25.6.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 155/24


Προσφυγή του José Antonio de Brito Sequeira Carvalho κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 4 Απριλίου 2005

(Υπόθεση T-145/05)

(2005/C 155/47)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Ο José Antonio de Brito Sequeira Carvalho, κάτοικος Λισαβόνας, εκπροσωπούμενος από τον Karel Hartog Hagenaar, δικηγόρο, άσκησε στις 4 Απριλίου 2005 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

1.

να κρίνει ανυπόστατη και να κηρύξει άκυρη την προσβαλλόμενη πράξη,

2.

να ακυρώσει όλες τις μεταγενέστερες πράξεις που αναφέρονται στα αποτελέσματα αυτής της ανυπόστατης πράξης, τα επιβεβαιώνουν ή τα παρατείνουν,

3.

να επιδικάσει αποζημίωση για τις βλαπτικές συνέπειες της πράξης αυτής, την οποία ο ενάγων υπολογίζει προσωρινά στο ποσό των 30 000 ευρώ για ζημία την οποία υπολογίζει σε 300 000 ευρώ,

4.

να καταδικάσει την αντίδικο στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

Η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της πράξεως του ασκούντος καθήκοντα γενικού διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Αναπτύξεως που υπέγραψε ο προσφεύγων και η οποία περιελήφθη στον προσωπικό φάκελό του, κατά την οποία ο προαναφερθείς διευθυντής αποφάσισε να χορηγήσει αυτεπαγγέλτως στον προσφεύγοντα αναρρωτική άδεια. Ο προσφεύγων βάλλει επίσης κατά της τηρήσεως παραλλήλου φακέλου.

Κατά την άποψη του προσφεύγοντος, η επίδικη πράξη πρέπει να θεωρηθεί ως νομικά ανυπόστατη.

Για να στηρίξει τα αιτήματά του υποστηρίζει:

ότι η προσβαλλομένη πράξη είναι αναιτιολόγητη,

ότι η απόφαση απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως την οποία άσκησε βάσει του άρθρου 90 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως στηρίζεται σε περιστατικά και συμπεριφορά που καταλογίζονται στον προσφεύγοντα ενώ αυτός δεν τα γνώριζε και τα οποία, αφενός, ουδέποτε περιελήφθησαν στις οικείες εκθέσεις βαθμολογίας και αξιολογήσεως και, αφετέρου, οι προϊστάμενοί του ουδέποτε του τα επισήμαναν,

ότι εν προκειμένω σημειώθηκε κατάχρηση εξουσίας και καταστρατήγηση διαδικασίας,

παραβίαση των αρχών της ισότητας και της απαγόρευσης των διακρίσεων.