30.4.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 106/25


Προσφυγή της William Prym GmbH & Co. KG και της Prym Consumer GmbH & Co. KG κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ασκήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2005

(Υπόθεση Τ-30/05)

(2005/C 106/57)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Η William Prym GmbH & Co. KG και η Prym Consumer GmbH & Co. KG, με έδρα το Stolberg (Γερμανία), εκπροσωπούμενες από τον δικηγόρο H. J. Meyer-Lindemann, άσκησαν στις 28 Ιανουαρίου 2005 ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση C(2004) 4221 τελικό της Επιτροπής, της 26ης Οκτωβρίου 2004, στην υπόθεση COMP/F-1/38.338-PO/βελόνες, καθόσον αφορά τις προσφεύγουσες·

επικουρικώς, να ακυρώσει ή, όλως επικουρικώς, να μειώσει το πρόστιμο ύψους 30 000 000 ευρώ που επιβλήθηκε εις ολόκληρον στις προσφεύγουσες·

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Με την προσβαλλόμενη απόφαση η καθής διαπίστωσε ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 10 Σεπτεμβρίου 1994 έως 31 Δεκεμβρίου 1999, οι προσφεύγουσες και άλλες επιχειρήσεις παρέβησαν το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, εφαρμόζοντας εναρμονισμένες πρακτικές και συνάπτοντας σειρά τυπικώς διμερών συμφωνιών, οι οποίες έχουν τον χαρακτήρα τριμερούς συμφωνίας και των οποίων συνέπεια και σκοπός ήταν, πρώτον, η κατανομή της ευρωπαϊκής αγοράς ειδών ραπτικής, ήτοι η κατανομή της αγοράς προϊόντος στην αγορά βελονών πλεξίματος και ειδικών βελονών, στις λοιπές αγορές βελονών και στις αγορές άλλων ειδών ραπτικής, και, δεύτερον, η κατανομή της ευρωπαϊκής αγοράς βελονών, ήτοι η κατανομή της γεωγραφικής αγοράς βελονών.

Η προσφυγή στηρίζεται σε τρεις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αντλείται από προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως και από παράβααση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η καθής δεν εξέτασε επαρκώς πολλά από τα επιχειρήματά τους και δεν εξήγησε γιατί δέχθηκε την ύπαρξη ιδιαιτέρως σοβαρής παραβάσεως. Επιπλέον, η αιτιολογία του ύψους του προστίμου είναι εντελώς τυπική, με αποτέλεσμα να μη γνωρίζουν οι προσφεύγουσες αν ελήφθησαν υπόψη ευνοϊκές για τις ίδιες περιστάσεις. Τέλος, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η αιτιολογία διορθώθηκε εκ των υστέρων.

Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αφορά πλάνη περί τα πράγματα κατά την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Στην πρώτη προσφεύγουσα δεν ήταν δυνατό να επιβληθεί πρόστιμο, δεδομένου ότι δεν μπορούσε να της καταλογισθεί η συμπεριφορά της δεύτερης προσφεύγουσας. Περαιτέρω, η καθής δεν έλαβε υπόψη ότι η δεύτερη προσφεύγουσα κατέγραφε ζημίες σε σχέση με τα επίμαχα προϊόντα και ότι η συμφωνία για τη γεωγραφική κατανομή της αγοράς συνιστούσε προϋπόθεση για την είσοδο μιας άλλης συμμετέχουσας επιχειρήσεως στην αγορά βελονών, με αποτέλεσμα η συμφωνία αυτή να περιορίζει έναν ανταγωνισμό ο οποίος χωρίς αυτή δεν θα ήταν καν δυνατός. Επιπλέον, η καθής δεν έλαβε υπόψη το μέγεθος και την οικονομική ισχύ της άλλης αυτής επιχειρήσεως.

Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αφορά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου. Κατά τις προσφεύγουσες, ένα τόσο υψηλό πρόστιμο συνιστά κύρωση ποινικού χαρακτήρα για την επιβολή της οποίας δεν αρκεί, ως νομική βάση, η διάταξη του άρθρου 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 (1), δεδομένου ότι ο νομοθέτης οφείλει ο ίδιος να προσδιορίσει με τη δέουσα ακρίβεια ποιος κανόνας διέπει τον καθορισμό του ύψους του προστίμου σε κάθε περίπτωση. Εν πάση περιπτώσει, το πρόστιμο αντιβαίνει στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, διότι υπερβαίνει το 10 % του συνολικού κύκλου εργασιών καθεμίας εκ των προσφευγουσών και είναι εντελώς δυσανάλογο σε σχέση, αφενός, με τις οικονομικές επιπτώσεις της παραβάσεως και, αφετέρου, με το πρόστιμο που επιβλήθηκε σε μια άλλη επιχείρηση που μετέσχε στη συμφωνία. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες ζημιώθηκαν από τον αυθαίρετο διαχωρισμό της διαδικασίας «Είδη ραπτικής: βελόνες» από τη διαδικασία «Είδη ραπτικής: φερμουάρ». Τέλος, η καθής παρέλειψε να λάβει υπόψη διάφορες ελαφρυντικές περιστάσεις υπέρ των προσφευγουσών και δεν μείωσε το ύψος του προστίμου, μολονότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης (ΕΕ L 1, 2003, σ. 1).