92001E0380

ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ E-0380/01 υποβολή: Klaus-Heiner Lehne (PPE-DE) προς την Επιτροπή. Ελευθερία εγκατάστασης στις Κάτω-Χώρες.

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 187 E της 03/07/2001 σ. 0221 - 0222


ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ E-0380/01

υποβολή: Klaus-Heiner Lehne (PPE-DE) προς την Επιτροπή

(15 Φεβρουαρίου 2001)

Θέμα: Ελευθερία εγκατάστασης στις Κάτω-Χώρες

Ένας γερμανός τεχνικός ψυκτικών μηχανημάτων που ήθελε να εργασθεί στις Κάτω-Χώρες ζήτησε να απαλλαγεί από την ονομαζόμενη εξέταση CFK που είναιποχρεωτική στη χώρα αυτή. Στην αίτησή του, η οποία απορρίφθηκε, επισημαίνονταν οι ιδιαίτερες απαιτήσεις του ολλανδικού συστήματος τεχνικής κατάρτισης. Επίσης, δεν του αναγνωρίσθηκε, μετά από αίτησή του LGH, ο τίτλος της εξειδίκευσής του.

1. Πως κρίνει η Επιτροπή την προαναφερόμενη περίπτωση στο πλαίσιο της ελευθερίας εγκατάστασης;

2. Ποια μέτρα προτίθεται να λάβει η Επιτροπή εάν διαπιστωθεί ότι οι ολλανδικές αρχές παραβίασαν την αρχή της ελεύθερης εγκατάστασης;

Απάντηση του κ. Bolkestein εξ ονόματος της Επιτροπής

(26 Μαρτίου 2001)

Καθώς πρόκειται για την αμοιβαία αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, το επάγγελμα του τεχνικού ψυκτικών συστημάτων καλύπτεται από την οδηγία 1999/42/ΕΚ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Ιουνίου 1999 για τη θέσπιση συστήματος αναγνώρισης των προσόντων σχετικά με τις επαγγελματικές δραστηριότητες που καλύπτονται από τις οδηγίες ελευθέρωσης, καθώς και μεταβατικών μέτρων, και για τη συμπλήρωση του γενικού συστήματος αναγνώρισης των διπλωμάτων(1) εφόσον αφορά την κατασκευή μηχανών και τα ηλεκτρικά είδη.

Σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας, το οποίο περιέχει χωρίς τροποποίηση την αντίστοιχη διάταξη της οδηγίας 64/427/CEE, του Συμβουλίου της 7ης Ιουλίου 1964, περί των λεπτομερειών εφαρμογής των μεταβατικών μέτρων στον τομέα των μη μισθωτών δραστηριοτήτων μεταποιήσεως πουπάγονται στις κλάσεις 23-40 ΔΤΤΒ (Βιομηχανία και βιοτεχνία)(2) η οποία έχει πλέον καταργηθεί, τα κράτη μέλη πουπάγουν την πρόσβαση στη σχετική δραστηριότητα ή την άσκηση της στην κατοχή γενικών ή ιδιαίτερων γνώσεων και ικανοτήτων, δέχονται ως επαρκή απόδειξη αυτών των γνώσεων και των ικανοτήτων την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας σε άλλο κράτος μέλος για ορισμένο χρονικό διάστημα (κατ'αρχήν για 6 χρόνια) με την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία ή του διευθυντή επιχείρησης.

Μετά την πλήρη μεταφορά της οδηγίας στην εθνική νομοθεσία (η προθεσμία για την μεταφορά έχει οριστεί για τις 31 Ιουλίου 2001), οι επαγγελματίες που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις σχετικά με την επαγγελματική εμπειρία που επιβάλλει το άρθρο 4 θα μπορούν επίσης να ζητήσουν την αναγνώριση του διπλωματός τους, του πιστοποιητικού ή άλλου τίτλου σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 3 της οδηγίας.

Προκύπτει από τα παραπάνω ότι η οδηγία 1999/42/ΕΚ δεν επιτρέπει, σήμερα, να ζητηθεί αναγνώριση των τίτλων τεχνικής κατάρτισης. Ωστόσο, βάσει των άρθρων 43 και 49 (πρώην άρθρα 52 και 59)της συνθήκης ΕΚ έτσι όπως τα ερμήνευσε το Δικαστήριο (υπόθεση Βλασοπούλου)-, τα κράτη μέλη οφείλουν ήδη από σήμερα να λαμβάνουνπόψη τους τους τίτλους κατάρτισης που αποκτήθηκαν σε άλλο κράτος μέλος και να πραγματοποιούν συγκριτική εξέταση μεταξύ του τίτλου κατάρτισης που έχει αποκτηθεί στην χώρα προέλευσης του μετακινούμενου επαγγελματία και εκείνου που απαιτείται από το κράτοςποδοχής. Παρά την απαγόρευση κάθε διάκρισης απλά και μόνο λόγω της προέλευσης του τίτλου κατάρτισης από τα άρθρα 43 και 49 της συνθήκης ΕΚ, ωστόσο τα άρθρα αυτά δεν περιλαμβάνουν, σε αντίθεση με την παραπάνω οδηγία, καμία συγκεκριμένηποχρέωση όσον αφορά το αποτέλεσμα αυτής της συγκριτικής εξέτασης.

Ελλείψει ακριβέστερων πληροφοριών σχετικά με την επαγγελματική εμπειρία του ενδιαφερομένου πολίτη καθώς και των λόγων απόρριψης της αίτησής του, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει κατά πόσο η απόφαση που έχει παρθεί στην προκειμένη περίπτωση από τις ολλανδικές αρχές συμμορφώνεται προς το κοινοτικό δίκαιο.

Όσον αφορά τα μέτρα που προτίθεται να λάβει η Επιτροπή, μπορούμε ναπενθυμίσουμε ότι η διαδικασία προσφυγής που προβλέπεται από το άρθρο 226 (πρώην άρθρο 169) της συνθήκης ΕΚ ενδείκνυται όταν η εθνική νομοθεσία ενός κράτους μέλους δεν είναι σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο και όταν, ακόμη και στην περίπτωση που η νομοθεσία είναι σύμφωνη,φίσταται μια συνεχής διοικητική πρακτική αντίθετη προς το κοινοτικό

δίκαιο. Αντιθέτως, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να δώσει άμεσα λύσεις σε μεμονωμένες περιπτώσεις. Ούτε η Επιτροπή, ούτε το Δικαστήριο έχουν την εξουσία να ακυρώσουν απόφαση εθνικής αρχής, ούτε να επιβάλουν σ'ένα κράτος μελος να αποζημιώσει τους πολίτες. Αρμόδια στον τομέα αυτό είναι μόνο τα εθνικά δικαστήρια. Ωστόσο, προκειμένου να διευκολυνθεί η άτυπη επίλυση των μεμονωμένων περιπτώσεων, έχει συγκροτηθεί ένα δίκτυο επαφών σε εθνικό επίπεδο.

(1) ΕΕ L 201 της 31.7.1999.

(2) ΕΕ 117 της 23.7.1964.