14.5.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 115/9


Αίτηση αναιρέσεως του Βασιλείου της Σουηδίας κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πέμπτο πενταμελές τμήμα), της 30ής Νοεμβρίου 2004, στην υπόθεση T-168/02, IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds GmbH, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, το Βασίλειο της Σουηδίας και το Βασίλειο της Δανίας, κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υποστηριζομένης από το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, που υποβλήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 2005

(Υπόθεση C-64/05 P)

(2005/C 115/18)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Το Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο από τον K. Wistrand, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 14 Φεβρουαρίου 2005 αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πέμπτο πενταμελές τμήμα), της 30ής Νοεμβρίου 2004, στην υπόθεση T-168/02 (1), IFAW Internationaler Tierschutz-Fonds GmbH, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, το Βασίλειο της Σουηδίας και το Βασίλειο της Δανίας, κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υποστηριζομένης από το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας.

Το αναιρεσείον ζητεί από το Δικαστήριο:

1)

να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Νοεμβρίου 2004 στην υπόθεση T-168/02·

2)

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 26ης Μαρτίου 2002 και

3)

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα του Βασιλείου της Σουηδίας κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα:

Η Σουηδική Κυβέρνηση προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο παρέβη το κοινοτικό δίκαιο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

Το Πρωτοδικείο παρατήρησε, κατ' αρχάς, ότι το προβλεπόμενο στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (στο εξής: κανονισμός περί διαφάνειας) δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των κοινοτικών οργάνων αφορά όλα τα έγγραφα που έχουν στη διάθεσή τους τα όργανα αυτά και, ως εκ τούτου, τα κοινοτικά όργανα είναι δυνατό να ωθηθούν, ενδεχομένως, στο να γνωστοποιήσουν έγγραφα προερχόμενα από τρίτους, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται, ιδίως, τα κράτη μέλη. Το Πρωτοδικείο επεσήμανε ότι δεν ενσωματώθηκε στον κανονισμό ο επονομαζόμενος κανόνας του συντάκτη, ήτοι η αρχή ότι το πρόσωπο που συνέταξε ένα έγγραφο διατηρεί τον έλεγχο επί του εγγράφου αυτού και, ως εκ τούτου, αποφασίζει αν το εν λόγω έγγραφο μπορεί να δημοσιοποιηθεί, ανεξάρτητα από το ζήτημα ποιος έχει στην κατοχή του το έγγραφο.

Ωστόσο, το Πρωτοδικείο εκτίμησε ότι το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού περί διαφάνειας προβλέπει εμμέσως ότι υφίσταται ειδική εξέταση όσον αφορά τα κράτη μέλη και ότι, ως εκ τούτου, ο κανόνας του συντάκτη εφαρμόζεται στα έγγραφα που έχουν καταρτισθεί από τα κράτη μέλη. Προς δικαιολόγηση της διαπιστώσεως αυτής, το Πρωτοδικείο επεσήμανε, πρώτον, ότι, σε αντίθετη περίπτωση, θα υπήρχε κίνδυνος να παραμείνει γράμμα κενό περιεχομένου η υποχρέωση να ληφθεί προηγουμένως η συγκατάθεση του κράτους μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού περί διαφάνειας, και, δεύτερον, ότι ο εν λόγω κανονισμός δεν έχει ούτε ως αντικείμενο ούτε ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της εθνικής νομοθεσίας. Κατά το Πρωτοδικείο, το κράτος μέλος δεν είναι υποχρεωμένο να αιτιολογήσει το υποβαλλόμενο κατ' εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού περί διαφάνειας αίτημά του.

Εντούτοις, η Σουηδική Κυβέρνηση φρονεί ότι η εκ μέρους του Πρωτοδικείου ερμηνεία δεν ευρίσκει ρητά και απερίφραστα έρεισμα στην επίμαχη διάταξη ή σε άλλο σημείο του κανονισμού περί διαφάνειας. Υπό τις περιστάσεις αυτές, κανένα από τα επιχειρήματα επί των οποίων το Πρωτοδικείο στήριξε την ερμηνεία του, είτε εξεταζόμενο ατομικώς είτε από κοινού με τα άλλα επιχειρήματα, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παράκαμψη του θεμελιώδους κανόνα στον οποίο βασίζεται ο κανονισμός περί διαφάνειας. Σύμφωνα με τον κανονισμό, εναπόκειται στο κοινοτικό όργανο, στην κατοχή του οποίου βρίσκεται το έγγραφο, να εκτιμήσει αν ένα έγγραφο πρέπει να δημοσιοποιηθεί. Αν δεν εφαρμόζεται καμία από τις εξαιρέσεις από τον κανόνα της δημοσιοποιήσεως οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού περί διαφάνειας, το έγγραφο πρέπει να δημοσιοποιηθεί. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού περί διαφάνειας υποχρέωση να ληφθεί προηγουμένως η συγκατάθεση του κράτους μέλους αποτελεί διαδικαστικό κανόνα που δικαιολογεί τον σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκε, ακόμη και αν τα κράτη μέλη δεν έχουν απόλυτο δικαίωμα αρνησικυρίας. Ούτε η έλλειψη δικαιώματος αρνησικυρίας συνεπάγεται οποιαδήποτε τροποποίηση της εθνικής νομοθεσίας.

Σύμφωνα με τον κανονισμό περί διαφάνειας, μια απόφαση περί αρνήσεως χορηγήσεως προσβάσεως σε έγγραφο μπορεί να λαμβάνεται μόνο βάσει μιας εκ των εξαιρέσεων οι οποίες παρατίθενται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3. Αν το οικείο κράτος μέλος δεν αιτιολογήσει την άρνησή του να δημοσιοποιήσει ένα έγγραφο, το κράτος μέλος αυτό διατρέχει τον κίνδυνο ότι το κοινοτικό όργανο δεν θα είναι σε θέση να διαπιστώσει ότι υπάρχει ειδική ανάγκη προστασίας του εμπιστευτικού χαρακτήρα που μπορεί να αποτελέσει λόγο μη δημοσιοποιήσεως του εγγράφου, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από τον κανονισμό περί διαφάνειας εξαιρέσεις από τον κανόνα της δημοσιοποιήσεως.

Κανένα από τα επιχειρήματα επί των οποίων το Πρωτοδικείο στήριξε την απόφασή του δεν είναι επαρκές προκειμένου να επιτραπεί, όσον αφορά τα έγγραφα που προέρχονται από τα κράτη μέλη, η ύπαρξη εξαιρέσεως από τη θεμελιώδη αρχή ότι εναπόκειται στο κοινοτικό όργανο, στην κατοχή του οποίου βρίσκεται ένα έγγραφο, να εκτιμήσει αν το εν λόγω έγγραφο πρέπει να δημοσιοποιηθεί. Έτσι, η απόφαση του Πρωτοδικείου παρέβη το κοινοτικό δίκαιο.


(1)  ΕΕ C 202, 24.08.2002, σ. 30.