28.4.2007 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 95/15 |
Αναίρεση που άσκησε στις 22 Ιανουαρίου 2007 η Wineke Neirinck κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα) στις 14 Νοεμβρίου 2006 στην υπόθεση T-494/04, Neirinck κατά Επιτροπής
(Υπόθεση C-17/07 P)
(2007/C 95/26)
Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική
Διάδικοι
Αναιρεσείουσα: Wineke Neirinck (εκπρόσωποι: G. Vandersanden, L. Levi, avocats)
Αντίδικος κατ' αναίρεση: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκπρόσωποι: J. Currall, D. Martin)
Αιτήματα της αναιρεσείουσας
Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:
— |
να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου των ΕΚ, της 14ης Νοεμβρίου 2006, στην υπόθεση T-494/04, |
— |
κατά συνέπεια, να δεχθεί τα αιτήματα που η αναιρεσείουσα υπέβαλε πρωτοδίκως και, επομένως,
|
— |
να καταδικάσει την αναιρεσίβλητη στο σύνολο των δαπανών της πρωτόδικης και της αναιρετικής διαδικασίας. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα επικαλείται έξι λόγους προς στήριξη της αναιρέσεώς της.
Με τον πρώτο λόγο, προβάλλει, πρώτον, ότι το Πρωτοδικείο, κρίνοντας απαράδεκτο τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, παρέβη τις προϋποθέσεις παραδεκτού μιας προσφυγής που στηρίζεται στα άρθρα 236 ΕΚ καθώς και στα άρθρα 90 και 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, ειδικότερα, την έννοια της ενεργητικής νομιμοποιήσεως. Η απόφαση προσλήψεως του D.S. ως έκτακτου υπαλλήλου πριν την 1η Μαΐου 2004 είχε πράγματι ως συνέπεια, αφενός, να αυξήσει τον αριθμό των υποψηφίων στη διαδικασία επιλογής συμβασιούχων για τη θέση που κατείχε η νυν αναιρεσείουσα και, αφετέρου, να καταστήσει αδύνατη τη χορήγηση στην τελευταία συμβάσεως έκτακτου υπαλλήλου, πράγμα που τονίζει σαφώς το συμφέρον της να επιτύχει την ακύρωση της αποφάσεως αυτής.
Με τον δεύτερο λόγο, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο παρέβη το γενικό καθήκον αιτιολογίας θεωρώντας ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην απόφαση της 27ης Απριλίου 2004 μπορούσαν να θεωρηθούν ως αποτελούντα αρχή αιτιολογίας και οι πρόσθετες διευκρινίσεις που παρεσχέθηκαν κατά τη δίκη θεράπευσαν την αρχική ανεπαρκή αιτιολογία. Αφενός, η απόφαση της 27ης Απριλίου 2004 πράγματι δεν περιείχε καμία αιτιολογία σχετικά με την ειδική κατάσταση της αναιρεσείουσας και δεν έκανε λόγο για καμιά συγκεκριμένη περίσταση ή για κανένα στοιχείο γνωστό στην αναιρεσείουσα, που θα της επέτρεπε να αντιληφθεί το περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής. Αφετέρου, μια τέτοια έλλειψη αιτιολογίας δεν μπορούσε να καλυφθεί με τις εξηγήσεις που παρέσχε η αρμόδια αρχή μετά την άσκηση της προσφυγής, άλλως θίγονται τα δικαιώματα του αμυνομένου και παραβιάζεται η αρχή της ισότητας των διαδίκων ενώπιον του κοινοτικού δικαστή.
Με τον τρίτο λόγο, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία συνάγοντας, στη σκέψη 105 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η διαδικασία επιλογής δεν στηριζόταν σε συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων. Συγκεκριμένα, το συμπέρασμα αυτό έρχεται σε αντίφαση προς τα υπομνήματα της καθής καθώς και με άλλα αποσπάσματα της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως με τα οποία το ίδιο το Πρωτοδικείο παραπέμπει ρητά σε συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων σε παρόμοια διαδικασία προσλήψεως.
Με τον τέταρτο λόγο, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε επίσης τα αποδεικτικά στοιχεία και παρέβη την έννοια της καταχρήσεως διαδικασίας κρίνοντας ότι τα στοιχεία που αυτή προέβαλε δεν επέτρεπαν να αποδειχθεί η ύπαρξη καταχρήσεως της διαδικασίας ή προσβολής του συμφέροντος της υπηρεσίας. Το σύνολο των παραγόντων που προέβαλε η αναιρεσείουσα συνιστούσαν, αντιθέτως, εξίσου συγκλίνουσες και κρίσιμες ενδείξεις μιας καταχρήσεως διαδικασίας στο μέτρο που, καίτοι δύο χωριστές διαδικασίες οργανώθηκαν από την αναιρεσίβλητη, τα προς πλήρωση καθήκοντα ήσαν πανομοιότυπα, πράγμα που αντικατοπτρίζει τη βούληση της αναιρεσίβλητης να ευνοήσει τον D.S. προκειμένου να αναλάβει τα καθήκοντα της αναιρεσείουσας μετά τις 30 Απριλίου 2004.
Με τον πέμπτο λόγο, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο διαστρέβλωσε τις έννοιες του συμφέροντος της υπηρεσίας και του προφανούς σφάλματος εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η διαδικασία επιλογής συμβασιούχων δεν είχε παραβιαστεί και αρνούμενο, κατά συνέπεια, να ελέγξει την εκτίμηση που διατύπωσε η επιτροπή επιλογής για την προφορική δοκιμασία της αναιρεσείουσας.
Με τον έκτο λόγο, η αναιρεσείουσα προβάλλει, τέλος, παραβίαση εκ μέρους του Πρωτοδικείου των αρχών της αρωγής και της χρηστής διοικήσεως.