|
7.8.2004 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 201/17 |
Προσφυγή της εταιρείας easyJet Airline Company Limited κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων, πoυ ασκήθηκε στις 14 Μαΐου 2004
(Υπόθεση T-177/04)
(2004/C 201/37)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Η εταιρεία easyJet Airline Company Limited, με έδρα το Luton, Ηνωμένο Βασίλειο, εκπρoσωπoύμενη από τους J. Cook, S. Dolan και J. Parker, Solicitors, άσκησε στις 14 Μαΐου 2004 ενώπιoν τoυ Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων προσφυγή κατά της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κoινoτήτων.
Η προσφεύγουσα ζητεί από τo Πρωτoδικείo:
|
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, περί του συμβατού μιας συγκεντρώσεως με την κοινή αγορά (Υπόθεση αριθ. Iν/M.3280 — Air France/KLM) με βάση τα άρθρα 6, παράγραφος 1, στοιχείο β), και 6, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89 του Συμβουλίου (1), |
|
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα:
Με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή έκρινε ότι η συγχώνευση των αεροπορικών εταιρειών «Air France» και «KLM» θα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ή την ενίσχυση δεσπόζουσας θέσεως επί δεκατεσσάρων συνολικά δρομολογίων. Εντούτοις, η Επιτροπή κήρυξε τη συγκέντρωση συμβατή με την κοινή αγορά, υπό τον όρο τηρήσεως, εκ μέρους των μερών της συγκεντρώσεως, των δεσμεύσεων που ανέλαβαν.
Η προσφεύγουσα, ομοίως αεροπορική εταιρία, ζητεί την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως, προβάλλοντας ισχυρισμούς περί προδήλων σφαλμάτων εκτιμήσεως εκ μέρους της Επιτροπής. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση των ακόλουθων στοιχείων:
|
— |
της ενισχύσεως της δεσπόζουσας θέσεως του συγχωνευθέντος φορέα σε δρομολόγια όπου δεν υπήρχε επικάλυψη μεταξύ Air France και KLM, |
|
— |
του ζητήματος αν η συγχώνευση δημιούργησε ή ενίσχυσε δεσπόζουσα θέση στις αγορές υπηρεσιών αεροδρομίου, |
|
— |
των συνεπειών της συγχωνεύσεως στον δυνητικό ανταγωνισμό. |
Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, επιπλέον, ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς τη θέση της κατά την οποία οι αερολιμένες «Charles de Gaulle» και «Orly» του Παρισιού χρησιμοποιούνταν εναλλακτικώς από τις αεροπορικές εταιρείες. Τέλος, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι οι δεσμεύσεις που ανέλαβαν τα μέρη ήταν προδήλως απρόσφορες για την αποκατάσταση της λειτουργίας του ανταγωνισμού σε αγορές στις οποίες εντοπίζονται προβλήματα δεσπόζουσας θέσεως και ότι η Επιτροπή, δεχόμενη τις δεσμεύσεις αυτές, υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως.