ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ P-1567/02 υποβολή: Christa Randzio-Plath (PSE) προς την Επιτροπή. Ανταγωνισμός/οικονομικός έλεγχος.
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 092 E της 17/04/2003 σ. 0066 - 0067
ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ P-1567/02 υποβολή: Christa Randzio-Plath (PSE) προς την Επιτροπή (28 Μαΐου 2002) Θέμα: Ανταγωνισμός/οικονομικός έλεγχος Ως επακόλουθο του σκανδάλου της εταιρείας ENRON, το πρόβλημα της οικονομικής σταθερότητας και σε σχέση με τον ρόλο και την κατάσταση των εταιρειών οικονομικού ελέγχου στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη κατέστη το επίκεντρο του ενδιαφέροντος του κοινού. Κατά τα τελευταία έτηπεχώρησε περαιτέρω ο αριθμός των μεγάλων εταιρειών οικονομικού ελέγχου. Με τον τρόπο αυτό περιορίσθηκε πολύ η δυνατότητα επιλογής ή αλλαγής των εταιρειών ελέγχου για μεγάλες και διεθνώς δραστηριοποιούμενες επιχειρήσεις. Το ζήτημα αυτό έχει σημασία όχι μόνο από τη ρυθμιστική και την εποπτική του σκοπιά. Ο μικρός αριθμός δραστηριοποιούμενων στις εργασίες οικονομικού ελέγχου — τέσσερις επιχειρήσεις μόνον στις ΗΠΑ — εμβάλλει σε σκέψεις όχι μόνο από τη σκοπιά του ανταγωνισμού, ιδίως επίσης ενώπιον του γεγονότος ότι — όπως δείχνει και το παράδειγμα της ENRON — η σταθερότητα των χρηματαγορών είναι δυνατό να συμπάσχει από αυτή την κατάσταση. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση καταφεύγουν στο Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Μεγάλη Βρετανία και τις Κάτω Χώρες περισσότερο από 80 % των 100 μεγαλύτερων επιχειρήσεων μόνο σε τέσσερις εταιρείες οικονομικού ελέγχου, σε άλλα κράτη είναι πολύ περισσότερο από 50 %. Ακόμα και ότανπάρχουν μεγάλες σε εθνικό επίπεδο δραστηριοποιούμενες επιχειρήσεις δεν είναι αυτές σε θέση να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό. Δενπάρχουν, κατά συνέπεια, εν προκειμένω προβληματικές εξελίξεις από τη σκοπιά του ανταγωνισμού· Πώς αξιολογεί η Επιτροπή την κατάσταση του ανταγωνισμού στον τομέα του οικονομικού ελέγχου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ενόψει του γεγονότος ότι, πέραν του περιφερειακού ανταγωνισμού, αντιπαρατίθεται μόνον ένας πολύ μικρός αριθμός επιχειρήσεων, διαβλέπει αυτή την ανάγκη ανάληψης ενεργειών και ποια μέτρα προτείνει σε σχέση με τα άρθρα 81, 82 της Συνθήκης ΕΚ· Απάντηση του κ. Monti εξ ονόματος της Επιτροπής (26 Ιουνίου 2002) Το ζήτημα του ανταγωνισμού στις εταιρείες οικονομικού ελέγχου παρακολουθείται στενά από την Επιτροπή τόσο σε πλαίσιο διαρθρωτικών αλλαγών στον αριθμό των συντελεστών της αγοράς (με την εφαρμογή του Κανονισμού για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων, Κανονισμός (ΕΟΚ) αρ.4064/89 της 21 Δεκεμβρίου 1989 για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ των επιχειρήσεων(1)) όσο και στο πλαίσιο της συμπεριφοράς των συντελεστών της αγοράς (μέσω της εφαρμογής των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ). Στην απόφασή της του 1998,πόθεση αριθ. IV/M.1016 PriceWaterhouse/Coopers & Lybrand, η Επιτροπή ανέλυσε λεπτομερώς τις συνθήκες ανταγωνισμού των αγορών ελεγκτικών και λογιστικώνπηρεσιών. Αξίζει να σημειωθεί, όπως προκύπτει απ' την ανάλυση αυτή, ότι οι αγορές αυτές χαίρουν ενόςψηλού επιπέδου συγκέντρωσης και μπορεί να τείνουν προς τη σύσταση συλλογικής δεσπόζουσας θέσης. Η Επιτροπή κατέληξε παρόλα αυτά στο συμπέρασμα ότιπήρχαν ακόμη αρκετοί ενεργοί συντελεστές στην αγορά (πέντε), ώστε να διασφαλίζεται επαρκής ανταγωνισμός. Μία από τις συνέπειες του σκανδάλου της εταιρείας ENRON είναι η κατάρρευση του διεθνούς ελεγκτικού και λογιστικού δικτύου της εταιρείας ANDERSEN. Αυτό καθιστά δυνατή την περαιτέρω αύξηση του επιπέδου συγκεντρώσεων στις εταιρείες οικονομικού ελέγχου. Ως επακόλουθο αυτής της κατάρρευσης καθένα απ' τα εθνικά μέλη του δικτύου της εταιρείας ANDERSEN επιδιώκει να γίνει μέλος ενός από τα τέσσερα απομείναντα μεγάλα γενικά λογιστικά δίκτυα (π.χ. KPMG, PricewaterhouseCoopers, Deloitte & Touche Tohmatsu και Ernst & Young). Mερικές απ' αυτές τις συναλλαγές μπορεί να λαμβάνουν κοινοτικές διαστάσεις και θα πρέπει να επανεξεταστούν από την Επιτροπή βάσει των όρων του Κανονισμού για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων, όπως στην περίπτωση της αγοράς της εταιρείας ANDERSEN (Ηνωμένο Βασίλειο) από τις εταιρείες Deloitte & Touche Tohmatsu (κοινοποίηση στις 29 Μαΐου 2002). Η Επιτροπή θα ερευνήσει τις συνέπειες του ανταγωνισμού κάθε μίας απ' αυτές τις συναλλαγές με τη μέγιστη προσοχή. Σε αυτό το στάδιο η Επιτροπή δεν μπορεί παρόλα αυτά να προβεί σε συμπεράσματα για το πιθανό αποτέλεσμα της ανάλυσης από πλευράς ανταγωνισμού αυτών των συναλλαγών. Συνεπώς, η Επιτροπή θα εξακολουθεί τη στενή παρακολούθηση της φύσεως του ανταγωνισμού στις εταιρείες οικονομικού ελέγχου. (1) ΕΕ L 395 της 30.12.1989, επανέκδοση όλου του κειμένου σε ΕΕ L 257 της 21.9.1990.