8.9.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 211/56


Προσφυγή της 23ης Ιουλίου 2007 — Γαλλία κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-279/07)

(2007/C 211/104)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Γαλλική Δημοκρατία (εκπρόσωποι: E. Belliard, G. de Bergues, L. Butel και S. Ramet)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Με την υπό κρίση προσφυγή, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής C(2007) 2110 τελικό, της 10ης Μαΐου 2007, με την οποία κηρύσσονται ασυμβίβαστες προς το άρθρο 86, παράγραφος 1, ΕΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 43 και 49 ΕΚ, οι διατάξεις του γαλλικού νομισματικού και χρηματοπιστωτικού κώδικα οι οποίες επιφυλάσσουν σε τρία πιστωτικά ιδρύματα, ήτοι στην Banque Postale, στα Caisses d'Épargne et de Prévoyance και στην Crédit Mutuel, ειδικά δικαιώματα για τη διανομή των βιβλιαρίων καταθέσεων τύπου Α και των βιβλιαρίων καταθέσεων γαλάζιου χρώματος.

Προς στήριξη της προσφυγής της, η Γαλλική Δημοκρατία προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως.

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και από παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως.

Δεύτερον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως εκ του ότι θεώρησε ότι τα εν λόγω ειδικά δικαιώματα συνιστούσαν εμπόδιο για την ελευθερία εγκαταστάσεως και, κατά συνέπεια, ήσαν ασυμβίβαστα προς το άρθρο 43 ΕΚ, χωρίς το εν λόγω θεσμικό όργανο να έχει αποδείξει ότι τα δικαιώματα αυτά δεν ήσαν αναγκαία και ανάλογα υπό το πρίσμα των επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος στους οποίους περιλαμβάνονται οι σκοποί να είναι προσιτή η απόκτηση στέγης και να υπάρχει η δυνατότητα προσβάσεως στις τραπεζικές υπηρεσίες.

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή της τρίτης προϋποθέσεως του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ ως εκ του ότι θεώρησε ότι η γενικού οικονομικού συμφέροντος υπηρεσία παροχής της δυνατότητας προσβάσεως στις τραπεζικές υπηρεσίες αφορά μόνο τα άτομα που έχουν ειδικές δυσκολίες προσβάσεως στις βασικές τραπεζικές υπηρεσίες. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή υπερέβη τις εξουσίες της ελέγχου του ορισμού μιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος και, εν πάση περιπτώσει, προέκρινε έναν πολύ περιοριστικό ορισμό της αποστολής της δυνατότητας προσβάσεως στις τραπεζικές υπηρεσίες. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή υπέπεσε, επίσης, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή της δεύτερης προϋποθέσεως του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ σχετικά με την υποχρέωση αναθέσεως της υπηρεσίας με πράξη της δημόσιας αρχής, καθώς και κατά την εφαρμογή της τέταρτης και της πέμπτης προϋποθέσεως του εν λόγω άρθρου. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά τον υπολογισμό του αντικτύπου της καταργήσεως των ειδικών δικαιωμάτων για τα δημόσια οικονομικά και ότι υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας ως εκ του ότι θεώρησε ότι υφίστανται άλλα μέσα λιγότερο περιοριστικά για την ελευθερία εγκαταστάσεως απ' ό,τι η χορήγηση ειδικών δικαιωμάτων για τη διασφάλιση ισορροπημένης χρηματοδοτήσεως των γενικού οικονομικού συμφέροντος υπηρεσιών παροχής της δυνατότητας προσβάσεως στις τραπεζικές υπηρεσίες και χρηματοδοτήσεως της κατοικίας εργαζομένων.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως εκ του ότι θεώρησε ότι τα εν λόγω ειδικά δικαιώματα ήσαν ασυμβίβαστα προς το άρθρο 49 ΕΚ.

Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως.