91997E3285

ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ αρ θ. 3285/97 του Marie-Paule KESTELIJN- SIERENS προς την Επ τροπή. Τηλεπικοινωνίες

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 158 της 25/05/1998 σ. 0078


ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ E-3285/97 υποβολή: Marie-Paule Kestelijn-Sierens (ELDR) προς την Επιτροπή (20 Οκτωβρίου 1997)

Θέμα: Τηλεπικοινωνίες

Γνωρίζουμε ότι από 1ης Ιανουαρίου 1998 απελευθερώνεται η αγορά τηλεπικοινωνιών, πράγμα που θα θέσει σε εγρήγορση τον ανταγωνισμό.

Είναι η Επιτροπή αρμόδια ώστε, παράλληλα με άλλες ενέργειες, να αναλάβει πρωτοβουλίες ούτως ώστε να μην επηρεασθούν, τουλάχιστον, τα τιμολόγια των επιχειρήσεων τηλεπικοινωνιών στην ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά;

Απάντηση του κ. Van Miert εξ ονόματος της Επιτροπής (12 Νοεμβρίου 1997)

Η Επιτροπή έχει λάβει και θα εξακολουθήσει να λαμβάνει κάθε δυνατή πρωτοβουλία εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της με σκοπό την επίλυση του προβλήματος των υψηλών τελών που οι οργανισμοί τηλεπικοινωνιών εφαρμόζουν για τις διεθνείς κλήσεις. Οι κύριοι λόγοι για τους οποίους οι διεθνείς τηλεπικοινωνίες είναι ακριβότερες σε σχέση με τις εγχώριες υπεραστικές τηλεπικοινωνίες είναι, πρώτον, ότι τα τιμολόγια των διεθνών τηλεπικοινωνιών εξακολουθούν να μην αποτελούν συνάρτηση του κόστους τους, δεύτερον, ότι τα υπάρχοντα δίκτυα έχουν σχεδιασθεί με γνώμονα τα δεδομένα της εκάστοτε χώρας και, τρίτον, ότι για τις διεθνείς κλήσεις εφαρμόζονται υψηλά τέλη διασύνδεσης και συμψηφισμού.

Σύμφωνα με την οδηγία 96/19/ΕΚ της 13ης Μαρτίου 1996 για την τροποποίηση της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ όσον αφορά το πλήρες άνοιγμα των αγορών τηλεπικοινωνιών στον ανταγωνισμό ((ΕΕ L 74 της 22.3.1996. )), τα κράτη μέλη οφείλουν να παράσχουν στους τηλεπικοινωνιακούς τους οργανισμούς τη δυνατότητα να επανεξισορροπήσουν τα τιμολόγιά τους πριν από την 1η Ιανουαρίου 1998. Σε περίπτωση που η επανεξισορρόπηση αυτή δεν είναι δυνατό να ολοκληρωθεί μέχρι την εν λόγω ημερομηνία, τα κράτη μέλη οφείλουν να υποβάλουν στην Επιτροπή αναλυτικό χρονοδιάγραμμα για τη μελλοντική προοδευτική κατάργηση των ανισορροπιών που απομένουν.

Βάσει του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 95/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 1995 σχετικά με την εφαρμογή της παροχής ανοικτού δικτύου (ONP) στη φωνητική τηλεφωνία ((ΕΕ L 321 της 30.12.1995. )), τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι τα τιμολόγια της φωνητικής τηλεφωνίας είναι προσανατολισμένα στο κόστος. Η υποχρέωση αυτή θα παραμείνει σε ισχύ με βάση την αναθεωρημένη διατύπωση της υπόψη οδηγίας (νυν άρθρο 17), η θέσπιση της οποίας βρίσκεται ήδη στο τελικό στάδιο. Παρόλα αυτά, μερικά κράτη μέλη δεν έχουν ακόμη λάβει μέτρα προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι οι τηλεπικοινωνιακοί τους οργανισμοί θα εφαρμόζουν σύστημα λογιστικής παρακολούθησης του κόστους. ούτως ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της ουσιαστικής εφαρμογής της αρχής του προσανατολισμού στο κόστος. Πάντως, η είσοδος ανταγωνιστών στο συγκεκριμένο τμήμα της αγοράς θα οδηγήσει ούτως ή άλλως στην περαιτέρω επανεξισορρόπηση των τιμολογίων.

Ο δεύτερος λόγος για τον οποίον τα τιμολόγια των εγχώριων και των διεθνών κλήσεων δεν είναι τα ίδια είναι ότι η απαραίτητη υποδομή έχει σχεδιασθεί με γνώμονα τα δεδομένα της εκάστοτε χώρας στο πλαίσιο των εθνικών μονοπωλίων. Για να αντιμετωπισθεί η συγκεκριμένη διάρθρωση κόστους, είναι αναγκαία η συγκρότηση νέας υποδομής, π.χ. κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών. Από την 1η Ιουλίου 1996, τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να επιτρέπουν την ανάπτυξη τέτοιων δικτύων με σκοπό την παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών πλην της φωνητικής τηλεφωνίας, ενώ από 1ης Ιανουαρίου 1998 θα καταργηθούν υποχρεωτικά τα εναπομένοντα ειδικά και αποκλειστικά δικαιώματα για τη δημιουργία τέτοιου είδους υποδομών. Από την άλλη πλευρά, η Επιτροπή, όποτε παρέχει την έγκρισή της για τη σύναψη παγκόσμιων συμμαχιών κατ' εφαρμογή του άρθρου 85 της συνθήκης ΕΚ, λαμβάνει υπόψη την πιθανή συμβολή τους στη δημιουργία διασυνοριακών δικτύων.

Τα υψηλά τέλη των διεθνών κλήσεων είναι επίσης αποτέλεσμα του σημερινού ύψους των τελών διασύνδεσης και του κόστους των διεθνών συμψηφισμών. Η Επιτροπή πρόκειται να εξετάσει εξονυχιστικά τα σχετικά τιμολόγια και το κατά πόσον είναι δικαιολογημένα με βάση την αρχή που διατυπώνεται στο σχέδιο ανακοίνωσής της με τον τίτλο «Ανακοίνωση περί της εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού σε συμφωνίες πρόσβασης στον τομέα των τηλεπικοινωνιών», που προβλέπεται να οριστικοποιηθεί συντόμως. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 86 της συνθήκης ΕΚ απαγορεύει στις επιχειρήσεις οι οποίες κατέχουν δεσπόζουσα θέση να εφαρμόζουν άνισους όρους επί παρόμοιων συναλλαγών, ενώ συγχρόνως τους απαγορεύει να εφαρμόζουν υπέρογκες τιμές. Η τιμή που μία επιχείρηση εφαρμόζει για την προώθηση μιας κλήσεως θα πρέπει να αποτελεί συνάρτηση του πραγματικού κόστους παροχής της υπηρεσίας αυτής. Οι επιχειρήσεις μπορούν να εφαρμόζουν άνισα τιμολόγια για την προώθηση των εγχώριων και των διεθνών κλήσεων μόνο στον βαθμό που το κόστος των υπηρεσιών αυτών είναι πράγματι διαφορετικό για την επιχείρηση που τις παρέχει.

Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 της οδηγίας 97/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Ιουνίου 1997 για τη διασύνδεση στο χώρο των τηλεπικοινωνιών προκειμένου να διασφαλισθεί καθολική υπηρεσία και διαλειτουργικότητα, με εφαρμογή των αρχών παροχής ανοικτού δικτύου ((ΕΕ L 199 της 26.7.1997. )), οι υφιστάμενοι οργανισμοί τηλεπικοινωνιών θα είναι επίσης υποχρεωμένοι, από την 1η Ιανουαρίου 1998 και μετά, να εφαρμόζουν έναντι των πελατών τους τέλη διασύνδεσης τα οποία να αποτελούν συνάρτηση του κόστους 7 τούτο σημαίνει ότι, τουλάχιστον στο εσωτερικό της Κοινότητας, θα πάψουν να ισχύουν τα σημερινά υψηλά τέλη συμψηφισμών. Μετά την προαναφερθείσα ημερομηνία, τα τέλη διεθνούς διασύνδεσης θα αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, πράγμα το οποίο αναμένεται να οδηγήσει σε αισθητή μείωση των τιμών των διασυνοριακών κλήσεων στο εσωτερικό της Κοινότητας. Στις 15 Οκτωβρίου 1997, η Επιτροπή συμφώνησε μία σύσταση για τα τιμολόγια διασύνδεσης (η δημοσίευσή της αναμένεται) 7 σε αυτήν συστήνεται η εφαρμογή συγκεκριμένων τελών διασύνδεσης ανταποκρινόμενων στη «βέλτιστη πρακτική» και βασιζόμενων στις τιμές που ισχύουν στα τρία κράτη μέλη με το χαμηλότερο κόστος.

Τέλος, ο αντίκτυπος των μέτρων αυτών θα ενισχυθεί με την τροποποίηση της οδηγίας 97/33/ΕΚ, με την οποία θα καταστεί υποχρεωτική η καθιέρωση του συστήματος της επιλογής φέρουσας για κάθε κλήση ξεχωριστά ή της προεπιλογής. Η τροποποίηση αυτή συζητείται ήδη στο Συμβούλιο.