30.4.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 106/28


Αίτηση αναιρέσεως της Technische Unie BV που υποβλήθηκε στις 3 Μαρτίου 2004 κατά της αποφάσεως της 16ης Δεκεμβρίου 2003 την οποία εξέδωσε το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πρώτο τμήμα) στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-5/00 και Τ-6/00, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied και Technische Unie BV κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υποστηριζόμενης από τις CEF City Electrical Factors BV και CEF Holding Ltd.

(Υπόθεση C-113/04 Ρ)

(2004/C 106/49)

Η Technische Unie BV, εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο P. V. F. Bos και τη δικηγόρο C. Hubert, υπέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 3 Μαρτίου 2004 αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως της 16ης Δεκεμβρίου 2003 την οποία εξέδωσε το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πρώτο τμήμα) στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-5/00 και Τ-6/00, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied και Technische Unie BV κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υποστηριζόμενης από τις CEF City Electrical Factors BV και CEF Holding Ltd.

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

α)

να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 16ης Δεκεμβρίου 2003 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-5/00 και Τ-6/00, ή τουλάχιστον στην υπόθεση Τ-6/00, και, λαμβανομένου υπόψη του δευτέρου αιτήματος της παρούσας αιτήσεως, να εκδικάσει την υπόθεση επί της ουσίας, ή επικουρικώς να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου και να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο·

β)

να ακυρώσει εν όλω ή τουλάχιστον εν μέρει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 26ης Οκτωβρίου 1999 που απευθύνθηκε στην αναιρεσείουσα ή τουλάχιστον, εκδικάζοντας την υπόθεση επί της ουσίας, να μειώσει σημαντικά το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα· και

γ)

να καταδικάσει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα έξοδα τόσο της δίκης ενώπιον του Δικαστηρίου όσο και της δίκης ενώπιον του Πρωτοδικείου.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα:

Πρώτον, το Πρωτοδικείο, κρίνοντας ότι η υπέρβαση μιας εύλογης προθεσμίας δεν μπορεί να δικαιολογήσει ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής ή νέα μείωση του προστίμου, παρέβη το κοινοτικό δίκαιο και/ή την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών ή τουλάχιστον παρέθεσε ακατανόητη αιτιολογία.

Δεύτερον, εφόσον εν προκειμένω υπάρχει εγγενής αντίφαση και, έτσι, έλλειψη αιτιολογίας σχετικά με τον διφορούμενο τρόπο κατά τον οποίο δόθηκε σημασία στο χρονικό σημείο αποστολής της προειδοποιητικής επιστολής, το Πρωτοδικείο παρέβη το κοινοτικό δίκαιο.

Τρίτον, το Πρωτοδικείο, κρίνοντας ότι ορθώς η Επιτροπή θεώρησε την Technische Unie υπεύθυνη για τις παραβάσεις τις οποίες αφορούν τα άρθρα 1 και 2 της αποφάσεως της Επιτροπής, προέβη σε εσφαλμένη νομική εκτίμηση ή τουλάχιστον αιτιολόγησε με ακατανόητο τρόπο την εκτίμησή του.

Τέταρτον, το Πρωτοδικείο, θεωρώντας κάθε μία από τις παραβάσεις τις οποίες αφορούν τα άρθρα 1 και 2 της αποφάσεως της Επιτροπής συνεχιζόμενη παράβαση κατά την περίοδο που πρέπει να ληφθεί υπόψη και, στη συνέχεια, δεχόμενο για την παράβαση την οποία αφορά το άρθρο 3 της αποφάσεως της Επιτροπής τις ίδιες περιόδους με εκείνες που ελήφθησαν υπόψη για τις πιο πάνω παραβάσεις, προέβη σε εσφαλμένη νομική εκτίμηση ή τουλάχιστον αιτιολόγησε ελλιπώς την εκτίμησή του.

Πέμπτον, το Πρωτοδικείο, πέραν της εσφαλμένης εκτιμήσεως της διάρκειας των παραβάσεων και πέραν της παραβιάσεως της αρχής της εύλογης προθεσμίας, μη μειώνοντας κι άλλο το πρόστιμο που είχε ήδη μειωθεί, προέβη σε εσφαλμένη νομική εκτίμηση ή τουλάχιστον αιτιολόγησε ανεπαρκώς την εκτίμησή του.