14.1.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 10/10


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Cour d'appel de Bruxelles με απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2005 στην υπόθεση De Landtsheer Emmanuel SA κατά Comité Interprofessionnel du Vin de Champagne, συντομογραφικώς CIVC, και Veuve Clicquot Ponsardin SA

(Υπόθεση C-381/05)

(2006/C 10/20)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Με απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2005, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 19 Οκτωβρίου 2005, το Cour d'appel de Bruxelles, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ, αφενός, De Landtsheer Emmanuel SA και, αφετέρου, Comité Interprofessionnel du Vin de Champagne, συντομογραφικώς CIVC, και Veuve Clicquot Ponsardin SA, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:

1.

Εμπίπτουν στον ορισμό της συγκριτικής διαφημίσεως τα διαφημιστικά μηνύματα με τα οποία ο διαφημιζόμενος παραπέμπει μόνο σε ένα είδος προϊόντων υπό την έννοια ότι πρέπει στην περίπτωση αυτή να θεωρηθεί ότι ένα τέτοιο μήνυμα παραπέμπει στο σύνολο των επιχειρήσεων που προσφέρουν αυτό το είδος προϊόντων και ότι κάθε μία από αυτές μπορεί να ισχυριστεί ότι προσδιορίζεται;

2.

Για να καθοριστεί αν κατά το άρθρο 2α της οδηγίας (1) υπάρχει ανταγωνιστική σχέση μεταξύ του διαφημιζόμενου και της επιχειρήσεως στην οποία παραπέμπει η διαφήμιση:

α.

Πρέπει να θεωρηθεί, ιδίως κατόπιν αντιπαραβολής του άρθρου 2α με το στοιχείο β' του άρθρου 3α, ότι ανταγωνιστής υπό την έννοια της διατάξεως αυτής είναι κάθε επιχείρηση που η διαφήμιση καθιστά δυνατό να προσδιοριστεί, όποια και αν είναι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρει;

β.

Στην περίπτωση που στο πιο πάνω ερώτημα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση και τάσσονται άλλες προϋποθέσεις για να στοιχειοθετηθεί ανταγωνιστική σχέση, πρέπει να ληφθούν υπόψη η τωρινή κατάσταση της αγοράς και οι υπάρχουσες καταναλωτικές συνήθειες στην Κοινότητα ή πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι δυνατότητες μεταβολής των συνηθειών αυτών;

γ.

Πρέπει η εξέταση να περιοριστεί στο μέρος του κοινοτικού εδάφους όπου διανεμήθηκε η διαφήμιση;

δ.

Πρέπει η ανταγωνιστική σχέση να ληφθεί υπόψη με γνώμονα τα συγκρινόμενα είδη προϊόντων και τον τρόπο κατά τον οποίο αυτά τα είδη προϊόντων εκλαμβάνονται γενικώς ή, για να εκτιμηθεί σε ποιον βαθμό υπάρχει ενδεχομένως σχέση υποκαταστάσεως μεταξύ των ειδών αυτών, πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προϊόντος το οποίο ο διαφημιζόμενος σκοπεύει να προωθήσει με την επίμαχη διαφήμιση και η εικόνα που σκοπεύει να εντυπώσει σχετικά με το προϊόν αυτό;

ε.

Είναι τα κριτήρια που καθιστούν δυνατό να αποδειχθεί η ύπαρξη ανταγωνιστικής σχέσεως κατά το άρθρο 2, σημείο 2α, πανομοιότυπα με τα κριτήρια που καθιστούν δυνατό να εξακριβωθεί αν η σύγκριση πληροί την προϋπόθεση του άρθρου 3α, στοιχείο β';

3.

Προκύπτει από αντιπαραβολή του άρθρου 2, σημείο 2α, της οδηγίας 84/450 με το άρθρο 3α της οδηγίας αυτής:

α.

είτε ότι είναι αθέμιτη κάθε συγκριτική διαφήμιση που καθιστά δυνατό να προσδιοριστεί ένα είδος προϊόντων στην περίπτωση που η ένδειξη δεν καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό ενός ανταγωνιστή ή των αγαθών που αυτός προσφέρει;

β.

είτε ότι το θεμιτό της συγκρίσεως πρέπει να εξεταστεί υπό το φως μόνον άλλων εθνικών διατάξεων εκτός εκείνων που μεταφέρουν τις διατάξεις της οδηγίας περί συγκριτικής διαφημίσεως, πράγμα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μικρότερη προστασία του καταναλωτή ή των επιχειρήσεων οι οποίες προσφέρουν το είδος προϊόντων που συσχετίζεται με το προϊόν το οποίο προσφέρει ο διαφημιζόμενος;

4.

Στην περίπτωση που πρέπει να συναχθεί ότι υφίσταται συγκριτική διαφήμιση υπό την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2α, πρέπει από το άρθρο 3α, σημείο 1, στοιχείο στ', της οδηγίας να συναχθεί ότι είναι αθέμιτη οποιαδήποτε σύγκριση η οποία, για προϊόντα που δεν έχουν ονομασία προελεύσεως, αναφέρει προϊόντα που έχουν ονομασία προελεύσεως;


(1)  Οδηγία 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Σεπτεμβρίου 1984, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση (ΕΕ L 250, σ. 17), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1997 (ΕΕ L 290, σ. 18).