ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ αρ θ. 253/99 του Riccardo NENCINI Απόλυση υπαλλήλων της επιχείρησης Nuovo Pignone
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 341 της 29/11/1999 σ. 0073
ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ E-0253/99 υποβολή: Riccardo Nencini (PSE) προς την Επιτροπή (12 Φεβρουαρίου 1999) Θέμα: Απόλυση υπαλλήλων της επιχείρησης Nuovo Pignone Η επιχείρηση Nuovo Pignone, με έδρα την Φλωρεντία, που ελέγχεται από την General Electric, εξεδήλωσε την πρόθεση να απολύσει 400 υπαλλήλους επί συνόλου 3100. Τα κέρδη της επιχείρησης κυμάνθηκαν τα τελευταία έτη μεταξύ 20 % και 14 % (800 δις σε 4 έτη) οι δε διαγωνισμοί που κέρδισε η Nuovo Pignone προσφάτως της επιτρέπουν να διατηρεί δεσπόζουσα θέση σε σημαντικά τμήματα της αγοράς. Ο δήμος της Φλωρεντίας συνέβαλε σημαντικά, με αρκετά εκατομμύρια, στην ίδρυση κέντρου κατάρτισης που είχε ως στόχο την κατάρτιση υπαλλήλων της επιχείρησης. Η Nuovo Pignone εισέπραξε εξάλλου πόρους από διάφορα κοινοτικά κονδύλια για την κατάρτιση του προσωπικού της. Προτίθεται η Επιτροπή να παρέμβει υπό το φως των παραπάνω για να εμποδίοσει την διεύθυνση της επιχείρησης να απολύσει ένα σημαντικό τμήμα των υπαλλήλων; Απάντηση του κ. Flynn εξ ονόματος της Επιτροπής (6 Απριλίου 1999) Η απόφαση για πραγματοποίηση ομαδικών απολύσεων πρέπει να σέβεται τις διατάξεις της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου της 20 Ιουλίου 1998 για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις(1). Το κοινοτικό δίκαιο αποσκοπεί κυρίως στην ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων, αποβλέποντας στη μείωση των υπαρχουσών διαφορών μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών σχετικά με τους "όρους και τη διαδικασία", και μέσω μέτρων που είναι πρόσφορα για την άμβλυνση των συνεπειών εκ των απολύσεων αυτών για τους εργαζομένους. Έτσι, το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι ο εργοδότης υποχρεούται να πραγματοποιεί εγκαίρως διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας, όταν προτίθεται να προβεί σε απολύσεις. Οι διαβουλεύσεις αυτές αφορούν τουλάχιστον τις δυνατότητες αποφυγής ή μείωσης των ομαδικών απολύσεων, καθώς και τις δυνατότητες άμβλυνσης των συνεπειών, δια της προσφυγής σε συνοδευτικά κοινωνικά μέτρα με σκοπό τη βοήθεια για την επαναπασχόληση ή τον αναπροσανατολισμό των απολυόμενων εργαζομένων. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι κοινοτικές διατάξεις και οι οικείες εθνικές διατάξεις δεν έγιναν σεβαστές. Σε κάθε περίπτωση, τα εθνικά δικαστήρια και η εθνική διοίκηση είναι, σε πρώτο επίπεδο, οι αρμόδιες αρχές για τη ρύθμιση των νομικών συνεπειών που προκύπτουν από την παρούσα υπόθεση. (1) ΕΕ L 225 της 12.8.1998.