23.6.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 140/13


Αναίρεση που άσκησε στις 16 Απριλίου 2007 η C.A.S SpA κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (πέμπτο τμήμα) στις 6 Φεβρουαρίου 2007 στην υπόθεση T-23/03, C.A.S SpA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

(Υπόθεση C-204/07 P)

(2007/C 140/22)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: C.A.S SpA (εκπρόσωπος: D. Ehle, Rechtsanwalt)

Αντίδικος κατ' αναίρεση: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της αναιρεσείουσας

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T-23/03 (1) της 6ης Φεβρουαρίου 2007·

να γίνουν δεκτά τα αιτήματα που είχαν προβληθεί πρωτοδίκως· επικουρικώς, να αναπεμφθεί η υπόθεση στο Πρωτοδικείο·

να γίνουν δεκτά τα αιτήματα περί λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που είχε υποβάλει η αναιρεσείουσα με υπομνήματα της 28ης Ιανουαρίου 2003, της 4ης Αυγούστου 2003 και της 11ης Αυγούστου 2003·

να καταδικαστεί η καθής της πρωτόδικης δίκης στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Η αναιρεσείουσα στηρίζει την αναίρεσή της στους εννέα ακόλουθους λόγους που αποδεικνύουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πεπλανημένη:

Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αφορά τη γενική αρμοδιότητα των τουρκικών αρχών, που δέχθηκε το Πρωτοδικείο, όσον αφορά τη διαπίστωση αν τα πιστοποιητικά κυκλοφορίας εμπορευμάτων A.TR.1, που εξέδωσαν οι εν λόγω αρχές και υποβλήθηκαν κατά τις τελωνειακές διατυπώσεις είναι «γνήσια» ή «πλαστογραφημένα»/«ακριβή» ή «ανακριβή». Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι στις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις βάσιμες και αντικειμενικές για συμμετοχή των αρμόδιων τελωνειακών αρχών κράτους εξαγωγής στη διάπραξη παρατυπιών κατά την έκδοση των πιστοποιητικών κυκλοφορίας εμπορευμάτων (παροχή εντύπων, σφραγίδων και υπογραφών), καθώς και κατά τις τελωνειακές διατυπώσεις τις σχετικές με το συγκεκριμένο εμπόρευμα, οι οποίες στηρίζονται στα πιστοποιητικά αυτά, δεν υφίσταται πλέον αποκλειστική αρμοδιότητα των τελωνειακών αρχών του κράτους εξαγωγής. Οι προσκομισθείσες μεταγενεστέρως δηλώσεις των τουρκικών αρχών δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αξιόπιστες και ως μόνες κρίσιμες.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα βάλλει κατά της κρίσεως στην οποία κατέληξε το Πρωτοδικείο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση της σχετικής με το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα του φακέλου και το δικαίωμα άμυνας ενός αιτούντος. Το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο δεν μπορεί να αφορά αποκλειστικώς τα έγγραφα εκείνα με τα οποία η Επιτροπή, σύμφωνα με την εσωτερική της απόφαση και τις δηλώσεις της, στήριξε την προσβαλλόμενη απόφαση. Το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο αφορά, επίσης, και όλα τα υπόλοιπα απόρρητα ή μη απόρρητα έγγραφα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το έρεισμα της επιχειρηματολογίας της αναιρεσείουσας ως προς το νομικό και πραγματικό πλαίσιο.

Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως αντλείται από το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο επέρριψε στην αναιρεσείουσα ολόκληρο το βάρος αποδείξεως των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να δικαιολογήσουν «ειδική περίπτωση», κατά την έννοια του άρθρου 239 του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα και κατά το άρθρο 905 του κανονισμού εφαρμογής αυτού του κώδικα. Η αναιρεσείουσα στηρίζεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, στην αρχή της αντιστροφής του βάρους αποδείξεως ή, τουλάχιστον, στον περιορισμό του βάρους αποδείξεως. Σε καμία περίπτωση η αναιρεσείουσα δεν θα έπρεπε να έχει το βάρος αποδείξεως πραγματικών περιστατικών που επικαλείται και τα οποία έλαβαν χώρα σε τρίτο κράτος (εν προκειμένω, στην Τουρκία) και τα οποία θα μπορούσαν καλύτερα να διαπιστώσουν και θα όφειλαν να διαπιστώσουν η Επιτροπή/OLAF, στο πλαίσιο των διοικητικών δυνατοτήτων που διαθέτει. Το ίδιο ισχύει ως προς τα πραγματικά περιστατικά που εμπίπτουν στον τομέα δραστηριότητας και επιρροής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Ως τέταρτο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα προβάλλει το γεγονός ότι λόγω του βάρους αποδείξεως που, κατά την απόφαση, φέρει εξ ολοκλήρου η αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο παρέλειψε να διατάξει τα μέτρα εκείνα οργανώσεως της διαδικασίας που η αναιρεσείουσα είχε ζητήσει, ιδίως όσον αφορά τις αποδείξεις. Αντιθέτως, οι προτάσεις οι σχετικές με την προσκόμιση αποδείξεων απορρίφθηκαν ως στερούμενες σημασίας.

Ως πέμπτο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα προβάλλει το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο ερμήνευσε και χαρακτήρισε κατά τρόπο νομικώς πεπλανημένο όλα τα δικαιολογητικά τα οποία είχε υποβάλει η αναιρεσείουσα, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά και τις ενδείξεις που αυτή εξέθεσε, που συνηγορούσαν υπέρ της αποδοχής μιας συμμετοχής των τουρκικών αρχών στην έκδοση πιστοποιητικών κυκλοφορίας εμπορευμάτων A.TR.1 (προβαλλομένων ως) «πλαστογραφημένων» (στην πραγματικότητα ως «ανακριβών»). Τούτο είχε ως αποτέλεσμα τη συναγωγή πεπλανημένων νομικών συμπερασμάτων. Το Πρωτοδικείο, παραλλήλως, αγνόησε πλήρως ουσιώδη πραγματικά περιστατικά σχετιζόμενα με τη σαφή επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας.

Ως έκτο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα προβάλλει το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο παρέλειψε να χαρακτηρίσει ως παράλειψη της Επιτροπής το γεγονός ότι αυτή δεν ζήτησε τη γνώμη της τελωνειακής επιτροπής/του Συμβουλίου Συνδέσεως.

Ο έβδομος λόγος αναιρέσεως συνίσταται στο ότι το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη το έννομο συμφέρον της αναιρεσείουσας για την ακύρωση της μερικώς προσβαλλομένης αποφάσεως της Επιτροπής σε σχέση με πιστοποιητικό κυκλοφορίας εμπορευμάτων A.TR.1.

Με τον όγδοο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι το Πρωτοδικείο κακώς παρέλειψε να προβεί σε στάθμιση των λόγων επιείκειας και των κινδύνων στη συγκεκριμένη υπόθεση. Ειδικότερα, το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη του ότι ακόμα και αν υποτεθεί ότι τα πιστοποιητικά είναι πλαστογραφημένα, λόγω της σοβαρής παραβάσεως των τουρκικών αρχών και της Επιτροπής, θα ήταν άδικο, λόγω ακριβώς της σχέσεως μεταξύ του επιχειρηματία και των διοικητικών αρχών, να υποστεί η αναιρεσείουσα, ως επιχείρηση, ζημία την οποία δεν θα είχε υποστεί εάν τα πράγματα είχαν διεξαχθεί ομαλώς.

Ως ένατο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα προβάλλει το γεγονός ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, προβαίνουσα σε εφαρμογή του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β', του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα βάσει των προβληθέντων και αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών αρνήθηκε την ενεργό συμμετοχή των τουρκικών τελωνειακών αρχών στην κατάρτιση και χρήση των 32 πιστοποιητικών A.TR.1 περί των οποίων πρόκειται εν προκειμένω.


(1)  ΕΕ C 82, σ. 30.