91998E0190

ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ αρ θ. 190/98 του Cristiana MUSCARDINI προς το Συμβούλ ο. Χορήγηση διπλής ιθαγένειας στους ιταλούς κατοίκους του Βελγίου

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 196 της 22/06/1998 σ. 0120


ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ E-0190/98 υποβολή: Cristiana Muscardini (NI) προς το Συμβούλιο (6 Φεβρουαρίου 1998)

Θέμα: Χορήγηση διπλής ιθαγένειας στους ιταλούς κατοίκους του Βελγίου

Η Σύμβαση του Στρασβούργου της 6ης Μαΐου 1963 ρυθμίζει τις περιπτώσεις διπλής ιθαγένειας και επιτρέπει στην πράξη την ανάκτηση της ιθαγένειας ακόμη και αν έχει απωλεσθεί με εκούσια παραίτηση, αφού ορίζει ότι διατηρούνται σε ισχύ οι διάφορες ρυθμίσεις που προβλέπονται από διεθνείς συμφωνίες.

Με τον τρόπο αυτό το Πρωτόκολλο της Σύμβασης του Στρασβούργου επέτρεψε την έναρξη ισχύος, π.χ., της συμφωνίας μεταξύ Ιταλίας και Γαλλίας και Ιταλίας και Κάτω Χωρών, που επιτρέπει τη διπλή ιθαγένεια.

Ζητείται από το Συμβούλιο, προκειμένου να αρθούν τα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία και να καταστεί πραγματικότητα η ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών, να λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε το Πρωτόκολλο του Στρασβούργου να επεκταθεί στις ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες υπάρχει έντονη παρουσία ιταλών πολιτών.

Ζητείται επίσης, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της ιταλικής κοινότητας στο Βέλγιο, να επεκταθεί το ταχύτερο το Πρωτόκολλο του Στρασβούργου στις σχέσεις μεταξύ Βελγίου και Ιταλίας, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στην ιταλική κοινότητα που διαμένει στο Βέλγιο και επιθυμεί να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για την ανάκτηση της ιθαγένειας καταγωγής, να την ανακτήσει διατηρώντας παράλληλα τη βελγική ιθαγένεια που έχει αποκτήσει μέσω εκούσιας πολιτογράφησης.

Απάντηση (7 Μαρτίου 1998)

To Συμβούλιο επισημαίνει στο αξιότιμο μέλος του Κοινοβουλίου ότι εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος να ορίζει τους κανόνες για τη χορήγηση της ιθαγένειας. Στα πλαίσια αυτά, υπενθυμίζεται ότι η δήλωση αριθ. 2 η οποία είναι προσαρτημένη στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση διευκρινίζει ότι «όταν στη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας γίνεται αναφορά στους υπηκόους των κρατών μελών, το θέμα του εάν ένα άτομο έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους ρυθμίζεται αποκλειστικά και μόνο από τη νομοθεσία του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη μπορούν να δηλώνουν, πληροφοριακά, ποιά άτομα πρέπει να θεωρούνται ως υπήκοοί τους για τους σκοπούς της Κοινότητας, με δήλωση που θα καταθέτουν στην προεδρία 7 μπορούν ενδεχομένως να τροποποιήσουν τη δήλωσή τους.».