3.6.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 131/35


Αναίρεση που άσκησαν στις 5 Απριλίου 2006 οι Stadtwerke Schwäbisch Hall GmbH, Stadtwerke Tübingen GmbH και Stadtwerke Uelzen GmbH κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου (τέταρτο τμήμα) που εκδόθηκε στις 26 Ιανουαρίου 2006 στην υπόθεση T-92/02, Stadtwerke Schwäbisch Hall GmbH, Stadtwerke Tübingen GmbH και Stadtwerke Uelzen GmbH κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υποστηριζόμενης από τις E.ON Kernkraft GmbH, RWE Power AG, EnBW Energie Baden-Württemberg AG και Hamburgische Electricitäts-Werke AG

(Υπόθεση C-176/06 P)

(2006/C 131/66)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσες: Stadtwerke Schwäbisch Hall GmbH, Stadtwerke Tübingen GmbH και Stadtwerke Uelzen GmbH [εκπρόσωποι: οι δικηγόροι D. Fouquet και P. Becker]

Λοιποί διάδικοι: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, E.ON Kernkraft GmbH, RWE Power AG, EnBW Energie Baden-Württemberg AG και Hamburgische Electricitäts-Werke AG

Αιτήματα των αναιρεσειουσών

Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Ιανουαρίου 2006, στην υπόθεση T-92/02, Stadtwerke Schwäbisch Hall κ.λπ. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1),

εφόσον η υπόθεση είναι ώριμη για την έκδοση αποφάσεως, να ακυρώσει την απόφαση C(2001) 3967 τελ. της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2001, καθόσον με αυτή διαπιστώνεται ότι τα αποθεματικά για τη διάθεση των αποβλήτων και την οριστική παύση λειτουργίας πυρηνικών σταθμών στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν αποτελούν ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ,

εφόσον η υπόθεση δεν είναι ώριμη για την έκδοση αποφάσεως, να την αναπέμψει, προκειμένου να συζητηθεί εκ νέου, στο πρώτο πενταμελές τμήμα του Πρωτοδικείου, δεδομένου ότι αυτό ήταν ο νόμιμος δικαστής των αναιρεσειουσών κατά την αρχική δίκη στον πρώτο βαθμό,

να καταδικάσει την Επιτροπή στα έξοδα του πρώτου βαθμού,

να καταδικάσει την αναιρεσίβλητη στα έξοδα της κατ' αναίρεση δίκης.

Επικουρικώς:

να απορρίψει το αίτημα των παρεμβαινουσών περί επιβολής των εξόδων τους από τη δίκη σε πρώτο βαθμό στις αναιρεσείουσες.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Με την παρούσα αίτηση αναιρέσεως οι αναιρεσείουσες βάλλουν κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου με την οποία έκρινε νόμιμη την απόφαση της Επιτροπής ότι η πίστωση του φόρου που επιβάλλεται επί των αποθεματικών για τη διάθεση των αποβλήτων και την παύση λειτουργίας πυρηνικών σταθμών στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Ως λόγο αναιρέσεως προβάλλουν παραβίαση του δικονομικού και του ουσιαστικού κοινοτικού δικαίου.

Παρά τις υφιστάμενες προφανείς νομικές δυσκολίες και τη σπουδαιότητα της υποθέσεως, το Πρωτοδικείο, χωρίς να συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, παρέπεμψε την υπόθεση από το πρώτο πενταμελές στο τέταρτο τριμελές τμήμα. Τούτη η αναίτια και αδικαιολόγητη παραπομπή της υποθέσεως σε μικρότερο τμήμα, μολονότι η διαδικασία εκκρεμούσε επί πολλά έτη, προσβάλλει το δικαίωμα των αναιρεσειουσών να δικαστούν από τον νόμιμο δικαστή.

Το Πρωτοδικείο δεν διέκρινε μεταξύ των προϋποθέσεων στοιχειοθετήσεως κρατικής ενισχύσεως και των προϋποθέσεων κινήσεως της επίσημης διαδικασίας κυρίου ελέγχου. Δεδομένου ότι στην οικεία υπόθεση υπήρχαν σοβαρές δυσχέρειες νομικής και πραγματικής φύσεως όσον αφορούσε την ύπαρξη κρατικής εγγυήσεως αναλήψεως των υποχρεώσεων, την επάρκεια του προσδιορισμού των υποχρεώσεων παύσεως λειτουργίας και διαθέσεως αποβλήτων, καθώς και το συγκεκριμένο ύψος των αποθεματικών, τα φορολογικά πλεονεκτήματα και το συνολικό κόστος της παύσεως λειτουργίας, δεν επιτρεπόταν στην Επιτροπή να περιοριστεί σε προκαταρκτικό μόνον έλεγχο. Αντιθέτως, στην υπό κρίση υπόθεση υποχρεούνταν να εισέλθει στο επίσημο στάδιο της ελεγκτικής διαδικασίας.

Περαιτέρω, το Πρωτοδικείο δεν εκτίμησε ορθά τον επιλεκτικό χαρακτήρα της γερμανικής ρυθμίσεως περί αποθεματικών. Αγνόησε το γεγονός ότι η απαλλαγή των αποθεματικών από τον φόρο, η οποία παρέχεται στον κλάδο της παραγωγής ατομικής ενέργειας, συνιστά εξαίρεση από το γενικά ισχύον φορολογικό καθεστώς. Ωστόσο, η εξαίρεση αυτή είναι επιτρεπτή μόνον αν οι μελλοντικές υποχρεώσεις είναι επαρκώς καθορισμένες, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει εν προκειμένω: Ο καθορισμός των κριτηρίων που αφορούν το χρονικό σημείο της παύσεως της λειτουργίας, τις συνδεόμενες με την παύση λειτουργίας υποχρεώσεις καθώς και τις έννομες συνέπειες της μη τηρήσεως των σχετικών διατάξεων είναι εντελώς ανεπαρκής. Ακόμα όμως και αν δεν διαπιστώνεται de jure ότι η ενίσχυση έχει επιλεκτικό χαρακτήρα, ένα μέτρο ενδέχεται να αντιβαίνει στη νομοθεσία για τις κρατικές ενισχύσεις όταν είναι πρόσφορο να ευνοήσει συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Η οδηγία για την ελευθέρωση της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας υποχρεώνει τα κράτη μέλη να αναλάβουν δράση για την άρση των διακρίσεων και των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Παρά ταύτα, το Πρωτοδικείο δεν διαπίστωσε ότι υπήρχε υποχρέωση της Γερμανικής Κυβερνήσεως να μεταβάλει την εθνική πρακτική ως προς τα αποθεματικά, η οποία, εξαιτίας της επιλεκτικής υποστηρίξεως συγκεκριμένων οικονομικών κλάδων, αντιβαίνει ευθέως στην οδηγία και στην αρχή της «πρακτικής αποτελεσματικότητας».

Τέλος, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι εσφαλμένως καταδικάστηκαν, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στα δικαστικά έξοδα των παρεμβαινουσών. Εφόσον παρενέβησαν σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας, κατά το οποίο τα ουσιώδη δικόγραφα είχαν ήδη κατατεθεί, η συμμετοχή τους στη δίκη προς υποστήριξη της καθής αναπόφευκτα ήταν ελάχιστη. Τούτο δεν δικαιολογούσε την καταδίκη των προσφευγουσών στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.


(1)  ΕΕ C 74, σ. 15