Υπόθεση T‑17/24
(δημοσίευση αποσπασμάτων)
UL κ.λπ.
κατά
Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα) της 12ης Φεβρουαρίου 2025
«Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της ΕΥΕΔ – Αποδοχές – Οικογενειακά επιδόματα – Σχολικό επίδομα – Άρθρο 15 του παραρτήματος X του ΚΥΚ – Αίτηση επιστροφής των δαπανών βρεφονηπιακού σταθμού και των σχολικών δαπανών – Απορριπτική απόφαση»
Υπάλληλοι – Χρηματικές παροχές – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Στενή ερμηνεία
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα X, άρθρο 15)
(βλ. σκέψη 22)
Υπάλληλοι – Αποδοχές – Καθεστώς αποδοχών το οποίο ισχύει για τους υπαλλήλους που είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα – Σχολικό επίδομα – Έννοια – Επίδομα για τα συντηρούμενα τέκνα ηλικίας κάτω των πέντε ετών – Δεν εμπίπτει – Σχολικό επίδομα για τα συντηρούμενα τέκνα ηλικίας τουλάχιστον πέντε ετών – Εμπίπτει
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παραρτήματα VII, άρθρο 3 §§ 1 και 2, και X, άρθρο 15)
(βλ. σκέψεις 23-40, 46, 59)
Υπάλληλοι – Αποδοχές – Καθεστώς αποδοχών το οποίο ισχύει για τους υπαλλήλους που είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα – Σχολικό επίδομα – Ανώτατο όριο επιστροφής εξόδων – Καθορισμός – Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως – Δικαστικός έλεγχος – Όρια
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα X, άρθρο 15)
(βλ. σκέψεις 47-51, 61-65)
Υπάλληλοι – Αποδοχές – Καθεστώς αποδοχών το οποίο ισχύει για τους υπαλλήλους που είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα – Σχολικό επίδομα – Ανώτατο όριο επιστροφής εξόδων – Αποκλείεται οποιαδήποτε υπέρβαση του ορίου για τα τέκνα ηλικίας κάτω των πέντε ετών – Παράβαση του καθήκοντος μέριμνας – Δεν υφίσταται
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα X, άρθρο 15)
(βλ. σκέψεις 67-71)
Υπάλληλοι – Αποδοχές – Καθεστώς αποδοχών το οποίο ισχύει για τους υπαλλήλους που είναι τοποθετημένοι σε τρίτη χώρα – Σχολικό επίδομα – Διαφορετική μεταχείριση των υπαλλήλων οι οποίοι έχουν τέκνα ηλικίας τριών έως πέντε ετών σε σχέση με εκείνους οι οποίοι έχουν τέκνα ηλικίας κάτω των τριών ετών – Μη συγκρίσιμος χαρακτήρας των δύο καταστάσεων – Απουσία δυσμενούς διακρίσεως
(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα X, άρθρο 15)
(βλ. σκέψεις 74-76, 79-90, 96-98)
Σύνοψη
Το Γενικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή που ασκήθηκε ενώπιόν του από διάφορους υπαλλήλους και μέλη του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ) κατά των αποφάσεων της εν λόγω υπηρεσίας σχετικά με το ύψος του επιδόματος το οποίο δικαιούνται να λάβουν οι εν λόγω υπάλληλοι και τα μέλη του λοιπού προσωπικού για τα συντηρούμενα τέκνα τους ηλικίας κάτω των πέντε ετών, αποφαίνεται επί καινοφανούς ζητήματος σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 15 του παραρτήματος Χ του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ).
Οι προσφεύγοντες είναι υπάλληλοι και μέλη του λοιπού προσωπικού της ΕΥΕΔ που υπηρετούν στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο. Υπέβαλαν αιτήσεις οι οποίες αφορούσαν το ποσό του επιδόματος που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ (στο εξής: επίδομα Α), υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, ότι το ύψος του επιδόματος Α έπρεπε να υπολογιστεί σύμφωνα με τους λεπτομερείς κανόνες του άρθρου 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ.
Η ΕΥΕΔ απέρριψε τις αιτήσεις με την αιτιολογία ότι το άρθρο 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ θεσπίζει υπέρ των υπαλλήλων και των μελών του λοιπού προσωπικού που υπηρετούν σε τρίτη χώρα ένα ειδικό καθεστώς το οποίο αφορά αποκλειστικά το ύψος του σχολικού επιδόματος που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ για τα συντηρούμενα τέκνα κάτω των πέντε ετών (στο εξής: επίδομα Β) και όχι το ύψος του επιδόματος Α. Ειδικότερα, κατά την ΕΥΕΔ, στις περιπτώσεις υπαλλήλων και μελών του λοιπού προσωπικού των οποίων τα τέκνα είναι κάτω των πέντε ετών τα θεσμικά όργανα δεν υποχρεούνται εκ του νόμου να χορηγήσουν το επίδομα Α παρά μόνον στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.
Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου
Προκαταρκτικώς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι οι διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που παρέχουν δικαίωμα λήψεως χρηματικών παροχών πρέπει να ερμηνεύονται στενά.
Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει επίσης ότι για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και οι στόχοι και ο σκοπός που επιδιώκει η πράξη της οποίας αποτελεί μέρος. Το ιστορικό της θεσπίσεως μιας διατάξεως του δικαίου της Ένωσης μπορεί επίσης να προσφέρει χρήσιμα στοιχεία για την ερμηνεία της.
Όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, η διάταξη αυτή διευκρινίζει ότι το επίδομα που προβλέπει προορίζεται για την κάλυψη των «πραγματικών σχολικών δαπανών», ότι καταβάλλεται «αφού προσκομισθούν τα σχετικά δικαιολογητικά» και ότι, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, το συγκεκριμένο επίδομα δεν μπορεί να υπερβεί ένα ανώτατο όριο. Από την ίδια τη διατύπωση του άρθρου 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ προκύπτει επομένως ότι η διάταξη αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί στο επίδομα Α, το οποίο είναι κατ’ αποκοπήν επίδομα, του οποίου το ύψος είναι σταθερό για όλους τους δικαιούχους και δεν εξαρτάται από τις δαπάνες των τελευταίων για την εκπαίδευση των τέκνων τους. Κατά συνέπεια, όταν το άρθρο 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ κάνει λόγο για ένα «ανώτατο όριο που αντιστοιχεί στο τριπλάσιο του διπλάσιου ανώτατου ορίου του σχολικού επιδόματος», αναφέρεται οπωσδήποτε στο επίδομα Β, το οποίο καλύπτει τα σχολικά έξοδα των δικαιούχων αυτού του επιδόματος μέχρι ενός ανώτατου μηνιαίου ορίου.
Κατά την ανάλυση του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το άρθρο 3 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, δεδομένου ότι η πρώτη διάταξη εισάγει κανόνες για τους υπαλλήλους και τα μέλη του λοιπού προσωπικού που υπηρετούν σε τρίτη χώρα οι οποίοι παρεκκλίνουν μερικώς από τους κανόνες που θεσπίζει η δεύτερη διάταξη. Συναφώς, το άρθρο 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ προβλέπει ότι χορηγείται στον υπάλληλο «σχολικό επίδομα προς κάλυψη των πραγματικών σχολικών δαπανών». Το γράμμα της εν λόγω διατάξεως αναπαράγει επομένως τη διατύπωση του άρθρου 3, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, το οποίο προβλέπει ότι ο υπάλληλος δικαιούται «σχολικού επιδόματος ίσου προς τα πραγματικά σχολικά έξοδα στα οποία υποβάλλεται». Το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης χρησιμοποιεί παρόμοια διατύπωση για να περιγράψει το επίδομα που μνημονεύεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ και το επίδομα που μνημονεύεται στο άρθρο 15 του παραρτήματος X του ΚΥΚ ενισχύει την ερμηνεία ότι η τελευταία αυτή διάταξη εφαρμόζεται μόνο στο επίδομα που αναφέρεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, ήτοι στο επίδομα Β. Αντιθέτως, η διατύπωση του άρθρου 3, παράγραφος 2, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, το οποίο αφορά το επίδομα Α, είναι διαφορετική τόσο από εκείνη που χρησιμοποιείται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου όσο και από εκείνη που χρησιμοποιείται στο άρθρο 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ. Το άρθρο 3, παράγραφος 2, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ αναφέρεται εξάλλου σε ένα «επίδομα», το οποίο δεν περιγράφεται ρητά ως «σχολικό επίδομα», προβλέπει δε ότι το επίδομα αυτό καταβάλλεται βάσει ενός μηνιαίου κατ’ αποκοπήν ποσού. Το γεγονός ότι το εν λόγω επίδομα καταβάλλεται κατ’ αποκοπήν σημαίνει ότι, σε αντίθεση με το επίδομα Β, δεν προορίζεται να καλύψει τις πραγματικές δαπάνες στις οποίες υποβάλλονται οι υπάλληλοι ή τα μέλη του λοιπού προσωπικού για την εκπαίδευση των τέκνων τους.
Όσον αφορά το ιστορικό θεσπίσεως του άρθρου 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, κατά το Γενικό Δικαστήριο, πρώτον, το γεγονός ότι το επίδομα Α δεν χαρακτηρίστηκε ως προσχολικό επίδομα στο κείμενο που εγκρίθηκε δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν η εφαρμογή, όσον αφορά το εν λόγω επίδομα, των κανόνων παρέκκλισης του άρθρου 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ στους υπαλλήλους και τα μέλη του λοιπού προσωπικού που υπηρετούν σε τρίτη χώρα. Δεύτερον, κατά τη θέσπιση των διατάξεων του άρθρου 3, παράγραφος 2, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ δεν τροποποιήθηκε το άρθρο 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ. Το γεγονός ότι το εν λόγω άρθρο δεν τροποποιήθηκε μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε αντίθεση με την περίπτωση του επιδόματος Β, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε την πρόθεση να θεσπίσει ειδικές και παρεκκλίνουσες διατάξεις για τη χορήγηση του νέου κατ’ αποκοπήν επιδόματος στους υπαλλήλους και τα μέλη του λοιπού προσωπικού που υπηρετούν σε τρίτη χώρα.
Όσον αφορά τους σκοπούς του άρθρου 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι ένας από τους σκοπούς που επιδιώκεται με αυτή τη διάταξη είναι, βεβαίως, να μην υφίστανται οι υπάλληλοι που είναι τοποθετημένοι σε τρίτες χώρες δυσμενέστερη μεταχείριση σε σχέση με τους υπαλλήλους που υπηρετούν εντός της Ένωσης όσον αφορά τη δωρεάν εκπαίδευση των τέκνων τους. Ωστόσο, ο σκοπός που συνίσταται στο να μην γίνονται διακρίσεις σε βάρος των υπαλλήλων που υπηρετούν εκτός της Ένωσης δεν δικαιολογεί, από μόνος του, την ερμηνεία του άρθρου 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ υπό την έννοια ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται τόσο στο επίδομα Α όσο και στο επίδομα Β. Εξάλλου, για την ερμηνεία του άρθρου 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ, πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη ότι ο σκοπός του νομοθέτη της Ένωσης συνίσταται στο να αποφευχθεί το ενδεχόμενο επιβάρυνσης του προϋπολογισμού της ΕΥΕΔ με υπερβολικές δαπάνες και, ως εκ τούτου, η ΕΥΕΔ δικαιούται να λαμβάνει υπόψη δημοσιονομικούς περιορισμούς.
Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι από την ανάλυση του γράμματος, του πλαισίου και του ιστορικού θεσπίσεως του άρθρου 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ και των σκοπών που επιδιώκει ο νομοθέτης της Ένωσης προκύπτει ότι το εν λόγω άρθρο έχει την έννοια ότι οι ειδικοί κανόνες που θεσπίζει υπέρ των υπαλλήλων και των μελών του λοιπού προσωπικού που υπηρετούν σε τρίτη χώρα εφαρμόζονται μόνο στο επίδομα Β και όχι στο επίδομα Α. Κατά συνέπεια, δεν προκύπτει καμία υποχρέωση της ΕΥΕΔ να χορηγεί στους υπαλλήλους και τα μέλη του λοιπού προσωπικού της το επίδομα Α εφαρμόζοντας τους λεπτομερείς κανόνες του άρθρου 15 του παραρτήματος Χ του ΚΥΚ.