14.1.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 10/9


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Consiglio di Stato με διάταξη της 19ης Απριλίου 2005 στην υπόθεση Centro Europa 7 s.r.l. κατά Ministero delle Comunicazioni και Autorità per le Garanzie nelle Comunicazioni, Direzione Generale Autorizzazioni e Concessioni del Ministero delle Comunicazioni

(Υπόθεση C-380/05)

(2006/C 10/19)

Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

Με διάταξη της 19ης Απριλίου 2005, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 18 Οκτωβρίου 2005, το Consiglio di Stato, στο πλαίσιο της διαφοράς Centro Europa 7 s.r.l. κατά Ministero delle Comunicazioni και Autorità per le Garanzie nelle Comunicazioni, Direzione Generale Autorizzazioni e Concessioni del Ministero delle Comunicazioni, που εκκρεμεί ενώπιόν του, ζητεί από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί των εξής ερωτημάτων:

1)

Εγγυάται το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, όπως κατοχυρώνεται με το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, την εξωτερική πολυφωνία στην πληροφόρηση στον ραδιοτηλεοπτικό τομέα, με συνέπεια να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν πραγματική πολυφωνία και αποτελεσματικό ανταγωνισμό στον τομέα αυτό, που να βασίζεται σε ένα σύστημα ελέγχου των συγκεντρώσεων το οποίο να διασφαλίζει, σε σχέση με την τεχνολογική ανάπτυξη, την πρόσβαση στα δίκτυα και την ύπαρξη πλειόνων φορέων, χωρίς να υπάρχει καμία δυνατότητα να θεωρηθούν νόμιμες οποιεσδήποτε δυοπωλικές διευθετήσεις της αγοράς;

2)

Επιβάλλουν οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ που εγγυώνται την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών και τον ανταγωνισμό, όπως έχουν ερμηνευθεί από την Επιτροπή με την ερμηνευτική ανακοίνωση της 29ης Απριλίου 2000 σχετικά με τις συμβάσεις παραχώρησης στο κοινοτικό δίκαιο, να διέπονται οι συμβάσεις αυτές από αρχές που να διασφαλίζουν τη μη ύπαρξη διακρίσεων, την ίση μεταχείριση, τη διαφάνεια, την αναλογικότητα και τον σεβασμό των δικαιωμάτων των ιδιωτών; Αντίκεινται στις διατάξεις και στις αρχές αυτές της Συνθήκης οι διατάξεις του ιταλικού δικαίου που περιλαμβάνονται στο άρθρο 3, παράγραφος 7, του νόμου 249/1997 και στο άρθρο 1 του ν.δ. 352, της 24.12.2003, που μετατράπηκε στον νόμο 112/2004 (τον «νόμο Gasparri»), καθόσον οι διατάξεις αυτές επέτρεψαν στους εκμεταλλευόμενους ραδιοτηλεοπτικά δίκτυα που «υπερβαίνουν» τα όρια που θέτει η αντιμονοπωλιακή νομοθεσία να εξακολουθήσουν να ασκούν αδιαλείπτως τη δραστηριότητά τους, με αποτέλεσμα να αποκλείονται οι επιχειρηματίες που, όπως η εφεσείουσα, κατέχουν μεν τη σχετική άδεια, η οποία τους χορηγήθηκε κατόπιν κανονικής διαδικασίας βασιζόμενης στον ανταγωνισμό, αλλά δεν έχουν μπορέσει να ασκήσουν τη δραστηριότητα που αφορά η άδεια, λόγω μη παραχώρησης συχνοτήτων (εξαιτίας της ανεπάρκειας ή της έλλειψης συχνοτήτων που οφείλεται στην προαναφερθείσα συνέχιση της εκμετάλλευσης των λεγόμενων πλεοναζόντων δικτύων από τους δικαιούχους των δικτύων αυτών);

3)

Επιβάλλει το άρθρο 17 της οδηγίας 2002/20/ΕΚ (οδηγίας για την αδειοδότηση) (1) την απευθείας εφαρμογή της οδηγίας αυτής από τις 25 Ιουλίου 2003 στην εθνική έννομη τάξη και επιβάλλει στο κράτος μέλος που έχει χορηγήσει άδειες ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης (περιλαμβανομένου του δικαιώματος εγκατάστασης δικτύων ή παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικής επικοινωνίας ή του δικαιώματος χρήσης συχνοτήτων) την υποχρέωση προσαρμογής των αδειών αυτών στην κοινοτική ρύθμιση; Συνεπάγεται η υποχρέωση αυτή ότι είναι αναγκαίο να παραχωρούνται πράγματι οι συχνότητες που είναι απαραίτητες για την άσκηση της δραστηριότητας;

4)

Αντίκειται στο άρθρο 9 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγίας-πλαίσιο) (2) και στο άρθρο 5 της οδηγίας για την αδειοδότηση, τα οποία προβλέπουν δημόσιες, διαφανείς και αμερόληπτες διαδικασίες (άρθρο 5), οι οποίες να διεξάγονται με βάση αντικειμενικά, διαφανή, αμερόληπτα και αναλογικά κριτήρια (άρθρο 9), το σύστημα γενικής έγκρισης που προβλέπει το εθνικό δίκαιο (άρθρο 23, παράγραφος 5, του νόμου 112/2004) και το οποίο, επιτρέποντας τη συνέχιση της εκμετάλλευσης των λεγόμενων «πλεοναζόντων δικτύων», τα οποία δεν επελέγησαν με διαγωνισμό, καταλήγει να βλάπτει τα δικαιώματα που έχουν άλλες επιχειρήσεις βάσει της κοινοτικής νομοθεσίας (του άρθρου 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 2002/20/ΕΚ, της 7.3.2002, της λεγόμενης οδηγίας για την αδειοδότηση), από τις οποίες αφαιρείται, μολονότι οι επιχειρήσεις αυτές έχουν επιλεγεί κατόπιν διαδικασιών με βάση τον ανταγωνισμό, κάθε δυνατότητα να ασκήσουν τη δραστηριότητά τους;

5)

Επιβάλλουν στα κράτη μέλη το άρθρο 9 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγίας-πλαίσιο), τα άρθρα 5, παράγραφος 2, και 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2002/20/ΕΚ (οδηγίας για την αδειοδότηση) και το άρθρο 4 της οδηγίας 2002/77/ΕΚ (3) την υποχρέωση να μεριμνήσουν ώστε να παύσει, τουλάχιστον από τις 25 Ιουλίου 2003 (βλ. άρθρο 17 οδηγίας για την αδειοδότηση), η κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την de facto κατάληψη των συχνοτήτων (τη λειτουργία εγκαταστάσεων χωρίς τη χορήγηση γενικής ή ειδικής άδειας κατόπιν σύγκρισης των υποψηφίων) που αφορούν τη δραστηριότητα ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, όπως η κρίσιμη εν προκειμένω, με αποτέλεσμα να αναπτύσσεται η δραστηριότητα αυτή όχι μόνο κατά παράβαση των αδειών που έχει χορηγήσει το ίδιο το κράτος μέλος μετά από δημόσιο διαγωνισμό, αλλά και πέρα από κάθε ορθό προγραμματισμό των εναέριων συχνοτήτων και πέρα από οποιαδήποτε λογική για την ενίσχυση της πολυφωνίας;

6)

Μήπως το κράτος μέλος μπορούσε και μπορεί να επικαλείται την παρέκκλιση που προβλέπουν το άρθρο 5, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2002/20/ΕΚ (οδηγίας για την αδειοδότηση) και το άρθρο 4 της οδηγίας 2002/77/ΕΚ μόνο με σκοπό την προστασία της πολυφωνίας στην πληροφόρηση και τη διασφάλιση της προστασίας της πολιτιστικής και γλωσσικής πολυμορφίας και όχι υπέρ των εκμεταλλευόμενων δίκτυα που «υπερβαίνουν» τα όρια που προβλέπει ήδη η εθνική αντιμονοπωλιακή νομοθεσία;

7)

Πρέπει το κράτος μέλος, προκειμένου να επικαλεστεί την παρέκκλιση που προβλέπει το άρθρο 5 της οδηγίας 2002/20/ΕΚ, να εκθέσει τους σκοπούς που επιδιώκει στην πραγματικότητα η εθνική ρύθμιση που προβλέπει την παρέκκλιση;

8)

Μπορεί η παρέκκλιση αυτή να εφαρμόζεται πέρα από την περίπτωση του φορέα της ραδιοτηλεοπτικής δημόσιας υπηρεσίας (στην Ιταλία, της RAI) ακόμη και υπέρ ιδιωτικών φορέων που δεν έχουν ανακηρυχθεί πλειοδότες ή μειοδότες σε διαγωνισμό, άρα σε βάρος επιχειρήσεων στις οποίες, αντίθετα, έχει χορηγηθεί νομότυπα άδεια κατόπιν διαγωνισμού;

9)

Μήπως το κανονιστικό πλαίσιο που προκύπτει από το πρωτογενές και το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο, σκοπός του οποίου είναι η διασφάλιση αποτελεσματικού ανταγωνισμού (workable competition) και στον τομέα της ραδιοτηλεοπτικής αγοράς, έπρεπε να επιβάλει στον εθνικό νομοθέτη να αποφύγει να συνδυάσει την παράταση της ισχύος του ανάλογου παλαιού μεταβατικού συστήματος με την έναρξη της εφαρμογής της λεγόμενης επίγειας ψηφιακής ραδιοτηλεόρασης, καθόσον μόνο στην περίπτωση του λεγόμενου switch-off των αναλογικών εκπομπών (με τη συνακόλουθη γενικευμένη μετάβαση από τις αναλογικές στις ψηφιακές εκπομπές) θα ήταν δυνατή η ελευθέρωση συχνοτήτων και η ανακατανομή τους για διάφορες χρήσεις, ενώ στην περίπτωση της κίνησης απλώς της διαδικασίας μετάβασης στην επίγεια ψηφιακή ραδιοτηλεόραση υπάρχει ο κίνδυνος να επιταθεί ακόμη περισσότερο η έλλειψη διαθέσιμων συχνοτήτων, η οποία οφείλεται στην παράλληλη αναλογική και ψηφιακή εκπομπή (simulcast);

10)

Τέλος, διασφαλίζει την απαιτούμενη κατά το κοινοτικό δίκαιο προστασία της πολυφωνίας των πηγών πληροφόρησης και του ανταγωνισμού στον ραδιοτηλεοπτικό τομέα η εθνική ρύθμιση –όπως ο νόμος 112/2004 — που προβλέπει ένα νέο όριο, ίσο με το 20 % των πόρων, συνδυαζόμενο με ένα νέο και ευρύτατο σύνολο υπηρεσιών (το λεγόμενο «ολοκληρωμένο σύστημα επικοινωνιών» του άρθρου 2, στοιχείο g, και του άρθρου 15 του νόμου 112/2004), το οποίο περιλαμβάνει επίσης δραστηριότητες που δεν επηρεάζουν την πολυφωνία των πηγών πληροφόρησης, ενώ η «σχετική αγορά» στην αντιμονοπωλιακή νομοθεσία προσδιορίζεται κανονικά με βάση μια διαφοροποίηση των αγορών του ραδιοτηλεοπτικού τομέα, αφού γίνεται διάκριση ακόμη και μεταξύ συνδρομητικής τηλεόρασης (pay-tv) και μη συνδρομητικών τηλεοράσεων που εκπέμπουν στην ατμόσφαιρα (βλ., μεταξύ άλλων, τις υποθέσεις της Επιτροπής COMP/JV. 37-BSKYB/Kirch Pay TV Regulation (EEC) NO. 4064/89 Merger Procedure 21/03/2000 και COMP/M.2876-NEWSCORP-TELEPIU' Regulation (EEC) NO. 4064/89 Merger Procedure 2/4/2003);


(1)  ΕΕ L 108 της 24/04/2002,σ. 21.

(2)  ΕΕ L 108 της 24/04/2002,σ. 33.

(3)  ΕΕ L 249 της 17/09/2002,σ. 21.