16.4.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 93/16


Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia de Castilla y León (Ισπανία), Sala de lo Social, με διάταξη της 28ης Ιανουαρίου 2005, στην υπόθεση Anacleto Cordero Alonso κατά Fondo de Garantía Salarial

(Υπόθεση C-81/05)

(2005/C 93/30)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Με διάταξη της 28ης Ιανουαρίου 2005, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 18 Φεβρουαρίου 2005, το Tribunal Superior de Justicia de Castilla y León, Sala de lo Social, υπέβαλε αίτηση για την έκδοση προδικαστικού ερωτήματος, στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ Anacleto Cordero Alonso και Fondo de Garantía Salarial, που εκκρεμεί ενώπιόν του.

Το Tribunal Superior de Justicia de Castilla y León, Sala de lo Social, ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί των εξής προδικαστικών ερωτημάτων:

1.

Συνεπάγεται η υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή που προκύπτουν από τις πράξεις των οργάνων της Κοινότητας (άρθρο 10 της Συνθήκης), καθώς και η αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου έναντι του εθνικού δικαίου, αυτοτελώς και χωρίς την ανάγκη υπάρξεως ρητών διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, την παροχή στα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα της εξουσίας να απέχουν από την εφαρμογή κάθε είδους κανόνων του εσωτερικού δικαίου που είναι αντίθετοι προς το κοινοτικό δίκαιο, ανεξαρτήτως της βαθμίδας των κανόνων αυτών στην ιεραρχική κλίμακα της νομοθεσίας (κανονισμών, νόμων ή ακόμη και του Συντάγματος);

2

α)

Όταν τα διοικητικά και δικαστικά όργανα καλούνται να αποφανθούν επί του δικαιώματος εργαζομένου, του οποίου ο εργοδότης αποδείχθηκε αφερέγγυος, να του καταβληθεί από το Fondo de Garantía Salarial η αποζημίωση που του οφείλεται λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας, της οποίας η εγγύηση προβλεπόταν ήδη από την εθνική νομοθεσία, εφαρμόζουν κοινοτικό δίκαιο παρότι η οδηγία 80/987/ΕΟΚ (1) δεν προβλέπει ρητώς στα άρθρα της 1 και 3 την αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας;

β)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, δεσμεύονται τα διοικητικά και δικαστικά όργανα, κατά την εφαρμογή της οδηγίας 80/789/ΕΟΚ και των κανόνων που μεταφέρουν το περιεχόμενό της στο εσωτερικό δίκαιο, από την αρχή της ισότητας έναντι του νόμου και της απαγορεύσεως των διακρίσεων που προκύπτουν από το κοινοτικό δίκαιο και με το πεδίο εφαρμογής που έχει καθοριστεί από την ερμηνεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ακόμη και αν αυτή δεν συμπίπτει με την ερμηνεία του ανάλογου θεμελιώδους δικαιώματος που κατοχυρώνεται από το Ισπανικό Σύνταγμα, όπως έχει διαμορφωθεί από τη νομολογία του ισπανικού συνταγματικού δικαστηρίου;

γ)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, επιβάλλει το θεμελιώδες δικαίωμα στην ισότητα έναντι του νόμου που προκύπτει από το κοινοτικό δίκαιο υποχρέωση ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των περιπτώσεων στις οποίες το δικαίωμα του εργαζομένου σε αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας καθορίζεται από δικαστική απόφαση και των περιπτώσεων στις οποίες η αποζημίωση είναι αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ του εργαζομένου και του εργοδότη που έχει συναφθεί ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου και έχει επικυρωθεί από αυτό;

3

α)

Σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος είχε αναγνωρίσει με την εσωτερική του νομοθεσία πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2002/74/ΕΚ (2) το δικαίωμα του εργαζομένου να καλύπτεται από την προστασία του οργανισμού εγγυήσεως σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη όσον αφορά την αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας, μπορεί να θεωρηθεί ότι από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της εν λόγω οδηγίας, ήτοι από τις 8 Οκτωβρίου 2002, το κράτος μέλος αυτό εφαρμόζει το κοινοτικό δίκαιο, ακόμη και αν δεν έχει παρέλθει η προθεσμία για τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο, όταν αποφαίνεται επί της καταβολής εκ μέρους του οργανισμού εγγυήσεως της αποζημιώσεως λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας σε περιπτώσεις στις οποίες η αφερεγγυότητα του εργοδότη αναγνωρίστηκε μετά τις 8 Οκτωβρίου 2002;

β)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, δεσμεύονται τα διοικητικά και δικαστικά όργανα, κατά την εφαρμογή της οδηγίας 2002/74/ΕΚ και των κανόνων που μεταφέρουν το περιεχόμενό της στο εσωτερικό δίκαιο, από την αρχή της ισότητας έναντι του νόμου και της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων που προκύπτουν από το κοινοτικό δίκαιο και με το πεδίο εφαρμογής που έχει καθοριστεί από την ερμηνεία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ακόμη και αν αυτή δεν συμπίπτει με την ερμηνεία του ανάλογου θεμελιώδους δικαιώματος που κατοχυρώνεται από το Ισπανικό Σύνταγμα, όπως έχει διαμορφωθεί από τη νομολογία του ισπανικού συνταγματικού δικαστηρίου;

γ)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, επιβάλλει το θεμελιώδες δικαίωμα στην ισότητα έναντι του νόμου που προκύπτει από το κοινοτικό δίκαιο υποχρέωση ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των περιπτώσεων στις οποίες το δικαίωμα του εργαζομένου σε αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας καθορίζεται από δικαστική απόφαση και των περιπτώσεων στις οποίες η αποζημίωση είναι αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ του εργαζομένου και του εργοδότη που έχει συναφθεί ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου και έχει επικυρωθεί από αυτό;


(1)  Οδηγία του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη ΕΕ ειδ. έκδ. 05/004, σ. 35

(2)  Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, για την τροποποίηση της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη ΕΕ L 270 της 8/10/2002, σ. 10