|
9.7.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 171/7 |
Προσφυγή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας που ασκήθηκε στις 22 Απριλίου 2005
(Υπόθεση C-181/05)
(2005/C 171/13)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους U. Wölker και Μ. Κωνσταντινίδη, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 22 Απριλίου 2005, ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προσφυγή κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο:
|
— |
να διαπιστώσει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παραλείπουσα να μεταφέρει ορθώς στη γερμανική έννομη τάξη τις διατάξεις των άρθρων 3, παράγραφος 4, 5, παράγραφος 4, και 4, παράγραφος 2, στοιχείο A, της οδηγίας 2000/53/ΕΚ (1) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 2000, για τα οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής τους, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των ως άνω διατάξεων. |
|
— |
να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:
Το άρθρο 1, παράγραφος 3, εδάφιο 1, της κανονιστικής αποφάσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας περί οχημάτων στο τέλος του κύκλου ζωής τους αντιβαίνει προς τις διατάξεις της οδηγίας 2000/53/ΕΚ, καθόσον το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, εδάφιο 1, ισχύει για το σύνολο των οχημάτων κατηγοριών M1 ή N1, περιλαμβανομένων των οχημάτων ειδικής χρήσεως. Αντιθέτως, οι διατάξεις της γερμανικής κανονιστικής αποφάσεως περί οχημάτων στο τέλος του κύκλου ζωής τους ισχύουν, όσον αφορά τα οχήματα ειδικής χρήσεως, μόνο ως προς εκείνα που έχουν επιτρεπόμενο συνολικό βάρος 3.5 τόνων. Το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας εξαιρεί από τις διατάξεις περί επαναχρησιμοποιήσεως και ανακτήσεως τα οχήματα ειδικής χρήσεως όχι όμως και από την απαγόρευση ορισμένων ουσιών. Αντιθέτως, από τις προαναφερθείσες διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής τους το καθορίζουν τα χαρακτηριστικά του τελικού προϊόντος: επομένως, στην περίπτωση οχήματος ειδικής χρήσεως, το οποίο κατόπιν προσαρμογής πληροί τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας M1, είναι αναμφίβολο ότι αυτό εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/53. Συνεπώς, ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής με βάση το κριτήριο του συνολικού βάρους αντιβαίνει προς την οδηγία.
Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, εδάφιο 3, της γερμανικής κανονιστικής αποφάσεως περί οχημάτων στο τέλος του κύκλου ζωής τους εξαιρούνται από την απαγόρευση ορισμένων ουσιών «ο εξοπλισμός, τα κατασκευαστικά στοιχεία και τα λοιπά εξαρτήματα που καθιστούν το όχημα κατάλληλο για ειδική χρήση». Η εξαίρεση αυτή δεν καλύπτεται από τον οδηγία, δεδομένου ότι η σχετική διάταξή της ισχύει για όλα τα υλικά και κατασκευαστικά στοιχεία που ο κύριος σκοπός τους είναι να καταστήσουν δυνατή τη χρήση των οχημάτων τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, περιλαμβανομένων υλικών και κατασκευαστικών στοιχείων που είναι αναγκαία προκειμένου να εξασφαλιστεί η ειδική χρήση του οχήματος.
Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 4, της γερμανικής κανονιστικής αποφάσεως περί οχημάτων στο τέλος του κύκλου ζωής τους, η αρχή της δωρεάν αναλήψεως των οχημάτων δεν ισχύει στην περίπτωση που το ευρισκόμενο στο τέλος του κύκλου ζωής του όχημα δεν έχει τεθεί σε κυκλοφορία σύμφωνα με τη γερμανική διαδικασία χορηγήσεως άδειας κυκλοφορίας, ή όταν έχει μεν λάβει άδεια κυκλοφορίας κατά τις σχετικές διατάξεις της γερμανικής νομοθεσίας αλλά δεν έχει εισέτι συμπληρωθεί μήνας από τη χορήγηση αυτής της αδείας μέχρι την απόσυρσή του, όταν δεν έχει παραδοθεί το έγγραφο κυριότητας του οχήματος ή όταν πρόκειται για όχημα των κατηγοριών M1 ή N1 που δεν έχουν παραχθεί εν σειρά και δεν έχουν λάβει άδεια κυκλοφορίας στο πλαίσιο ενιαίας διαδικασίας. Οι εξαιρέσεις αυτές δεν καλύπτονται από την οδηγία.
Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, της κανονιστικής αποφάσεως περί οχημάτων στο τέλος του κύκλου ζωής τους, η κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο α', της οδηγίας απαγόρευση ορισμένων ουσιών αφορά μόνο τα υλικά και τα κατασκευαστικά στοιχεία των οχημάτων εκείνων που τέθηκαν σε κυκλοφορία μετά την 1η Ιουλίου 2003. Επειδή, όμως, η κατά την οδηγία απαγόρευση ορισμένων ουσιών αφορά όλα τα υλικά και κατασκευαστικά στοιχεία που τέθηκαν σε κυκλοφορία μετά την 1η Ιουλίου 2003, η διάταξη αυτή της γερμανικής κανονιστικής ρυθμίσεως έρχεται σε αντίθεση με την οδηγία. Το γεγονός ότι με τις αποφάσεις 2002/525 και 5006/63 προστέθηκαν περαιτέρω εξαιρέσεις σε εκείνες που προβλέπει το παράρτημα ΙΙ της οδηγίας, δεν δικαιολογεί διαφορετική ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο α', της οδηγίας, δεδομένου ότι η αναγκαιότητα προσθήκης αυτών των εξαιρέσεων διαπιστώθηκε μετά την ψήφιση της οδηγίας. Εξάλλου, η κατά τα ως άνω σύγκρουση της γερμανικής κανονιστικής ρυθμίσεως με την οδηγία αναβιώνει μετά την εκπνοή των προθεσμιών που συνοδεύουν τις προβλεπόμενες εξαιρέσεις. Ο σκοπός της οδηγίας –ο οποίος συνίσταται στον περιορισμό των δυσμενών για το περιβάλλον συνεπειών που προκαλούν τα ευρισκόμενα στο τέλος του κύκλου ζωής τους οχήματα και η κατά το δυνατόν αποφυγή απορριμμάτων– μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την κατά το δυνατόν συσταλτικότερη ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο α'.
(1) ΕΕ L 269, σ. 34.