ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ E-0476/03 υποβολή: Erik Meijer (GUE/NGL) προς την Επιτροπή. Δικαίωμα βέτο του κράτους ως μειοψηφικού μετόχου για την εξασφάλιση της διατήρησης της λειτουργίας και της καθολικής παροχής ταχυδρομικώνπηρεσιών στις Κάτω Χώρες.
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 051 E της 26/02/2004 σ. 0027 - 0029
ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ E-0476/03 υποβολή: Erik Meijer (GUE/NGL) προς την Επιτροπή (20 Φεβρουαρίου 2003) Θέμα: Δικαίωμα βέτο του κράτους ως μειοψηφικού μετόχου για την εξασφάλιση της διατήρησης της λειτουργίας και της καθολικής παροχής ταχυδρομικώνπηρεσιών στις Κάτω Χώρες 1. Μπορεί η Επιτροπή να διαβεβαιώσει ότι δεν επιθυμεί να επιτρέψει στις Κάτω Χώρες ως μειοψηφικό μέτοχο στην πρώην κρατικήπηρεσία ταχυδρομείων ΡΤΤ, η οποία στη συνέχεια μετονομάστηκε σε ΚΡΝ και κατόπιν του διαχωρισμού του τομέα τηλεφωνίας σήμερα ονομάζεται TPG, κατέχοντας μία μετοχή με δικαίωμα βέτο (golden share), να διατηρήσει το δικαίωμα μετόχου με καθοριστική ψήφο, τούτο δε ώστε το κράτος να μην έχει πλέον δικαίωμα βέτο επί στρατηγικών αποφάσεων όπως η εξαγορά από άλλη εταιρία· 2. Έχει λάβειπόψη η Επιτροπή ότι για ένα μέρος των ταχυδρομικώνπηρεσιών, δηλαδή την καθημερινή παράδοση αλληλογραφίας μικρού βάρους σε διευθύνσεις οικίας, κατά παρέκκλιση από την προτίμησή της, η TPG διατηρεί προσωρινά το μονοπώλιο, εξυπηρετώντας αγροτικές και απομακρυσμένες περιοχές εξίσου όπως και τις μεγάλες πόλεις και τις κεντρικές περιοχές, και ότι ενδεχόμενη διακοπή αυτή τηςπηρεσίας θα επιφέρει ανεπίλυτα προβλήματα· 3. Ποιά είναι η διαφορά από τις περιπτώσεις στις οποίες επιτρέπει στα κράτη μέλη να κατέχουν μία μετοχή με δικαίωμα βέτο (golden share), όπως συμβαίνει σε παρόμοια περίπτωση στην Ισπανία, επί της οποίας περίπτωσης, στις 6.2.2003, ο γενικός εισαγγελέας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξέδωσε γνωμοδότηση· 4. Γιατί η Επιτροπή επεφύλαξε έκπληξη στην κυβέρνηση των Κάτω Χωρών όσον αφορά τις προθέσεις της, αντί να επιδιώξει πρώτα την από κοινού αναζήτηση νομικώς εφικτής λύσης για το πρόβλημα που διαπίστωσε· 5. Η ανάκτηση της πλειοψηφικής κατοχής κοινών μετοχών της TPG από το κράτος είναι ο μόνος τρόπος για τη διατήρηση του δικαιώματος βέτο επί στρατηγικών αποφάσεων της εν λόγω εταιρίας, χωρίς να αντιβαίνει στις επιθυμίες της Επιτροπής· 6. Με ποιούς άλλους τρόπους, πέραν αυτού που αναφέρεται στην ερώτηση 5, δύναται η κυβέρνηση των Κάτω Χωρών να αποκτήσει εκ νέου δικαίωμα βέτο επί στρατηγικών αποφάσεων της TPG χωρίς να αντιτίθεται προς τις επιθυμίες σας· 7. Έχει την πρόθεση η Επιτροπή να διαφωτίσει πλήρως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα κράτη μέλη σχετικά με τα κριτήριά της ή επιθυμεί αντιθέτως να αποφασίσει σχετικά με το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων· Πηγή: Η ημερήσια εφημερίδα των Κάτω Χωρών De Volkskrant της 7.2.2003. Απάντηση του κ. Bolkestein εξ ονόματος της Επιτροπής (25 Μαρτίου 2003) 1. Η Επιτροπή πιστεύει ότι ορισμένες διατάξεις του καταστατικού της εταιρείας TNT Post Groep N.V. που αφορούν την προνομιακή εκπροσώπηση του ολλανδικού κράτους στο σώμα των επιτρόπων, το οποίο διορίζει τα μέλη της επιτροπής διαχείρισης της εν λόγω εταιρείας και ασκεί έλεγχο επί της πολιτικής διαχείρισής τους καθώς επίσης και επί της γενικής διεξαγωγής των δραστηριοτήτων της εταιρείας, είναι ασυμβίβαστες με το κοινοτικό δίκαιο σχετικά με την κυκλοφορία των κεφαλαίων και το δικαίωμα εγκατάστασης. Επίσης, η Επιτροπή πιστεύει ότι τα ειδικά δικαιώματα έγκρισης ορισμένων αποφάσεων που λαμβάνονται από τα αρμόδια όργανα της εταιρείας, τα οποία χορηγούνται στον κάτοχο της ειδικής μετοχής (το ολλανδικό κράτος) είναι ασυμβίβαστα με τις διατάξεις των άρθρων 56 και 43 της συνθήκης ΕΚ. Εξαιτίας αυτών των διατάξεων, η Επιτροπή έχει κινήσει διαδικασία παράβασης εναντίον των Κάτω Χωρών, όπως διευκρινίζεται στο ανακοινωθέν Τύπου που δημοσιεύθηκε από την Επιτροπή στις 5 Φεβρουαρίου 2003. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη δύνανται να διατηρούν έναν ορισμένο βαθμό επιρροής σε ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες παροχήςπηρεσιών κοινού συμφέροντος ή στρατηγικής σημασίας. Εντούτοις, αυτοί οι περιορισμοί της ελεύθερης κυκλοφορίας του κεφαλαίου πρέπει να δικαιολογούνται είτε βάσει των εξαιρέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 58 της συνθήκης ΕΚ, είτε για επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, εφόσον τα λαμβανόμενα μέτρα συμμορφώνονται με τις γενικές αρχές της μη διακριτικής μεταχείρισης και της αναλογικότητας. 2. Η μόνιμη παροχή μιας καθολικήςπηρεσίας στον ταχυδρομικό τομέα ορίζεται στην οδηγία 97/67/ΕΚ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 1997 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικώνπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένωνπηρεσιών(1). Από αυτή την άποψη, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τα δικαιώματα που συναρτώνται με την εν λόγω ειδική μετοχή δεν σχετίζονται αποκλειστικά με την προσφορά της καθολικήςπηρεσίας, αλλά ότι αφορούν επίσης και την προσφορά άλλων ταχυδρομικώνπηρεσιών οι οποίες δεν αποτελούν μέρος αυτής της καθολικήςπηρεσίας. Όσο για τις μονοπωλιακές καταστάσεις, δεν μπορούν ναφίστανται παρά μόνο με την επιφύλαξη της αυστηρής συμμόρφωσης με το κοινοτικό δίκαιο. 3. Η περίπτωση για την οποία ο γενικός εισαγγελέας του Δικαστηρίου εξέφρασε τη γνώμη του στις 6 Φεβρουαρίου 2003, αφορά τις ειδικές εξουσίες οι οποίες είχαν ανατεθεί στην Ισπανία με τον νόμο ιδιωτικοποίησης αριθ. 5/1995 της 23ης Μαρτίου 1995. Η Επιτροπή πιστεύει ότι αυτές οι ειδικές εξουσίες συνιστούν παράβαση της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων και του δικαιώματος εγκατάστασης, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αποφασίστηκε η προσφυγή στο Δικαστήριο. Η γνώμη την οποία εξέφρασε ο γενικός εισαγγελέας δεν προδικάζει την απόφαση του Δικαστηρίου σ' αυτή τηνπόθεση. 4. Η Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 226 της συνθήκης ΕΚ, είχε στείλει στις 28 Ιουλίου 2000 προειδοποιητική επιστολή σχετικά με τις ειδικές εξουσίες τις οποίες διατηρούν οι Κάτω Χώρες στην εταιρεία TNT Post Groep N.V. Η αποστολή αυτής της προειδοποιητικής επιστολής είχε ακολουθηθεί, στις 26 Σεπτεμβρίου 2000, από συνεδρίαση τεχνικής φύσης με τις ολλανδικές αρχές με θέμα τις επίμαχες διατάξεις της ολλανδικής νομοθεσίας. Εξάλλου, οι σημαντικές αποφάσεις του Δικαστηρίου της 4ης Ιουνίου 2002, οι οποίες επιβεβαίωσαν σε μεγάλο βαθμό τις γενικές αρχές της ερμηνευτικής ανακοίνωσης της Επιτροπής της 19ης Ιουλίου 1997, είχαν αποτελέσει, την ίδια ημερομηνία, αντικείμενο ανακοινωθέντος Τύπου της Επιτροπής. 5. Το άρθρο 295 της συνθήκης ΕΚ ορίζει ότι: Η παρούσα συνθήκη δεν προδικάζει με κανένα τρόπο το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη. Σύμφωνα με αυτές τις διατάξεις, τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να εθνικοποιούν ή να ιδιωτικοποιούν. Εντούτοις, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, ηλοποίηση μιας απόφασης ιδιωτικοποίησης (παραδείγματος χάρη) πρέπει να πραγματοποιείται με σεβασμό των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, ιδίως της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων. Κατά συνέπεια, παρόλο που δεν είναι μέσα στο πλαίσιο της αποστολής της Επιτροπής να λαμβάνει θέση σχετικά με τις στρατηγικές επιλογές και πολιτικές των κρατών μελών που αποσκοπούν στη δυνατότητα ελέγχου επί της διεξαγωγής των δραστηριοτήτων των ιδιωτικών εταιρειών, έχει ωστόσο το καθήκον να εξασφαλίζει τη συμμόρφωση με το κοινοτικό δίκαιο. Από αυτή την άποψη, παραπέμπουμε επίσης στις απαντήσεις στις ερωτήσεις 1 και 6. 6. Όπως προαναφέρεται στην απάντηση στην ερώτηση 1, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη δύνανται να διατηρούν έναν ορισμένο βαθμό επιρροής σε ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες παροχήςπηρεσιών κοινού συμφέροντος ή στρατηγικής σημασίας. Εντούτοις, αυτοί οι περιορισμοί της ελεύθερης κυκλοφορίας του κεφαλαίου πρέπει να δικαιολογούνται είτε βάσει των εξαιρέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 58 της συνθήκης ΕΚ, είτε για επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, εφόσον τα λαμβανόμενα μέτρα συμμορφώνονται με τις γενικές αρχές της μη διακριτικής μεταχείρισης και της αναλογικότητας. 7. Για να πληροφορηθούν οι εθνικές αρχές και οι οικονομικοί παράγοντες των κρατών μελών σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή ερμηνεύει τις διατάξεις της συνθήκης ΕΚ όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και την ελευθερία εγκατάστασης, η Επιτροπή εξέδωσε στις 19 Ιουλίου 1997 ανακοίνωση σχετικά με ορισμένες νομικές πτυχές που αφορούν τις διακοινοτικές επενδύσεις. Οι γενικές αρχές που διατυπώνονται σ' αυτή την ανακοίνωση βασίζονται κυρίως στη συνθήκη ΕΚ και στη νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία διατηρεί, βεβαίως, την αποκλειστική αρμοδιότητα της ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου. Δεδομένου ότι πρόκειται για δύο θεμελιώδεις ελευθερίες, αυτή η ερμηνευτική ανακοίνωση είναι δικαιολογημένη, πόσο μάλλον εφόσον πρόκειται για διατάξεις άμεσα εφαρμοστέες της συνθήκης ΕΚ. Όπως έχει δηλώσει επανειλημμένα το Δικαστήριο, αυτό το είδος διατάξεων δεν απαιτεί κανένα μέτρο εφαρμογής, επειδή είναι επαρκώς επακριβείς και άνευ όρων. Επιπλέον, η κοινοτική νομολογία επιβεβαιώνει ότι τα κοινοτικά θεσμικά όργανα αυτά καθεαυτά δεν δύνανται να περιορίζουν την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών τις οποίες εγγυάται η συνθήκη ΕΚ. Οι ουσιαστικές γενικές αρχές της προαναφερόμενης ανακοίνωσης έχουν σε μεγάλο βαθμό επιβεβαιωθεί από την πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 4ης Ιουνίου 2002 Επιτροπή κατά της Γαλλίας, C-483/99, Επιτροπή κατά του Βελγίου, C-503/99, Επιτροπή κατά της Πορτογαλίας, C-367/98). (1) ΕΕ L 15 της 21.1.1998.