30.8.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 224/35


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα:

«Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προσαρμογή στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ, ορισμένων πράξεων που υπόκεινται στη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης, όσον αφορά την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο — Μέρος πρώτο»

«Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προσαρμογή στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ, ορισμένων πράξεων που υπόκεινται στη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης, όσον αφορά την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο — Προσαρμογή στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο — Μέρος δεύτερο»

«Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προσαρμογή στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ, ορισμένων πράξεων που υπόκεινται στη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης, όσον αφορά την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο — Προσαρμογή στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο — Τρίτο μέρος»

«Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προσαρμογή στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ, ορισμένων πράξεων που υπόκεινται στη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης, όσον αφορά την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο — Προσαρμογή στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο — Μέρος IV»

COM(2007) 741 τελικό — 2007/0262 (COD)

COM(2007) 824 τελικό — 2007/0293 (COD)

COM(2007) 822 τελικό — 2007/0282 (COD)

COM(2008) 71 τελικό — 2008/0032 (COD)

(2008/C 224/07)

Στις 21 Ιανουαρίου, 24 Ιανουαρίου και 4 Μαρτίου 2008, το Συμβούλιο απoφάσισε, σύμφωνα με το άρθρο 95 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για τα ακόλουθα θέματα:

«Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προσαρμογή στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ, ορισμένων πράξεων που υπόκεινται στη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης, όσον αφορά την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο — Μέρος πρώτο»

«Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προσαρμογή στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ, ορισμένων πράξεων που υπόκεινται στη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης, όσον αφορά την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο Προσαρμογή στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο — Μέρος δεύτερο»

«Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προσαρμογή στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ, ορισμένων πράξεων που υπόκεινται στη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης, όσον αφορά την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο Προσαρμογή στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο — Τρίτο μέρος»

«Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προσαρμογή στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ, ορισμένων πράξεων που υπόκεινται στη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης, όσον αφορά την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο Προσαρμογή στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο — Μέρος IV».

Στις 11 Δεκεμβρίου 2007, 15 Ιανουαρίου 2008 και 11 Μαρτίου 2008, το Προεδρείο της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής ανέθεσε στο τμήμα «Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση» την προπαρασκευή των εργασιών της επί του θέματος αυτού.

Λόγω του επείγοντος χαρακτήρα του θέματος, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή κατά την 445η σύνοδο της ολομέλειάς της, που πραγματοποιήθηκε στις 28 και 29 Μαΐου 2008 (συνεδρίαση της 29ης Μαΐου) όρισε ως γενικό εισηγητή τον κ. Pezzini, και υιοθέτησε ομόφωνα την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1

Η ΕΟΚΕ χαιρετίζει τη θέσπιση κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο στο σύστημα της επιτροπολογίας και την ευθυγράμμιση με τη διαδικασία αυτή των τεσσάρων δεσμών οδηγιών και κανονισμών που προτείνονται.

1.2

Η ΕΟΚΕ σημειώνει ότι η επείγουσα τροποποίηση ορισμένων πράξεων που προτείνεται από την Επιτροπή (1) ευθυγραμμίζεται με την απόφαση 2006/512/ΕΚ και την κοινή δήλωση σχετικά με τον κατάλογο των πράξεων που πρέπει να προσαρμοστούν το συντομότερο δυνατό και την άρση των χρονικών περιορισμών στην άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων της Επιτροπής.

1.3

Η ΕΟΚΕ συνιστά να εγκριθούν εγκαίρως οι κανόνες για την προσαρμογή ορισμένων πράξεων στην απόφαση 2006/512/ΕΚ και μάλιστα πριν τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη της Λισσαβώνας.

1.4

Όντως, η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι η Συνθήκη της Λισσαβώνας εισάγει μια νέα νομοθετική ιεραρχία, κάνοντας διάκριση μεταξύ νομοθετικών, εκχωρημένων και εκτελεστικών αρμοδιοτήτων· το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα διαθέτουν ίσες εξουσίες σε ό,τι αφορά την καθιέρωση διαδικασιών για τον έλεγχο παρόμοιων πράξεων.

1.5

Η ΕΟΚΕ τονίζει τη σημασία που έχουν τα ακόλουθα σημεία:

η πλήρης συμμετοχή του ΕΚ·

η προσαρμογή και απλούστευση των διαδικασιών·

η καλύτερη πληροφόρηση του ΕΚ σχετικά με τις επιτροπές και τα μέτρα τα οποία προτάσσονται σε όλα τα στάδια της διαδικασίας· καθώς και

η επιβεβαίωση της άρσης των χρονικών περιορισμών για τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που περιλαμβάνονται σε ορισμένες πράξεις οι οποίες υπάγονται στη διαδικασία συναπόφασης και τη διαδικασία Lamfalussy.

1.6

Η ΕΟΚΕ τονίζει πόσο σημαντικό είναι να διασφαλιστεί ότι οι διαδικασίες επιτροπολογίας είναι όσο το δυνατόν περισσότερο διαφανείς και προσπελάσιμες για τους κατοίκους της ΕΕ, ιδιαίτερα δε εκείνους που επηρεάζονται από τις εν λόγω πράξεις.

1.7

Η ΕΟΚΕ τονίζει την ανάγκη πλήρους συμμόρφωσης με το άρθρο 8 (α) της Συνθήκης της Λισσαβώνας, το οποίο ορίζει ότι οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται όσο το δυνατόν εγγύτερα στους πολίτες, καθώς και ότι το κοινό και η κοινωνία πολιτών πρέπει να έχουν πλήρη πρόσβαση στις απαραίτητες πληροφορίες.

1.8

Τέλος, η ΕΟΚΕ απευθύνει έκκληση για την αξιολόγηση του αντίκτυπου που έχει η εφαρμογή της νέας διαδικασίας· πρέπει να υποβάλλεται περιοδικά έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την ΕΟΚΕ σχετικά με την αποτελεσματικότητα, τη διαφάνεια και τη διάδοση πληροφοριών.

2.   Εισαγωγή

2.1

Στις 17 Ιουλίου 2006 (2), το Συμβούλιο τροποποίησε την απόφαση που ορίζει τις διαδικασίες για την άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που έχουν εκχωρηθεί στην Επιτροπή (3), προσθέτοντας μια νέα κανονιστική διαδικασία με έλεγχο. Η διαδικασία αυτή θα επιτρέψει στις νομοθετικές αρχές αντιτάσσονται στην υιοθέτηση οιονεί νομοθετικών πράξεων και συγκεκριμένα μέτρων γενικής εμβέλειας που «τροποποιούν» επουσιώδη στοιχεία βασικών πράξεων που έχουν υιοθετηθεί με τη διαδικασία συναπόφασης, εάν θεωρούν ότι το σχέδιο υπερβαίνει τις εκτελεστικές εξουσίες που προβλέπονται στη βασική πράξη, είναι ασύμβατο με τον σκοπό ή την ουσία της πράξης αυτής ή δεν τηρεί τις αρχές της επικουρικότητας ή της αναλογικότητας.

2.2

Το μέσο αυτό υπάγεται λογικά στην επιτροπολογία, η οποία αναφέρεται στις διαδικασίες με τις οποίες η Επιτροπή ασκεί, σύμφωνα με το άρθρο 202 της ΣΕΚ, τις εξουσίες που της έχουν εκχωρηθεί για την εφαρμογή κοινοτικών νομοθετικών πράξεων, μεταξύ άλλων πράξεων που υιοθετούνται από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, ή μόνο από το Συμβούλιο, σύμφωνα με μία από τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων που προβλέπονται στην ΣΕΚ (διαβούλευση, συναπόφαση, συνεργασία και σύμφωνη γνώμη).

2.3

Οι πέντε διαδικασίες επιτροπολογίας (διαβούλευση, συναπόφαση, συνεργασία και σύμφωνη γνώμη), ρυθμίζονται από την απόφαση του Συμβουλίου 2006/512/ΕΚ, και υποχρεώνουν την Επιτροπή να υποβάλει σχέδιο εκτελεστικών μέτρων σε επιτροπή που αποτελείται από οι υπαλλήλους αντιπροσώπους των κρατών μελών.

2.4

Τον Οκτώβριο του 2006, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υιοθέτησαν κοινή δήλωση (4) η οποία περιλαμβάνει κατάλογο νομικών πράξεων που είχαν τεθεί ήδη σε ισχύ και θα έπρεπε αναπροσαρμοστούν κατά προτεραιότητα με βάση την διαδικασία. Η δήλωση χαιρετίζει επίσης την υιοθέτηση της απόφασης του Συμβουλίου 2006/512/ΕΚ, η οποία προέβλεπε τη συμπερίληψη στην απόφαση 1999/468/EC μιας νέας διαδικασίας, γνωστής ως κανονιστική διαδικασία με έλεγχο, η οποία επιτρέπει στον νομοθέτη να υποβάλει σε έλεγχο την έγκριση οιονεί νομοθετικών μέτρων, εφαρμόζοντας μια πράξη που υιοθετείται με βάση τη διαδικασία συναπόφασης.

2.5

Με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων των νομοθετικών αρχών, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αναγνωρίζουν ότι, σύμφωνα με τις αρχές της καλής νομοθεσίας, οι εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Επιτροπή δεν πρέπει να έχουν χρονικό περιορισμό. Ωστόσο, όπου χρειάζεται να γίνει προσαρμογή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή θεωρούν ότι η πρόβλεψη ρήτρας με την οποία καλείται η Επιτροπή να υποβάλει πρόταση αναθεώρησης ή τροποποίησης των διατάξεων για την εκχώρηση εκτελεστικών αρμοδιοτήτων θα μπορούσε να ενισχύσει τον έλεγχο που ασκεί ο νομοθέτης.

2.6

Όταν τεθεί σε ισχύ, αυτή η διαδικασία θα εφαρμόζεται για τα οιονεί νομοθετικά μέτρα που προβλέπονται σε πράξεις που υιοθετούνται σύμφωνα με τη διαδικασία συναπόφασης, συμπεριλαμβανομένων αυτών που προβλέπονται σε πράξεις που θα υιοθετηθούν στο μέλλον στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (πράξεις Lamfalussy (5)).

2.7

Ωστόσο, για να μπορεί να εφαρμοστεί η νέα διαδικασία στην περίπτωση πράξεων που υιοθετούνται με συναπόφαση και είναι ήδη σε ισχύ, οι πράξεις αυτές πρέπει να προσαρμόζονται σύμφωνα με τις ισχύουσες διαδικασίες, έτσι ώστε η κανονιστική διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 5 της απόφασης 1999/468/ΕΚ να αντικαθίσταται από την κανονιστική ηγεσία με έλεγχο, οποτεδήποτε υπάρχουν πράξεις οι οποίες εμπίπτουν στο φάσμα αυτό.

2.8

Τον Σεπτέμβριο του 2006, η Επιτροπή υιοθέτησε τις εν λόγω 25 προτάσεις (6), για τις οποίες η ΕΟΚΕ έχει ήδη εκφέρει τη γνώμη της (7).

2.8.1

Όταν μια βασική πράξη που έχει εκδοθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης προβλέπει την έκδοση μέτρων γενικής εμβέλειας με αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιαστικών στοιχείων της εν λόγω πράξης, μεταξύ άλλων με την κατάργηση ορισμένων εξ αυτών των στοιχείων ή με τη συμπλήρωσή τους μέσω της προσθήκης νέων μη ουσιαστικών στοιχείων, τα μέτρα αυτά εκδίδονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο.

2.8.2

Συνεπώς, ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλει σχέδιο των μέτρων που πρέπει να ληφθούν βάσει της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο σε επιτροπή η οποία απαρτίζεται από εκπροσώπους των κρατών μελών και ασκεί την προεδρία της ίδιας επιτροπής.

2.8.3

Όταν τα σχεδιαζόμενα από την Επιτροπή μέτρα συνάδουν προς τη γνώμη της επιτροπής, εφαρμόζεται η ακόλουθη διαδικασία:

η Επιτροπή υποβάλλει χωρίς καθυστέρηση το σχέδιο μέτρων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο προς έλεγχο·

το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αποφασίζοντας με την πλειοψηφία των μελών που το απαρτίζουν, ή το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία, μπορούν να αντιταχθούν στην έκδοση από την Επιτροπή του εν λόγω σχεδίου, αιτιολογώντας την αντίθεσή τους, εφόσον θεωρούν ότι το σχέδιο μέτρων που υποβάλει η Επιτροπή υπερβαίνει τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που προβλέπει η βασική πράξη ή ότι το εν λόγω σχέδιο δεν είναι συμβατό με τον σκοπό ή το περιεχόμενο της βασικής πράξης ή ότι δεν συνάδει προς τις αρχές της επικουρικότητας ή αναλογικότητας·

εάν, εντός προθεσμίας τριών μηνών από την υποβολή του, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο αντιταχθούν στο σχέδιο μέτρων, η Επιτροπή δεν εκδίδει τα εν λόγω μέτρα. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει στην επιτροπή είτε τροποποιημένο σχέδιο μέτρων είτε νομοθετική πρόταση βάσει της Συνθήκης·

εάν, κατά την εκπνοή της προαναφερόμενης προθεσμίας, ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο δεν έχουν αντιταχθεί στο σχέδιο μέτρων, τα μέτρα εκδίδονται από την Επιτροπή.

2.8.4.

Όταν τα σχεδιαζόμενα από την Επιτροπή μέτρα δεν συνάδουν προς τη γνώμη της επιτροπής ή ελλείψει γνώμης, εφαρμόζεται η ακόλουθη διαδικασία:

η Επιτροπή υποβάλλει χωρίς καθυστέρηση στο Συμβούλιο πρόταση για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, την οποία κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο·

το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία για την πρόταση εντός προθεσμίας δύο μηνών από την υποβολή της·

εάν, εντός της ανωτέρω προθεσμίας, το Συμβούλιο αντιταχθεί με ειδική πλειοψηφία στα προτεινόμενα μέτρα, τα μέτρα αυτά δεν εκδίδονται. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει στο Συμβούλιο είτε τροποποιημένη πρόταση είτε νομοθετική πρόταση με βάση τη Συνθήκη·

εάν το Συμβούλιο προτίθεται να θεσπίσει τα προτεινόμενα μέτρα, τα υποβάλλει χωρίς καθυστέρηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αν το Συμβούλιο δεν αποφανθεί εντός της προαναφερόμενης προθεσμίας των δύο μηνών, η Επιτροπή υποβάλλει χωρίς καθυστέρηση τα μέτρα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο·

το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αποφασίζοντας με την πλειοψηφία των μελών που το απαρτίζουν εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από τη διαβίβαση της πρότασης σύμφωνα με το σημείο α), μπορεί να αντιταχθεί στην έκδοση των εν λόγω μέτρων, αιτιολογώντας την αντίθεσή του, εφόσον θεωρεί ότι τα προτεινόμενα μέτρα υπερβαίνουν τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που προβλέπει η βασική πράξη ή ότι τα μέτρα αυτά δεν είναι συμβατά με τον σκοπό ή το περιεχόμενο της βασικής πράξης ή ότι δεν συνάδουν προς τις αρχές της επικουρικότητας ή αναλογικότητας·

εάν, εντός της ανωτέρω προθεσμίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αντιταχθεί στα προτεινόμενα μέτρα, αυτά δεν εκδίδονται. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει στην επιτροπή είτε τροποποιημένο σχέδιο μέτρων είτε νομοθετική πρόταση βάσει της συνθήκης·

εάν, κατά την εκπνοή της προαναφερόμενης προθεσμίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν έχει αντιταχθεί στα προτεινόμενα μέτρα, τα μέτρα εκδίδονται από το Συμβούλιο ή από την Επιτροπή, ανάλογα με την περίπτωση.

2.9

Οι υπό εξέταση ρυθμίσεις απορρέουν από την ανάγκη προσαρμογής της υφιστάμενης νομοθεσίας στη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 251 της Συνθήκης σε συμφωνία με τις διαδικασίες που εφαρμόζονται στους τομείς της γεωργίας, της απασχόλησης, της ανθρωπιστικής βοήθειας, της πολιτικής επιχειρήσεων, του περιβάλλοντος, των ευρωπαϊκών στατιστικών, της εσωτερικής αγοράς, της προστασίας της υγείας και των καταναλωτών, τις ενέργειες και των μεταφορών και της κοινωνίας των πληροφοριών.

3.   Η προτάσεις της Επιτροπής

3.1

Οι προτάσεις της Επιτροπής τροποποιούν κανονισμούς και οδηγίες (8) που υπόκεινται στη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 251 της Συνθήκης, με απώτερο στόχο την προσαρμογή αυτών στις νέες διαδικασίες που καθιερώνονται με την απόφαση του Συμβουλίου 1999/468/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ.

3.2

Σε γενικές γραμμές και με βάση τις προτεραιότητες της κοινοτικής πολιτικής για τη βελτίωση της νομοθεσίας (9), η προσπάθεια αυτή περιλαμβάνει αναγκαστικά την προσαρμογή και τον εκσυγχρονισμό των εν λόγω πράξεων, έτσι ώστε να μπορούν να εφαρμόζονται κατά τον δέοντα τρόπο, σύμφωνα με το άρθρο 251 της ΣΕΚ.

4.   Γενικές παρατηρήσεις

4.1

Η ΕΟΚΕ συμφωνεί απόλυτα με τη διάκριση που γίνεται μεταξύ νομοθετικών και εκτελεστικών πράξεων η οποία, σε συμφωνία με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, θα οδηγήσει σε ένα νέο ορισμό της εκχώρησης αρμοδιοτήτων, με αποτέλεσμα να καταστεί εφικτή η απλούστευση και η προσαρμογή της νομοθετικής και κανονιστικής διαδικασίας στην Κοινότητα (10), με τη διασφάλιση του δημοκρατικού κοινοβουλευτικού ελέγχου των εκτελεστικών εξουσιών της Επιτροπής.

4.2

Για τον λόγο αυτό, η ΕΟΚΕ χαιρετίζει την καθιέρωση της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο στο σύστημα της επιτροπολογίας, η οποία επιτρέπει στο Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο να υποβάλουν σε έλεγχο και, όπου ενδείκνυται, να τροποποιούν τις εκτελεστικές πράξεις της Επιτροπής στην περίπτωση που μια νομοθετική πράξη αναγνωρίζει στην Επιτροπή το δικαίωμα άσκησης εκτελεστικών εξουσιών σε ορισμένους τομείς, χωρίς να την εξουσιοδοτεί να προβεί σε ουσιαστικές τροποποιήσεις.

4.3

Η ΕΟΚΕ συνιστά να εγκριθούν εγκαίρως οι κανόνες για την προσαρμογή των τεσσάρων δεσμών οδηγιών και κανονισμών στην απόφαση 2006/512/ΕΚ και μάλιστα πριν τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη της Λισσαβώνας.

4.4

Όντως, η ΕΟΚΕ επισημαίνει ότι η Συνθήκη της Λισσαβώνας εισάγει μια νέα νομοθετική ιεραρχία, διακρίνοντας μεταξύ νομοθετικών, εκχωρημένων και εκτελεστικών εξουσιών (11), διατηρώντας την ισχύουσα ορολογία (οδηγίες, κανονισμοί, αποφάσεις): το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα διαθέτουν ισοδύναμες εξουσίες σε ό,τι αφορά την καθιέρωση διαδικασιών για τον έλεγχο των παρόμοιων πράξεων (επιτροπολογία) (12).

4.5

Η ΕΟΚΕ τονίζει τη σημασία που έχουν τα ακόλουθα:

η πλήρης συμμετοχή του ΕΚ, το οποίο θα έχει το δικαίωμα να απορρίπτει μια απόφαση σε τελευταία ανάλυση,

ο περιορισμός του αριθμού και της πολυπλοκότητας των διαδικασιών της επιτροπολογίας,

η καλύτερη ενημέρωση του ΕΚ σχετικά με τις επιτροπές και τα μέτρα τα οποία προτάσσονται σε όλα τα στάδια της διαδικασίας,

μια διαδικασία του Συμβουλίου για τη διενέργεια διαβουλεύσεων με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όταν παραπέμπεται στο Συμβούλιο σχέδιο εκτελεστικής πράξης κατόπιν διαφωνίας με την Επιτροπή ή την επιτροπή εμπειρογνωμόνων,

μια διαδικασία διαβούλευσης ΕΚ-Συμβουλίου που θα εφαρμόζεται όταν το ΕΚ έχει εκφέρει αρνητική γνώμη, όπου να ενισχύεται ο ρόλος του ΕΚ,

η επιβεβαίωση της άρσης των χρονικών περιορισμών για τις εκτελεστικές εξουσίες που περιλαμβάνονται σε ορισμένες πράξεις που υπάγονται στη διαδικασία συναπόφασης και τη διαδικασία Lamfalussy.

4.6

Η ΕΟΚΕ τονίζει ότι «… οι διαδικασίες επιτροπολογίας, στις οποίες συμμετέχουν αποκλειστικά εκπρόσωποι της Επιτροπής και των κυβερνήσεων των κρατών μελών και αποσκοπούν, ανάλογα με τη φύση της εκάστοτε επιτροπής, στη διαχείριση, τη διαβούλευση ή τη ρύθμιση που αποδεικνύονται αναγκαίες από τον έλεγχο και την εφαρμογή των νομοθετικών πράξεων, θα έπρεπε να είναι πιο διαφανείς και πιο προσιτές στους κατοίκους της ευρωπαϊκής επικράτειας και ιδιαίτερα σε εκείνους τους οποίους αφορούν αυτές οι πράξεις» (13).

4.7

Η ΕΟΚΕ τονίζει την ανάγκη της πλήρους συμμόρφωσης με το άρθρο 8 (α) της Συνθήκης της Λισσαβώνας, το οποίο ορίζει ότι οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται όσο το δυνατόν εγγύτερα στους πολίτες, έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι οι διαδικασίες επιτροπολογίας θα είναι όσο το δυνατόν πιο διαφανείς και προσπελάσιμες για το κοινό και την κοινωνία πολιτών.

4.8

Τέλος, η ΕΟΚΕ θεωρεί σκόπιμη την αξιολόγηση του αντίκτυπου που έχει η εφαρμογή της νέας διαδικασίας· πρέπει να υποβάλλεται περιοδικά έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την ΕΟΚΕ σχετικά με την αποτελεσματικότητα, τη διαφάνεια και τη διάδοση κατανοητών πληροφοριών για όλες τις κοινοτικές πράξεις, έτσι ώστε να είναι εφικτή η παρακολούθηση αυτής της διεργασίας που συνδυάζει τη θέσπιση κανόνων και την εφαρμογή τους στην πράξη.

Βρυξέλλες, 29 Μαΐου 2008.

Ο Πρόεδρος

Της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Δημήτρης ΔΗΜΗΤΡΙΆΔΗΣ


(1)  COM(2006) από 901 τελικό σε 926 τελικό.

(2)  Απόφαση 2006/512/ΕΚ (ΕΕ L 200, 22.7.2006).

(3)  Απόφαση 1999/468/ΕΚ (ΕΕ L 184, 17.7.1999).

(4)  ΕΕ C 255, 21.10.2006.

(5)  Η διαδικασία Lamfalussy είναι μια διαδικασία λήψης αποφάσεων που τηρείται για την έγκριση και την εφαρμογή κοινοτικής νομοθεσίας για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες (αξιόγραφα, τράπεζες και ασφάλειες). Πρόκειται για μια διαδικασία η οποία διακρίνει τέσσερα επίπεδα λήψης αποφάσεων:

Το πρώτο επίπεδο περιλαμβάνει την παραδοσιακή νομοθετική δραστηριότητα (έγκριση κανονισμών και οδηγιών σύμφωνα με την διαδικασία συναπόφασης). Πριν την υποβολή ενός νομοσχεδίου στον τομέα των κινητών αξιών, η Επιτροπή ζητά τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κινητών Αξιών (ΕΕΚΑ), η οποία απαρτίζεται από εκπροσώπους όλων των κρατών μελών.

Το δεύτερο επίπεδο αναφέρεται στις εκτελεστικές πράξεις της Επιτροπής, με βάση με την εκχώρηση αρμοδιοτήτων του περιλαμβάνεται στη νομοθετική πράξη σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία (που είναι πλέον η κανονιστική διαδικασία με έλεγχο). Με βάση την γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών, η οποία αποτελείται από εκπροσώπους των εθνικών ρυθμιστικών και εποπτικών αρχών του κλάδου αυτού, η Επιτροπή καταρτίζει σχέδιο εκτελεστικών μέτρων που υποβάλλεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών (ΕΕΚΑ), η οποία και εκφέρει τη γνώμη της επί του θέματος.

Στο τρίτο επίπεδο, η ΕΕΚΑ συντονίζει ανεπίσημα τις δραστηριότητες των εθνικών ρυθμιστικών και εποπτικών αρχών του τομέα των κινητών αξιών, με στόχο την εξασφάλιση της συνεκτικής, ενιαίας εφαρμογής των μέτρων που εγκρίνονται στα πρώτα δύο επίπεδα.

Το τέταρτο επίπεδο περιλαμβάνει τη νομοθετική και διοικητική εφαρμογή της νομοθεσίας ΕΕ από τα κράτη μέλη υπό την εποπτεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

(6)  COM(2006) από 901 τελικό σε 926 τελικό.

(7)  Γνωμοδότηση ΕΕ C 161 της 13.7.2007, σ. 48, εισηγητής: ο κ. Retureau.

(8)  Βλ. COM(2007) 740 τελικό, σελ. 6, Γενικός κατάλογος.

(9)  Βλ. γνωμοδότηση 1068/2005 της 28.9.2005, εισηγητής ο κ.Retureau, και γνωμοδότηση CESE 1069/2005 6.10.2005, εισηγητής ο κ. Van Iersel.

(10)  Βλ. έκθεση για τη Συνθήκη της Λισσαβώνας της 18.2.2008, εισηγητές: Íñigo Méndez De Vigo (EPP/DE, ES) και Richard Corbett (PES, UK).

(11)  Άρθρα 249-249δ της ΣΕΚ.

(12)  Άρθρα 249β και 249γ της ΣΕΚ.

(13)  Γνωμοδότηση ΕΕ C 161 της 13.7.2007, σ. 48, εισηγητής ο κ. Retureau.