3.9.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 217/30


Αίτηση αναιρέσεως που υπέβαλε στις 13 Ιουλίου 2005 (Fax: 12 Ιουλίου 2005) η εταιρία Holcim (Deutschland) AG, πρώην Alsen AG, κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 21 Απριλίου 2005 το τρίτο τμήμα του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση T-28/03, Holcim (Deutschland) AG, πρώην Alsen AG κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

(Υπόθεση C-282/05 P)

(2005/C 217/59)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Η εταιρία Holcim (Deutschland) AG, πρώην Alsen AG, εκπροσωπούμενη από τους Dr. Peter Niggemann και Dr. Frederik Wiemer, Rechtsanwälte, Freshfields Bruckhaus Deringer, Feldmühleplatz 1, D-40545 Düsseldorf, άσκησε στις 13 Ιουλίου 2005 (Fax:12 Ιουλίου 2005) ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αναίρεση κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 21 Απριλίου 2005 το τρίτο τμήμα του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση T-28/03, Holcim (Deutschland) AG, πρώην Alsen AG κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

1.

να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 21ης Απριλίου 2005, στην υπόθεση T-28/03 Holcim (Deutschland) AG κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1).

2.

να καταδικάσει την εναγομένη και αναιρεσίβλητη να καταβάλει στην ενάγουσα ποσό ύψους 139 002,21 € πλέον τόκων υπερημερίας με επιτόκιο 5,75 % ετησίως από 15ης Απριλίου 2000

3.

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προκειμένου αυτό να αποφανθεί εκ νέου λαμβάνοντας υπόψη τη νομική άποψη του Δικαστηρίου·

4.

να καταδικάσει την εναγομένη και αναιρεσίβλητη στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

Η ενάγουσα επικαλείται τρεις λόγους αναιρέσεως:

1.

Το Πρωτοδικείο παραβίασε το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κρίνοντας ως μερικώς παραγεγραμμένη την αξίωση αποδόσεως στο μέτρο που αφορούσε αξιώσεις γεγενημένες πριν από την 31η Ιανουαρίου 1998. Αντιθέτως προς την άποψη του Πρωτοδικείου, η παραγραφή δεν άρχισε από τη σύσταση των εγγυήσεων, αλλά μόνο από την έκδοση της αποφάσεως για το τσιμέντο, της 15ης Μαρτίου 2000, διότι μόνο μετά την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής για το τσιμέντο μπορούσε να προβληθεί λυσιτελώς αξίωση αποζημιώσεως έναντι της εναγομένης. Ειδικότερα, η ζημία δεν ήταν ακόμα επαρκώς ορισμένη κατά τη σύσταση των εγγυήσεων, διότι δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί πόσο θα διαρκούσε η ακυρωτική δίκη. Επιπλέον, με τη σύσταση των εγγυήσεων δεν επήλθαν περισσότερες διαδοχικές, καθημερινώς εμφανιζόμενες ζημίες, αλλά υπήρξε μία μόνο ενιαία ζημία. Επικουρικώς η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι η παραγραφή διακόπηκε, σύμφωνα με το άρθρο 46, εδάφιο 2, του Οργανισμού του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με την άσκηση της προσφυγής ακυρώσεως.

2.

Εσφαλμένως το Πρωτοδικείο εξέτασε και απέρριψε την ύπαρξη «κατάφωρης παραβιάσεως» στο πλαίσιο του άρθρου 288, εδάφιο 2 ΕΚ. Αφενός, η πρόσθετη αυτή προϋπόθεση της αξιώσεως επιστροφής τέθηκε νομολογιακώς μόνο σε σχέση με κανονιστική δραστηριότητα της κοινότητας και όχι σε σχέση με διοικητική δραστηριότητα, όπως η έκδοση αποφάσεων περί επιβολής προστίμων στο πλαίσιο του δικαίου ανταγωνισμού. Αλλά ακόμη και αν το κριτήριο της «κατάφωρης παραβιάσεως» έχει εν προκειμένω εφαρμογή, υφίσταται τέτοια παραβίαση, διότι η εναγομένη δεν διέθετε, κατά την έκδοση της παράνομης αποφάσεως για το τσιμέντο, διακριτική ευχέρεια· επομένως δεν έχει σημασία ο σύνθετος χαρακτήρας της υποθέσεως. Εντούτοις, ακόμα και αν έπρεπε να εξεταστεί η τυχόν συδρομή του στοιχείου της συνθετότητας, η υπόθεση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως σύνθετη, τουλάχιστον καθ'όσον αφορούσε την ενάγουσα ή και την δικαιοπάροχό της. Ως προς αυτές απαιτείτο η εξέταση στη διαδικασία για το τσιμέντο λίγων μόνων αποδεικτικών μέσων καθώς και η ανάλυση του απλού ζητήματος, αν υφίστατο εκ του νόμου επιτρεπόμενο εξαγωγικό καρτέλ· δεν επιτρέπεται να αποβεί εις βάρος της ενάγουσας το γεγονός ότι η υπόθεσή της συνεξετάστηκε με άλλες υποθέσεις στρεφόμενες κατά πολλών άλλων επιχειρήσεων.

3.

Το ζήτημα του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του παρανόμου χαρακτήρα της πράξεως και της ζημίας εκτιμήθηκε επίσης εσφαλμένως από το Πρωτοδικείο. Αν η εναγομένη δεν είχε λάβει παράνομη απόφαση επιβολής προστίμου εις βάρος της ενάγουσας, αυτή δεν θα υφίστατο ζημίες υπό τη μορφή εξόδων συστάσεως εγγυήσεως. Η σύσταση τραπεζικών εγγυήσεων δεν διέκοψε τον αιτιώδη σύνδεσμο. Και οι δύο μορφές παροχής ασφάλειας — προσωρινή πληρωμή του ποσού του προστίμου και σύσταση εγγυήσεων — έχουν τις ίδιες έννομες συνέπειες.


(1)  DO C 155, de 25.6.2005, p. 14.