26.11.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 296/30


Προσφυγή που ασκήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 2005 — Provincia di Imperia κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-351/05)

(2005/C 296/66)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Provincia di Imperia (Imperia, Ιταλία) [εκπρόσωποι: S. Rostagno, δικηγόρος, K. Platteau, δικηγόρος]

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της προσφεύγουσας

να ακυρωθεί η προσβαλλομένη απόφαση και οποιαδήποτε συναφής πράξη·

να καταδικασθεί η καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι της προσφυγής και κύρια επιχειρήματα

Η παρούσα προσφυγή έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 30ης Ιουνίου 2005, περί μη αποδοχής της προτάσεως που υπέβαλε η προσφεύγουσα απαντώντας σε πρόσκληση υποβολής προτάσεων που ανακοίνωσε η τελευταία στο πλαίσιο της κοινοτικής συγχρηματοδοτήσεως στον τομέα των καινοτόμων δράσεων δυνάμει του άρθρου 6, του κανονισμού σχετικά με το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (1) για την περίοδο προγραμματισμού 2000 έως 2006.

Με την προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι η πρότασή της δεν ανταποκρίνεται στα κριτήρια εκτιμήσεως της προσκλήσεως υποβολής προτάσεων. Αιτιολογεί την απόφασή της με το γεγονός ότι η πρόταση της προσφεύγουσας δεν κατορθώνει να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο επεξεργάζεται και λαμβάνει υπόψη την προηγουμένως αποκτηθείσα πείρα στον εν λόγω τομέα στη Λιγουρία, και υποστήριξε ότι υπάρχουν σοβαρές ανακολουθίες μεταξύ των πληροφοριών του προϋπολογισμού που παρέχονται με τα παραρτήματα 6 και 7.

Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την απόφαση αυτή ως προς δύο κύρια σημεία:

υποστηρίζει ότι, αντίθετα προς τις διαπιστώσεις της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν υφίστανται σοβαρές ανακολουθίες μεταξύ των πληροφοριών του προϋπολογισμού που παρέχονται με τα παραρτήματα της προτάσεώς της, καθόσον αυτή ακολουθεί το υπόδειγμα αιτήσεως επιδοτήσεως, το οποίο δημοσιεύεται στον Οδηγό υποψηφίου και τα παραρτήματά του που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της πρόσκλησης υποβολής προτάσεων. Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την ύπαρξη της διαφοράς μεταξύ των στοιχείων του προϋπολογισμού στα παραρτήματα 6 και 7, αλλά υποστηρίζει ότι η διαφορά αυτή οφείλεται στη δομή και τις διαφορετικές αιτούμενες πληροφορίες στα δύο παραρτήματα, δηλαδή, ενώ το παράρτημα 6 προβλέπει μόνο την ένδειξη των άμεσων επιλέξιμων δαπανών, το παράρτημα 7 β' επιβάλλει στον υποψήφιο να αναγράφει την ένδειξη των άμεσων και των έμμεσων επιλέξιμων δαπανών. Αυτή ισχυρίζεται, αφενός, ότι δεν υφίσταται καμία ασάφεια μεταξύ των παραρτημάτων 6 και 7 της προτάσεώς της και, αφετέρου, ότι αυτή συμμορφώθηκε σχολαστικά ως προς όλα τα σημεία προς το υπόδειγμα της Επιτροπής.

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι απέδειξε αρκούντως τον τρόπο με τον οποίο η πρόταση επεξεργάζεται και λαμβάνει υπόψη την προαποκτηθείσα πείρα στον τομέα που αποτελεί αντικείμενο της εν λόγω καινοτόμου δράσεως. Κατ' αυτήν, ο ισχυρισμός περί απουσίας εξηγήσεως που να συνδέει την πρόταση και την προαποκτηθείσα πείρα βασίζεται στην ανάγνωση ενός μόνον μέρους της προτάσεώς της. Ολόκληρη η ανάγνωση της προτάσεώς της αποδεικνύει το αντίθετο.

Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, με την προσβαλλομένη της απόφαση, η Επιτροπή παραβιάζει την αρχή της ασφάλειας δικαίου, καθόσον δεν ακολουθεί τους κανόνες που η ίδια έθεσε όσον αφορά τον τρόπο αποδείξεως του καινοτόμου χαρακτήρα του σχεδίου. Ακριβέστερα, κατά την προσφεύγουσα, εκτιμώντας τον καινοτόμο χαρακτήρα του σχεδίου της, η Επιτροπή περιορίστηκε σε ένα από τα κριτήρια εκτιμήσεως, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο αυτή επινόησε και ανάπτυξε το νέο σχέδιο με βάση την προηγούμενη πείρα, ενώ το σχέδιό της ήταν καινοτόμο υπό το πρίσμα άλλου κριτηρίου εκτιμήσεως, δηλαδή της αποκλίσεως από τις συνήθεις δραστηριότητες των οικείων οργανώσεων, το οποίο δέχεται επίσης ο Οδηγός υποψηφίου.

Προς στήριξη των ισχυρισμών της, η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι η προσβαλλομένη απόφαση συνιστά παράβαση του άρθρου 53 της Συνθήκης ΕΚ, του άρθρου 6 του Κανονισμού 1784/1999, των άρθρων 22 και 24 του Κανονισμού 1260/1999, των κανόνων που καθορίστηκαν με την Ανακοίνωση CΟΜ (2000) 894 τελικό (2), καθώς και των κανόνων που καθόρισε η Επιτροπή στο πλαίσιο της προσκλήσεώς της για την υποβολή προτάσεων (3). Τέλος, θεωρεί ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη περί την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, σε κατάχρηση εξουσίας και παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 1784/99 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Ιουλίου 1999 σχετικά με το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, ΕΕ L 213/5 της 12ης Αυγούστου 1999.

(2)  Ανακοίνωση της Επιτροπής της 12ης Ιανουαρίου 2000 για την υλοποίηση καινοτόμων μέτρων στο πλαίσιο του άρθρου 6 του κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου για την περίοδο προγραμματισμού 2000 - 2006.

(3)  Προκήρυξη με τίτλο «Τίτλος του προϋπολογισμού 04.0210000.00.11 -Καινοτόμα μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού σχετικά με το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο: Καινοτόμες προσεγγίσεις στη διαχείριση της αλλαγής Πρόσκληση υποβολής προτάσεων VP/2003/021», ΕΕ 2004, C 255/11, και κανόνες που καθορίζονται στον Οδηγό υποψηφίου που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της προκηρύξεως αυτής.