14.5.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 115/13


Αίτηση αναιρέσεως που υποβλήθηκε στις 4 Μαρτίου 2005 από την European Federation for Cosmetic Ingredients (EFfCI) κατά της διατάξεως, της 10ης Δεκεμβρίου 2004, του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση T-196/03 European Federation for Cosmetic Ingredients (EFfCI) κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

(Υπόθεση C-113/05 P)

(2005/C 115/24)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Η European Federation for Cosmetic Ingredients (EFfCI), με έδρα τις Βρυξέλλες (Bέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους K. Van Maldegem και τον C. Mereu, υπέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στις 4 Μαρτίου 2005, αίτηση αναιρέσεως κατά της διατάξεως της 10ης Δεκεμβρίου 2004 του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση T-196/03 (1) European Federation for Cosmetic Ingredients (EFfCI) κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να κηρύξει την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως παραδεκτή και βάσιμη·

να αναιρέσει τη διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Δεκεμβρίου 2004 στην υπόθεση T-196/03·

να κρίνει τα αιτήματα της προσφεύγουσας στην υπόθεση T-196/03 παραδεκτά·

να κρίνει επί της ουσίας ή, άλλως, να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο προκειμένου να αποφανθεί αυτό επί της ουσίας·

να καταδικάσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως στα έξοδα και των δύο διαδικασιών.

Νομικοί ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα:

1.

Η αναιρεσείουσα προσβάλλει τη σκέψη 16 της αμφισβητουμένης διατάξεως με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της να εξεταστεί η ουσία της υποθέσεως πριν εκδοθεί η απόφαση περί του παραδεκτού ή, επικουρικώς, να μην εκδοθεί καμία απόφαση μέχρι την έκδοση της αποφάσεως όσον αφορά την κύρια διαδικασία. Η εν λόγω απόρριψη είναι παράνομη επειδή το Πρωτοδικείο ερμήνευσε κακώς το άρθρο 114, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας και παραβίασε την αρχή της αποτελεσματικότητας και της υποχρεώσεως αιτιολογίας. Το Πρωτοδικείο όφειλε να ερμηνεύσει το άρθρο 114, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας ευρέως, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις περιστάσεις της υποθέσεως σε συμφωνία με τη νομική αρχή της αποτελεσματικότητας. Επίσης, η αναιρεσείουσα διατείνεται ότι το Πρωτοδικείο παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογίας, μη παρέχοντας περαιτέρω διευκρινίσεις σχετικά με την απόρριψη, εκτός από τη φράση ότι «έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τη μελέτη των εγγράφων της δικογραφίας ώστε να αποφανθεί επί των αιτημάτων των καθών χωρίς προφορική διαδικασία».

2.

Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς της τότε προσφεύγουσας και καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι:

α)

τα θίγοντα τον ανταγωνισμό αποτελέσματα του αμφισβητουμένου μέτρου επί της τότε προσφεύγουσας δεν την διαφοροποιούν σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις. Η τότε προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι άλλες επιχειρήσεις που δεν εφοδιάζουν τον τομέα των καλλυντικών ή που εφοδιάζουν μόνον τον τομέα καλλυντικών και δεν προβαίνουν σε δοκιμές όσον αφορά τα σχετικά στοιχεία επί ζώων ή δεν χρησιμοποιούν ουσίες CMR βρίσκονται σε κατάσταση διαφορετική από αυτήν της προσφεύγουσας. Περαιτέρω, η τότε προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο κακώς ερμηνεύει τη συλλογιστική που προκύπτει από την υπόθεση Extramet.

β)

η τότε προσφεύγουσα δεν αναφέρθηκε σε οποιαδήποτε δεσμευτική διάταξη, υπέρτερη του αμφισβητουμένου μέτρου, που θα υποχρέωνε το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να λάβουν υπόψη τα αρνητικά αποτελέσματα του αμφισβητουμένου μέτρου: η τότε προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 3 (ζ) EΚ αποτελεί δεσμευτική διάταξη υποχρεώνουσα το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να διασφαλίζουν ότι δεν στρεβλώνεται ο ανταγωνισμό εντός της εσωτερικής αγοράς.

γ)

τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της τότε προσφεύγουσας δεν είναι τέτοια ώστε το αμφισβητούμενο μέτρο να καθιστά την εμπορική χρήση τους αμέσως και οριστικώς παράνομη και, έτσι «να αφορά άμεσα» την προσφεύγουσα. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι το αμφισβητούμενο μέτρο την στερεί του (αποκλειστικού) σχετικού με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας δικαιώματός της κάνει ώστε το εν λόγω μέτρο να την αφορά, σύμφωνα με την απόφαση Codorniú, ατομικώς.

δ)

ο ισχυρισμός της τότε προσφεύγουσας ότι το εν λόγω μέτρο την αφορά ατομικώς επειδή συμμετέσχε στη διαδικασία που οδήγησε στη λήψη του αμφισβητουμένου μέτρου βάσει του άρθρου 13 της οδηγίας 76/768, και συμμετέσχε στη λήψη του αμφισβητουμένου μέτρου είναι ανεπίτρεπτος: η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι κακώς το Πρωτοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 13 αναφέρεται μόνο σε ατομικά μέτρα, εφόσον η οδηγία 76/768 δεν προβλέπει σχετικά με τη δυνατότητα θεσπίσεως τέτοιων μέτρων.

3.

Επιπλέον, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο προσέβαλε το δικαίωμά της για πλήρη και αποτελεσματική ένδικη προστασία καθώς και το δικαίωμα για δίκαιη δίκη. Η αναιρεσείουσα διατείνεται ότι το δικαίωμά της για πλήρη και αποτελεσματική ένδικη προστασία θα έπρεπε να έχει ως αποτέλεσμα, τουλάχιστον, να εξετάσει το Πρωτοδικείο την ουσία της υποθέσεως αντί να αρνηθεί να αναγνωρίσει τη νομική της κατάσταση στηριζόμενο σε τυπικά απλώς επιχειρήματα.


(1)  ΕΕ C 184, 2.8.2003, σ. 50.