6.5.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 108/11


Προσφυγή της 7ης Μαρτίου 2006 — Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας

(Υπόθεση C-132/06)

(2006/C 108/18)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [εκπρόσωποι: E. Traversa και M. Afonso]

Καθής: Ιταλική Δημοκρατία

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να διαπιστώσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, προβλέποντας ρητώς και γενικώς, με τα άρθρα 8 και 9 του νόμου 289 της 27ης Δεκεμβρίου 2002 (legge finanziaria 2003, δημοσιονομικός νόμος του 2003), την παραίτηση από τον έλεγχο των φορολογητέων πράξεων που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια σειράς φορολογικών περιόδων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2 και 22 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977 (1), σε συνδυασμό με το άρθρο της 10,

να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η Επιτροπή υπενθυμίζει την ύπαρξη της διττής υποχρεώσεως που επιβάλλει στα κράτη μέλη ο κοινοτικός νομοθέτης: αυτά δεν πρέπει απλώς να θεσπίζουν όλες τις εθνικές νομοθετικές πράξεις εσωτερικού δικαίου που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή της έκτης οδηγίας ΦΠΑ, αλλά να λαμβάνουν και όλα τα αναγκαία διοικητικά μέτρα για να εξασφαλίζουν την εκ μέρους των υποκειμένων στον ΦΠΑ τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την οδηγία αυτή και, κατ' αρχάς, την τήρηση της υποχρεώσεως καταβολής του φόρου που οφείλεται μετά τη διενέργεια φορολογητέων πράξεων στη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου. Η εναρμόνιση του επιβαλλόμενου από τον κοινοτικό νομοθέτη ΦΠΑ θα στερούνταν ουσίας και πρακτικής χρησιμότητας, αν οι εθνικές φορολογικές αρχές δεν όφειλαν να προβούν σε αποτελεσματικές πράξεις επαληθεύσεως και ελέγχου για να εξασφαλίσουν την «αντίστοιχη είσπραξη του φόρου σε όλα τα κράτη μέλη», όπως διευκρινίζει η δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας.

Οι κανόνες που θεσπίστηκαν με τα άρθρα 8 και 9 του ιταλικού νόμου 289/2002 βαίνουν κατά πολύ πέραν του περιθωρίου εκτιμήσεως που χορηγεί ο νομοθέτης στα κράτη μέλη για τη διενέργεια διοικητικών πράξεων. Συγκεκριμένα, αντί η εν λόγω εξουσία εκτιμήσεως να χρησιμοποιηθεί για να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα των φορολογικών ελέγχων, το ιταλικό κράτος, με τον προαναφερθέντα νόμο, προέβη σε πραγματική, γενική, ενιαία και εκ των προτέρων παραίτηση από οποιαδήποτε ενέργεια ελέγχου και επαλήθευσης στον τομέα του ΦΠΑ, παραβαίνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο ευθέως τις διατάξεις του άρθρου 22 της έκτης οδηγίας και παραβιάζοντας, κατ' επέκταση, τη γενική υποχρέωση του άρθρου 2, ήτοι της υποβολής στον ΦΠΑ όλων των φορολογητέων πράξεων. Ο Ιταλός νομοθέτης παρέσχε σε όλους του υποκειμένους στον ΦΠΑ που υπάγονται στη φορολογική του αρμοδιότητα τη δυνατότητα να απαλλαγούν τελείως, για μια σειρά φορολογικών περιόδων, από το ενδεχόμενο οποιουδήποτε φορολογικού ελέγχου. Το σημαντικό αυτό πλεονέκτημα μπορεί να χορηγηθεί στον φορολογούμενο μέσω της καταβολής κατ' αποκοπή ποσού που ουδεμία πλέον έχει σχέση με τον ΦΠΑ που θα όφειλε να καταβάλει επί της τιμής των παραδόσεων αγαθών ή των παροχών υπηρεσιών που πραγματοποίησε ο φορολογούμενος κατά την οικεία φορολογική περίοδο.

Αυτός ο ριζικός «διαχωρισμός» μεταξύ του φορολογικού χρέους, αν αυτό υπολογιστεί σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες περί ΦΠΑ, και του ποσού που πρέπει να καταβληθεί στο πλαίσιο του «condono tombale» (της εκ των υστέρων διευθέτησης των φορολογικών χρεών μέσω της πληρωμής κατ' αποκοπή ποσού, στο εξής: φορολογικός συμβιβασμός) είναι ιδιαίτερα εμφανής στην περίπτωση που ο φορολογούμενος δεν έχει καν υποβάλει φορολογική δήλωση. Ο φορολογούμενος μπορεί να διευθετήσει την κατάστασή του για κάθε φορολογικό έτος, καταβάλλοντας 1 500 ευρώ, εφόσον πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, ή 3 000 ευρώ, εφόσον πρόκειται για εταιρία. Η απουσία οποιουδήποτε δεσμού με τη φορολογική βάση των πράξεων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν (αλλά δεν δηλώθηκαν) χαρακτηρίζει επίσης τον μηχανισμό του «φορολογικού συμβιβασμού» που πραγματοποιείται με την υποβολή συμπληρωματικής δήλωσης. Το ποσό το οποίο οφείλει ο φορολογούμενος που σκοπεύει να επικαλεστεί τον μηχανισμό αυτό υπολογίζεται βάσει ποσοστού (2 %) επί του ΦΠΑ που θα οφειλόταν για τις παραδόσεις αγαθών ή τις παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν σε κάθε φορολογικό έτος (ή επί του ΦΠΑ επί των αγορών που κακώς αφαιρέθηκε κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου).

Αυτή η γενική εκ των προτέρων παραίτηση από κάθε πράξη ελέγχου είναι ικανή να προκαλέσει σοβαρές βλάβες στην εύρυθμη λειτουργία του κοινού συστήματος του ΦΠΑ. Ειδικότερα, έχει ως αποτέλεσμα την αλλοίωση της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας, η οποία απαγορεύει τη διαφορετική, όσον αφορά την είσπραξη του ΦΠΑ, μεταχείριση επιχειρήσεων που πραγματοποιούν όμοιες πράξεις. Συγκεκριμένα, οποιαδήποτε εξαίρεση από τον κανόνα της πραγματικής επιβολής και εισπράξεως του ΦΠΑ ισοδυναμεί, αφενός, με σοβαρή ζημία εις βάρος τόσο των ιταλικών επιχειρήσεων όσο και των επιχειρήσεων των άλλων κρατών μελών που υπάγονται στο σύνηθες σύστημα του φόρου προστιθέμενης αξίας και, αφετέρου, με σοβαρή παραβίαση της αρχής του «υγιούς ανταγωνισμού» εντός της κοινής αγοράς, η οποία καθιερώνεται με την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της έκτης οδηγίας.


(1)  ΕΕ L 145, της 13ης Ιουνίου 1977, σ. 1.