|
26.5.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 117/12 |
Αναίρεση που άσκησε στις 6 Μαρτίου 2007 η Bank Austria Creditanstalt AG κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα) στις 14 Δεκεμβρίου 2006 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-259/02 έως T-264/02 και T-271/02, Raiffeisen Zentralbank Österreich AG κ.λπ. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όσον αφορά την υπόθεση T-260/02
(Υπόθεση C-135/07 P)
(2007/C 117/19)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Αναιρεσείουσα: Bank Austria Creditanstalt AG (εκπρόσωποι: Dres. C. Zschocke και J. Beninca, Rechtsanwälte)
Αντίδικος κατ' αναίρεση: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της αναιρεσείουσας
Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να αναιρέσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-259/02 έως T-264/02 και T-271/02 (1), ως προς την υπόθεση T-260/02· |
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 11ης Ιουνίου 2002, στην υπόθεση COMP/36.571, καθόσον αφορά την BA-CA· |
|
— |
επικουρικώς, να μειώσει ευλόγως το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην BA-CA με την επίδικη απόφαση της Επιτροπής και |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα
Με την αίτησή της αναιρέσεως η αναιρεσείουσα επιδιώκει την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2006. Η αναιρεσείουσα επικαλείται πολυάριθμα ελαττώματα της αιτιολογίας καθώς και νομικά και διαδικαστικά σφάλματα.
Η αναιρεσείουσα προβάλλει την αιτίαση ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση επικύρωσε, χωρίς σαφή αιτιολογία, την εκτίμηση της Επιτροπής ότι οι συσκέψεις των τραπεζών είχαν δυσμενείς οικονομικές συνέπειες. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση παραβιάζονται, κατά την αναιρεσείουσα, οι αρχές της αποδεικτικής διαδικασίας, καθόσον δεν κατανοούνται ορθώς οι απαιτήσεις σε σχέση με τις εκθέσεις οικονομικής πραγματογνωμοσύνης προς απόδειξη της απουσίας οικονομικών συνεπειών. Βάσει της υποβληθείσας εκθέσεως, κατά τον καθορισμό του προστίμου δεν θα έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη οικονομικές συνέπειες.
Η αναιρεσείουσα προσάπτει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το ότι αγνοήθηκαν οι επιταγές των ευρωπαϊκών δικαστηρίων όσον αφορά την αναγκαιότητα της μειώσεως του προστίμου βάσει στοιχείων που δικαιολογούν τη μείωση αυτή. Εξαιτίας αυτού του νομικού σφάλματος δεν διορθώθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το σφάλμα εκτιμήσεως της Επιτροπής, το οποίο συνίστατο στο ότι δεν έλαβε υπόψη της για τη μείωση του προστίμου τη συμμετοχή δημοσίων αρχών στις συσκέψεις των τραπεζών καθώς και την αποδεδειγμένη πλήρη γνώση του κοινού για τις συσκέψεις αυτές.
Η αναιρεσείουσα προβάλλει με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως ελαττώματα της αιτιολογίας, παραβιάσεις της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και άλλα νομικά και διαδικαστικά σφάλματα της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως σε σχέση με την αξιολόγηση της συνεργασίας της από την Επιτροπή.
Η αναιρεσείουσα συνεργάστηκε εξαρχής με την Επιτροπή κατά τη διερεύνηση των πραγματικών περιστατικών. Ιδίως υπέβαλε, σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας, αναλυτική έκθεση για τις συσκέψεις των τραπεζών καθώς και εκτενή έγγραφα, χωρίς να έχει υποχρεωθεί σε υποβολή τους. Σύμφωνα με τις πραγματικές διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου, αυτά χρησιμοποιήθηκαν από την Επιτροπή κατά την κατάρτιση της επίδικης αποφάσεως. Περαιτέρω η αναιρεσείουσα, με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, υπέβαλε έγγραφο το οποίο εξέθετε τα πραγματικά περιστατικά και θα μπορούσε επίσης να είχε χρησιμοποιηθεί, όπως διαπιστώθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, από την Επιτροπή κατά την κατάρτιση της επίδικης αποφάσεως.
Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν προέβη, όπως και η επίδικη απόφαση, σε μείωση του προστίμου δυνάμει της ανωτέρω εκτεταμένης, χρήσιμης και αποδεδειγμένης συνεργασίας της αναιρεσείουσας. Τούτο συνιστά εσφαλμένη εφαρμογή της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, η οποία αντιβαίνει στις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Επιπλέον η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, καθόσον περιέχει ίδιες εκτιμήσεις ως προς το ύψος του επιβληθέντος στην αναιρεσείουσα προστίμου, επί των οποίων η αναιρεσείουσα δεν μπορούσε να έχει εκφραστεί προηγουμένως, προσέβαλε το δικαίωμά της ακροάσεως.
(1) ΕΕ C 331, σ. 29.