9.10.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 251/19


Προσφυγή της Ultradent Products, Inc. και του Michael J.S. Renouf κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων, πoυ ασκήθηκε στις 14 Ιουνίου 2004

(Υπόθεση T-237/04)

(2004/C 251/37)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Η Ultradent Products Inc., με έδρα το South Jordan, Utah, ΗΠΑ, και ο Michael J. S. Renouf, κάτοικος Βρυξελλών, Βέλγιο, εκπρoσωπoύμενοι από τους S. Crosby και C. Bryant, Solicitors, άσκησαν στις 14 Ιουνίου 2004 ενώπιoν τoυ Πρωτoδικείoυ των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων.

Οι προσφεύγοντες ζητούν από τo Πρωτoδικείo:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής, της 5ης Απριλίου 2004, περί μη χορηγήσεως σε αυτούς προσβάσεως σε έγγραφα που εντοπίστηκαν κατά τη διοικητική διαδικασία, κατόπιν των τριών αιτήσεων που υπέβαλαν στις 27 Οκτωβρίου 2003, για πρόσβαση σε έγγραφα σχετικά με την ταξινόμηση των προϊόντων λευκάνσεως δοντιών·

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής, της 5ης Απριλίου 2004, περί μη χορηγήσεως προσβάσεως σε έγγραφα τα οποία, δεδομένων των περιστάσεων, πρέπει θεωρηθούν υπαρκτά·

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδά τους κατά το άρθρο 87 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:

Με τρία έγγραφα της 27ης Οκτωβρίου 2003, ο δεύτερος των προσφευγόντων,Michael J. S. Renouf, υπέβαλε στην Επιτροπή τρεις αιτήσεις για πρόσβαση σε έγγραφα σχετικά με το ζήτημα αν τα προϊόντα λευκάνσεως δοντιών πρέπει να ταξινομηθούν ως καλλυντικά προϊόντα ή ως ιατροτεχνολογικά βοηθήματα. Ειδικότερα, ο Michael J. S. Renouf ζήτησε πρόσβαση σε έγγραφα που σχετίζονταν με ένσταση που είχε υποβάλει στην Επιτροπή η πρώτη προσφεύγουσα, με την οποία αμφισβήτησε την ταξινόμηση των προϊόντων από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, πρόσβαση σε έγγραφα σχετικά με την προπαρασκευή της απαντήσεως του Επιτρόπου Borino σε γραπτή ερώτηση επί των προϊόντων αυτών προς την Επιτροπή και, τέλος, πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα της Επιτροπής σχετικά με το ζήτημα της ταξινομήσεως των προϊόντων αυτών. Παράλληλα, στην αίτησή του, ο δεύτερος των προσφευγόντων, που είναι solicitor [δικηγόρος], δήλωσε ότι ενεργούσε για λογαριασμό της πρώτης προσφεύγουσας.

Στις 16 Δεκεμβρίου 2003 υποβλήθηκαν επαναληπτικές αιτήσεις. Στις 17 Δεκεμβρίου 2003 η Επιτροπή απάντησε στις αρχικές αιτήσεις και στις 7 Ιανουαρίου 2004 οι προσφεύγοντες υπέβαλαν νέα επαναληπτική αίτηση με την οποία ανακάλεσαν τις τρεις προηγούμενες επαναληπτικές αιτήσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2003. Η Επιτροπή απάντησε στην αίτηση της 7ης Ιανουαρίου 2004 με έγγραφο της 5ης Απριλίου 2004. Η Επιτροπή επισύναψε στην απάντησή της ορισμένα έγγραφα.

Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι από τη διοικητική διαδικασία προέκυψε ότι, πέραν των εγγράφων που τους γνωστοποιήθηκαν με το έγγραφο της 5ης Απριλίου 2004, υπήρχαν, αδιαμφισβήτητα, και άλλα σχετικά με το κρίσιμο ζήτημα έγγραφα, ενώ εικάζεται ότι υπάρχουν και άλλα έγγραφα. Κατά τους προσφεύγοντες, το αντικείμενο της πρώτης αιτήσεως αφορούσε και την πρόσβαση στα έγγραφα αυτά και ότι η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της τα εν λόγω έγγραφα, αλλά δεν τους τα γνωστοποίησε. Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγοντες θεωρούν ότι το έγγραφο της 5ης Απριλίου 2004 αποτελεί απόφαση περί απορρίψεως της αιτήσεώς για πρόσβαση σε όλα τα ως άνω έγγραφα και ζητούν την ακύρωσή της. Προς στήριξη του αιτήματός τους, οι προσφεύγοντες προβάλλουν ισχυρισμό περί παραβάσεως του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 (1), Επίσημη Εφημερίδα L 145 της 31.5.2001, σ. 43-48 και του κανονισμού αυτού εν γένει. Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν, περαιτέρω, ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε την απόφασή της περί μη χορηγήσεως προσβάσεως σε υπαρκτά έγγραφα ούτε επικαλέστηκε κάποια εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως προς δικαιολόγηση της μη χορηγήσεως προσβάσεως.


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής.