6.11.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 273/24


Αίτηση αναιρέσεως που υπέβαλε στις 23 Σεπτεμβρίου 2004 η Mannesmannröhren-Werke AG κατά της αποφάσεως του δεύτερου τμήματος του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 8ης Ιουλίου 2004 στην υπόθεση T-44/00, Mannesmannröhren-Werke AG κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

(Υπόθεση C-411/04 P)

(2004/C 273/45)

Η Mannesmannröhren-Werke AG, εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους Martin Klusmann και Frederik Wiemer, του δικηγορικού γραφείου Freshfields Bruckhaus Deringer, Freiligrathstraße 1, D-40479 Düsseldorf, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 23 Σεπτεμβρίου 2004 αναίρεση κατά της αποφάσεως του δεύτερου τμήματος του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 8ης Ιουλίου 2004 στην υπόθεση T-44/00, Mannesmannröhren-Werke AG κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

1.

να δεχτεί τα αιτήματα που υπέβαλε πρωτοδίκως η αναιρεσείουσα και να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 8ης Ιουλίου 2004 στην υπόθεση T-44/00, Mannesmannröhren-Werke AG κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1), καθόσον απέρριψε την προσφυγή κατά της αποφάσεως 2003/382/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Δεκεμβρίου 1999, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ,

2.

να ακυρώσει την απόφαση 2003/382/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Δεκεμβρίου 1999,

3.

επικουρικά, να μειώσει προσηκόντως το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα με το άρθρο 4 της αποφάσεως 2003/382/ΕΚ και τους τόκους υπερημερίας και εκκρεμοδικίας που της επιβλήθηκαν με το άρθρο 5 της αποφάσεως 2003/382/ΕΚ,

4.

επικουρικότερα, να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο θα πρέπει να την εκδικάσει λαμβάνοντας υπόψη τη νομική αντίληψη του Δικαστηρίου,

5.

να καταδικάσει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα:

Η αναιρεσείουσα προβάλλει τρεις συνολικά λόγους αναιρέσεως, με τελικό σκοπό την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής:

1.

Το Πρωτοδικείο παρέβη την αρχή περί δίκαιης δίκης, διότι κακώς θεώρησε νόμιμη την αξιολόγηση του λεγόμενου «εγγράφου για τις βάσεις κατανομής» ως σημαντικού επιβαρυντικού αποδεικτικού μέσου, μολονότι η αναιρεσείουσα δεν γνωρίζει ούτε την προέλευση ούτε τον συντάκτη του εγγράφου ούτε τις περιστάσεις υπό τις οποίες το έγγραφο αυτό έγινε γνωστό. Η αναιρεσείουσα θα μπορούσε να αναπτύξει τους κατάλληλους αμυντικούς ισχυρισμούς κατά του επιβαρυντικού για την ίδια εγγράφου για τις βάσεις κατανομής μόνο αν της είχε δοθεί η δυνατότητα να επιχειρηματολογήσει όχι μόνο για το περιεχόμενο, αλλά και για την αξιοπιστία του εγγράφου.

2.

Κακώς το Πρωτοδικείο δέχτηκε ότι ευσταθούσε η αιτίαση που διατυπώνεται στο άρθρο 2 της επίδικης αποφάσεως της Επιτροπής σχετικά με την παράβαση του δικαίου για τις συμπράξεις. Η αναιρεσίβλητη δεν απέδειξε ότι η αναιρεσείουσα, με τη σύναψη της συμβάσεως παραδόσεως με την Corus το 1993, συνήψε ή εφάρμοσε οριζόντια συμφωνία με τις επιχειρήσεις Vallourec και Dalmine. Δεν ελήφθη υπόψη ότι δεν πρόκειται για αποκλειστική σύμβαση παραδόσεως και ότι η σύμβαση αυτή συνήφθη περισσότερα από δύο έτη μετά από άλλες συμβάσεις.

3.

Το Πρωτοδικείο παρέβη την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον δεν επέτρεψε —αντίθετα από ό,τι συνέβη με την Vallourec και την Dalmine— να μειωθεί το πρόστιμο της αναιρεσείουσας σύμφωνα με την ανακοίνωση σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ C 207, 1996). Η αναιρεσείουσα συνέβαλε, με τη λεγόμενη δήλωση Becher, στη διασαφήνιση των πραγματικών περιστατικών και η συμβολή της αυτή αξιοποιήθηκε επίσης με την επίδικη απόφαση της Επιτροπής. Επιπλέον, η αναιρεσείουσα δεν αμφισβήτησε τα γεγονότα που εκτίθενται στη γνωστοποίηση αιτιάσεων, πράγμα όμως που επίσης κακώς δεν ελήφθη υπόψη για να μειωθεί το πρόστιμο.


(1)  ΕΕ C 239 της 25.9.2004.