενημερώσει το διοικητικό συμβούλιο σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση σε ό,τι αφορά τις γνωστοποιήσεις σχετικά με περιφερειακές ενισχύσεις στην Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ. Το υπουργείο θα ζητήσει επίσης από το διοικητικό συμβούλιο να μην λάβει αποφάσεις για νέα προγράμματα περιφερειακών ενισχύσεων πριν η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ εγκρίνει μια πρόταση των ισλανδικών αρχών για περιφερειακή ενίσχυση." Η ισλανδική αντιπροσωπεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση με επιστολή της της 21ης Μαρτίου 2000(11) η οποία παρελήφθη και πρωτοκολλήθηκε στις 21 Μαρτίου 2000, διαβίβασε επιστολή των Υπουργείων Βιομηχανίας και Εμπορίου η οποία δήλωνε ότι: "Το υπουργείο με την παρούσα γνωστοποιεί πρόταση με την οποία όλες οι περιοχές εκτός από την περιοχή η οποία αναφέρεται στην παρούσα ως περιοχή της πρωτεύουσας θα είναι επιλέξιμες για περιφερειακή ενίσχυση". Σύμφωνα με τις ισλανδικές αρχές ο πληθυσμός που ζει στις προταθείσες για ενίσχυση περιοχές σε ποσοστό του συνολικού πληθυσμού της χώρας ανήρχετο την 1η Δεκεμβρίου 1999 σε 38,5 %. Η αρχή, με επιστολή της της 4ης Απριλίου 2000(12), πληροφόρησε τις ισλανδικές αρχές ότι δεν θεωρούσε ότι η επιστολή της 21ης Μαρτίου 2000 αποτελούσε γνωστοποίηση, επειδή δεν αναφερόταν στο άρθρο 1 παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί ιδρύσεως Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου(13). Επιπλέον η αρχή θεώρησε τις πληροφορίες που υποβλήθηκαν ελλιπείς. Η προτάση δεν περιείχε καμία πληροφορία σχετικά με τις εντάσεις των ενισχύσεων. Επιπλέον, η πρόταση δεν περιείχε πληροφορίες σχετικά με τη μεθοδολογία και τους ποσοτικούς δείκτες που οι ισλανδικές αρχές είχαν χρησιμοποιήσει για να καθορίσουν τις επιλέξιμες περιοχές(14). Είχε επισημανθεί στις ισλανδικές αρχές ότι η Ισλανδία από την 1η Ιανουαρίου 2000 και μέχρις ότου η αρχή εγκρίνει το νέο χάρτη, δεν διέθετε έναν αξιόπιστο χάρτη για τις ενισχυόμενες περιοχές. Τέλος η αρχή κατέστησε σαφές ότι η χορήγηση οποιασδήποτε περιφερειακής ενίσχυσης χωρίς την έγκριση της αρχής θα είναι παράνομη. Οι ισλανδικές αρχές εξέδωσαν τον κανονισμό αριθ. 347/2000, της 16ης Μαΐου 2000, για το ινστιτούτο περιφερειακής ανάπτυξης (IRD)(15). Ο κανονισμός περιέχει διατάξεις οι οποίες, μεταξύ άλλων, επιτρέπουν στο IRD να χορηγήσει δάνεια και εγγυήσεις (άρθρο 14) και περιορίζουν τους δήμους όπου μπορεί να χορηγηθεί περιφερειακή ενίσχυση (άρθρο 17). Ο κανονισμός εξεδόθη με βάση το άρθρο 19 του κοινοβουλευτικού νόμου αριθ. 106/1999, της 27ης Δεκεμβρίου 1999. ΙΙ. ΕΚΤΙΜΗΣΗ Κάθε περιφερειακή ενίσχυση στην Ισλανδία που χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους θα ευνοήσει ορισμένες επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ. Οι δικαιούχες επιχειρήσεις θα είναι πραγματικά σε εν δυνάμει ανταγωνισμό με παρόμοιες επιχειρήσεις στην Ισλανδία και σε άλλες χώρες του ΕΟΧ. Τέτοιες ενισχύσεις θα στρεβλώσουν ή θα απειλούν με στρέβλωση τον ανταγωνισμό και θα επηρεάσουν το εμπόριο μέσα στον ΕΟΧ. Η δημόσια ενίσχυση συνεπώς θα αποτελεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ. Η αρχή είναι υποχρεωμένη να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί ιδρύσεως Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου, σε κάθε περίπτωση για την οποία υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης με τη λειτουργία της συμφωνίας ΕΟΧ. Η διαδικασία είναι εφαρμόσιμη σε όλους τους τύπους περιπτώσεων, είτε η ενίσχυση έχει γνωστοποιηθεί είτε δεν έχει γνωστοποιηθεί ή και ακόμη εάν ήδη υφίσταται. Η απόφαση να κινηθεί η διαδικασία είναι με επιφύλαξη της τελικής απόφσης. Σκοπός της διαδικασίας του άρθρου 1 παράγραφος 2 του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί ιδρύσεως Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου είναι να εξασφαλιστεί η πλήρης εξέταση της υπόθεσης δίνοντας σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους(16). Η αρχή, κατά την έγκριση την 4η Νοεμβρίου 1998 των νέων κατευθυντηρίων γραμμών περιφερειακών ενισχύσεων, πρότεινε δύο κατάλληλα μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί ιδρύσεως Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου. Το πρώτο μέτρο ήταν ο περιορισμός από τις χώρες ΕΖΕΣ της ισχύος των πινάκων των ενισχυομένων περιοχών που εγκρίθηκε από την αρχή χωρίς καταληκτική ημερομηνία, ή με καταληκτική ημερομηνία μετά την 31η Δεκεμβρίου 1999, στην 31η Δεκεμβρίου 1999. Κατά δεύτερο λόγο, οι χώρες ΕΖΕΣ οφείλουν να τροποποιήσουν όλα τα ισχύοντα καθεστώτα περιφερειακών ενισχύσεων, τα οποία θα μπορούσαν να είναι σε ισχύ μετά την 31η Δεκεμβρίου 1999, έτσι ώστε να καταστούν συμβατά με τις κατευθυντήριες γραμμές που εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2000. Οι ισλανδικές αρχές με επιστολή τους της 7ης Ιουλίου 1999 έκαναν αποδεκτά αυτά τα κατάλληλα μέτρα. Η αρχή υπενθύμισε σε διάφορες ευκαιρίες (βλέπε σημείο I ανωτέρω) στις ισλανδικές αρχές ότι η ίδια θα ήταν υποχεωμένη να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί ιδρύσεως Εποτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου εάν δεν ελάμβανε καμία γνωστοποίηση. Επίσης η αρχή κατέστησε σαφές στις ισλανδικές αρχές ότι η Ισλανδία δεν διέθετε αξιόπιστο χάρτη ενισχυομένων περιοχών μετά την 1η Ιανουαρίου 2000 και ότι οποιαδήποτε περιφερειακή ενίσχυση χορηγείτο μετά από αυτή την ημερομηνία χωρίς την έγκριση της αρχής θα εθεωρείτο παράνομη(17). Οι ισλανδικές αρχές θέσπισαν νομοθεσία για το IRD (βλέπε τελευταίο εδάφιο του σημείου I ανωτέρω) χωρίς να γνωστοποιήσουν το γεγονός στην αρχή. Η τελευταία φράση του άρθρου 1 παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί ιδρύσεως Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου προβλέπει ότι μια χώρα ΕΖΕΣ δεν πρέπει να θέσει σε ισχύ ένα προτεινόμενο μέτρο ενίσχυσης έως ότου εκδοθεί τελική απόφαση με βάση τη διαδικασία του άρθρου 1 παράγραφος 2. Η διάταξη αυτή συνεπάγεται γενική απαγόρευση εφαρμογής της ενίσχυσης πριν η αρχή λάβει απόφαση (ακόμα και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν έχει κινηθεί επίσημη διαδικασία). "Θέση σε εφαρμογή" δεν σημαίνει μόνο τη χορήγηση ενίσχυσης στον δικαιούχο, αλλά και την επιβεβαίωση των εξουσιών οι οποίες επιτρέπουν να χορηγηθεί η ενίσχυση χωρίς να έχουν λάβει χώρα περαιτέρω τυπικές πράξεις(18). Συνεπώς η έκδοση του κανονισμού για το IRD παραβαίνει το άρθρο 1 παράγραφος 3 του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί ιδρύσεως Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου. Λόγω των προηγουμένων η αρχή είναι υποχρεωμένη να κινήσει τη διαδικασία που πορβλέπεται από το άρθρο 1 παράγραφος 2 του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί ιδρύσεως Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου. Η αρχή υπενθυμίζει στις ισλανδικές αρχές ότι η ίδια θα μπορούσε να ζητήσει από την Ισλανδία να αναστείλει την πληρωμή της ενίσχυσης εν αναμονή του αποτελέσματος της έρευνας(19). Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η εντολή αναστολής δεν είναι αρκετή, η αρχή μπορεί να δώσει εντολή στην Ισλανδία να ανακτήσει κάθε ενίσχυση που έχει καταβληθεί κατά παράβαση των διαδικαστικών απαιτήσεων. Εάν η Ισλανδία δεν αναστείλει την πληρωμή της ενίσχυσης ή δεν ανακτήσει την ενίσχυση μετά από την έκδοση εντολής αναστολής, η αρχή έχει το δικαίωμα, ενώ βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη η εξέταση της ουσίας του θέματος, να φέρει το θέμα στο Δικαστήριο της ΕΖΕΣ και να κάνει αίτηση για έκδοση δήλωσης κατά την οποία αυτές οι χορηγήσεις αποτελούν παράβαση της συμφωνίας ΕΟΧ. Τέλος υπενθυμίζεται στις ισλανδικές αρχές ότι η αρχή δικαιούται να προβεί και να λάβει απόφαση με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες ακόμη και εν απουσία κάθε υποβολής σ' αυτήν από την Ισλανδία. Η Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ με την παρούσα γνωστοποιεί στις χώρες ΕΖΕΣ, τα κράτη μέλη της ΕΕ και στα ενδιαφερόμενα μέρη ότι δύνανται να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους για τα εν λόγω μέτρα μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευση αυτής της γνωστοποίησης, στην: Εποπτεύουσα Αρχή ΕΖΕΣ rue de Trèves/Trierstraat 74 Β - 1040 Bruxelles/Brussel. Οι υποβληθείσες παρατηρήσεις θα διαβιβαστούν στην ισλανδική κυβέρνηση. (1) Απόφαση αριθ. 316/98/COL. (2) Σχετ.: έγγραφο αριθ. 98-7502 D. (3) Σχετ.: έγγραφο αριθ. 99-688 D. (4) Σχετ.: έγγραφο αριθ. 99-3472 D. (5) Σχετ.: έγγραφο αριθ. 99-4657 D. (6) Σχετ.: έγγραφο αριθ. 99-5111 A. (7) Σχετ.: έγγραφο αριθ. 99-7324 A. (8) Σχετ.: έγγραφο αριθ. 99-7348 D. (9) Σχετ.: έγγραφο αριθ. 00-108 A. (10) Σχετ.: έγγραφο αριθ. 00-236 A. (11) Σχετ.: έγγραφο αριθ. 99-2410 A. (12) Σχετ.: έγγραφο αριθ. 00-2697 D. (13) Βλέπε σημείο 3.2.3 των κατευθυντηρίων γραμμών. (14) Βλέπε κεφάλαιο 25, περιφερειακές ενισχύσεις, των κατευθυντηρίων γραμμών. (15) Στα ισλανδικά: Reglugerð frá 16. maí 2000 n.r. 347/2000 fyrir Byggðastofnun. Heimildarlög: Lög nr. 106/1999 frá 27. desember 1999. (16) Βλέπε κατευθυντήριες γραμμές κρατικών ενισχύσεων, κεφάλαιο 5.2. (17) "Ενίσχυση παράνομη σύμφωνα με τη διαδικασία", βλέπε κατευθυντήριες γραμμές κρατικών ενισχύσεων, κεφάλαιο 6. (18) Βλέπε κατευθυντήριες γραμμές κρατικών ενισχύσεων, κεφάλαιο 3.3. (19) Η διαδικασία περιγράφεται στο κεφάλαιο 6.2.1 των κατευθυντηρίων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις.