10.3.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 56/32


Προσφυγή της 5ης Ιανουαρίου 2007 — Βέλγιο κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-5/07)

(2007/C 56/63)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγον: Βασίλειο του Βελγίου (εκπρόσωποι: L. Van den Broeck και οι J.-P. Buyle και C. Steyaert, δικηγόροι)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα του προσφεύγοντος

Το προσφεύγον ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη·

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 18ης Οκτωβρίου 2006, καθόσον η Επιτροπή έκρινε με την εν λόγω απόφαση ότι οι «παλαιές απαιτήσεις ΕΚΤ», τις οποίες το Βασίλειο του Βελγίου εξόφλησε οικειοθελώς, αλλά με επιφύλαξη παντός δικαιώματός του, στις 21 Δεκεμβρίου 2004, δεν έχουν παραγραφεί·

κατόπιν τούτου, να αποφανθεί ότι οι απαιτήσεις αυτές είχαν παραγραφεί, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/95/ΕΚ και, συνεπώς, να υποχρεώσει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να επιστρέψει στο Βασίλειο του Βελγίου το ποσό των 631 177,60 ευρώ, με τόκους υπερημερίας από 21ης Δεκεμβρίου 2004, υπολογιζόμενους βάσει του επιτοκίου αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξημένου κατά τρεισήμισι ποσοστιαίες μονάδες·

επικουρικώς, να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 18ης Οκτωβρίου 2006, καθόσον η Επιτροπή έκρινε με την εν λόγω απόφαση ότι η μη εξόφληση των επίμαχων παλαιών οφειλών ΕΚΤ συνεπαγόταν την υποχρέωση καταβολής τόκων και, ως εκ τούτου, να υποχρεώσει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να επιστρέψει στο προσφεύγον τους καταβληθέντες τόκους επί των επίδικων απαιτήσεων, ήτοι το ποσό των 377 724,90 ευρώ, με τόκους υπερημερίας από 21ης Δεκεμβρίου 2004, υπολογιζόμενους βάσει του επιτοκίου αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξημένου κατά τρεισήμισι ποσοστιαίες μονάδες·

έτι επικουρικότερον, να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 18ης Οκτωβρίου 2006, ως προς το μέρος της που αφορά το επιτόκιο των τόκων των οποίων ζητήθηκε η καταβολή. Κατόπιν τούτου, να κρίνει ότι το επιτόκιο αυτό κυμαινόταν ανάλογα με το δημοσιευόμενο στην Επίσημη Εφημερίδα επιτόκιο που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εφαρμόζει στις κύριές της πράξεις αναχρηματοδοτήσεως και, κατά συνέπεια, να υποχρεώσει την Επιτροπή να επιστρέψει στο προσφεύγον το ποσό που αντιστοιχεί στους υπερβαλλόντως καταβληθέντες τόκους επί των επίδικων απαιτήσεων, με τόκους υπερημερίας από 21ης Δεκεμβρίου 2004, υπολογιζόμενους βάσει του επιτοκίου αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξημένου κατά τρεισήμισι ποσοστιαίες μονάδες και

εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Με την υπό κρίση προσφυγή, το προσφεύγον κράτος μέλος ζητεί την ακύρωση της περιληφθείσας στο έγγραφο της 18ης Οκτωβρίου 2006 αποφάσεως της Επιτροπής, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του επιστροφής του ποσού που κατέβαλε έναντι παλαιών απαιτήσεων του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου και του οποίου ζητεί την επιστροφή, προβάλλοντας ως λόγο την παραγραφή των οικείων απαιτήσεων και, επικουρικώς, την έλλειψη νομίμου βάσεως για την αξίωση καταβολής τόκων.

Κατά τη χρονική περίοδο από το 1987 έως το 1992, η Επιτροπή ζήτησε από το προσφεύγον, με σειρά αποφάσεων που εξέδωσε βάσει του κανονισμού 2950/83/ΕΟΚ (1) και της αποφάσεως 83/673/ΕΟΚ (2), την επιστροφή των ποσών που είχε χορηγήσει, υπό τη μορφή ενισχύσεως, σε ορισμένους βελγικούς οργανισμούς (επιχειρηματικούς φορείς) και δεν χρησιμοποιήθηκαν από αυτούς. Το προσφεύγον διαβίβασε στους οικείους επιχειρηματικούς φορείς τα χρεωστικά σημειώματα της Επιτροπής. Ορισμένοι από αυτούς επέστρεψαν τα ποσά απευθείας στην Επιτροπή, ενώ σε άλλες περιπτώσεις ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ των επιχειρηματικών φορέων και της Επιτροπής περί της νομιμότητας των αιτημάτων της επιστροφής των ποσών. Το 2002 διεξήχθησαν, με πρωτοβουλία της Επιτροπής, νέες συζητήσεις. Το 2004, η Επιτροπή προέβη στον συμψηφισμό των οφειλόμενων έναντι των επίμαχων παλαιών απαιτήσεων ΕΚΤ ποσών (χρεωστικά σημειώματα εκδοθέντα μεταξύ της 15ης Ιανουαρίου 1987 και της 31ης Δεκεμβρίου 1991), επαυξημένων με τόκους υπερημερίας από της ημερομηνίας εκδόσεως των χρεωστικών σημειωμάτων, με τις απαιτήσεις του προσφεύγοντος έναντι της Επιτροπής στο πλαίσιο της διαχειρίσεως των πόρων ΕΚΤ. Το προσφεύγον αμφισβήτησε τόσο τον συμψηφισμό όσο και τους τόκους τους οποίους ζήτησε η Επιτροπή για τον λόγο ότι, αφενός, η οφειλή είχε παραγραφεί και, αφετέρου, δεν υπήρχε νομική βάση για την αξίωση καταβολής τόκων υπερημερίας. Εντούτοις, προκειμένου να διακόψει τον τοκισμό, το Βασίλειο του Βελγίου προχώρησε στην καταβολή ποσού που αντιστοιχούσε στο υπόλοιπο των οφειλών έναντι των απαιτήσεων ΕΚΤ που δεν συμψηφίστηκαν. Ταυτοχρόνως, διευκρίνισε ότι δεν παραιτείται από τα επιχειρήματα που προέβαλε με τις επιστολές του και ότι διατηρεί το δικαίωμα να ζητήσει την επιστροφή των επίμαχων ποσών, καθόσον τα επιχειρήματα αυτά ήταν βάσιμα. Η Επιτροπή απάντησε με το έγγραφο της 19ης Ιανουαρίου 2005, στο οποίο διατύπωσε την άποψή της επί των αιτιάσεων του προσφεύγοντος. Το Βασίλειο του Βελγίου άσκησε προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου ζητώντας την ακύρωση του εν λόγω εγγράφου. Το Πρωτοδικείο απέρριψε με τη διάταξη της 2ας Μαΐου 2006 την προσφυγή ως απαράδεκτη, με το σκεπτικό ότι το έγγραφο αυτό δεν συνιστούσε πράξη δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής, κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ (3).

Στις 29 Ιουνίου 2006, το προσφεύγον απηύθυνε νέα επιστολή στην Επιτροπή ζητώντας την επιστροφή του ποσού που αντιστοιχούσε στο υπόλοιπο των οφειλών έναντι των μη συμψηφισθεισών απαιτήσεων ΕΚΤ, το οποίο είχε καταβάλει προκειμένου να διακόψει τον τοκισμό, και προβάλλοντας εκ νέου τα ίδια επιχειρήματα που αφορούσαν την παραγραφή της απαιτήσεως και την έλλειψη νομίμου βάσεως για την αξίωση καταβολής τόκων. Η Επιτροπή γνωστοποίησε στο προσφεύγον, με έγγραφο της 18ης Οκτωβρίου 2006, ότι δεν προτίθεται να επιστρέψει το ποσό αυτό. Το Βασίλειο του Βελγίου προσβάλλει, με την υπό κρίση προσφυγή, την εν λόγω πράξη.

Προς στήριξη του αιτήματός του, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι οι μόνοι κανόνες της ευρωπαϊκής νομοθεσίας που ρυθμίζουν την εκ μέρους της Επιτροπής αναζήτηση ποσών που δεν χρησιμοποιήθηκαν σύμφωνα με τις αντίστοιχες κοινοτικές διατάξεις είναι οι περιεχόμενοι στον κανονισμό 2988/95/ΕΚ (4). Κατά το προσφεύγον, έχει εν προκειμένω εφαρμογή το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού που ορίζει τις προθεσμίες παραγραφής για την άσκηση των προβλεπόμενων διώξεων. Το προσφεύγον ισχυρίζεται, επίσης, ότι, αν το Πρωτοδικείο κρίνει ότι δεν μπορεί να αντιτάξει στην Επιτροπή τις κατά το άρθρο 3 του κανονισμού 2988/95/ΕΚ προθεσμίες παραγραφής, πρέπει να ληφθεί υπόψη το άρθρο 2, παράγραφος 4, του ως άνω κανονισμού και να εφαρμοστεί η βελγική νομοθεσία η οποία καθορίζει την προθεσμία παραγραφής που ισχύει για τις «προσωπικές» αγωγές.

Προς στήριξη του επικουρικού αιτήματος που αφορά το εσφαλμένο της νομικής βάσεως που επικαλέστηκε η Επιτροπή προκειμένου να απαιτήσει από το προσφεύγον την καταβολή τόκων υπερημερίας, το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει ότι η Επιτροπή πεπλανημένως εφάρμοσε το άρθρο 86, παράγραφος 2, στοιχείο β', του κανονισμού 2342/2002/ΕΚ, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής του Δημοσιονομικού Κανονισμού (5). Το προσφεύγον ισχυρίζεται ότι υφίσταται ειδική διάταξη προβλέπουσα παρέκκλιση από τον κανονισμό αυτό και ότι, κατ' εφαρμογήν της ειδικής αυτής διατάξεως, η Επιτροπή δεν μπορούσε να στηριχθεί στη διέπουσα τη λειτουργία του ΕΚΤ κανονιστική ρύθμιση, δυνάμει της οποίας προέκυψαν οι απαιτήσεις των οποίων ζητεί την εξόφληση, προκειμένου να καθορίσει τους ενδεχομένως οφειλόμενους τόκους. Το προσφεύγον υποστηρίζει, σχετικώς, ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να απαιτήσει τόκους μόνον εφόσον υπήρχε σχετική πρόβλεψη, πράγμα που δεν συνέβαινε κατά τον κρίσιμο για την προκείμενη υπόθεση χρόνο.

Έτι επικουρικότερον, το προσφεύγον ισχυρίζεται ότι, αντιθέτως προς τα διαλαμβανόμενα στην απόφαση της Επιτροπής, το επιτόκιο ήταν κυμαινόμενο. Κατά συνέπεια, ζητεί να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του επιστρέψει τη διαφορά των υπερβαλλόντως καταβληθέντων τόκων επί των επίμαχων απαιτήσεων.


(1)  Κανονισμός (ΕΟΚ) 2950/83 του Συμβουλίου, της 17ης Οκτωβρίου 1983, για την εφαρμογή της απόφασης 83/516/ΕΟΚ για την αποστολή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου, ΕΕ L 289, σ. 1.

(2)  Απόφαση της Επιτροπής της 22ας Δεκεμβρίου 1983 για τη διαχείριση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (ΕΚΤ), ΕΕ L 377, σ. 1.

(3)  Διάταξη του Πρωτοδικείου της 2ας Μαΐου 2006, Τ-134/05, Βασίλειο του Βελγίου κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).

(4)  Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ΕΕ L 312, σ. 1.

(5)  Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (EK, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του Δημοσιονομικού Κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ΕΕ L 357, σ. 1.