91997E3728

ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ αρ θ. 3728/97 του Daniel VARELA SUANZES- CARPEGNA προς την Επ τροπή. ΣΓΠ-Σύμφωνο των Άνδεων και κοινή αγορά της Κεντρικής Αμερικής: απάτες όσον αφορά την προέλευση και τις εγγυήσεις

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 196 της 22/06/1998 σ. 0011


ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ E-3728/97 υποβολή: Daniel Varela Suanzes-Carpegna (PPE) προς την Επιτροπή (21 Νοεμβρίου 1997)

Θέμα: ΣΓΠ-Σύμφωνο των Άνδεων και κοινή αγορά της Κεντρικής Αμερικής: απάτες όσον αφορά την προέλευση και τις εγγυήσεις

Ως γνωσόν έχουν επισημανθεί απάτες σε ό,τι αφορά τα πιστοποιητικά προελεύσεως των εσαγωγών τόνου προερχομένων από τρίτες χώρες, όπως η Κολομβία και η Κόστα-Ρίκα, απάτες για τις οποίες ευθύνονται κοινοτικές επιχειρήσεις.

Αφού οι κυβερνήσεις των χωρών εξαγωγής θεωρούνται ως αντιπρόσωποι της Επιτροπής και είναι αυτές που εκδίδουν τα εν λόγω πιστοποιητικά, ακόμη και σε επίσημα έντυπά τους, για ποιό λόγο επιρρίπτεται η εν λόγω παρανομία στις επιχειρήσεις των εισαγωγέων, όταν αυτές ενεργούν καλή τη πίστη, πιστεύοντας ότι είναι ακριβή τα πιστοποιητικά που τους χορηγεί ένας επίσημος οργανισμός μιας εξουσιοδοτημένης χώρας;

Δεν νομίζει η Επιτροπή ότι τούτο είναι άδικο;

Για ποιό λόγο, εξάλλου, δεν αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο το ζήτημα αυτό όλες οι κοινοτικές κυβερνήσεις όταν εμπλέκονται οι επιχειρήσεις τους; Ενώ, δηλαδή, ορισμένες δεν απαιτούν εγγύηση για τις συγκεκριμένες εισαγωγές όταν δεν έχει ολοκληρωθεί η έρευνα, άλλες επιμένουν στις εν λόγω εγγυήσεις, φέροντας έτσι τις επιχειρήσεις τους σε μια σαφώς μειονεκτική κατάσταση έναντι των ανταγωνιστών τους.

Απάντηση του κ. Monti εξ ονόματος της Επιτροπής (18 Φεβρουαρίου 1998)

Η προβληματική που θέτει το Αξιότιμο Μέλος του Κοινοβουλίου αφορά το μεγάλο θέμα της λειτουργίας των προτιμησιακών δασμολογικών καθεστώτων. Για τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι στο τέλος του Ιουλίου του 1997, εξέδωσε ανακοίνωση ((Εγγρ. COM (97) 402 τελικό. )) υπόψη του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου.

Τα συγκεκριμένα προβλήματα της καλής πίστης και της εναρμόνισης της δράσης των κρατών μελών σε θέματα είσπραξης βρίσκουν συγκεκριμένη απάντηση στην προαναφερθείσα ανακοίνωση. Όσον αφορά την «καλή πίστη», η Επιτροπή υποχρεούται βεβαίως να συμμορφωθεί με τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου, δηλαδή με το ότι η εμπιστοσύνη όσον αφορά την εγκυρότητα ενός πιστοποιητικού καταγωγής δεν προστατεύεται συνήθως. Αυτό σημαίνει ότι η εγκυρότητα αυτή μπορεί να αμφισβητηθεί εάν, για παράδειγμα, το εμπόρευμα το οποίο αφορά το πιστοποιητικό καταγωγής δεν λαμβάνεται σύμφωνα με τα κριτήρια καταγωγής. Με τον ίδιο τρόπο, ανεξάρτητα από τον βαθμό αξιοπιστίας των αρχών που εκδίδουν τα πιστοποιητικά καταγωγής σε μια τρίτη χώρα, η δυνατότητα αμφισβήτησης της εγκυρότητας αυτής κρίνεται αναγκαία εάν εκ των υστέρων παρατηρηθεί απάτη κατά την έκδοση του πιστοποιητικού (για παράδειγμα, προσκόμιση κατά την εισαγωγή στην Κοινότητα εμπορεύματος άλλου απ'αυτό που έχει εξαχθεί). Όλα αυτά τα στοιχεία αποτελούν, μεταξύ άλλων, συνήθη εμπορικό κίνδυνο για το Δικαστήριο ((Υπόθεση Van Gend & Loos NV 7 Κοινές υποθέσεις 98 και 230/83 7 Απόφαση του Δικαστηρίου της 13.11.1984. Βλέπε επίσης Faroe Seafood - Κοινές υποθέσεις C 153/94 και C 204/94 -Απόφαση της 14.5.1997. )).

Όσοναφορά την δράση των κρατών μελών που δεν χαρακτηρίζεται από την επιθυμητή ομοιογένεια, το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι η Κοινότητα δεν διαθέτει ενιαία τελωνειακή διοίκηση. Η Επιτροπή θα προσπαθήσει να βελτιώσει την κατάσταση είτε στο πλαίσιο μιας οριζόντιας δράσης, είτε στο πλαίσιο της απόφασης αριθ. 210/97/ΕΚ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με την έγκριση ενός προγράμματος δράσης για τα τελωνεία στην Κοινότητα («Τελωνεία 2000») ((ΕΕ L 33 της 4.2.1997. )).