17.4.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 94/24


Αναίρεση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τέταρτο τμήμα) της 3ης Δεκεμβρίου 2003 στην υπόθεση T-208/01, Volkswagen AG κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που ασκήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2004

(Υπόθεση C-74/04 P)

(2004/C 94/51)

Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Walter Mölls, επικουρούμενο από τον δικηγόρο Φρανκφούρτης Heinz-Joachim Freund, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο, άσκησε στις 16 Φεβρουαρίου 2004, ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τέταρτο τμήμα) της 3ης Δεκεμβρίου 2003 στην υπόθεση T-208/01, Volkswagen AG κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο

1.

να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου, της 3ης Δεκεμβρίου 2003, στην υπόθεση T-208/01 (1)

2.

να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο·

3.

να καταδικάσει την αναιρεσιβαλλόμενη στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα:

Με την προαναφερθείσα απόφασή του το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση 2001/711/ΕΚ της Επιτροπής, της 29.6.2001, σε διαδικασία κατά το άρθρο 81 της Συνθήκης ΕΚ (υπόθεση COMP/F-2/36.693 — Volkswagen) (2). Με την απόφαση αυτή η Επιτροπή είχε διαπιστώσει ότι η Volkswagen κατά την περίοδο μεταξύ Ιουνίου 1996 και Σεπτεμβρίου 1999, κατά παράβαση του άρθρου 81, είχε συμφωνήσει με τους Γερμανούς αντιπροσώπους της καθορισμό της τιμής πωλήσεως των αυτοκινήτων της. Με την απόφαση επιβλήθηκε στη Volkswagen πρόστιμο ύψους 30 960 000 ευρώ.

Το Πρωτοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι συστάσεις της Volkswagen AG προς τους Γερμανούς αντιπροσώπους της δεν αποτελούσαν στοιχείο της συμβάσεως αντιπροσωπεύσεως καθόσον αυτές ήταν παράνομες. Υπήρξαν μονομερή μέτρα τα οποία δεν εμπίπτουν στο άρθρο 81 ΕΚ.

Καταλήγοντας στο συμπέρασμα αυτό το Πρωτοδικείο αγνόησε την κατά το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ έννοια της συμφωνίας, παραβαίνοντας, με τον τρόπο αυτό, το εν λόγω άρθρο.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, το Πρωτοδικείο έθεσε πολύ αυστηρές προϋποθέσεις ως προς τη γνώση που πρέπει να λαμβάνουν οι μετέχοντες σε μια συμφωνία επιλεκτικής διανομής, ως προς την εφαρμογή και την εξέλιξη στην πράξη της συμφωνίας αυτής. Εξάλλου, συγχέει τις προϋποθέσεις αυτές με εκείνες βάσει των οποίων κρίνεται η νομιμότητα της συμφωνίας.

Στο πλαίσιο αυτό, το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη του τις ιδιομορφίες των συστημάτων επιλεκτικής διανομής, τα οποία καθορίζονται με μια συμφωνία πλαίσιο, η οποία απαιτείται, στη συνέχεια, να συμπληρωθεί και να συγκεκριμενοποιηθεί. Το γεγονός ότι μια τέτοια συμφωνία, εξεταζόμενη σε δεδομένη στιγμή, δεν είναι παράνομη, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να καταστεί παράνομη στη συνέχεια. Όσον αφορά ειδικότερα τους εμπορικούς αντιπροσώπους, αυτοί έχουν, κατά κανόνα, συμφέρον να διατηρήσουν τη θέση τους ως μέλη του συστήματος διανομής. Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι εμπορικοί αντιπρόσωποι έχουν τη δυνατότητα να απορρίπτουν συστηματικώς ως παράνομη οποιαδήποτε μεταγενέστερη σύσταση, ήδη από της συνάψεως της συμβάσεως και, κατά κάποιο τρόπο, προληπτικώς. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον, αναλόγως της περιπτώσεως, είναι δύσκολη η διάκριση μεταξύ νομίμων και παρανόμων μέτρων.

Το βάσιμο του αιτήματος της Επιτροπής προκύπτει από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, την οποία το Πρωτοδικείο ερμήνευσε πεπλανημένως. Επιπροσθέτως, στην παρούσα υπόθεση σαφώς προκύπτει από τη συμπεριφορά των συμβαλλομένων (παραγωγού και εμπορικών αντιπροσώπων) ότι θεωρούσαν τις συστάσεις αυτές ως συστατικό στοιχείο της συμβάσεως αντιπροσωπεύσεως. Το πραγματικό αυτό στοιχείο επιβεβαιώνει, επίσης, ότι η άποψη του Πρωτοδικείου είναι πεπλανημένη. Το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο έκρινε τη συμπεριφορά αυτή ως άνευ σημασίας (όσον αφορά τον παραγωγό) ή την αγνόησε πλήρως (όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους), οφείλεται στην προαναφερθείσα εσφαλμένη αντίληψη της έννοιας της συμφωνίας.


(1)  Που δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή.

(2)  ΕΕ L 262, σ. 14.