91998E3836

ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ αρ θ. 3836/98 του Eva KJER HANSEN προς την Επ τροπή. Σύσταση γραφείου έρευνας για την εσωτερική και εξωτερική απάτη

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 207 της 21/07/1999 σ. 0133


ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ P-3836/98

υποβολή: Eva Kjer Hansen (ELDR) προς την Επιτροπή

(7 Δεκεμβρίου 1998)

Θέμα: Σύσταση γραφείου έρευνας για την εσωτερική και εξωτερική απάτη

Θα μπορούσε η Επιτροπή να εξηγήσει νομικώς με ποιον τρόπο η σύσταση γραφείου έρευνας για την εσωτερική και εξωτερική απάτη, το οποίο είναι εντελώς ανεξάρτητο και δεν έχει καμία σχέση με την Επιτροπή (όπως ανέφερε ο κ. Santer κατά τη συζήτηση της έκθεσης Bösch στην Ολομέλεια της 6.10.98) θα μπορούσε να βασισθεί στη Συνθήκη, είτε του Μάαστριχτ είτε του ´Aμστερνταμ, ή να αναφέρει την τροποποίηση της Συνθήκης που απαιτεί η σύσταση αυτού του γραφείου;

Ζητείται επίσης από την Επιτροπή να εξηγήσει πώς μια τέτοια πρόταση είναι σύμφωνη με τις υποχρεώσεις που θα αναλάβει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 280 της Συνθήκης του ´Aμστερνταμ, λαμβάνοντας υπόψη τη συζήτηση που διεξάγεται σε ορισμένες χώρες σχετικά με τη σημασία της κύρωσης του εν λόγω άρθρου.

Τέλος, καλείται η Επιτροπή να εξηγήσει νομικώς τη χρήση της λεγόμενης "παραγράφου - λάστιχο" του άρθρου 235 της ισχύουσας Συνθήκης ως ενδεχόμενης νομικής βάσης για τη σύσταση του εν λόγω γραφείου, και τούτο τόσο σε σχέση με το νέο άρθρο 280 της Συνθήκης του ´Aμστερνταμ όσο και σε συνάρτηση με τους ενδοιασμούς διαφόρων κρατών μελών όσον αφορά τη χρήση της λεγόμενης "παραγράφου - λάστιχο".

Απάντηση του κ. Santer εξ ονόματος της Επιτροπής

(2 Φεβρουαρίου 1999)

Όπως προκύπτει από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου(1), η επιλογή της νομικής βάσης μιας πράξης πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεκτικά δικαστικού ελέγχου. Μεταξύ των στοιχείων αυτών συγκαταλέγονται ιδίως ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξης. Την 1η Δεκεμβρίου 1998, η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση κανονισμού για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Έρευνών για την καταπολέμηση της απάτης(2). Λαμβανομένων υπόψη του σκοπού και του περιεχομένου της, η πρόταση αυτή βασίζεται στο άρθρο 235 της συνθήκης ΕΚ και στο άρθρο 203 της συνθήκης Ευρατόμ, λόγω του ότι, όπως έχει σήμερα το κοινοτικό δίκαιο, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι στις συνθήκες δεν περιλαμβάνεται ειδική νομική βάση στην οποία θα μπορούσε να στηριχθεί ένας τέτοιου είδους κανονισμός.

Στο αιτιολογικό της πρότασής της (σκέψη 16), η Επιτροπή διατύπωσε την άποψη ότι η συνθήκη του ´Aμστερνταμ δημιούργησε τέτοιου είδους ειδική βάση. Πράγματι, το (νέο) άρθρο 280 της συνθήκης ΕΚ ορίζει ότι η Κοινότητα μπορεί, σύμφωνα με τη διαδικασία συναπόφασης, να λαμβάνει "τα απαραίτητα μέτρα στους τομείς της πρόληψης και της καταπολέμησης της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας". Η Επιτροπή ανακοίνωσε ότι θα τροποποιήσει την πρόταση μόλις τεθεί σε ισχύ η συνθήκη του ´Aμστερνταμ, για να την στηρίξει στην προαναφερόμενη νέα διάταξη. Δεδομένου ότι η εν λόγω πρόταση κανονισμού αποτελεί, επί του παρόντος, το αντικείμενο διαβούλευσης με το Κοινοβούλιο, λεπτομερέστερες εξηγήσεις σχετικά με την επιλογή της νομικής βάσης θα παρασχεθούν στο πλαίσιο αυτό.

(1) Απόφαση της 13ης Μαΐου 1997, υπόθεση C-233/94, Γερμανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλ. 1997, Ι-2405, σημείο 12.

(2) Έγγραφο COM(98) 717 τελικό.