25.2.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 48/38


Προσφυγή-αγωγή της 5ης Δεκεμβρίου 2005 — Cerafogli και Poloni κατά ΕΚΤ

(Υπόθεση T-431/05)

(2006/C 48/75)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγοντες-ενάγοντες: Maria Concetta Cerafogli (Φρανκφούρτη επί του Μάιν, Γερμανία) και Paolo Poloni (Φρανκφούρτη επί του Μάιν, Γερμανία) [εκπρόσωποι: G. Vandersanden, δικηγόρος, L. Levi, δικηγόρος]

Καθής-εναγομένη: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

Αιτήματα των προσφευγόντων-εναγόντων

Οι προσφεύγοντες-ενάγοντες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει το εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας των προσφευγόντων-εναγόντων (στο εξής: προσφευγόντων) του Φεβρουαρίου 2005, όπως αντικαταστάθηκε τον Μάιο του 2005, καθώς και το έγγραφο της καθής-εναγομένης (στο εξής: καθής) της 15ης Φεβρουαρίου 2005,

να ακυρώσει, εν ανάγκη, τις αποφάσεις περί απορρίψεως των αιτήσεων διοικητικού ελέγχου ( administrative reviews) (αποφάσεις της 17ης Μαΐου 2005) και των διοικητικών ενστάσεων (grievance procedures) (αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 2005),

να υποχρεώσει την καθής στην καταβολή αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας των προσφευγόντων, αποζημιώσεως συνισταμένης στην καταβολή 5 000 ευρώ ανά προσφεύγοντα λόγω απωλείας της αγοραστικής δυνάμεως από την 1η Ιουλίου 2001, στις καθυστερούμενες αποδοχές που αντιστοιχούν σε αύξηση του μισθού και του συνόλου των απορρεόντων δικαιωμάτων των προσφευγόντων κατά 0,3 % από της 1ης Ιουλίου 2001 και 0,6 % από της 1ης Ιουλίου 2003, και στον υπολογισμό τόκου επί του ποσού των καθυστερουμένων μισθών των προσφευγόντων από την ημερομηνία που θα έπρεπε να είχαν καταβληθεί και μέχρι την ημέρα της οριστικής καταβολής. Το σχετικό επιτόκιο πρέπει να υπολογιστεί βάσει του επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που έχει οριστεί για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, όπως ίσχυε κατά την κρίσιμη περίοδο, προσαυξημένο κατά 2 μονάδες,

να καταδικάσει την καθής στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Στο πλαίσιο της υπόθεσης T-63/02, που αφορούσε προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα από τους ίδιους προσφεύγοντες, υπαλλήλους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), το Πρωτοδικείο είχε ακυρώσει τις αποφάσεις που περιέχονταν στα εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας που απεστάλησαν στις 13 Ιουλίου 2001 στους προσφεύγοντες, για τον Ιούλιο 2001, καθόσον η ΕΚΤ παρέλειψε να προβεί σε διαβούλευση με την επιτροπή προσωπικού κατά την έγκριση της αναπροσαρμογής των μισθών για το έτος 2001. Κατόπιν της δικαστικής αυτής αποφάσεως, η ΕΚΤ προέβη σε διαβουλεύσεις με την επιτροπή προσωπικού όσον αφορά την περίοδο αναπροσαρμογής των μισθών 2001-2003, καθώς και σε αύξηση των μισθών του προσωπικού της από την 1η Ιουλίου 2004. Επιπλέον, εξέδωσε, τον Φεβρουάριο του 2005, νέο εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας για τους προσφεύγοντες, που αντικαθιστούσε το εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας του Ιουλίου 2001, το οποίο ακυρώθηκε από το Πρωτοδικείο.

Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται κατ' αρχάς ότι η ΕΚΤ, αρνούμενη να τους εφαρμόσει αναδρομικώς από τον Ιούλιο του 2001 το ευεργέτημα της διορθώσεως που συνδέεται με την αναπροσαρμογή των μισθών για το 2001, παρέβη το άρθρο 233 ΕΚ, καθώς και το δεδικασμένο που παρήγαγε η απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2003 η οποία εξεδόθη στην υπόθεση T-63/02.

Επιπλέον, προβάλλουν την παράβαση των άρθρων 45 και 46 των όρων απασχόλησης του προσωπικού της ΕΚΤ, του «Memorandum of Understanding» που αφορά τις σχέσεις μεταξύ της διευθύνσεως της ΕΚΤ και της επιτροπής προσωπικού, καθώς επίσης και παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων και παράβαση της υποχρέωσης καλής πίστης.

Τέλος, οι προσφεύγοντες ζητούν επίσης την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν λόγω της επίμαχης συμπεριφοράς της ΕΚΤ.