22.1.2005   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 19/32


Προσφυγή της Mediocurso — Estabelecimento de Ensino Particular, S.A. κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 18 Νοεμβρίου 2004

(Υπόθεση T-451/04)

(2005/C 19/68)

Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική

Η Mediocurso — Estabelecimento de Ensino Particular, S.A., με έδρα τη Λισσαβόνα (Πορτογαλία), εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους Carlos Botelho Moniz e Eduardo Maia Cadete, με τόπο επιδόσεων στη Λισσαβόνα, άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στις 18 Νοεμβρίου 2004, προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή, μη τηρώντας το σύστημα που καθιερώνει το άρθρο 233 ΕΚ, παρέβη την υποχρέωσή της να εκτελέσει την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στις 21 Σεπτεμβρίου 2000, στην υπόθεση C-426/98 P, Mediocurso κατά Επιτροπής·

να καταδικάσει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η προσφεύγουσα στηρίζει την προσφυγή της στην προβαλλόμενη παράλειψη της Επιτροπής να θεσπίσει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως που εξέδωσε το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στις 21 Σεπτεμβρίου 2000, στην υπόθεση C-426/98 P, Mediocurso κατά Επιτροπής.

Παρά την παρέλευση πλέον των πενήντα μηνών από την έκδοση της αποφάσεως, η Επιτροπή δεν θέσπισε τα μέτρα που ήταν αναγκαία για την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως, ήτοι μεταξύ άλλων δεν εξέδωσε απόφαση επί των αιτήσεων της προσφεύγουσας για την πληρωμή των υπολοίπων.

Παρόλο που εκλήθη να ενεργήσει, με το από 19 Ιουλίου 2004 έγγραφο της προσφεύγουσας, προς εκτέλεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή περιορίστηκε να απαντήσει, με έγγραφο της 31ης Αυγούστου 2004, ότι οι υπηρεσίες της θα προέβαιναν, το συντομότερο δυνατό, στην έκδοση θέσπιση νέων αποφάσεων. Κατά την προσφεύγουσα, η απάντηση αυτή αποτελεί απλώς ενδιάμεση κοινοποίηση και ουδόλως συνιστά μέτρο εκτελέσεως της προαναφερθείσας αποφάσεως.

Συνεπώς, η Επιτροπή προέβη σε παράνομη παράλειψη, κατά την έννοια του άρθρου 232 ΕΚ, την οποία μπορεί να διαπιστώσει το Πρωτοδικείο κατά την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου.