27.3.2004   

EL

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

CE 78/879


(2004/C 78 E/0932)

ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ Ε-3929/03

υποβολή: Stavros Xarchakos (PPE-DE) προς την Επιτροπή

(19 Δεκεμβρίου 2003)

Θέμα:   Άνοδος του πληθωρισμού στην Ελλάδα

Σε πολλές χώρες της Ε.Ε. (μεταξύ των οποίων κατεξοχήν είναι και η Ελλάδα) εμφανίζονται μεγάλες αυξήσεις τιμών μετά την καθιέρωση του ευρώ, κάτι που συνεπάγεται μεγάλη απώλεια εισοδήματος για τους καταναλωτές. Μάλιστα πρόσφατα ο ελληνικός Τύπος ανέφερε ότι επίκεινται και νέες αυξήσεις σε βασικά αγαθά όπως π.χ. το αλεύρι, κάτι που ασφαλώς θα επιφέρει αλυσιδωτές αυξήσεις στην αγορά. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι παραγωγοί σε αγροτικές περιοχές της Ελλάδας, όπως π.χ. τη Θεσσαλία, καταγγέλλουν ότι σε αποθήκες γεωργικών συνεταιρισμών βρίσκονται χιλιάδες τόννοι άριστης ποιότητας απούλητου ελληνικού σιταριού (σε μία μόνο περίπτωση χωριού στο Νομό Λαρίσης αναφέρθηκε ότι υπάρχουν 700 τόννοι σιταριού που δεν έχουν πωληθεί επί μήνες), την ίδια ώρα που εισάγεται στην Ελλάδα σιτάρι ακόμη και από τη μακρινή Αυστραλία.

Είναι αντίθετη με την κοινοτική νομοθεσία η επιβολή βαρύτατων προστίμων και άλλων κυρώσεων σε επιχειρήσεις που προβαίνουν σε συνεχείς αυξήσεις τιμών, αισχροκερδούν ή εμπαίζουν τους καταναλωτές διαφημίζοντας π.χ. «πάγωμα των τιμών» την ίδια ώρα που οι τιμές τους καταφανώς αυξάνονται; Ποιες μπορεί να είναι αυτές οι κυρώσεις και το ανώτατο ύψος των προστίμων που μπορούν να επιβληθούν; Μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις και σε εκείνες τις επιχειρήσεις που ανακοινώνουν άλλες τιμές πώλησης προϊόντων (π.χ. με διαφημίσεις στον Τύπο ή με αναγραφή στα ράφια) και άλλες χρεώνουν τελικά στους καταναλωτές; Ποια ήταν τα τρία μεγαλύτερα πρόστιμα ή άλλες αυστηρές κυρώσεις που επεβλήθησαν σε επιχειρήσεις της Ευρωζώνης τα τελευταία δύο χρόνια κυκλοφορίας του ευρώ; Ποιο το μεγαλύτερο πρόστιμο ή άλλη κύρωση που επεβλήθη για τους ίδιους λόγους σε ελληνική επιχείρηση από την 1.1.2002 και μέχρι σήμερα;

Απάντηση του κ. Monti Εξ ονόματος της Επιτροπής

(19 Φεβρουαρίου 2004)

Κατ'αρχήν, δεν είναι αντίθετη με το κοινοτικό δίκαιο η επιβολή από τα κράτη μέλη προστίμων σε επιχειρήσεις που προβαίνουν σε αυξήσεις τιμών που φθάνουν σε υπερβολικά επίπεδα, αισχροκερδούν εις βάρος των καταναλωτών ή παρέχουν παραπλανητικές πληροφορίες σχετικά με τις τιμές. Επίσης, τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν την τήρηση των αντίστοιχων διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, δηλαδή συγκεκριμένα, τους εναρμονισμένους κοινοτικούς κανόνες στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών, καθώς και τους κανόνες της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού (1).

Ωστόσο, αυτοί οι κοινοτικοί κανόνες πλαισιώνουν οι ίδιοι την συμπεριφορά των επιχειρήσεων και απαγορεύουν ορισμένες πρακτικές που θεωρούνται απαράδεκτες.

Όσον αφορά το κοινοτικό δίκαιο στον τομέα της κατανάλωσης, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο κοινοτικός νομοθέτης έχει παρέμβει για να ρυθμίσει ορισμένες παραπλανητικές ή αθέμιτες συμπεριφορές εμπόρων εις βάρος καταναλωτών, καθώς και ορισμένες πρακτικές στον τομέα της αναγραφής των τιμών. Πρόκειται καταρχήν για την οδηγία 84/450/ΕΟΚ (2), όπως τροποποιήθηκε τελευταία (3) σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση που σκοπό έχει να θέσει στη διάθεση των κρατών μελών αποτελεσματικά μέσα για τον έλεγχο, την δίωξη και την επιβολή κυρώσεων για την παραπλανητική διαφήμιση που απευθύνεται στους καταναλωτές. Εξάλλου, η οδηγία 98/6 σχετικά με την αναγραφή των τιμών (4) προβλέπει, προκειμένου να βελτιωθεί η πληροφόρηση των καταναλωτών, να αναγράφεται η τιμή πώλησης και η μοναδιαία τιμή μέτρησης των προϊόντων που προσφέρονται από ένα έμπορο και ορίζει ότι κράτη μέλη θεσπίζουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις σε περίπτωση μη τήρησης αυτής της υποχρέωσης. Τέλος, τον Ιούνιο 2003, η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση οδηγίας που αποσκοπεί στην εξασφάλιση της πλήρους εναρμόνισης των προδιαγραφών που αφορούν τις αθέμιτες πρακτικές (5) των επιχειρήσεων στο πλαίσιο της Ένωσης. Το κύριο στοιχείο αυτής της πρότασης είναι η γενική απαγόρευση των αθέμιτων πρακτικών, όπως ορίζονται στην πρόταση οδηγίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι παραπλανητικές και οι επιθετικές πρακτικές.

Το σύνολο αυτών των κοινοτικών διατάξεων του δικαίου των καταναλωτών, από τη στιγμή που θα μεταφερθεί στα κράτη μέλη, θα καταστήσει δυνατή την εξέταση των περιπτώσεων κατά τις οποίες επαγγελματίες ενδέχεται να παραπλανήσουν τους καταναλωτές όσον αφορά τις εφαρμοζόμενες τιμές.

Από την πλευρά του, το κοινοτικό δίκαιο περί ανταγωνισμού απαγορεύει στις επιχειρήσεις που βρίσκονται σε δεσπόζουσα θέση να καταχρώνται της δύναμής τους, εφόσον επηρεάζεται το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Για παράδειγμα, κατάχρηση μπορεί να θεωρηθεί η πρακτική υπερβολικά υψηλών τιμών πώλησης ή η άσκηση διακρίσεων μεταξύ των πελατών με τη χορήγηση προνομίων σε ορισμένους απ'αυτούς, πράγμα το οποίο θα επέβαλε μειονεκτήματα στους ανταγωνιστές στο πλαίσιο του ανταγωνισμού.

Η συμπεριφορά των επιχειρήσεων μπορεί επίσης να απαγορευθεί από το κοινοτικό δίκαιο περί ανταγωνισμού εάν, για να αυξηθούν οι τιμές, οι επιχειρήσεις προβαίνουν σε συμπράξεις, δηλαδή σε συμφωνίες ή σε εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ τους, όπως εξομοιώνονται οι αποφάσεις των ενώσεών τους (6).

Το κοινοτικό δίκαιο περί ανταγωνισμού προβλέπει την επιβολή προστίμων σε περιπτώσεις παραβίασης των κανόνων του. Το μέγιστο ποσό των προστίμων περιορίζεται στο 10 % του παγκόσμιου κύκλου εργασιών που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του προηγούμενου οικονομικού έτους (άρθρο 15 παράγραφος 2 του κανονισμού 17/62 (7) και, από την 1η Μαΐου 2004, άρθρο 23 παράγραφος 2 του κανονισμού 1/2003 (8)).

Σε κοινοτικό επίπεδο και σε ό,τι αφορά τις συμπράξεις, τα τρία μεγαλύτερα πρόστιμα σε επιχειρήσεις της ζώνης του ευρώ κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών επιβλήθηκαν στη Degussa (118 125 000 ευρώ) στην απόφαση Methionine (9), στη Lafarge (249 600 000 ευρώ) στην απόφαση Plasterboard (10) και στη Hoechst (99 000 000 ευρώ) στην απόφαση Sorbates (11). Όσον αφορά τις καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσης: στη Deutsche Telecom (12 600 000 ευρώ) (12) και στην Wanadoo (10 350 000 ευρώ) (13). Κατά τη διάρκεια της τελευταίας διετίας δεν επιβλήθηκε κανένα πρόστιμο σε ελληνική επιχείρηση, σε κοινοτικό επίπεδο.


(1)  Από την 1η Μαίου 2004, η σχέση μεταξύ των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού (συμπραξης και καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσης) και της εθνικής νομοθεσίας ανταγωνισμού διέπονται από το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης ΕΚ, ΕΕ L 1 της 4.1.2003. Όσον αφορά μονομερείς ενέργειες επιχειρήσεων (σε αντίθεση ιδίως με τις συμπραξης μεταξύ επιχειρήσεων), τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν αυστηρότερους κανόνες ανταγωνισμού από αυτούς που προβλέπει η κοινοτική νομοθεσία.

(2)  Οδηγία 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Σεπτεμβρίου 1984 για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση, ΕΕ L 250 της 19.9.1984.

(3)  Οδηγία 97/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Οκτωβρίου 1997 για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση προκημένου να συμπεριληφθεί η συγκριτική διαφήμιση, ΕΕ L 290 της 23.10.1997.

(4)  Οδηγία 98/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 1998 περί της προστασίας των καταναλωτών όσον αφορά την αναγραφή των τιμών των προϊόντων που προσφέρονται στους καταναλωτές, ΕΕ L 80 της 18.3.1998.

(5)  Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχηρήσεων προς του καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση των οδηγιών 84/450/CEE, 97/7/CE et 98/27/CE (οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές), COM(2003)356 τελικό.

(6)  Όπως για την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, η απαγόρευση εφαρμόζεται μόνο όταν η ενλόγω πρακτική επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

(7)  ΕΟΚ Συμβούλιο: Κανονισμός αριθ. 17/62: Πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων 85 (επί του παρόντος 81) και 86 (επί του παρόντος 82), ΕΕ Ρ 13 της 21.2.1962, αριθ. 204.

(8)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης, ΕΕ L 1 της 4.1.2003.

(9)  Απόφαση της Επιτροπής της 2ας Ιουλίου 2002, ΕΕ L 255 της 8.10.2003.

(10)  Απόφαση της Επιτροπής της 27ης Νοεμβρίου 2002, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί.

(11)  Απόφαση της Επιτροπής της 1ης Οκτωβρίου 2003, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί.

(12)  Απόφαση της Επιτροπής της 21ης Μαΐου 2003, ΕΕ L 263 της 14.10.2003.

(13)  Απόφαση της Επιτροπής της 16ης Ιουλίου 2003, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί.